Οι πειραματικές και επιδημιολογικές μελέτες που έχουν γίνει για τα περισσότερα αντιβιοτικά (πενικιλλίνες, αμπικιλλίνη, σουφλοναμίδες, τριμεθοπρίμη, ερυθρομυκίνη, κεφαλοσπορίνες, χλωραμφενικόλη, νεομυκίνη, βανκομυκίνη, γενταμικίνη), δεν έχουν δείξει αυξημένο κίνδυνο για το έμβρυο (Mellin 1964, Weingartner και συν 1968, Chu-Chen και Sabeti 1970, Ochoa 1971, Huizing 1972, Heinonen και συν 1977, Philipson και συν 1976, Ceccarelli και συν 1977, Schardein 1985).
Εξαίρεση αποτελούν η στρεπτομυκίνη και διϋδροστρεπτομυκίνη και πιθανόν η καναμυκίνη, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν βλάβες στην όγδοη εγκεφαλική συζυγία, με αποτέλεσμα κώφωση ή λαβυρινθίτιδα (Warkany, 1986). Οι πιθανότητες να προκληθεί μη αναστρέψιμη ωτοτοξικότητα από την στρεπτομυκίνη, εξαρτώνται σημαντικά από την «ευαισθησία» του εμβρύου (Ganguin και Rempt, 1970), τη δόση και τη διάρκεια θεραπείας. Στο πρώτο τρίμηνο της κύησης ο κίνδυνος έχει υπολογισθεί σε 10-15%, ενώ αργότερα είναι μικρότερος, αν και σε όλη τη διάρκεια της κύησης η στρεπτομυκίvη είvαι ωτοτοξική, όπως συμβαίvει και μετά τη γέvvηση (Warkany, 1986).
Για το λόγο αυτό σε φυματίωση της εγκύου πρέπει να αποφεύγεται η χορήγηση στρεπτομυκίvης και να προτιμάται εvαλλακτική θεραπεία με ισοvιασίδη και εθαμβουτόλη, εφόσοv η vόσος δεv είvαι εκτεταμέvη (Snider και συν 1980) ή ακόμη με ριφαμπυκίvη ή εθειοvαμίδη (Warkany, 1986). Τα φάρμακα αυτά, στις συνήθεις θεραπευτικές δόσεις, δεν έχουν αποδεδειγμένη τερατογόνο δράση (Reimers 1971, Bobrowitz 1974, Jentgens 1975, Schardein 1985).
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι όταν εφαρμόζεται σε έγκυο αγωγή με ισονιαζίδη συνιστάται η σύγχρονη χορήγηση βιταμίνης Β6, διότι υπάρχει η πιθανότητα εγκεφαλοπάθειας όπως διαπιστώθηκε σε πέντε παιδιά από τους Monnet και συν (1967) και αποδόθηκε στην υποβιταμίνωση Β6 και τα προϊόντα αποδόμησης της ισονιαζίδης. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, σε καμμία περίπτωση εγκύου που πρέπει να θεραπευθεί με αvτιφυματικά φάρμακα της πρώτης γραμμής, δεv πρέπει να συvιστάται η διακοπή της κύησης (Warkany, 1986). Βεβαίως δίλημμα υπάρχει όταν τίθεται θέμα αποκλειστικής αγωγής με στρεπτομυκίνη, λόγω αποτυχίας ή αντένδειξης των άλλων φαρμάκων. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να αναβληθεί η θεραπεία με στρεπτομυκίνη για το δεύτερο τρίμηνο και να χορηγούνται οι ελάχιστες δόσεις που θεωρούνται αποτελεσματικές. Το ιατρικό δίλημμα πρέπει να γνωστοποιηθεί στους γονείς και να αποφασίσουν εκείνοι για τη διακοπή ή όχι της κύησης.
ΤΕΤΡΑΚΥΚΛΙΝΗ
Οι τετρακυκλίνες (τετρακυκλίνη, οξυτετρακυκλίνη, χλωροτετρακυκλίνη και διμεθυλοτετρακυκλίνη), αποτελούν αντιβιοτικά ευρέος φάσματος και εάν χορηγηθούν στην έγκυο μετά το τέταρτο μήνα της κύησης μπορεί να εναποτεθούν στην ασβεστοποιούμενη οδοντοφυΐα του εμβρύου και να προκαλέσουν υπέχρωση. Η υπέχρωση της οδοντοφυιας οφείλεται σε αντίδραση μεταξύ του πυρήνα του χημικού μορίου της τετρακυκλίνης (naphthacenecarboxamide) και του ασβεστίου, σε δραστικές περιοχές επιμετάλλωσης του φατνίου.
Το χρώμα των δοντιών γίνεται κίτρινο-καστανόχρωμο ή καστανόχρωμο, ανάλογα με τον τύπο της τετρακυκλίνης, τη θέση των δοντιών και την ηλικία του βρέφους ή του παιδιού (Cohlan, 1986). Οι χειλικές επιφάνειες των δοντιών με κίτρινο χρώμα, προοδευτικά αποκτούν βαθύτερο χρώμα, ενώ η υπερώϊος επιφάνεια και τα παρειακά δόντια παραμένουν κίτρινα (Weyman, 1965).
Οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την συχνότητα και την έκταση της βλάβης είναι ο τύπος της τετρακυκλίνης, η δόση και η διάρκεια χορήγησης, το στάδιο επιμετάλλωσης των δοντιών και τέλος η δραστηριότητα της διαδικασίας επιμετάλλωσης (Cohlan, 1986). Από τους διάφορους τύπους τετρακυκλίνης που κυκλοφορούν, τη μικρότερη υπέχρωση προκαλεί η οξυτετρακυκλίνη (Baden, 1970).
Η ελαχίστη ποσότητα τετρακυκλίνης που έχει περιγραφεί ότι προκαλεί υπέχρωση των νεογιλών είναι 1g/24ωρο επί τρεις ημέρες, κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου. Οι υψηλές δόσεις μπορούν να προκαλέσουν και υποπλασία της αδαμαντίνης, σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία (Cohlan, 1986).
Η ασβεστοποίηση των νεογιλών δοντιών γίνεται με καθορισμένη χρονολογική σειρά, μεταξύ του 4ου μήνα της κύησης και του 1lου-14ου μήνα μετά τη γέννηση. Η χορήγηση επομένως τετρακυκλίνης στην έγκυο, έχειως αποτέλεσμα τη χρώση της οδοντίνης και της αδαμαντίνης, μόνο στα δόντια που τυχαίνει να ασβεστοποιούνται κατά το χρόνο ακριβούς έκθεσης. Δεν είναι γνωστό κατά πόσον η προγεννητική έκθεση κατά το 2ο ή 3ο τρίμηνο στις συνήθεις θεραπευτικές δόσεις, εκτός από την υπέχρωση της νεογιλούς οδοντοφυίας μπορεί να προδιαθέτει στην τερηδόνα ή στη υποπλασία της αδαμαντίνης.
Η μόνιμη οδοντοφυία θίγεται λιγότερο από την προγεννητική χορήγηση τετρακυκλινών, διότι η ασβέστωση των μονίμων αρχίζει λίγο πριν απότη γέννηση και συνεχίζει μέχρι τον 80 χρόνο της ζωής, εκτός από τους τρίτους γομφίους. Η χορήγηση υψηλών δόσεων τετρακυκλίνης λίγο πριν από τη γέννηση και η συνέχιση επί μακρόν μετά τη γέννηση μπορεί να προκαλέσει λιγότερο συχνά υπέρχρωση της στεφάνης των μονίμων, επειδή η ασβέστωση γίνεται με βραδύ ρυθμό.
Η πρώτη κλινική παρατήρηση της υπέρχρωσης δοντιών από τετρακυκλίνη έγινε το 1956, σε ομάδα παιδιών με κυστική ίνωση παγκρέατος που βρίσκονταν σε συνεχή και μακροχρόνια θεραπεία με τετρακυκλίνη, για τηνπρόληψη επιπλοκών από το αναπνευστικό σύστημα (Schwachman καιSchuster, 1956). Επτά χρόνια αργότερα, η Επιτροπή Τροφίμων και Φαρμάκων στις ΗΠΑ (FDA), έδωσε την οδηγία στις φαρμακοβιομηχανίες να περιλάβουν στη συσκευασία την προειδοποίηση για τις επιπτώσεις αυτές των τετρακυκλινών.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία μείωση των περιπτώσεων υπέρχρωσης δοντιών, διότι περιορίσθηκε η χρήση τετρακυκλίνης, τόσο κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης, όσο και κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής. Εκτός από την εμβρυοτοξικότητα που αφορά ειδικά στην οδοντοφυία, οι τετρακυκλίνες δεν έχουν συνδεθεί με μείζονες συγγενείς ανωμαλίες (Culshaw 1962, Elder και συν 1971), ενώ υπάρχει μία μόνον αναφορά στατιστικής συσχέτισης με ελάσσονες ανωμαλίες του τύπου του υποσπαδία και της βουβωνοκήλης (Heinonen και συν, 1977).