• Slider4
  • Slider5
  • Slider 9
Δρ Αναστάσιος Κοκοβίδης

Δρ Αναστάσιος Κοκοβίδης

Περιγραφή και ορισμός

Αρκετοί παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την απόφαση μιας γυναίκας για το πότε θα προγραμματίσει την νέα της εγκυμοσύνη. Σ αυτούς τους παράγοντες συγκαταλέγονται η ηλικία, η οικογενειακή κατάσταση, η γονιμότητα, η οικογενειακή στήριξη και βοήθεια στην φροντίδα του υπάρχοντος παιδιού και οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που δεν πρέπει να παραβλέπετε είναι το πόσο χρονικό διάστημα πρέπει να παρεμβάλλεται μεταξύ των κυήσεων και ποιες μπορεί να είναι οι πιθανές επιπτώσεις στην υγεία της μητέρας και του παιδιού όταν αυτό δεν τηρείται. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) το μεσοδιάστημα από τον τοκετό ενός ζώντος νεογνού έως την έναρξη μιας νέας εγκυμοσύνης θα πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 24 μήνες. Χρονικό διάστημα μικρότερο από 6 μήνες σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο μητρικής νοσηρότητας και θνησιμότητας ενώ μικρότερο από 18 μήνες σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο βρεφικής και νεογνικής περιγεννητικής θνησιμότητας, χαμηλό βάρος γέννησης, μικρό για την ηλικία κύησης νεογνό και πρόωρο τοκετό. 1  Μικρά μεσοδιαστήματα μεταξύ των κυήσεων λιγότερο των 18 μηνών και μεγαλύτερα των 59 μηνών συνδέονται με κακή περιγεννητική έκβαση. 2 Ωστόσο, τα ποσοστά των ανεπιθύμητων κυήσεων αυξάνονται καθώς μειώνονται τα μεσοδιαστήματα μεταξύ των κυήσεων. 3

Η αντισύλληψη μετά τον τοκετό με την μέθοδο της αναστρέψιμης αντισύλληψης μακράς δράσης (Long-Acting Reversible Contraception - LARC) στα πλαίσια του οικογενειακού προγραμματισμού, μπορεί να αυξήσει τα διαστήματα μεταξύ των κυήσεων 4 και να συμβάλει στην αποφυγή μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. 5 Παρότι η αναστρέψιμη αντισύλληψη μακράς δράσης, συμπεριλαμβανομένων των ενδομήτριων συσκευών και των εμφυτευμάτων, είναι εξαιρετικά αποτελεσματική, τα ποσοστά χρήσης της είναι αρκετά χαμηλά συγκριτικά με τις λιγότερο αποτελεσματικές μεθόδους. 6 Είναι γεγονός ότι, αρκετές μη προγραμματισμένες εγκυμοσύνες μπορεί να συμβούν τους πρώτους μήνες μετά τον τοκετό. Ως εκ τούτου, είναι αρκετά πιθανό το σενάριο να πραγματοποιηθεί αυτόματη σύλληψη σε μια γυναίκα, πολύ σύντομα μετά τη γέννηση ενός μωρού, ακόμα και κατά το διάστημα του θηλασμού ή όταν η περίοδος δεν έχει επανέλθει. Για αυτόν τον λόγο, η αντισυλληπτική συμβουλευτική κρίνεται απαραίτητη ώστε η λεχωίδα να μπορεί να προγραμματίσει την επόμενη εγκυμοσύνη της ασφαλώς, σύμφωνα με την καθοδήγηση του μαιευτήρα της. Στο παρών κεφάλαιο θα περιγραφούν μόνο οι πιο αποτελεσματικές μέθοδοι αντισύλληψης. Δεν θα γίνει αναφορά σε μεθόδους χαμηλής αποτελεσματικότητος και μικρής αντισυλληπτικής προστασίας.

Επιδημιολογικά στοιχεία

Δεδομένα από 57 χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος από το 2005 έως το 2013 έδειξαν ότι το 62% των γυναικών που γέννησαν το προηγούμενο έτος δεν ξεκίνησαν κάποια μέθοδο αντισύλληψης αμέσως μετά τον τοκετό. 7 , 8 Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, περίπου οι μισές από τις γυναίκες μετά τον τοκετό χρησιμοποιούν τις λιγότερο αποτελεσματικές μεθόδους αντισύλληψης, συμπεριλαμβανομένων των προφυλακτικών, της διακεκομμένης συνουσίας ή δεν κάνουν χρήση καμίας απολύτως μεθόδου αντισύλληψης. 9 Επίσης, οι ενδομήτριες συσκευές (IUDs) και τα εμφυτεύματα λεβονοργεστρέλης (LNGI) χρησιμοποιούνται ελάχιστα μετά τον τοκετό και για περιορισμένο χρονικό διάστημα 6 μηνών. 10 Αυτή η αναστρέψιμη αντισύλληψη μακράς δράσης 11 προτιμάτε στο Τέξας από το 50% των γυναικών 6 μήνες μετά τον τοκετό και κάποιες ζητούν μόνιμη στειροποίηση. 12 Η παροχή συμβουλευτικής, σχετικά με την πρόσβαση σε πιο αποτελεσματικές μεθόδους αντισύλληψης, ενδεχόμενος θα μπορούσε να μειώσει τα μικρά μεσοδιαστήματα μεταξύ των κυήσεων (διαστήματα < των 18 μηνών από τον προηγούμενο τοκετό), από το 35% στο 23%. 13

Περίπου το 70% των κυήσεων που συμβαίνουν εντός ενός έτους μετά τον τοκετό στις ΗΠΑ είναι ανεπιθύμητες. 14 Στη Σκωτία, πάνω από το 13% των γυναικών που υποβάλλονται σε διαδικασία διακοπής της κύησης ήταν έγκυες κατά το προηγούμενο έτος. 15 Οι επαναλαμβανόμενες αμβλώσεις είναι συχνές παγκοσμίως ακόμη και σε χώρες με εξαιρετικές υπηρεσίες αντισύλληψης. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, περίπου το 36% όλων των αμβλώσεων είναι επαναλαμβανόμενες. 16

ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΤΟΚΕΤΟ

Η χρήση αναστρέψιμης αντισύλληψης μακράς δράσης, όπως η τοποθέτηση ενδομήτριων συσκευών και εμφυτευμάτων, αμέσως μετά την έξοδο του πλακούντα κατά την διενέργεια κολπικού τοκετού και καισαρικής τομής, είναι ασφαλής, 17 βολική, εξαιρετικά αποτελεσματική και μπορεί να αποτρέψει από μια ακούσια εγκυμοσύνη. 18 , 19 Ωστόσο τα βιβλιογραφικά δεδομένα που περιγράφουν τα κλινικά αποτελέσματα της αναστρέψιμης αντισύλληψης μακράς δράσης παραμένουν μέχρι σήμερα περιορισμένα.

Ενδονοσοκομειακή εισαγωγή και τοποθέτηση ενδομητρικού σπειράματος

Τα ενδομητρικά σπειράματα μπορούν να τοποθετηθούν είτε χειροκίνητα, είτε με την χρήση του ειδικού καθετήρα εισαγωγής (εισαγωγέας), είτε με την βοήθεια θυριδωτής λαβίδας και δεν χρειάζεται να διπλωθούν οι βραχίονες του σπειράματος μέσα στον εισαγωγέα. Κατά τον χρόνο της καισαρικής τομής, το χέρι του μαιευτήρα που συγκρατεί το κεντρικό στέλεχος του σπειράματος δια του δείκτη και του μέσου δακτύλου ή ο εφαρμογέας εισαγωγής θα πρέπει να τοποθετηθεί στον ενδομήτριο χώρο διαμέσου της υστεροτομίας έτσι ώστε να τοποθετηθεί η συσκευή στον πυθμένα της μήτρας. Το ελεύθερο χέρι του μαιευτήρα εξωτερικά συλλαμβάνει τον πυθμένα της μήτρας πιέζοντας αντίθετα από την φορά εισόδου της συσκευής έτσι ώστε να σταθεροποιηθεί η μήτρα και να συγκρατηθεί το IUD στην θέση του. Στην συνέχεια αφαιρείται ο εφαρμοστής (αν χρησιμοποιήθηκε) και τα νήματα του IUD δια ανατομικής λαβίδας κατευθύνονται με ήπιους χειρισμούς προς τον τράχηλο της μήτρας. 20

Μετά την υστεροτοκία και πριν την συρραφή της περινεοτομίας συλλαμβάνεται το πρόσθιο χείλος του τραχήλου δια θυριδωτής λαβίδας. Μια δεύτερη θυριδωτή λαβίδα συλλαμβάνει το ενδομητρικό σπείραμα από το κεντρικό στέλεχος και το κατευθύνει μέσα στην ενδομητρική κοιλότητα προς τον πυθμένα της μήτρας. Για την χειροκίνητη εισαγωγή του ενδομητρικού σπειράματος μετά από κολπικό τοκετό, ο μαιευτήρας συλλαμβάνει το κεντρικό στέλεχος του σπειράματος μεταξύ δείκτη και μέσου δακτύλου και στην συνέχεια το εναποθέτει στον πυθμένα της μήτρας. Σε κάθε περίπτωση, η τοποθέτηση μπορεί να υποβοηθηθεί με την άσκηση διαπυθμενικής πίεσης στην μήτρα, εξωτερικά από το ελεύθερο χέρι του ιατρού ή του βοηθού. Τα ποσοστά εκβολών των IUDs στους 4-6 μήνες και για τους δύο τρόπους τοποθέτησης ήταν περίπου ίδια 13.3% και 12.7%, αντίστοιχα και ήταν μεγαλύτερα στις γυναίκες που δεν θήλαζαν από ό,τι στις θηλάζουσες (22.4% έναντι 11.9%,·P: 0.05)..21 Οι ενδομήτριες συσκευές λεβονοργεστρέλης εμφανίζουν μεγαλύτερο ποσοστά εκβολών από ότι οι συσκευές χαλκού. 22  Μία μελέτη ανέφερε ποσοστά εκβολών συσκευών λεβονοργεστρέλης 38% έναντι 20% των συσκευών χαλκού. Το 86% των αποβολών συνέβησαν σε διάστημα ≤ από 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό. Όλες οι πλήρεις εκβολές εντοπίστηκαν κλινικά, ενώ από τις μερικές εκβολές, μόνο 4/10 (40%) ήταν κλινικά ύποπτο πριν από την διενέργεια υπερηχογραφήματος. 23  Τα ποσοστά συνέχισης της αντισύλληψης στους 6 και 12 μήνες μετά την ενδονοσοκομειακή τοποθέτηση συσκευής χαλκού είτε αφορούσε κολπικό τοκετό είτε καισαρική τομή ήταν σχετικά υψηλά, 87.6% και 76.3%, αντίστοιχα. 24 Οι γυναίκες που εξετάζουν το ενδεχόμενο να τοποθετήσουν ένα ενδομητρικό σπείραμα αμέσως μετά τον τοκετό θα πρέπει να ενημερώνονται πέραν των άλλων σχετικά με τον κίνδυνο μετακίνησης της θέσης του σπειράματος, καθώς και την πιθανότητα μη ορατών νημάτων εξαγωγής, τα οποία μπορεί να περιπλέξουν την κλινική παρακολούθηση. 25

 Ενδονοσοκομειακή εισαγωγή και τοποθέτηση εμφυτεύματος

Άμεση αντισύλληψη μετά τον τοκετό είναι δυνατή και μπορεί να επιτευχθεί με την βοήθεια λεπτών, εύκαμπτων ραβδίων κυλινδρικού σχήματος τα οποία περιέχουν προγεσταγόνο και μπορούν να εμφυτευθούν υποδερματικά. 26 Τα εμφυτεύματα απελευθερώνουν δραστική ορμόνη για χρονική διάρκεια αρκετών ετών. Ένα από αυτά τα εμφυτεύματα φέρει την ονομασία Nexplanon. To Nexplanon αποτελείται από έναν κύλινδρο μήκους 4cm και διάμετρο 2mm που περιέχει 68mg ετονογεστρέλης. Αυτός ο κύλινδρος επικαλύπτεται από ένα πολυμερές περίβλημα που περιέχει αιθυλενο-οξικό-βινυλεστέρα. Το εμφύτευμα τοποθετείται ενδοδερμικά στην έσω επιφάνεια του βραχίονα, και σε απόσταση 8 έως 10cm από τον αγκώνα μέσα στην δερματική αύλακα μεταξύ του δικεφάλου και του τρικεφάλου μυός, στην ίδια ευθεία με τον επιμήκη άξονα του βραχίονα. Σ αυτήν ακριβώς την θέση αποφεύγεται η τρώση αγγείων και νεύρων που βρίσκονται εντός και πέριξ της δερματικής αύλακος και συνεπώς αποτρέπεται η πιθανότητα αιμορραγίας και πόνου. Το εμφύτευμα ετονογεστρέλης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος αντισύλληψης για 3 έτη.

Τεχνική εισαγωγής και τοποθέτησης του Nexplanon

Το εμφύτευμα ετονογεστρέλης μπορεί να τοποθετηθεί στο νοσοκομείο κατά την διάρκεια νοσηλείας της λεχωίδος και πριν από την λήψη του εξιτηρίου της από αυτό. 27 Η ασθενής τοποθετείται σε ύπτια θέση με το μη επικρατές άνω άκρο να βρίσκεται σε υπερέκταση πάνω στην εξεταστική κλίνη, και με την έσω επιφάνεια του άνω άκρου να έχει φορά προς τα πάνω και έξω και τον αγκώνα να βρίσκεται σε έκταση. Η θέση εισόδου του εμφυτεύματος σημειώνεται με ειδικό αποστειρωμένο δερματογράφο σε απόσταση 8 - 10cm από τον έσω επικονδύλιο όγκωμα του βραχιονίου οστού και 3-5cm κάτω, μέσα στην δερματική αύλακα μεταξύ του δικεφάλου και του τρικεφάλου μυός, στην ίδια ευθεία με τον επιμήκη άξονα του βραχίονα. Ένα δεύτερο σημάδι τοποθετείται σε απόσταση 4cm πλησίον του έσω κονδύλου του βραχιόνιου οστού και καταγράφει την τελική πορεία του εμφυτεύματος. To εμφύτευμα Nexplanon τοποθετείται με την χρήση άσηπτης τεχνικής. Εκτελείται άσηπτος καθαρισμός της περιοχής, κατόπιν χορηγείται αναισθητικό 1% λιδοκαϊνης κάτω από το δέρμα και κατά μήκος της προγραμματισμένης πορείας εισαγωγής του εμφυτεύματος.

Μετά την τοποθέτηση, το εμφύτευμα πρέπει να μπορεί να ψηλαφηθεί και να αναγνωριστούν και τα δύο άκρα του μήκους 4cm. 28 Το Nexplanon είναι κατασκευασμένο από ακτινοσκιερό υλικό και μπορεί να ανιχνευθεί με υπερηχογραφία, απαιτούνται ηχοβολείς 10-15Mz ή εάν παραστεί ανάγκη, μαγνητική τομογραφία. 29 H συσκευή εισαγωγής του Nexplanon είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να βοηθά στην υποδερματική τοποθέτησή του και να αποφεύγεται η εν τω βάθει η οποία καθιστά δύσκολη την αφαίρεσή του. 30

Για να αφαιρεθεί το εμφύτευμα, κάτω από άσηπτες συνθήκες, μετά την χορήγηση αναισθησίας εκτελείται τομή δέρματος 2mm προς τον αγκώνα κατά μήκος της κατεύθυνσης του βραχιόνιου οστού. Ακολούθως, το εγγύς άκρο του εμφυτεύματος πιέζεται προς τη κατεύθυνση της τομής του δέρματος και μόλις γίνει ορατό συλλαμβάνεται και απομακρύνεται με την βοήθεια αιμοστατικής λαβίδας. Εάν και εφόσον υπάρχουν συμφύσεις που περιβάλλουν το εμφύτευμα αυτές μπορεί να παρασκευαστούν και να διαιρεθούν με την βοήθεια της λαβίδας, η οποία τοποθετείται εντός της τομής του δέρματος. Όταν το εμφύτευμα ετονογεστρέλης είναι μη ψηλαφητό, τότε είτε έχει τοποθετηθεί βαθιά είτε έχει μετακινηθεί και πρέπει να αφαιρεθεί. 31 Η πιο συχνή επιπλοκή του Nexplanon είναι η ίνωση η οποία αναπτύσσεται γύρω από το σημείο αφαίρεσης του εμφυτεύματος (4,4%). 32 Επίσης, έχει αναφερθεί τραυματισμός του έσω δερματικού νεύρου του πήχη. 33

ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΛΟΧΕΙΑ

Αποκλειστικός θηλασμός

Για τις μητέρες οι οποίες θηλάζουν αποκλειστικά, είναι απίθανη η ωορρηξία στην διάρκεια των πρώτων 36 εβδομάδων μετά τον τοκετό (εύρος 15-66 εβδομάδες). 34 Ο αποκλειστικός θηλασμός είναι μια φυσική μέθοδος αντισύλληψης (LAM) και η αντισυλληπτική προστασία που παρέχεται έχει υψηλή αποτελεσματικότητα, 98%. 35  Στις θηλάζουσες μητέρες των οποίων η αμηνόρροια παρατείνεται πέραν των 6 μηνών, υπάρχει μια αυξανόμενη τάση η πρώτη ωορρηξία να προηγείται της πρώτης εμμηνορρυσίας, μειώνοντας έτσι την αξιοπιστία της «αντισύλληψης μέσω αποκλειστικού θηλασμού» 36 Τα ποσοστά εγκυμοσύνης σε μητέρες που θηλάζουν είναι 1.3% έως τον 3ο μήνα και αυξάνονται σε 26% τον 12ο μήνα μετά τον τοκετό. 37 Οι λεχωίδες που θηλάζουν τα νεογνά τους μόνο κατά την διάρκεια της ημέρας (έχουν κοπεί ένα ή περισσότερα γεύματα) και δεν τηρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις αποκλειστικής σίτισης (χρησιμοποιούν μπιμπερό για συμπληρωματικά γεύματα υγρών), όπως συνήθως γίνεται μετά τις 6 εβδομάδες αποκλειστικού θηλασμού θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο χρήσης μιας εναλλακτικής μεθόδου αντισύλληψης, γιατί διατρέχουν κίνδυνο επαναλαμβανόμενης εγκυμοσύνης. 38

Τα αντισυλληπτικά σκευάσματα μόνο με προγεσταγόνο και προγεστερόνη χρησιμοποιούνται εδώ και χρόνια ως μέσα αντισύλληψης κατά την περίοδο της λοχείας και είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά όταν χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή. Οι διαθέσιμες μέθοδοι περιλαμβάνουν αντισυλληπτικά χάπια μόνο με προγεσταγόνο (POPs) γνωστά και ως mini pills, εμφυτεύματα προγεστογόνου και προγεστερόνης, ενέσιμα σκευάσματα, δακτυλίους προγεστερόνης και ενδομήτριες συσκευές απελευθέρωσης προγεστογόνου (IUD). 39

Αντισυλληπτικά δισκία μόνο με προγεσταγόνο

Τα αντισυλληπτικά δισκία μόνο με προγεσταγόνο [POPs], μπορούν να χρησιμοποιηθούν ασφαλώς την περίοδο της γαλουχίας και πριν συμπληρωθούν έξι εβδομάδες, μεταξύ 21ης και 28ης ημέρας από τον τοκετό. Ωστόσο, η χρήση τους δημιούργησε ορισμένες ανησυχίες σε κάποιους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης σχετικά με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία της μητέρας και του μωρού. 40 Όμως, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization - WHO) βεβαιώνει ότι τα POPs δεν αυξάνουν την κίνδυνο βλεβοθρόμβωσης και καρδιαγγειακών παθήσεων όπως τα συνδυασμένα από του στόματος αντισυλληπτικά (COC) που περιέχουν επιπλέον οιστρογόνο και συνεπώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά την λοχεία. 41 Αυτά τα χάπια που περιέχουν μόνο προγεσταγόνο είναι ευρύτερα γνωστά ως μίνι-χάπια (mini pills) και λαμβάνονται σε καθημερινή βάση, χωρίς διακοπή. Στην Αμερική τα POPs δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλή και χρησιμοποιούνται μόνο από το 0.4% των Αμερικανίδων γυναικών ιδίως κατά την περίοδο του θηλασμού. 42 Γενικά, η αποτελεσματικότητα των POPs όπως η οξική νορεθιστερόνη 0,35mg συνίσταται στην πάχυνση της τραχηλικής βλέννας που την καθιστά αδιαπέραστη στα σπερματοζωάρια και στην ατροφία του ενδομητρίου. 43 Επειδή οι μεταβολές στην τραχηλική βλέννα δεν διατηρούνται περισσότερο από 24 ώρες, τα POPs πρέπει να λαμβάνονται την ίδια ώρα κάθε μέρα με μέγιστη καθυστέρηση τριών ωρών έτσι ώστε να παρέχουν την μέγιστη αποτελεσματικότητα. Τα ποσοστά αποτυχίας της αντισύλληψης με οξική νορεθιστερόνη 0,35mg κυμαίνονται από 4 έως 7.9 κυήσεις ανά 100 γυναίκες-έτη χρήσης και οφείλονται κυρίως στη μη συνεχή λήψη του δισκίου. 44 , 45

Ένα άλλο POPs, είναι η δεσογεστρέλη 75mcg που κυκλοφορεί στην Ελλάδα με την εμπορική ονομασία Cerazette σε συσκευασία των 28 δισκίων. Η δεσογεστρέλη, όπως και η νορεθιστερόνη είναι ένα προγεσταγόνο που σχετίζεται δομικά με τη 19-νορτεστοστερόνη και συντίθεται από τροποποιήσεις στο μόριο της τεστοστερόνης. Η δεσογεστρέλη αναστέλλει την ωορρηξία εξαιτίας της καταστολής της δράσης της ωχρινοτρόπου ορμόνης. Ως μέθοδος αντισύλληψης μετά τοκετό η δεσογεστρέλη είναι περισσότερο αποτελεσματική και γι’ αυτό καλύτερη επιλογή από την νορεθιστερόνη 46 και εμφανίζει ποσοστά αποτυχίας 0.14 έως 0.17 ακόμα και χωρίς θηλασμούς ανά 100 γυναίκες-έτη χρήσης.43 , 47

Μηχανισμός δράσης και ανεπιθύμητες ενέργειες των αντισυλληπτικών μόνο με προγεσταγόνα

Ο κύριος μηχανισμός των αντισυλληπτικών που περιέχουν μόνο προγεσταγόνα έγκειται στην καταστολή της έκκρισης της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH) και την αναστολή της ωοθυλακιορρηξίας. Άλλοι μηχανισμοί δράσης περιλαμβάνουν την πάχυνση της τραχηλικής βλέννας, η οποία εμποδίζει την διέλευση των σπερματοζωαρίων, και την ατροφία του ενδομητρίου που το καθιστά αφιλόξενο για την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου. Η γονιμότητα αποκαθίσταται ταχέως μετά την διακοπή της αντισύλληψης μόνο με προγεσταγόνα. Εξαίρεση αποτελεί η ενέσιμη μορφή DMPA, 48 η οποία οδηγεί σε παρατεταμένη ανωοθυλακιορρηξία στο ¼ των γυναικών μετά την διακοπή της χρήσης DMPA για χρονικό διάστημα ως και ένα χρόνο μετά. 49

Οι περισσότερες μέθοδοι αντισύλληψης μόνο με προγεσταγόνα δεν επιδρούν σημαντικά στον μεταβολισμό των λιπιδίων, 50 των υδατανθράκων 51 και δεν επηρεάζουν τον αιμοστατικό μηχανισμό, την λειτουργία του θυροειδούς, τού ήπατος και την αρτηριακή υπέρταση. 52 Τα αντισυλληπτικά δισκία μόνο με προγεσταγόνο και οι ενδομήτριες συσκευές λεβονοργεστρέλης δεν αυξάνουν τον κίνδυνο φλεβικής θρόμβωσης. 53 Ωστόσο, η μακροχρόνια χρήση της ενέσιμης μορφής DMPA προκαλεί μικρές αλλαγές στον μεταβολισμό των λιπιδίων οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αθηρωμάτωσης. 54 Συνεπώς, η ενέσιμη μορφή αντισύλληψης θα ήταν μια κακή επιλογή σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακού νοσήματος. 55 Γενικά, στις γυναίκες που χρησιμοποιούν DMPA παρατηρείται μεγαλύτερη αύξηση του σωματικού τους βάρους προς το τέλος της πενταετίας ή και σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, συγκριτικά με τις γυναίκες που χρησιμοποιούν ενδομήτρια σπειράματα (LNG-IUS ή Cu-IUD). 56 - 58 Όμως, αύξηση του σωματικού βάρους παρατηρήθηκε και στις χρήστες εμφυτευμάτων μετά από πάροδο 12 μηνών. 59

Ένα σημαντικό μειονέκτημα της χορήγησης μόνο προγεσταγόνων, πέρα από τις γαστρεντερικές διαταραχές, αποτελεί η εμφάνιση ακανόνιστης και βαριάς αιμορραγίας η οποία συχνά είναι αιτία διακοπής της αντισυλληπτικής μεθόδου κατά τον πρώτο χρόνο χρήσης της. 60 Αρκετά συχνά, η συμβουλευτική στην γυναίκα ότι «όλα είναι καλά», είναι επαρκής για την συνέχιση της αντισύλληψης. Ενίοτε, η ενοχλητική κολπική αιμόρροια, μπορεί να βελτιωθεί με την συγχορήγηση από του στόματος συνδυασμένων αντισυλληπτικών δισκίων για 1-2 κύκλους, με ένα σχήμα μόνο οιστρογόνων για 1-3 εβδομάδες ή με την χορήγηση βραχείας χρονικής διάρκειας μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ) σε συνδυασμό με την αντισυλληπτική μέθοδο που ήδη εφαρμόζεται. 61 Η παρατεταμένη χρήση μόνο των προγεσταγόνων μπορεί να έχει ως κατάληξη εμμένουσα αμηνόρροια. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα πλεονέκτημα στις γυναίκες που έλαβαν την κατάλληλη συμβουλευτική.

Οι αντισυλληπτικές μέθοδοι που περιέχουν μόνο προγεσταγόνα δεν διαταράσσουν την παραγωγή γάλακτος κατά την περίοδο της γαλουχίας και συνεπώς αποτελούν μια άριστη επιλογή για τις θηλάζουσες μητέρες. Η χρήση αντισυλληπτικών μόνο με προγεσταγόνα δεν αυξάνει κίνδυνος νεοπλασίας του αναπαραγωγικού συστήματος, του ήπατος ή του μαστού. 62 – 64 Μπορεί να αναπτυχθούν λειτουργικές κύστες των ωοθηκών με μεγαλύτερη συχνότητα στις γυναίκες που χρησιμοποιούν αντισύλληψη μόνο με προγεσταγόνα, οι οποίες είναι παροδικές και συνήθως δεν απαιτούν κάποιου είδους παρέμβαση. 65 – 67 Η σχέση ορμονικής αντισύλληψης μόνο με προγεσταγόνα και διαταραχές διάθεσης δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. 68 Ωστόσο, υπάρχουν αναφορές για αυξημένα καταθλιπτικά συμπτώματα λίγο πριν, και αμέσως μετά την διακοπή της μακροχρόνιας χρήσης της ενέσιμης μορφής αντισύλληψης, DMPA. 69 Σε γυναίκες με καταθλιπτική συνδρομή, η χρήση αντισυλληπτικών μόνο με προγεσταγόνα δεν επιβαρύνουν περεταίρω την κλινική εικόνα και πορεία της νόσου. 70

Ενέσιμες αντισυλληπτικές μορφές προγεσταγόνων

Δύο ενέσιμες μορφές αντισύλληψης μόνο με προγεσταγόνο χρησιμοποιούνται παγκοσμίως και περιλαμβάνουν την ενδομυϊκή χορήγηση της οξικής depot μεδροξυπρογεστερόνης (Depot Medroxyprogesterone Acetate - DMPA) που κυκλοφορεί με την εμπορική ονομασία Depo-Provera σε δόση 150mg κάθε 3 μήνες, και τη νορεθιστερόνη (norethisterone) enanthate σε δόση 200mg κάθε 2 μήνες. Στην Ελλάδα δεν κυκλοφορεί κανένα σκεύασμα ενέσιμης αντισύλληψης. Η DMPA ενίεται μέσα στον δελτοειδή ή τον γλουτιαίο μυ χωρίς μάλαξη ώστε να μην επηρεάζεται ο βραδύς ρυθμός απελευθέρωσης του φαρμάκου. Ενναλακτικά, διατίθεται η υποδόρια μορφή depo-subQ provera 104 που ενίεται υποδορίως στην πρόσθια επιφάνεια του μηρού ή της κοιλιάς κάθε 3 μήνες. Η αντισυλληπτική προστασία των ενέσιμων προγεσταγόνων παρέχεται με την αναστολή της ωοθυλακιορρηξίας, το μεγαλύτερο ιξώδες της ενδοτραχηλικής βλέννας και την ατροφία του ενδομητρίου που καθιστά ένα αφιλόξενο περιβάλλον για την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου. Η αρχική ένεση DMPA θα πρέπει να χορηγείται εντός των 5 πρώτων ημερών από την έναρξη της εμμηνορρυσίας. Επίπεδα συγκέντρωσης του φαρμάκου στον ορό του αίματος ικανά για αντισυλληπτική προστασία παρατηρούνται από το πρώτο 24ώρο. Αυτό σημαίνει ότι δεν απαιτείται πρόσθετη αντισυλληπτική μέθοδος σ΄ αυτό το χρονικό παράθυρο.

  1. World Health Organization. Report of a WHO Technical Consultation on Birth Spacing Geneva, Switzerland, 13–15 June 2005.
  2. Conde-Agudelo A, Rosas-Bermudez A, Kafury-Goeta AC. Birth spacing and risk of adverse pregnancy outcomes: a meta-analysis. Journal of the American Medical Association. 2006 Apr 19;295(15):1809-23. PubMed | JAMA | Google Scholar
  3. Ahrens KA, Thoma ME, Copen CE, et al. Unintended pregnancy and interpregnancy interval by maternal age, National Survey of Family Growth. Contraception. 2018 Jul;98(1):52-55. PubMed | PMC | CIRHJ | PDF | Google Scholar
  4. Wu M, Eisenberg R, Negassa A, et al. Associations between immediate postpartum long-acting reversible contraception and short interpregnancy intervals. Contraception. 2020 Dec;102(6):409-413. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  5. Sackeim MG, Gurney EP, Koelper N, et al. Effect of contraceptive choice on rapid repeat pregnancy. Contraception. 2019 Mar;99(3):184-186. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  6. Oduyebo T, Zapata LB, Boutot ME, et al. Factors associated with postpartum use of long-acting reversible contraception. American Journal of Obstetrics & Gynecology. 2019 Jul;221(1):43.e1-43.e11. PubMed | PMC | AJOG | PDFGoogle Scholar
  7. Rossier C, Bradley SE, Ross J, et al. Reassessing unmet need for family planning in the postpartum period. Stud Fam Plann. 2015 Dec;46(4):355-67. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  8. Mody SK, Nair S, Dasgupta A, et al. Postpartum contraception utilization among low-income women seeking immunization for infants in Mumbai, India. Contraception. 2014 Jun;89(6):516-20. PubMed | PMC | CIRHJ | PDF | Google Scholar
  9. Singh SD, Darroch JE, Ashford LS, et al. Adding it up: the costs and benefits of investing in family planning and newborn and maternal health. Estimates for 2009. New York City: Guttmacher Institute;
  10. Zapata LB, Murtaza S, Whiteman MK, et al. Contraceptive counseling and postpartum contraceptive use. Am J Obstet Gynecol. 2015 Feb;212(2):171.e1-8. PubMed | PMC | AJOG | PDF | Google Scholar
  11. Teal SB. Postpartum Contraception: Optimizing Interpregnancy Intervals. Contraception. 2014 Jun;89(6):487-8. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  12. Potter JE, Coleman-Minahan K, White K, et al. Contraception after delivery among publicly insured women in Texas use compared with preference. Obstet Gynecol. 2017 Aug;130(2):393-402. PubMed | PMC | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  13. Gemmill A, Lindberg LD. Short interpregnancy intervals in the United States. Obstet Gynecol. 2013 Jul;122(1):64-71. PubMed | PMC | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  14. White K, Teal SB, Potter JE, et al. Contraception after delivery and short interpregnancy intervals among women in the United States. Obstet Gynecol. 2015 Jun;125(6):1471-1477. PubMed | PMC | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  15. Heller R, Cameron S, Briggs R, et al. Postpartum contraception: a missed opportunity to prevent unintended pregnancy and short inter-pregnancy intervals. J Fam Plann Reprod Health Care. 2016 Apr;42(2):93-8. PubMed | BMJRH | PDF | Google Scholar
  16. Picavet C, Goenee M, Wijsen C. Characteristics of women who have repeat abortions in the Netherlands. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2013 Oct;18(5):327-34. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  17. Sonalkar S, Kapp N. Intrauterine device insertion in the postpartum period: a systematic review. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2015 Feb;20(1):4-18. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  18. Washington CI, Jamshidi R, Thung SF, et al. Timing of postpartum intrauterine device placement: a cost-effectiveness analysis. Fertil Steril. 2015 Jan;103(1):131-7. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  19. Winner B, Peipert JF, Zhao Q, et al. Effectiveness of long-acting reversible contraception. N Engl J Med. 2012 May 24;366(21):1998-2007. PubMed | NEJM | PDFGoogle Scholar
  20. Levi EE, Stuart GS, Zerden ML, et al. Intrauterine Device Placement During Cesarean Delivery and Continued Use 6 Months Postpartum: A Randomized Controlled Trial. Obstet Gynecol. 2015 Jul;126(1):5-11. PubMed | PMC | Obstetrics & Gynecology | PDFGoogle Scholar 
  21. Xu JX, Rivera R, Dunson TR, et al. A comparative study of two techniques used in immediate postplacental insertion (IPPI) of the Copper T-380A IUD in Shanghai, People's Republic of China. Contraception. 1996 Jul;54(1):33-8. PubMed | CIRHJ | Google Scholar 
  22. Eggebroten JL, Sanders JN, Turok DK. Immediate postpartum intrauterine device and implant program outcomes: a prospective analysis. American journal of obstetrics and gynecology. 2017 Jul;217(1):51.e1-51.e7. PubMed | AJOG | Google Scholar
  23. Goldthwaite LM, Sheeder J, Hyer J, et al. Postplacental intrauterine device expulsion by 12 weeks: a prospective cohort study. American journal of obstetrics and gynecology. 2017 Dec;217(6):674.e1-674.e8. PubMed | AJOG | Google Scholar
  24. Celen S, Moroy P, Sucak A, et al. Clinical outcomes of early postplacental insertion of intrauterine contraceptive devices. Contraception. 2004 Apr;69(4):279-82. PubMed | CIRHJ | Google Scholar 
  25. Gurney EP, Sonalkar S, McAllister A, et al. Six-month expulsion of postplacental copper intrauterine devices placed after vaginal delivery. Am J Obstet Gynecol. 2018 Aug;219(2):183.e1-183.e9. PubMed | PMC | AJOG | PDF | Google Scholar
  26. Sothornwit J, Kaewrudee S, Lumbiganon P, et al. Immediate versus delayed postpartum insertion of contraceptive implant and IUD for contraception. Cochrane Database Syst Rev. 2022 Oct 27;10(10):CD011913. PubMed | PMC | Cochrane Library | PDFGoogle Scholar
  27. Sothornwit J, Werawatakul Y, Kaewrudee S, et al. Immediate versus delayed postpartum insertion of contraceptive implant for contraception. Cochrane Database Syst Rev. 2017 Apr 22;4(4):CD011913. PubMed | PMC | Cochrane Library | PDFGoogle Scholar
  28. Nexplanon (etonogestrel). Manufactured by: N.V. Organon, Oss, The Netherlands, a subsidiary of Organon & Co., Jersey City, NJ 07302, USA ©:2023
  29. Merki-Feld GS, Brekenfeld C, Migge B, et al. Nonpalpable ultrasonographically not detectable Implanon rods can be localized by magnetic resonance imaging. Contraception. 2001 Jun;63(6):325-8. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  30. Chevreau J, Krief D, Abou Arab O, et al. Factors associated with removal difficulties of etonogestrel-containing contraceptive implants (Nexplanon ®). Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2018 May;224:81-84. PubMed | EJOG | Google Scholar 
  31. Pillai M, Gazet AC, Griffiths M. Continuing need for and provision of a service for non-standard implant removal. J Fam Plann Reprod Health Care. 2014;40(2):126–132. PubMed | BMSJRH | Google Scholar 
  32. Mommers E, Blum GF, Gent TG, et al. Nexplanon, a radiopaque etonogestrel implant in combination with a next-generation applicator: 3-year results of a noncomparative multicenter trial. Am J Obstet Gynecol. 2012 Nov;207(5):388.e1-6. PubMed | AJOG | Google Scholar
  33. Brown M, Britton J. Neuropathy associated with etonogestrel implant insertion. Contraception. 2012 Nov;86(5):591–593. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  34. Howie PW, Mcneilly AS. Breast-feeding and postpartum ovulation. IPPF Med Bull. 1982 Apr;16(2):1-3. PubMed | Google Scholar
  35. Garcia-Figueroa RB, Malanco-Hernadez LM, Lara-Ricalde R, et al. Contraception and breastfeeding. Spacing of pregnancies. Present concepts. Ginecol Obstet Mex. 2014 Aug;82(8):547-51. PubMed | Google Scholar
  36. Short RV. Lactational infertility in family planning. Ann Med. 1993 Apr;25(2):175-80. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  37. Badraoui MH, Hefnawi F. Ovarian function during lactation. Popul Sci. 1982;(2):95-107. PubMed | Google Scholar
  38. Borda MR, Winfrey W, McKaig C. Return to sexual activity and modern family planning use in the extended postpartum period: an analysis of findings from seventeen countries. Afr J Reprod Health. PubMed | Google Scholar
  39. Hatcher RA, Trussell J, Nelson AL. Contraceptive technology: Ardent Media. 19th Revised Edition, Book 2007: USA
  40. Kennedy KI, Short RV, Tully MR. Premature introduction of progestin-only contraceptive methods during lactation. Contraception. 1997 Jun;55(6):347-50. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  41. World Health Organization. Medical eligibility criteria for contraceptive use. 4th ed. Geneva: WHO; 2010. WHO
  42. Hall KS, Trussell J, Schwarz EB. Progestin-only contraceptive pill use among women in the United States. Contraception. 2012 Dec;86(6):653-8. PubMed | PMC | CIRHJ | PDF | Google Scholar
  43. Guillebaud J. Contraception Today. 7 th edition published in 2012 by Informa Healthcare, Telephone House, 69-77 Paul Street, London EC2A 4LQ, UK.
  44. Mears E, Vessey MP, Andolsek L, et al. Preliminary evaluation of four oral contraceptives containing only progestogens. Br Med J. 1969 Jun 21;2(5659):730-4. PubMed | PMC | BMJ | PDF | Google Scholar
  45. Hawkins D F, Benster B. A comparative study of three low dose progestogens, chlormadinone acetate, megestrol acetate and norethisterone, as oral contraceptives. Br J Obstet Gynaecol. 1977 Sep;84(9):708-13. PubMed |  PMC | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  46.  Korver T. A double-blind study comparing the contraceptive efficacy, acceptability and safety of two progestogen-only pills containing desogestrel 75 micrograms/day or levonorgestrel 30 micrograms/day. Collaborative Study Group on the Desogestrel-containing Progestogen-only Pill. Eur J Contracept Reprod Health Care. 1998 Dec;3(4):169-78. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  47. Mansour D, Gemzell-Danielsson K, Inki P, et al. Fertility after discontinuation of contraception: a comprehensive review of the literature. Contraception. 2011 Nov;84(5):465-77. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  48. Gardner JM, Mishell Jr DR. Analysis of bleeding patterns and resumption of fertility following discontinuation of a long acting injectable contraceptive. Fertil Steril. 1970 Apr;21(4):286-91. PubMed | Elsevier | PDFGoogle Scholar
  49. Gunardi ER, Surya R, Syafitri I, et al. Impact of one-rod levonorgestrel implant on the blood chemistry profile. Sci Rep. 2021 Oct 11;11(1):20141. PubMed | PMC | ScientificPDFGoogle Scholar
  50. Lopez LM, Grimes DA, Schulz KF. Steroidal contraceptives: effect on carbohydrate metabolism in women without diabetes mellitus. Cochrane Database Syst Rev. 2019 Nov 12;2019(11). PubMed | Cochrane Library | PDFGoogle Scholar
  51. Dorflinger LJ. Metabolic effects of implantable steroid contraceptives for women. Contraception. 2002 Jan;65(1):47-62. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  52. Kongsayreepong R, Chutivongse S, George P, et al. A multicentre comparative study of serum lipids and apolipoproteins in long-term users of DMPA and a control group of IUD users. World Health Organization. Task Force on Long-Acting Systemic Agents for Fertility Regulation Special Programme of Research, Development and Research Training in Human Reproduction. Contraception. 1993 Feb;47(2):177-91. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  53. Lidegaard Ø, Løkkegaard E, Svendsen AL, et al. Hormonal contraception and risk of venous thromboembolism: national follow-up study. BMJ. 2009 Aug; 13:339:b2890. PubMed | PMC | BMJ | PDFGoogle Scholar
  54. Enk L, Landgren BM, Lindberg UB, et al. A prospective, one-year study on the effects of two long acting injectable contraceptives (depot-medroxyprogesterone acetate and norethisterone oenanthate) on serum and lipoprotein lipids. Horm Metab Res. 1992 Feb;24(2):85-9. PubMed | Thieme Connect | Google Scholar
  55. Modesto W, de Nazaré Silva dos Santos P, Correia VM, et al. Weight variation in users of depot-medroxyprogesterone acetate, the levonorgestrel-releasing intrauterine system and a copper intrauterine device for up to ten years of use. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2015 Feb;20(1):57-63. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  56. Yela DA, Urbano Monteiro IM, Bahamondes LG, et al. Weight variation in users of the levonorgestrel-releasing intrauterine system, of the copper IUD and of medroxyprogesterone acetate in Brazil. Rev Assoc Med Bras. 2006 Jan-Feb;52(1):32-6. PubMed | Scielo | PDFGoogle Scholar
  57. Machado RB, Politano CA. Progestogen-only oral contraceptives. Rev Bras Ginecol Obstet. 2022 Apr;44(4):442-448. PubMed | PMC | Thieme Connect | PDFGoogle Scholar
  58. Bahamondes L, Del Castillo S, Tabares G, et al. Comparison of weight increase in users of depot medroxyprogesterone acetate and copper IUD up to 5 years. Contraception. 2001 Oct;64(4):223-5. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  59. Vickery Z, Madden T, Zhao Q, et al. Weight change at 12 months in users of three progestin-only contraceptive methods. Contraception. 2013 Oct;88(4):503-8. PubMed | PMC | CIRHJ | PDFGoogle Scholar
  60. Cromer BA, Smith RD, Blair JM, et al. A prospective study of adolescents who choose among levonorgestrel implant (Norplant), medroxyprogesterone acetate (Depo-Provera), or the combined oral contraceptive pill as contraception. Pediatrics. 1994 Nov;94(5):687-94. PubMed | Google Scholar
  61. Abdel-Aleem Hany, d'Arcangues C, Vogelsong KM, et al. Treatment of vaginal bleeding irregularities induced by progestin only contraceptives. Cochrane Database Syst Rev. 2013 Jul 2;(7):CD003449. PubMed | Cochrane Library | PDFGoogle Scholar
  62. Phung MT, Lee AW, Wu AH, et al. Depot-Medroxyprogesterone Acetate Use Is Associated with Decreased Risk of Ovarian Cancer: The Mounting Evidence of a Protective Role of Progestins. Cancer Epidemiol Biomarkers Prev. 2021 May;30(5):927-935. PubMed | PMC | AACR | PDFGoogle Scholar
  63. Samson M, Porter N, Orekoya O, et al. Progestin and breast cancer risk: a systematic review. Breast Cancer Res Treat. 2016 Jan;155(1):3-12. PubMed | PMC | SpringerLink | PDFGoogle Scholar
  64. Depot-medroxyprogesterone acetate (DMPA) and risk of epithelial ovarian cancer. The WHO Collaborative Study of Neoplasia and Steroid Contraceptives. Int J Cancer. 1991 Sep 9;49(2):191-5. PubMed 
  65. Nahum GG, Kaunitz AM, Rosen K, et al. Ovarian cysts: presence and persistence with use of a 13.5mg levonorgestrel-releasing intrauterine system. Contraception. 2015 May;91(5):412-7. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  66. Hidalgo MM, Lisondo C, Juliato CT, et al. Ovarian cysts in users of Implanon and Jadelle subdermal contraceptive implants. Contraception. 2006 May;73(5):532-6. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  67. Bahamondes L, Hidalgo M, Petta CA, et al. Enlarged ovarian follicles in users of a levonorgestrel-releasing intrauterine system and contraceptive implant. J Reprod Med. 2003 Aug;48(8):637-40. PubMed | Google Scholar
  68. Standeven LR, McEvoy KO, Osborne LM. Progesterone, reproduction, and psychiatric illness. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2020 Nov;69:108-126. PubMed | PMC | Elsevier Science | PDFGoogle Scholar
  69. Civic D, Scholes D, Ichikawa L, et al. Depressive symptoms in users and non-users of depot medroxyprogesterone acetate. Contraception. 2000 Jun;61(6):385-90. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  70. Pagano HP, Zapata LB, Berry-Bibee EN, et al. Safety of hormonal contraception and intrauterine devices among women with depressive and bipolar disorders: a systematic review. Contraception. 2016 Dec;94(6):641-649. PubMed | CIRHJ | Google Scholar 

Περιγραφή και ορισμός

Από την δεκαετία του 80, πολλοί συγγραφείς διερεύνησαν τη χρησιμότητα της υπερηχογραφικής εξέτασης σε γυναίκες με πρόπτωση πυελικών οργάνων (POP) και ακράτεια ούρων. 1 , 2 Παρά τις πολλές αναφερόμενες τεχνικές και προσεγγίσεις, το υπερηχογράφημα πυελικού εδάφους εξακολουθεί και διαδραματίζει περιορισμένο ρόλο στη διερεύνηση των διαταραχών του πυελικού εδάφους και επομένως η αξιοπιστία του συνεχίζει και μελετάται.

Ενδείξεις υπερηχογραφικής εξέτασης

Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα πρωτόκολλα αξιολογούν τις ανατομικές δομές, την ακεραιότητα και τη λειτουργία των μυών του πυελικού εδάφους. Η διαπερινεϊκή υπερηχογραφία (Tranperineal Ultrsonography- TPUS) είναι μια τεχνική απεικόνισης που χρησιμοποιείται στη διερεύνηση της δυσλειτουργίας του πυελικού εδάφους, 3 η οποία επιτρέπει την απεικόνιση του ουρογεννητικού χάσματος (urogenital hiatal - UH) δια της αξιολόγησης του ανελκυστήρα μυ του πρωκτού (Evator Ani Muscle - LAM). 4 , 5 Το UH, η επιφάνεια του οποίου μπορεί να μετρηθεί με το TPUS, είναι ένα έλλειμμα που περιβάλλει το ηβικό οστό και τον ηβοορθικό μυ (Puborectalis Muscle - PRM) και αποτελεί ένα πιθανό σημείο εμφάνισης κήλης στο γυναικείο σώμα. Η πρόπτωση πυελικών οργάνων (POPs) είναι ένα είδος κήλης μέσω του UH και συνιστά έναν από τους πιο συνηθισμένους τύπους δυσλειτουργίας του πυελικού εδάφους, 6 εκτός από την ακράτεια ούρων/κοπράνων. Μία στις τέσσερεις γυναίκες στις ΗΠΑ έχει κάποια διαταραχή του πυελικού εδάφους. 7

Άλλες ενδείξεις για υπερηχογράφημα πυελικού εδάφους περιλαμβάνουν την εκτίμηση πυελικού άλγους, των εκκολπωμάτων της ουρήθρας (μερικές φορές με διακολπική προσέγγιση), τα ξένα σώματα, τις πυελικές μάζες, το χειρουργικά τοποθετημένο πλέγμα και την μέτρηση του υπολειπόμενου όγκου των ούρων όπως υπολογίζεται από τον μαθηματικό τύπο: Όγκος = 5,9 x (ύψος x βάθος) - 14,6 mL (95% όρια εμπιστοσύνης = +/- 37 mL). 8 , 9

Προετοιμασία ασθενών

Οι γυναίκες που συνήθως υποβάλλονται σε υπερηχογραφική εξέταση του πυελικού εδάφους τοποθετούνται σε θέση λιθοτομής με τους μηρούς κεκαμμένους κοντά στους γλουτούς ώστε να δημιουργείται καλύτερη κλίση της πυέλου. Ωστόσο, ορισμένοι ερευνητές χρησιμοποιούν την αριστερή πλάγια κατακεκλιμένη θέση. 10 , 11 Η κένωση της ουροδόχου κύστεως πριν από την εξέταση προτιμάται, αν και μικρός όγκος ούρων μπορεί να βελτιώσει την απεικόνιση της ουροδόχου κύστης. 12 Η παρουσία εντερικού περιεχομένου στο ορθό ενδέχεται να μειώσει την διαγνωστική ακρίβεια και μπορεί να απαιτηθεί επαναξιολόγηση μετά την κένωση του εντέρου ώστε να μην ανακλώνται οι ήχοι από τα κόπρανα. Ο ουλώδης ιστός του κόλπου, η ατροφία και η παχυσαρκία μπορούν να μειώσουν την διαγνωστική ευκρίνεια της εξέτασης.

Τεχνικές υπερηχογραφικής σάρωσης

Η πιο κοινή μέθοδος της υπερηχογραφικής αξιολόγησης του πυελικού εδάφους είναι η διαπερινεϊκή υπερηχογραφία (Tranperineal Ultrsonography - TPUS). Η TPUS πραγματοποιείται με δύο διαφορετικές τεχνικές: τη διαχειλική (Translabial) προσπέλαση, η οποία χρησιμοποιεί έναν ηχοβολέα κυρτής συστοιχίας (Convex) τοποθετημένο στα μεγάλα χείλη ή το περίνεο, 13 και την διαπροδομική (Transintroital) προσπέλαση, η οποία χρησιμοποιεί έναν ενδοκοιλοτικό ηχοβολέα τοποθετημένο κάτωθεν των έσω χειλέων του αιδοίου, ακριβώς στην είσοδο του κόλπου. Ανάλογα με τη διαθεσιμότητα του υπερηχοτομογραφικού εξοπλισμού, τις ενδείξεις και την εμπειρία του εξεταστή χρησιμοποιείται 2D, 3D ή 4D απεικόνιση. Για την διαπερινεϊκή τεχνική χρησιμοποιείται ένας κοινός δισδιάστατος ηχοβολέας κυρτής συστοιχίας 2-7 MHz με εύρος πεδίου τουλάχιστον ≥ από 70˚ και δυνατότητα cineloop. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και τρισδιάστατος ή τετραδιάστατος ηχοβολέας κυρτής συστοιχίας 4-8 MHz, ο οποίος επιτρέπει την πρόσκτηση, αποθήκευση και ανάλυση δεδομένων όγκου για επεξεργασία σε μεταγενέστερο χρόνο. Τα δεδομένα όγκου μπορούν να ληφθούν με γωνία λήψης 70° ή μεγαλύτερη, επιτρέποντας την οπτικοποίηση ολόκληρου του χάσματος του ανελκυστήρα μυ του πρωκτού ως την περιοχή ενδιαφέροντος. Στην διαπροδομική προσπέλαση χρησιμοποιείται ενδοκοιλοτικός ηχοβολέας 5-9 MHz. Κάποιοι ενδοκοιλοτικοί ηχοβολείς διαθέτουν γωνία λήψης οπτικού πεδίου μέχρι 180.˚ Για την καλύτερη απεικόνιση της ανατομίας του πυελικού εδάφους ο ηχοβολέας πρέπει να συγκρατείται κάθετα στις υπό εξέταση δομές του περινέου καθώς η πρόσπτωση κάθετα των υπερήχων στα όργανα στόχους θα βελτιώσει την ανάλυση της εικόνας. Έτσι, δομές όπως η ουρήθρα, η ουροδόχος κύστη, ο κόλπος, το ορθό και οι μύες μπορούν να απεικονιστούν χωρίς θολερότητα και τεχνουργήματα.

Η TPUS σάρωση συνήθως πραγματοποιείται, αρχικά σε συνθήκες ηρεμίας με άδεια ουροδόχο κύστη, και ακολούθως σε συνθήκες δυναμικής. Επειδή η αξιολόγηση του πυελικού εδάφους είναι μια δυναμική εξέταση, αυτή θα πρέπει να λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της μέγιστης σύσπασης των μυών του περινέου κατόπιν ελιγμού Valsalva ή Kegel. Ωστόσο, ένα μικρό ποσοστό γυναικών αδυνατεί να κατανοήσει τον ελιγμό Valsalva ή Kegel παρά τις οδηγίες ή τις συμβουλές. Ενδεχομένως, μια καλή σύσταση θα ήταν το βήξιμο της ασθενούς ώστε να συσπαστούν αντανακλαστικά οι μυς τους περινέου και ο ανελκτήρας. 14 Η TPUS εξέταση θα πρέπει να περιλαμβάνει μια μέση οβελιαία άποψη των ενδοπυελικών οργάνων για τον εντοπισμό της ουρήθρας, της ουροδόχου κύστης, της ουρηθροκυστικής συμβολής (Bladder Neck Junction - BNJ), των κολπικών τοιχωμάτων, της ορθοπρωκτικής συμβολής (Anorectal Junction – ARJ) και οπισθίως αυτής τον ανελκτήρα μυ του πρωκτού που ηχογραφείται ως υπερηχογενής περιοχή. 15 Αυτό επιτυγχάνεται με τον εντοπισμό των ηχογραφούμενων δομών μεταξύ της ηβικής σύμφυσης και της ορθοπρωκτικής συμβολής σε μέσο οβελιαίο επίπεδο. 16 Οι παραοβελιαίες ή εγκάρσιες απόψεις μπορεί να δώσουν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την απεικόνιση συνθετικών μοσχευμάτων πρόπτωσης ή ταινιών ακράτειας. 

Στη διαπερινεϊκή τεχνική ο ηχοβολέας τοποθετείται κάθετα ανάμεσα στο περίνεο ή στα μικρά χείλη του αιδοίου αφού πρώτα έχει καλυφθεί με γάντι χωρίς πούδρα, λεπτό πλαστικό περιτύλιγμα ή προφυλακτικό, ενώ στην διαπροδομική τεχνική ο ηχοβολέας τοποθετείται στο έξω στόμιο της ουρήθρας. Είναι απαραίτητο να μην ασκείται αδικαιολόγητη πίεση στο περίνεο αφενός για να επιτρέπεται η πλήρης κάθοδος των πυελικών οργάνων και αφετέρου για να μην αλλοιώνεται η υπερηχογραφική εικόνα των δομών του πυελικού εδάφους. Μετά το πέρας της εξέτασης ο ηχοβολέας αποστειρώνεται με ειδικά μαντηλάκια εμποτισμένα σε διάλυμα αλκοόλης. Ως προς τον προσανατολισμό της εικόνας δεν υπάρχει ομοφωνία. Η πλειονότητα των ειδικών προτιμούν να λαμβάνουν εικόνες με το περίνεο στην κορυφή και την ηβική σύμφυση στα αριστερά. Αυτός ο προσανατολισμός είναι περισσότερο βολικός ιδίως όταν προσκτάται τρισδιάστατος όγκος πυελικού εδάφους καθώς δεν χρειάζεται η περιστροφή της τελικής 3D εικόνας που απεικονίζει εγκάρσια το περίνεο. Ορισμένοι υπερηχογραφιστές περιστρέφουν την 2D εικόνα κατά 180  ̊απεικονίζοντας την ηβική σύμφυση δεξιά και το περίνεο στο κάτω μέρος της οθόνης, όπως όταν η ασθενής βρίσκεται σε όρθια θέση. 17 , 18

Ακράτεια ούρων προσπαθείας

Είναι γνωστή η σχέση της κινητικότητας του αυχένα της ουροδόχου κύστης και της εγγύς ουρήθρας με την ακράτεια ούρων προσπαθείας. 19 Μια κινητικότητα του αυχένα της ουροδόχου κύστης, με σημείο αναφοράς τον κεντρικό άξονα ή το κάτω όριο της ηβικής σύμφυσης, 20 , 21 μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 15 έως 20mm πριν και μετά τον ελιγμό Valsalva και να θεωρείται φυσιολογική. 22 Γενικά, η πλήρωση με ούρα (125-470mL) καθιστά την ουροδόχο κύστη λιγότερο κινητική από ότι όταν είναι άδεια (  ̴ 50mL). Κατά τον ελιγμό Valsalva από κατάσταση ηρεμίας το κατώτερο τμήμα της ουρήθρας περιστρέφεται οπισθίως και προς τα έσω. 23 Η κινητικότητα του αυχένα της ουροδόχου κύστεως μπορεί να μετρηθεί με την μετακίνηση του αυχένα μεταξύ ηρεμίας και σε μέγιστο ελιγμό Valsalva. Αριθμητική τιμή καθόδου της ουροδόχου κύστεως μεγαλύτερη από 20, 25, 30mm έχει προταθεί ως όριο υπερκινητικότητας. 24

Μια άλλη παράμετρος που έχει μελετηθεί είναι η «χοάνωση» (Funneling) του έσω ουρηθρικού στομίου η οποία παρατηρείται στην ακράτεια ούρων προσπαθείας. Ωστόσο, χοάνωση μπορεί να παρατηρηθεί και σε ασυμπτωματικές γυναίκες κυρίως όμως παρατηρείται σε γυναίκες με ακράτεια ούρων προσπαθείας κατά την δοκιμασία Valsalva, αλλά και κατά την ηρεμία. 25 Σημαντικού βαθμού χοάνωση σχετίζεται με χαμηλή ουρηθρική πίεση σύγκλεισης και ανεπάρκεια του σφικτήρα μυ της ουρήθρας. 26 , 27

Εκτίμηση πρόπτωσης

Με την TPUS είναι δυνατή η βαθμολόγηση της πρόπτωσης των πυελικών οργάνων. Έχοντας ως άξονα το κατώτερο χείλος της ηβικής σύμφυσης, μπορεί να υπολογιστεί κατά τον ελιγμό Valsalva, η χαλάρωση του πρόσθιου (κυστεοκήλη), οπίσθιου (ορθοκήλη) και κεντρικού (τράχηλος της μήτρας) διαμερίσματος του κόλπου. Η μέτρηση αυτή συσχετίζεται με την κλινική βαθμολόγηση της ποσοτικοποίησης της πρόπτωσης με το σύστημα (POP-Q) της Διεθνούς Ένωσης Εγκράτειας (International Continence Society – ICS). 28 Κρανιοκοιλιακή (Cranioventral) μετατόπιση της ουροδόχου κύστης ≥ 10mm κάτω, 29 και, του τραχήλου και του ορθού ≥ 15mm πάνω, από την ηβική σύμφυση, 30 , 31 συνδέονται στενά με συμπτώματα πρόπτωσης και έχουν προταθεί ως όρια για τη διάγνωση σημαντικού βαθμού πρόπτωσης υπερηχογραφικά. Οι μετρήσεις κάτω ή ουραία προς το ηβική σύμφυση σημειώνονται ως αρνητικές, ενώ αυτές πάνω ή κεφαλικά ως θετικές. 32

Εκτίμηση μυϊκής δομής πυελικού εδάφους

Με την 3D/4D λήψη και απόδοση όγκου του περινέου υπάρχει η δυνατότητα αξιολόγηση της ανατομίας, της ακεραιότητας και της λειτουργίας των μυών του πυελικού εδάφους. Ο ανελκτήρα μυς διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην στήριξη των οργάνων του πυελικού εδάφους. 33 Η παρουσία χάσματος του ανελκτήρα πέραν ενός συγκεκριμένου ορίου δικαιολογεί την εμφάνιση κλινικών συμπτωμάτων δυσλειτουργίας του πυελικού εδάφους. Μια επιφάνεια χάσματος μεγαλύτερη από 25cm2 κατά τον ελιγμό Valsalva μπορεί να θεωρηθεί ως μη φυσιολογική διατασιμότητα (ballooning) του χάσματος του ανελκτήρα. 34 , 35

Ο τραυματισμός των ανελκτήρων μυών μπορεί να εντοπιστεί είτε ως αποκόλληση (avulsion) της έκφυσης των σκελών του μυός στο κάτω ηβικό στόμιο είτε ως σχάση κατά μήκος των μυϊκών ινών με την 3D/4D TPUS. Αυτοί οι τραυματισμοί είναι το αποτέλεσμα της υπερβολικής διάτασης των ανελκτήρων από το εμβρυϊκό κρανίο κατά το δεύτερο στάδιο του τοκετού όταν το έμβρυο διέρχεται διάμεσο του γεννητικού σωλήνα, εξαιτίας της χρήσεως μεταλλικού εμβρυουλκού ή παρατεταμένου δευτέρου σταδίου τοκετού > από δύο ώρες. 36 Τραυματισμοί του ανελκτήρα μυός μπορεί να εμφανιστούν στο 10 - 36% των γυναικών κατά τη στιγμή του πρώτου τοκετού. Δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την ταξινόμηση αυτών των μυϊκών κακώσεων. 37 , 38 Οι πιο συνηθισμένες κακώσεις του ανελκτήρα οφείλονται σε σχάση των ηβοϊσχιακών κλάδων των ανώνυμων οστών και σε αποκολλήσεις του λαγονοκοκκυγικού μυός από το τενοντώδες τόξο του ανελκτήρα του πρωκτού. 39 Αυτές οι κακώσεις του ανελκτήρα μυός από το πλάγιο πυελικό τοίχωμα συσχετίστηκαν με ακράτεια ούρων προσπαθείας, 3 μήνες μετά τον τοκετό. 40

  1. Kohorn EI, Scioscia AL, Jeanty P, et al. Ultrasound cystourethrography by perineal scanning for the assessment of female stress urinary incontinence. Obstet Gynecol. 1986 Aug;68(2):269-72. PubMed | Google Scholar
  2. Grischke EM, Dietz HP, Jeanty P, et al. A new study method: the perineal scan in obstetrics and gynecology. Ultraschall Med. 1986 Aug;7(4):154-61. PubMed | Thieme | Google Scholar
  3. Dietz HP. Pelvic Floor Ultrasound: A Review. Clin Obstet Gynecol. 2017 Mar;60(1):58-81. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  4. Dietz HP, Simpson JM. Levator trauma is associated with pelvic organ prolapse. BJOG. 2008 Jul;115(8):979-84. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  5. Grob ATM, Veen AAC, Schweitzer KJ, et al. Measuring echogenicity and area of the puborectalis muscle: Method and reliability. Ultrasound Obstet Gynecol. 2014 Oct;44(4):481-5. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | PDFGoogle Scholar
  6. Dietz HP. Ultrasound in the assessment of pelvic organ prolapse. Best Prac Res Clin Obstet Gynaecol. 2019 Jan;54:12-30. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  7. Wu JM, Vaughan CP, Goode PS, et al. Prevalence and trends of symptomatic pelvic floor disorders in U.S. women. Obstet Gynecol. 2014 Jan;123(1):141-148. PubMed | PMC | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  8. Haylen BT. Verification of the accuracy and range of transvaginal ultrasound in measuring bladder volumes in women. Br J Urol. 1989 Oct;64(4):350-2. PubMed | BJUI | Google Scholar
  9. Haylen BT, Frazer MI, Sutherst JR, et al. Transvaginal ultrasound in the assessment of bladder volumes in women: preliminary report. Br J Urol. 1989 Feb;63(2):149-51. PubMed | BJUI | Google Scholar
  10. Stewart LK, McGee J, Wilson SR. Transperineal and transvaginal sonography of perianal inflammatory disease. AJR Am J Roentgenol. 2001 Sep;177(3):627-32. PubMed | AJR | PDF | Google Scholar
  11. Beer-Gabel M, Teshler M, Barzilai N, et al. Dynamic transperineal ultrasound in the diagnosis of pelvic floor disorders: pilot study. Dis Colon Rectum. 2002;45(2):239–245. PubMed | ASCRS | Google Scholar
  12. Dietz HP, Shek KL. Tomographic ultrasound imaging of the pelvic floor: which levels matter most? Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Jun;33(6):698-703. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  13. Dietz HP. Pelvic floor ultrasound: a review. Am J Obstet Gynecol. 2010 Apr;202(4):321-34. PubMed | AJOG | Google Scholar
  14. Dietz HP, Steensma AB, Vancaillie TG. Levator function in nulliparous women. Int Urogynecol J Pelvic Floor Dysfunct. 2003 Feb;14(1):24-6; PubMed | AJOG | Google Scholar
  15. Dietz HP. Ultrasound imaging of the pelvic floor. Part I: two-dimensional aspects. Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 Jan;23(1):80-92. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  16. Dietz HP. In: Female Urology, Raz S, Rodríguez LV (3 eds). Elsevier: Philadelphia, PA, 2008. Book
  17. Tunn R, Petri E. Introital and transvaginal ultrasound as the main tool in the assessment of urogenital and pelvic floor dysfunction: an imaging panel and practical approach. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Aug;22(2):205-13. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  18. Teele RL, Share JC. Transperineal sonography in children. AJR Am J Roentgenol. 1997 May;168(5):1263-7. PubMed | AJR | PDF | Google Scholar
  19. Dietz HP, Clarke B, Herbison P. Bladder neck mobility and urethral closure pressure as predictors of genuine stress incontinence. Int Urogynecol J Pelvic Floor Dysfunct. 2002;13(5):289-93. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  20. Schaer GN, Koechli OR, Schuessler B, et al. Perineal ultrasound for evaluating the bladder neck in urinary stress incontinence. Obstet Gynecol. 1995 Feb;85(2):220-4. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  21. Dietz HP, Wilson PD. Anatomical assessment of the bladder outlet and proximal urethra using ultrasound and videocystourethrography. Int Urogynecol J Pelvic Floor Dysfunct. 1998;9(6):365-9. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  22. Pizzoferrato AC, Fauconnier A, Bader G. Value of ultrasonographic measurement of bladder neck mobility in the management of female stress urinary incontinence. Gynecol Obstet Fertil. 2011 Jan;39(1):42-8. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  23. Dietz HP, Wilson PD. The influence of bladder volume on the position and mobility of the urethrovesical junction. Int Urogynecol J Pelvic Floor Dysfunct. 1999;10(1):3-6. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  24. Dietz HP. Pelvic floor ultrasound in incontinence: what's in it for the surgeon? Int Urogynecol J. 2011 Sep;22(9):1085-97. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  25. Schaer GN, Perucchini D, Munz E, et al. Sonographic evaluation of the bladder neck in continent and stress-incontinent women. Obstet Gynecol. 1999 Mar;93(3):412-6. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  26. Huang WC, Yang JM. Bladder neck funneling on ultrasound cystourethrography in primary stress urinary incontinence: a sign associated with urethral hypermobility and intrinsic sphincter deficiency. Urology. 2003 May;61(5):936-41. PubMed | Urology | Google Scholar
  27. Dietz HP, Clarke B. The urethral pressure profile and ultrasound imaging of the lower urinary tract. Int Urogynecol J Pelvic Floor Dysfunct. 2001;12(1):38-41. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  28. Abrams P, Cardozo L, Fall M, et al. The standardisation of terminology of lower urinary tract function: report from the standardisation sub-committee of the international continence society. Urology. 2003 Jan;61(1):37-49. PubMed | Urology | PDFGoogle Scholar
  29. Dietz HP, Atan IK, Salita A. Association between ICS POP-Q coordinates and translabial ultrasound findings: implications for definition of 'normal pelvic organ support'. Ultrasound Obstet Gynecol. 2016 Mar;47(3):363-8. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  30. Shek KL, Dietz HP. What is abnormal uterine descent on translabial ultrasound? Int Urogynecol J. 2015;26(12):1783–7. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  31. Dietz HP, Lekskulchai O. Ultrasound assessment of pelvic organ prolapse: the relationship between prolapse severity and symptoms. Ultrasound Obstet Gynecol. 2007Jun;29(6):688-91. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  32. Dietz HP, Haylen BT, Broome J. Ultrasound in the quantification of female pelvic organ prolapse. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Nov;18(5):511-4. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  33. Dietz HP, Shek C, Clarke CB. Biometry of the pubovisceral muscle and levator hiatus by three-dimensional pelvic floor ultrasound Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Jun;25(6):580-5. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  34. Dietz HP, Shek C, De Leon J, et al. Ballooning of the levator hiatus. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Jun;31(6):676-80. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  35. Caudwell-Hall JC, Atan IK, Rojas RG, et al. Atraumatic normal vaginal delivery: how many women get what they want? Am J Obstet Gynecol. 2018 Oct;219(4):379.e1-379. PubMed | AJOG | Google Scholar
  36. Handa VL, Blomquist JL, Roem J, et al. Levator Morphology and Strength After Obstetric Avulsion of the Levator Ani Muscle. Female Pelvic Med Reconstr Surg. 2020 Jan/Feb;26(1):56-60. PubMed | PMC | Urogynecology | PDF | Google Scholar
  37. Weinstein MM, Pretorius DH, Jung SA, et al. Transperineal three-dimensional ultrasound imaging for detection of anatomic defects in the anal sphincter complex muscles. Clin Gastroenterol Hepatol. 2009 Feb;7(2):205-11. PubMed | PMC | AGA | PDF | Google Scholar
  38. Dietz HP. Quantification of major morphological abnormalities of the levator ani. Ultrasound Obstet Gynecol. 2007 Mar;29(3):329-34. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  39. DeLancey JO, Kearney R, Chou Q, et al. The appearance of levator ani muscle abnormalities in magnetic resonance images after vaginal delivery. Obstet Gynecol. 2003 Jan;101(1):46-53. PubMed | PMC | Elsevier PDF | Google Scholar
  40. Dietz HP, Lanzarone V. Levator trauma after vaginal delivery. Obstet Gynecol. 2005 Oct;106(4):707-12. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar 

Σύντομα περισσότερα, μείνετε συντονισμένοι.

Περιγραφή και ορισμός

Πρακτικά, ο όρος «διακοπή της κύησης» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη χειρουργική ή τη φαρμακευτική έκτρωση μιας εγκυμοσύνης κατά την οποία το έμβρυο δεν είναι ακόμα βιώσιμο εκτός της μήτρας. Ενδεχόμενος, ο όρος εκλεκτική έκτρωση να είναι πλέον δόκιμος, καθώς περιγράφει τη διακοπή της κύησης πριν από το όριο της βιωσιμότητας του εμβρύου μετά από επιθυμία της γυναίκας χωρίς να υπάρχει ιατρική ένδειξη. Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται και ο όρος τεχνητή έκτρωση. Η τεχνητή έκτρωση υποδηλώνει την προκλητή δημιουργία διαστολής του τραχήλου και στη συνέχεια την αφαίρεση του κυήματος από την ενδομήτρια κοιλότητα της μήτρας. Οι περισσότερες τεχνητές διακοπές κύησης που γίνονται σήμερα είναι εκλεκτικές και επομένως αποτελούν μια από τις πλέον συχνές επεμβατικές διαδικασίες.

Ταξινόμηση εκτρώσεων

Η διακοπή της κύησης συνήθως είναι αποτέλεσμα μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και συχνά της μη εφαρμογής κάποιου αντισυλληπτικού μέσου ή της κακής εφαρμογής του. Αυτή η κατ’ επιλογήν διακοπή της κύησης, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την εκλεκτική έκτρωση. Στη χώρα μας, η εκλεκτική έκτρωση επιτρέπεται από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, μέχρι την 12η εβδομάδα της κύησης, με βάση την ημερομηνία της πρώτης ημέρας της τελευταίας φυσιολογικής περιόδου.

Η θεραπευτική έκτρωση αναφέρεται στην διακοπή της κύησης επί ιατρικών ενδείξεων. Οι ιατρικές ενδείξεις που συνιστούν διακοπή κύησης είναι ποικίλες και μπορεί να περιλαμβάνουν: α) την διαπίστωση πάσχοντος εμβρύου, κατόπιν προγεννητικού ελέγχου, και την πρόληψη γέννησης ενός εμβρύου με σοβαρές ανατομικές, μεταβολικές ή διανοητικές διαταραχές, β) τα σοβαρά προβλήματα υγείας ή τις απειλητικές μαιευτικές επιπλοκές για τη ζωή της εγκύου ασθενούς, ως επί σοβαρού βαθμού καρδιοπάθειας, τοξιναιμίας, κ.λ.π. ή αν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας της εγκύου, γ) τις περιπτώσεις βιασμών, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδομάδες εγκυμοσύνης, δ) τις περιπτώσεις εμβρυϊκών θανάτων. Η θεραπευτική έκτρωση επιτρέπεται στη χώρα μας, όπως προβλέπει το άρθρο 304 του Ποινικού Κώδικα (νόμος 4619/2019), μέχρι την 24η εβδομάδα της κύησης κατά την οποία το έμβρυο δεν έχει υπερβεί το όριο της βιωσιμότητας.

Μέθοδοι τεχνητής διακοπής της κύησης κατά το πρώτο τρίμηνο 

Η διακοπή της κύησης μπορεί να πραγματοποιηθεί με την χρήση χειρουργικών ή φαρμακευτικών μεθόδων. Παραδοσιακά, η διακοπή της κύησης γινόταν χειρουργικά με την χρήση αναρρόφησης αντλίας-κενού ή με διαστολή και απόξεση (Dilation and Curettage - D&C) υπό γενική ή τοπική αναισθησία και ήταν οι μέθοδοι επιλογής ήδη από τη δεκαετία του 1960. Η διαστολή και η εκκένωση (Dilation and Evacuation - D&E) είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη χειρουργική μέθοδος στο δεύτερο τρίμηνο και έγινε δημοφιλής στη δεκαετία του 1970. 1 ,2 Η φαρμακευτική έκτρωση, εισήλθε ως εναλλακτική μέθοδος τερματισμού της κύησης μετά την ευρεία διαθεσιμότητα των προσταγλανδινών στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και των αντιπρογεστερονικών παραγόντων (RU-486) τη δεκαετία του 1980. 3 - 5 Ακόμα, η μεθοτρεξάτη (MTX) ένα χημικό ανάλογο του φυλλικού οξέος χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 για την διακοπή της ενδομήτριας αλλά και της εξωμήτριας κύησης, εξαιτίας της κυτταροτοξικής της δράσης επί του τροφοβλαστικού ιστού. 6

Χειρουργική μέθοδος διακοπής της κύησης πρώτου τριμήνου

Η χειρουργική μέθοδος διακοπής της κύησης πραγματοποιείται διακολπικά μετά από κατάλληλη προετοιμασία και επαρκή διαστολή του τραχήλου της μήτρας ώστε να επιτρέπεται η διέλευση των χειρουργικών εργαλείων και των προϊόντων σύλληψης χωρίς να τραυματίζεται η μήτρα και ο τράχηλος. Η προεγχειρητική ωρίμανση του τραχήλου έχει ως στόχο την εξάλειψη της αντίστασης του τραχήλου η οποία καθιστά την διαστολή τεχνικά ευκολότερη και ασφαλέστερη, με λιγότερο πόνο και μικρότερο χρόνο. 7 Ωστόσο, μια πιο επιλεκτική προσέγγιση συνιστά την προετοιμασία τραχήλου μόνο σε γυναίκες υψηλού κινδύνου για κάκωση του τραχηλικού αυλού και σε έφηβες. 8 , 9

Αν δεν έχει ήδη γίνει, στα πλαίσια της προγεννητικής φροντίδας κατά την αρχόμενη κύηση θα χρειαστεί αξιολόγηση της κατάστασης Rhesus και μέτρηση των επιπέδων της αιμοσφαιρίνης στο αίμα της μητέρας. 10 Επίσης, είναι απαραίτητος ο προσυμπτωματικός έλεγχος για γονόρροια, σύφιλη, τον ιό της ανοσοανεπάρκειας, τα χλαμύδια, την ηπατίτιδα Β και C. Οι κλινικά εμφανείς λοιμώξεις από τον τράχηλο της μήτρας θα πρέπει να θεραπεύονται πριν από τις προγραμματισμένες επεμβάσεις. Τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες τεκμηριώνουν την χρησιμότητα της προφυλακτικής χορήγησης αντιβιοτικών που επιτυγχάνει συνολική μείωση του κινδύνου μετεγχειρητικής λοίμωξης κατά 44%. 11 Το συνιστώμενο θεραπευτικό σχήμα συνιστάται στη χορήγηση 100mg δοξυκυκλίνης πριν από τη χειρουργική διακοπή της κύησης και 200mg μετά από αυτήν. Εναλλακτικά, μπορούν να χορηγηθούν μετρονιδαζόλη ή αζιθρομυκίνη, 12 όπως φαίνεται στον Πίνακα 1.

Πίνακας 1. Αντιβιοτικά σχήματα χειρουργικής έκτρωσης

Επέμβαση

Αντιβιοτικό

Δόση

D&A*

 

D&C**

 

D&E***

Δοξυκυκλίνη

ή

Αζιθρομυκίνη

ή

Μετρονιδαζόλη

100mg PO 1 ώρα πριν και 200mg μετά την επέμβαση

 

1gr PO 1 ώρα πριν την επέμβαση

 

500mg PO για 5 ημέρες

Συντομογραφίες: *διαστολή και αναρρόφηση, **διαστολή και απόξεση, ***διαστολή και εκκένωση, PO - από το στόμα

Γενικά, η κλινική αξιολόγηση των ασθενών με υπερηχογράφημα θεωρείται επιβεβλημένη ως εξέταση πριν από την διακοπή της κύησης για να διαπιστωθεί ένας ενδομήτριος σάκος κύησης, να προσδιοριστεί η ηλικία κύησης, να αξιολογηθούν τυχόν ουλές από προηγούμενη καισαρική τομή, να προσδιοριστεί η θέση και η εμφύτευση του πλακούντα, να ανιχνευτούν συγγενείς ανωμαλίες διάπλασης της μήτρας (π.χ. δίδελφος, δίκερως μήτρα, κ.λ.π). 13

Προετοιμασία τραχήλου στο πρώτο τρίμηνο

Οι επιλογές της ωρίμανσης του τραχήλου περιλαμβάνουν μηχανικούς διαστολείς και φαρμακευτικές ουσίες. 14 Ως μηχανικά μέσα, χρησιμοποιούνται υγροσκοπικοί διαστολείς του τραχήλου οι οποίοι επίσης ονομάζονται ωσμωτικοί διαστολείς. Αυτά τα υλικά, προσροφούν νερό από τους περιβάλλοντες ιστούς με αποτέλεσμα να αυξάνονται σε όγκο και προοδευτικά να διαστέλλεται ο ενδοτραχηλικός αυλός, εντός του οποίου τοποθετούνται. Ένα είδος ωσμωτικών διαστολέων προέρχεται από διάφορα είδη φυκιών Laminaria Digitata ή Laminaria Japonica τα οποία συλλέγονται από το βυθό του ωκεανού. 15 Ένα άλλο είδος ωσμωτικού διαστολέα είναι το Dilapan-S το οποίο κατασκευάζεται από συνθετική υδρογέλη. 16 Και οι δύο τύποι ωσμωτικού διαστολέα αυξάνονται στον τράχηλο σε μια απώτερη διάμετρο 3-4 φορές μεγαλύτερη από την αρχική διάμετρο που είχαν σε ξηρή κατάσταση. Ωστόσο, το Dilapan-S επιταχύνει την διαδικασία της διαστολής του τραχήλου σε 4-6 ώρες σε αντίθεση με τη λαμινάρια για την οποία θα χρειαστούν 12 με 24 ώρες.

Η μισοπροστόλη χρησιμοποιείται συχνά με σκοπό την ωρίμανση του τραχήλου σε εκτρώσεις πρώτου τριμήνου. 17 Η συνήθης δόση είναι 400mcg τα οποία χορηγούνται υπογλώσσια, παρειακά ή τοποθετούνται στον οπίσθιο κολπικό θόλο ή το ορθό 3-4 ώρες πριν από την επέμβαση. 18 Η υπογλώσσια χορήγησης μισοπροστόλης (400mcg) μία ώρα πριν και η χορήγηση κολπικώς ίδιας ποσότητας μισοπροστόλης τρείς ώρες πριν από την επέμβαση έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα στην ωρίμανση του τραχήλου. 19 Η υπογλώσσια μισοπροστόλη εμφανίζει υψηλότερη συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών όπως μεγαλύτερη διεγχειρητική απώλεια αίματος, ναυτία/έμετοι. 20 Όμως, έχει το πλεονέκτημα ότι είναι περισσότερο βολική στη χορήγηση και είναι ίσως πιο κατάλληλη για αυθημερόν χειρουργική επέμβαση. 21 Μία άλλη φαρμακευτική ουσία αποτελεσματική για την ωρίμανση του τραχήλου είναι η μιφεπριστόνη με αντιπρογεστερονική δράση. Η μιφεπριστόνη χορηγείται σε δοσολογία 200mg από του στόματος 24-48 ώρες πριν από την επέμβαση. Ωστόσο, το μεγάλο κόστος και η χρονική καθυστέρηση της προετοιμασίας του τραχήλου την καθιστούν λιγότερο ανταγωνιστική έναντι της μισοπροστόλης κατά το πρώτο τρίμηνο.

Πίνακας 2. Προετοιμασία τραχήλου σε χειρουργικές εκτρώσεις πρώτου τριμήνου

Επέμβαση

Φαρμακευτική ουσία

Δόση

D&A*

 

 

D&C**

Μισοπροστόλη

ή

 

Μιφεπριστόνη

400mcg SL, 1 ώρα πριν την επέμβαση, εναλλακτικά

400mcg EDV, 3-4 ώρες πριν την επέμβαση

 

200mg PO, 24-48 ώρες πριν την επέμβαση

Συντομογραφίες: *διαστολή και αναρρόφηση, **διαστολή και απόξεση, SL - υπογλώσσια, EDV – ενδοκολπικώς, PO - από το στόμα

Διαστολή και αναρρόφηση (Dilation and Aspiration)

Ονομάζεται επίσης διαστολή και απόξεση καθώς η διακοπή της κύησης επιτυγχάνεται με τη χρήση ξέστρου ή διενεργείται απόξεση με την χρήση αντλίας αρνητικής πίεσης. Αποτελεί μια χειρουργική μέθοδο διακοπής της κύησης κατά το πρώτο τρίμηνο μετά από διατραχηλική προσπέλαση. Ο τράχηλος, υφίσταται πρώτα διαστολή και, στη συνέχεια πραγματοποιείται εκκένωση των προϊόντων της σύλληψης δια αναρροφήσεως. Για το σκοπό αυτό, ένας συμπαγής μεταλλικός σωλήνας συνδέεται σε μια ηλεκτρική αντλία αναρρόφησης (EVA-Electric Vacuum Aspiration) 22 ή σε μια χειροκίνητη αντλία κενού (MVA-Manual Vacuum Aspiration), όπου η αναρρόφηση του περιεχομένου της μήτρας επιτυγχάνεται μηχανικά με τη χρήση σύριγγας 60mL αρνητικής πίεσης. 23

Αρχικά, γίνεται αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση με σκοπό να καθοριστεί επακριβώς το μέγεθος και η κλίση/κάμψη της μήτρας. Έπειτα, τοποθετούνται γυναικολογικές βάλβες και ο τράχηλος καθαρίζεται με διάλυμα ιωδιούχου ποβιδόνης 10%. Στη συνέχεια, συλλαμβάνεται το πρόσθιο χείλος του τραχήλου με μονοοδοντωτή λαβίδα Schroeder και έλκεται προς την κατεύθυνση που ευθιάζονται τράχηλος και σώμα της μήτρας, μαζί. Η υστερομέτρηση πραγματοποιείται με μητρομήλη ένα ειδικό εργαλείο με διαβάθμιση και στρογγυλεμένο άκρο από ανοξείδωτο μέταλλο που εισάγεται εντός της μήτρας για να μετρηθεί το βάθος και να εξακριβωθεί η γωνίωση της ενδομητρικής κοιλότητας. Εάν χρειαστεί ο τράχηλος μπορεί να διασταλεί περαιτέρω με την χρήση κηρίων Hegar έως ότου να μπορεί να εισέλθει ο σωλήνας αναρρόφησης με την κατάλληλη διάμετρο. Ο βαθμός της απαιτούμενης διαστολής του τραχήλου αντιστοιχεί στην ηλικία κύησης. Όμως, στην κλινική πρακτική απαιτείται διαστολή ένα mm παραπάνω ώστε ο σωλήνας αναρρόφησης να εισέρχεται ατραυματικά. Τα μεγέθη των κηρίων Hegar αντανακλούν τη διάμετρό τους σε χιλιοστά (mm). Για μια εγκυμοσύνη 8 εβδομάδων απαιτείται διαστολή 9mm και για μια 9 εβδομάδων, διαστολή 10mm. Συνιστάται, το κηρίο να συγκρατείται με τον αντίχειρα και τον παράμεσο του χεριού από τα πλάγια ενώ ο δείκτης να τοποθετείται πρόσθια ώτε να ελέγχεται καλύτερα η δύναμη προώθησης και αντίστασης του διαστολέα. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η βίαιη διαστολή του τραχήλου και παρέχεται ένα μέσο προστασίας έναντι της διάτρησης της μήτρας καθώς όταν συναντάται έντονη αντίσταση τα δάκτυλα αφήνονται να ολισθαίνουν επί του κηρίου.

Μετά την διαστολή του τραχήλου, ο σωλήνας αναρρόφησης διαμέτρου 8-12mm είναι ο πλέον κατάλληλος για τις περισσότερες επεμβάσεις πρώτου τριμήνου. Εισάγεται από το έξω στόμιο του τραχήλου και προωθείται αργά προς τον πυθμένα μέχρι να συναντηθεί αντίσταση στην περαιτέρω προώθησή του. Στη συνέχεια, συνδέεται με τη συσκευή αναρρόφησης η οποία τότε τίθεται σε λειτουργία. Αφού ανέβει η πίεση στα -90Bar ο σωλήνας αναρρόφησης σταδιακά μετακινείται προς τα έξω προς το έσω τραχηλικό στόμιο και με βραδύ ρυθμό περιστρέφεται 360˚. Αυτό επαναλαμβάνεται έως ότου σταματήσει να αναρροφάται πλέον άλλος ιστός. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με ήπια απόξεση με τη χρήση ξέστρου Recamier ώστε να απομακρυνθούν τα εναπομείναντα υπολείμματα των προϊόντων της σύλληψης. Πλήθος μελετών υποστηρίζουν την υψηλή αποτελεσματικότητα, την ασφάλεια και την υψηλή αποδοχή και των δύο τεχνικών EVA και MVA από τις ασθενείς. 24 , 25

Ένα σημαντικό μειονέκτημα της διακοπής της κύησης σε ηλικία ≤ από τις 6 εβδομάδες είναι ότι ίσως η κύηση είναι πολύ μικρή και δεν μπορεί να αφαιρεθεί με τη χρήση αναρροφητικού ξέστρου. Ως εκ τούτου, τα προϊόντα αναρρόφησης θα πρέπει να εκπλένονται μέσα από ένα ειδικό φίλτρο και να τοποθετούνται σε ένα διαυγή πλαστικό περιέκτη ώστε να μπορούν να αναγνωρίζονται με την βοήθεια οπίσθιου φωτισμού. Ο πλακουντιακός ιστός είναι μαλθακός, και έχει την χαρακτηριστική εικόνα φτέρης πτηνού. Εάν τα προϊόντα της σύλληψης δεν αναγνωρίζονται επαρκώς η παρακολούθηση της ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης μπορεί να είναι απαραίτητη για να επιβεβαιωθεί η πλήρης έκτρωση. 26

Διαστολή και απόξεση

Η διαστολή και απόξεση (Dilation and Curettage - D&C) είναι μια συχνή χειρουργική επέμβαση στη μαιευτική και τη γυναικολογία. Χρησιμοποιείται για τη διαχείριση αποβολών πρώτου και δεύτερου τριμήνου καθώς και για τη διακοπή της κύησης. Ο τράχηλος, υφίσταται πρώτα διαστολή και, στη συνέχεια εκτελείται απόξεση των προϊόντων της σύλληψης αποκλειστικά με τη χρήση ξέστρου. Κατά τον χρόνο της απόξεσης, η εκκένωση της μήτρας πραγματοποιείται μηχανικά με την χρήση μεταλλικού ξέστρου Recamier. Ωστόσο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization - WHO) συνιστά την διαστολή και αναρρόφηση ως την προτεινομένη τεχνική χειρουργικής έκτρωσης κατά το πρώτο τρίμηνο εξαιτίας της μεγαλύτερης απώλειας αίματος, του πόνου, της μεγαλύτερης διάρκειας της επέμβασης και άλλων μακροπρόθεσμων επιπλοκών. 27 Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί πως αυτή η τεχνική είναι διαφορετική από τη βραχεία χρήση ξέστρου αμέσως μετά την αρχική αναρρόφηση της μήτρας. Αυτός ο συνδυασμός της βραχείας χρήσης ξέστρου και αναρρόφησης χρησιμοποιείται ως πάγια τακτική από το 47% των επαγγελματιών υγείας στις ΗΠΑ προκειμένου να επιτευχθεί επιτυχώς η ολοκλήρωση της διαδικασίας. 28 Στην Ιαπωνία, ιδίως στα γενικά νοσοκομεία, η D&C εξακολουθεί να χρησιμοποιείται περίπου στο 33% των χειρουργικών επεμβάσεων αποβολής και τεχνητής έκτρωσης. 29 , 30 Όμως, η D&C σπάνια πραγματοποιείται στην Ευρώπη και την Αμερική λόγω του κινδύνου εμφάνισης του συνδρόμου Asherman. 31

Επιπλοκές διακοπής κύησης κατά το πρώτο τρίμηνο

Οι γυναίκες που υποβάλλονται σε τεχνητή διακοπή της κύησης εμφανίζουν ποσοστά επιπλοκών τα οποία αυξάνονται με την αύξηση της ηλικίας κύησης. Σε μια συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με την τεχνητή διακοπή της κύησης κατά το πρώτο τρίμηνο, τα ποσοστά διάτρησης της μήτρας και οι ρήξεις του κατώτερου γεννητικού συστήματος ήταν ≤ από 1%. 32 Η διάτρηση συνήθως αναγνωρίζεται όταν το εργαλείο που χρησιμοποιείται διέλθει χωρίς καμιά αντίσταση εντός της ελάσσονος πυέλου. Σε περίπτωση που διέλθει ένα αναρροφητικό ξέστρο ή ένα οξύ μεταλλικό ξέστρο Recamier μέσα στην περιτοναϊκή κοιλότητα, τότε, μπορεί να υπάρξει σημαντικός τραυματισμός στα ενδολκοιλιακά όργανα. Στην περίπτωση αυτή, η ασφαλέστερη επιλογή είναι η λαπαροσκόπηση ώστε να ελεγχθεί πλήρως η περιτοναϊκή κοιλότητα για τραυματισμό του εντέρου. Η διάτρηση της μήτρας δεν αποτελεί αντένδειξη για την ολοκλήρωση της απόξεσης υπό άμεση καθοδήγηση κατά την διενέργεια της λαπαροσκόπησης ή της λαπαροτομίας. 33 Μετά την D&C μπορεί προκληθεί τραυματισμός της ενδομήτριας κοιλότητας και να δημιουργηθούν συμφύσεις. Ο κίνδυνος τραυματισμού αυξάνεται με την αύξηση των χειρουργικών εκτρώσεων. Ωστόσο, οι περισσότερες συμφύσεις είναι ήπιου βαθμού χωρίς ιδιαίτερη κλινική σημασία. 34

Γενικά, και οι δύο μέθοδοι διακοπής της κύησης είναι ασφαλείς και αποδεκτές, αν και οι περισσότερες γυναίκες στις Ινδίες, την Κούβα και την Κίνα προτιμούν την ιατρική έκτρωση. 35. Ωστόσο, η ιατρική έκτρωση ως διαδικασία τριών ημερών μετρίασε την ικανοποίηση αρκετών «ασθενών» από τις βασικές τους προσδοκίες, 36 και, κάποιες μελέτες ανέφεραν μεγαλύτερη ικανοποίηση με τη χειρουργική παρά με την ιατρική έκτρωση. 37  Πέραν αυτών, η ιατρική έκτρωση σχετίζεται με τετραπλάσια συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών του τύπου της αιμορραγίας (20,0% σε σύγκριση με 5,6% της χειρουργικής έκτρωσης, P<.001) και της παραμονής των προϊόντων της σύλληψης (6,7% έναντι 1,6%, P<.001). 38 Η λοίμωξη και για τις δύο μεθόδους ήταν παρόμοια και ήταν < από 0.3%. 39

Χειρουργική μέθοδος διακοπής κύησης δευτέρου τριμήνου

Η διαστολή και εκκένωση (Dilation and Evacuation - D&E) της μήτρας είναι η προτιμώμενη μέθοδος έκτρωσης δεύτερου τριμήνου στα περισσότερα μέρη του ανεπτυγμένου κόσμου. 40 Κατά τη διάρκεια της D&E, ο τράχηλος πρέπει να διαστέλλεται επαρκώς ώστε να επιτρέπεται η διέλευση των χειρουργικών εργαλείων και των εμβρυϊκών μερών χωρίς να τραυματίζεται η μήτρα και ο τραχηλικός αυλός. 41 Η ελάχιστη διαστολή που απαιτείται για τη διέλευση των περισσότερων λαβίδων που χρησιμοποιούνται στη D&E κυμαίνεται από 14-19mm, αν, και, απαιτείται συχνά ευρύτερη διαστολή για την αφαίρεση των προϊόντων σύλληψης, σε πολύ προχωρημένες κυήσεις. Η διαστολή του τραχήλου της μήτρας που απαιτείται για την D&E αυξάνεται με την ηλικία κύησης. Ωστόσο, δεν έχει προσδιοριστεί ούτε ο ελάχιστος ούτε ο ιδανικός βαθμός διαστολής που απαιτείται για σε κάθε ηλικία κύησης. Μόλις επιτευχθεί επαρκής διαστολή του τραχήλου αμέσως εκτελείται αμνιοτομή αφενός για να αποτραπεί ο κίνδυνος πνευμονικής εμβολής δια του αμνιακού υγρού και αφετέρου για να οδηγηθεί το έμβρυο στο κατώτερο τμήμα της μήτρας ώστε να βρίσκεται πιο κοντά στην έξοδο. Για ηλικίες κύησης > των 16 εβδομάδων η αφαίρεση του εμβρύου συνήθως πραγματοποιείται τμηματικά με την χρήση ειδικών μεταλλικών λαβίδων τύπου Winter ή Sopher. Μετά, χρησιμοποιείται μεταλλικός σωλήνας αναρρόφησης για την απομάκρυνση του πλακούντα και των εναπομεινάντων υπολειμμάτων ιστού.

Προετοιμασία τραχήλου στο δεύτερο τρίμηνο

Η προετοιμασία του τραχήλου της μήτρας σε περιπτώσεις διακοπής της κύησης με D&E της μήτρας πέραν των δεκατεσσάρων εβδομάδων της κύησης συνιστάται, καθώς η ανεπαρκής διαστολή του τραχήλου αποτελεί ισχυρό προγνωστικό παράγοντα επιπλοκών (3.3% ρήξη, 2.6% ατονία, 1% αιμορραγία). 42 Προσταγλανδίνες, αντιπρογεστερονοειδή ωσμωτικοί διαστολείς και καθετήρες Foley 43 έχουν χρησιμοποιηθεί και μελετηθεί στην προετοιμασία του τραχήλου της μήτρας πριν από την D&E του δεύτερου τριμήνου. Ωστόσο, δεν υπάρχει συναίνεση ως προς το ποια μέθοδος προετοιμασίας του τραχήλου της μήτρας είναι ανώτερη όσον αφορά την ασφάλεια, το χρόνο της διαδικασίας, την ανάγκη για πρόσθετη διαστολή, την δυνατότητα εκτέλεσης της διαδικασίας ή την αποδοχή του ασθενούς και του παρόχου. Παρά το γεγονός ότι η έλευση της ωσμωτικής διαστολής έχει βελτιώσει την ασφάλεια της διαδικασίας D&E κατά το δεύτερο τρίμηνο, δεν είναι σαφές εάν ένας συγκεκριμένος τύπος ωσμωτικού διαστολέα είναι ανώτερος από έναν άλλο. Οι ωσμωτικοί διαστολείς μείωσαν τον χρόνο της διαδικασίας διαστολής του τραχήλου έναντι των προσταγλανδινών καθ' όλη τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου. Ένα μόνο σετ ωσμωτικών διαστολέων, από έναν έως πολλούς διαστολείς συνήθως είναι επαρκεί για την D&E πριν από την 20η εβδομάδα της κύησης. Οι ωσμωτικοί διαστολείς πρέπει να τοποθετούνται στον ενδοτράχηλο και να μην υπερβαίνουν το έσω στόμιο επειδή υπάρχει ο κίνδυνος ρήξης των αμνιακών υμένων. Επίσης, πρέπει να τοποθετούνται αρκετές γάζες στο έξω τραχηλικό στόμιο ώστε να συγκρατούν τον διαστολέα, σε περίπτωση κινητοποίησης των ασθενών. Η προσθήκη προσταγλανδινών στην ολονύκτια ωσμωτική διαστολή δεν είναι σημαντικά ωφέλιμη πριν από την 19η εβδομάδα της κύησης. 44 Ωστόσο, ο συνδυασμός αντιπρογεστερονοειδών (μιφεπριστόνη 200mg peros) με ωσμωτικούς διαστολείς συντόμευσε την ωρίμανση του τραχήλου από ό,τι μόνο οι ωσμωτικοί διαστολείς. 45

Η μισοπροστόλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενναλακτικά για την προετοιμασία του τραχήλου αντί για τους υγροσκοπικούς διαστολείς. Η τυπική δοσολογία είναι 400mcg υπογλώσσια ή ενδοκολπικά μια και 3-4 ώρες, αντίστοιχα πριν από την προγραμματισμένη D&E όπως φαίνεται στον Πίνακα 3.

Πίνακας 3. Προετοιμασία τραχήλου σε χειρουργικές εκτρώσεις δευτέρου τριμήνου

Είδος έκτρωσης

Μηχανικό μέσο/φαρμακευτική ουσία

Δόση

D&E*

Λαμινάρια

1-5 EDC 12 ώρες πριν την επέμβαση

Dilapan-s

1-5 EDC 3-4 ώρες πριν την επέμβαση

Καθετήρας Foley

30-50mL φυσιολογικού ορού EDC, 12 ώρες πριν την επέμβαση και

Μιφεπριστόνη 200mg PO αφού τοποθετηθεί το Foley

Μισοπροστόλη

400mcg SL 1 ώρα πριν την επέμβαση

ή

400mcg EDV 3-4 ώρες πριν την επέμβαση

Μιφεπριστόνη

200mg PO 24-48 ώρες πριν την επέμβαση

Συντομογραφίες: * διαστολή και εκκένωση, EDC – ενδοτραχηλικά, PO - από το στόμα, SL - υπογλώσσια, EDV – ενδοκολπικά

Η αποτελεσματικότητα της μισοπροστόλης ως επαρκές φαρμακευτικό μέσο διαστολής του τραχήλου είναι συγκρίσιμη με αυτή των υγροσκοπικών διαστολέων στις αρχές του δεύτερου τριμήνου, 46 , 47 παρά την μεγαλύτερη πρόκληση πόνου. 48 Η συγχορήγηση μισοπροστόλης, 400mcg υπογλώσσια, σε συνεπικουρία με την χρήση υγροσκοπικών διαστολέων σε κυήσεις 19 εβδομάδων και άνω είχε ως αποτέλεσμα της αύξηση της διαστολής του τραχήλου. 49 Για τις γυναίκες που επιθυμούν βραχείες επεμβάσεις μιας ημέρας το Dilapan-s από μόνο του ή η μισοπροστόλη από μόνη της μπορεί να προσφέρουν πλεονεκτήματα. Τα σχήματα συγχορήγησης φαρμακευτικών ουσιών και λαμινάριας είναι αποτελεσματικά σε μεγαλύτερες ηλικίες κύησης και έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις που αποτυγχάνουν οι υγροσκοπικοί διαστολείς. Παρόλα αυτά, αυξάνουν το κόστος και την πιθανότητα ανεπιθύμητων ενεργειών. 50

Επιλεκτικός τερματισμός εμβρύου

Στις περιπτώσεις εκλεκτικής διακοπής της κύησης, ορισμένοι επαγγελματίες υγείας συνιστούν τον επιλεκτικό τερματισμό του εμβρύου πριν από την επέμβαση της D&E με το σκεπτικό ότι έτσι αποφεύγεται η γέννηση ενός ζώντος νεογνού και επιπλέον η γέννηση ενός θνησιγενούς εμβρύου δεν παραβιάζει την αντίστοιχη νομοθεσία. Για τον σκοπό αυτό, πριν από την ωρίμανση του τραχήλου χορηγείται χλωριούχο κάλιο (KCl) ενδο ή περικαρδιακά σε δοσολογία 1-2 mL ή πραγματοποιείται εμβολισμός της καρδιάς με αέρα. 51 Επίσης, η χορήγηση 1mg διγοξίνης ενδοεμβρυϊκά ή ενδοαμνιακά μπορεί να οδηγήσει σε εμβρυϊκή ασυστολία εντός διαστήματος 24 ωρών από την χορήγηση της διγοξίνης. 52 , 53

Επιπλοκές διακοπής της κύησης κατά το δεύτερο τρίμηνο

Οι μείζονες επιπλοκές μετά από την επέμβαση της διαστολής και εκκένωσης (D&E) είναι ασυνήθεις και τα ποσοστά τους κυμαίνονται μεταξύ 0.27-1,7%. 54 , 55 Σ’ αυτές τις επιπλοκές συμπεριλαμβάνονται, η ρήξη του τραχήλου, η διάτρηση της μήτρας, η αιμορραγία, η ατονία της μήτρας, η διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη (DIC) και η εμβολή του αμνιακού υγρού. 56 Στην βιβλιογραφία, συνολικά αναφέρονται 10 περιπτώσεις εμβολής αμνιακού υγρού κατά την χειρουργική θεραπεία τερματισμού της κύησης στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης. 57 Στις περιπτώσεις ανώμαλης πλακουντοποίησης ο κίνδυνος υστερεκτομής λόγω μαζικής αιμορραγίας μπορεί να είναι αναγκαίος. 58 Τότε, ο προληπτικός εμβολισμός των μητριαίων αγγείων πριν από την προγραμματισμένη υστερεκτομή μπορεί να ελαττώσει τον κίνδυνο αιμορραγίας. 59 Η φαρμακευτική διακοπή της κύησης αποτελεί μια εναλλακτική μέθοδο προσέγγισης στις περιπτώσεις με ανώμαλη πλακουντοποίηση, ωστόσο εμπεριέχει μεγαλύτερο κίνδυνο μετάγγισης από την χειρουργική μέθοδο της D&E. 60 Πάντως, οι Hu και συνεργάτες προτείνουν ως μέθοδο εκλογής την υστερεκτομή σε ασθενείς με ηλικία κύησης άνω των 16 εβδομάδων, προδρομικό πλακούντα και λέπτυνση του μυομητρίου σε λιγότερο από 0,5mm ή στις περιπτώσεις μεγάλης έκτασης διεισδυτικού πλακούντα. 61

Η ρήξη της μήτρας μετά από ιατρική έκτρωση δεύτερου τριμήνου είναι σπάνια. 62 Παρόλα αυτά, περιγράφονται στη βιβλιογραφία ρήξεις μήτρας τόσο σε γυναίκες με ατομικό ιστορικό ουλών όσο και σε εκείνες χωρίς ουλές. 63 Ο κίνδυνος ρήξης της μήτρας σε γυναίκες με ιστορικό μεμονωμένης χαμηλής εγκάρσιας ουλής, είναι 0,43%. 64 Η χρήση μόνο μισοπροστόλης, 400 mcg έως τις 20 εβδομάδες της κύησης και 200mcg για κυήσεις μεγαλύτερες από 20 εβδομάδες, είτε κολπικά είτε υπογλώσσια κάθε έξι ώρες, έως 24 ώρες το μέγιστο, ήταν ασφαλής και αποτελεσματική ως διαδικασία στην διακοπή κύησης στο δεύτερο τρίμηνο σε γυναίκες με ιστορικό καισαρικής τομής, μιας ή περισσοτέρων. 65

  1. Hern WM. Second trimester surgical abortion. Gynecology and obstetrics. 2002. Available at the internet
  2. Grimes DA, Schulz KF, Cates W Jr. et al. Midtrimester abortion by dilation and evacuation: Asafe and practical alternatives. N Engl J Med. 1977 May 19;296(20):1141-5. PubMed | NEJM | Google Scholar
  3. Kovacs L, Sas M, Resch BA, et al. Termination of Very Early Pregnancy by RU 486-an Anti-progestational Compound. Contraception. 1984 May; 29 (5): 399-410. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  4. Haspels AA. Interruption of Early Pregnancy by an Anti-Progestational Compound, RU 486. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1985 Sep; 20 (3): 169-75. PubMed | Elsevier | PDFGoogle Scholar
  5. Couzinet Β, Le Strat V, Ulmann Α, et al. Termination of early pregnancy by the progesterone antagonist RU 486 V. Engl J Med. 1986 Dec; 315: 1565-1570. PubMed | NEJM | Google Scholar
  6. Creinin MD. Methotrexate for abortion at < or = 42 days gestation. Contraception 1993 Dec; 48 (6): 519-525. PubMed | IRHJC | Google Scholar
  7. Kapp N, Lohr PA, Ngo TD, et al. Cervical preparation for first trimester surgical abortion. Cochrane Database Syst Rev. 2010 Feb 17;(2):CD007207. PubMed | Cochrane Library | Google Scholar
  8. Allen RH, Goldberg AB. Cervical dilation before first-trimester surgical abortion ( <14 weeks' gestation). Contraception. 2016 Apr;93(4):277-291. PubMed | IRHJC | PDFGoogle Scholar
  9. Goldberg AB, Allen RH. Misoprostol before first trimester surgical abortion: a patient-centered approach. Contraception. 2016 Nov;94(5):576-577. PubMed | IRHJC | Google Scholar
  10. National Abortion Federation (NAF). NAF Protocol for Mifepristone/Misoprostol in Early Abortion. Washington, DC: National Abortion Federation; 2008. [Revised March, 2013]. NAF 
  11. Islam N, Furuya-Kanamori L, Mahmood S, et al. Prophylactic antibiotics for preventing genital tract infection in women undergoing surgical procedures for incomplete abortion: a systematic review and meta-analysis of randomised controlled trials. BJOG. 2021 Jul;128(8):1273-1281. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  12. Blackwell AL, Emery SJ, Thomas PD, et al. Universal prophylaxis for Chlamydia trachomatis and anaerobic vaginosis in women attending for suction termination of pregnancy: an audit of short-term health gains. Int J STD AIDS. 1999 Aug;10(8):508-13. PubMed | Google Scholar
  13. Paul M, Schaff E, Nichols M. The roles of clinical assessment, human chorionic gonadotropin assays, and ultrasonography in medical abortion practice. Am J Obstet Gynecol. 2000 Aug;183(2 Suppl):S34-43. PubMed | AJOG | Google Scholar
  14. Webber K, Grivell RM. Cervical ripening before first trimester surgical evacuation for non-viable pregnancy. Cochrane Database Syst Rev. 2015 Nov 10;2015(11):CD009954. PubMed | PMC | Cochrane Library | Google Scholar
  15. Herczeg J, Sas M, Szabó J, et al. Pre-evacuation dilatation of the pregnant uterine cervix by Laminaria japonica. Acta Med Hung. 1986;43(2):145-54. PubMed | Google Scholar
  16. Gorgidzhanian RS, Abramchenko V Termination of pregnancy in the first and second trimester using natural and synthetic laminaria tents. Sov Med. 1989;(1):44-7. PubMed | Google Scholar
  17. Meirik O, My Huong NT, Piaggio G, et al. WHO research group on postovulatory methods of fertility regulation. Complications of first-trimester abortion by vacuum aspiration after cervical preparation with and without misoprostol: a multicentre randomised trial. Lancet. 2012 May 12;379(9828):1817-24. PubMed | The LancetGoogle Scholar
  18. Cameron S, Fiala C, Gemzell-Danielsson K. Routine misoprostol before all surgical abortions. Contraception. 2016 Nov;94(5):575-576. PubMed | IRHJC | Google Scholar
  19. Hamoda H, Ashok PW, Flett GM, et al. A randomized controlled comparison of sublingual and vaginal administration of misoprostol for cervical priming before first-trimester surgical abortion. Am J Obstet Gynecol. 2004 Jan;190(1):55-9. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  20. Parveen S, Khateeb ZA, Mufti SM, et al. Comparison of sublingual, vaginal, and oral misoprostol in cervical ripening for first trimester abortion. Indian J Pharmacol. 2011 Apr;43(2):172-5. PubMed | PMC | IJPGoogle Scholar
  21. Tang OS, Mok KH, Ho PC. A randomized study comparing the use of sublingual to vaginal misoprostol for pre-operative cervical priming prior to surgical termination of pregnancy in the first trimester. Hum Reprod. 2004 May;19(5):1101-4. PubMed | PMC | PDFGoogle Scholar
  22. Borko E, Breznik R, Ivanisević V, et al. Abortion at 10 to 12 weeks using a plastic syringe or electric aspirator. Jugosl Ginekol Opstet. 1983 Jan-Apr;23(1-2):17-20. PubMed | Google Scholar 
  23. Hayes-Ryan D, Meaney S, Byrne S, et al. Womens experience of Manual Vacuum Aspiration: An Irish perspective. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2021 Nov;266:114-118. PubMed | EJOG | PDFGoogle Scholar 
  24. Tasnim N, Mahmud G, Fatima S, et al. Manual vacuum aspiration: a safe and cost-effective substitute of electric vacuum aspiration for the surgical management of early pregnancy loss. J Pak Med Assoc. 2011 Feb;61(2):149-53. PubMed | JPMA | PDFGoogle Scholar
  25. Wen J, Cai QY, Deng F, et al. Manual versus electric vacuum aspiration for first-trimester abortion: a systematic review. BJOG. 2008 Jan;115(1):5-13. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  26. Dean G, Colarossi L, Porsch L, et al. Manual compared with electric vacuum aspiration for abortion at less than 6 weeks of gestation: a randomized controlled trial. Obstet Gynecol. 2015 May;125(5):1121 - 1129. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  27. World Health Organization. Department of Reproductive Health and Research, Safe abortion: technical and policy guidance for health systems Second edition, 2012. Available at the internet
  28. O'Connell K, Jones HE, Simon M, et al. First-trimester surgical abortion practices: a survey of National Abortion Federation members. Contraception. 2009 May;79(5):385-92. PubMed | IRHJC | Google Scholar
  29. Nakamura E, Kobayashi K, Sekizawa A, et al. Survey on spontaneous miscarriage and induced abortion surgery safety at less than 12 weeks of gestation in Japan. J Obstet Gynaecol Res. 2021 Dec;47(12):4158-4163. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar 
  30. Sekiguchi A, Ikeda T, Okamura K, et al. Safety of induced abortions at less than 12 weeks of pregnancy in Japan. Int J Gynaecol ObstetPubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  31. Hooker AB, Lemmers M, Thurkow AL, et al. Systematic review and meta-analysis of intrauterine adhesions after miscarriage: prevalence, risk factors and long-term reproductive outcome. Hum Reprod Update. Mar-Apr;20(2):262-78. PubMed | Oxford Academy | PDFGoogle Scholar 
  32. White K, Carroll E, Grossman D. Complications from first-trimester aspiration abortion: a systematic review of the literature. Contraception. 2015 Nov;92(5):422-38. PubMed | IRHJC | Google Scholar 
  33. Hoysal DR, Kumaraswamy H. Isolated Mesenteric Injury causing Ileal Devascularisation with Uterine Perforation following Termination of Pregnancy; A Case Report and Literature Review. Bull Emerg Trauma. 2018 Oct;6(4):376-378. PubMed | PMC | PDF | Google Scholar  
  34. Hooker AB, Lemmers M, Thurkow AL, et al. Systematic review and meta-analysis of intrauterine adhesions after miscarriage: prevalence, risk factors and long-term reproductive outcome. Hum Reprod Update. 2014 Mar-Apr;20(2):262-78. PubMed | Oxford Academy | PDF | Google Scholar 
  35. Winikoff B, Sivin I, Coyaji, KJ, et al. Safety, efficacy, and acceptability of medical abortion in China, Cuba, and India: a comparative trial of mifepristone-misoprostol versus surgical abortion. Am J Obstet Gynecol. 1997 Feb;176(2):431-7. PubMed | AJOG | PDFGoogle Scholar
  36. Di Carlo C, Savoia F, Ferrara C, et al. "In patient" medical abortion versus surgical abortion: patient's satisfaction. Gynecol Endocrinol. 2016 Aug;32(8):650-654. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar  
  37. Rørbye C, Nørgaard M, Nilas L. Medical versus surgical abortion: comparing satisfaction and potential confounders in a partly randomized study. Hum Reprod. 2005 Mar;20(3):834-8. PubMed | Oxford Academy PDF | Google Scholar
  38. Cabezas E. Medical versus surgical abortion. Int J Gynaecol Obstet. 1998 Dec;63 Suppl 1:S141-6. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  39. Upadhyay UD, Desai S, Zlidar V, et al. Incidence of emergency department visits and complications after abortion. Obstet Gynecol. 2015 Jan;125(1):175-183. PubMed | Obstetrics & Gynaecology Google Scholar
  40. Thorp JM Jr. Public Health Impact of Legal Termination of Pregnancy in the US: 40 Years Later. Scientifica. 2012; 2012:980812. PubMed | PMC | PDFHindawi | Google Scholar
  41. Fox MC, Hayes JL, Society of Family Planning. Cervical preparation for second-trimester surgical abortion prior to 20 weeks of gestation. 2007 Dec;76(6):486-95. PubMed | IRHJC | Google Scholar 
  42. Frick AC, Drey EA, Diedrich JT, et al. Effect of prior cesarean delivery on risk of second-trimester surgical abortion complications. Obstet Gynecol. 2010 Apr;115(4):760-764. PubMed | Obstetrics & GynaecologyGoogle Scholar
  43. Sium A, Prager S, Wolderufael M, et al. Foley catheter for cervical preparation prior to second trimester dilation and evacuation: A supply-based alternative for surgical abortion: A case series. Contracept X. 2022 Oct 13; 4:100085. PubMed | PMC | PDF | Elsevier Google Scholar
  44. Fox MC, Krajewski CM. Cervical preparation for second-trimester surgical abortion prior to 20 weeks' gestation: SFP Guideline #2013-4. Contraception. 2014 Feb;89(2):75-84. PubMed | IRHJC | PDF | Google Scholar
  45. Ralph JA, Shulman LP. Adjunctive Agents for Cervical Preparation in Second Trimester Surgical Abortion. Adv Ther. 2019 Jun;36(6):1246-1251. PubMed | PMC| PDF | SpringerLinkGoogle Scholar
  46. Sagiv R, Mizrachi Y, Glickman H, et al. Laminaria vs. vaginal misoprostol for cervical preparation before second-trimester surgical abortion: a randomized clinical trial. Contraception. 2015 May;91(5):406-11. PubMed | IRHJC | Google Scholar 
  47. Goldberg AB, Drey EA, Whitaker AK, et al. Misoprostol compared with laminaria before early second-trimester surgical abortion: a randomized trial. Obstet Gynecol. 2005 Aug;106(2):234-41. PubMed | Obstetrics & GynaecologyGoogle Scholar 
  48. Bartz D, Maurer R, Allen RH, et al. Buccal misoprostol compared with synthetic osmotic cervical dilator before surgical abortion: a randomized controlled trial. Obstet Gynecol. 2013 Jul;122(1):57-63. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  49. Edelman AB, Buckmaster JG, Goetsch MF, et al. Cervical preparation using laminaria with adjunctive buccal misoprostol before second-trimester dilation and evacuation procedures: a randomized clinical trial. Am J Obstet Gynecol. 2006 Feb;194(2):425-30. PubMed | AJOG | Google Scholar
  50. Shaw KA, Lerma K. Update on second-trimester surgical abortion. Curr Opin Obstet Gynecol. 2016 Dec;28(6):510-516. PubMed | Obstetrics & GynaecologyGoogle Scholar
  51. Golbus MS, Cunningham N, Goldberg JD, et al. Selective termination of multiple gestations. Am J Med Genet. 1988 Oct;31(2):339-48. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  52. Tufa TH, Lavelanet AF, Belay L, et al. Feasibility of intra-amniotic digoxin administration by obstetrics and gynecology trainees to induce fetal demise prior to medical abortion beyond 20 weeks. BMJ Sex Reprod Health. 2020 Oct;46(4):308-312. PubMed | PMC | PDF | BMJGoogle Scholar
  53. White KO, Nucatola DL, Westhoff C. Intra-fetal Compared With Intra-amniotic Digoxin Before Dilation and Evacuation: A Randomized Controlled Trial. Obstet Gynecol. 2016 Nov;128(5):1071-1076. PubMed | PMC | PDF | BMJ | Google Scholar
  54. Lederle L, Steinauer JE, Montgomery A, et al. Obesity as a Risk Factor for Complications After Second-Trimester Abortion by Dilation and Evacuation. Obstet Gynecol. 2015 Sep;126(3):585-592. PubMed | PMC | PDF | Obstetrics & GynaecologyGoogle Scholar
  55. Cates Jr W, Schulz KF, Grimes DA, et al. Dilatation and evacuation procedures and second-trimester abortions. The role of physician skill and hospital setting. JAMA. 1982 Aug 6;248(5):559-63. PubMed | JAMAGoogle Scholar
  56. Ray BK, Vallejo MC, Creinin MD, et al. Amniotic fluid embolism with second trimester pregnancy termination: a case report. Can J Anaesth. 2004 Feb;51(2):139-44. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  57. Patel D, Osakwe O, Ghosh S. An example of prompt and appropriate multidisciplinary management leading to an exceptionally good outcome: a case complicated by amniotic fluid embolism. BMJ Case Rep. 2015 Nov 24;2015. PubMed | PMC | PDF | BMJ | Google Scholar
  58. Matsuzaki S, Matsuzaki S, Ueda Y, et al. A Case Report and Literature Review of Midtrimester Termination of Pregnancy Complicated by Placenta Previa and Placenta Accreta. AJP Rep. 2015 Apr;5(1):e6-e11. PubMed | PMC | PDF | Thieme Google Scholar
  59. Borgatta L, Chen AY, Reid SK, et al. Pelvic embolization for treatment of hemorrhage related to spontaneous and induced abortion. Am J Obstet Gynecol. 2001 Sep;185(3):530-6. PubMed | AJOG | Google Scholar
  60. Nakayama D, Masuzaki H, Miura K, et al. Effect of placenta previa on blood loss in second-trimester abortion by labor induction using gemeprost. Contraception. 2007 Mar;75(3):238-40. PubMed | IRHJCGoogle Scholar
  61. Hu Q, Li C, Luo L, et al. Clinical analysis of second-trimester pregnancy termination after previous caesarean delivery in 51 patients with placenta previa and placenta accreta spectrum: a retrospective study. BMC Pregnancy Childbirth. 2021 Aug 18;21(1):568. PubMed | PMC | PDF | BMC Google Scholar
  62. Phillips K, Berry C, Mathers AM. Uterine rupture during second trimester termination of pregnancy using mifepristone and a prostaglandin. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1996 Apr; 65 (2): 175-6. PubMed | EJOG | Google Scholar 
  63. Syed S, Noreen H, Kahloon LE, et al. Uterine Rupture Associated With the Use of Intra-Vaginal Misoprostol During Second-Trimester Pregnancy Termination. J Pak Med Assoc. 2011 Apr; 61 (4): 399-401. PubMed | JPMA | PDFGoogle Scholar 
  64. Berghella V, Airoldi J, O'Neill AM, et al. Misoprostol for Second Trimester Pregnancy Termination in Women With Prior Caesarean: A Systematic Review. BJOG. 2009 Aug; 116 (9): 1151-7. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | PDFGoogle Scholar
  65. Bhattacharjee N, Ganguly RP, Saha SP. Misoprostol for termination of mid-trimester post-Caesarean pregnancy. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 2007 Feb;47(1):23-5. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar 

Περιγραφή

Η συνήθης υπερηχογραφική εξέταση της μήτρας περιλαμβάνει την λεπτομερή εκτίμηση των μορφολογικών χαρακτηριστικών του μυομητρίου και του ενδομητρίου. Αυτές οι δύο περιοχές της μήτρας εμφανίζουν διαφορετικές ακουστικές ιδιότητες, γεγονός που διευκολύνει τη διαφοροποίησή τους στην υπερηχογραφική απεικόνιση. Η πλειονότητα των παθολογικών οντοτήτων που επηρεάζουν το μυομήτριο διαφέρουν ως προς την παθογένειά και την κλινική τους σημασία από αυτές που επηρεάζουν το ενδομήτριο και τείνουν να αναλύονται χωριστά στην υπερηχογραφική εξέταση. Ωστόσο, είναι ευρέως γνωστό ότι, λόγω της ανατομικής τους εγγύτητας, ορισμένες ανωμαλίες του ενδομητρίου τείνουν να επεκτείνονται στο μυομήτριο και αντίστροφα. Αυτό τεκμηριώνεται μόνο με την προσεκτική εξέταση της διεπαφής μεταξύ ενδομητρίου και μυομητρίου, η οποία συχνά αναφέρεται ως ενδο-μυομητρική συμβολή (EMJ).

Κλινικές απόψεις και συστάσεις

Κλινικά, υπάρχει μεγάλη διαφορά στην αξιολόγηση της ενδομητρικής κοιλότητας σε προεμμηνοπαυσιακούς και μετεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς. Σε προεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς που εξακολουθούν να έχουν κυκλική αιμορραγία, η υπερηχογραφική αξιολόγηση είναι απαραίτητο να γίνεται στην πρώιμη ωοθυλακική φάση, όταν το ενδομήτριο είναι λεπτότερο. Σε μετεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς που δεν υποβάλλονται σε ορμονοθεραπεία, και, δεν υπάρχει «κυκλική αιμορραγία», η υπερηχογραφική αξιολόγηση μπορεί να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή. Η αξία της υπερηχογραφίας σε ασθενείς με υποψία υπερπλασίας ενδομητρίου έχει υψηλή αρνητική προγνωστική αξία όταν υπάρχει μια λεπτή, ευδιάκριτη ενδομήτρια ηχώ. Όταν δεν υπάρχει λεπτή ηχώ, η υστεροϋπερηχογραφία με αλατούχο διάλυμα μπορεί να βοηθήσει στη διάκριση μεταξύ γενικευμένων ανωμαλιών, στις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί τυφλή δειγματοληψία και των εστιακών ανωμαλιών (πολύποδες, εστιακή ανάπτυξη ιστού), στις οποίες οι δειγματοληψίες πρέπει να ληφθούν υπό άμεσο υστεροσκοπικό έλεγχο.

Στοιχεία ανατομίας

Το ενδομήτριο όπως και η EMJ προέρχονται αμφότερα από τους παραμεσονεφρικούς πόρους, ενώ το εξωτερικό μυομήτριο είναι μεσεγχυματικής προέλευσης. Οι παραμεσονεφρικοί πόροι σχηματίζονται περίπου την 6η Wk της κύησης από την κελομική διείσδυση των μεσοδερμικών κυττάρων στο επίπεδο του τρίτου θωρακικού σωμίτη. Τα ουραία τμήματα αυτών των αγωγών έρχονται σε επαφή μεταξύ τους και συγχωνεύονται στη μέση γραμμή, δημιουργώντας τη μήτρα και τον κόλπο. Το διάφραγμα που αρχικά διαιρεί την κοιλότητα της μήτρας σε δύο μέρη στη συνέχεια συγχωνεύεται, αφήνοντας μόνο μία κοιλότητα. Οι ενδομήτριοι αδένες προέρχονται από τους έξω σάκους του κυλινδρικού επιθηλίου που ευθιάζει την πρωτογενή κοιλότητα της μήτρας, περίπου την 19η Wk της κύησης. Τα λεία μυϊκά κύτταρα της EMJ είναι ορατά περίπου από την 21η Wk, ενώ τα έξω στρώματα του μυομητρίου αναπτύσσονται στο τρίτο τρίμηνο ή ακόμη και μεταγεννητικά. 1 , 2 Το μυομήτριο αποτελείται από δέσμες λείων μυϊκών ινών, αναμεμιγμένες με χαλαρό συνδετικό ιστό, αιμοφόρα αγγεία, λεμφικά αγγεία και νεύρα. Οι λείες μυϊκές ίνες της EMJ έχουν κυρίως κυκλοτερή προσανατολισμό, σε αντίθεση τόσο με το ενδιάμεσο και το έξω στρώμα του μυομητρίου. Το ενδομήτριο, η βλεννογόνια επικάλυψη που ευθυγραμμίζει την κοιλότητα της μήτρας, αποτελείται από μονόστιβο κυλινδρικό επιθήλιο.

Η συνειδητοποίηση ότι η EMJ αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα εντός του μυϊκού συστήματος της μήτρας είναι περισσότερο από έναν αιώνα γνωστή και πρόσφατα επιβεβαιώθηκε ότι διαφέρει δομικά και λειτουργικά από το υπόλοιπο μυομήτριο. 3 Η EMJ περιβάλει το ενδομήτριο και έχει χαρακτηριστεί ποικιλοτρόπως ως ζώνη σύνδεσης της μήτρας, ενδομήτρια-υπενδομήτρια σύζευξη ή υποαγγειακό στρώμα, υποενδομητρικό μυομήτριο, αρχέγονη μήτρα ή αρχέγονη μήτρα και ενδότερο μυομήτριο. Ενώ αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά, δεν είναι πάντα σαφές εάν αναφέρονται στην ίδια οντότητα. Η EMJ, δομικά είναι διακριτή από άλλες διεπαφές του βλεννογόνου -μυός στο ανθρώπινο σώμα, καθώς στερείται υποβλεννογόνιου στρώματος. Οι περισσότεροι ιστοί με βλεννογόνο έχουν έναν υποκείμενο, ιστολογικά αναγνωρίσιμο υποβλεννογόνο που προστατεύει τον υποκείμενο ιστό από την προσβολή του βλεννογόνου (π.χ. στομάχι, έντερο, τραχεία και βρόγχοι). 4 Ο Tetlow και οι συνεργάτες του απέδειξαν την αυξημένη αγγείωση της EMJ σε σύγκριση με το υπόλοιπο μυομήτριο. Διαπίστωσαν επίσης ότι οι μυϊκές ίνες αυτής της ζώνης ήταν πιο πυκνές σε σύγκριση με άλλες ζώνες του μυομητρίου και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτή η αρχιτεκτονική του ενδότερου μυομητρίου εξηγούσε την υποηχογενή εμφάνιση τόσο στον διακολπικό υπέρηχο όσο και στην μαγνητική τομογραφία. 5

Στοιχεία φυσιολογίας

Φυσιολογικά, πέρα από την κοινή εμβρυολογική καταγωγή την οποία μοιράζονται το ενδομήτριο και η EMJ, και οι δύο δομές είναι διακριτές και ακολουθούν ένα πρότυπο έκφρασης, υποδοχέων οιστρογόνου και προγεστερόνης, το οποίο βρίσκεται κάτω από τον συνεχή κυκλικό έλεγχο των στεροειδών ορμονών των ωοθηκών. 6 Το πάχος της EMJ υφίσταται τις κυκλικές αλλαγές του καταμήνιου κύκλου αλλά είναι λιγότερο έντονες από αυτές στο ενδομήτριο. 7 Η κύρια λειτουργία της EMJ φαίνεται να είναι η διαμόρφωση του περισταλτισμού της μήτρας, μια περιοχή που όλο και περισσότερο πιστεύεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στη γονιμότητα. Στην μη εγκύμονα μήτρα οι συσπάσεις προέρχονται από το έσω μυομήτριο. Αρχικά παρατηρήθηκαν από τον Birnholz, ο οποίος τις εντόπισε με διακοιλιακό υπερηχογράφημα, 8 ενώ στη συνέχεια υπήρξε αντικείμενο μελέτης και άλλων ερευνητών. 9 Οι συσπάσεις του έσω μυομητρίου (EMJ) ποικίλλουν ως προς τον προσανατολισμό, το πλάτος και τη συχνότητα καθ' όλη τη διάρκεια του καταμήνιου κύκλου, υπό την επίδραση της οιστραδιόλης και της προγεστερόνης. 10 Μελέτες έδειξαν ότι, στην ωοθυλακική φάση του κύκλου, αυτές οι συσπάσεις έχουν τραχηλο-πυθμενικό προσανατολισμό και το πλάτος και η συχνότητά τους αυξάνονται σημαντικά καθώς πλησιάζει η ωορρηξία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό το σχήμα συσπάσεων διευκολύνει τη μεταφορά σπέρματος. 11 Μετά την ωορρηξία υπάρχει μείωση της συνολικής έσω μυομητρικής σύσπασης υπό την επίδραση της προγεστερόνης, ώστε να διευκολυνθεί η εμφύτευση της αναπτυσσόμενης βλαστοκύστης με την βελτίωση παράλληλα της παροχής οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών. 12

Υπερηχογραφική εκτίμηση

Η μήτρα περιλαμβάνει τρεις ξεχωριστές ζώνες τόσο στη μαγνητική τομογραφία (MRI) όσο και στο διακολπικό υπερηχογράφημα (TVS). 13 Στη MRI, η EMJ καταδεικνύεται καλύτερα σε σταθμισμένες εικόνες με Τ2. Γενικά, το ενδομήτριο προσλαμβάνει υψηλής έντασης σήμα και ως εκ τούτου απεικονίζεται ως μια λεπτή λευκή λωρίδα. Η EMJ προσλαμβάνει ομοιόμορφο χαμηλής έντασης σήμα, ενώ το έξω μυομήτριο ενδιάμεσης έντασης σήμα. 14 Λόγω αυτής της παρατηρούμενης αντίθεσης των τριών ζωνών της μήτρας, η MRI είναι πολύ καλή στον προσδιορισμό και τη μέτρηση του μεγέθους αυτών των ζωνών. Ως εκ τούτου, η MRI καθίσταται εξαιρετική ως μέθοδος διάγνωσης της αδενομύωσης, επειδή αυτή εξαρτάται από το αυξημένο πάχος της EMJ. 15 Στο υπερηχογράφημα, η EMJ περιγράφεται ως μια φυσιολογική υποηχογενής ταινία ή «φωτοστέφανο» που περιβάλει το ενδομήτριο. 16 Ενώ η EMJ διαφέρει από το ενδομήτριο και το εξωτερικό μυομήτριο, ο προσδιορισμός της είναι λιγότερο σαφής στο υπερηχογράφημα παρά στην MRI. Ο υπέρηχος, ωστόσο, έχει τη δυνατότητα να απεικονίσει πολύ καθαρά το βασικό στρώμα του ενδομητρίου, το οποίο σχηματίζει την πραγματική διεπαφή μεταξύ της EMJ και του ενδομητρίου. Στο δισδιάστατο (2D) υπέρηχο, η EMJ απεικονίζεται καλύτερα στο τμήμα διεπαφής, που επιτρέπει την αξιολόγηση της πρόσθιας και της οπίσθιας όψης του. Σε αυτή την άποψη, η EMJ θεωρείται ότι αποτελείται από δύο διακριτές δομές: το βασικό ενδομήτριο και την EMJ. Στη φυσιολογική μήτρα, το βασικό ενδομήτριο θεωρείται ως μια συνεχής, άρρηκτη υπερηχογενής γραμμή η οποία πρακτικά αντιπροσωπεύει την ενδο-μυομητρική διεπαφή. Οι διαφορές στην υπερηχογραφική εμφάνιση μεταξύ της EMJ και του εξωτερικού στρώματος του μυομητρίου εξαρτώνται εν μέρει από τα επίπεδα των στεροειδών ορμονών των ωοθηκών εκείνης της χρονικής περιόδου. Πριν από την εφηβεία, όταν τα επίπεδα των στεροειδών ορμονών του φύλου είναι χαμηλά, το υποενδομητρικό και το εξωτερικό στρώμα του μυομητρίου είναι ασαφή τόσο στον υπέρηχο όσο και στην MRI. 17 Παρόμοιο μοτίβο παρατηρείται επίσης σε εικόνες MRI που λαμβάνονται σε υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς. Ο Willms και οι συνεργάτες του σημείωσαν αύξηση στην ένταση σήματος της EMJ στην MRI κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης που επανήλθε σταδιακά στο φυσιολογικό, μετά τον τοκετό. 18 Επιπλέον, οι διαδοχικές MRIs σε όλο τον καταμήνιο κύκλο έδειξαν αύξηση του μεγέθους της EMJ από την πρώιμη παραγωγική φάση έως την όψιμη ωχρινική φάση. 19 , 20 Δεν υπάρχουν αντίστοιχες υπερηχογραφικές μελέτες με κυκλικές αλλαγές στην EMJ.

Ο τρισδιάστατος TVS είναι μια σχετικά πρόσφατη διαγνωστική μέθοδος, η οποία επιτρέπει την λεπτομερή αξιολόγηση των πυελικών οργάνων με τη συλλογή μιας σειράς διαδοχικών εικόνων και τη μετατροπή τους σε όγκο ιστού. Αυτές οι πληροφορίες αποθηκεύονται ψηφιακά ως σύνολο δεδομένων-πρόσκτησης όγκου με τέτοιο τρόπο ώστε να δυνατή η απεικόνιση ενός οργάνου από οποιαδήποτε επιλεγμένη γωνία και από οποιοδήποτε επιλεγμένο επίπεδο. 21 Στον τομέα της μαιευτικής - γυναικολογίας, ο τρισδιάστατος υπέρηχος είχε μέχρι στιγμής τo μεγαλύτερο επιπολασμό στη διάγνωση των ανωμαλιών της μήτρας. Η ικανότητα λήψης στεφανιαίου επιπέδου μήτρας ενώ ταυτόχρονα αξιολογείται τόσο η κοιλότητα της μήτρας όσο και το εξωτερικό περίγραμμα του πυθμένα της μήτρας βελτίωσε δραματικά την υπερηχογραφική διάγνωση των συγγενών ανωμαλιών της μήτρας. 22 Η τρισδιάστατη διάγνωση αυτών των ανωμαλιών είναι πολύ πιο ακριβής από ότι η διάγνωση με υπερηχογράφημα 2D B-mode, εύκολα αναπαραγώγιμη 23, 24 και σημαντικά λιγότερο επεμβατική σε σύγκριση με το προηγούμενο χρυσό πρότυπο της υστεροσκόπησης - λαπαροσκόπησης. 25 Το 3D υπερηχογράφημα είναι όλο και περισσότερο αποδεκτό ως η καλύτερη μέθοδος διάγνωσης των συγγενών ανωμαλιών της μήτρας. Η 3D πρόσκτηση του όγκου της ανατομίας της μήτρας επιτρέπει μια πληρέστερη αξιολόγηση της EMJ σε οβελιαίο, εγκάρσιο και στεφανιαίο επίπεδο. 26 Με τη λήψη πολυεπίπεδων απόψεων της κοιλότητας της μήτρας είναι πλέον δυνατή η εκτίμηση των πλάγιων και πυθμενικών απόψεων της EMJ, τα οποία είναι αδύνατο να απεικονιστούν ευκρινώς στην τυπική απεικόνιση 2D. Η ικανότητα απεικόνισης ολόκληρων των πλάγιων ορίων της EMJ σε μία μόνο προβολή αυξάνει σημαντικά την ικανότητά εντόπισης μικρών αλλαγών, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διάγνωση πολύ μικρών ανωμαλιών, όπως η ουλώδης στένωση της κοιλότητας και η πρώιμη αδενομύωση. Ένα άλλο πλεονέκτημα του τρισδιάστατου υπερήχου είναι η πολύ σαφέστερη απεικόνιση του υποηχογενούς EMJ σε σύγκριση με την 2D απεικόνιση. 27

Ανωμαλίες EMJ

Οι ανωμαλίες της EMJ περιλαμβάνουν τις μορφολογικές αλλαγές του βασικού ενδομητρίου και του ενδότερου μυομητρίου. Αυτές οι ανωμαλίες κατηγοριοποιούνται σε συγγενείς και επίκτητες ή ιατρογενείς. 28

Α) Συγγενείς ανωμαλίες

Η μήτρα σχήματος Τ είναι ένας συγκεκριμένος τύπος συγγενούς ανωμαλίας της μήτρας, που παρατηρείται σε θήλεις απογόνους ασθενών που έλαβαν διαιθυλοστιλβεστρόλη (DES) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα χαρακτηριστικά τους όπως περιγράφονται με την υστεροσαλπιγγογραφία περιλαμβάνουν μια μικρή μήτρα σχήματος Τ, περιοριστικές ταινίες, υποπλασία, πολυποειδείς βλάβες και συμφύσεις. 29 Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα εσωτερικά όρια της μήτρας είχαν «ασύμμετρη και τραχιά» εμφάνιση. Η πλειοψηφία αυτών των χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένης της διαμόρφωσης της μήτρας σε σχήμα Τ, καθώς και της ακανόνιστης και τραχιάς εμφάνισης, δεν μπορούν να εμφανιστούν σε υπερηχογράφημα 2D και είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθούν, ακόμη και με υστεροσκόπηση. 30 Χρησιμοποιώντας υπερηχογράφημα 3D για τη δημιουργία πρόσκτησης ενός στεφανιαίου επιπέδου της μήτρας, η διαμόρφωση της μήτρας σε σχήμα Τ μπορεί να τεκμηριωθεί με σαφήνεια. Επιπλέον, ο υπερηχογράφος 3D επιτρέπει τη διάγνωση της προβολής και των στενώσεων της κοιλότητας της μήτρας, οι οποίες απεικονίζονται ως ανομοιόμορφη (ανώμαλη) EMJ.

Β) Επίκτητες ανωμαλίες

Αδενομύωση

Η αδενομύωση παραδοσιακά περιγράφεται ως «καλοήθης εισβολή του ενδομητρίου στο μυομήτριο, δημιουργώντας μια διάχυτη διόγκωση της μήτρας η οποία μικροσκοπικά εμφανίζει έκτοπους μη νεοπλασματικούς, ενδομήτριους αδένες και και στρωματικό ιστό που περιβάλλονται από το υπερτροφικό και υπερπλαστικό μυομήτριο». 31 Η αδενομύωση αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό παθολόγο Carl von Rokitansky το 1860, 32 ενώ ο όρος αδενομύωση πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Frankl το 1925. 33  Κλινικά, η αδενομύωση εμφανίζει μεγάλη σε μέγεθος μήτρα, ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας, 34 πυελικό πόνο (δυσμηνόρροια) 35 - 37 και υπογονιμότητα. 38 , 39 Αν και, η αιτιολογία της αδενομύωσης εξακολουθεί και συζητείται μέχρι σήμερα, στους παράγοντες κινδύνου συμπεριλαμβάνονται η ηλικία, η υπερσυσταλτικότητα της μήτρας και οι βίαιοι χειρισμοί κατά την απόξεση της εγκύμονος μήτρας. 40 Ομόθυμα όμως, συμφωνήθηκε ότι η αδενομύωση είναι μια νόσος που συχνά επηρεάζει την EMJ. 41 Η μαγνητική τομογραφία (MRI) είναι μια εξαιρετικά ακριβής μη επεμβατική τεχνική για τη διάγνωση της αδενομύωσης. 42 Πάχος EMJ > από 12mm σε εικόνες MRI θεωρείται κριτήριο διάχυτης αδενομύωσης. 15 Στο TVS, στην πλειονότητα των περιπτώσεων παρατηρείται μια ετερογενής ηχοσύσταση του μυομητρίου, η οποία αντιστοιχεί σε μικρές ηχογενείς νησίδες ετεροτοπικού ενδομητρικού ιστού οι οποίες περιβάλλονται από τις υποηχογενείς μυϊκές ίνες του λείου μυ. 43

Αρκετές μελέτες έδειξαν ότι η ευαισθησία και η ειδικότητα του 2D-TVS στη διάγνωση της αδενομύωσης είναι εφάμιλλη της MRI και της ιστολογικής εξέτασης. 44 - 48 Ο Kepkep και οι συνεργάτες του αξιολόγησαν την ακρίβεια διαφόρων υπερηχογραφικών ευρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της δυσχερούς απεικόνισης της EMJ, των κύστεων μυομητρίου και της παρουσίας των υπερηχογενών γραμμώσεων κάτωθεν του ενδομητρίου στη διάγνωση της αδενομύωσης, για να διαπιστώσουν ότι οι υπερηχογενείς γραμμώσεις κάτω από το ενδομήτριο είχαν την υψηλότερη ευαισθησία και θετική προγνωστική αξία στην διάγνωση της αδενομύωσης με ποσοστά 95,5% και 80%, αντίστοιχα. 49 Ομοίως, η παρουσία δυσδιάκριτης ή ασύμμετρης και ασαφούς EMJ στο 3D υπερηχογράφημα της μήτρας έχει θετική προγνωστική αξία (PPV) 95,2% και ευαισθησία 80% στη διάγνωση της αδενομύωσης. 50 Μεταξύ των 3D απεικονιστικών ευρημάτων του υπερηχογραφήματος συγκαταλέγονται: το μέγιστο πάχος της EMJ ≥ 8mm με ευαισθησία 84%, η διαφορά μεταξύ παχύτερου και λεπτότερου τμήματος της EMJ (≥4mm) με ευαισθησία 88% και η υποκειμενική αξιολόγηση της διήθησης ≥ 50% ή της παραμόρφωση της EMJ με διαγνωστική ακρίβεια 71% και 82%, αντίστοιχα. 27 To 2009, o Verma και οι συνεργάτες του πρότειναν την διάσπαση του μυομητρίου ως ένα προηγουμένως μη περιγραφόμενο υστερο-υπερηχογραφικό σημάδι αδενομύωσης. 51

Ινομυώματα μήτρας

Τα ινομυώματα της μήτρας εμφανίζονται συχνά υπερηχογραφικά ως καλά καθορισμένες στρογγυλές βλάβες εντός του μυομητρίου ή προσαρτώνται σε αυτό και συνήθως εμφανίζουν σκιές στην άκρη της βλάβης ή/και εσωτερική σκίαση σε σχήμα βεντάλιας. 52 Ταξινομούνται ως υποβλεννογόνια, ενδοτοιχωματικά ή υποορογόνια. Είναι υποβλεννογόνια εάν παραμορφώνουν την επιφάνεια του βλεννογόνου χιτώνα της ενδομητρικής κοιλότητας και πιστεύεται ότι αποτελούν αιτία υπογονιμότητος 53 και μηνορραγίας. 54 Το μέγεθός τους και ο βαθμός προβολής στην ενδομητρική κοιλότητα είναι οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν τη σοβαρότητα των κλινικών συμπτωμάτων. Αν και υπήρξαν προτάσεις ότι όλα τα υποβλεννογόνια ινομυώματα προέρχονται από το ενδότερο μυομήτριο, 55 είναι πιθανό σε ορισμένες περιπτώσεις η παραμόρφωση της ενδομητρικής κοιλότητας να προκαλείται από σχετικά μεγάλα ινομυώματα που προέρχονται από το εξωτερικό μυομήτριο. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι τα υποβλεννογόνια ινομυώματα που προέρχονται από το ενδότερο μυομήτριο αναπτύσσονται γρηγορότερα επειδή έχουν μεγαλύτερη έκφραση υποδοχέων οιστρογόνων και προγεστερόνης από αυτά που προέρχονται από την περιφέρεια, ενδοτοιχωματικά ή υποορογόνια. 56  Χρησιμοποιώντας το έγχρωμο υπερηχογράφημα Doppler, ο Tsuda και οι συνεργάτες του αναγνώρισαν μια μονήρη αρτηρία του ινομυώματος στο 85% των υποβλεννογονίων ινομυωμάτων, και μόνο στο 42% των ενδοτοιχωματικών ινομυωμάτων. 57 Τα ινομυώματα που προέρχονται από το ενδότερο μυομήτριο διασπούν την ομοιομορφία της υποηχογενούς ηχοδομής του γειτονικού βασικού ενδομητρίου, ενώ τα ινομυώματα που προέρχονται από το εξωτερικό μυομήτριο προκαλούν μετατόπιση και παραμόρφωση του EMJ χωρίς να επηρεάζεται η μορφολογική της εμφάνιση. Μέχρι στιγμής, δεν έχουν γίνει προσπάθειες διαφοροποίησης μεταξύ αυτών των δύο τύπων υποβλεννογονίων ινομυωμάτων με υπερηχογράφημα. Η ικανότητα προσδιορισμού της θέσης προέλευσης των υποβλεννογονίων ινομυωμάτων εντός του μυομητρίου μπορεί να βοηθήσει στην παροχή συμβουλών σε ασθενείς με μικρά πρώιμα ινομυώματα ως προς την πιθανή ταχύτητα ανάπτυξής τους και τον κίνδυνο ανάπτυξης κλινικών συμπτωμάτων στο μέλλον.

Ενδομητρικοί πολύποδες

Οι πολύποδες του ενδομητρίου είναι εστιακές επιθηλιακές υπεραναπτύξεις ενδομητρικού ιστού με εκτιμώμενο επιπολασμό στο γυναικείο γενικό πληθυσμό περίπου 7,8% 58 Συχνά, είναι ασυμπτωματικοί, αλλά μπορούν επίσης να προκαλέσουν μη φυσιολογική αιμορραγία μήτρας και έχουν συσχετιστεί με υπογονιμότητα. Στο υπερηχογράφημα, οι πολύποδες του ενδομητρίου απεικονίζονται ως υπερηχογενείς, ενδομήτριες βλάβες που διαταράσσουν την ενδομήτρια ηχώ της μεσαίας γραμμής 59 και δεν διαταράσσουν ή εισέρχονται στην EMJ καθώς πρόκειται αμιγώς για δομές του ενδομητρίου. Τα υπερηχογραφικά ευρήματα μπορεί να συμπεριλαμβάνουν μη ειδικό πεπαχυσμένο ενδομήτριο ή, περιστασιακά, μια ενδοκοιλοτική μάζα που περιβάλλεται από υγρό. Ωστόσο, τα τροφοφόρα αγγεία, τα οποία είναι ορατά στον διακολπικό υπέρηχο στις περισσότερες περιπτώσεις, 60 φαίνεται να διανύουν την EMJ κατά την εξέταση Doppler.

Καρκίνος του ενδομητρίου

Ο καρκίνος του ενδομητρίου (EC) αποτελεί τη συχνότερη γυναικολογική κακοήθεια σε μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς, 61 έχει την υψηλότερη επίπτωση μεταξύ 55 και 64 ετών 62 και αποτελεί την πιο διαδεδομένη αιτία θνησιμότητας στον ανεπτυγμένο κόσμο, με 382.096 νέα κρούσματα και 89.929 θανάτους το 2018. 63 Ο αριθμός των νέων περιπτώσεων ΕC αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω εξαιτίας της αυξανόμενης γήρανσης του πληθυσμού καθώς και λόγω της αύξησης των ποσοστών της παχυσαρκίας. Ο δείκτης σωματικής μάζας (BMI) ≥ 25kg/m2 θεωρείται ένας από τους κύριους παράγοντες κινδύνου για ΕC. 64 Ο σακχαρώδης διαβήτης, η ατοκία, η πρώιμος εμμηναρχή, η όψιμος εμμηνόπαυση και η έκθεση σε οιστρογόνα ή ταμοξιφαίνη είναι μερικοί από τους γνωστούς και σημαντικούς παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης EC. 65 Σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης FIGO, 66 κάθε καρκίνος ενδομητρίου σταδίου ≥ από Ia συνεπάγεται την επέκταση της νόσου πέραν της EMJ. Σε αυτό το στάδιο ο EC έχει διηθήσει < από το 50% του πάχους του μυομητρίου. Στα σημεία μυομητρικής προσβολής, παρατηρείται απώλεια της σαφήνειας της EMJ. Η ακριβής προεγχειρητική διάγνωση της εκτίμησης του βάθους της μυομητρικής διήθησης είναι κλινικά χρήσιμη, καθώς ταυτόχρονα συμβάλει στην πρόγνωση και καθορίζει την έκταση της απαιτούμενης χειρουργικής επέμβασης. Σήμερα, η μαγνητική τομογραφία αντίθεσης είναι η πλέον αξιόπιστη μέθοδος στην εκτίμηση του βάθους διήθησης του μυομητρίου, με αναφερόμενη ευαισθησία που κυμαίνεται από 80-94,4%. 67 – 72

Ο ρόλος του 2D-TVS στην προεγχειρητική εκτίμηση του βάθους μυομητρικής διήθησης σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με EC θεωρείται περιορισμένος, 73 εμφανίζει αξιοπιστία 73,3-75% και αποτυχία 25-26,7%. 74 , 75 Χρησιμοποιώντας τα κριτήρια του Karlsson, αναλογία μέγιστης προσθοπίσθιας διαμέτρου της ενδομήτριας βλάβης/προσθοπίσθια διάμετρο της μήτρας (μετρούμενα αμφότερα σε οβελιαίο επίπεδο), μια αναλογία ≥ 0,5 υποδεικνύει διήθηση μυομητρίου ≥ 50% και μια αναλογία < 0,5 υποδηλώνει διήθηση μυομητρίου < 50. Με αυτά τα αντικειμενικά κριτήρια η αξιοπιστία της 2D-TVS στην εκτίμηση του βάθους διήθησης ανήρθε στο 79%. 76 Ο Mascilini και συνεργάτες πρότειναν την 3D-TVS αναλογία του όγκου της βλάβης/όγκου της μήτρας με όριο αποκοπής 0,53 77 και αναφερόμενη αξιοπιστία 90,5%. 78 Υποεκτίμηση της εν τω βάθει διήθησης (≥50%) έγινε συχνότερα σε καλά διαφοροποιημένους καρκίνους, μικρού μεγέθους με παχύ μυομητρικό ιστό ελεύθερο διήθησης και χαμηλή αγγείωση και πιο συχνά υπερεκτίμηση έγινε σε χαμηλής και μέτριας διαφοροποίησης καρκίνους που ήταν μεγαλύτεροι σε μέγεθος, με λεπτό μυομητρικό ιστό ελεύθερο διήθησης και πιο πλούσια αγγείωση. 79 Οι περιορισμοί του 2D-TVS περιλαμβάνουν τις δυσκολίες απεικόνισης των πλάγιων τοιχωμάτων του μυομητρίου και την εξάρτηση του χειριστή από την ποιότητα της απεικόνισης. Αυτοί οι περιορισμοί είναι λιγότερο σχετικοί με το 3D-TVS καθώς η πρόσκτηση του όγκου της μήτρας και η εικονική πλοήγηση μέσω των τριών ορθογώνιων επιπέδων για τον εντοπισμό της μικρότερης χωρίς όγκο απόστασης του μυομητρίου από τον ορογόνο χιτώνα της μήτρας (TDS) επιτρέπει την καλύτερη εκτίμηση της εν τω βάθει διήθησης του μυομητρίου. Με όριο αποκοπής τα 9mm ο Alcázar και οι συνεργάτες του βρήκαν ευαισθησία 100%, ειδικότητα 61%, αρνητική προγνωστική αξία 100%, θετική προγνωστική αξία 50%, έναντι της υποκειμενικής αξιολόγησης που είχε ευαισθησία 92,6%, ειδικότητα 82,3%, αρνητική προγνωστική αξία 96,6% και θετική προγνωστική αξία 67,7%. 80 Σε μικρούς καρκίνους, ή μη φυσιολογική εμφάνιση της EMJ στο 2D-TVS μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην ανίχνευση πρώιμου διηθητικού καρκίνου του ενδομητρίου. Η εξέταση Doppler μπορεί να είναι χρήσιμη επειδή δύναται να απεικονίσει πολλαπλά κυρίαρχα αγγεία να διεισδύουν στον EMJ σε αντίθεση με το μονήρες τροφοφόρο αγγείο, το οποίο είναι τυπικό σε έναν καλοήθη πολύποδα.

Γ) Ιατρογενή προβλήματα

Ταμοξιφαίνη

Η ταμοξιφαίνη (tamoxifen) είναι ένα μη στεροειδές φάρμακο το οποίο ανταγωνίζεται την δράση των οιστρογόνων και χρησιμοποιείται στη θεραπεία του καρκίνου του μαστού. Λόγω, της ασθενώς οιστρογονικής του επίδρασης στη μήτρα συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης πολυπόδων του ενδομητρίου, υπερπλασία ενδομητρίου και αδενοκαρκίνωμα. Συχνά, υπάρχει μια καλά τεκμηριωμένη ασυμφωνία μεταξύ υπερηχογραφικής και υστεροσκοπικής εμφάνισης του ενδομητρίου σε ασθενείς που λαμβάνουν ταμοξιφαίνη. Ο Perrot και οι συνεργάτες του περιέγραψαν μια ομάδα ασυμπτωματικών ασθενών, οι οποίοι ενώ είχαν υπερηχογραφικά ένα παχύ, υπερηχογενές, μικρο-κυστικό ενδομήτριο, στην υστεροσκόπηση εμφάνιζαν ατροφικό ενδομήτριο επιβεβαιωμένο ιστολογικά με δείγματα αποξέσεων. 81 Η εξήγηση αυτής της ασυμφωνίας θα μπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός της ύπαρξης οιδήματος στον στρωματικό ιστό του ενδομητρίου απότοκο της θεραπείας με ταμοξιφαίνη. 82 , 83 Συχνά η ακριβής υπερηχογραφική εκτίμηση ενός κυστικού ενδομητρίου είναι δυσχερής επειδή τα όρια μεταξύ της EMJ και του ενδομητρίου είναι δυσδιάκριτα, κακώς καθορισμένα και ασαφή σε ορισμένους ασυμπτωματικούς ασθενείς. 84 Τα ιστοπαθολογικά ευρήματα 35 ασυμπτωματικών μετεμμηνοπαυσιακών ασθενών με καρκίνο μαστού που έλαβαν ταμοξιφαίνη και είχαν πάχος ενδομητρίου ≥ από 5mm στο TVS έδειξαν ατροφικό κυστικό ενδομήτριο και πολύποδες ενδομητρίου στο σύνολό τους. 85 Μελέτες με MRI ενισχύουν περαιτέρω την άποψη ότι οι παρατηρούμενες κύστεις σε αυτούς τους ασθενείς είναι είτε ενδο-μυομητρικές είτε υπο-ενδομητρικές. 86 Ωστόσο, οι υπερηχογραφικές αλλαγές που παρατηρούνται σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με ταμοξιφαίνη αντιπροσωπεύουν στην πραγματικότητα αλλαγές του ενδότερου μυομητρίου παρά του πραγματικού ενδομητρίου 87 και δύναται να παρατηρηθούν σχεδόν μέχρι το 90% των ασθενών που έλαβαν ταμοξιφαίνη. 88 Η ανίχνευση των κύστεων μυομητρίου, φυσιολογικά, συνδέεται με την παρουσία αδενομύωσης. Το ερώτημα που γεννάται είναι εάν η παρουσία αυτών των κύστεων αντιπροσωπεύει πρόσφατη αδενομύωση, επανενεργοποίηση παλιάς ή απλώς ένα φάσμα κυστικής αλλαγής που σχετίζεται με ταμοξιφαίνη. 89 Η υστερουπερηχογραφία (SHG) συνιστάται ως ένα ελάχιστα επεμβατικό διαγνωστικό εργαλείο για την εκτίμηση των ενδομητρικών αλλαγών σε ασυμπτωματικούς μετεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς με καρκίνο μαστού που λαμβάνουν μακροχρόνια θεραπεία με ταμοξιφαίνη ή σε ανεπαρκώς ορατό ενδομήτριο κατά το TVS. 90 Σε αυτούς τους ασθενείς με πάχος ενδομητρίου ≥ από 8mm η κοιλότητα της μήτρας αξιολογήθηκε προοπτικά με SHG και διέγνωσε με ακρίβεια ενδομήτρια ή/και άλλη υπενδομήτρια παθολογία στο 95,5% αυτών των ασθενών. 91

Ενδομήτριες αντισυλληπτικές συσκευές

Το δισδιάστατο υπερηχογράφημα βρέθηκε να έχει περιορισμούς στην αξιολόγηση της τοποθέτησης ενδομήτριων αντισυλληπτικών συσκευών (IUCD) 92 και ο τρισδιάστατος υπέρηχος φαίνεται να είναι πιο ακριβής στον προσδιορισμό του τύπου και της θέσης των IUCDs. 93 , 94 Ένας περιορισμός του υπερηχογραφήματος 2D είναι η αδυναμία του να απεικονίσει καθαρά τα πλάγια και τα πυθμενικά όρια της ενδομητρικής κοιλότητας. Η εξέταση των επίπεδων τομής μετά την πρόσκτηση του σώματος όγκου στο υπερηχογράφημα 3D επιτρέπει την λεπτομερή εξέταση των βραχιόνων των IUCD σε σχέση με την EMJ. Αρκετές φορές οι βραχίονες της ενδομήτριου συσκευής Nova-T IUCD και Mirena (και οι δύο συσκευές της Bayer Schering Pharma AG, Βερολίνο, Γερμανία) διαρρηγνύουν την EMJ σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, και, μερικές φορές εκτείνονται βαθιά στο εξωτερικό μυομήτριο σε περισσότερο από το 50% των περιπτώσεων. 28 Αυτή η συχνή εμφάνιση μυομητρικής διείσδυσης από IUCDs είναι αβέβαιης κλινικής σημασίας και είναι απίθανο να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα του IUCD/IUS, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι η αιτία του πόνου της μήτρας, που μερικές φορές αναφέρεται από τους χρήστες. Η εκτίμηση του βαθμού διείσδυσης του βραχίονα IUCD στο μυομήτριο μπορεί να είναι χρήσιμη πριν από την προγραμματισμένη αφαίρεση της συσκευής. Στις γυναίκες με σαφή στοιχεία ότι οι βραχίονες εκτείνονται βαθιά στο εξωτερικό μυομήτριο μπορεί να προσφερθεί επιπλέον αναλγησία καθώς η αφαίρεση του πηνίου είναι πιθανότατα πιο δύσκολη και πιο επώδυνη σε αυτές τις περιπτώσεις. Μένει να δούμε αν η διαταραχή της ακεραιότητας του EMJ από τους βραχίονες του IUCD/IUS μπορεί να παίξει ρόλο στην ανάπτυξη της αδενομύωσης.

Ενδομήτριες συμφύσεις

Οι ενδομήτριες συμφύσεις (IUAs) περιγράφηκαν για πρώτη φορά από τον Heinrich Fritsch στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά ο Joseph Asherman, το 1948, όρισε περαιτέρω αυτήν την ομώνυμη κατάσταση ως τραυματική αμηνόρροια που προκαλείται από απόφραξη του έσω τραχηλικού στομίου μετά από περίπλοκο τοκετό ή έκτρωση που απαιτεί ενδομήτρια όργανα. 95 Οι όροι «σύνδρομο Asherman» και «ενδομήτριες συμφύσεις» χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά, αν και ο αρχικός ορισμός του συνδρόμου περιλαμβάνει αμηνόρροια, με ή χωρίς κυκλικό κοιλιακό άλγος. Ο τραυματισμός του ενδομητρίου κυρίως που έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του στρώματος πιστεύεται ότι είναι το βασικό γεγονός που οδηγεί στην ανάπτυξη των ενδομήτριων ή/και των ενδοτραχηλικών συμφύσεων. 96 Το μέσο χρονικό διάστημα από το ενδομήτριο τραύμα έως την επιβεβαιωμένη ανάπτυξη των IUAs στο TVS είναι 24Wks (εύρος, 6–53Wks). 97 Οι IUAs έχουν επιπολασμό που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα, αλλά πιστεύεται ότι κυμαίνεται μεταξύ 0,3-21,5%, με τα υψηλότερα ποσοστά να αναφέρονται στο Ισραήλ, την Ελλάδα και τη Νότια Αμερική. 98 Οι IUAs μπορούν να σχηματιστούν μετά από οποιαδήποτε ενδομήτρια διαδικασία, αλλά συχνότερα εμφανίζονται μετά από πρόσφατη απόξεση της κυοφορούσης μήτρας. 99 Η υστεροσκοπική εκτομή των υποβλεννογονίων ινομυωμάτων αυξάνει την συχνότητα των μετεγχειρητικών IUAs κατά 31,3% και 45,5% μετά από εκτομή μεμονωμένων και πολλαπλών ινομυωμάτων, αντίστοιχα. 100 Σε άλλη μελέτη, ο κίνδυνος των μετεγχειρητικών IUAs μετά από εκτομή μεμονωμένου ινομυώματος ήταν 1,5% 101 Ο κίνδυνος IUAs είναι 14% μετά από εμβολισμό της μητριαίας αρτηρίας, υποδηλώνοντας ότι η διαταραχή στην παροχή αίματος της μήτρας με αποτέλεσμα την υποξία θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε τραυματισμό του ενδομητρίου. 102 Εκτός από την υπογονιμότητα, οι IUAs μπορούν να προκαλέσουν αμηνόρροια, ολιγομηνόρροια, πυελικό άλγος και καθ΄ έξιν αποβολές. 103 Ο πλέον συνηθισμένος τύπος ενδομήτριων συμφύσεων αφορά το μυομήτριο, προκαλώντας διαταραχή της EMJ. Στο υπερηχογράφημα 2D, η κοιλότητα της μήτρας φαίνεται ασαφώς καθορισμένη, με εστιακή ή διάχυτη απώλεια της ηχογένειας του ενδομητρίου. 28 Οι IUAs εμφανίζονται ως μικρές, μη καθορισμένες υπερηχογενείς δομές που διακόπτουν την συνέχεια του στρώματος του ενδομητρίου προκαλώντας μη φυσιολογική EMJ. Άλλοτε οι IUAs εμφανίζονται στον υπέρηχο ως ζώνες μυομητρικού ιστού που διασχίζουν την ενδομήτρια κοιλότητα και γειτνιάζουν με τα απέναντι τοιχώματα της μήτρας, διατηρώντας ίδια ηχογένεια με αυτή του παρακείμενου μυομητρίου. 104 Η εξάλειψη της κοιλότητας της μήτρας μπορεί να είναι εστιακή, μερική ή πλήρης. Οι εστιακές συμφύσεις που προκαλούν ελάχιστη εξάλειψη της κοιλότητας είναι πιο πιθανό να αναπτυχθούν στις περιοχές με μέγιστο ενδομήτριο τραύμα. Το περιβάλλον ενδομήτριο είναι συνήθως φυσιολογικό και ανταποκρίνεται στις κυκλικές αλλαγές των φυλετικών ορμονών των ωοθηκών. Οι εστιακές συμφύσεις είναι τυπικά ασυμπτωματικές και διαγιγνώσκονται τυχαία στο υπερηχογράφημα ή στη διαγνωστική υστεροσκόπηση. Πιο σοβαρές συμφύσεις οδηγούν σε μερική ή πλήρη εξάλειψη της κοιλότητας της μήτρας. Σε γυναίκες με μερική εξάλειψη, η εντόπιση των IUAs είναι σημαντική, καθώς εκείνες που βρίσκονται κοντά στα σαλπιγγικά στόμια μπορεί να προκαλέσουν υπογονιμότητα ή έκτοπη κύηση. Το μη επηρεασμένο ενδομήτριο μπορεί να είναι είτε φυσιολογικό είτε ατροφικό και ως εκ τούτου ορισμένες γυναίκες μπορεί να είναι ασυμπτωματικές ενώ άλλες μπορεί να εμφανίσουν μειωμένη καταμήνια ροή, διαταραχές της εμμήνου ρύσεως ή υπογονιμότητα. Σε αυτές τις γυναίκες, η χειρουργική επέμβαση μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχή εξαίρεση των IUAs και πλήρη αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας του ενδομητρίου. 105

Η αναφερόμενη ευαισθησία του διακολπικού 2D υπερήχου στην ανίχνευση των ενδομητρικών συμφύσεων ποικίλλει ευρέως από 80-97%. 106 , 107 Μία μικρή μελέτη που περιλάμβανε μόνο τέσσερις ασθενείς ανάφερε μηδενική ευαισθησία. 108 Ωστόσο, αυτές οι διαφορές της ευαισθησίας μάλλον υποδηλώνουν ότι η ικανότητα του χειριστή και ποιότητα του εξοπλισμού επηρεάζουν την ακρίβεια της υπερηχογραφικής διάγνωσης. Ο κατάλληλος χρόνος της υπερηχογραφικής απεικόνισης του ενδομητρίου είναι κατά τη διάρκεια της ωοθυλακικής φάσης. Αμέσως μετά την έμμηνο ρύση, η υπερηχογραφική εμφάνιση του φυσιολογικού ενδομητρίου είναι μια λεπτή, ελαφρώς ακανόνιστη ηχογενής διεπαφή. Αυτό το εύρημα αποκλείει σχεδόν σίγουρα τους πολύποδες του ενδομητρίου, τα ινομυώματα και τις συμφύσεις στην κοιλότητα της μήτρας. Όταν πραγματοποιείται TVS κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης, η διαφορική διάγνωση μη φυσιολογικών, ακανόνιστων ευρημάτων μεταξύ των τοιχωμάτων του ενδομητρίου θα πρέπει να περιλαμβάνει υπολείμματα θρόμβων αίματος της εμμήνου ρύσεως. Κατά τη διάρκεια της όψιμης ωοθυλακικής φάσης, η εκτίμηση της προέλευσης τυχόν μη φυσιολογικών ευρημάτων (στο πρόσθιο ή το οπίσθιο τοίχωμα της μήτρας) είναι ευκολότερη λόγω του αυξημένου πάχους του ενδομητρίου και του υποηχογενούς αυλού μεταξύ του λειτουργικού ενδομητρίου και του εξωτερικού στρώματος που είναι περισσότερο ηχογενές. Οι πολύποδες του ενδομητρίου και τα υποβλεννογόνια μυώματα απεικονίζονται καλύτερα και οι ενδομήτριες συμφύσεις θα μπορούσαν να διαφοροδιαγνωστούν εύκολα από τους πολύποδες του ενδομητρίου από το μέγεθος και το σχήμα τους.

Υπενδομήτρια ίνωση

Η ίνωση εμφανίζεται μετά από επεμβατικές ενδομήτριες επεμβάσεις όπως η διαστολή και η απόξεση, και είναι ιδιαίτερα συχνή και εκτεταμένη μετά από δακτυλική αποκόλληση του πλακούντα. 28 Η ίνωση εμφανίζεται συνήθως στο 2D υπερηχογράφημα ως ηχογενείς εστίες στη βασική ενδομήτρια στιβάδα χωρίς απώλεια λειτουργικού ενδομητρίου. Το ενδότερο μυομήτριο είναι φυσιολογικό σε περιπτώσεις ήπιας ίνωσης, αλλά σε σοβαρές περιπτώσεις, που συνήθως εμφανίζονται σε γυναίκες με ιστορικό κατακράτησης πλακούντα, υπάρχουν ενδείξεις ίνωσης που εκτείνεται στο ενδότερο και μερικές φορές ακόμη και στο έξω μυομήτριο. Ήπια ίνωση παρατηρείται συχνά στο επίπεδο του έσω στομίου σε γυναίκες με ιστορικό χειρουργικής επέμβασης της μήτρας που απαιτεί διάταση του τραχήλου της μήτρας. Η υπενδομήτρια ίνωση είναι τυπικά ασυμπτωματική. Η κλινική της σημασία είναι αβέβαιη μια και δεν υπάρχουν πρόσφατα δεδομένα που να υποδηλώνουν δυσμενή επίδραση στη λειτουργία του ενδομητρίου ή στη γονιμότητα. Ωστόσο, επειδή και τα δύο προκαλούνται από το χειρουργικό τραύμα, δεν είναι ασυνήθιστη η συνύπαρξη υπενδομήτριας ίνωσης ταυτόχρονα με IUAs.

Οστική μεταπλασία της μήτρας

Η οστική μεταπλασία της μήτρας χρησιμοποιείται για να περιγράψει δύο διαφορετικές οντότητες: α) την παρουσία οστού και τη συνεχιζόμενη οστεοποίηση κατακρατημένων εμβρυϊκών οστών εντός της μήτρας και β) τη μεταπλαστική οστεοποίηση του ενδομητρικού στρώματος. 109 Η πραγματική οστική μεταπλασία οφείλεται σε μεταπλασία (ασβεστοποίηση) των ώριμων ενδομητρικών κυττάρων του στρώματος, που προκαλείται από χρόνια φλεγμονή ή τραύμα.110 , 111 Από κλινική άποψη, και οι δύο παθολογίες προκαλούν παρόμοια συμπτώματα: μηνομητρορραγία, δυσμηνόρροια, κολπικές εκκρίσεις, πυελικό πόνο, δυσμηνόρροια και δευτερογενή υπογονιμότητα. 112 – 115 Η οστική μεταπλασία είναι σπάνια, με εκτιμώμενο επιπολασμό 3/10000. 116 H οστική μεταπλασία συχνά περιγράφεται ως ομοιάζουσα με IUCD στο υπερηχογράφημα και πιστεύεται ότι έχει παρόμοιο μηχανισμό δράσης στην πρόκληση υπογονιμότητας. 117 , 118 Ο οστικός ιστός συχνά προκαλεί ρήξη στην EMJ και ενσωματώνεται στο μυομήτριο. 119 Ο βαθμός συμμετοχής του μυομητρίου και της ενδομήτριας κοιλότητα θα καθορίσει το είδος της χειρουργικής επέμβασης που απαιτείται. Ελλείψει οιασδήποτε άλλης παθολογίας, η γονιμότητα φαίνεται να επανέρχεται μετά την αφαίρεση του οστικά μεταπλασμένου ιστού ή του νεκρωμένου οστού. 120 - 123

Ανεπάρκεια ουλής καισαρικής τομής

Οι ουλές της καισαρικής τομής της μήτρας σε μη έγκυες ασθενείς με ιστορικό μιας ή περισσοτέρων καισαρικών μπορούν να ανιχνευτούν με υπερηχογράφημα στο 99,1%. 122 Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι ουλές εμφανίζονται ως λεπτές υποηχογενείς γραμμές που εκτείνονται από το ενδομήτριο, διασχίζουν το EMJ και επεκτείνονται μέσω του έξω μυομητρίου στην πρόσθια επιφάνεια της μήτρας. Στο 19,4% των περιπτώσεων οι ασθενείς είχαν ενδείξεις λέπτυνσης του μυομητρίου στο σημείο τομής, ενώ στο 9,9%, τα ελλείματα είναι ευρεία, με απώλεια άνω του 50% του πάχους του μυομητρίου. Αν και στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι ουλές εντοπίζονται στο επίπεδο του έσω στομίου, περίπου το 5% των ουλών εντοπίζονται στο σώμα της μήτρας. 124 Οι ανεπαρκείς ουλές του σώματος της μήτρας χαρακτηρίζονται από μεγάλο κενό στην EMJ, με σχεδόν πλήρη απώλεια του λειτουργικού ενδομητρίου και του ενδότερου μυομητρίου. Σε ορισμένους ασθενείς, το αίμα της εμμήνου ρύσεως παραμένει εντός της ανεπαρκούς ουλής, με αποτέλεσμα την επίμονη μεσοκυκλική αιμορραγία. 125 Η απώλεια του λειτουργικού ενδομητρίου οδηγεί σε ανεπαρκή συγκέντρωση ενδομήτριου ιστού στο σημείο της ουλής γεγονός που εξηγεί την τάση της τροφοβλάστης να διεισδύει βαθιά στο μυομήτριο, πέρα από την EMJ. Η εμφύτευση της τροφοβλάστης στην ουλή της καισαρικής τομής έχει ως συνέπεια την δημιουργία της ουλώδους κύησης που είναι μια μορφή έκτοπης κύησης. 126 Η διάγνωση της εμφύτευσης της τροφοβλάστης στο μυομήτριο είναι σχετικά απλή νωρίς στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και βασίζεται στην απεικόνιση του σάκου κύησης, ο οποίος εκτείνεται στο μυομήτριο πέρα από το EMJ. 127 Στην εξέταση Doppler, παρατηρείται αυξημένη περιτροφοβλαστική ή περιπλακουντιακή αγγείωση με υψηλές ταχύτητες (peak velocity > 20cm/s) και χαμηλό δείκτη παλμικότητας (PI) <1. 128 Αυτή η τάση της ουλώδης εγκυμοσύνης να εισβάλει βαθιά στο μυομήτριο θα μπορούσε να εξηγηθεί από τα χαρακτηριστικά της ουλής (βαθμός κοίλανσης) της καισαρικής σε μη έγκυες ασθενείς. 129 Ασυνήθιστα προσκολλημένος πλακούντας μπορεί επίσης να βρεθεί σε ασθενείς χωρίς ιστορικό προηγούμενης καισαρικής τομής ή άλλης χειρουργικής επέμβασης στη μήτρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μόνο ένα τμήμα του πλακούντα μπορεί και προσκολλάται ανώμαλα στο μυομήτριο και να συναντώνται δυσκολίες κατά το στάδιο της υστεροτοκίας. Η αφαίρεση του πλακούντα είναι συχνά ατελής, με μία ή δύο κοτυληδόνες να διατηρούνται εντός της μήτρας. Η διάγνωση του ανώμαλα προσκολλημένου πλακούντα γίνεται κατά τη μεταγεννητική υπερηχογραφική εξέταση αποδεικνύοντας ότι ο ιστός του πλακούντα διεισδύει μέσω του EMJ στο εξωτερικό μυομήτριο.

  1. Noe M, Kunz G, Herbertz M, et al. The cyclic pattern of the immunocytochemical expression of oestrogen and progesterone receptors in human myometrial and endometrial layers: characterization of the endometrial- subendometrial unit. Hum Reprod. 1999 Jan;14(1):190-7. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  2. Fusi L, Cloke B, Brosens JJ. The uterine junctional zone. Best Prac Res Clin Obstet Gynaecol. 2006 Aug;20(4):479-91. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  3. Brosens JJ, de Souza NM, Barker FG. Uterine junctional zone: function and disease. Lancet. 1995 Aug 26;346(8974):558-60. PubMed | PDF | Google Scholar
  4. Marcus C.Relationship of adenomyosis uteri to endometrial hyperplasia and endometrial carcinoma.Am J Obstet Gynecol. 1961 Aug;82:408-16. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  5. Tetlow RL, Richmond I, Manton DJ, et al. Histological analysis of the uterine junctional zone as seen by transvaginal ultrasound. Ultrasound Obstet Gynecol. 1999 Sep;14(3):188-93. PubMedPDF | Google Scholar
  6. Janus CL, Wiczyk HP, Laufer N. Magnetic resonance imaging of the menstrual cycle. Magn Reson Imaging. Nov-Dec 1988;6(6):669-74. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  7. Haynor DR, Mack LA, Soules MR, et al. Changing appearance of the normal uterus during the menstrual cycle: MR studies. 1986 Nov;161(2):459-62. PubMed | Radiology | Google Scholar
  8. Birnholz JC. Ultrasonic visualization of endometrial movements. Fertil Steril. 1984 Jan;41(1):157-8. PubMed | Elsevier Science | Coogle Scholar
  9. Abramowicz JS, Archer DF. Uterine endometrial peristalsis--a transvaginal ultrasound study. Fertil Steril. 1990 Sep;54(3):451-4. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  10. Oki T, Douchi T, Maruta K, et al. Changes in endometrial wave-like movements in accordance with the phases of menstrual cycle. J Obstet Gynaecol Res. 2002 Jun;28(3):176-81. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  11. Kunz G, Beil D, Deininger H, et al. The dynamics of rapid sperm transport through the female genital tract. Evidence from vaginal sonography of uterine peristalsis (VSUP) and hysterosalpingoscintigraphy (HSSG). Hum Reprod. 1996 Mar;11(3):627-32. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  12. Ijland MM, Evers JL, Dunselman GA, et al. Endometrial wavelike movements during the menstrual cycle. Fertil Steril. 1996 Apr;65(4):746-9. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  13. Mitchell DG, Schonholz L, Hilpert PL, et al. Zones of the uterus: discrepancy between US and MR image. Radiology. 1990 Mar;174(3 Pt 1):827-31. PubMed | Radiology | Google Scholar
  14. Lee JK, Gersell DM, Balfe DM, et al. The uterus: in vitro MR-anatomic correlation of normal and abnormal specimens. Radiology. 1985 Oct;157(1):175-9. PubMed  | Radiology | Google Scholar
  15. Reinhold C, McCarthy S, Bret PM, et al. Comparison of endovaginal US and MR imaging with histopathologic correlation. Radiology. 1996 Apr;199(1):151-8. PubMed | Radiology | Google Scholar
  16. Kunz G, Beil D, Huppert P, et al. Structural abnormalities of the uterine wall in women with endometriosis and infertility visualized by vaginal sonography and magnetic resonance imaging. Hum Reprod. 2000 Jan;15(1):76-82. | PubMed | Oxford Academic | Google Scholar
  17. Demas BE, Hricak H, Jaffe RB. Uterine MR imaging: Effects of hormonal stimulation. Radiology. 1986 Apr;159(1):123-6. PubMed | Radiology | Google Scholar
  18. Willms AB, Brown ED, Kettritz UI, et al. Anatomic changes in the pelvis after uncomplicated vaginal delivery: evaluation with serial MR imaging. Radiology. PubMed | Radiology | Google Scholar
  19. Wiczyk HP, Janus CL, Richards CJ, et al. Comparison of magnetic resonance imaging and ultrasound in evaluating follicular and endometrial development throughout the normal cycle. Fertil Steril. 1988 Jun;49(6):969-72. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  20. Hoad CL, Raine-Fenning NJ, Fulford J, et al. Uterine tissue development in healthy women during the normal menstrual cycle and investigations with magnetic resonance imaging. Am J Obstet Gynecol. 2005 Feb;192(2):648-54. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  21. Jurkovic D. Three-dimensional ultrasound in gynecology: a critical evaluation. Ultrasound Obstet Gynecol. 2002 Feb;19(2):109-17. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  22. Jurkovic D, Geipel A, Gruboeck K, et al. Three-dimensional ultrasound for the assessment of uterine anatomy and detection of congenital anomalies: a comparison with hysterosalpingography and two-dimensional sonography. Ultrasound Obstet Gynecol. 1995 Apr;5(4):233-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  23. Woelfer B, Salim R, Banerjee S, et al. Reproductive outcomes in women with congenital uterine anomalies detected by three-dimensional ultrasound screening. Obstet Gynecol. 2001 Dec;98(6):1099-103. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  24. Naftalin J, Hoo W, Nunes N, et al. Inter- and intraobserver variability in three-dimensional ultrasound assessment of the endometrial-myometrial junction and factors affecting its visualization. Ultrasound Obstet Gynecol. 2012 May;39(5):587-91. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  25. Salim R, Woelfer B, Backos M, et al. Reproducibility of three-dimensional ultrasound diagnosis of congenital uterine anomalies. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Jun;21(6):578-82. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  26. Martins WP, Raine-Fenning NJ, Leite SP, et al. A standardized measurement technique may improve the reliability of measurements of endometrial thickness and volume. Ultrasound Obstet Gynecol. 2011 Jul;38(1):107-15. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  27. Exacoustos C, Brienza L, Di GA, et al. Adenomyosis: three-dimensional sonographic findings of the junctional zone and correlation with histology. Ultrasound Obstet Gynecol. 2011 Apr;37(4):471-9. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  28. Naftalin J, Jurkovi D. The endometrial-myometrial junction: a fresh look at a busy crossing. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Jul;34(1):1-11. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  29. Kaufman RH, Binder GL, Gray Jr PM, et al. Upper genital tract changes associated with exposure in utero to diethylstilbestrol. Am J Obstet Gynecol. 1977 May 1;128(1):51-9. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  30. Kipersztok S, Javitt M, Hill MC, et al. Comparison of magnetic resonance imaging and transvaginal ultrasonography with hysterosalpingography in the evaluation of women exposed to diethylstilbestrol. J Reprod Med. 1996 May;41(5):347-51. PubMed | Google Scholar
  31. Bird CC, McElin TW, Manalo-Estrella P. The elusive adenomyosis of the uterus—revisited. Am J Obstet Gynecol. 1972 Mar;112(5):583-93. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  32. Benagiano G, Brosens I. History of adenomyosis. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2006 Aug;20(4):449-63. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  33. Frankl O. Adenomyosis uteri. Am J Obstet Gynecol. 1925; 10: 680-684. Elsevier Science | Google Scholar
  34. Tahlan A, Nanda A, Mohan H. Uterine adenomyoma: a clinicopathologic review of 26 cases and a review of the literature. Int J Gynecol Pathol. 2006 Oct;25(4):361-5. PubMed | Full Text IJGP | Google Scholar
  35. Guo SW, Mao X, Ma Q, et al. Dysmenorrhea and its severity are associated with increased uterine contractility and overexpression of oxytocin receptor (OTR) in women with symptomatic adenomyosis. Fertil Steril. 2013 Jan;99(1):231-240. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  36. Mao X, Wang Y, Carter AV, et al. The retardation of myometrial infiltration, reduction of uterine contractility, and alleviation of generalized hyperalgesia in mice with induced adenomyosis by levo-tetrahydropalmatine (l-THP) and andrographolide. Reprod Sci. 2011 Oct;18(10):1025-37. PubMed | SAGE Journals | Google Scholar
  37. Nie J, Liu X, Guo SW. Immunoreactivity of oxytocin receptor and transient receptor potential vanilloid type 1 and its correlation with dysmenorrhea in adenomyosis. Am J Obstet Gynecol. 2010 Apr;202(4):346.e1-8. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  38. Vannuccini S, Tosti C, Carmona F, et al. Pathogenesis of adenomyosis: an update on molecular mechanisms. Reprod Biomed Online. 2017 Nov;35(5):592-601. PubMed | Full Text RBMO | PDF | Google Scholar
  39. Campo S, Campo V, Benagiano G. Adenomyosis and infertility. Reprod. Biomed. Online. 2012 Jan;24(1):35-46. PubMed | Full Text RBMO | PDF | Google Scholar
  40. Curtis KM, Hillis SD, Marchbanks PA, et al. Disruption of the endometrial-myometrial border during pregnancy as a risk factor for adenomyosis. Am J Obstet Gynecol. 2002 Sep;187(3):543-4. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  41. Xie T, Xu X, Yang Y. The Role of Abnormal Uterine Junction Zone in the Occurrence and Development of Adenomyosis. Reprod Sci. 2021 Sep 13. PubMed | SpingerLink | Google Scholar
  42. Tamai K, Koyama T, Umeoka S, et al. Spectrum of MR features in adenomyosis. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2006 Aug;20(4):583-602. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  43. Reinhold C, Tafazoli F, Mehio A, et al. Uterine adenomyosis: endovaginal US and MR imaging features with histopathologic correlation. Radiographics. 1999 Oct;19 Spec No:S147-60. PubMed | Full Text RadioGraphics | PDF | Google Scholar
  44. Bazot M, Cortez A, Darai E, et al. Ultrasonography compared with magnetic resonance imaging for the diagnosis of adenomyosis: correlation with histopathology. Hum Reprod. 2001 Nov;16(11):2427-33. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  45. Bazot M, Dara E, Rouger J, et al. Limitations of transvaginal sonography for the diagnosis of adenomyosis, with histopathological correlation. Ultrasound Obstet Gynecol. 2002 Dec;20(6):605-11. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  46. Dueholm M, Lundorf E, Hansen ES, et al. Magnetic resonance imaging and transvaginal ultrasonography for diagnosis of adenomyosis. Fertil Steril. 2001 Sep;76(3):588-94. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  47. Dueholm M. Transvaginal ultrasound for diagnosis of adenomyosis: a review. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2006 Aug;20(4):569-82. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  48. Dueholm M, Lundorf E. Transvaginal ultrasound or MRI for diagnosis of adenomyosis. Curr Opin Obstet Gynecol. 2007 Dec;19(6):505-12. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  49. Kepkep K, Tuncay YA, Goynumer G, et al. Transvaginal sonography in the diagnosis of adenomyosis: which findings are most accurate? Ultrasound Gynecol Obstet. 2007 Sep;30(3):341-5. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  50. Ahmed AI, Mahmoud AEA, Fadiel AA, et al. Comparison of 2-, 3D and Doppler ultrasound with histological findings in adenomyosis. Fertil Steril. 2007. Fertility and Sterility | Google Scholar
  51. Verma SK, Lev-Toaff AS, Baltarowich OH, et al. Adenomyosis: Sonohysterography with MRI correlation. AJR Am J Roentgenol. 2009 Apr;192(4):1112-6. PubMed | Full Text AJR | Google Scholar
  52. Van den Bosch T, Dueholm M, Leone FPG, et al. Terms, definitions and measurements to describe sonographic features of myometrium and uterine masses: a consensus opinion from the Morphological Uterus Sonographic Assessment (MUSA) group. Ultrasound Obstet Gynecol. 2015 Sep;46(3):284-98. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  53. Pritts EA, Parker WH, Olive DL. Fibroids and infertility: an updated systemic review of the evidence. Fertil Steril. 2009 Apr;91(4):1215-23. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  54. Lumsden MA, Wallace EM. Clinical presentation of uterine fibroids. Baillieres Clin Obstet Gynaecol. 1998 Jun;12(2):177-95. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  55. Brosens J, Campo R, Gordts S, et al. Submucous and outer myometrium leiomyomas are two distinct clinical entities. Fertil Steril. 2003 Jun;79(6):1452-4. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  56. Marugo M, Centonze M, Bernasconi D, et al. Estrogen and progesterone receptors in uterine leiomyomas. Acta Obstet Gynecol Scan. 1989;68(8):731-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  57. Tsuda H, Kawabata M, Nakamoto O, et al. Clinical predictors in the natural history of uterine leiomyoma: preliminary study. J Ultrasound Medicine. 1998 Jan;17(1):17-20. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  58. Dreisler E, Stampe-Sorensen S, Ibsen PH, et al. Prevalence of endometrial polyps and abnormal uterine bleeding in a Danish population aged 20–74 years. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Jan;33(1):102-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  59. Caspi B, Appelman Z, Goldchmit R, et al. The bright edge of the endometrial polyp. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Apr;15(4):327-30. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  60. Timmerman D, Verguts J, Konstantinovic ML, et al. The pedicle artery sign based on sonography with color Doppler imaging can replace second-stage tests in women with abnormal vaginal bleeding. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Aug;22(2):166-71. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  61. Creasman WT, Odicino F, Maisonneuve Ρ. Carcinoma of the corpus uteri. Int J Gynaecol Obstet. 2006 Nov; 95 Suppl 1:S105-43. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  62. Siegel RL, Miller KD, Jemal A. Cancer statistics, 2018. CA Cancer J Clin. 2018 Jan;68(1):7-30. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  63. Bray F, Ferlay J, Soerjomataram I, et al. Global cancer statistics 2018: GLOBOCAN estimates of incidence and mortality worldwide for 36 cancers in 185 countries. CA Cancer J Clin. 2018 Nov; 68(6):394-424. PubMed | ACS Journals | PDF | Google Scholar
  64. Pearson-Stuttard J, Zhou B, Kontis V, et al. Worldwide burden of cancer attributable to diabetes and high body-mass index: a comparative risk assessment. Lancet Diabetes Endocrinol. 2018 Jun; 6(6):e6-e15. PubMed | Full Text PMC | The Lancet | PDF | Google Scholar
  65. Amant F, Moerman P, Neven P, et al. Endometrial cancer. Lancet. 2005 Aug 6-12; 366(9484):491-505. PubMed | The Lancet | PDF | Google Scholar
  66. Shepherd JH. Revised FIGO staging for gynaecological cancer. Br J Obstet Gynaecol. 1989 Aug;96(8):889-92. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  67. Torricelli P, Ferraresi S, Fiocchi F, et al. 3-T MRI in the pre-operative evaluation of depth of myometrial infiltration in endometrial cancer. AJR Am J Roentgenol. 2008 Feb;190(2):489-95. PubMed | Full Text AJOR | Google Scholar
  68. Park JY, Kim EN, Kim DY, et al. Comparison of the validity of magnetic resonance imaging and positron emission tomography/computed tomography in the preoperative evaluation of patients with uterine corpus cancer. Gynecol Oncol. 2008 Mar;108(3):486-92. PubMed | Gynecologic Oncology | Google Scholar
  69. Vasconcelos C, Felix A, Cunha TM. Preoperative assessment of deep myometrial and cervical invasion in endometrial carcinoma: comparison of magnetic resonance imaging and histopathologic evaluation. J Obstet Gynaecol. 2007 Jan;27(1):65-70. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  70. Rockall AG, Meroni R, Sohaib SA, et al. Evaluation of endometrial carcinoma on magnetic resonance imaging. Int J Gynecol Cancer. Jan-Feb 2007;17(1):188-96. PubMed | Full Text BMJ | Google Scholar
  71. Chung HH, Kang SB, Cho JY, et al. Accuracy of MR imaging for the prediction of myometrial invasion of endometrial carcinoma. Gynecol Oncol. 2007 Mar;104(3):654-9. PubMed | Gynecologic Oncologic | Google Scholar
  72. Wang LX, Ouyang H, Wu LY, et al. Value of MRI in the assessment of invasion depth by endometrial carcinoma. Zhonghua Zhong Liu Za Zhi. 2006 May;28(5):373-6. PubMed | Google Scholar
  73. Georgiev DB, Chernev T, Netsov V, et al. Preoperative sonographic evaluation of patients with endometrial carcinoma. Int J Gynaecol Obstet. 1994 Nov;47(2):147-50. PubMed | Obstetrics & Gynecology  | Google Scholar
  74. Arko D, Takac I. High frequency transvaginal ultrasonography in preoperative assessment of myometrial infiltration in endometrial cancer. J Ultrasound Med. 2000 Sep;19(9):639-43. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  75. Osmers RG, Osmers M, Kuhn W. Prognostic value of transvaginal sonography in asymptomatic endometrial cancers. Ultrasound Obstet Gynecol. 1995 Aug;6(2):103-7. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  76. Karlsson B, Norström A, Granberg S, et al. The use of endovaginal ultrasound to diagnose invasion of endometrial carcinoma. Ultrasound Obstet Gynecol. 1992 Jan 1;2(1):35-9. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  77. Mascilini F, Testa AC, Van Holsbeke C, et al. Evaluating myometrial and cervical invasion in women with endometrial cancer: comparing subjective assessment with objective measurement techniques. Ultrasound Obstet Gynecol. 2013 Sep;42(3):353-8. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  78. Alcazar JL, Pineda L, Corral TMA, et al. Transvaginal/transrectal ultrasound for assessing myometrial invasion in endometrial cancer: a comparison of six different approaches. J Gynecol Oncol. 2015 Jul;26(3):201-7. PubMed | Full Text PMC | Full Text JGO | PDF | Google Scholar
  79. Fischerova D, Frühauf F, Zikan M, et al. Factors affecting sonographic preoperative local staging of endometrial cancer. Ultrasound Obstet Gynecol. 2014 May;43(5):575-85. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  80. Alcazar JL, Galvan R, Albela S, et al. Assessing myometrial invasion of endometrial cancer: Uterine virtual navigation with three-dimensional US. Radiology. 2009 Mar;250(3):776-83. PubMed | Radiology | PDF | Google Scholar
  81. Perrot N, Guyot B, Antoine M, et al. The effects of tamoxifen on the endometrium. Ultrasound Obstet Gynecol. 1994 Jan 1;4(1):83-4. PubMed | PDF | Google Scholar
  82. Beşe T, Kosebay D, Demirkiran F, et al. Ultrasonographic appearance of the uterus in post-menopausal breast cancer patients receiving tamoxifen. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 996 Aug;67(2):157-62. PubMedFull Text EJOG | Google Scholar
  83. Bornstein J, Auslender R, Pascal B, et al. Diagnostic pitfalls of ultrasonographic uterine screening in women treated with tamoxifen. J Reprod Med. 1994 Sep;39(9):674-8. PubMed | Google Scholar
  84. Achiron R, Lipitz S, Sivan E, et al. Sonohysterography for ultrasonographic evaluation of tamoxifen-associated cystic thickened endometrium. J Ultrasound Med. 1995 Sep;14(9):685-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  85. McGonigle KF, Shaw SL, Vasilev SA, et al. Abnormalities detected on transvaginal ultrasonography in tamoxifen-treated postmenopausal patients may represent endometrial cystic atrophy. Am J Obstet Gynecol. 1998 Jun;178(6):1145-50. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  86. Ascher SM, Johnson JC, Barnes WA, et al. MR imaging appearance of the uterus in postmenopausal women receiving tamoxifen therapy for breast cancer: histopathologic correlation. Radiology. 1996 Jul;200(1):105-10. PubMed | Radiology | Google Scholar
  87. Goldstein SR. Unusual ultrasonographic appearance of the uterus in patients receiving tamoxifen. Am J Obstet Gynecol. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  88. Anteby EY, Yagel S, Hochner-Celnikier D. Unusual ultrasonographic appearance of uterus in postmenopausal patients receiving tamoxifen. Am J Obstet Gynecol. 1995 Feb;172(2 Pt 1):717-8. PubMed | PDF | Google Scholar
  89. Cohen I, Beyth Y, Tepper R, et al. Adenomyosis in postmenopausal breast cancer patients treated with tamoxifen: a new entity? Gynecol Oncol. 1995 Jul;58(1):86-91. PubMed | Gynecology Oncology | Google Scholar
  90. Elhelw B, Ghorab MN, Farrag SH. Saline sonohysterography for monitoring asymptomatic postmenopausal breast cancer patients taking tamoxifen. Int J Gynaecol Obstet. 1999 Nov;67(2):81-6. PubMed | Gynecology & Obstetrics | Google Scholar
  91. Tepper R, Beyth Y, Altaras MM, et al. Value of sonohysterography in asymptomatic post menopausal tamoxifen-treated patients. Gynecol Oncol. 1997 Mar;64(3):386-91. PubMed | Gynecology Oncology | Google Scholar
  92. Bonilla-Musoles F, Pardo G, Simon C. How accurate is ultrasonography in monitoring IUCD placement? J Clin Ultrasound. 1990 Jun;18(5):395-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  93. Bonilla-Musoles F, Raga F, Osborne NG, et al. Control of intrauterine device insertion with three-dimensional ultrasound: Is it the future? J Clin Ultrasound. 1996 Jun;24(5):263-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  94. Lee A, Eppel W, Sam C, et al. Intrauterine device localisation by three-dimensional transvaginal sonography. Ultrasound Obstet Gynecol. 1997 Oct;10(4):289-92. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  95. Asherman JG. Amenorrhoea traumatica (atretica). J Obstet Gynaecol Br Emp. 1948 Feb;55(1):23-30. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  96. Yu D, Wong YM, Cheong Y, et al. Asherman syndrome – one century later. Fertil Steril. 2008 Apr;89(4):759-79. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  97. Amin T Saridogan E, Dooley M, et al. Morphological appearance of uterine cavity on ultrasound prior to development of intrauterine adhesions. Ultrasound Obstet Gynecol. 2018 Jan;51(1):142-143. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  98. Schenker JG, Margalioth EJ. Intrauterine adhesions: an updated appraisal. Fertil Steril. 1982 May;37(5):593-610. PubMed | Google Scholar
  99. Knopman J, Copperman AB. Value of 3D ultrasound in the management of suspected Asherman's syndrome. J Reprod Med. 2007 Nov;52(11):1016-22. PubMed | Google Scholar
  100. Taskin O, Sadik S, Onoglu A, et al. Role of endometrial suppression on the frequency of intrauterine adhesions after resectoscopic surgery. J Am Assoc Gynecol Laparosc. 2000 Aug;7(3):351-4. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  101. Yang JH, Chen MJ, Wu MY, et al. Office hysteroscopic early lysis of intrauterine adhesion after transcervical resection of multiple apposing submucous myomas. Fertil Steril. 2008 May;89(5):1254-1259. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  102. Mara M, Fucikova Z, Kuzel D, et al. Hysteroscopy after uterine fibroid embolization in women of fertile age. J Obstet Gynaecol Res. 2007 Jun;33(3):316-24. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  103. Magos A. Hysteroscopic treatment of Asherman's syndrome. Reprod Bio Med Online. 2002;4 Suppl 3:46-51. PubMed | Full Text RBMO | Google Scholar
  104. Leone FP, Timmerman D, Bourne T, et al. Terms, definitions and measurements to describe the sonographic features of the endometrium and intrauterine lesions: a consensus opinion from the International Endometrial Tumor Analysis (IETA) group. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Jan;35(1):103-12. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  105. Amin TN, Saridogan E, Jurkovic D. Ultrasound and intrauterine adhesions: a novel structured approach to diagnosis and management. Ultrasound Obstet Gynecol. 2015 Aug;46(2):131-9. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  106. Shalev J, Meizner I, Bar-Hava I, et al. Predictive value of transvaginal sonography performed before routine hysteroscopy for evaluation of infertility. Fertil Steril. 2000 Feb;73(2):412-7. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  107. Fedele L, Bianchi S, Dorta M, et al. Intrauterine adhesions: Detection with transvaginal ultrasound. Radiology. 1996 Jun;199(3):757-9. PubMed | Radiology | Google Scholar
  108. Soares SR, dos Reis MMB, Camargos AF. Diagnostic accuracy of sonohysterography, transvaginal sonography, and hysterosalpingography in patients with uterine cavity diseases. Fertil Steril. 2000 Feb;73(2):406-11. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  109. Gulec UK, Parlakgumus HA, Kiliçdag EB, et al. Osseous metaplasia of the endometrium. BMJ Case Rep. 2010 Aug 19;2010:bcr0420102931. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | Google Scholar
  110. Cayuela E, Perez-Medina T, Vilanova J, et al. True osseous metaplasia of the endometrium: the bone is not from a fetus. Fertil Steril. 2009 Apr;91(4):1293.e1-4. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  111. Trifon Lainas, Ioannis Zorzovilis, Georgios Petsas, et al. Osseous metaplasia: case report and review. Fertil Steril. 2004 Nov;82(5):1433-5. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  112. Manzur YA, Varela CS. Bony metaplasia of the endometrium. Report of two cases. Rev Med Chil. 2010 Aug;138(8):1004-7. PubMed | Scielo | PDF | Google Scholar
  113. Cepni I, Kumbak B, Ocal P, et al. Infertility due to intrauterine residual fetal bone fragments. J Clin Ultrasound. 2004 Jun;32(5):253-5. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  114. Pace S, Torcia F, Palazzetti PL, et al. Successful diagnostic and surgical hysteroscopy for endometrial ossification. Clin Exp Obstet Gynecol. 2001;28(1):24-5. PubMed | Google Scholar
  115. Chan NS. Intrauterine retention of fetal bone. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 1996 Aug;36(3):368-71. PubMed | Obstetrics and Gynecology | Google Scholar
  116. Adamson NE, Sommers SC. Endometrial ossification: report of two cases. Am J Obstet Gynecol. 1954 Jan;67(1):187-90. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  117. Lewis V, Khan-Dawood F, King M, et al. Retention of intrauterine fetal bone increases menstrual prostaglandins. Obstet Gynecol. 1990 Mar;75(3 Pt 2):561-3. PubMed | Google scholar
  118. Kramer HM, Rhemrev JP. Secondary infertility caused by the retention of fetal bones after an abortion: a case report. J Med Case Rep. 2008 Jun 17;2:208. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC | Google Scholar
  119. Rodriguez BD, Adamson GD. Hysteroscopic treatment of ectopic intrauterine bone. A case report. J Reprod Med. 1993 Jul;38(7):515-20. PubMed | Google Scholar
  120. Xiao S, Tian Q, Xue M. Infertility caused by intrauterine fetal bone retention: a case report. J Med Case Rep. 2014 Jun 4;8:177. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC | Google Scholar
  121. Kimberly E, Claman P. Novel treatment of a patient with secondary infertility due to retained fetal bone. Fertil Steril. 2003 Apr;79(4):1028-30. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  122. Van den Bosch T, Dubin M, Cornelius A. Favorable pregnancy outcome in a woman with osseous metaplasia of the uterus. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 May;15(5):445-6. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  123. Marcus S, Bhattacharya J, Williams G, et al. Endometrial ossification: a case of secondary infertility. Report of two cases. Am J Obstet Gynecol. 1994 May;170(5 Pt 1):1381-3. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  124. Ofili-Yebovi D, Ben-Nagi J, Sawyer E, et al. Deficient lower-segment Cesarean section scars: prevalence and risk factors. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Jan;31(1):72-7. PubMed | Obstetrics and Gynecology | PDF | Google Scholar
  125. Fabres C, Arriagada P, Fernandez C, et al. Surgical treatment and follow-up of women with intermenstrual bleeding due to cesarean section scar defect. J Minim Invasive Gynecol. Jan-Feb 2005;12(1):25-8. PubMed | Full Text JMIG | PDF | Google Scholar
  126. Ben-Nagi J, Helmy D, Ofili-Yebovi J, et al. Reproductive outcomes of women with a previous history of Caesarean scar ectopic pregnancies. Hum Reprod. 2007 Jul;22(7):2012-5. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  127. Jurkovic D, Hillaby K, Woelfer B, et al. First-trimester diagnosis and management of pregnancies implanted into the lower uterine segment Cesarean section scar. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Mar;21(3):220-7. PubMed | Obstetrics and Gynecology | PDF | Google Scholar
  128. Jurkovic D, Jauniaux E, Kurjak A, et al. Transvaginal color Doppler assessment of utero-placental circulation in early pregnancy. Obstet Gynecol. 1991 Mar;77(3):365-9. PubMed | Google Scholar
  129. Jarvela IY, Slakevicius P, Kelly S, et al. Cesarean delivery scar. Ultrasound Obstet Gynecol. 2002 Jun;19(6):632-3. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar 

Αγενεσία μεσολοβίου

Απριλίου 16, 2021 |

Περιγραφή και ορισμός

Το μεσολόβιο ή τυλώδες σώμα είναι ο μεγαλύτερος σύνδεσμος ο οποίος συνδέει τα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια και αποτελείται από περισσότερες από 200 εκατομμύρια νευρικές ίνες, στην πλειοψηφία τους διεγερτικές. Αυτή η διημισφαίρια επικοινωνία είναι σημαντική γιατί ενσωματώνει τις γνωστικές, κινητικές, αισθητικές, οπτικές λειτουργίες του εγκεφαλικού φλοιού . 1 , 2

Η αγενεσία μεσολοβίου (Agenesis Corpus Callosum-ACC) περιγράφει την απουσία σύνδεσης μεταξύ των δύο εγκεφαλικών ημισφαιρίων. Υπερηχογραφικά χαρακτηρίζεται από την αύξηση του μεγέθους των κόλπων των πλάγιων κοιλιών και από εκσεσημασμένη αύξηση της απόστασης των σωμάτων των (πλάγιων) κοιλιών του εγκεφάλου. Παράλληλα, η τρίτη κοιλία (3V) διατείνεται και μετατοπίζεται προς τα άνω.

Επιδημιολογικά στοιχεία

Ο επιπολασμός της ACC παραμένει αβέβαιος και εξαρτάται από την πληθυσμιακή ομάδα στην οποία πραγματοποιούνται οι αντίστοιχες μελέτες. Η επίπτωση στο γενικό πληθυσμό υπολογίζεται γύρω στο 0,2%, 3 ενώ σε άτομα με νοητική υστέρηση στο 2-3%. 4 Η ACC έχει εντοπιστεί και σε ασυμπτωματικά άτομα με φυσιολογική νοημοσύνη, όμως η σημασία της ACC έγκειται στο γεγονός ότι σχετίζεται με ανωμαλίες του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, με χρωμοσωμικές ανωμαλίες και μεταβολικά σύνδρομα.

Αιτιοπαθογένεια

Η αιτιολογία της ACC είναι ετερογενής και συχνά μέρος μιας ευρείας αναπτυξιακής διαταραχής, ενός γεννητικού συνδρόμου ή ορισμένων χρωμοσωμικών εκτροπών. Η αγενεσία του μεσολοβίου είναι μία σχετικά σπάνια ανωμαλία, η οποία μπορεί να ανευρεθεί είτε ως μεμονωμένη βλάβη, είτε να συνυπάρχει με άλλες συγγενείς ανωμαλίες, πολλές φορές στα πλαίσια κάποιου συνδρόμου.

Κατάταξη

Οι διαταραχές της δομής του μεσολοβίου μπορούν να ταξινομηθούν στις ακόλουθες κατηγορίες: α) πλήρης απουσία (αγενεσία) του μεσολοβίου, β) μερική απουσία (αγενεσία) του ουραίου ή οπίσθιου τμήματος (σπληνίου), γ) υποπλασία μεσολοβίου που αναφέρεται σε πλήρως σχηματισμένο μεσολόβιο αλλά μικρότερου πάχους και δ) δυσγενεσία, δηλαδή μη φυσιολογικό σχήμα όλου ή τμήματος του μεσολοβίου. 3

Η σχέση με την ανευπλοειδία

Η ACC σχετίζεται επίσης με χρωμοσωμικές ανωμαλίες κυρίως τρισωμία 8, 13 και 18.

Υπερηχογραφικά ευρήματα

Το μεσολόβιο αρχίζει να σχηματίζεται από την 39η ημέρα μετά τη σύλληψη, λαμβάνει το τελικό του σχήμα στις 115 ημέρες και συνεχίζει να επιμηκύνεται σε όλη τη διάρκεια της κύησης. Αποτελείται από πέντε τμήματα: το πρόσθιο περιλαμβάνει το ρύγχος (rostrum) και το γόνυ (genu), το μεσαίο το σώμα (body) και το στέλεχος (isthmus) και το οπίσθιο που καλείται σπληνίο (splenium). Το πρόσθιο και μεσαίο τμήμα του μεσολοβίου μπορούν να διακριθούν υπερηχογραφικώς από την 14η – 15η εβδομάδα της εγκυμοσύνης σε στεφανιαία ή οβελιαία διατομή ως μία υποηχοϊκή ταινία κατά μήκος της μέσης γραμμής με υπερηχογενή όρια προς τα πάνω και προς τα κάτω. Αργότερα, από την 18η-19η εβδομάδα κύησης το μεσολόβιο καθίσταται ορατό σε όλο του το μήκος κατά την οβελιαία διατομή. Το πρόσθιο τμήμα συνδέει τις μετωπικές και προκινητικές περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού, το μεσαίο τις κινητικές, τις σωματοαισθητηριακές και τις βρεγματικές περιοχές, ενώ το σπληνίο ενώνει τον κροταφικό και τον ινιακό φλοιό και στις δύο πλευρές. 1

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η διάγνωση της ACC συνήθως τίθεται κατά το μέσον της κύησης. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις τα ευρήματα από το υπερηχογράφημα στις 18-20 εβδομάδες μπορεί να είναι αμφίβολα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η επανάληψη του υπερηχογραφήματος σε 1-2 εβδομάδες μπορεί να επιβεβαιώσει τη διάγνωση. 6 Το πρόσθιο τμήμα του μεσολοβίου (CC) καθίσταται ορατό με διακοιλιακό υπέρηχο ήδη από την 16η W της κύησης ως μία υποηχογενής ταινία σε στεφανιαίο/οβελιαίο επίπεδο, κατά μήκος της μέσης γραμμής και πάνω από την 3η κοιλία, με υπερηχογενή όρια προς τα επάνω και προς τα κάτω. 7 , 8  Αργότερα, με τον σχηματισμό του πρόσθιου (γόνυ) και του οπίσθιου τμήματος (σπληνίου) του μεσολοβίου καθίσταται ορατό σε όλο το μήκος του σε μέσο οβελιαίο επίπεδο. Tο μεσολόβιο δεν είναι ορατό στο εγκάρσιο – αξονικό - διακοιλιακό επίπεδο του εγκεφάλου. Ωστόσο, η αγενεσία του CC υποδηλώνεται από την μη παρουσία της κοιλότητας του διαφανούς διαφράγματος (CSP), σε αυτό το επίπεδο η οποία φυσιολογικά θα έπρεπε να ηχογραφείται στο 100% των εμβρύων από την 18η έως την 37η εβδομάδα της κύησης και στο 79% των εμβρύων μεταξύ 38ης και 41ης εβδομάδας της κύησης. 9 Την σημασία της οπτικοποίησης του CSP ως αναπόσπαστο μέρος του προγεννητικού ελέγχου κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης τόνισαν και άλλοι ερευνητές. 10 – 13 Το Αμερικανικό Ινστιτούτο της Υπερηχογραφίας της Ιατρικής (AIUM), το Αμερικανικό Κολλέγιο Ακτινολογίας (ACR), το Αμερικανικό Κολλέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων (ACOG) και η Διεθνής Εταιρεία Υπερήχων στη Μαιευτική και τη Γυναικολογία (ISUOG) συνιστούν την απεικόνιση του CSP ως αναπόσπαστο μέρος του εμβρυϊκού νευρουπερηχογραφήματος. 14 - 16

Η CSP διαχωρίζει τα πρόσθια κέρατα των πλάγιων κοιλιών σχηματίζοντας ανάμεσα τους μια διπλή μεμβράνη στην οποία περιέχεται μια στενή σχισμοειδής κοιλότητα σε σχήμα ορθογώνιο ή τριγωνικό η οποία περιβάλλεται από υγρό. Το CSP βρίσκεται στην κάτω επιφάνεια του μεσολοβίου και πιο πρόσθια από τις στήλες του δρεπάνου. Οι πλάγιες επιφάνειες του CSP επενδύονται από τα έσω τοιχώματα των πλάγιων κοιλιών. 17 H συνύπαρξη ακέραιας CSP με πλήρη ή μερική ACC είναι σπάνιο φαινόμενο. Σε μία αναδρομική μελέτη των υπερηχογραφικών ευρημάτων από 35 έμβρυα με μετέπειτα επιβεβαιωμένη ACC δεν ανιχνεύτηκε CSP στις 34 περιπτώσεις, ενώ στην 35η περίπτωση ήταν εμφανές ότι η CSP δεν ήταν φυσιολογική. 18

Ένα άλλο εύρημα, στην εγκάρσια άποψη του εγκεφάλου που υποδηλώνει την ACC είναι το λεγόμενο σημείο της σιδηροδρομικής γραμμής (railroad track sign). Πρόκειται για δύο ζεύγη γραμμών που βρίσκονται πολύ κοντά η μία στην άλλη, εκατέρωθεν της μέσης γραμμής. Αυτό το εύρημα μαζί με τη συχνά παρατηρούμενη διάταση των κόλπων των πλαγίων κοιλιών δίνει στις πλάγιες κοιλίες το χαρακτηριστικό σχήμα σταγόνας δακρύου (tear drop shape).

Υποβοηθητικά υπερηχογραφικά στοιχεία είναι η μετατόπιση της τρίτης κοιλίας προς τα επάνω στο 35% των περιπτώσεων, η διάταση του οπισθίου κέρατος και των κόλπων των πλαγίων κοιλιών (κολποκεφαλία), καθώς και η επικοινωνία της τρίτης κοιλίας με την αύλακα μεταξύ των δύο ημισφαιρίων σε εγκάρσια διατομή. Επίσης, στις περισσότερες περιπτώσεις αγενεσίας του μεσολοβίου, τόσο της πλήρους όσο και της μερικής, παρατηρούνται ανωμαλίες του προσαγωγίου και των άλλων τμημάτων του λιβιδινικού συστήματος. Αυτές οι ανωμαλίες διακρίνονται στην οβελιαία διατομή στο τέλος του τρίτου τρίμηνου της εγκυμοσύνης.

Η διάκριση μεταξύ πλήρους και μερικής αγενεσίας του μεσολοβίου είναι θεωρητικά δυνατή σε εγκάρσια διατομή, κατά την οποία το πλάγιο τμήμα των προσθίων κεράτων είναι κυρτό στη μερική και κοίλο στην πλήρη αγενεσία του μεσολοβίου. Ωστόσο, η διάκριση αυτή δεν έχει κλινική σημασία αφού δεν μπορεί να προβλέψει ποιο έμβρυο θα είναι λειτουργικά φυσιολογικό και ποιο όχι.

Διαφορική διάγνωση

Η ACC θα πρέπει να διαφοροδιαγνωστεί από όλες εκείνες τις καταστάσεις στις οποίες ανιχνεύονται αναπτυξιακές ανωμαλίες ή μη οπτικοποίηση του CSP συμπεριλαμβανομένων των οπτικο-διαφραγματικών ανωμαλιών, την ολοπροσεγκεφαλία, την σχιζεγκεφαλία, την πορεγκεφαλία/υδρανεγκεφαλία, την εγκεφαλοκήλη και τον σοβαρό υδροκέφαλο. 19 Απουσία της κοιλότητας του διαφανούς διαφράγματος συνυπάρχει στην ολοπροσεγκεφαλία, αλλά η αγενεσία του μεσολοβίου μπορεί να διαφοροδιαγνωστεί από αυτή την παθολογική οντότητα, καθώς στην αγενεσία του μεσολοβίου κατά την διαθαλαμική άποψη του εγκεφάλου απεικονίζονται οι στήλες του δρέπανου και συνεπώς δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ των ημισφαιρίων όπως παρατηρείται στην ολοπροσεγκεφαλία και την υδρανεγκεφαλία.

Στρατηγική διαχείρισης

Επί υποψίας ACC θα πρέπει να πραγματοποιείται σχολαστικός υπερηχογραφικός έλεγχος για την πιθανότητα ύπαρξης και άλλων συγγενών ανωμαλιών του εμβρύου. Ιδιαίτερη έμφαση απαιτείται στην εκτίμηση του εγκεφάλου, του προσώπου, της καρδιάς και της σπονδυλικής στήλης. Η πιο συχνή συνυπάρχουσα ανωμαλία είναι το σύνδρομο Aicardi, το οποίο προσβάλλει θήλεα έμβρυα. Μετά τον τοκετό τα προσβεβλημένα παιδιά εμφανίζουν κρίσεις σπασμών και σοβαρή υστέρηση της ανάπτυξης. Στο 40% υπάρχουν ανωμαλίες από τις πλευρές και τους σπονδύλους, όπως ημισπόνδυλοι, σκολίωση της σπονδυλικής στήλης και απουσία ή δυσπλασία των πλευρών. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να γίνεται και εκτίμηση των οφθαλμικών κόγχων, αφού στο 25% των περιπτώσεων εμφανίζεται μικροφθαλμία. Άλλες ανωμαλίες που σχετίζονται με την αγενεσία του μεσολοβίου είναι οι τρισωμίες 8, 13 και 18, καθώς και μια σειρά από σύνδρομα, όπως το σύνδρομο Rubinstein-Taybi, το σύνδρομο Shapiro, το σύνδρομο Andermann και το σύνδρομο Zellweger. Επίσης, η ACC μπορεί να σχετίζεται με ανωμαλίες του κεντρικού νευρικού συστήματος, οι οποίες είτε δεν εντάσσονται στα πλαίσια κάποιου συνδρόμου, όπως στη δεύτερη περίπτωση που παρουσιάζουμε, είτε εντάσσονται στο σύνδρομο Dandy-Walker σε 14-25%.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Η πρόγνωση εξαρτάται όχι μόνο από την παρουσία ή/και απουσία πρόσθετων ανωμαλιών του ΚΝΣ ή και ανωμαλιών εκτός ΚΝΣ, αλλά και από τα υποκείμενα γενετικά νοσήματα. Υπό αυτή την έννοια, η εμβρυϊκή μαγνητική τομογραφία (MRI) μπορεί να συνεισφέρει στην ανίχνευση επιπλέον ανωμαλιών του ΚΝΣ που δεν εντοπίζονται με υπερηχογράφημα στο 7,8–11,9% των περιπτώσεων. 20 Οι ανωμαλίες που συχνά μπορεί να παραμείνουν αδιάγνωστες με υπερηχογράφημα αφορούν τις διαμαρτίες του φλοιού και του οπίσθιου εγκεφαλικού βόθρου. 21  Οι μικροσυστοιχίες (Array) μπορούν να αναγνωρίσουν μόνο το 5,7% των γενετικών ανωμαλιών, ενώ μια στρατηγική αλληλούχισης ολόκληρου του εξώματος (WES) θα μπορούσε να αυξήσει περεταίρω τα ποσοστά ανίχνευσης γενετικών καταστάσεων όταν ο μοριακός καρυότυπος είναι φυσιολογικός. 22

Όταν η αγενεσία του μεσολοβίου αποτελεί μεμονωμένη διαταραχή, η σωματική και διανοητική ανάπτυξη του παιδιού είναι φυσιολογική στο 90%. Ωστόσο, η απουσία άλλων παθολογικών υπερηχογραφικών ευρημάτων δεν αποκλείει τη μετέπειτα εμφάνιση νοητικής υστέρησης και άλλων σοβαρών διαταραχών, ιδιαίτερα στο σύνδρομο Aicardi.

  1. De León Reyes NS, Bragg-Gonzalo L, Nieto M. Development and plasticity of the corpus callosum. Development. 2020 Sep 28;147(18):dev189738. PubMed | Development | PDF | Google Scholar
  2. Edwards TJ, Sherr EH, Barkovich AJ, et al. Clinical, genetic and imaging findings identify new causes for corpus callosum development syndromes. Brain. 2014 Jun;137(Pt 6):1579-613. PubMed | PMC | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  3. Bayram AK, Kütük MS, Doganay S, et al. An analysis of 109 fetuses with prenatal diagnosis of complete agenesis of corpus callosum. Neurol Sci. 2020 Jun; 41(6): 1521-1529. PubMed | SpringerLink | Google Scholar 
  4. Jeret JS, Serur D, Wisniewski K, et al. Frequency of agenesis of the corpus callosum in the developmentally disabled population as determined by computerized tomography. Pediatr Neurosci. 1985-1986; 12(2): 101-3. PubMed | Google Scholar 
  5. Paul LK, Brown WS, Adolphs R, et al. Agenesis of the corpus callosum: genetic, developmental and functional aspects of connectivity. Nature Neurosci. 2007 Apr; 8(4): 287-99. PubMed | Nature Publishing Group | PDF | Google Scholar
  6. Bromley B, Krishnamoorthy KS, Benacerraf BR. Aicardi syndrome: prenatal sonographic findings. A report of two cases. Prenat Diagn. 2000 Apr; 20(4): 344-6. PubMed | Radiology | Google Scholar
  7. Babcock DS. The normal, absent, and abnormal corpus callosum: sonographic findings. Radiology. 1984 May;151(2):449-53. PubMed | Radiology | Google Scholar
  8. Hernanz-Schulman M, Dohan Jr FC, Jones T, et al. Sonographic appearance of callosal agenesis: correlation with radiologic and pathologic findings. AJNR Am J Neuroradiol. 1985 May-Jun; 6(3): 361-8. PubMed | PubMed CentralGoogle Scholar
  9. Falco P, Gabrielli S, Visentin A, et al. Transabdominal sonography of the cavum septi pellucidi in normal fetuses in the second and third trimesters of pregnancy. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Nov;16(6):549-53. PubMed | Obstretics & Gynaecology | PDF | Google Scholar
  10. Filly RA, Cardoza JD, Goldstein RB, et al. Detection of fetal central nervous system abnormalities: a practical level of effort for a routine sonogram. Radiology. 1989 Aug;172(2):403-8. PubMed | Radiology | Google Scholar
  11. Nyberg DA. Recommendations for obstetric sonography in the evaluation of the fetal cranium. Radiology. Aug;172(2):309-11. PubMed | Radiology | Google Scholar
  12. Angtuaco TL. Ultrasound imaging of fetal brain abnormalities: three essential levels. Ultrasound Q. 2005 Dec;21(4):287-94. PubMed | Ultrasound Quarterly | Google Scholar
  13. Gushiken BJ, Goldstein RB. Practical approach to evaluating the fetal neural axis. Semin Roentgenol. 1999 Jan;34(1):5-12. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  14. American Institute of Ultrasound in Medicine. AIUM Practice Guideline for the Performance of an Antepartum Obstetric Ultrasound Examination. J Ultrasound Med. 2003 Oct;22(10):1116-25. PubMed |  Wiley Online Library I Google Scholar
  15. American College of Obstetricians and Gynecologists. ACOG practice bulletin 58. Ultrasonography in pregnancy. Obstet Gynecol. 2004 Dec;104(6):1449-58. PubMed | Obstretics & Gynaecology | Google Scholar
  16. ISUOG Guidelines. Sonographic examination of the fetal central nervous system: guidelines for performing the “basic examination” and the “fetal neurosonogram.” Ultrasound Obstet Gynecol. 2007 Jan;29(1):109-116. PubMed | Obstretics & Gynaecology | PDF | Google Scholar
  17. Gray H. Anatomy of the Human Body. Published May 2000 by Bartleby.com; © 2000. Available at the internet 
  18. Pilu G, Sandri F, Perolo A, Pittalis MC, et al. Sonography of fetal agenesis of the corpus callosum: a survey of 35 cases. Ultrasound Obstet Gynecol. 1993 Sep 1;3(5): 318-29. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar 
  19. Mitchell LA, Simon EM, Filly RA, et al. Antenatal diagnosis of subependymal heterotopia. AJNR Am J. 2000 Feb;21(2):296-300. PubMed | PMC | AJNR | PDF | Google Scholar 
  20. Leombroni M, Khalil A, Liberati M, et al. Fetal midline anomalies: Diagnosis and counselling Part 1: Corpus callosum anomalies. Eur J Paediatr Neurol. 2018 Nov;22(6):951-962. PubMed | Paediatric Neurology | Google Scholar 
  21. Sileo FG, Di Mascio D, Rizzo G, et al. Role of prenatal magnetic resonance imaging in fetuses with isolated agenesis of corpus callosum in the era of fetal neurosonography: A systematic review and meta-analysis. Acta Obstet Gynecol Scand. 2021 Jan;100(1):7-16. PubMed | Obstretics & Gynaecology | PDF | Google Scholar
  22. de Wit MC, Boekhorst F, Mancini GM, et al. Advanced genomic testing may aid in counseling of isolated agenesis of the corpus callosum on prenatal ultrasound. Prenat Diagn. 2017 Dec;37(12):1191-1197. PubMed | Obstretics & Gynaecology | Google Scholar

Περιγραφή και ορισμός

Η περιτονίτιδα από μηκώνιο (MP) είναι μια χημική ενδοκοιλιακή φλεγμονή η οποία προκύπτει από την διάτρηση του εντέρου κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής ή μερικές ώρες μετά. 1 Μέσα στον αυλό του εντέρου φυσιολογικά περιέχεται μηκώνιο. Εάν αυτό διαχυθεί στην περιτοναϊκή κοιλότητα λόγω διάτρησης του εντέρου, είναι λίαν ερεθιστικό και προάγει μια φλεγμονώδη αντίδραση, την περιτονίτιδα από μηκώνιο.2

Δημογραφικά στοιχεία

Η MP είναι σπάνια και εμφανίζεται με συχνότητα περίπου 1/35.000 γεννήσεις ζώντων νεογνών.

Αιτιοπαθογένεια

Το μηκώνιο είναι ένα πολύπλοκο μείγμα από άπεπτες βλεννοπρωτεΐνες, λιπαρά υλικά, κυτταρικά υπολείμματα και χολοχρωστικές. Η διαρροή αυτών των συστατικών ενεργοποιεί τα ανοσοκύτταρα συμπεριλαμβανομένων των μακροφάγων. 3 , 4 Τα μακροφάγα διεισδύουν στο περιτόναιο συμμετέχοντας στην κυτταρική λειτουργία με φαγοκυττάρωση, απελευθέρωση χημικών μεταβολιτών όπως αυξητικούς παράγοντες, πρωτεΐνες συμπληρώματος, προσταγλαδίνες, υδρολυτικά ένζυμα, πυρετογόνες ουσίες και με τα αντιγονο-παρουσιαστικά κύτταρα που διεγείρονται από διάφορες κυτοκίνες κατά την φάση της ενεργοποίησης. 5 Ο παράγοντας νέκρωσης όγκων α (TNF-α) είναι μια προ-φλεγμονώδης κυτοκίνη που εκκρίνεται από τα μακροφάγα ως απάντηση στη διέγερση μηκωνίου. 6 Η υπερβολική παραγωγή χημικών μεσολαβητών συμπεριλαμβανομένου του TNF-α ενισχύει την εναπόθεση ινώδους ιστού και συμβάλει στην δημιουργία μιας πυκνής αποτιτανωμένης μάζας η οποία σφραγίζει την διάτρηση. 7 , 8 Επιπλέον, εάν δεν κλείσει αυτόματα η διάτρηση, ο τεράστιος σχηματισμός κύστεων της κοιλιάς και η προοδευτική προ-φλεγμονώδης αντίδραση της κυτοκίνης με την συλλογή ασκίτη μπορεί να προκαλέσει άνοδο του διαφράγματος, καρδιακή ανεπάρκεια, πρόωρο τοκετό και κακή μεταγεννητική κατάσταση του νεογνού. Οι πιθανές αιτίες διάτρησης του εντέρου περιλαμβάνουν: α) την συγγενή ατρησία/στένωση του εντέρου που προκύπτει από ισχαιμία του μεσεντερίου ως μηχανικό αποτέλεσμα συστροφής, εγκολεασμού, εσωτερικής κήλης, περίσφιξης επί γαστρόσχισης/εξόμφαλου, μόλυνσης από παρβοϊό Β19, ηπατίτιδας Α/B και κυτταρομεγαλοϊού 9 - 14 β) την απόφραξη του παχέος εντέρου από βύσματα μηκωνίου στη νόσο του Hirschsprung 15 ή στον ειλεό από μηκώνιο σε έμβρυα πάσχοντα από κυστική ίνωση 16 - 18 και γ) πιο σπάνια μετά από συστροφή σαλπιγγικής κύστης, ρήξη σκωληκοειδίτιδας ή εκκολπώματος Meckel's. 19 Σποραδικές βιβλιογραφικές αναφορές περιγράφουν εξωπεριτοναϊκές εκδηλώσεις MP που παρουσιάζονται κλινικά ως ηχογενή οζίδια στην βουβωνική χώρα, τo όσχεο ή τον κόλπο. 20 - 22 Σε μερικές περιπτώσεις το αίτιο της διαρροής μηκωνίου δεν μπορεί να προσδιορισθεί. 23

Κλινικά χαρακτηριστικά

Η διαρροή μηκωνίου συχνά συναντάται άνωθεν της περιοχής της εντερικής απόφραξης, 24 επειδή η υψηλή πίεση κοντά στο σημείο της απόφραξης οδηγεί σε ρήξη του εντερικού τοιχώματος. Για παράδειγμα, η MP μπορεί να παρατηρηθεί πολύ κοντά σε ένα τμήμα με άτρητο λεπτό έντερο ή κοντά σε βύσματα μηκωνίου σε έμβρυο με κυστική ίνωση. Ανάλογα με την διάτρηση και τη σοβαρότητα της φλεγμονώδους αντίδρασης στην περιτοναϊκή κοιλότητα περιγράφονται τρεις διαφορετικοί τύποι περιτονίτιδας από μηκώνιο σύμφωνα με τα υπερηχογραφικά ευρήματα. 25 Ο ινωδοσυμφυτικός (τύπος Ι) είναι ο πιο συχνός, χαρακτηρίζεται από έντονη ινοβλαστική αντίδραση και το σχηματισμό ινωδών ταινιών που προσκολλούνται στο εντερικό τοίχωμα και καλύπτουν τη διάτρηση. Το υπερηχογράφημα αποκαλύπτει διάσπαρτες υπερηχογενείς αλλοιώσεις πέριξ της περιτοναϊκής κοιλότητας, ασκίτη, πολυϋδράμνιο ή διάταση εντερικής έλικας. Ενδοκοιλιακές αποτιτανώσεις δεν παρατηρούνται συνήθως ενώ η διάτρηση μπορεί να μην είναι ορατή επειδή συχνά κλείνει αυτόματα. 26 Εάν δεν αποκατασταθεί αυτόματα η διάτρηση, μπορεί να σχηματιστεί ψευδο-κύστη με παχιά τοιχώματα (τύπος II). 27 Η φαινομενικά στερεή κυστική μάζα σχηματίζεται από μια συλλογή μηκωνίου που περιβάλλεται από ινώδεις ταινίες (ψευδοκύστη). Υπερηχογραφικά η ψευδοκύστη εμφανίζεται ως μια γιγάντια κύστη μικτής ηχογένειας, πλήρης μηκωνίου, επενδεδυμένη από ένα παχύ τοίχωμα που περιέχει πολλαπλές εναποθέσεις πλάκας ασβεστίου. Στην τελευταία κατηγορία (τύπος ΙΙΙ) ανήκουν οι γενικευμένες εκδηλώσεις σε όλη την περιτοναϊκή κοιλότητα. 28

Μεταγεννητικά η MP μπορεί να έχει ένα ευρύ φάσμα κλινικών εκδηλώσεων, από φαινομενικά ένα υγιές νεογνό με φυσιολογική γαστρεντερική λειτουργία έως ένα νεογνό με σοβαρές γαστρεντερικές διαταραχές και εντερική απόφραξη που συνήθως εκδηλώνεται με κοιλιακή διάταση, έμετο, οξέωση και ενδοκοιλιακές αποτιτανώσεις. 29

Υπερηχογραφικά ευρήματα

Τα υπερηχογραφικά ευρήματα της MP συνήθως ποικίλουν καθώς είναι μεταβλητά και εξαρτώνται εν μέρει από το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της διαρροής μηκωνίου και του υπερηχογραφήματος. 30 Εάν εκτελεσθούν διαδοχικά υπερηχογραφήματα τα ευρήματα μπορούν να ακολουθήσουν την εξέλιξη της ενδοκοιλιακής ανωμαλίας. 31 Αρχικά παρατηρείται διάταση εντέρου και ελεύθερο ενδοπεριτοναϊκό υγρό (ασκίτης). Η υπερηχογραφία σε αυτό το στάδιο της νόσου μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένη διάγνωση, όπως "εμβρυϊκός ασκίτης" ή "μη άνοσος ύδρωπας". 32 Όμως, υπερηχογράφημα σε μεταγενέστερο στάδιο μπορεί να αποκαλύψει μια κυστική μάζα (ψευδοκύστη μηκωνίου) με ένα ινώδες παχύ τοίχωμα, συχνά με αποτιτανώσεις στο τοίχωμά της και, τελικά, μεμονωμένες ενδοπεριτοναϊκές αποτιτανώσεις. Όταν η απόφραξη αφορά την νήστιδα συνήθως παρατηρείται πολυϋδράμνιο. Εάν πραγματοποιηθεί μόνο ένα υπερηχογράφημα, τα ευρήματα μπορεί να είναι οποιαδήποτε από τα παραπάνω. Συχνά, οι αποτιτανώσεις είναι τα μόνα ορατά σημεία της MP οι οποίες μπορεί να αναπτυχθούν μέσα σε λίγες μέρες, 33 αλλά μπορεί να χρειαστούν αρκετές εβδομάδες για να απεικονιστούν υπερηχογραφικά. 34 Στις περιπτώσεις ειλεού από μηκώνιο που σχετίζονται με κυστική ίνωση ποσοστό 60% θα αναπτύξει ενδοπεριτοναϊκές αποτιτανώσεις, ίσως επειδή τα παγκρεατικά ένζυμα βρίσκονται σε χαμηλή συγκέντρωση στο 80% των ασθενών με κυστική ίνωση και μπορεί να είναι απαραίτητα για την εμφάνιση των αποτιτανώσεων. 35

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η διάγνωση της MP μπορεί να υποπτευθεί αν στο υπερηχογράφημα απεικονιστούν διάταση εντέρου, πολυϋδράμνιο, εξωαυλικές αποτιτανώσεις και ασκίτης στην κοιλιακή χώρα ή μια ακανόνιστος κύστη με παχύ τοίχωμα. 36 - 39 Οι εξωαυλικές αποτιτανώσεις σχηματίζονται κατά μήκος του σπλαγχνικού ή του τοιχωματικού περιτοναίου, συχνά στην επιφάνεια του ήπατος ή υποδιαφραγματικά και εμφανίζονται ως γραμμικές ηχογενείς πυκνώσεις πιθανώς με οπίσθια ακουστική σκιά. 40 Αυτές οι αλλαγές μπορεί επίσης να επεκταθούν στο όσχεο ή τον κόλπο, 41 να απεικονιστούν ως αποτιτανωμένη μάζα και να αποτελούν τα μοναδικό σημάδι περιτονίτιδας από μηκώνιο με ή χωρίς πολυϋδράμνιο. 42 - 44 Ο ασκίτης μπορεί να παρατηρηθεί αρχικά και στη συνέχεια να υποχωρήσει με την πάροδο του χρόνου. Η MP πρέπει να περιληφθεί στη διαφοροδιάγνωση του μεμονωμένου ασκίτη χωρίς άλλες συλλογές υγρού που υποδηλώνουν ύδρωπα.  45

Στρατηγική διαχείρισης

Η προγεννητική διάγνωση της ΜΡ είναι απαραίτητη για την ορθή περιγεννητική αντιμετώπιση. Η μαγνητική τομογραφία (MRI) μπορεί να βελτιώσει τη διαγνωστική αξία του υπερηχογραφήματος. Η προγεννητική συμβουλευτική και οι πληροφορίες της προγεννητικής διάγνωσης ενίοτε απαιτούν χειρουργική στρατηγική σε τριτοβάθμια κέντρα που υποστηρίζονται από μονάδα εντατικής θεραπείας των νεογνών και είναι στελεχωμένα από έμπειρους μαιευτήρες, νεογνολόγους και παιδοχειρουργούς. 46 , 47

Πρόγνωση

Η έγκαιρη ανίχνευση της MP δεν σχετίζεται με κακή νεογνική έκβαση και ο επιλεκτικός τερματισμός της κύησης δεν είναι απαραίτητος. H αυτόματη επίλυση της απόφραξης και του πολυϋδραμνίου προβλέπουν χαμηλό ποσοστό μεταγεννητικής χειρουργικής επέμβασης. 48  Αντίθετα, η κλινική έκβαση της σοβαρής MP που συνοδεύεται από ψευδοκύστη, διάταση εντέρου και ασκίτη συνδέεται πάντα με χειρουργική επέμβαση 49 - 51 και έχει συνολικό ποσοστό επιβίωσης 94,4%. 52 Οι μεμονωμένες ψευδοκύστεις μηκωνίου που δεν συνοδεύονται από απόφραξη και οι διάχυτες περιτοναϊκές αποτιτανώσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς μη χειρουργικά. 53 Η παρουσία κυστικής ίνωσης μπορεί να περιπλέξει τα μεταγεννητικά αποτελέσματα. 54 Οι πρώιμες χειρουργικές επεμβάσεις για τη μείωση της συστηματικής και κοιλιακής φλεγμονής αμέσως μετά τη γέννηση μπορεί να βελτιώσουν την έκβαση των σοβαρών περιπτώσεων MP. 55 Ορισμένοι συγγραφείς προτείνουν την άμεση παροχέτευση των κύστεων μεταγεννητικά με παρακέντηση και εκλεκτική χειρουργική επέμβαση μετά πάροδο λίγων ημερών. 56

  1. Boix-Ochoa J. Meconium peritonitis. 1968 Dec; 715-722. Elsevier | Pediatric Surgery | Google Sholar
  2. Okawa T, Soeda S, Watanabe T, et al. Repeated paracentesis in a fetus with meconium peritonitis with massive ascites: a case report. Fetal Diagn Ther. 2008; 24(2): 99-102. PubMed | Karger | Google Scholar
  3. Shyu MK, Chen CD, Hsieh FJ, et al. Intrauterine intervention in a case of recurrent meconium peritonitis. Prenat Diagn. 1994 Oct; 14(10): 993-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  4. Rubin BK, Tomkiewicz RP, Patrinos ME, et al. The surface and transport properties of meconium and reconstituted meconium solutions. Pediatr Res. 1996 Dec; 40(6): 834-8. PubMed | Pediatric Research | Google Scholar
  5. Ramin KD, Leveno KJ, Kelly MA, et al. Amniotic fluid meconium: a fetal environmental hazard. Obstet Gynecol. 1996 Feb; 87(2): 181-4. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  6. Lally KP, Mehall JR, Xue H, et al. Meconium stimulates a pro-inflammatory response in peritoneal macrophages: implications for meconium peritonitis. J Pediatr Surg. 1999 Jan; 34(1): 214-7. PubMed | Pediatric Surgery | Google Scholar
  7. Markov D, Jekova N, Ivanov St, et al. Fetal meconium pseudocyst secondary to in utero perforation of colon transversum and meconium peritonitis. Akush Ginekol. 2011; 50(1): 46-51. PubMed | Google Scholar
  8. Minato M, Okada T, Miyagi H, et al. Meconium pseudocyst with particular pathologic findings: a case report and review of the literature. J Pediatr Surg. 2012 Apr; 47(4): e9-12. PubMed | Pediatric Surgery | Google Scholar
  9. Tibboel D, Gaillard JL, Molenaar JC. The importance of mesenteric vascular insufficiency in meconium peritonitis. Hum Pathol. 1986 Apr; 17(4): 411-6. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  10. Bloom MC, Rolland M, Bernard JD, et al. Maternofetal infection by parvovirus associated with antenatal meconium peritonitis. Arch Fr Pediatr. 1990 Jun-Jul; 47(6): 437-9. PubMed | Google Scholar
  11. Pletcher BA, Williams MK, Mulivor RA, et al. Intrauterine cytomegalovirus infection presenting as fetal meconium peritonitis. Obstet Gynecol. 1991 Nov; 78(5 Pt 2): 903-5. PubMed | Google Scholar
  12. Zerbini M, Gentilomi GA, Gallinella G, et al. Intra-uterine parvovirus B19 infection and meconium peritonitis. Prenat Diagn. 1998 Jun; 18(6): 599-606. PubMed | Wiley Online LibraryGoogle Scholar
  13. McDuffie RS, Bader T. Fetal meconium peritonitis after maternal hepatitis A. Am J Obstet Gynecol. 1999 Apr; 180(4): 1031-2. PubMed | Full Text AJOGGoogle Scholar
  14. Su WH, Wang PH, Yuan CC, et al. Fetal meconium peritonitis in the infant of a woman with fulminant hepatitis B. A case report. J Reprod Med. 2002 Nov; 47(11): 952-4. PubMed | Google Scholar
  15. Gillis DA, Grantmyre EB. The meconium Plug syndrome and Hirschsprung's Can Med Assoc J. 1965 Jan 30; 92(5): 225-7. PubMed | Full Text PMCGoogle Scholar
  16. Rescorla FJ, Grosfeld JL. Contemporary management of meconium ileus. World J Surg. 1993 May-Jun; 17(3): 318-25. PubMed | SpringerLinkGoogle Scholar
  17. Blackman SM, Deering-Brose R, McWilliams R, et al. Relative contribution of genetic and nongenetic modifiers to intestinal obstruction in cystic fibrosis. Gastroenterology. 2006 Oct; 131(4): 1030-9. PubMed | Full Text PMC | Full text AGA | Google Scholar
  18. Garb M, Riseborough J. Meconium peritonitis presenting as fetal ascites on ultrasound. Br J Radiol. 1980 Jun; 53(630): 602-4. PubMed | Full Text BIR | Google Scholar
  19. Niramis R, Watanatittan S, Anuntakosol M, et al. Meconium peritonitis. J Med Assoc Thai. 1999 Nov; 82(11): 1063-70. PubMed | Google Scholar
  20. Heydenrych JJ, Marcus PB. Meconium granulomas of the tunica vaginalis. J Urol. 1976 May; 115(5): 596-8. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  21. Forouhar F. Meconium peritonitis. Pathology, evolution, and diagnosis. Am J Clin Pathol. 1982 Aug; 78(2): 208-13. PubMed | Oxford AcademicGoogle Scholar
  22. Ring KS, Axelrod SL, Burbige KA, et al. Meconium hydrocele: an unusual etiology of a scrotal mass in the newborn. J Urol. 1989 May; 141(5): 1172-3. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  23. Zangheri G, Andreani M, Ciriello E, et al. Fetal intra-abdominal calcifications from meconium peritonitis: sonographic predictors of postnatal surgery. Prenat Diagn. 2007 Oct; 27(10): 960-3. PubMed | Wiley Online LibraryGoogle Scholar
  24. Wakim A, Bargy F, Helardot PG, et al. Meconium peritonitis. The value of prenatal diagnosis. Chir Pediatr. 1989; 30(1): 21-4. PubMed | Google Scholar
  25. Hsu CH, Jen LW, Huang FY, et al. Clinical observation of meconium peritonitis. Zhonghua Min Guo Xiao Er Ke Yi Xue Hui Za Zhi. 1990Jul-Aug; 31(4): 214-20. PubMed | Google Scholar
  26. Foster MA, Nyberg DA, Mahony BS, et al. Meconium peritonitis: prenatal sonographic findings and their clinical significance. Radiology. 1987 Dec; 165(3): 661-5. PubMed | RadiologyGoogle Scholar
  27. Eckoldt F, Heling KS, Woderich R, et al. Meconium peritonitis and pseudo-cyst formation: prenatal diagnosis and post-natal course. Prenat Diagn. 2003 Nov; 23(11): 904-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  28. Kamata S, Nose K, Ishikawa S, et al. Meconium peritonitis in utero. Pediatr Surg Int. 2000; 16(5-6): 377-9. PubMed | SpringerLinkGoogle Scholar
  29. Ionescu S, Andrei B, Oancea M, et al. Postnatal Treatment in Antenatally Diagnosed Meconium Peritonitis. Chirurgia (Bucur). 2015 Nov-Dec; 110(6): 538-44. PubMed | Google Scholar
  30. Tseng JJ, Chou MM, Ho ESC. Meconium peritonitis in utero: prenatal sonographic findings and clinical implications. J Chin Med Assoc. 2003 Jun; 66(6): 355-9. PubMed | Google Scholar
  31. Williams J 3rd, Nathan RO, Worthen NJ. Sonographic demonstration of the progression of meconium peritonitis. Obstet Gynecol. 1984 Dec; 64(6): 822-6. PubMed | Google Scholar
  32. Mueller-Heubach E, Mazer J. Sonographically documented disappearance of fetal ascites. Obstet Gynecol. 1983 Feb; 61(2): 253-7. PubMed | Google Scholar
  33. Pan EY, Chen LY, Yang JZ, et al. Radiographic diagnosis of meconium peritonitis. A report of 200 cases including six fetal cases. Pediatr Radiol. 1983;13:199–205. 1983; 13(4): 199-205. PubMed | SpringerLinkGoogle Scholar
  34. Finkel LI, Slovis TL. Meconium peritonitis, intraperitoneal calcifications and cystic fibrosis. Pediatr Radiol. 1982, 12 (2): 92-93. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  35. Valladares E, Rodríguez D, Vela A, et al. Meconium pseudocyst secondary to ileum volvulus perforation without peritoneal calcification: a case report. J Med Case Rep. 2010 Aug 31;4:292. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC | Google Scholar
  36. Dirkes K, Crombleholme TM, Craigo SD, et al. The natural history of meconium peritonitis diagnosed in utero. J Pediatr Surg. 1995 Jul; 30(7): 979-82. PubMed | Pediatric SurgeryGoogle Scholar
  37. Assens P, Frydman R, Bessis R, et al. [Combined hydramnios with fetal ascites due to intra-uterine meconium peritonitis (authors' transl)]. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris). 1979 Jan-Feb; 8(1): 51-3. PubMed | Google Scholar
  38. Lin MH, Jeng CJ, Wang KG, et al. Prenatal diagnosis of meconium peritonitis--a case report with literature review. Zhonghua Yi Xue Za Zhi (Taipei) . 1992 Jan; 49(1): 48-52. PubMed | Google Scholar
  39. Sukcharoen N. Prenatal sonographic diagnosis of meconium peritonitis: a case report. J Med Assoc Thai. 1993 Mar; 76(3): 171-6. PubMed | Google Scholar
  40. Dunne M, Haney P, Sun CC. Sonographic features of bowel perforation and calcific meconium peritonitis in utero. Pediatr Radiol. 1983; 13(4): 231-3. PubMed | SpringerLinkGoogle Scholar
  41. Gililland A, Carlan SJ, Greenbaum LD, et al. Undescended testicle and meconium-filled hemiscrotum: prenatal ultrasound appearance. Ultrasound Obstet Gynecol. 2002 Aug; 20(2): 200-2. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  42. Friedman AP, Haller JO, Goodman JD. Sonography of scrotal masses in healed meconium peritonitis. Urol Radiol. 1983; 5(1): 43-6. PubMed | Google Scholar
  43. Kenney PJ, Spirt BA, Ellis DA, et al. Scrotal masses caused by meconium peritonitis: prenatal sonographic diagnosis. Radiology. 1985 Feb; 154(2): 362. PubMed | Radiology | Google Scholar
  44. DeRoo SE, Lumpkins KM, El-Metwally DE. Scrotoschisis in a neonate with meconium peritonitis and periorchitis. J Neonatal Perinatal Med. 2016; 9(1): 107-12. PubMed | Google Scholar
  45. Schlensker KH, Günther H, Bolte A. Prenatal diagnosis of fetal meconium peritonitis, therapy and clinical course. With a contribution to the differential diagnosis of fetal ascites. Geburtshilfe Frauenheilkd. 1984 Jul; 44(7): 435-40. PubMed | ThiemeGoogle Scholar
  46. Chan KL, Tang MH, Tse HY, et al. Meconium peritonitis: Prenatal diagnosis, postnatal management and outcome. Prenat Diagn. 2005 Aug; 25(8): 676-82. PubMed | Wiley Online LibraryGoogle Scholar
  47. Chen CW, Peng CC, Hsu CH, et al. Value of prenatal diagnosis of meconium peritonitis: Comparison of outcomes of prenatal and postnatal diagnosis. Medicine (Baltimore). 2019 Sep; 98(39): e17079. PubMed | Full Text PMC | Wolters Kluwer | Google Scholar
  48. Konge JC, de Chazal R, MacFadyen U, et al. Antenatal diagnosis and management of meconium peritonitis: a case report and review of the literature. Ultrasound Obstet Gynecol. 1995 Jul; 6(1): 66-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  49. Emil S, Nguyen T, Sills J, et al. Meconium obstruction in extremely low-birth-weight neonates: guidelines for diagnosis and management. J Pediatr Surg. 2004 May; 39(5): 731-7. PubMed | Pediatric SurgeryGoogle Scholar
  50. Wang CN, Chang SD, Chao AS, et al. Meconium peritonitis in utero---the value of prenatal diagnosis in determining neonatal outcome. Taiwan J Obstet Gynecol. 2008 Dec; 47(4): 391-6. PubMed | Full Text TJOG | PDF | Google Scholar
  51. Saleh N, Geipel A, Gembruch U, et al. Prenatal diagnosis and postnatal management of meconium peritonitis. J Perinat Med. 2009; 37(5): 535-8. PubMed | De GruyterGoogle Scholar
  52. Ping LM, Rajadurai VS, Saffari SE, et al. Meconium peritonitis: correlation of antenatal diagnosis and postnatal outcome—an institutional experience over 10 years. Fetal Diagn Ther. 2017; 42: 57–62. PubMed | Karger | Google Scholar
  53. Caro-Domínguez P, Zani A, Chitayat D, et al. Meconium peritonitis: the role of postnatal radiographic and sonographic findings in predicting the need for surgery. Pediatric Radiology. 2018 July (16); 1755–1762. SpringerLink | Google Scholar
  54. Shinar S, Agrawal S, Ryu M, et al. Fetal Meconium Peritonitis - Prenatal Findings and Postnatal Outcome: A Case Series, Systematic Review, and Meta-Analysis. Ultraschall Med. 2020 Jun 23. PubMed | ThiemeGoogle Scholar
  55. Uchida K, Koike Y, Matsushita K, et al. Meconium peritonitis: Prenatal diagnosis of a rare entity and postnatal management. Intractable Rare Dis Res. 2015 May; 4(2): 93-7. PubMed | Full Text PMCGoogle Scholar
  56. Tanaka K, Hashizume K, Kawarasaki H, et al. Elective surgery for cystic meconium peritonitis: report of two cases. J Pediatr Surg. 1993 Jul; 28(7): 960-1. PubMed | Google Scholar

Σχέση CHARGE

Φεβρουαρίου 28, 2021 |

Περιγραφή και ορισμός

Αυτό το σύνδρομο χαρακτηρίζεται από ανωμαλίες που αφορούν τους οφθαλμούς , την καρδιά , την μύτη, τα αυτιά και τα γεννητικά όργανα. Το ακρωνύμιο CHARGE σημαίνει (CHARGE Association) : Κολόβωμα της ίριδας, καρδιακό έλλειμμα, αρτησία των χοανών, περιορισμός της ενδομήτριας αύξησης , ανωμαλίες των γεννητικών οργάνων και ανωμαλίες των αυτιών (Coloboma of the iris, heart defect, choanal atresia, intrauterine growh restriction, genital anomalies and ear anomalies).

Ανωμαλίες ανιχνεύσιμες μέσω υπερηχογραφίας

Συνήθη Ευρήματα:
  • Καρδιακές Ατέλειες
  • Τετραλογία Fallot
  • Ατέλεια του ενδοκαρδιακού επάρματος (endocardial cushion defect)
  • Δεξιά κοιλία με διπλή έξοδο εκροής ( Double-outlet right ventricle)
  • Έλλειμα μεσοκοιλιακού διαφράγματος
  • Έλλειμμα μεσοκολπικού διαφράγματος
  • Υποπλασμένη μύτη ως συνέπεια της ατρησίας χοάνων
  • Ανωμαλίες των αυτιών, οι οποίες μπορεί να μην είναι ανιχνεύσιμες μέσω του υπερηχογραφικού ελέγχου , εκτός εάν τα αυτιά είναι δυσμορφικά
  • Ανεπάρκεια αύξησης (συχνά παρατηρούμενη για πρώτη φορά στη μεταγεννητική περίοδο μπορεί να μην είναι εμφανής προγεννητικά)
  • Υποπλασία των γεννητικών οργάνων που αφορά τα γεννητικά όργανα των αρρένων ατόμων
  • Μικρό πέος (Micropenis) και μικρό όσχεο
  • Μη κατελθόντες όρχεις ( undescended testicles)
  • Υδράμνιο

Περιστασιακά Ευρήματα:

  • Ήπια κοιλιομεγαλεία
  • Διαμαρτία διάπλασης Dandy Walker ή παραλλαγή της
  • Μικροφθαλμία
  • Υπερτελορισμός
  • Μικρογναθία
  • Λαγώχειλος και λυκόστομα
  • Κυστικό ύγρωμα
  • Ημισπόνδυλοι και σκολίωση
  • Πολυδακτυλία και άλλες ανωμαλίες της άκρου χεριού
  • Νεφρικές ανωμαλίες
  • Ομφαλοκήλη
  • Τραχειοοισοφαγικό συρίγγιο
  • Ατρησία του πρωκτού

Διφορική διάγνωση

Χρωμοσωματικές Ανωμαλίες:

  • Έλλειμμα 4p (Σύνδρομο Wolf-Hirschhorn)
  • Τρισωμία 13 (Σύνδρομο Patau)
  • Τρισωμία 18 (Σύνδρομο Edwards’)
  • Συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων ( ανωμαλίες των γενητικών οργάνων)
  • Σύνδρομο Noonan (ανωμαλίες της καρδιάς και των γεννητικών οργάνων)
  • Σύνδρομο Opitz (ανψμαλίες του προσώπου και των γεννητικών οργάνων)
  • Σύνδρομο Pena Shokeir (πολλαπλές ανωμαλίες)
  • Σύνδρομο Smith-Lemli-Opitz (υπολειπόμενη ενδομήτρια ανάπτυξη – IUGR-, ανωμαλίες των γεννητικών οργάνων και της καρδιάς
  • Σύνδρομο Stickler ( ανωμαλίες του προσώπου)
  • Σύνδρομο Treacher Collins (ανωμαλίες του προσώπου)
  • Σχέση VATER (VATER Association) : Ελλείματα σπονδύλων , ατρησία του πρωκτού , τραχειο-οισοφαφικό συρίγγιο, ατρησία οισοφάγου και δυσπλασίες των κερκίδων και των νεφρών (Vertebral defects , anal atresia, tracheoesophageal fistula , esophageal atresia and radial and renal dysplasias)

Υπερηχογραφική διάγνωση

Ένα έμβρυο, το οποίο αργότερα βρέθηκε να έχει το σύνδρομο CHARGE παρουσιάστηκε στο πρώτο τρίμηνο της κύησης με κυστικό ύγρωμα. Σε μία άλλη περίπτωση , ανιχνεύθηκαν ενδοκρανιακές ανωμαλίες, συμπεριλαμβανομένων της κοιλιομεγαλίας και της παρεγκεφαλιδικής υποπλασίας, στις 16 εβδομάδες, ώστοσο , η τελική διάγνωση ετέθη μετά τη γέννηση.Η διάγνωση της σχέσης CHARGE έχει καθιερωθεί στο τρίτο τρίμηνο της κύησης , βάσει της ανίχνευσης βαρέως υδραμνίου, ήπιας κοιλιομεγαλίας παραλλαγής Dandy –Walker, μικρού φαλλού και οσχέου και μικρού στομάχου. Αν και οι ενδοκρανιακές ανωμαλίες, όπως η κοιλιομεγαλία και οι παρεγκεφαλιδικές ανωμαλίες απαντώνται περιστασιακά σε αυτό το σύνδρομο , τα πάσχοντα έμβρυα που ανιχνεύονται προγεννητικά φαίνονται να έχουν υπεροχή αυτών των ευρυμάτων .

Κληρονομικότητα

Οι μεταλλαγές στο γονίδιο CHD7 θεωρούνται υπεύθυνες γι’αυτή τη διαταραχή. Αυτό το γονίδιο είναι σημαντικό στην πρώιμη ανάπτυξη του εμβρύου λόγω της επίδρασής του στη δομή της χρωματίνης.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Η έκβαση εξαρτάται από τη βαρύτητα και τον τύπο των ανωμαλιών που απαντώνται σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Σε βαριές περιπτώσεις , ο νεογνικός θάνατος έχει επέλθει από αναπνευστική ανεπάρκεια, ανθεκτική υπασβεστιαιμία ή συγγενή καρδιακή νόσο. Οι περισσότεροι επιζώντες παρουσιάζουν ατέλειες του ΚΝΣ , καθώς και αυξητική και διανοητική ανεπάρκεια. Η οπτική και ακουστική εξασθένιση είναι συνήθεις επιπλοκές.

  1. Becker R, Stiemer B, Neumann L, Entezami M: Mild ventriculomegaly, mild cerebellar hypoplasia and dysplastic choroid plexus as early prenatal sign of CHARGE association. Fetal Diagn Ther 16:280-283,2001.
  2. Hall BD: Choanal atresia and associated multiple anomalies. J Pediatr 95:395-398, 1979.
  3. Hertzberg BS, Kliewer MA, Lile RL: Antenatal ultrasonographic findings in the CHARGE association. J Ultrasound Med 13:238-242, 1994.
  4. Jones KL: Smith’s recognizable patterns of human malformations , ed 6. Philadelphia, 2006, Elsevier.
  5. Kharrat R, Yamamoto M, Roume J, et al: Karyotype and outcome of fetuses diagnosed with cystic hygroma in the first trimester in relation to nuchal translucency thickness. Prenat Diagn 26:369-372,2006.

Σχέση VATER

Φεβρουαρίου 28, 2021 |

Περιγραφή και ορισμός

Ο σχέση VATER (VATER Association) είναι ένα ακρωνύμιο που περιγράφει τη μη τυχαία ταυτόχρονη εμφάνιση ανωμαλιών , οι οποίες περιλαμβάνουν ελλείμμματα σπονδύλων , ατρησία του πρωκτού , τραχειό-οισοφαγικό συρίγγιο , ατρησία οισοφάγου και δυσπλασίες των κερκίδων και των νεφρών (Vertebral defects, anal atresia, tracheoesophageal fistula, esophageal atresia and radial and renal dysplasias)

Ανωμαλίες ανιχνεύσιμες μέσω υπερηχογραφίας

Συνήθη Ευρήματα:
  • Ανωμαλίες των σπονδύλων
  • Ημισπόνδυλοι κι άλλες ανωμαλίες των σπονδύλων
  • Σκολίωση
  • Ατρησία του πρωκτού [διαγνώσιμη εάν υπάρχει ορθοκυστικό (rectovesical) συρίγγιο , το οποίο αναγνωρίζεται από τη χαρακτηριστική εμφάνιση των ενδοαυλικών αποτιτανώσεων (ούρα και μηκώνιο) στη διατεταμένη έλικα του κόλου]
  • Τραχειοοισοφαγικό συρίγγιο (συνήθως συνοδευόμενο από ατρησία του οισοφάγου, ενίοτε συσχετιζόμενο με μικρό ή απόντα στόμαχο και υδράμνιο)*
  • Καρδιακές ανωμαλίες
  • Ανωμαλίες νεφρών
  • Υδρονέφρωση
  • Κυστικοί νεφροί
  • Ανωμαλίες της κερκιδικής ακτίνας, με βραχεία ή απούσα κερκίδα και ανώμαλα άκρα χέρια

*Η προγεννητική διάγνωση μπορεί να είναι δύσκολη σε πολλές περιπτώσεις στις οποίες το υγρό διαπενά το στόμαχο.

Περιστασιακά Ευρήματα:
  • Νωτιαία δυσραφία
  • Ανωμαλίες των κάτω άκρων
  • Μονήρης ομφαλική αρτηρία
  • Ατέλειες των γεννητικών κυττάρων
  • Πολυδακτυλία και συνδακτυλία

Διαφορική διάγνωση

 

Χρωμοσωματικές Ανωμαλίες:

  • Τρισωμία 13 ( Σύνδρομο Patau)
  • Τρισωμία 18 ( Σύνδρομο Edwards’)
  • Σύνδρομα Βραχείας Κερκιδικής Ακτίνας
  • Σύνδρομο εκτρωδακτυλίας – εξωδερμικής δυσπλασίας–σχιστίας (EEC)
  • Αναιμία Fanconi
  • Σύνδρομο Holt-Oram
  • Σύνδρομο Nager
  • Σύνδρομο Roberts
  • Σύνδρομο θρομβοκυτταροπενίας–απουσίας της κερκίδας (TAR)

 

Ανωμαλίες Σπονδυλικών Σωμάτων / Νεφρών:

  • Σύνδρομο ουραίας υποστροφής
  • Εγκέφαλο –πλευρό- γναθικό σύνδρομο
  • Σύνδρομο Jachro- Levin και συναφή σύνδρομα
  • Σχέση MURCS (Απλασία πόρων Müller, νεφρική απλασία , δυσπλασία των τραχηλοθωρακικών σωμιτών [Müllerian duct aplasia, renal aplasia, cervicothoracic somite dysplasia])
  • Σειρηνομελία

Υπεηχογραφική διάγνωση

Η προγγεντική υπερηχογραφική διάγνωση της σχέσης VATER έχει καθιερωθεί στην αρχή προς το μέσο του δεύτερου τριμήνου, βασισμένη σε ανωμαλίες της σπονδυλικής στήλης , των νεφρών , της καρδιάς και της κερκιδικής ακτίνας (αν και δε θα είναι παρόντα όλα αυτά τα χαρακτηριστικά σε κάθε περίπτωση), Η ατρησία του οισοφάγου είναι ανιχνεύσιμη μέσω υπερηχογραφίας μόνο εάν υπάρχει μικρή ποσότητα ή δεν υπάρχει καμία ποσότητα υγρού στο στόμαχο του εμβρύου σε συνδιασμό με υδράμνιο (ή αλλιώς πολυϋδράμνιο).

Κληρονομικότητα

Η αιτιολογία και το πρότυπο κληρονομικότητας αυτής της κατάστασης παραμένουν άγνωστα.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Η έκβαση εξαρτάται από τη βαρύτητα των ανωμαλιών. Τα περισσότερα βρέφη έχουν φυσιολογική νοημοσύνη και απαιτούν χειρουργική επέμβαση και αποκατάσταση . Η σχέση VATER μπορεί να εμφανισθεί με κοιλιομεγαλία δευτεροπαθή επί στενώσεως του υδραγωγού, η οποία φέρει επί στενώσεως του υδραγωγού, η οποία φέρει δυσμενέστερη πρόγνωση έναντι άλλων περιπτώσεων αυτής της σχέσης.

  1. Claiborne AK, Blocker SH, Martin CM, McAlister WH: Prenatal and postnatal sonographic delineation of gastrointestinal abnormalities in a case of the VATER syndrome. J Ultrasound Med 5:45-47, 1986.
  2. Jones KL: Smith’s recognizable patterns of human malformations, ed 6. Philadelphia, 2006, Elsevier.
  3. Kaufman RL, Quinton BA, Ternberg JL: Imperforate amus, vertebral anomalies and preaxial limb abnormalities. Birth Defects 8:85-87, 1972.
  4. McGahan JP, Leeba JM, Lindfors KK: Prenatal sonographic diagnosis of VATER association. J Clin Ultrasound 16:588-591, 1988.
  5. Murr MM, Waziri MH, Schelper RL, Abu –Youself M: Case of multivertebral anomalies, cloacal dysgenesis, and other anomalies presenting prenatally as cystic kidneys . Am J Med Genet 42:761 -765,1992.
  6. Quan L, Smith DW: The VATER association: vertebral defects, anal atresia ,tracheoesophageal fistula with esophageal atresia , radial dysplasia. Birth Defects 8:75-78,1972.
  7. Tongsong T, Wanapirak C, Piyamongkol W, Sudasana J: Prenatal sonographic diagnosis of VATER association. J Clin Ultrasound 27:378-384,1999.

Βιοψία γραφείου

Μαρτίου 29, 2020 |

Σύντομα κοντά σας με νέο υλικό σχετικά με τη Βιοψία γραφείου.

Μείνετε συντονισμένοι!

 

Σελίδα 1 από 17

Ποιοι είμαστε

Η ιστοσελίδα emvriomitriki.gr σχεδιάστηκε αρχικά για να καλύψει τις απορίες και τις ανάγκες των εγκύων γυναικών. Όμως, λόγω του υψηλού επιστημονικού υλικού που περιέχει (άρθρα, βίντεο, φωτογραφίες, βιβλιογραφία) καθίσταται χρήσιμο επαγγελματικό εργαλείο σε φοιτητές, μαιευτήρες και άλλους επαγγελματίες υγείας που επιθυμούν να ανανεώσουν τις γνώσεις τους. Το έργο επιμελήθηκε ο ιατρός Αναστάσιος Κοκοβίδης.

Στοιχεία επικοινωνίας

Διαδρομή

Λεωφόρος Κηφισίας 26
Αθήνα, 115 26


info@emvriomitriki.gr
210 7771300










Κλείστε το ραντεβού σας Online!




Πριν ξεκινήσετε, Cookies
Πρόκειται για μικρά αρχεία/εργαλεία που μας βοηθάνε να οργανώσουμε καλύτερα την περιήγηση στην σελίδα μας καθώς και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδας μας.