• Slider4
  • Slider5
  • Slider 9
Έμβρυο
Μαρτίου 25, 2015

 

Περιγραφή και ορισμός

Εξώμφαλος ή ομφαλοκήλη, αποτελεί έλλειμμα της μέσης γραμμής του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, το οποίο παρουσιάζει έλλειψη της μυϊκής στιβάδας, της περιτονίας και του δέρματος στον ομφαλό του εμβρύου, με αποτέλεσμα να εξέρχονται ενδοκοιλιακά σπλάχνα στην βάση του ομφάλιου λώρου η οποία καλύπτεται από μία αμνιοπεριτοναική ανάγγειο μεμβράνη. Ο κηλικός σάκος συνήθως απεικονίζεται ως στιλπνός, διαφανής, λεπτός και αποτελείται από δύο στιβάδες, μια εξωτερική από αμνιακό σάκο και μια εσωτερική από περιτόναιο η οποία συνέχεται με το τοιχωματικό περιτόναιο. Μεταξύ των δύο στιβάδων δύναται να υπάρχει μικρή ποσότητα ουσίας του Wharton. Η είσοδος του ομφάλιου λώρου λαμβάνει χώρα ανώμαλα στη κορυφή του σάκου. Το έλλειμμα διαφέρει ως προς την έκταση του και περιλαμβάνει σε όλο τους το πάχος τους μύες και το δέρμα στην περιοχή του ομφαλικού δακτυλίου, ενώ παρατηρείται και διάσταση των ορθών κοιλιακών μυών κατά το σημείο έκφυση τους.

Συνήθως το μέγεθος της ομφαλοκήλης, 2-4cm, ποικίλει ανάλογα με τα σπλάγχνα που προπίπτουν. Η ανεύρεση λεπτού και παχέως εντέρου είναι σταθερή, ενώ η παρουσία επιπλέον οργάνων όπως ήπαρ, στόμαχος, σπλήνας, χοληδόχος κύστη και ουροδόχος κύστη αναφέρθηκε λιγότερο συχνά. Οι άρρηκτες μεμβράνες του σάκου ομφαλοκήλης μπορεί να ειναι συνυφασμένες με την παρουσία ασκιτικού υγρού. Η επίπτωση της ραγείσης ομφαλοκήλης είναι 1/10.000, χαρακτηρίζεται από ρήξη του μεμβρανώδους σάκου με αποτέλεσμα τα διάφορα όργανα να επιπλέουν ελεύθερα στην αμνιακή κοιλότητα. 1

Αιτιοπαθογένεια 

Εμβρυολογικά η αποτυχία της ένωσης των πλάγιων μεσοδερμικών πτυχών κατά την μέση γραμμή, την 4η εβδομάδα της κύησης, έχει σαν αποτέλεσμα τον σχηματισμό ομφαλοκήλης. Η αποτυχία περιστροφής του ουριαίου τμήματος θα σχηματίσει υπογαστρική ομφαλοκήλη με εκστροφή συνήθως του οπίσθιου τοιχώματος της ουροδόχου κύστης ή της κλοάκης, ενώ παρατηρείται και ευρεία διάσταση της ηβικής σύμφυσης. Ο ομφαλός είναι συνήθως χαμηλά, στα αγόρια παρατηρείται μικρό πέος και ατελής κάθοδος των όρχεων, στα θήλεα η κλειτορίδα είναι δισχιδής. Συνυπάρχει ατρησία ή στένωση του ορθού. Η αποτυχία περιστροφής του κεφαλικού τμήματος θα σχηματίσει επιγαστρική ομφαλοκήλη γνωστή ως πενταλογία Cantrell.

Η εξωστροφή της κλοάκης πιστεύεται ότι είναι αποτέλεσμα της ανεπαρκούς ανάπτυξης του υμένα της κλοκάκης που εμποδίζει την φυσιολογική μετανάστευση του μεσεγχυματικού ιστού.

Eπιδημιολογικά στοιχεία

Η ομφαλοκήλη συναντάται από 2 έως 2,9 ανά 10.000 σε ζώντα, θνησιγενή ή αποβληθέντα με έκτρωση έμβρυα και η σχέση μεταξύ άρρενων και θήλεων, αν και εμφανίζει διακυμάνσεις στις διάφορες μελέτες, παραμένει 1:1. 2 - 5 Η εκστροφή της ουροδόχου κύστης απαντάται με συχνότητα 1 στις 30.000 γεννήσεις, ενώ η εκστροφή της κλοάκης είναι πιο σπάνια και απαντάται με συχνότητα 1 στις 300.000 γεννήσεις. Η πενταλογία Cantrell συναντάται με συχνότητα 1 στις 4.000 γεννήσεις.

Κληρονομικότητα

Στις περισσότερες περιπτώσεις η εμφάνιση της ανωμαλίας είναι σποραδική, ενώ ο κίνδυνος επανεμφάνισης σε επόμενη εγκυμοσύνη είναι <1%. Έχουν περιγραφή περιπτώσεις στις οποίες η νόσος μπορεί να κληρονομείται είτε με αυτοσωματικά είτε με χρωμοσωμικά γονιδιακές μεταλλάξεις όπως στο σύνδρομο Beckwith-Wiedemann καθώς και με άλλους πολυγενικούς τρόπους κληρονομικότητας.

Η σχέση με την ανευπλοειδία

Ο λόγος ανευπλοειδίας/ομφαλοκήλης σχετίζεται αντιστρόφως ανάλογα με την ηλικία κύησης κατά τη διάγνωση και συνδέεται άμεσα με την παρουσία πρόσθετων δομικών ανωμαλιών. Η συχνότερη χρωμοσωμική ανωμαλία με την οποία συνυπάρχει η ομφαλοκήλη είναι η τρισωμία 18 και αντιπροσωπεύει το 62%-75% των ευρισκόμενων ανευπλοειδιών. 5 Το μέγεθος του σάκου ομφαλοκήλης (<3 cm) και η εύρεση ταυτόχρονων δυσπλασιών συσχετίστηκε σε μεγάλο βαθμό με παθολογικό καρυότυπο. 6 Η θέση του σάκου ομφαλοκήλης συνδέθηκε έντονα με παθολογικό καρυότυπο. Όταν ο κηλικός σάκος ήταν κεντρικά τοποθετημένος συνδέθηκε σε ποσοστό 69% με την ανευπλοειδία, συγκριτικά με 12,5%, όταν ο σάκος ήταν ακραίος (επιγαστρική ομφαλοκήλη). 5 , 19 Το περιεχόμενο του σάκου ομφαλοκήλης συνδέθηκε επίσης με ανευπλοειδία σε κάποιες μελέτες. Άν το περιεχόμενο ήταν ήπαρ, η πιθανότητα χρωμοσωμικής ανωμαλίας ήταν χαμηλή 6%, και αν το περιεχόμενο ήταν έντερο η πιθανότητα ανευπλοειδίας ήταν υψηλή, 67%. 7 - 9

Πιο πρόσφατες μελέτες που αφορούσαν κυρίως το πρώτο τρίμηνο της κύησης, έδειξαν ότι ο κίνδυνος τρισωμίας ήταν ανεξάρτητος από το περιεχόμενο του κηλικού σάκου (έντερο ή ήπαρ) και ότι ο κίνδυνος ανευπλοειδίας αυξανόταν κατά 4-5 φορές με την αύξηση του πάχους της αυχενικής διαφάνειας. 7 Η τρισωμία 13 είναι επίσης συχνή και αντιπροσωπεύει το 11% έως το 24%. Μαζί, και οι δύο τρισωμίες αντιπροσωπεύουν το 86% όλων των ανευπλοειδιών που βρέθηκαν σε περιπτώσεις ομφαλοκήλης. Το σύνδρομο Down, η τριπλοειδία και οι φυλετικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες παρατηρήθηκαν λιγότερο συχνά.

Στα νεογνά που γεννιούνται με αδιάγνωστη ομφαλοκήλη, η συχνότητα χρωμοσωμικών ανωμαλιών, κυρίως τρισωμία 18 και 13, είναι περίπου 10%. Οι διαπλαστικές ανωμαλίες του τύπου της συγγενούς καρδιοπάθειας, της βλάβης της σπονδυλικής στήλης και οι νεφρικές ανωμαλίες παρατηρούνται σε ποσοστό 46% σε έμβρυα με χρωμοσωμικές ανωμαλίες, ενώ στα έμβρυα που εμφανίζουν μεμονωμένο εξώμφαλο και φυσιολογικό καρυότυπο, οι παραπάνω ανωμαλίες απαντώνται στο 8%.

Συσχέτιση με γενετικά σύνδρομα

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 περιγράφηκε από τους Beckwith και Wiedemann ένα σύνδρομο εμβρυϊκής υπερανάπτυξης που χαρακτηρίζεται από γενική μακροσωμία, μακρογλωσσία, ομφαλοκήλη και μεγεθυσμένους ηχογενείς νεφρούς. Το σύνδρομο Beckwith και Wiedemann(BWS) συσχετίστηκε σε ποσοστό 4% με  ομφαλοκήλη. 2 Ωστόσο, καί αρκετά άλλα γενετικά σύνδρομα έχουν συνδεθεί με ομφαλοκήλη όπως, σύνδρομο Goltz, σύνδρομο Marshall-Smith, σύνδρομο Meckel-Gruber, σύνδρομο Oto-palato-digital type II, σύνδρομο CHARGE και σύνδρομο fetal valproate; ακολουθίες δυσπλασίας, καρδιακή εκτοπία, ανωμαλίες Body Stalk, εκστροφή ουροδόχου κύστεως, εκστροφή κλοάκης και σύμπλεγμα OEIS (ομφαλοκήλη, εκστροφή ουροδόχου κύστεως, ατρησία πρωκτού, ανωμαλίες νωτιαίου σωλήνα), σύνθετες ανωμαλίες συμπεραλαμβανομένης της πενταλογίας Cantrell (εξόμφαλος, έκτοπος καρδιά, δισχιδές στέρνο, διαφραγματοκήλη, συγγενής καρδιοπάθεια) και τέλος, άλλες γενετικές ανωμαλίες που δεν ταξινομούνται σε σύνδρομα (MCA), σε ποσοστό 30.2%. 10 , 11

Συσχέτιση με ανατομικές δυσμορφίες

Η ομφαλοκήλη μπορεί να αποτελεί μεμονωμένο εύρημα, ωστόσο, συνδέεται με μια μεγάλη ποικιλία ανατομικών δυσμορφιών που συμπεριλαμβάνει, σχεδόν, κάθε σύστημα οργάνων. 2 , 12 Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι καρδιακές ανωμαλίες (κολποκοιλιακά ελλείμματα, στένωση/ατρησία πνευμονικής αρτηρίας, μετάθεση μεγάλων αγγείων, τετραλογία Fallot) με ποσοστό εμφάνισης 36% επί του συνόλου των περιπτώσεων, όπως επισημαίνεται σε αυτά τα δύο άρθρα.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Υπερηχογραφικά, η ομφαλοκήλη εμφανίζεται ως προβάλλουσα στρογγυλή μάζα εντός της αμνιακής κοιλότητας σε συνέχεια με το πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα, η οποία καλύπτεται από μια λεπτή μεμβράνη προερχόμενη από το τοιχωματικό περιτόναιο και το άμνιο. Η προβάλλουσα αυτή μάζα, είναι σαφώς περιγεγραμμένη επειδή περιέχει ενδοκοιλιακά εμβρυϊκά όργανα, και εύκολα αναγνωρίσιμη, επειδή αποτελεί την φυσική συνέχεια του ομφάλιου λώρου ο οποίος φαίνεται να εισχωρεί στην βάση του κηλικού σάκου. Τα ελλείμματα του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος είναι δυνατόν να απεικονιστούν ασφαλώς με το υπερηχογράφημα 11-14 εβδομάδων σε ποσοστό που προσεγγίσει το 100%. 13  Βέβαια, η μελέτη αυτή έρχεται σε αντίθεση με αυτήν του Barisic (Barisic και συνερ., 2001), οι οποίοι ανέφεραν ευαισθησία 75% (103/137), με μέση ηλικία κύησης κατά την πρώτη ανίχνευση της ανωμαλίας, 18 εβδομάδες +/- 6,0 ημέρες κύησης. 13 Οι δυνητικές διαφορές ανάμεσα στις δύο μελέτες, μάλλον αντικατοπτρίζουν διαφορετικές πολιτικές, εξοπλισμό και εμπειρία των εμπλεκόμενων φορέων υγείας.

Η συχνότητα εμφάνισης της ομφαλοκήλη εξαρτάται κυρίως από την ηλικία κύησης κατά την οποία εξετάζεται το έμβρυο. 14 Όσο μικρότερη είναι η ηλικία κύησης τόσο συχνότερα απεικονίζεται ομφαλοκήλη. 14 Στα αρχεία μιας βάσης δεδομένων που συμπεριελάμβανε 57.119 μονήρεις κυήσεις, οι οποίες υποβλήθηκαν σε ηχόγραμα μεταξύ 11 και 14 εβδομάδων, ανιχνεύθηκαν 150 έμβρυα με ομφαλοκήλη, συχνότητα εμφάνισης 26/10.000 υπερηχογραφήματα. 15 Ο επιπολασμός της νόσου στην μελέτη αυτή ήταν 10 φορές μεγαλύτερος από αυτήν της EUROCAT (European Registry of Congenital Anomalies and Twins) στην οποία η συχνότητα εμφάνισης της ομφαλοκήλης ήταν 2,6/10.000. Δύο θεωρίες προτάθηκαν για να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό: α) πολλά από τα έμβρυα με ομφαλοκήλη είναι ανευπλοειδικά τα οποία πεθαίνουν ενδομητρίως και η κύηση τερματίζεται και β) συχνά εικάζεται "ομφαλοκήλη" η οποία στην συνέχεια επιλύεται καθώς ανατάσσεται αυτόματα. Στην παραπάνω μελέτη η εμφανής και αυτόματη υποχώρηση σημειώθηκε υπερηχογραφικά στις 20 εβδομάδες σε 59 ευπλοειδικά έμβρυα, ποσοστό 39%, και σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα έμβρυα γεννήθηκαν υγιή. Το εύρημα μιας φυσιολογικής κήλης εντέρου στη βάση του ομφάλιου λώρου νωρίς στην κύηση δεν πρέπει να αποδίδεται λανθασμένα σε ομφαλοκήλη. 14

Οι περισσότερες φυσιολογικές ομφαλοκήλες (εντέρου) υποχωρούν αυτόματα στις 11 εβδομάδες, όταν το κεφαλουραίο μήκος του εμβρύου είναι 44-45mm, ωστόσο υπάρχουν εξαιρέσεις. Ως εκ τούτου, μια μεμονωμένη μικρή ομφαλοκήλη (εντέρου), χωρίς επιπλέον ανατομικές ανωμαλίες, με αποδεκτή αυχενική διαφάνεια στις 11-12 εβδομάδες μπορεί να αντιπροσωπεύει την αργοπορημένη ανάταξη της φυσιολογικής ομφαλοκήλης. Όπως συμβαίνει και με άλλες εμβρυϊκές λειτουργίες, ο μη συγχρονισμός στην όψιμη ανάπτυξη των εμβρυϊκών λεμφαγγείων θα έχει ως αποτέλεσμα το οίδημα αυχένος, η καθυστερημένη οστεοποίηση την υποπλασία ρινικού οστού και ο αργοπορημένος συντονισμός στην διούρηση την μεγακύστη. Συνεπώς, νωρίς στην κύηση, η ομφαλοκήλη αποτελεί ένα παροδικό εύρημα και καλύτερα να θεωρείται ως ένας ήπιος δείκτης αυξημένου κίνδυνου χρωμοσωμικών ή άλλων γενετικών ανωμαλιών, παρά ως  πραγματική δομική ανωμαλία.

Διαφορική διάγνωση

Το μέγεθος, η θέση, το περιεχόμενο και η σύνδεση ατέλειας του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος με άλλες δυσπλασίες, είναι χαρακτηριστικά που μπορούν να διαγνωσθούν ενδομήτρια με υπερηχογράφημα, και επιτρέπουν τη διαφορική διάγνωση από καταστάσεις με παρόμοια εικόνα. Βασικό χαρακτηριστικό στην διάκριση τέτοιων καταστάσεων, αποτελεί η θέση της ατέλειας, σε σχέση με την είσοδο του ομφάλιου λώρου στο κοιλιακό τοίχωμα. 16 Η ορθή διάγνωση είναι εξαιρετικά σημαντική για τη διαχείριση αυτών των ασθενών. 16 Η διαφορική διάγνωση συμπεριλαμβάνει κυρίως άλλου τύπου ελλείμματα της μυϊκής στοιβάδας όπως, κήλη ομφαλίου λώρου, γαστρόσχιση, εκστροφή ουροδόχου κύστης, εκστροφή κλοάκης, σύμπλεγμα OEIS, πενταλογία Cantrell, κύστη ουραχού και σύνδρομο αμνιακής ταινίας.

Η κήλη ομαφαλίου λώρου αποτελεί ξεχωριστή οντότητα από αυτήν της ομφαλοκήλης και συνήθως θεωρείται λανθασμένα ως μικρή ομφαλοκήλη. 17 Ο λώρος στην κήλη ομφαλίου περιβάλεται από υγρού και εισέρχεται απευθείας στην περιοχή του ομφαλικού δακτυλίου, ενώ στην ομφαλοκήλη η είσοδος του ομφάλιου λώρου λαμβάνει χώρα ανώμαλα στη κορυφή του σάκου. 17

Στην γαστρόσχιση, οι ελεύθερες έλικες του εντέρου, σπάνια περιλαμβάνουν ήπαρ, προβάλουν δεξιά του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, ενώ η είσοδος του ομφαλίου λώρου στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα είναι φυσιολογική. Ωστόσω, επιτυχής διάκριση μεταξύ ομφαλοκήλης και γαστρόσχισης φτάνει το 75% (18/24). 18 Σημαντικές δυσκολίες παρουσιάζει επίσης, η διάκριση μεταξύ ερρηγμένης ομφαλοκήλης και γαστρόσχισης, ιδίως αν δεν παρατηρείται συμμετοχή ήπατος. Η πενταλογία Cantrell, αποτελεί ατέλεια που αφορά το ανώτερο κοιλιακό τοίχωμα και το διάφραγμα, ώστε τμήμα της καρδιάς να προβάλει έξω από το κύτος της κοιλιάς.

Η εκστροφή της ουροδόχου κύστης αποτελεί ατέλεια του κατώτερου κοιλιακού τοιχώματος. Το 1995 ο  Gearhart και οι συνεργάτες του καθόρισαν 5 υπερηχογραφικά κριτήρια προγεννητικής διάγνωσης της κλασικής εκστροφής της ουροδόχου κύστης τα οποία συμπεριλαμβάνουν: 1) απουσία ουροδόχου κύστης στην πύελο (71%), 2) προβάλλουσα μάζα μαλακού ιστού στο κατώτερο κοιλιακό τοίχωμα (47%), 3) χαμηλή είσοδος του ομφάλιου λώρου (29%), 4) μη φυσιολογικά εξωτερικά γεννητικά όργανα σε άρρενα έμβρυα (μικρός φαλλός με κρημνώδες αποκλίνον όσχεο, 57%) 5) μη φυσιολογική διεύρυνση των κορυφών των λαγόνιων οστών στο 18% των περιπτώσεων. 19 Ωστόσο, η προγεννητική διάγνωση είναι σπάνια, 20 η ακρίβεια είναι χαμηλή και κυμαίνεται σε ποσοστά 10%-25%, 21 , 22 ενώ η συνεπικουρία της μαγνητικής τομογραφίας (MRI) μπορεί να βελτιώσει την ακρίβεια της υπερηχογραφικής διάγνωσης. 23

Η εκστροφή της κλοάκης έχει διαφορετικές υπερηχογραφικές εμφανίσεις στο πρώτο από ότι στο δεύτερο τρίμηνο. Όπως είναι γνωστό, ο υμένας (μεμβράνη) της κλοάκης διαχωρίζει το σπλαχνικό περιτόναιο από τον αμνιακό χώρο κατά την πρώιμη ανάπτυξη. Ανάλογα με το χρονικό διάστημα διάσπασης του υμένα της κλοάκης, προκύπτουν διάφορες πολύπλοκες εμβρυϊκές ανωμαλίες. Στην κλασική της μορφή, συμπεριλαμβάνει: εκστροφή ειλεού, ατρησία πρωκτού, δύο εκστροφικές ουροδόχες κύστες με ξεχωριστό ουρητήρα η κάθε μία, ομφαλοκήλη, ανωμαλίες  σπονδύλων και ανωμαλίες έξω γεννητικών οργάνων. Το σύνολο των ανωμαλιών αυτών είναι γνωστό ως σύμπλεγμα OEIS (ομφαλοκήλη, εκστροφή ουροδόχου κύστεως, ατρησία πρωκτού, ανωμαλίες νωτιαίου σωλήνα και σπονδυλικής στήλης). To 1998, o Austin και οι συνεργάτες του καθόρισαν υπερηχογραφικά κριτήρια διάγνωσης της εκστροφής της κλοάκης. Τα κύρια κριτήρια συμπεριελάμβαναν απουσία ουροδόχου κύστεως (έλλειψη οπτικοποίησης), μεγάλη υπομφάλια ατέλεια πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος μέσης γραμμής ή κυστική δομή του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος (επιμένουσα κλοακική μεμβράνη), ομφαλοκήλη και οσφυοϊερές ανωμαλίες. Τα λιγότερο συχνά ή επικουρικά κριτήρια συμπεριλάμβαναν ατέλειες των κάτω άκρων, νεφρικές ανωμαλίες, ασκίτη, διευρυμένα ηβικά τόξα, στενό θώρακα, υδροκέφαλο και μονήρη ομφαλική αρτηρία. 24 Επί αμφιβολίας η μαγνητική τομογραφία (MRI) μπορεί να θέση ασφαλώς οριστική διάγνωση. 25

Στην κύστη ουραχού του μετέπειτα μέσου στηρικτικού συνδέσμου της ουροδόχου κύστης, που αποτελεί υπόλειμμα της ομφαλικής φλέφας, ο ουραχός συχνά επικοινωνεί με την ουροδόχο κύστη και περιέχει ούρα.

Το σύνδρομο της αμνιακής ταινίας χαρακτηρίζεται από σοβαρές ανωμαλίες της σπονδυλικής στήλης, της κοιλιάς αλλά και των άκρων.

Στρατηγικές διαχείρισης

Εάν το υπερηχογράφημα 11-14 εβδομάδων είναι ύποπτο για ατέλεια στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην διαχείριση του αποτελέσματος αυτού, καθώς τα περισσότερα έμβρυα έχουν πτωχή πρόγνωση λόγω της ανευπλοειδίας ή των πρόσθετων ανωμαλιών που συνυπάρχουν. Ωστόσο ένα σημαντικό ποσοστό, ίσως και 1 στα 5 έμβρυα, οδηγείται στη γέννηση ενός υγιούς μωρού στο οποίο δεν απαιτείται χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης. Το τελευταίο αυτό σενάριο, διαδραματίζεται στην πλειονότητα των εμβρύων με μικρή, μεμονωμένη ομφαλοκήλη και αποδεκτή αυχενική διαφάνεια. Στις επιλογές διαχείρισης, συμπεριλαμβάνονται ο μη επεμβατικός έλεγχος της ανευπλοειδίας από το αίμα της εγκύου ή εάν ο σχετικός βιοχημικός έλεγχος των πρωτεϊνών του πλάσματος Α (PAPP-A) και η χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG), είναι θετικός, υπάρχουν διαθέσιμες επεμβατικές τεχνικές με δειγματοληψία χοριακής λάχνης (CVS) ή αμνιοπαρακέντηση καθώς και η υπερηχογραφική παρακολούθηση στις 16 με 20 εβδομάδες.

Η απεικόνιση της φυσιολογικής κήλης του μέσου εντέρου κατέστη εφικτή, νωρίς, στο πρώτο τρίμηνο, αν και η απόσυρσή της ολοκληρώνεται την 11η εβδομάδα. Για το λόγο αυτό υπερηχογραφική διάγνωση πριν από τις 12 εβδομάδες θεωρείται αδύνατος, εκτός εάν στον σάκο ομφαλοκήλης προβάλει ήπαρ, οπότε, η διάγνωση μπορεί να τεθεί με ακρίβεια νωρίτερα, καθώς πολλά από αυτά τα έμβρυα θα έχουν φυσιολογική έκβαση. Αν στον σάκο ομφαλοκήλης υπάρχει ήπαρ, αυξημένη αυχενική διαφάνεια, πρόσθετες ανωμαλίες ή αν επιμένει η ομφαλοκήλη πέρα από το πρώτο τρίμηνο, θα πρέπει να προσφέρεται η αξιολόγηση της ανευπλοειδίας με καρυοτύπηση του εμβρύου. Αν ακολουθήσει λήψη χοριακής λάχνης (CVS) ή αμνιοπαρακέντηση, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον έλεγχο μικροελλείψεων, διπλασιασμών, μεταθέσεων και δομικών ανωμαλιών των χρωμοσωμάτων εκτός από τον κλασικό καρυότυπο, μοριακός καρυότυπος. Εάν αρνείται τις διαγνωστικές αυτές εξετάσεις η έγκυος, τότε θα πρέπει να της προσφέρεται ο μη επεμβατικός χρωμοσωμικών έλεγχος που μπορεί να εντοπίσει την πλειοψηφία των τρισωμιών που σχετίζονται με την ομφαλοκήλη.

Όταν ανιχνεύεται κάποια ατέλεια στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα, θα πρέπει να αξιολογείται η θέση εισόδου του λώρου ως προς τα κοιλιακά τοιχώματα με το έγχρωμο υπερηχογράφημα doppler καθώς μπορεί να είναι χρήσιμο στην διάκριση μεταξύ ομφαλοκήλης και γαστρόσχισης. Μερικές φορές η διάκριση αυτή είναι αδύνατος και θα πρέπει να αναβάλλεται έως το επόμενο υπερηχογράφημα, συνήθως στις 16 περίπου εβδομάδες. Επειδή η ομφαλοκήλη συνδέεται σε υψηλό ποσοστό με χρωμοσωμικές και κατασκευαστικές ανωμαλίες γίνεται προσπάθεια έγκαιρης διάγνωσης. Οπότε, διενεργείται σχολαστικός υπερηχογραφικός έλεγχος για την εμβυϊκή αρτιμέλεια στις 16 εβδομάδες και επαναλαμβάνεται στις 20 εβδομάδες. Ζητείται υπερηχοκαρδιογράφημα και εάν η καρδιά εμφανίζεται φυσιολογική πραγματοποιείται υπερηχογράφημα β επιπέδου στις 22-24 εβδομάδες. Ο ρόλος της μαγνητικής τομογραφίας στην αξιολόγηση αυτών των εμβρύων δεν έχει θεμελιωθεί πλήρως ωστόσο  θεωρείται υποβοηθητικός, ιδίως σε ασυνήθεις ή δύσκολες περιπτώσεις. 26 Επίσης προτείνεται, οι μελλοντικοί γονείς να συναντηθούν με κάποιον παιδοχειρουργό σε εύθετο χρόνο, συνήθως μετά από τις 20 εβδομάδες, όταν η αναζήτηση πρόσθετων ανωμαλιών θα έχει ολοκληρωθεί, ή νωρίτερα, εάν η έγκυος είναι ανήσυχη ή προτίθεται να προβεί σε τερματισμό της κύησης. Μερικοί μελετητές συνιστούν καισαρική τομή, για την αποφυγή τραυματισμού του ήπατος, της ρήξης του σάκου της κήλης ή στην περίπτωση μεγάλης ομφαλοκήλης. Σε κάθε περίπτωση ο τοκετός πρέπει να διενεργείται σε οργανωμένο μαιευτικό κέντρο που διαθέτει μονάδα εντατικής παρακολούθησης νεογνών και παιδοχειρουργικό τμήμα.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Γενικά η έκβαση εμβρύων με ομφαλοκήλη είναι κακή, ανεξάρτητα από τον τύπο της ομφαλοκήλης. Η εμβρυϊκή θνησιμότητα συνδέθηκε έντονα με την ύπαρξη ταυτόχρονων δυσπλασιών. 27 Η μεμονωμένη ομφαλοκήλη που διαγνώστηκε στα πρώτα στάδια της κύησης συνήθως έχει καλή πρόγνωση. 28 Σε περιπτώσεις μικρού ελλείμματος, η ανωμαλία μπορεί να αποσυρθεί αργότερα κατά τη διάρκεια της κύησης. 27 Μια σπάνια επιπλοκή της ομφαλοκήλης αποτελεί η ραγείσα ομφαλοκήλη που συνοδεύται από ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης, κήλη ήπατος και συσχετίστηκε με δυσμορφία σπονδυλικής στήλης, ατέλειες διαφράγματος, κυστεοεντερικά συρίγγεια και μηνιγγοκήλη. 29

Η έκβαση των εβρύων εξαρτάται κυρίως από την παρουσία ή όχι πρόσθετων ανωμαλιών. Γενικά το ποσοστό επιβίωσης είναι περίπου 50% και η πρόγνωση είναι σημαντικά χειρότερη στις περιπτώσεις της επιγαστρικής παρά σε αυτές της υπογαστρικής ομφαλοκήλης. Στα νεογνά με πενταλογία Cantrell το ποσοστό επιβίωσης είναι 20%, ενώ στο σύνδρομο Beckwith-Wiedemann 80%. Τα έμβρυα με σύνδρομο Beckwith-Wiedemann γεννιούνται πρόωρα λόγω υδράμνιου, εμφανίζουν δυσκολίες στην κατάποση και την αναπνοή ενώ θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για την ανάπτυξη όγκων της παιδικής ηλικίας.

Η χειρουργική προσέγγιση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος της βλάβης. Μικρή ομφαλοκήλη είναι κατάλληλη για πρωτογενή αποκατάσταση. Ποικίλες χειρουργικές τεχνικές χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν για να αποκαταστήσουν μεγάλες ομφαλοκήλες. Πέρα από το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχουν προβλήματα γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, αναπνευστικής δυσχέρειας και δυσκολία σίτισης η μακροπρόθεσμη έκβαση αυτών των επεμβάσεων καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία ή την απουσία πρόσθετων ανωμαλιών.

Πρόγνωση

Παρά τις προόδους στη περιγεννητική φροντίδα και την χειρουργική αποκατάσταση η πρόγνωση της συγγενούς ομφαλοκήλης θεωρείται μάλλον φτωχή, ανεξάρτητα από τον τύπο της ομφαλοκήλης. 30 Σε μια μελέτη που αφορούσε 90 περιπτώσεις ομφαλοκήλης στη Νορβηγία κατά το διάστημα 1985-2004, 49 κυήσεις (54%) τερματίστηκαν λόγω επιθυμίας των γονέων με τεχνητή διακοπή της κύησης, 6 έμβρυα κατέληξαν ενδομήτρια, 5 έμβρυα πέθαναν κατά την διάρκεια του τοκετού και 9 μετά από αυτόν. Από τα 21 έμβρυα που τελικά επέζησαν, τα 13 είχαν πρόσθετες συγγενείς ανωμαλίες ή άλλες δυσπλασίες και μόνο 8 παιδιά, (9%) της αρχικής ομάδας, θεωρήθηκαν υγιή καθώς παρακολουθήθηκαν και αξιολογήθηκαν από την ηλικία του 1 έως 17 ετών.29 Παρόμοια ευρήματα αναφέρθηκαν σε μια μελέτη που αφορούσε 445 περιπτώσεις ομφαλοκήλης που αντιμετωπίστηκαν στο Λονδίνο κατά το διάστημα 1991-2002. 29 Οι περισσότερες ανευπλοειδικές κυήσεις, 250 (56%), είτε τερματίστηκαν με διακοπή της κύησης ή τα έμβρυα πέθαναν πριν από τον τοκετό ή αμέσως μετά κατά την νεογνική περίοδο. Από τα 176 έμβρυα με φυσιολογικό ή άγνωστο καρυότυπο, 96 (55%) τερματίστηκαν με διακοπή της κύησης, 27 πέθαναν ενδομήτρια και 9 κατέληξαν ως νεογνά. Τα υπόλοιπα 44 παιδιά υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης της βλάβης, ποσοστό 10% της αρχικής ομάδας, και όλα τους επέζησαν. 31 Τα φτωχά αποτελέσματα της ομφαλοκήλης μάλλον σχετίζονται με την υψηλή συχνότητα εμφάνισης συγγενών ανωμαλιών, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες που η ομφαλοκήλη συσχετίζεται με ανευπλοειδία.

Η πρόγνωση στις περιπτώσεις μεμονωμένης ομφαλοκήλης είναι πολύ καλύτερη. Μετά τη γέννηση, τα βρέφη αυτά έχουν συχνά πιο εύκολη μετεγχειρητική πορεία σε σύγκριση με εκείνα λόγω γαστρόσχισης, προφανώς επειδή η ομφαλοκήλη προστατεύεται από την μεμβράνη η οποία περιβάλλει το έντερο που αναδύεται από την κοιλιά. Ωστόσο, τα έμβρυα με μεγάλη ομφαλοκήλη-συνήθως ο σάκος τους περιέχει ήπαρ-μπορεί να αντιμετωπίσουν επιπλέον επιπλοκές συμπεριλαμβανομένης της αναπνευστικής δυσχέρειας αλλά και σύνθετες ή και εκτεταμένες χειρουργικές επεμβάσεις για την αποκατάσταση της βλάβης. Ως μεγάλες ομφαλοκήλες καθορίζονται συχνά αυτές στις οποίες το 75% και πλέον του ήπατος βρίσκεται εξωτερικά του κύτους της κοιλιάς. Όπως είναι αναμενόμενο η πρόγνωση σε αυτά τα έμβρυα είναι πολύ χειρότερη από ότι σε εκείνα με μικρότερες και μεμονωμένες ομφαλοκήλες. Σε μια αναδρομική μελέτη που συμπεριελάμβανε 17 κυήσεις με μεγάλη ομφαλοκήλη: 8 έμβρυα γεννήθηκαν ζωντανά, 4 τερματίστηκαν μετά από επιθυμία των γονέων, σημειώθηκαν 2 ενδομήτριοι θάνατοι, ενώ 3 χάθηκαν από την παρακολούθηση. Επέζησαν συνολικά 6 έμβρυα (2 βρεφικοί θάνατοι), από τα οποία 4 εμφάνισαν αναπνευστική δυσχέρεια, 2 καθυστέρηση ανάπτυξης ενώ όλα χρειάστηκαν διασωλήνωση. 32

Η διάγνωση της εκστροφής της ουροδόχου κύστης είναι πολύ σημαντική για τη προγεννητική συμβουλευτική καθώς και για τον προγραμματισμό της χειρουργικής αποκατάστασης. Σε ιδανικές συνθήκες η σύγκλειση της ουροδόχου κύστης στην κοιλιακή κοιλότητο πραγματοποιείται εντός 48 ωρών από τη γέννηση. Επιπλέον, οι γονείς θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για πιθανές μακροχρόνιες επιπτώσεις του τύπου της ακράτειας των ούρων, της υπογονιμότητας και των επαναλαμβανόμενων ουρογεννητικών χειρουργείων.

  1. Densler JF. Gastroschisis and ruptured omphalocele. J Natl Med Assoc. 1982 Jul; 74 (7): 693-6. PubMed | Full Text PMC
  2. Calzolari E, Bianchi F, Dolk H, et al. EUROCAT Working Group: Omphalocele and gastroschisis in Europe: a survey of 3 million births 1980-1990. Am J Med Genet. 1995 Aug 28; 58 (2): 187-194. PubMed | Wiley Online Library
  3. Benjamin B, Wilson G. Anomalies associated with gastroschisis and omphalocele: analysis of 2825 cases from the Texas Birth Defects Registry. J Pediatr Surg. 2014 Apr; 49 (4): 514-9. PubMed | Full Text Pediatric Surgery
  4. Byron-Scott R, Haan E, Chan A, et al. A population-based study of abdominal wall defects in South Australia and Western Australia. Paediatr Perinat Epidemiol. 1998 Apr; 12 (2): 136-51. PubMed | Wiley Online Library
  5. Brantberg A, Blaas HG, Haugen SE, et al. Characteristics and outcome of 90 cases of fetal omphalocele. Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Oct; 26 (5): 527-37. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  6. De Veciana M, Major CA, Porto M. Prediction of an abnormal karyotype in fetuses with omphalocele. Prenat Diagn. 1994 Jun; 14 (6): 487-92. PubMed | Wiley Online Library
  7. Getachew MM, Goldstein RB, Edge V, et al. Correlation between omphalocele contents and karyotypic abnormalities: sonographic study in 37 cases. AJR. 1992 Jan; 158 (1): 133-6. PubMed | Full Text AJR
  8. Benacerraf BR, Saltzman DH, Estroff JA, et al. Abnormal karyotype of fetuses with omphalocele: prediction based on omphalocele contents. Obstet Gynecol. 1990 Mar; 75 (3 Pt 1): 317-9. PubMed
  9. van Zalen-Sprock RM, Vugt JM, van Geijn HP. First-trimester sonography of physiological midgut herniation and early diagnosis of omphalocele. Prenat Diagn. 1997 Jun; 17 (6): 511-8. PubMed | Wiley Online Library
  10. Iacovella C, Contro E, Ghi T , et al. The effect of the contents of exomphalos and nuchal translucency at 11-14 weeks on the likelihood of associated chromosomal abnormality. Prenat Diagn. 2012 Nov; 32 (11): 1066-70. PubMed | Wiley Online Library
  11. Stoll C, Alembik Y, Dott B, Roth MP. Omphalocele and gastroschisis and associated malformations. Am J Med Genet A. 2008 May 15; 146A (10): 1280-5. PubMed | Wiley Online Library
  12. Hurst J, Firth HV, Chitty LS. Syndromic associations with congenital anomalies of the fetal thorax and abdomen. Prenat Diagn. 2008 Jul; 28 (7): 676-84. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  13. Barisic I, Clementi M, Häusler M, et al. Euroscan Study Group: Evaluation of prenatal ultrasound diagnosis of fetal abdominal wall defects by 19 European registries. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Oct; 18 (4): 309-16. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  14. Syngelaki A, Chelemen T, Dagklis T, et al. Challenges in the diagnosis of fetal non-chromosomal abnormalities at 11-13 weeks. Prenat Diagn. 2011 Jan; 31 (1): 90-102. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  15. Kagan KO, Staboulidou I, Syngelaki A, et al. The 11-13-week scan: diagnosis and outcome of holoprosencephaly, exomphalos and megacystis. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Jul; 36 (1): 10-4. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  16. Emanuel PG, Garcia GI, Angtuaco TL. Prenatal detection of anterior abdominal wall defects with US.Radiographics. 1995 May; 15 (3): 517-30. PubMed | Full Text RadioGraphics | PDF
  17. Achiron R, Soriano D, Lipitz S, et al. Fetal midgut herniation into the umbilical cord: improved definition of ventral abdominal anomaly with the use of transvaginal sonography. Ultrasound Obstet Gynecol. 1995 Oct; 6 (4): 256-60. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  18. Bair JH, Russ PD, Pretorius DH, et al. Fetal omphalocele and gastroschisis: a review of 24 cases. AJR Am J Roentgenol. 1986 Nov; 147 (5): 1047-51. PubMed | Full Text AJR
  19. Gearhart JP, Ben-Chaim J, Jeffs RD, et al. Criteria for the prenatal diagnosis of classic bladder exstrophy. Obstet Gynecol. 1995 Jun; 85 (6): 961-4. PubMed | Elsevier Science
  20. Cacciari A, Pilu GL, Mordenti M, et al. Prenatal diagnosis of bladder exstrophy: what counseling? J Urol. 1999 Jan; 161 (1): 259-61. PubMed
  21. Jayachandran D, Bythell M, Platt MW, et al. Register based study of bladder exstrophy-epispadias complex: prevalence, associated anomalies, prenatal diagnosis and survival. J Urol. 2011 Nov; 186 (5): 2056-60. PubMed | Full Text AUA
  22. Goyal A, Fishwick J, Hurrell R, et al. Antenatal diagnosis of bladder/cloacal exstrophy: challenges and possible solutions. J Pediatr Urol. 2012 Apr; 8 (2): 140-4. PubMed | Full Text Pediatric Urology
  23. Goldman S, Szejnfeld PO, Rondon A, et al. Prenatal diagnosis of bladder exstrophy by fetal MRI. J Pediatr Urol. 2013 Feb; 9 (1): 3-6. PubMed | Full Text Pediatric Urology
  24. Austin PF, Homsy YL, Gearhart JP, et al. The prenatal diagnosis of cloacal exstrophy. J Urol. 1998 Sep; 160 (3 Pt 2): 1179-81. PubMed | Full Text Wolters Kluwer
  25. Calvo-Garcia MA, Kline-Fath BM, Rubio EI, et al. Fetal MRI of cloacal exstrophy. Pediatr Radiol. 2013 Mar; 43 (5): 593-604. PubMed | SpringerLink
  26. Daltro P, Fricke BL, Kline-Fath BM, et al. Prenatal MRI of congenital abdominal and chest wall defects. AJR Am J Roentgenol. 2005 Mar; 184 (3): 1010-6. PubMed | Full Text AJR
  27. Hughes MD, Nyberg DA, Mack LA, et al. Fetal omphalocele: prenatal US detection of concurrent anomalies and other predictors of outcome. Radiology. 1989 Nov; 173 (2): 371-6. PubMed | Full Text Radiology
  28. Blazer S, Zimmer EZ, Gover A, et al. Fetal omphalocele detected early in pregnancy: associated anomalies and outcomes. Radiology. 2004 Jul; 232 (1): 191-5. PubMed | Full Text Radiology
  29. Kamata S, Ishikawa S, Usui N, et al. Prenatal diagnosis of abdominal wall defects and their prognosis. J Pediatr Surg. 1996 Feb; 31 (2): 267-71. PubMed | Full Text Pediatric Surgery
  30. Brantberg A, Blaas HG, Haugen SE, et al. Characteristics and outcome of 90 cases of fetal omphalocele. Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Oct; 26 (5): 527-37. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  31. Lakasing L, Cicero S, Davenport M, et al. Current outcome of antenatally diagnosed exomphalos: an 11 year review. J Pediatr Surg. 2006 Aug; 41 (8): 1403-6. PubMed | Full Text Pediatric Surgery
  32. Biard JM, Wilson RD, Johnson MP, et al. Prenatally diagnosed giant omphaloceles: short- and long-term outcomes. Prenat Diagn2004 Jun; 24 (6): 434-9. PubMed | Wiley Online Library
Μαρτίου 25, 2015

Περιγραφή και συχνότητα εμφάνισης

Η δισχιδής ράχη είναι το αποτέλεσμα ανώμαλου σχηματισμού του νευρικού σωλήνα, λόγω αποτυχίας στην σύγκλιση των οπίσθιων τόξων των σπονδύλων ώστε να σχηματισθεί ο οστέινος νωτιαίος σωλήνας που περιβάλλει το νωτιαίο μυελό, με αποτέλεσμα να προβάλλουν ιστοί μέσα από το οστέινο έλλειμμα-προς τα έξω-της σπονδυλικής στήλης. Η δισχιδής ράχη εμφανίζεται με συχνότητα 1 έως 4 περιπτώσεις ανά 1000 γεννήσεις και εμφανίζει γεωγραφικές και φυλετικές διαφοροποιήσεις.

Ταξινόμηση και εντόπιση

Εάν μέσα από το έλλειμμα που προκύπτει από τη δισχιδή ράχη, προβάλλουν μήνιγγες, νωτιαίος μυελός, νευρικές ρίζες, τότε η ανωμαλία ονομάζεται μηνιγγομυελοκήλη, εάν πρόκειται μόνο για το οστέινο έλλειμμα ή και τα υπερκείμενα μαλακά μόρια, λέγεται μηνιγγοκήλη. Το οστικό έλλειμμα της δισχιδούς ράχης μπορεί να προκύψει σε οποιοδήποτε επίπεδο της σπονδυλικής στήλης, συχνότερα όμως εντοπίζεται στο κατώτερο οσφυϊκό και ιερό τμήμα της.

Καταστάσεις που σχετίζονται με ελλείμματα νευρικού σωλήνα

Η ακριβής αιτιολογία της δισχιδούς ράχης παραμένει άγνωστη στο σύνολό της, ωστόσο η έλλειψη φυλλικού οξέως στα αρχικά στάδια της κύησης αποτελεί παράγοντα κινδύνου. Αν και οι περισσότερες μηνιγγομυελοκήλες είναι μεμονωμένες ανωμαλίες, περισσότερα από 25 γενετικά, σποραδικά και χρωμοσωμικά σύνδρομα της δυσμορφίας έχουν περιγραφεί, συμπεριλαμβανομένης και της τρισωμίας 18 η οποία συνυπάρχει σε ποσοστό 10-15% των εμβρύων με δισχιδή ράχη.

Κληρονομικότητα

Η κληρονομικότητα των ελλειμμάτων του νωτιαίου σωλήνα θεωρείται πολυπαραγοντική στην αιτιολογία της, ωστόσο το ποσοστό επανεμφάνισης για γονείς με ένα παιδί που πάσχει είναι 2% και 10%, για περισσότερα. Μελέτες των τελευταίων ετών έχουν δείξει ότι η λήψη φυλλικού οξέως, 3 μήνες πριν από την σύλληψη ή και στην διάρκεια του 1ου τριμήνου της κύησης, μπορεί να ελαττώσει κατά 70 % την συχνότητα της βλάβης σε γυναίκες με βεβαρημένο ιστορικό.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Τα μικρά ελλείμματα της σπονδυλικής στήλης είναι δυσδιάκριτα στο υπερηχογράφημα και μπορεί να μην απεικονίζονται έως την 16η με 18η εβδομάδα της κύησης. Στις περιπτώσεις που πιθανολογείται δισχιδής ράχη θα πρέπει να αξιολογείται ο οπίσθιος εγκεφαλικός βόθρος, αφού αυτή η ανωμαλία σχετίζεται με διάταση των πλαγίων κοιλιών του εγκεφάλου καθώς και με ποικίλου βαθμού υποπλασία των οργάνων αυτής της περιοχής. Τις δυσμορφίες αυτής της περιοχής αυτής περιέγραψαν οι Arnold-Chiari και είναι γνωστές ως δυσμορφίες Arnold-Chiari ΙΙ. Η εμβρυική κεφαλή παρουσιάζει ανωμαλίες στα περισσότερα έμβρυα με μηνιγγομυελοκήλη. Ο οπίσθιος βόθρος είναι μικρότερος και η παρεγκεφαλίδα προβάλλει προς το ινιακό οστό, ελαχιστοποιώντας έτσι το μέγεθος της παρεγκεφαλιδονωτιαίας δεξαμενής. Στο 2ο τρίμηνο της κύησης, η μικρότερη του φυσιολογικού υποηχογενής παρεγκεφαλίδα εμφανίζεται κυρτή γύρω από το μίσχο της έτσι ώστε να μοιάζει με μπανάνα. Με την πρόοδο της εγκυμοσύνης η παρεγκεφαλίδα αυξάνει το μέγεθός της και γίνεται περισσότερο ηχογενής, ενώ προβάλλει ακόμα προς τα πίσω, εξαλείφοντας την περιοχή της παρεγκεφαλιδονωτιαίας δεξαμενής. Επίσης η μορφολογία του κρανίου των εμβρύων με μηνιγγομυελοκήλη εμφανίζει ανώμαλο περίγραμμα, χαρακτηρίζεται από παραμόρφωση των βρεγματικών οστών, έτσι ώστε το σχήμα της κεφαλής να μοιάζει σαν "λεμόνι". Στο 3ο τρίμηνο της κύησης το κρανίο εμφανίζει αύξηση της οστικής πυκνότητας και έχει συνήθως φυσιολογικό περίγραμμα και σχήμα. Σε μεγάλο ποσοστό συνυπάρχει υδροκεφαλία ή μικροκεφαλία. Η ύπαρξη του σημείου λεμονιού παρατηρείται στο 45% των περιπτώσεων πριν τις 20 εβδομάδες, στο 50% μεταξύ 24-35 εβδομάδες, ενώ μετά την 35η εβδομάδα δεν παρατηρείται πλέον. Το σημείο μπανάνας παρατηρείται στο 99% των περιπτώσεων πριν τις 24 εβδομάδες, ενώ αργότερα είτε απουσία της παρεγκεφαλίδας ή σμίκρυνση του μεγέθους της σε ποσοστό μεγαλύτερο από 80%.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Η έκβαση και η πρόγνωση των βρεφών με ελλείμματα του νωτιαίου σωλήνα εξαρτάται κυρίως από το επίπεδο του ελλείμματος της σπονδυλικής στήλης αλλά και από την βαρύτητα της ανωμαλίας. Όσο ψηλότερο είναι το σημείο της βλάβης τόσο βαρύτερα είναι τα νευρολογικά ελλείμματα, ενώ στα περισσότερα από αυτά υπάρχει και νοητική υστέρηση. Σε μία μελέτη που συμπεριελάμβανε 30 περιπτώσεις με ελλείμματα νωτιαίου σωλήνα, καλύτερη πρόγνωση (κινητικότητα) είχαν τα νεογνά στα οποία η ατέλεια βρισκόταν χαμηλότερα στην σπονδυλική στήλη, σε σχέση με άλλα στα οποία η βλάβη βρισκόταν ψηλά προς τον θώρακα και αυτά με τις μικρότερες διατάσεις στις κοιλίες του εγκεφάλου (Benacerraf, 2007, 440).

Χειρουργική αποκατάσταση

Η ενδομήτρια χειρουργική διόρθωση της μηνιγγομυελοκήλης παραμένει αμφισβητούμενη. Ο σκοπός της εμβρυϊκής επέμβασης να αποτραπούν ή να μειωθούν οι σημαντικές ισόβιες ανικανότητες που συνδέονται με την μηνιγγομυελοκήλη, οι οποίες περιλαμβάνουν διάφορους βαθμούς μαθησιακής δυσκολίας, παραπληγία, υδροκεφαλία, και ακράτεια ούρων και κοπράνων. Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν δεδομένα που να καταδεικνύουν βελτιωμένη νευρολογική λειτουργία στα νήπια που υποβλήθηκαν σε ενδομήτρια χειρουργική αποκατάσταση.

Η πρόωρη χειρουργική αποκατάσταση της μηνιγγομυελοκήλης στο νεογνό δεν συνδέεται με την βελτίωση της νευρολογικής λειτουργίας, αλλά με χαμηλότερο ποσοστό μόλυνσης της βλάβης, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι ερευνητές. Η μηνιγγομυελοκήλη πρέπει να κλείσει τις πρώτες 24 ώρες, ανεξάρτητα αν η μεμβράνη είναι ή όχι ανοιχτή. Όταν παρέλθουν πάνω από 36 ώρες από την γέννηση το τραύμα στη ράχη αποικίζεται από μικρόβια και υπάρχει αυξημένος κίνδυνος μετεγχειρητικής μόλυνσης. Τα ποσοστά θνησιμότητας μετά από την χειρουργική επέμβαση της μηνιγγομυελοκήλης κυμαίνονται από 2%-19% αλλά οι διεγχειρητικοί θάνατοι είναι πολύ σπάνιοι. Οι πρόωροι μετεγχειρητικοί θάνατοι είναι επίσης πολύ σπάνιοι (περίπου 2%) και συνδέονται με την αναπνευστική δυσχέρεια ή μια ιδιαίτερα βαριάς μορφής μηνιγγίτιδα.

Μαρτίου 25, 2015

 

Περιγραφή και ορισμός

Το ιερο-κοκκυγγικό τεράτωμα είναι όγκος που προέρχεται από τα αρχέγονα κύτταρα του βλαστικού δέρματος (ενδόδερμα, μεσόδερμα, εξώδερμα), εντοπίζεται στην προϊερή περιοχή της σπονδυλικής στήλης και αποτελείται από νευρικό ιστό, χόνδρο, λίπος, οστό, τρίχες, μαλλιά). Η σύσταση του όγκου μπορεί να είναι κυστική, συμπαγής ή να είναι μικτή στην οποία να υπερτερούν άλλοτε τα κυστικά και άλλοτε τα συμπαγή στοιχεία.

Κληρονομικότητα

Το ιερο-κοκκυγγικό τεράτωμα έχει σποραδική εμφάνιση και δεν συσχετίζεται με την κληρονομικότητα.

Υπερηχογραφική διάγνωση και παρακολούθηση

Η υπερηχογραφική διάγνωση ενός ιερο-κοκκυγικού τερατώματος συνήθως πραγματοποιείται στο τέλος του 2ου ή στις αρχές του 3ου τριμήνου επειδή όσο προχωρά η εγκυμοσύνη ό όγκος αυξάνει το μέγεθος του και είναι ευκολότερα διακριτός. Από την στιγμή που θα διαγνωσθεί το πρόβλημα επιβεβλημένα θεωρούνται τα επαναληπτικά υπερηχογραφήματα για να καθοριστεί ο ρυθμός ανάπτυξης της βλάβης, αλλά να καταγραφούν επίσης και οι συνοδές επιπλοκές όπως: υδράμνιο, υδρονέφρωση, ύδρωπας, κ.λ.π.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Το τεράτωμα της προϊερής περιοχής μπορεί να αναπτυχθεί είτε ενδοκοιλιακά προς την πύελο, είτε εξωτερικά με επέκταση προς του γλουτούς και όταν λάβει μεγάλες διαστάσεις να διαταράξει την ανατομία των οστών της πυέλου ή του ιερού οστού και να προκαλέσει υδρονέφρωση, νευρογενή ουροδόχο κύστη ή και παράλυση των κάτω άκρων. Το Ιερο-κοκκυγγικό τεράτωμα μπορεί να αναπτυχθεί ταχύτατα επειδή φέρει μεγάλη αγγείωση. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος το έμβρυο κινδυνεύει να αναπτύξει αρχικά μεγαλοκαρδία και ύδρωπα, ενώ στην συνέχεια, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια με κακή πρόγνωση.

Μαρτίου 25, 2015

 

Περιγραφή

Ο υδροκέφαλος αποτελεί βλάβη του κεντρικού νευρικού συστήματος η οποία προκαλείται εκεί όπου παρατηρείται παρεμπόδιση της κυκλοφορίας του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, λόγω απόφραξη στον "υδραγωγό του Sylvius", με αποτέλεσμα την αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης, την διάταση ορισμένων ή όλων των κοιλιών και περισσότερο συχνά των πλάγιων κοιλιών του εγκεφάλου.

Συχνότητα και αίτια εμφάνισης

Ο συγγενής υδροκέφαλος εμφανίζεται με συχνότητα 2 έως 8 νεογνά σε κάθε 1.000 γεννήσεις και σαν αιτιοπαθολογικός παράγοντας έχει αναφερθεί η κληρονομικότητα αλλά και ποικίλες διαταραχές όπως, εγκεφαλικές αιμορραγίες, συγγενείς λοιμώξεις, γενετικά σύνδρομα, χρωμοσωμικές ανωμαλίες, ενώ σε ένα μεγάλο ποσοστό θεωρείται ιδιοπαθής επειδή δεν μπορεί να προσδιοριστεί η ακριβής αιτιολογία.

Σχέση με άλλες ανωμαλίες

Το υδροκέφαλο έμβρυο σε ποσοστό 70-84% των περιπτώσεων συνοδεύεται και από άλλες (υπερηχογραφικά) ενδοκρανιακές και εξωκρανιακές ανωμαλίες στις οποίες κατατάσσονται βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος (ολοπροσεγκεφαλία, ενδοκρανιακό τεράτωμα, μηνιγγομυελοκήλη, ανωμαλίες του οπίσθιου βόθρου), βλάβες του καρδιακού συστήματος (μεσοκοιλιακό και μεσοκολπικό έλλειμμα, μετάθεση μεγάλων αγγείων), βλάβες του γαστρεντερικού συστήματος (λυκόστομα, τραχειο-οισοφαγικό συρίγγιο), υποπλασία πνευμόνων, ανωμαλίες νεφρών (υδρονέφρωση, νεφρική υποπλασία).

Κληρονομικότητα

Πρόκειται για την Χ φυλοσύνδετη υδροκεφαλία στην οποία η στένωση στον "υδραγωγό του Sylvius" μεταφέρεται με υπολειπόμενο πρότυπο κληρονομικότητας. Ένα ποσοστό 25% άρρενα έμβρυα με στένωση στον "υδραγωγό του Sylvius", θεωρείται ότι παρουσιάζουν Χ φυλοσύνδετο τρόπο κληρονομικότητας.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Φυσιολογικά τα χοριοειδή πλέγματα "γεμίζουν" και βρίσκονται σε στενή σχέση με τις πλάγιες κοιλίες του εγκεφάλου σε όλη τη διάρκεια της κύησης. Όταν υπάρχει υδροκεφαλία ακόμα και σε ελαφριές μορφές, τα χοριοειδή πλέγματα παρεκτοπίζονται προς τα πλάγια, σαν να "κρέμονται" επειδή βρίσκονται μακριά από τα έσω τοιχώματα των πλάγιων κοιλιών. Η διάγνωση γίνεται όταν το πηλίκο των πρόσθιων ή και των οπίσθιων κεράτων των πλάγιων κοιλιών προς το ημισφαίριο του εγκεφάλου είναι μεγαλύτερο από την 95η εκατοστιαία θέση, των φυσιολογικών τιμών για την ηλικία της κύησης. Έτσι πριν ακόμα αρχίσουν οι μεταβολές στην περίμετρο του κρανίου, διατείνονται ανώμαλα οι πλάγιες κοιλίες του εγκεφάλου και κάποτε μπορεί να ανευρεθεί διατεταμένη η 3η καθώς και η 4η κοιλία.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Σε ελαφριές μορφές έχει περιγραφεί ενδομήτρια ύφεση της νόσου με αποτέλεσμα την γέννηση φυσιολογικών νεογνών. Η πρόγνωση πάντως εξαρτάται από την βαρύτητα της υδροκεφαλίας και από την ύπαρξη επιπλέον ανατομικών ή χρωμοσωμικών ανωμαλιών. Συνύπαρξη μηνιγγομυελοκήλης έχει περιγραφή στο 50% των περιπτώσεων υδροκεφαλίας, ενώ πολλές φορές ανευρίσκεται μαζί με ανωμαλίες του οπισθίου εγκεφαλικού βόθρου ή η εγκεφαλική ατροφία.

Στρατηγική διαχείρισης

Η ύπαρξη υδροκεφαλίας επιβάλλει λεπτομερή υπερηχογραφικό έλεγχο για ανεύρεση επιπλέον ανατομικών ανωμαλιών στο έμβρυο ή δεικτών τρισωμίας. Αν ωστόσο αποτελεί μεμονωμένο εύρημα, θεωρείται μονόδρομος η παρακολούθηση του εμβρυϊκού εγκεφάλου με διαδοχικά υπερηχογραφήματα προκειμένου να εξακριβωθεί η επιδείνωση ή η στασιμότητα αυτής της κατάστασης. Σε περίπτωση επιδείνωσης, ζητείται η συνεπικουρία της μαγνητικής τομογραφίας του εμβρυϊκού εγκεφάλου, μαζί με νευρολογική εκτίμηση που θα μας καθορίσει την έκταση της νευρολογικής βλάβης και "κατ΄επέκταση" την συνέχιση ή τον τερματισμό της εγκυμοσύνης. Η αμνιοπαρακέντηση θεωρείται σκόπιμος, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις ήπιας υδροκεφαλίας που ο συσχετισμός με τρισωμία 21 είναι αυξημένος, ενώ είναι επιβεβλημένη εάν συνυπάρχει και άλλος δείκτης τρισωμίας.

Ενδομήτρια θεραπεία

Η πιο συχνά εφαρμοζόμενη ενδομήτρια μέθοδος θεραπείας είναι η τοποθέτηση κοιλιο-αμνιακού καθετήρα, με σκοπό την συνεχή παροχέτευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού στην αμνιακή κοιλότητα, την μείωση της ενδοκρανιακής πίεσης και την αύξηση της πύκνωσης του εγκεφαλικού φλοιού. Τα ποσοστά θνησιμότητας από την επέμβαση είναι υψηλά, ανέρχονται σε ποσοστό 17%, ενώ η νοσηρότητα σε αυτά που τελικά επιζούν είναι επίσης υψηλή. Ποσοστό 65% από τα έμβρυα που χειρουργούνται ενδομητρίως παρουσιάζουν διαφόρου βαθμού νευρολογικά προβλήματα όπως βαριά νοητική υστέρηση. Από αυτά τα έμβρυα, ποσοστό 78% θα αποβιώσει διεπεμβατικά, ενώ στο υπόλοιπο 22% από αυτό τελικά που θα επιβιώσει συνυπάρχουν και άλλες ανωμαλίες που δεν έχουν διαγνωστεί. Τα μέχρι στιγμής στατιστικά στοιχεία των ενδομήτριων παρεμβάσεων από την προσπάθεια διόρθωσης της υδροκεφαλίας ήταν απογοητευτικά. Πάνω από ένα στα δύο έμβρυα παρουσίαζε βαριά εγκεφαλική βλάβη, οπότε και περιορίστηκε η αξία αυτών των επεμβάσεων οι οποίες μάλλον θα πρέπει να αποφεύγονται.

Μαρτίου 25, 2015

 

Περιγραφή και ορισμός

Η ολοπροσεγκεφαλία (HPE) αποτελεί βλάβη του κεντρικού νευρικού συστήματος και ειδικότερα του πρόσθιου εγκεφάλου. Είναι το αποτέλεσμα είτε αποτυχίας, είτε ατελούς διαίρεσης του πρόσθιου εγκεφαλικού κυστιδίου για τον σχηματισμό των εγκεφαλικών ημισφαιρίων και των πλάγιων κοιλιών του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα μονήρη κοιλία, συνένωση παρεγκεφαλιδικών ημισφαιρίων, θαλάμων και ανωμαλίες οφθαλμικού και οσφρητικού λοβού.

Η ολοπροσεγκεφαλία προκύπτει από τη διάσπαση της φυσιολογικής επαγωγής και διαμόρφωσης του ραμφικού νευρικού σωλήνα κατά τη διάρκεια της πρώιμης εμβρυογένεσης. Τα αρχέγονα κυστίδια του εγκεφάλου ο προσεγκέφαλος, ο μεσεγκέφαλος και ο ρομβοεγκέφαλος, είναι ευδιάκριτα μέχρι την 3η εμβρυϊκή εβδομάδα. Χωριστές πλευρικές τελεγκεφαλικές και διεγκεφαλικές 1 δομές αναπτύσσονται από ένα ενιαίο προσεγκεφαλικό κυστίδιο αρχίζοντας κανονικά μέχρι την 5η εμβρυϊκή εβδομάδα της κύησης, επομένως, η ολοπροσεγκεφαλία χαρακτηρίζεται από ατελή διαχωρισμό του πρόσθιου εγκεφάλου σε δεξιό και αριστερό ημισφαίριο, σε διεγκέφαλο και τελεγκέφαλο, και σε οσφρητικούς και οπτικούς βολβούς.

Συχνότητα εμφάνισης

Η ολοπροσεγκεφαλία (HPE) έχει επιπολασμό 1 στις 250 κατά την εμβρυογένεση, όμως, λόγω υψηλών ποσοστών αυτόματης έκτρωσης, 40/10.000, εμφανίζεται με συχνότητα 1/10.000-1/16.000 μεταξύ των ζώντων νεογνών. 2 - 4  Στην Χιλή ο επιπολασμός της ολοπροσεγκεφαλίας (HPE) ήταν 0,69/10.000 γεννήσεις ζώντων νεογνών. 24

Αιτιοπαθογένεια 

Η ολοπροσεγκεφαλία (HPE) αντιπροσωπεύει μια ετερογενή οντότητα με διαφορετική αιτιολογία και φαινοτυπική έκφραση. Ενοχοποιήθηκαν αρκετές χρωμοσωμικές ανωμαλίες, με πιο κοινή την τρισωμία 13 (ή del.13q), στο 70% των περιπτώσεων ανευπλοειδίας και στο 40% όλων των περιπτώσεων. Αναφέρθηκαν επίσης δομικές ανωμαλίες του χρωμοσώματος 18, 23 , 25  η τρισωμία 21 και η τριπλοειδία (69ΧΧΧ, 69ΧΧΥ). Η ολοπροσεγκεφαλία (HPE) μπορεί να προκληθεί από ένα αυτοσωματικό υπολειπόμενο γονίδιο ή από μία επικρατούσα μετάλλαξη στις περισσότερες περιπτώσεις. Τουλάχιστον 9 γονιδιακές μεταλλάξεις έχουν αναφερθεί: 5 - 11 , 28  sonic hedgehog (SHH), patched homolog 1 (PTCH1), glioma-associated oncogene family zinc finger 2 (GLI2), teratocarcinoma-derived growth factor 1 (TDGF1, επίσης γνωστό ως CRIPTO), TGF-β–induced factor homeobox (TGIF), forkhead box H1 (FOXH1), zinc finger protein of the cerebellum 2 (ZIC2), SIX homeobox 3 (SIX3) και dispatched homolog 1 (DISP1).

Στους αιτιοπαθογενετικούς παράγοντες κινδύνου συγκαταλέγονται περιβαλλοντικά αίτια ή μεταβολικές διαταραχές. 12 , 22   Στους επίσημα αναγνωρισμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες συγκαταλέγονται ο μητρικός διαβήτης 12 , 13  και η αιθυλική αλκοόλη. 14  Η ολοπροσεγκεφαλία (HPE) έχει επίσης σημειωθεί σε συνδυασμό με προγεννητική έκθεση σε φάρμακα: ρετινοϊκό οξύ και σε αναστολείς της βιοσύνθεσης της χοληστερόλης σε αρουραίους  ή σε λοίμωξη απο κυτταρομεγαλοϊό, μεμονωμένη περίπτωση. 15 ,16

Ταξινόμηση

Η πιο αποδεκτή ταξινόμηση των διαταραχών του πρόσθιου εγκέφαλου αναγνωρίζει τέσσερις κύριες μορφές: την αλοβιακή (alobar), την ημιλοβιακή (semilobar), τους λοβιακούς τύπους (lobar) και την πιο πρόσφατα περιγραφείσα μέση διαημισφαιρική παραλλαγή (middle interhemispheric variant). 30 Στην αλοβιακή μορφή, την πιο σοβαρή, απουσιάζει κάθε διαχωρισμός των εγκεφαλικών ημισφαιρίων καθώς και το μεσολόβιο. Υπάρχει μία μόνο πρωτόγονη κοιλία, με ή χωρίς ένα μανδύα φλοιού που περιβάλλει τους κεντρικά διασπασμένους θαλάμους. Η τρίτη κοιλία απουσιάζει, όπως και η νευροϋπόφυση και οι οσφρητικοί βολβοί. Στην ημιλοβιακή μορφή τα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια διαχωρίζονται μερικώς, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει μια ενιαία κοιλία Οι δύο πρώτες αυτές μορφές συνδέονται συχνά με μικροκεφαλία, λιγότερο συχνά με μακροκεφαλία, η οποία πάντοτε οφείλεται σε ραχιαία κύστη ή αποφρακτική υδροκεφαλία.

Στους λοβιακούς τύπους ο διαχωρισμός των ημισφαιρίων είναι καλά ανεπτυγμένος, αλλά εξακολουθεί να απουσιάζει το διαφανές διάφραγμα. Στη μέση διαημισφαιρική παραλλαγή της ολοπροσεγκεφαλίας η διάσπαση των δομών λαμβάνει χώρα κυρίως στο επίπεδο των πλαγίων κοιλιών, ενώ τα πρόσθια και οπίσθια κέρατα είναι σχετικά καλά ανεπτυγμένα. 17 , 18  Η ολοπροσεγκεφαλία είναι η μόνη ανωμαλία του εγκεφάλου στην οποία σχηματίζεται το οπίσθιο μεσολόβιο εν τη απουσία πρόσθιου μεσολοβίου. 19 Η διαφοροποίηση σε δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια απορρέει από τον ίδιο μεσεγχυματικό ιστό που είναι επίσης υπεύθυνος για τη διαφοροποίηση της μέσης γραμμής του προσώπου. Η αλοβιακή και ημιλοβιακή ολοπροσεγκεφαλία τυπικά και σχεδόν πάντα συνδέονται με ανωμαλίες προσώπου, 20 η σοβαρότητα των οποίων αντικατοπτρίζει την βαρύτητα των εγκεφαλικών ανωμαλιών σε ποσοστό περίπου 80%, 21 , 29  και μπορεί να κυμαίνεται από την σοβαρή κυκλοοπία έως την ήπια μικροκεφαλία. 29 Οι πιο συχνές ανωμαλίες προσώπου περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα, όπως: κυκλωπία ή ανοφθαλμία και αρρινία, με ή χωρίς προβοσκίδα (σωληνοειδές εξάρτημα πάνω από το μάτι), ηθμοκεφαλία, με προφανή υποτελορισμό (ανώμαλη μείωση της απόστασης μεταξύ των ματιών) και μια προβοσκίδα ανάμεσα στα μάτια, κυβοκεφαλία, με λιγότερο έντονο υποτελορισμό και μύτη με ένα ρουθούνι, διάμεσες σχιστίες με προγναθική αγενεσία.

Κληρονομικότητα

Στην ολοπροσεγκεφαλία υπάρχει μεγάλος βαθμός φαινοτυπικής διαφοροποίησης ανάλογα με τα αλλογονίδια (othergenes) που έχουν ενοχοποιηθεί και μεταφέρονται με αυτοσωματικό επικρατούντα πρότυπο κληρονομικότητας. Το γονίδιο που ευθύνεται γι αυτόν τον τρόπο μετάδοσης είναι το HPE3 που βρίσκεται στην θέση 7q36. Τελευταία έχουν ταυτοποιηθεί και άλλα γονίδια οι μεταλλαγές των οποίων σχετίζονται με την ολοπροσεγκεφαλία (HPE), το HPE1 που εδράζεται στο χρωμόσωμα 21q22.3, το HPE2 στο χρωμόσωμα 2q21, και το γονίδιο HPE4 στο χρωμόσωμα 18p13. 23

Σε γονείς με οικογενειακό ιστορικό παιδιού ολοπροσεγκεφαλίας (HPE) και φυσιολογικό καρυότυπο για μονογονιδιακές ανωμαλίες, ο κίνδυνος επανεμφάνισης εμπειρικά, είναι 6%. Εάν η ολοπροσεγκεφαλίας (HPE) εμφανίζεται στα πλαίσια κάποιου γενετικού συνδρόμου, ο κίνδυνος επανεμφάνισης είναι εκείνος του συνδρόμου.

Συσχέτιση με χρωμοσωμικές ανωμαλίες

Η ολοπροσεγκεφαλία (HPE) συσχετίζεται με αρκετές χρωμοσωμικές ανωμαλίες, κυρίως όμως με την τρισωμία 13 24 , 26 - 28  και την πολυπλοειδία. 26

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η προγεννητική διάγνωση της αλοβιδιακής ολοπροσεγκεφαλίας τέθηκε με επιτυχία στις 9 με 10 εβδομάδες της κύησης, ενώ ήταν συχνότερη προς το τέλος του πρώτου τριμήνου όπου οι βαριές ενδοκρανιακές δυσμορφίες αλλά και οι ανωμαλίες προσώπου μπόρεσαν σχετικά εύκολα να αναγνωριστοούν. Σε μία μελέτη που συμπεριελάμβανε 51 έμβρυα απο δύο κέντρα αναφοράς της Γερμανίας τέθηκε η υπερηχογραφική διάγνωση της ολοπροσεγκεφαλίας (HPE). Στο 61% των περιπτώσεων παρατηρήθηκε μείωση της ενδομήτριας ανάπτυξης σε σύγκριση με υγιή έμβρυα αντίστοιχης ηλικίας. Εγκεφαλικές ανωμαλίες ανιχνεύτηκαν  στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης, όταν έγιναν περισσότερο εμφανείς οι βλάβες, ενώ η διάμετρος της κεφαλής (BPD) ήταν κάτω από την 5η εκατοστιαία θέση ανάπτυξης στο 71 % των εμβρύων στο β΄τρίμηνο και στο 92%, στο γ΄τρίμηνο. Στο 82% των περιπτώσεων διαγνώστηκαν επιπλέον ανωμαλίες προσώπου, ενώ στο 63% των εμβρύων που τέθηκε η διάγνωση της ολοπροσεγκεφαλίας (ΟΠΕ), οι γονείς επέλεξαν τον τερματισμό της κύησης. Το 10% των προσβεβλημένων εμβρύων γεννήθηκαν ζωντανά. Από αυτά, στο 81%, η διάγνωση επιβεβαιώθηκε μετά τον τοκετό. Το υπόλοιπο 19% εμφάνιζε σοβαρές εγκεφαλικές και προσωπικές ανωμαλίες. Χρωμοσωμικές ανωμαλίες ανιχνεύτηκαν στο 79% των εμβρύων, και πιο συχνά τρισωμία 13 (59%). 27

Σε μιά άλλη μελέτη που διεξήχθη στο Maharaj Nakornl, στο Πανεπιστήμιο Chiang Mai, διαγνώστηκαν συνολικά 12 έμβρυα με ολοπροεγκεφαλία (HPE) τα οποία αξιολογήθηκαν υπερηχογραφικά και παρακολουθήθηκαν. Η μελέτη αποκάλυψε ότι όλα παρουσίαζαν ενιαία κοιλότητα, συνενωμένη με τους θαλάμους, χωρίς την παρουσία του δρέπανου του εγκεφάλου και του μεσολόβιου. Οκτώ από αυτά διαγνώστηκαν ορθώς υπερηχογραφικά τα δύο πρώτα τρίμηνα. Επιπλέον ανωμαλίες, εντοπίστηκαν στα μισά από τα έμβρυα, και όλα έφεραν ανωμαλίες του προσώπου. Είκοσι πέντε τοις εκατό (3 περιπτώσεις) είχαν πολυϋδράμνιο, ενώ εντοπίστηκε μία περίπτωση με ολιγοϋδράμνιο. Ο χρωμοσωμικός έλεγχος αποκάλυψε 70% φυσιολογικό καρυότυπο, 30% ανευπλοειδία, τρισωμία 13, 2 περιπτώσεις και τρισωμία 18, 1 περίπτωση. Συμπερασματικά, η μελέτη κατέληξε στην υψηλή προγνωστική αξία του υπέρηχου στη διάγνωση της ολοπροεγκεφαλίας. Η πιο πολύτιμη ένδειξη στη διάγνωση της ολοπροσεγκεφαλίας (HPE) ήταν η ανίχνευση ενιαίας κοιλίας. Επιπλέον, η ανίχνευση συνοδών δυσμορφιών προσώπου μπορεί να βελτιώση περαιτέρω το διαγνωστικό αποτέλεσμα. 31

Διαφορική διάγνωση

Η αλοβιακή μορφή της ολοπροεγκεφαλίας (AHPE) πρέπει να διακριθεί από υδρανεγκεφαλία με την αναζήτηση του ραχιαίου σάκου, την διάσπαση συγχώνευση των οπτικών θαλάμων και την ανάδειξη ενός λεπτού εγκεφαλικού φλοιού. Οι συνοδές ανωμαλίες προσώπου προσανατολίζουν τη διάγνωση προς την ολοπροεγκεφαλία (HPE). Είναι σημαντικό να διαφοροδιαγνωσθεί η ολοπροσεγκεφαλία από ορισμένες μορφές σοβαρής υδροκεφαλίας. Στην περίπτωση αυτή βέβαια λείπουν οι διαταραχές διάπλασης της μέσης γραμμής του προσώπου. Επίσης αναδεικνύονται φυσιολογικά οι διαχωρισμένοι θάλαμοι και ετερόπλευρα, τα χοριοειδή πλέγματα. Η πιο δύσκολη διαφοροδιάγνωση αφορά λοβιακή ολοπροσεγκεφαλία με αυτήν της διαφραγματοπτικής δυσπλασίας. Η διαφοροποίηση αυτή είναι δύσκολη, επειδή και οι δύο παθολογίες μοιράζονται δυσπλασίες, όπως η απουσία του διαφανούς διαφράγματος και ίδια εμφάνιση πρόσθιων κεράτων κοιλιών. Σε αυτήν την περίπτωση αξιολογείται η παρουσία του σημείου «φίδι κάτω από το κρανίο» και απαιτείται συχνά μαγνητικός συντονισμός.

Στρατηγική διαχείρισης

Επειδή υπάρχει άμεσος συσχετισμός ανάμεσα στην ανάπτυξη του πρόσθιου εγκεφάλου και στην διαμόρφωση του προσώπου 29, οι ανωμαλίες της μέσης γραμμής του προσώπου θα πρέπει να κινούν την υποψία του εξεταστή και να κατευθύνεται η διαγνωστική προσέγγιση προς την πλευρά της ολοπροσεγκεφαλίας και το αντίστροφο. Προγεννητικά, όταν τίθεται η διάγνωση της ολοπροσεγκεφαλίας (ΟΠΕ) παρά την πιθανή απόφαση των γονέων να επιλέξουν τερματισμό της εγκυμοσύνης, θα πρέπει να πραγματοποιούνται καρυοτυπικές ή/και γενετικές μελέτες για να προσδιοριστεί εαν η αιτία της συγκεκριμένης οντότητας είναι οικογενής, γενετική ή χρωμοσωμική ανωμαλία. Αυτές οι πληροφορίες μπορεί να είναι χρήσιμες στην πρόγνωση και την πρόβλεψη του κινδύνου υποτροπής. 28

Πρόγνωση

Η πρόγνωση στα βρέφη με αλοβιακό και ημιλοβιακό τύπο είναι κακή, όμως και οι λοβιακοί τύποι παρουσιάζουν εξαιρετικά φτωχή νευρολογική ανάπτυξη. Στις πιο σοβαρές μορφές (alobar και semilobar), το νευρολογικό έλλειμμα είναι εμφανές από τη νεογνική ήδη περίοδο που εκδηλώνεται με γενικευμένη υποτονία, σπασμούς,  προβλημάτα σίτισης και νοητική υστέρηση. Στους λίγους επιζώντες, οι σοβαρές νευρολογικές ανωμαλίες είναι συχνά υπεύθυνες για το θάνατο κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής. Στο λοβιακό τύπο, η πρόγνωση είναι λιγότερο καλά καθορισμένη, αλλά νοητική υστέρηση, οσφρητικές και οπτικές ανωμαλίες είναι συχνά παρούσες.

  1. Blaas HG, Eriksson AG, Salvesen KA, et al. Brains and faces in holoprosencephaly: pre - and postnatal description of 30 cases. Ultrasound Obstet Gynecol. 2002 Jan; 19 (1): 24-38.  PubMed | Wiley Online Library | PDF
  2. Roessler E, Belloni E, Gaudenz K, et al. Mutation in the human Sonic Hedgehog gene cause holoprosencephaly. Nat Genet. 1996 Nov; 14 (3): 357-60. PubMed | Full Text Nature Genetics
  3. Croen LA, Shaw GM, Lammer EJ. Holoprosencephaly: epidemiologic and clinical characteristics of a California population. Am J Med Genet. 1996 Aug; 64 (3): 465-72. PubMed | Wiley Online Library
  4. Matsunaga E, Shiota K. Holoprosencephaly in human embryos: epidemiologic studies of 150 cases. Teratology. 1977 Dec; 16 (3): 261-72. PubMed | Wiley Online Library
  5. Muenke M, Cohen MM Jr. Genetic approaches to understanding brain development: holoprosencephaly asa model. Ment Retard Dev Disabil Res Rev. 2000; 6 (1): 15. PubMed | Wiley Online Library
  6. Solomon BD, Lacbawan F, Mercier S, et al. Mutations in ZIC2 in human holoprosencephaly: description of a novel ZIC2 specific phenotype and comprehensive analysis of 157 individuals. J Med Genet. 2010 Aug; 47 (8): 513-24. PubMed | Full Text BMJ | Full Text PMC
  7. Solomon BD, Lacbawan F, Jain M, et al. A novel SIX3 mutation segregates with holoprosencephaly in a large family. Am J Med Genet A. 2009 May; 149A (5): 919-25. PubMedWiley Online Library | Full Text PMC
  8. Mouden C, Dubourg C, Carré W, et al. Complex mode of inheritance in holoprosencephaly revealed by whole exome sequencing. Clin Genet. 2016 Jun; 89 (6): 659-68. PubMed | Wiley Online Library | Full Text HAL
  9. Dubourg C, David V, Gropman A, et al. Clinical utility gene card for: Holoprosencephaly. Eur J Hum Genet. 2011 Jan; 19 (1): preceeding 118-20. PubMed | Full Text Nature Publishing Group | Full Text PMC
  10. Mercier S, Dubourg C, Garcelon N, et al. New findings for phenotype-genotype correlations in a large European series of holoprosencephaly cases. J Med Genet. 2011 Nov; 48 (11): 752-60. PubMedFull Text BMJ | Full Text PMC
  11. Pineda-Alvarez DE, Dubourg C, David V, et al. Current recommendations for the molecular evaluation of newly diagnosed holoprosencephaly patients. Am J Med Genet C Semin Med Genet. 2010 Feb 15; 154C (1): 93-101. PubMed | Wiley Online Library | Full Text PMC
  12. Cohen MM Jr, Shiota K. Teratogenesis of holoprosencephaly. Am J Med Genet. 2002 Apr 15; 109 (1): 1-15. PubMed | Wiley Online Library
  13. Barr M Jr, Hanson JW, Currey K, et al. Holoprosencephaly in infants of diabetic mothers. J Pediatr. 1983 Apr; 102 (4): 565-8. PubMed | Full Text Journal Pediatrics
  14. Croen LA, Shaw GM, Lammer EJ. Risk factors for cytogenetically normal holoprosencephaly in California: a population-based case-control study. Am J Med Genet 2000 Feb 14; 90 (4): 320-5. PubMed
  15. Repetto M, Maziere JC, Citadelle D. Teratogenic effect of the cholesterol synthesis inhibitor AY 9944 on rat embryos in vitro. Teratology. 1990 Dec; 42 (6): 611-8. PubMed | Wiley Online Library
  16. Byrne PJ, Silver MM, Gilbert JM, et al. Cyclopia and congenital cytomegalovirus infection. Am J Med Genet. 1987 Sep; 28 (1): 61-5. PubMed | Wiley Online Library
  17. Cohen MM Jr, Sulik KK. Perspectives on holoprosencephaly: Part II. Central nervous system, craniofacial anatomy, syndrome commentary, diagnostic approach, and experimental studies. J Craniofac Genet Dev Biol. 1992 Oct-Dec; 12 (4): 196-244. PubMed
  18. Malinger G, Lev D, Kidron D, et al: Differential diagnosis in fetuses with absent septum pellucidum. Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Jan; 25 (1): 42-9. PubMed | Wiley Online Library | PFD
  19. Barkovich AJ, Norman D. Absence of the septum pellucidum: a useful sign in the diagnosis of congenital brain malformations. AJR Am J Roentgenol. 1989 Feb; 152 (2): 353-60. PubMed | Full Text AJR
  20. Serhatlioglu S, Kocakoc E, Kiris A, et al. Sonographic measurement of the fetal cerebellum, cisterna magna, and cavum septum pellucidum in normal fetuses in the second and third trimesters of pregnancy. J ClinUltrasound. 2003 May; 31 (4): 194-200. PubMed | Wiley Online Library
  21. DeMyer W.: Median facial malformations and their implications for brain malformations. Birth Defects Orig Artic Ser. 1975; 11 (7): 155-81. PubMed
  22. Pallangyo P, Lyimo F, Nicholaus P, et all. Semilobar holoprosencephaly in a 12-month-old baby boy born to a primigravida patient with type 1 diabetes mellitus: a case report. J Med Case Rep. 2016 Dec 20; 10 (1): 358. PubMed | Full Text BMJ | Full Text PMC
  23. Overhauser J, Mitchell HF, Zackai EH, et al. Physical mapping of the holoprosencephaly critical region in 18p11.3. Am J Hum Genet. 1995 Nov; 57 (5): 1080-5. PubMed | Full Text PMC
  24. Nazer Herrera J, Cifuentes Ovalle L, Cortez López A. Frequency of holoprosencephaly in Chile. Rev Med Chil. 2015 Jul; 143 (7): 874-9. PubMed | Full Text SciELO
  25. Gondré-Lewis MC, Gboluaje T, Reid SN, et al. The human brain and face: mechanisms of cranial, neurological and facial development revealed through malformations of holoprosencephaly, cyclopia and aberrations in chromosome 18. J Anat. 2015 Sep; 227 (3): 255-67. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Full Text PMC
  26. Solomon BD, Rosenbaum KN, Meck JM. Holoprosencephaly due to numeric chromosome abnormalities. Am J Med Genet C Semin Med Genet. 2010 Feb 15; 154 C(1): 146-8. PubMed | Wiley Online Library | Full Text PMC
  27. Wenghoefer M, Ettema AM, Sina F, et al. Prenatal ultrasound diagnosis in 51 cases of holoprosencephaly: craniofacial anatomy, associated malformations, and genetics. Cleft Palate Craniofac J. 2010 Jan; 47 (1): 15-21. PubMed | Full Text SAGE
  28. Lim AS, Lim TH, Kee SK, et al. Holoprosencephaly: an antenatally-diagnosed case series and subject review. Ann Acad Med Singapore. 2008 Jul; 37 (7): 594-7. PubMed
  29. Moog U, De Die-Smulders CE, Schrander-Stumpel CT, et al. Holoprosencephaly: the Maastricht experience. Genet Couns. 2001; 12 (3): 287-98. PubMed
  30. Hahn JS, Plawner LL. Evaluation and management of children with holoprosencephaly. Pediatr Neurol. 2004 Aug; 31 (2): 79-88. PubMed | Full Text Pediatric Neurology
  31. Tongsong T, Wanapirak C, Sirichotiyakul S, et al. Prenatal sonographic diagnosis of holoprosencephaly. J Med Assoc Thai. 1998 Mar; 81 (3): 208-13. PubMed
Μαρτίου 24, 2015

 

Περιγραφή και ορισμός

Ο όρος εγκεφαλοκήλη χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια προεξοχή ενδοκρανιακού περιεχομένου πέρα από τα φυσιολογικά όρια του κρανίου μέσω ενός οστικού ελλείμματος. 1 Η συγγενής εγκεφαλοκήλη χαρακτηρίζεται από έλλειμμα στα οστά του κρανίου με συνοδό προβολή της εγκεφαλικής ουσίας ή της σκληράς μήνιγγας μέσα από το έλλειμμα. Ο σάκος της κήλης μπορεί να περιλαμβάνει δυστροφικό εγκεφαλικό ιστό ή μόνο τμήματα της σκληράς μήνιγγας και εγκεφαλονωτιαίο υγρό (CSF).

Επιδημιολογικά στοιχεία

Η εγκεφαλοκήλη αντιπροσωπεύει το 5% του συνόλου των ανωμαλιών του νευρικού σωλήνα (NTDs) και απαντάται με συχνότητα 1-4/10.000 γεννήσεις. 2 Η μετωποηθμοειδική εγκεφαλοκήλη εμφανίζει σχετικά υψηλό επιπολασμό 1/5000 γεννήσεις ζώντων εμβρύων στη Νοτιοανατολική Ασία και είναι συχνή στη Μαλαισία, την Ταϊλάνδη και τη Βιρμανία. 3 Στην Ελλάδα η εγκεφαλοκήλη εμφανίζεται με συχνότητα 1/2000 γεννήσεις.

Αιτιοπαθογένεια

Η ακριβής αιτιολογία της εγκεφαλοκήλης παραμένει άγνωστη στο σύνολό της, ενώ η πολυπαραγοντική θεωρία κερδίζει συνεχώς έδαφος. 4 Σε σπάνιες περιπτώσεις ενοχοποιείται το σύνδρομο της αμνιακής ταινίας (ABS). 5 , 6 Όμως, εμπλέκονται και γενετικοί παράγοντες. Ενζυμικές διαταραχές του κύκλου της μεθειονίνης όπως αυτή της αναγωγάσης Ν5,Ν10 του μεθυλενοτετραϋδροφυλλικού (MTHF-R), αυξάνουν τον κίνδυνο NTDs. 7 Η πιο συχνή γενετική διαταραχή είναι η μετάλλαξη στο γονίδιο C677T που κωδικοποιεί την MTHFR, με αποτέλεσμα την αντικατάσταση του αμινοξέως αλανίνη στην θέση 677 της πολυπεπτιδικής αλυσίδας στο σχηματιζόμενο ένζυμο με βαλίνη. 8 Η απλή αυτή αντικατάσταση μπορεί να ανιχνευτεί λειτουργικά επειδή μειώνει την σταθερότητα του ενζύμου, κατά την in vitro επώαση των κυτταρικών εκχυλισμάτων π.χ, στα λεμφοκύτταρα επί 5' στους 46ᵒC. 9 Η κατάσταση αυτή αποτελεί μια αυτοσωματική υπολειπόμενη μετάλλαξη. Άτομα που είναι ομοζυγώτες (Τ/Τ) για αυτήν την μετάλλαξη του γονιδίου C677T, παρουσιάζουν χαμηλότερη ειδική δραστικότητα της MTHFR στα λεμφοκύτταρα, καθώς και μειωμένη ενζυμική σταθερότητα κατά την in vitro ανάλυση στους 46ᵒC, γι αυτό και το ένζυμο αποκαλείται θερμοευαίσθητη MTHFR και συνδυάζεται με αυξημένη ομοκυστεΐνη (Hcy).

Ο πολυμορφισμός του γονιδίου MTHFR (677ΤΤ) ποικίλει μεταξύ των φυλετικών και εθνοτικών ομάδων. Η ανάλυση στους Καυκάσιους, Αμερικανικούς, Βραζιλιάνους και Ασιατικούς πληθυσμούς, έδειξε τυπικά συχνότητα περίπου 12,3% για τους ομοζυγώτες (δυο μεταλλαγμένα γονίδια Τ/Τ) της Ευρώπης. Στην Αμερική, η συχνότητα στους ομοζυγώτες ήταν υψηλότερη στο Μεξικό 32%, ενδιάμεση στην Ατλάντα 11% (μεταξύ των λευκών) και χαμηλότερη στην Αλμπέρτα, 6%, στους Βραζιλιάνους 4% και στους Ιάπωνες 16,2%. Στους ετεροζυγώτες (ένα μεταλλαγμένο γονίδιο C/T) τα ποσοστά ήταν 34,3- 50%. 10 - 14

Εντόπιση

Η εγκεφαλοκήλη εντοπίζεται κατά μήκος της μέσης γραμμής ή στη βάση του κρανίου. Συχνότερα απαντάται στην ινιακή χώρα στο 75-85% των περιπτώσεων, ακολουθούμενη από την μετωποηθμοειδική και την βρεγματική χώρα στο 13-15% και στο 10-12% των περιπτώσεων, αντίστοιχα. 15 - 18

Σύνδρομα και καταστάσεις συνδεόμενα με εγκεφαλοκήλη

Η εγκεφαλοκήλη μπορεί να εμφανιστεί είτε ως μεμονωμένη δυσπλασία είτε μαζί με άλλες συγγενείς ανωμαλίες και να αποτελεί μέρος ενός συνδρόμου ή κάποιου συσχετισμού. Οι ανωμαλίες με τις οποίες μπορεί να συσχετίζεται περιλαμβάνουν: απουσία μεσολόβιου, στοματο-προσωπικές σχιστίες, κρανιοσυνοστέωση, ανωμαλία Dandy-Walker, ανωμαλία Arnold-Chiari, εκτροδακτυλία, πολυδακτυλία, κυστικούς δυσπλαστικούς νεφρούς, ημιπροσωπική μικροσωμία, υποθαλαμο-υποφυσιακή δυσλειτουργία, ανωμαλία Klippel-Feil, μυελομηνιγγοκήλη. Η εγκεφαλοκήλη συχνά προκαλεί διαταραχές στην κυκλοφορία του εγκεφαλονωτιαίου υγρού και συνοδό υδροκέφαλο ενώ οι μεγάλες εγκεφαλοκήλες μπορεί να σχετίζονται με μικροκεφαλία.

Σύνδρομα και καταστάσεις συνδεόμενα με εγκεφαλοκήλη
  • Ακολουθία αμνιακής ζώνης (σποραδικά)
  • Πολλαπλές εγκεφαλοκήλες, κυρίως πρόσθια
  • Ακρωτηριασμός δακτύλων ή άκρων
  • Παράξενες σχιστίες στόματος
  • Σύνδρομο Chemke
  • Υδροκέφαλος
  • Έλλειψη εγκεφαλικών ελίκων
  • Εγκεφαλική δυσγενεσία
  • Σύνδρομο κρυπτόφθαλμου
  • Βλεφαρόπτωση
  • Ανωμαλίες ωτός
  • Συνδακτυλία
  • Δυσπλασία δυσλειτουργίας
  • Σκελετική δυσπλασία-βράχυνση άκρων
  • Διεύρυνση μεταφύσεων
  • Μικρός θώρακας
  • Μικρογναθία
  • Μετωπορινική δυσπλασία
  • Μετωπική εγκεφαλοκήλη
  • Υπερτελορισμός
  • Σύνδρομο Meckel-Gruber
  • Πολυκυστικός νεφρός
  • Πολυδακτυλία
  • Μικροφθαλμία
  • Στοματο-προσωπική σχιστία
  • Αμφίβολα γεννητικά όργανα
  • Σύνδρομο von Voss–Cherstvoy
  • Αγενεσία μεσολόβιου
  • Φωκομέλια
  • Ουρογεννητικές ανωμαλίες
  • Θρομβοπενία
  • Σύνδρομο βαρφαρίνης
  • Ρινική υποπλασία
  • Μείωση άκρου
κατά Cohen MM Jr, RJ Lemire 19

Η σχέση με χρωμοσωμικές ανωμαλίες

Η ινιακή εγκεφαλοκήλη όταν συσχετίζεται με αυχενική/θωρακική μηνιγγομυελοκήλη και άλλες δομικές ανωμαλίες σε ποσοστό 8% μπορεί να συνδέεται με ανευπλοειδία, 5/63 περιπτώσεις είχαν χρωμοσωμικές ανωμαλίες συμπεριλαμβανομένης της τρισωμίας 18 (δύο περιπτώσεις), της τρισωμίας 13 (δύο περιπτώσεις μωσαϊκού), και μια μονοσωμία X (μία περίπτωση μωσαϊκού). 20 Υπάρχουν και άλλες αναφορές στην βιβλιογραφία που συνδέουν ινιακή εγκεφαλοκήλη με την τρισωμία 18. 21 , 22

Τερατογόνα

Η ανεπάρκεια φυλλικό οξέως (Β9), o σακχαρώδης διαβήτης (DM), η παχυσαρκία, η υπερθερμία, η λήψη ορισμένων φαρμάκων και η υπερβιταμίνωση Α εμπλέκονται στην δημιουργία NTDs. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, το φυλλικό οξύ (Β9) αναγνωρίστηκε ως μία από τις βιταμίνες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση ή την επανάληψη των NTDs. 23 Το 1964, ο Hibbard κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανεπάρκεια φυλλικού οξέος είχε ως αποτέλεσμα μεγαλοβλαστική αναιμία, αποκόλληση πλακούντα, συγγενείς ανωμαλίες εμβρύου και ότι η πραγματική πρόληψη απαιτούσε λήψη φυλλικού πριν από τη σύλληψη. 24 Το 1980, ο Smithells και οι συνεργάτες του ανέφεραν μια ομάδα 438 γυναικών οι οποίες είχαν στο ατομικό ιστορικό τους ένα ή περισσότερα βρέφη με NTDs, χορήγησαν σε 178 από αυτές τις γυναίκες συμπληρώματα πολυβιταμινών που περιείχαν 0,36mg φυλλικού οξέος καθημερινά. Οι υπόλοιπες 260 γυναίκες αντιμετωπίστηκαν ως μάρτυρες. Οι συγγραφείς βρήκαν μια σημαντική διαφορά στα ποσοστά υποτροπής των NTD‐των προσβεβλημένων εμβρύων/βρεφών μεταξύ των δύο ομάδων: 0,6% (1/178) στην ομάδα λήψης φυλλικού έναντι 5% (13/260) της ομάδα ελέγχου. 25 Το 1991, σε άλλη μελέτη το ποσοστό υποτροπής των NTDs ήταν 1,0% (5/514) στην ομάδα που ελάμβανε φυλλικό οξύ έναντι 3,5% (18/517) εκείνων που δεν έλαβαν φυλλικό οξύ. 26 Ο σακχαρώδης διαβήτης (DM) στις έγκυες μητέρες είναι παράγοντας κινδύνου για NTDs. O σχετικός κίνδυνος σημαντικών συγγενών ανωμαλιών του ΚΝΣ (δισχιδή ράχη, ανεγκεφαλία, εγκεφαλοκήλη, κ.λ.π.) είναι 15,5 φορές μεγαλύτερος σε μητέρες βρεφών με ινσουλίνο-εξαρτώμενο DM από εκείνες χωρίς DM. Ο αυστηρός μεταβολικός έλεγχος πολύ πριν από τη σύλληψη και η εκπαίδευση των γυναικών σχετικά με τον κίνδυνο DM μπορεί να μειώσει σημαντικά τη συχνότητα εμφάνισης γενετικών ανωμαλιών σε βρέφη διαβητικών μητέρων. 27

Η παχυσαρκία της μητέρας είναι επίσης παράγοντας κινδύνου για NTDs. Ο σχετικός κίνδυνος για NTDs αυξήθηκε από 1,9 σε γυναίκες βάρους 80-89Kg σε 4,0 για γυναίκες βάρους ≥ 110Kg συγκριτικά με τις γυναίκες 50-59Kg. Η επίδραση της μεγάλης παχυσαρκίας αποτελεί έναν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου στις NTDs καθώς παραμένει ανεπηρέαστος από την πρόσληψη φυλλικού οξέος. 28 Η υπερθερμία ανήκει στους παράγοντες κινδύνου για το NTDs. Η αυξημένη θερμοκρασία του σώματος ήταν το πρώτο τερατογόνο που παρατηρήθηκε στα πειραματόζωα και στη συνέχεια η τερατογόνος δράση της αποδείχθηκε στον άνθρωπο. Η υπερθερμία στα ποντίκια προκαλεί NTDs, μόνο όταν η έκθεση συμβεί σε ορισμένο στάδιο της κύησης, το οποίο αντιστοιχεί στον άνθρωπο μεταξύ 4ης-6ης εβδομάδας της κύησης.29 Η υπερθερμία ≥ 38,9 ᵒC στο πρώτο τρίμηνο συσχετίστηκε σημαντικά με την εμφάνιση NTD. Οι πηγές υπερθερμίας που εξετάστηκαν ήταν η έκθεση σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας, όπως εμπύρετη λοίμωξη, χρήση σάουνας, χρήση υδρομασάζ και έντονη σωματική άσκηση σε ζεστό και υγρό περιβάλλον. 30

Αρκετά φάρμακα εμπλέκονται στον μεταβολισμό του φυλλικού οξέος επηρεάζοντας την απορρόφησή του στον ανθρώπινο οργανισμό. Αυτά τα φάρμακα περιλαμβάνουν σιμετιδίνη, ρανιτιδίνη, αντιόξινα, σουλφαμεθοξαζόλη‐τριμεθοπρίμη (αντιμικροβιακά), μεθοτρεξάτη (αντινεοπλασματικός παράγοντας), ασπιρίνη, βαρφαρίνη (αντιπηκτικά), σουλφαδοξίνη‐πυριμεθαμίνη (ανθελονοσιακός παράγοντας), σουλφασαλαζίνη (επί-ελκωτικής κολίτιδας), αζαθειοπρίνη (ανοσοκατασταλτικό), ριφαμπικίνη (αντι-φυματικό), καρβαμαζεπίνη βαλπροϊκό οξύ (αντιεπιληπτικά), ιμιπραμίνη (τρικυκλικό αντικαταθλιπτικό), φαινυτοΐνη, φαινοβαρβιτάλη (αντισπασμωδικά-βαρβιτουρικά) και δεξτροαμφεταμίνη (αμφεταμίνη). Αυτοί οι παράγοντες πρέπει να αποφεύγονται ή να συνταγογραφούνται με προσοχή ιδίως σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. 31 - 36 Ημερήσιες δόσεις βιταμίνης Α > από 10.000IU, πριν από τις 7W της κύησης, είχαν ως αποτέλεσμα NTDs με επιπολασμό 1/57 νεογνά των οποίων οι μητέρες ελάμβαναν πολυβιταμινούχα σκευάσματα βιταμίνης Α. 37 , 38

Κληρονομικότητα

Στην ομάδα υψηλού κινδύνου για NTDs ανήκουν έγκυες ασθενείς με ιστορικό: ανεπάρκειας φυλλικού οξέως, o σακχαρώδη διαβήτη, η παχυσαρκίας, υπερθερμίας, λήψη τερατογόνων φαρμάκων και υπερβιταμίνωσης Α. Στο σύνδρομο Meckel-Gruber το πρότυπο κληρονομικότητας παρουσιάζει έναν αυτοσωματικό υπολειπόμενο χαρακτήρα που καθορίζεται από την ομόζυγη έκφραση ενός μόνο γονιδίου.

Πρόληψη

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι τα συμπληρώματα φυλλικού οξέως, χορηγούμενα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 60-90 ημερών, ένα μήνα πριν και δύο μετά την σύλληψη, οδηγούν σε σημαντική μείωση του επιπολασμού των NTDς. Ορισμένες χώρες καθιέρωσαν των εμπλουτισμό όλων των δημητριακών προϊόντων (ζυμαρικά, ψωμί, μπισκότα, ρύζι) με 140μg φυλλικού οξέως ανά 100gr τροφίμου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των NTDς κατά 19%, από 37,8%/100.000 γεννήσεις πριν τον εμπλουτισμό σε 30,5/100.000 γεννήσεις μετά τον εμπλουτισμό. 39 Άλλες χώρες υιοθέτησαν την σύσταση, όλες οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, οι οποίες μπορούν να κυοφορήσουν, πρέπει να λαμβάνουν καθημερινά 400mgr φυλλικού οξέως με την μορφή συμπληρώματος διατροφής με σκοπό να μειώσουν τον κίνδυνο για NTDς. 40 , 41 Δεδομένα από τα εθνικά μητρώα γεννήσεων παιδιών με ανωμαλίες νωτιαίου σωλήνα έδειξαν μείωση του επιπολασμού των NTDs από 13,2/10.000 το 1997 σε 8.3/10.000 γεννήσεις το 2005 και σταθεροποίηση μέχρι το 2009. 42

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η διάγνωση της εγκεφαλοκήλης είναι εφικτή από το πρώτο τρίμηνο. 43 , 44 Αρχικά, εγκεφαλοκήλη μπορεί να υπονοηθεί όταν ανιχνευτεί παρακρανιακή μάζα. Η διάγνωση της εγκεφαλοκήλης τίθεται σχετικά εύκολα εξαιτίας ενός ελλείμματος στα οστά του κρανίου 45 ή βάσει της ανώμαλης θέσης του εμβρύου: υπερέκταση κοιλιάς και κεφαλής, το πρόσωπο κοιτάζει προς τα πάνω (αστεροσκοπική θέση) ώστε το δέρμα της γνάθου μοιάζει να βρίσκεται σε συνέχεια με τον θώρακα εξαιτίας της έλλειψης λαιμού, η σπονδυλική στήλη απεικονίζεται βραχεία λόγω έντονης λόρδωσης στην αυχενική μοίρα σε περίπτωση ινιακής εγκεφαλοκήλης με επέκταση στην αυχενική μοίρα της ΣΣ. 46 , 47 Το έλλειμμα απεικονίζεται ως διακοπή της συνέχειας των οστών του κρανίου το οποίο παρατηρείται στο 96% των περιπτώσεων κατά την λεπτομερή εξέταση του περιγράμματος του κρανίου σε αξονικό και οβελιαίο επίπεδο. 48 Γενικά, τα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά της εγκεφαλοκήλης είναι πολύ μεταβλητά. Στον οπίσθιο εγκεφαλικό βόθρο παρατηρούνται ανωμαλίες τύπου Arnold-Chiari, δηλαδή ο οπίσθιος βόθρος είναι μικρός, η παρεγκεφαλίδα προβάλλει προς το ινιακό οστό, ελαχιστοποιείται το μέγεθος της παρεγκεφαλιδονωτιαίας δεξαμενής και η παρεγκεφαλίδα εμφανίζεται κυρτή γύρω από το μίσχο της ώστε να μοιάζει με μπανάνα. 49 , 50 Αργότερα, το περίγραμμα των οστών του κρανίου εμφανίζεται παραμορφωμένο επειδή τα βρεγματικά οστά στρεβλώνουν προς τα έσω με αποτέλεσμα το σχήμα της κεφαλής να μοιάζει σαν λεμόνι.51 , 52 Σε μεγάλο ποσοστό συνυπάρχει κοιλιομεγαλία και μικροκεφαλία. 53

Πρόγνωση

Η υπερηχογραφική διάγνωση της εγκεφαλοκήλης κατά το πρώτο τρίμηνο συσχετίστηκε με υψηλό ποσοστό τερματισμού της εγκυμοσύνης και ενδομήτριο θάνατο.54 Η πρόγνωση εξαρτάται από την θέση, την έκταση της βλάβης και από την παρουσία πρόσθετων ανωμαλιών ενδο και εξωκρανιακά. 55 Οι πρόσθιες εγκεφαλοκήλες φαίνεται να έχουν καλύτερη πρόγνωση από τις οπίσθιες (ινιακές), και σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την παρουσία επιπρόσθετων συγγενών ανωμαλιών του εγκεφάλου. 56 Η συνολική επιβίωση νεογνών με πολλές ανωμαλίες ήταν σημαντικά χαμηλότερη από την επιβίωση των νεογνών με μεμονωμένη ανωμαλία, 41,2% έναντι 74,3%. 57 Η απουσία εγκεφαλικού ιστού εντός του κηλικού σάκου αποτελεί τον μοναδικό πιο ευνοϊκό προγνωστικό παράγοντα επιβίωσης. 58

Στρατηγική διαχείρισης

Επί ύποπτης εμβρυϊκής ανωμαλίας κατά το πρώτο ή δεύτερο τρίμηνο θα πρέπει να ακολουθεί διακολπικό ηχόγραμα το οποίο παρέχει υψηλότερη ανάλυση, μεγαλύτερη ευκρίνεια και πιο λεπτομερή παρατήρηση. 59 - 61 Σε περίπτωση ανεύρεσης εγκεφαλοκήλης θα πρέπει να διενεργείται εκτεταμένος έλεγχος όλων των εμβρυϊκών οργάνων για ανεύρεση και άλλων συνοδών ανωμαλιών. Ινιακή εγκεφαλοκήλη, πολυκυστικοί δυσπλαστικοί νεφροί ή/και πολυδακτυλία θέτουν την διάγνωση του συνδρόμου Meckel-Gruber από το πρώτο τρίμηνο, όταν ο όγκος του αμνιακού υγρού είναι ακόμη φυσιολογικός. 62- 64 Στην βιβλιογραφία υπάρχουν αρκετές αναφορές που περιγράφουν συνύπαρξη συνδρόμου Meckel-Gruber με ανωμαλίες Dandy-Walker. 65 - 67 Το σύνδρομο Meckel-Gruber είναι μια θανατηφόρος δυσπλασία καθώς τα προσβεβλημένα νεογνά πεθαίνουν εντός των πρώτων λίγων ημερών της ζωής. Η ακριβής διάγνωση είναι μείζονος σημασίας καθώς το σύνδρομο Meckel-Gruber παρουσιάζει ένα αυτοσωματικό υπολειπόμενο πρότυπο κληρονομικότητας που καθορίζεται από την ομόζυγη έκφραση των μεταλλάξεων (MKS1, TMEM67, TMEM216, CEP290, CC2D2A, RPGRIP1L B9D2 και TNXDC15) ενός μόνο γονιδίου και οι γονείς θα πρέπει να ενημερωθούν ότι υπάρχει πιθανότητα επανεμφάνισης σε μελλοντική εγκυμοσύνη. 68 - 71 Ενίοτε, η μέτρηση της α- φετοπρωτεΐνης (AFP) και συμβολή της μαγνητικής τομογραφίας (MRI) είναι θεμελιώδεις στην οριστική διάγνωση καθώς ο συνδιασμός τους με το υπερηχογράφημα αυξάνει την διαγνωστική αξίο. 72 - 74

Φυσική ιστορία και έκβαση

Σε γενικές γραμμές, η έκβαση των εμβρύων με εγκεφαλοκήλη είναι μάλλον κακή καθώς στα 4/5 των περιπτώσεων οι γονείς επιλέγουν τερματισμό της κύησης. 75 , 76 Στα έμβρυα που θα επιβιώσουν η μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου (MRI) και η τρισδιάστατη αξονική τομογραφία (CT) μπορούν να βοηθήσουν στην αξιολόγηση της παραμόρφωσης. Η μαγνητική τομογραφία επιτρέπει την καλύτερη απεικόνιση των μηνίγγων του εγκεφάλου, των κοιλιών και των σχετικών ανωμαλιών. Η 3D CT επιτρέπει την πιο ακριβή απεικόνιση του βασικού οστικού ελλείμματος. 77 Η χειρουργική επέμβαση πρέπει να πραγματοποιείται μόνο μετά από προσεκτικό προεγχειρητικό σχεδιασμό ειδικά στις πρόσθιες εγκεφαλοκήλες σε ηλικία 5-10 μηνών για την αποφυγή περαιτέρω νευρολογικού ελλείμματος και παραμόρφωσης του προσώπου. Στην μελέτη των Velho και συνεργάτες, το 80% των χειρουργημένων εμβρύων δεν είχε μετεγχειρητική επιπλοκή και πήρε εξιτήριο σε 7-10 ημέρες μετά την επέμβαση. Διαφυγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού (CSF) παρατηρήθηκε σε μικρό αριθμό ασθενών η οποία υποχώρησε εντός 5-7 ημερών έπειτα από οσφυϊκή παροχέτευση. Το αισθητικό αποτέλεσμα ήταν άριστο έως καλό στο 70% των περιπτώσεων. Ωστόσο, ορισμένοι ασθενείς μπορεί να χρειαστούν αισθητική χειρουργική αποκατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της ρινοπλαστικής ή της βλεφαροπλαστικής σε μεταγενέστερο στάδιο, ανάλογα με τις βλάβες των μαλακών μορίων. 78 Ο στόχος της χειρουργικής παρέμβασης είναι η στεγανότητα του εσωτερικού ελλείμματος, το κλείσιμο του ελλείμματος του κρανίου, η εκτομή του σάκου και η ανακατασκευή της εξωτερικής οστικής παραμόρφωσης. 79

  1. Diebler C, Dulac O. Cephaloceles: clinical and neuroradiological appearance. Associated cerebral malformations. Neuroradiology. 1983; 25(4): 199-216. PubMed | SpringerLink
  2. Sandler MA, Beute GH, Madrazo BL, et al. Ultrasound case of the day. Occipital meningoencephalocele. Radiographics. 1986 Nov; 6(6): 1096-9. PubMed | Radiograpfics | PDF
  3. Suwanwela C. Geographical distribution of fronto-ethmoidal encephalomeningocele. Br J Prev Soc Med. 1972 Aug; 26(3): 193-8. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF
  4. Dadmehr M, Nejat F, El Khashab M, et al. Risk factors associated with occipital encephalocele: a case-control study. Clinical article. J Neurosurg Pediatr. 2009 Jun; 3(6): 534-7. PubMed | Full Text JNS
  5. Routhu M, Thakkallapelli S, Mohan P, et al. Role of Ultrasound in Body Stalk Anomaly and Amniotic Band Syndrome. 2016; 1–10. Hindawi | Google Scholar
  6. Yengo-Kahn AM, Plackis AC, Bonfield CM, et al. Correction of a vertex encephalocele related to amniotic band syndrome. BMJ Case Rep. 2020 Mar 31; 13(3): e234735. PubMed | Full Text BMJ | PDF | Google Scholar
  7. Whitehead AS, Gallagher P, Mills JL, et al. A genetic defect in 5,10 methylenetetrahydrofolate reductase in neural tube defects. QJM. 1995 Nov; 88(11): 763-6. PubMed | Google Scholar
  8. Arruda VR, von Zuben PM, Chiaparini LC, et al. The mutation Ala677-->Val in the methylene tetrahydrofolate reductase gene: a risk factor for arterial disease and venous thrombosis. Thromb Haemost. 1997 May; 77(5): 818-21. PubMed | Google Scholar
  9. Kang SS, Wong PW. Genetic and nongenetic factors for moderate hyperhomocyst(e)inemia. Atherosclerosis. 1996 Jan 26; 119 (2): 135-8. PubMed | Google Scholar
  10. Frosst P, Blom HJ, Milos R, et al. A candidate genetic risk factor for vascular disease: a common mutation in methylenetetrahydrofolate reductase. Nat Genet. 1995 May; 10(1): 111-3. PubMed | Full Text Nature Genetics | PDF
  11. Gudnason V, Stansbie D, Scott J, et al. C677T (thermolabile alanine/valine) polymorphism in methylenetetrahydrofolate reductase (MTHFR): its frequency and impact on plasma homocysteine concentration in different European populations. EARS group. Atherosclerosis. 1998 Feb; 136 (2): 347-54. PubMed | Google Scholar
  12. Couturaud F, Oger E, Abalain JH, et al. Methylenetetrahydrofolate reductase C677T genotype and venous thromboembolic disease. Respiration. 2000; 67 (6): 657-61. PubMed | Karger | Google Scholar
  13. Wilcken B, Bamforth F, Li Z, et al. Geographical and ethnic variation of the 677C>T allele of 5,10 methylenetetrahydrofolate reductase (MTHFR): findings from over 7000 newborns from 16 areas world wide. J Med Genet. 2003 Aug; 40(8): 619-25. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF | Google Scholar
  14. Perez ABA, D'Almeida V, Vergani N, et al. Methylenetetrahydrofolate reductase (MTHFR): Incidence of mutations C677T and A1298C in Brazilian population and its correlation with plasma homocysteine levels in spina bifida. Am J Med Genet. 2003 May 15; 119 A(1): 20-5. PubMed | Willey Online Library | Google Scholar
  15. Jeanty P, Shah D, Zaleski W, et al. Prenatal diagnosis of fetal cephalocele: a sonographic spectrum. Am J Perinatol. 1991 Mar; 8(2):144-9. PubMed | Thieme | Google Scholar
  16. Wininger SJ, Donnenfeld AE. Syndromes identified in fetuses with prenatally diagnosed cephaloceles. Prenat Diagn. 1994 Sep; 14(9): 839-43. PubMed | Google Scholar
  17. Bozinov O, Tirakotai W, Sure U, et al. Surgical closure and reconstruction of a large occipital encephalocele without parenchymal excision. Childs Nerv Syst. 2005 Feb; 21(2): 144-7. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  18. Ramdurg SR, Sukanya M, Maitra J. Pediatric encephaloceles: A series of 20 cases over a period of 3 years. J Pediatr Neurosci. Oct-Dec 2015; 10(4): 317-20. PubMed | Full Text PMC | Full Text JPN
  19. Cohen MM Jr, RJ Lemire. Syndromes with cephaloceles. Teratology. 1982 Apr; 25(2): 161-72. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  20. Chen CP. Prenatal diagnosis of iniencephaly. Taiwan J Obstet Gynecol. 2007 Sep; 46(3): 199-208. PubMed | Full Text TJOG | PDF
  21. Grange G, Favre R, Gasser B. Endovaginal sonographic diagnosis of craniorachischisis at 13 weeks of gestation. Fetal Diagn Ther. Nov-Dec 1994; 9(6): 391-4. Pubmed | Karger | Google Scholar
  22. Donaldson SJF, Wright CA, de Ravel TJL. Trisomy 18 with total craniorachischisis and thoraco-abdominoschisis. Prenat Diagn. 1999 Jun; 19(6): 580-2. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  23. Welch AD. Folic acid: Discovery and the exciting first decade. Perspect Biol Med. 1983; 27 (1): 64-75. PubMed | Project Muse | Google Scholar
  24. Hibbard BM. The role of folic acid in pregnancy. J Obstet Gynaecol Br Commonw. 1964 Aug; 71: 529-42. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  25. Smithells RW, Sheppard S, Schorah CJ et al. Possible prevention of neural‐tube defects by periconceptional vitamin supplementation. Lancet. 1980 Feb; 339-340. The Lancet | Google Scholar
  26. MRC Vitamin Study Research Group. Prevention of neural tube defects: Results of the Medical Research Council Vitamin Study. Lancet. 1991 Jul 20; 338 (8760): 131-7. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  27. Becerra JE, Khoury MJ, Cordero JF, et al. Diabetic mellitus during pregnancy and the risks for specific birth defects: A population‐based case–control study. Pediatrics. 1990 Jan; 85(1): 1-9. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  28. Werler MM, Louik C, Shapiro S, et al. Prepregnant weight in relation to risk of neural tube defects. JAMA. 996 Apr 10; 275 (14): 1089-92. PubMed | Full Text JAMA | Google Scholar
  29. Edwards MJ. Congenital malformations in the rat following induced hyperthermia during gestation. Teratology. 1968 May; 1(2): 173-7. PubMed | Wiley Online LibraryGoogle Scholar
  30. Graham JM, Edwards Matthew-J, Edwards Marshall-J. Teratogen update: Gestational effects of maternal hyperthermia due to febrile illness and resultant patterns of defects in humans. Teratology 1998; 58: 209–21. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  31. Russell RM, Golner BB, Krasinski SD, et al. Effect of antacid and H2 receptor antagonists on the intestinal absorption of folic acid. J Lab Clin Med. 1988 Oct; 112 (4): 458-63. PubMed | Google Scholar
  32. Canger R, Battino D, Canevini MP, et al. Malformations in offspring of women with epilepsy: a prospective study. Epilepsia. 1999 Sep; 40(9): 1231-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  33. Hernandez‐Diaz S, Werler MM, Walker AM, et al. Folic acid antagonists during pregnancy and the risk of birth defects. N Engl J Med. 2000 Nov 30; 343 (22): 1608-14. PubMed | Full Text NEJM | PDF
  34. Hernandez‐Diaz S, Werler MM, Walker AM, et al. Neural tube defects in relation to use of folic acid antagonists during pregnancy. Am J Epidemiol. 2001 May 15; 153 (10): 961-8. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  35. Czeizel AE, Rockenbauer M, Sørensen HT, et al. The teratogenic risk of trimethoprim-sulfonamides: a population based case-control study Reprod Toxicol. Nov-Dec 2001; 15(6): 637-46. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  36. Holmes LB, Harvey EA, Coull BA, et al. The teratogenicity of anticonvulsant drugs. N Engl J Med. 2001 Apr 12; 344 (15): 1132-8. PubMed | Full Text NEJM | PDF | Google Scholar
  37. Rothman KJ, Moore LL, Singer MR, et a Teratogenicity of high vitamin A intake. N Engl J Med. 1995 Nov 23; 333 (21): 1369-73. PubMed | Full Text NEJM | PDF | Google Scholar
  38. Mulder GB, Manley N, J Grant, et al. Effects of excess vitamin A on development of cranial neural crest-derived structures: a neonatal and embryologic study. Teratology. 2000 Oct; 62(4): 214-26. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  39. Honein MA, Paulozzi LJ, Mathews TJ, et al. Impact of folic acid fortification of the US food supply on the occurrence of neural tube defects. JAMA. 2001 Jun 20; 285 (23): 2981-6. PubMed | Full Text JAMA | PDF
  40. Williams J, Mai CT, Mulinare J, et al. Updated estimates of neural tube defects prevented by mandatory folic Acid fortification - United States, 1995-2011. MMWR Morb Mortal Wkly Rep. 2015 Jan 16; 64(1): 1-5. PubMed | Full Text PMC | Full Text CDC
  41. Centers for Disease Control and Prevention (CDC). Prevention program for reducing risk for neural tube defects--South Carolina, 1992-1994. MMWR Morb Mortal Wkly Rep. 1995 Mar 3; 44(8): 141-2. PubMed | Full Text CDC
  42. de Smid DJ, de Jong-van den Berg LT, Cornel MC. Peri-pregnancy folic acid supplementation must be improved. Ned Tijdschr Geneeskd. 2012; 156 (41): A4512. PubMed | Full Text NTVG
  43. Borowski D, Wegrzyn P, Bartkowiak R, et al. First trimester diagnosis of encephalocele--report of two cases and review of the literature. Ginekol Pol. 2011 Sep; 82(9): 700-4. PubMed | Google Scholar
  44. Basaran A. Diagnosis of occipital meningocele at 10 weeks of gestation and its natural course--imaging of meningoencephalocele in early postembryonic period. Ultraschall Med. 2011 Dec; 32(6): 622-3. PubMed | Thieme | Google Scholar
  45. Graham D, Johnson TR, Winn K, et al. The role of sonography in the prenatal diagnosis and management of encephalocele. J Ultrasound Med. 1982 Apr; 1(3): 111-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  46. Morocz I, Szeifert GT, Molnar P, et al. Prenatal diagnosis and pathoanatomy of iniencephaly. Clin Genet. 1986; 30: 81–6. Wiley Online Library | Google Scholar
  47. Marton T, Tanko A, Mezei G, et al. Diagnosis of an unusual form of iniencephaly in the first trimester of pregnancy. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Nov; 18(5): 549-51. Pubmed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  48. Budorick NE, Pretorius DH, McGahan JP, et al. Cephalocele detection in utero: sonographic and clinical features. Ultrasound Obstet Gynecol. 1995 Feb; 5(2): 77-85. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  49. Blumenfeld Z, Siegler E, Bronshtein M. The early diagnosis of neural tube defects. Prenat Diagn. 1993 Sep; 13(9): 863-71. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  50. Filly RA. The "lemon" sign: a clinical perspective. Radiology. 1988 May; 167 (2): 573-5. PubMed | Radiology | Google Scholar
  51. D'Addario V, Rossi AC, Pinto V, et al. Comparison of six sonographic signs in the prenatal diagnosis of spina bifida. Perinat Med. 2008; 36(4): 330-4. PubMed | De Gruyter | Google Scholar
  52. Nyberg DA, Mack LA, Hirsch J, et al. Abnormalities of fetal cranial contour in sonographic detection of spina bifida: evaluation of the "lemon" sign. Radiology. 1988 May; 167 (2): 387-92. PubMed | Radiology | Google Scholar
  53. Cameron M, Moran P. Prenatal screening and diagnosis of neural tube defects. Prenat Diagn. 2009 Apr; 29(4): 402-11. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  54. Sepulveda W, Wong AE, Andreeva E, et al. Sonographic spectrum of first-trimester fetal cephalocele: review of 35 cases. Ultrasound Obstet Gynecol. 2015 Jul; 46(1): 29-33. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  55. Lo BWY, Kulkarni AV, Rutka JT, et al. Clinical predictors of developmental outcome in patients with cephaloceles. J Neurosurg Pediatr. 2008 Oct; 2(4): 254-7. PubMed | Full Text JNS | Google Scholar
  56. Hoving EW. Nasal encephaloceles. Childs Nerv Syst. 2000 Nov; 16 (10-11): 702-6. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  57. Siffel C, Wong LY, Olney RS. Survival of infants diagnosed with encephalocele in Atlanta, 1979-98. Paediatr Perinat Epidemiol. 2003 Jan; 17(1): 40-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  58. Brown MS, Sheridan-Pereira M. Outlook for the child with a cephalocele. Pediatrics. 1992 Dec; 90(6): 914-9. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  59. Cullen MT, Athanassiadis AP, Romero R. Prenatal diagnosis of anterior parietal encephalocele with transvaginal sonography. Obstet Gynecol. 1990; 75: 489–491. PubMed | Google Scholar
  60. Benacerraf BR. Examination of the second-trimester fetus with severe oligohydramnios using transvaginal scanning. Obstet Gynecol. 1990 Mar; 75 (3 Pt 2): 491-3. PubMed | Google Scholar
  61. Fleming AD, Vintzileos AM, E Scorza W. Prenatal diagnosis of occipital encephalocele with transvaginal sonography. J Ultrasound Med. 1991 May; 10(5): 285-6. PudMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  62. Lowry RB, Hill RH, Tischler Survival and spectrum of anomalies in the Meckel syndrome. Am J Med Genet. 1983 Mar; 14(3): 417-21. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  63. Braithwaite JM, Economides DL. First-trimester diagnosis of Meckel-Gruber syndrome by transabdominal sonography in a low-risk case. Prenat Diagn. 1995 Dec; 15(12): 1168-70. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  64. Chen CP. Meckel syndrome: genetics, perinatal findings, and differential diagnosis. Taiwan J Obstet Gynecol. 2007 Mar; 46(1): 9-14. PubMed | Elsevier | PDF | Google Scholar
  65. Herriot R, Hallam LA, Gray ES. Dandy-Walker malformation in the Meckel syndrome. Am J Med Genet. 1991 May 1; 39(2): 207-10. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  66. Summers MC, Donnenfeld AE. Dandy-Walker malformation in the Meckel syndrome. Am J Med Genet. 1995 Jan 2; 55(1): 57-61. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  67. Balci S, Tekşen F, Dökmeci F, et al. Prenatal diagnosis of Meckel-Gruber syndrome and Dandy-Walker malformation in four consecutive affected siblings, with the fourth one being diagnosed prenatally at 22 weeks of gestation. Turk J Pediatr. Jul-Sep 2004; 46(3): 283-8. PubMed | Google Scholar
  68. Hsia YE, Bratu M, Herbordt A. Genetics of the Meckel syndrome (dysencephalia splanchnocystica). Pediatrics. 1971 Aug; 48(2) :237-47. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  69. Sepulveda W, Sebire NJ, Souka A, et al. Diagnosis of the Meckel-Gruber syndrome at eleven to fourteen weeks' gestation. Am J Obstet Gynecol. 1997 Feb; 176 (2): 316-9. PubMed | Full Text AJOG
  70. Radhakrishnan P, Nayak SS, Shukla A, et al. Meckel syndrome: Clinical and mutation profile in six fetuses. Clin 2019 Dec; 96(6): 560-565. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  71. Hopp K, Heyer CM, Hommerding CJ, et al. B9D1 is revealed as a novel Meckel syndrome (MKS) gene by targeted exon-enriched next-generation sequencing and deletion analysis. Hum Mol Genet. 2011 Jul 1; 20 (13): 2524-34. PubMed | Full Text PMC | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  72. Slotnick N, Filly RA, Callen PW, et al. Sonography as a procedure complementary to alpha-fetoprotein testing for neural tube defects. J Ultrasound Med. 1982 Oct; 1(8): 319-22. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  73. Papp Z, Tóth Z, Török O, et al. Prenatal diagnosis policy without routine amniocentesis in pregnancies with a positive family history for neural tube defects. Am J Med Genet. 1987 Jan; 26(1): 103-10. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  74. Chung HYB, Uster-Friedberg T, Pentaz S, et al. Enlarged parietal foramina: findings on prenatal ultrasound and magnetic resonance imaging. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Oct; 36(4): 521-2. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  75. Goldstein RB, LaPidus AS, Filly RA. Fetal cephaloceles: diagnosis with US. Radiology. 1991 Sep; 180 (3): 803-8. PubMed | Radiology | Google Scholar
  76. Weichert J, Hoellen F, Krapp M, et al. Fetal cephaloceles: prenatal diagnosis and course of pregnancy in 65 consecutive cases. Arch Gynecol Obstet. 2017 Sep; 296 (3): 455-463. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  77. Gudinchet F, Brunelle F, Duvoisin B, et al. The value of CT and MRI in the assessment of basal encephaloceles in children. Schweiz Rundsch Med Prax. 1992 Sep 29; 81 (40): 1196-201. PubMed | Google Scholar
  78. Velho V, Naik H, Survashe P, et al. Management Strategies of Cranial Encephaloceles: A Neurosurgical Challenge. Asian J Neurosurg. Jul-Sep 2019; 14(3): 718-724. PubMed | Full Text PMC | Full Text AJN | Google Scholar 
  79. Smit CS, Zeeman BJ, Smith RM, et al. Frontoethmoidal meningoencephaloceles: a review of 14 consecutive patients. J Craniofac Surg. 1993 Oct; 4(4): 210-4. PubMed | Google Scholar
Μαρτίου 24, 2015

 

Περιγραφή και ορισμός

Ο όρος ακρανία, περιγράφει την απουσία μέρους ή όλου-του θόλου του κρανίου-και σχεδόν πάντα συσχετίζεται με την εξεγκεφαλία και την ανεγκεφαλία. Αν κατά την εμβρυογένεση ο πρόσθιος νευροπόρος δεν κλείσει δημιουργούνται αυτές οι πολύ σοβαρές και θανατηφόρες ανωμαλίες, γνωστές και ως ακολουθία ακρανίας-εξεγκεφαλίας-ανεγκεφαλίας (AEAS), επειδή σχεδόν πάντα ακολουθείται το ίδιο μοτίβο εμφάνισης. Στις περιπτώσεις ακρανίας ο απροστάτευτος εγκέφαλος μπορεί να αναπτύσσεται ανώμαλα ή και καθόλου με το ταυτόχρονο έλλειμμα ή την απουσία των οστών του θόλου του κρανίου. Εξεγκεφαλία καλείται η κατάσταση κατά την οποία μεγάλο τμήμα του εγκεφάλου εξωθείται από το κρανίο (κρανιόσχιση) ή βρίσκεται εκτεθειμένο στο αμνιακό υγρό. Στην ανεγκεφαλία το κατώτερο πρόσωπο διαμορφώνεται και εξελίσσεται συνήθως φυσιολογικά αλλά απουσιάζουν το μέτωπο, επάνω από τις κόγχες, το κρανίο πάνω από την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης και τα ημισφαίρια του εγκεφάλου. Με την πρόοδο της κύησης, ο δυστροφικός εγκεφαλικός ιστός πίσω από τον κενό χώρο του προσώπου ατροφεί. Εικάζεται ότι η ανεγκεφαλία είναι η συχνότερη δυσμορφία του νευρικού σωλήνα (NTD) που είναι ασύμβατη με την ζωή. 1

Επίπτωση στο γενικό πληθυσμό

Η επίπτωση της AEAS ποικίλλει ευρέως ανάλογα με την γεωγραφική εντόπιση (π.χ. είναι πολύ υψηλή στο Μπέλφαστ και χαμηλή στην Λυών). Εμφανίζεται συνήθως με συχνότητα 0,54/1000 εγκυμοσύνες και παρατηρείται συχνότερα στα θήλυ έμβρυα. 2

Παθογένεια

Η αιτιοπαθολογία της AEAS είναι πολυπαραγοντική στην οποία εμπλέκονται περιβαλλοντικοί και γενετικοί παράγοντες. 3 H AEAS ξεκινά με την αποτυχία σύγκλισης του πρόσθιου τμήματος της νευρικής αύλακας, 10-20 ημέρες μετά την γονιμοποίηση. Ο μή συνενωμένος πρόσθιος εγκέφαλος αναπτύσσεται μερικά και μετέπειτα εκφυλίζεται. Η παρουσία του κοινού κινητικού νεύρου δείχνει ότι μάλλον έχει αναπτυχθεί ο μέσος εγκέφαλος. Η αδενοϋπόφυση μπορεί να είναι ατελής ή να έχει αποχωρισθεί από τον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα τα επινεφρίδια να είναι μικρά λόγω έλλειψης του εμβρυϊκού φλοιού.

Η ανεγκεφαλία προκλήθηκε πειραματικά σε εγκύους επίμυς λόγω υπερβιταμίνωσης Α και επιβεβαιώθηκε υπερηχογραφικά καθώς αναπτύσσεται σε τρεις φάσεις:

1) αποτυχία κλεισίματος της ρυγχαίας μοίρας της νευρικής πλάκας (εγκεφαλοσχιστία, ακρανία)

2) προβολή ενός εξαιρετικά ανεπτυγμένου και καλά διαφοροποιημένου εγκέφαλου στον αμνιακό σάκο (εξεγκεφαλία)

3) εκφύλιση των ακάλυπτων μερών του εγκεφάλου που οδηγεί σε τυπική ανεγκεφαλία.

Αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί, παρόμοια εμβρυολογική αλληλουχία υποστηρίζεται και στον άνθρωπο.

Κλινικά χαρακτηριστικά

Η ακρανία αντιπροσωπεύει το πρώτο στάδιο της AEAS που λαμβάνει χώρα 18-20 ημέρες μετά τη γονιμοποίηση 4 και η εξέλιξη της εξεγκεφαλίας σε ανεγκεφαλία περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1991 από τον Wilkings και τους συνεργάτες του. 5 Η ακρανία χαρακτηρίζεται από την απουσία της οστεοποίησης του θόλου του κρανίου. Ο καλοδιατηρημένος εγκεφαλικός ιστός συνήθως απαντάται μέχρι την ηλικία των 10Ws ενώ η διάγνωση της ακρανίας είναι σπάνια πριν από αυτήν την ηλικία. 6 Η εξεγκεφαλία χαρακτηρίζεται από μεγάλη και ακανόνιστη προβάλλουσα μάζα, εγκεφαλικού ιστού στον αμνιακό σάκο. Η παρατεταμένη έκθεση του αναπτυσσόμενου εμβρυϊκού εγκεφάλου στο αμνιακό υγρό θα έχει ως αποτέλεσμα μηχανικό τραυματισμό, εκφυλιστικές αλλοιώσεις και προοδευτική καταστροφή του εγκεφαλικού ιστού. 7 , 8 Δευτεροπαθώς, αναπτύσσεται ανεγκεφαλία. 9 , 10 Σπάνια, μπορεί να αποτύχει η μετάβαση από την εξεγκεφαλία στην ανεγκεφαλία. 11 Οι δομές του προσώπου και η βάση του κρανίου (υπερώια απόφυση, οι κάτω επιφάνειες των ζυγωματικών τόξων, τα κροταφικά οστά με τις προβάλλουσες μαστοειδείς και βελονοειδείς αποφύσεις και το ινιακό τρήμα) διατηρούνται συχνά στην εξεγκεφαλία, όπως και στην ανεγκεφαλία. 12 Η ανεγκεφαλία είναι το τελικό αποτέλεσμα της εμβρυϊκής ακρανίας. 13

Κληρονομικότητα

Η κληρονομικότητα των ελλειμμάτων του νωτιαίου σωλήνα θεωρείται πολυπαραγοντική στην αιτιολογία της, ωστόσο το ποσοστό επανεμφάνισης για γονείς με ένα παιδί που πάσχει είναι 2% και 10%, για περισσότερα. Μελέτες των τελευταίων ετών έδειξαν ότι η λήψη φυλλικού οξέως, 3 μήνες πριν από την σύλληψη ή και στην διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης, μπορεί να ελαττώσει κατά 70 % την συχνότητα της πάθησης σε γυναίκες με βεβαρημένο ιστορικό. 14 Η ανεγκεφαλία παρουσιάζει ένα αυτοσωματικό υπολειπόμενο πρότυπο κληρονομικότητας σε ορισμένους πληθυσμούς. Ομόζυγος μετάλλαξη του c.1522C> A (p.Pro508Thr) στο γονίδιο TRIM36 του χρωμοσώματος 5q22 αναφέρεται ως αιτία ανεγκεφαλίας (ΑΡΗ) σε μια ινδική οικογένεια. 15

Σχέση με άλλες ανωμαλίες και ανευπλοειδία

H AEAS σε ποσοστό 12-25% συσχετίζεται με δομικές ανωμαλίες από άλλα συστήματα οργάνων. Μεταξύ αυτών των ανωμαλιών, οι πιο συνηθισμένες είναι ανωμαλίες του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) όπως η ανοιχτή βλάβη του νωτιαίου σωλήνα (craniorachischisis). Δισχιδής ράχη μπορεί να παρατηρηθεί στην περιοχή του τραχήλου ή να επεκταθεί ώστε να περιλαμβάνει όλο το μήκος της ΣΣ (οσφυϊκή και ιερή περιοχή). Στο πρόσωπο μπορεί να παρατηρηθεί λαγώχειλο και λυκόστομα. Επίσης, έχουν περιγραφεί και άλλες ανωμαλίες που περιλαμβάνουν δυσπλασίες από το μυοσκελετικό, το νεφρικό και το καρδιαγγειακό σύστημα. 16 Ανευπλοειδία έχει αναφερθεί στο 2-3% των περιπτώσεων με AEAS συμπεριλαμβανομένων των συνηθέστερων τρισωμιών (13, 18 και 21), του μωσαϊκισμού, της τριπλοειδίας και ορισμένων γενετικών εξαλείψεων και διπλασιασμών διαφόρων περιοχών. 17 - 20

Υπερηχογραφικά ευρήματα

Επί απουσίας του θόλου του κρανίου ο εμβρυϊκός εγκέφαλος εκτίθεται στο διαρκώς αυξανόμενο μηχανικό τραύμα και τον χημικό ερεθισμό του αμνιακού υγρού με αποτέλεσμα την εκφύλισή του και την προοδευτική καταστροφή του. Η απόπτωση των κατεστραμμένων νευρικών κυττάρων και αίματος στην αμνιακή κοιλότητα μπορεί να ανιχνευθεί με το υπερηχογράφημα ως ελεύθερα επιπλέοντα, ηχογενή σωματίδια. Η ακολουθία των γεγονότων με κατάληξη την ανεγκεφαλία τεκμηριώθηκε σε αρκετές μελέτες: α) οι εκτενείς παρατηρήσεις της κολπικής υπερηχογραφίας ανίχνευσαν την χρονική σχέση μεταξύ ακρανίας και ανεγκεφαλίας, 5 , 21 β) οι κυτταρολογικές εξετάσεις του αμνιακού υγρού που ελήφθησαν έπειτα από αμνιοπαρακέντηση επιβεβαίωσαν την παρουσία νευρικών κυττάρων σε ανεγκέφαλα έμβρυα, τα οποία αρχικά είχαν διαγνωστεί με ακρανία κατά το πρώτο τρίμηνο, 22 γ) το κεφαλουραίο μήκος (CRL) ήταν μικρότερο στα ανεγκέφαλα από ότι στα υγιή έμβρυα, 23 δ) σημαντική μείωση της πωγωνομετωπικής διαμέτρου (απόσταση του πηγουνιού από το μέτωπο), εξαιτίας της προοδευτικής καταστροφής του εγκεφάλου καθώς εξελίσσεται η εγκυμοσύνη. 24

Το φάσμα των χαρακτηριστικών της ακρανίας ποικίλει κατά το πρώτο τρίμηνο και κυμαίνεται από σχεδόν έναν φυσιολογικό εγκεφαλικό ιστό έως έναν εγκέφαλο με ποικίλου βαθμού παραμόρφωση ή ρήξη ο οποίος καλύπτεται από λεπτή μεμβράνη. 25 , 26 Στο 26% των περιπτώσεων αυτών η διάγνωση της ανεγκεφαλίας χάθηκε αρχικά επειδή, σε αρκετές περιπτώσεις εξεγκεφαλίας, υπήρχε καλοδιατηρημένος εγκέφαλος και μόνο η έλλειψη της οστεοποίησης του θόλου του κρανίου θα μπορούσε να θέσει ασφαλώς τη διάγνωση στο ηχόγραμα των 10-14Ws. 23 Ως εκ τούτου, η σκοπιμότητα της στοχευμένης εξέτασης του εμβρυϊκού εγκεφάλου σε αυτήν την ηλικία κύησης επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια και από άλλες μελέτες. 27 , 28 Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ακρανίας είναι η αυξημένη ηχογένεια του αμνιακού υγρού. Παρατηρείται στο 22% των περιπτώσεων ακρανίας και πιθανά αναπαριστούν συντρίμματα νευρικού ιστού αποσπώντα από τον αιμορραγούντα εγκέφαλο. Τα παραπάνω ενισχύουν την υπόθεση της προοδευτικής καταστροφής του εγκεφαλικού ιστού προς το τέλος του πρώτου τριμήνου. Στο 66% των περιπτώσεων ακρανίας, παρατηρούνται ηχογενή επιπλέοντα σωματίδια που πιθανώς αντιπροσωπεύουν την πρώιμη αποφολίδωση του νευρικού ιστού εντός της αμνιακής κοιλότητας. 29

Η παρουσία ελεύθερων ηχογενών σωματιδίων στο αμνιακό υγρό κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου συσχετίστηκε με συναθροίσεις κυττάρων, παρουσία ενδοαμνιακής αιμορραγίας και ανεξήγητα αυξημένα επίπεδα α-εμβρυικής πρωτεΐνης στον μητρικό ορό (MSAFP). Σε δύο περιπτώσεις εξεγκεφαλίας η αξιολόγηση του αμνιακού υγρού πριν από 18Ws της κύησης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα σωματίδια που επιπλέουν ελεύθερα στο αμνιακό υγρό οφείλονται στην παρουσία αίματος. 30 , 31  Επίσης, αυξημένη ηχογένεια αμνιακού υγρού στις 14-16Ws συνδέθηκε με ανεγκεφαλία. 32 Κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου επιπλέοντα ηχογενή σωματίδια αντιπροσωπεύουν σμήγμα και πιο σπάνια μηκώνιο σε ποσοστό 95% και 5%, αντίστοιχα. 33 - 35

Υπερηχογραφική διάγνωση

Το 1972 ο Campbell και οι συνεργάτες του διέγνωσαν ανεγκεφαλία σε έμβρυο 17Ws με βάση το εξωτερικό περίγραμμα της κεφαλής κατά το υπερηχογράφημα. 36 Στην συνέχεια ακολούθησαν και άλλες αναφορές. 37 Η διάγνωση της ανεγκεφαλίας σήμερα είναι εύκολη και μπορεί να πραγματοποιηθεί στις 10-14Ws της κύησης από την απουσία της οστεοποίησης στα οστά του κρανίου.  38 Στις περιπτώσεις της AEAS, υπάρχει μια φυσιολογική ποσότητα εγκεφαλικού ιστού ορατή στο στεφανιαίο επίπεδο του κρανίου προκαλώντας την εμφάνιση "πρόσωπο του Μίκυ Μάους" ή "σημείο Μίκυ Μάους" λόγω των δύο ημικυκλικών δομών που αιωρούνται πάνω από την επιφάνεια του κρανίου, παρόμοια με τα στρογγυλεμένα αυτιά του "Μίκυ Μάους". Αυτό το σημείο είναι χαρακτηριστικό στην εξεγκεφαλία. 25 , 27 Στο δεύτερο τρίμηνο, σημαντική ποσότητα εγκεφαλικού ιστού απουσιάζει, η οποία υπερηχογραφικά εκδηλώνεται με το σημείο "πρόσωπο βατράχου" ή "μάτια βατράχου". Αυτό προκαλείται από την έλλειψη αναγνωρίσιμου εγκεφαλικού ιστού πάνω από το επίπεδο των εμβρυϊκών οφθαλμών. Αυτό το σημείο είναι ενδεικτικό της ανεγκεφαλίας. 39 Το "σημείο Μίκυ Μάους", τα "μάτια βατράχου" και η αυξημένη ηχογένεια του αμνιακού υγρού 29 θέτουν την διάγνωση της AEAS. Τελευταία προτάθηκε το σημείο "μπερέ" ως αναγνωριστικό υπερηχογραφικό σημείο ακρανίας. Οι εγκεφαλικές δομές περιβάλλονται από μια λεπτή, ακίνητη μεμβράνη, δίκην κύματος, με λείο εξωτερικό περίγραμμα. Μεταξύ αυτής της μεμβράνης και των εγκεφαλικών δομών, παρατηρήθηκε ένας λεπτός άνηχος χώρος που αντιπροσωπεύει εγκεφαλονωτιαίο υγρό και που ονομάσθηκε σημείο "μπερέ". Σε όλες τις περιπτώσεις που ανιχνεύτηκε σημείο "μπερέ", διαγνώστηκε ακρανία. 40 Τα έμβρυα με AEAS παρουσιάζουν μεγάλη κινητικότητα, μειωμένη κατάποση και συνεπώς πολυϋδράμνιο.

Διαφορική διάγνωση

Η διαφορική διάγνωση της AEAS συμπεριλαμβάνει την ακολουθία της αμνιακής ταινίας και τη σοβαρή μικροκεφαλία. Στην ακολουθία της αμνιακής ταινίας οι πλέον συνήθεις ανωμαλίες που ανιχνεύονται περιλαμβάνουν τις ανωμαλίες των εμβρυϊκών άκρων με παγίδευση, περίσφιξη και τελικά τον ακρωτηριασμό τους. 41 Όμως, περίπου στο ένα τρίτο των περιπτώσεων της ακολουθίας της αμνιακής ταινίας αναφέρονται σοβαρές κρανιοπροσωπικές ανωμαλίες του τύπου της ακρανίας και της ανεγκεφαλίας από τις οποίες και θα πρέπει να γίνεται διαφορική διάγνωση. 42 - 44 Οι δυσπλασίες που προκαλούνται από την ακολουθία της αμνιακής ταινίας δεν ακολουθούν κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο και δεν έχουν εμβρυολογικές καταβολές. 45 Στις περιπτώσεις σοβαρής μικροκεφαλίας, η κεφαλή του εμβρύου μπορεί να είναι τόσο μικρή που μπορεί να συγχέεται με την ανεγκεφαλία. Ωστόσο, σε αντίθεση με την ανεγκεφαλία, ο ηχογενής θόλος του κρανίου θα απεικονίζεται πέριξ της κεφαλής του εμβρύου.

Στρατηγική διαχείρισης

Το 1973 διαγνώστηκε μια περίπτωση ανεγκεφαλίας ενός εμβρύου 16Ws από τα αυξημένα επίπεδα της α-εμβρυικής πρωτεΐνης στον ορό της μητέρας (MSAFP). Στην συνέχεια επιβεβαιώθηκε η αρχική διάγνωση με αμνιοπαρακέντηση και υπερηχογράφημα και ακολούθησε τερματισμός της κύησης. Έκτοτε, η μέτρηση της MSAFP προτάθηκε ως δείκτης αυξημένου κινδύνου για πιθανές δυσπλασίες του κεντρικού νευρικού συστήματος. 46 - 50 Σήμερα η διάγνωση της AEAS είναι εύκολη 51 υπερηχογραφικά από το πρώτο τρίμηνο και ο τερματισμός της κύησης είναι μια επιλογή που πρέπει να προσφέρεται σε όλες τις έγκυες ασθενείς με AEAS. Ωστόσο, η εμπειρία και η εξειδίκευση στη διαχείριση ασθενών που επιθυμούν την συνέχιση της εγκυμοσύνης τους είναι περιορισμένη, λόγω της επιλογής του τερματισμού της κύησης. Στις εγκύους ασθενείς που επιθυμούν την συνέχιση της κύησης θα πρέπει να διενεργείται εμβρυϊκός καρυότυπος ενώ η ανάπτυξη του πολυϋδραμνίου στο 20-50%, συνήθως, δεν επηρεάζει τη διαχείριση και την έκβαση της κύησης.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Γενικά, η πρόγνωση είναι δυσμενής. 52 Περίπου το ένα τρίτο των εμβρύων με AEAS γεννιούνται ζωντανά, τα υπόλοιπα πεθαίνουν ενδομητρίως. 53 Από αυτά που θα γεννηθούν, η επιβίωση κυμαίνεται από 24 ώρες έως 28 ημέρες. 54 Ωστόσο, στην βιβλιογραφία αναφέρονται περιπτώσεις ανεγκεφαλίας που επέζησαν 7-10 μήνες χωρίς την ανάγκη μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής. 55 Στις περιπτώσεις ανεγκεφαλίας διαταράσσεται βαριά η κινητικότητα και ως φυσική αιτία κατάληξης θεωρείται ο υποαερισμός.

  1. Parker SE, Mai CT, Canfield MA, et al. Updated National Birth Prevalence estimates for selected birth defects in the United States, 2004-2006. irth Defects Res A Clin Mol Teratol. 2010 Dec; 88(12): 1008-16. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  2. Fleurke-Rozema JH, van Leijden L, van de Kamp K, et al. Timing of detection of anencephaly in The Netherlands. Prenat Diagn. 2015 May; 35(5): 483-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  3. Greene NDE, Copp AJ. Neural tube defects. Annu Rev Neurosci. 2014; 37: 221-42. PubMed | Full Text PMC | Google Scholar
  4. Müller F, O'Rahilly R. Development of anencephaly and its variants. Am J Anat. 1991 Mar; 190(3): 193-218. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  5. Wilkins-Haug L, Freedman W. Progression of exencephaly to anencephaly in the human fetus--an ultrasound perspective. Prenat Diagn. 1991 Apr; 11(4): 227-33. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  6. Becker R, Mende B, Stiemer B, et al. Sonographic markers of exencephaly at 9 + 3 weeks' gestation. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Nov; 16(6): 582-4. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  7. Ganchrow D, Ornoy A. Possible evidence for secondary degeneration of central nervous system in the pathogenesis of anencephaly and brain dysraphia. A study in young human fetuses. Virchows Arch A Pathol Anat Histol. 1979 Oct; 384(3): 285-94. PubMed | Google Scholar
  8. Oria M, Duru S, Figueira RL, et al. Cell necrosis, intrinsic apoptosis and senescence contribute to the progression of exencephaly to anencephaly in a mice model of congenital chranioschisis. Cell Death Dis. 2019 Sep 26; 10(10): 721. PubMed | Full Text PMC | Cell Death & Disease | Google Scholar
  9. Cox GG, Rosenthal SJ, Holsapple JW. Exencephaly: sonographic findings and radiologic-pathologic correlation. Radiology. 1985 Jun; 155(3): 755-6. PubMed | Radiology | Google Scholar
  10. Matsumoto A, Hatta T, Moriyama K, et al. Sequential observations of exencephaly and subsequent morphological changes by mouse exo utero development system: analysis of the mechanism of transformation from exencephaly to anencephaly. Anat Embryol (Berl). 2002 Jan; 205(1): 7-18. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  11. Hardt W, Entezami M, Vogel M, et al. Die fetale Exenze-phalie 2 Vorstadium der Anenzephalie? Ein kasuistischer Beitrag. Geburtsh Frauenheilk. 1999; 59(3): 135-138. Thieme | Google Scholar
  12. Hendricks SK, Cyr DR, Nyberg DA, et al. Exencephaly--clinical and ultrasonic correlation to anencephaly. Obstet Gynecol. 1988 Dec; 72(6): 898-901. PubMed | Google Scholar
  13. Bar-Hava I, Bronshtein M, Ornoy A, et al. First trimester sonographic diagnosis of acrania. Harefuah. 1993 Jun 1; 124(11): 685-7, 739. PubMed | Google Scholar
  14. MRC Vitamin Study Research Group. Prevention of neural tube defects: results of the Medical Research Council Vitamin Study. Lancet. 1991 Jul 20; 338(8760): 131-7. PubMed | Google Scholar
  15. Singh N, Bhat VK, Tiwari A, et al. A homozygous mutation in TRIM36 causes autosomal recessive anencephaly in an Indian family. Hum Mol Genet. 2017 Mar 15; 26(6): 1104-1114. PubMed | Oxford | PDF | Google Scholar
  16. Stoll C, Alembik Y, Dott B. Associated malformations in cases with neural tube defects. Genet Couns. 2007; 18(2): 209-15. PubMed | Google Scholar
  17. Hume RF Jr, Drugan A, Reichler A, et al. Aneuploidy among prenatally detected neural tube defects. Am J Med Genet. 1996 Jan 11; 61(2): 171-3. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  18. Kennedy D, Chitayat D, Winsor EJT, et al. Prenatally diagnosed neural tube defects: ultrasound, chromosome, and autopsy or postnatal findings in 212 cases. Am J Med Genet. 1998 May 26; 77(4): 317-21. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  19. Sepulveda W, Corral E, Ayala C, et al. Chromosomal abnormalities in fetuses with open neural tube defects: prenatal identification with ultrasound. Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 Apr; 23(4): 352-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  20. Chen CP. Chromosomal abnormalities associated with neural tube defects (I): full aneuploidy. Taiwan J Obstet Gynecol. 2007 Dec; 46(4): 325-35. PubMed | Full Text TJOG | PDF | Google Scholar
  21. Bronshtein M, Ornoy A. Acrania, anencephaly resulting from secondary degeneration of a closed neural tube: 2 cases in the same family. J Clin Ultrasound. 1991 May; 19(4): 230-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  22. Timor-Tritsch IE, Greenebaum E, Monteagudo A, et al. Exencephaly-anencephaly sequence: proof by ultrasound imaging and amniotic fluid cytology. J Matern Fetal Med. Wiley Jul-Aug 1996; 5(4): 182-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  23. Johnson SP, Sebire NJ, RJ Snijders, et al. Ultrasound screening for anencephaly at 10-14 weeks of gestation. Ultrasound Obstet Gynecol. 1997 Jan; 9(1): 14-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  24. Sepulveda W, Sebire NJ, Fung TY, et al. Crown-chin length in normal and anencephalic fetuses at 10±14 weeks' gestation. Am J Obstet Gynecol. 1997 Apr; 176(4): 852-5. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  25. Nishi T, Nakano R. First-trimester diagnosis of exencephaly by transvaginal ultrasonography. J Ultrasound Med. 1994 Feb; 13(2): 149-51. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  26. Kennedy KA, Flick KJ, Thurmond AS. First-trimester diagnosis of exencephaly. Am J Obstet Gynecol. 1990 Feb; 162(2): 461-3. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  27. Chatzipapas IK, Whitlow BJ, Economides DL. The `Mickey Mouse' sign and the diagnosis of anencephaly in early pregnancy. Ultrasound Obstet Gynecol. 1999 Mar; 13(3): 196-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  28. Cheng CC, Lee FK, Lin HW, et al. Diagnosis of fetal acrania during the first trimester nuchal translucency screening for Down syndrome. Int J Gynaecol Obstet. 2003 Feb; 80(2): 139-44. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  29. Cafici D, Sepulveda W. First-trimester echogenic amniotic fluid in the acrania-anencephaly sequence. J Ultrasound Med. 2003 Oct; 22(10): 1075-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  30. Khaleghian R. Echogenic amniotic fluid in the second trimester: a new sign of fetal distress. J Clin Ultrasound. 1983 Nov-Dec; 11(9): 498-501. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  31. Vengalil S, Santolaya-Forgas J, Meyer W, et al. Ultrasonically dense amniotic fluid in early pregnancy in asymptomatic women without vaginal bleeding: a report of two cases. J Reprod Med. 1998 May; 43(5): 462-4. PubMed | Google Scholar
  32. Zimmer EZ, Bronshtein M. Ultrasonic features of intra-amniotic “unidentified debris” at 14–16 weeks' gestation. Ultrasound Obstet Gynecol. 1996 Mar; 7(3): 178-81. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  33. Sepulveda WH, Quiroz VH. Sonographic detection of echogenic amniotic fluid and its clinical significance. J Perinat Med. 1989; 17(5): 333-5. PubMed | De Gruyter | Google Scholar
  34. Brown DL, Polger M, Clark PK, et al. Very echogenic amniotic fluid: ultrasonography-amniocentesis correlation. J Ultrasound Med. 1994 Feb; 13(2): 95-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  35. Malinowski W. Clinical significance of echogenic amniotic fluid at term pregnancy. Ginekol Pol. 2002 Feb; 73(2): 120-3. PubMed | Google Scholar
  36. Campbell S, Johnstone FD, Holt EM, et al. Anencephaly: early ultrasonic diagnosis and active management. Lancet. 1972 Dec 9; 2(7789): 1226-7. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  37. Hackelöer BJ, Nitschke S. Early ultrasonic diagnosis of anencephaly and iniencephaly. Geburtshilfe Frauenheilkd. 1975 Nov; 35(11): 866-71. PubMed | Google Scholar
  38. Porath M, Henrich W, Schmider A, et al. Anencephaly at 20 weeks gestation. What is the optimal gestational age for early diagnosis? Z Geburtshilfe Neonatol. 2002 May-Jun; 206(3): 114-8. PubMed | Thieme | Google Scholar
  39. Engels AC, Joyeux L, Brantner C, et al. Sonographic detection of central nervous system defects in the first trimester of pregnancy. Prenat Diagn. 2016 Mar; 36(3): 266-73. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  40. Szkodziak P, Krzyżanowski J, Krzyżanowski A, et al. The role of the "beret" sign and other markers in ultrasound diagnostic of the acrania-exencephaly-anencephaly sequence stages. Arch Gynecol Obstet. 2020 Sep; 302(3): 619-628. PubMed | Full Text PMC | SpringerLink | Google Scholar
  41. Seeds JW, Cefalo RC, Herbert WN. Amniotic band syndrome. Am J Obstet Gynecol. 1982 Oct 1; 144(3): 243-8. PubMed | Google Scholar
  42. Harrington BJ, Horger EO, Edwards JG. A counseling dilemma involving anencephaly, acrania and amniotic bands. Genet Couns. 1992; 3(4): 183-6. PubMed | Google Scholar
  43. Cincore V, Ninios AP, Pavlik J, et al. Prenatal diagnosis of acrania associated with amniotic band syndrome. Obstet Gynecol. 2003 Nov; 102(5 Pt 2): 1176-8. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  44. Menekse G, Mert MK, Olmaz B, et al. Placento-Cranial Adhesions in Amniotic Band Syndrome and the Role of Surgery in Their Management: An Unusual Case Presentation and Systematic Literature Review. Pediatr Neurosurg. 2015; 50(4): 204-9. PubMed | Karger | Google Scholar
  45. Padmanabhan LD, Hamza ZV, Thampi MV, et al. Prenatal diagnosis of amniotic band syndrome. Indian J Radiol Imaging. 2016 Jan-Mar; 26(1): 63-6. PubMed | Full Text PMC | Google Scholar
  46. Brock DJ, Bolton AE, Monaghan JM. Prenatal diagnosis of anencephaly through maternal serum-alphafetoprotein measurement. Lancet. 1973 Oct 27; 2(7835): 923-4. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  47. Brock DJ, Bolton AE, Scrimgeour JB. Prenatal diagnosis of spina bifida and anencephaly through maternal plasma-alpha-fetoprotein measurement. Lancet. 1974 Apr 27; 1(7861): 767-9. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  48. Wald NJ, Brock DJ, Bonnar J. Prenatal diagnosis of spina bifida and anencephaly by maternal serum-alpha-fetoprotein measurement. A controlled study. Lancet. 1974 Apr 27; 1(7861): 765-7. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  49. Brock DJ, Scrimgeour JB, Bolton AE, et al. Effect of gestational age on screening for neural-tube defects by maternal plasma-A.F.P. measurement. Lancet. 1975 Aug 2; 2(7927): 195-6. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  50. Brock DJ. Alpha-fetoprotein and the prenatal diagnosis of central nervous system disorders. A review. Childs Brain. 1976; 2(1): 1-23. PubMed | Google Scholar
  51. Karim JN, Roberts NW, Salomon LJ, et al. Systematic review of first-trimester ultrasound screening for detecting of fetal structural anomalies and factors that affect screening performance. Ultrasound Obstet Gynecol. 2017 Oct; 50(4): 429-441. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  52. Obeidi N, Russell N, Higgins JR, et al. The natural history of anencephaly. Prenat Diagn. 2010 Apr; 30(4): 357-60. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  53. Cook RJ, Erdman JN, Hevia M, et al. Prenatal management of anencephaly. Int J Gynaecol Obstet. 2008 Sep; 102(3): 304-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  54. Jaquier M, Klein A, Boltshauser E. Spontaneous pregnancy outcome after prenatal diagnosis of anencephaly. BJOG. 2006 Aug; 113(8): 951-3. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  55. McAbee G, Sherman J, Canas JA, et al. Prolonged survival of two anencephalic infants. Am J Perinatol. 1993 Mar; 10(2): 175-7. PubMed | Thieme | Google Scholar
Μαρτίου 24, 2015

 

Χυλοθώρακας καλείται η συλλογή υγρού στα πλευρά και μπορεί να παρουσιαστεί, είτε σαν μεμονωμένη ανωμαλία του θώρακα, είτε σαν αποτέλεσμα γενικευμένου ύδρωπα (οίδημα δέρματος, περικαρδιακή συλλογή, ασκίτης). Οι μεμονωμένες πλευριτικές συλλογές μπορεί να είναι: μονόπλευρες ιδιαίτερα δεξιά, ή, αμφοτερόπλευρες, συμμετρικές ή ασύμμετρες, εμφανίζονται με συχνότητα 1/10.000 γεννήσεις. Τις περισσότερες φορές οφείλονται, είτε σε επηρεασμένη επαναρρόφηση, ή σε υπερβολική παραγωγή λέμφου, λόγω δυσπλασίας στον λεμφικό πόρο.

Η μεμονωμένη πλευριτική συλλογή, ονομάζεται και πρωτοπαθής χυλοθώρακας, επειδή το λεμφικό υγρό στα νεογνά είναι γαλακτώδες, όπως ο χυλός που περιέχει μόρια λίπους-τα χυλομικρά-που προέρχονται από την πέψη του γάλακτος και βρίσκονται στο υπεζωκοτικό υγρό, που περιβάλει τον πνεύμονα.

Η πρόγνωση αυτής της κατάστασης, εξαρτάται από την υποκείμενη πάθηση. Μερικές περιπτώσεις με πρωτοπαθή χυλοθώρακα, είναι παροδικές και εξαφανίζονται αυτόματα, χωρίς ιατρική παρέμβαση. Σε άλλες, η σοβαρή και χρόνια πίεση των πνευμόνων, μπορεί να προκαλέσει πνευμονική υποπλασία και απώλεια στο νεογνό. Κάποτε, η πίεση του μεσοθωρακίου, έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πολυάμνιου, το οποίο ευθύνεται για πρόωρο τοκετό και για αυξημένα ποσοστά περιγεννητικής απώλειας.

Μαρτίου 23, 2015

 

Περιγραφή και ορισμός

Δίδυμος καλείται η εγκυμοσύνη στην οποία δύο έμβρυα συνυπάρχουν εντός της ενδομητρικής κοιλότητος. Συνήθως προέρχονται από την γονιμοποίηση δύο ωαρίων από δύο σπερματοζωάρια (διζυγωτικά δίδυμα) ή από την γονιμοποίηση ενός ωαρίου με ένα σπερματοζωάριο, τον διαχωρισμό του ζυγώτη και τον σχηματισμό δύο εμβρύων (μονοζυγωτικά δίδυμα).

Δημογραφικά στοιχεία

Οι δίδυμες εγκυμοσύνες αντιπροσωπεύουν το 2-4% όλων των ζωντανών γεννήσεων. 1 - 3 Η συχνότητα των αυτόματων διδύμων κυήσεων ποικίλλει ανάμεσα στις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες παγκοσμίως. Τα ποσοστά επικράτησης κυμαίνονται από 8/1.000 γεννήσεις στην Ανατολική, Νοτιοανατολική και Νότια Ασία, την Ινδία και την Ωκεανία, 19–33,3/1.000 γεννήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Λατινική Αμερική 4 έως 18 ή και περισσότερες/1.000 γεννήσεις στην Αφρική. 5 Τα υψηλότερα ποσοστά δίδυμης κύησης καταγράφονται στη Νιγηρία και τα χαμηλότερα στην Ιαπωνία. 6 Αυτή η διαφορά οφείλεται κυρίως στις διζυγωτικές δίδυμες κυήσεις, καθώς ο επιπολασμός των μονοζυγωτικών κυήσεων είναι πρακτικά σταθερός και κυμαίνεται από 3,5-4/1.000 γεννήσεις. Τα ποσοστά εμφάνισης της δίδυμης κύησης έχουν αυξηθεί τα τελευταία 30 χρόνια σε χώρες με αυξημένο κατά κεφαλήν εισόδημα, κυρίως λόγω της προχωρημένης μητρικής ηλικίας κατά την σύλληψη, της υπογονιμότητος και της αυξημένης χρήσης των τεχνικών της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. 7

Αιτιολογικά και επιδημιολογικά στοιχεία

Η αυτόματη διζυγωτική δίδυμη κύηση σχετίζεται σαφώς με αυξημένη συγκέντρωση θυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) η οποία διεγείρει τα ωοθυλάκια και την ωορρηξία περισσότερων του ενός ωοθυλακίων. Επομένως, στους προδιαθεσιακούς παράγοντες συγκαταλέγονται: α) γεωγραφική θέση, εμφανίζεται συχνότερα σε χώρες με ήπιο κλίμα, β) εθνικότητα, στην μαύρη φυλή, γ) προχωρημένη ηλικία της μητέρας, οφειλόμενη σε υπερδιέγερση των ωοθηκών λόγω αυξημένων γοναδοτροπινών στις ηλικίες 35-39 ετών, δ) οικογενειακό ιστορικό, παρουσία κυρίαρχου γονιδίου στο 7-15% του πληθυσμού και ε) χρήση τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. 8 Στην μονοζυγωτική δίδυμη κύηση η αιτία παραμένει άγνωστη, ωστόσο αντιπροσωπεύει από μόνη της μια ανωμαλία καθώς σχετίζεται με αυξημένο αριθμό αυτόματων αποβολών (12.1 και 5.0% για IVF/ICSI, αντίστοιχα) και με αυξημένο ποσοστό συγγενών δομικών ανωμαλιών. 9

Οι μονοζυγωτικές κυήσεις αντιπροσωπεύουν το 30% των δίδυμων κυήσεων και ο μονοχοριονικός πλακούντας είναι γενετικά καθορισμένος. 10 Η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) αποτελεί παράγοντα κινδύνου στις μονοζυγωτικές κυήσεις, καθώς οι διαδικασίες εμβρύου μπορεί να προκαλέσουν αλλοίωση στην διάφανη ζώνη. Σε αντίθεση με τις διζυγωτικές κυήσεις, οι οποίες είναι πάντοτε διχοριακές, η χοριονικότητα στις μονοζυγωτικές κυήσεις καθορίζεται από την χρονική στιγμή της διαίρεσης των δύο κυτταρικών μαζών (ζυγώτη). Εάν η διαίρεση πραγματοποιηθεί τις πρώτες 72 ώρες μετά τη γονιμοποίηση, η εγκυμοσύνη είναι διχοριακή (ΔΧ) και διαμνιακή (ΔΑ). Σε περίπτωση διαίρεσης μεταξύ των ημερών 4-8, η εγκυμοσύνη είναι μονοχοριακή (ΜΧ) και διαμνιακή (ΔΑ). Εάν η διαίρεση συμβεί μετά την όγδοη ημέρα, η εγκυμοσύνη είναι ΜΧ και μονοαμνιακή (ΜΑ). Περίπου το 75% των μονοζυγωτικών κυήσεων είναι ΜΧ, το 25% ΔΖ,. H ΜΧ-ΜΑ δίδυμος κύηση αντιπροσωπεύει το 1-2% των μονοζυγωτικών διδύμων παγκοσμίως. 11

Οι δίδυμες κυήσεις εμφανίζουν υψηλότερη συχνότητα αυτόματων αποβολών από τις μονήρεις κυήσεις με αποτέλεσμα η συχνότητα της διδύμου κύησης κατά την διάρκεια του πρώτου τριμήνου να είναι διπλάσια από αυτήν στο τέλος της κύησης. Εάν αφαιρεθεί ο αριθμός των θνησιγενών εμβρύων και των αυτόματων αποβολών τότε η υπολογιζόμενη συχνότητα της δίδυμης κύησης αντανακλά περισσότερο την επιτυχή έκβαση της δίδυμης κύησης παρά την επιτυχή δίδυμο σύλληψη. Η άποψη ότι η συχνότητα της διδύμου σύλληψης είναι υψηλότερη από την συχνότητα της διδύμου γέννησης έχει επιβεβαιωθεί υπερηχογραφικά. Η αυτόματη αποβολή του ενός διδύμου, νωρίς στην εγκυμοσύνη, ταυτόχρονα με την διατήρηση του άλλου διδύμου συχνά είναι ασυμπτωματική και σε κάποιες περιπτώσεις ευθύνεται για την παρουσία κολπικής αιμόρροιας.

Ταξινόμηση

Τα δίδυµα ανάλογα με των αριθμό των ωαρίων από τα οποία προέρχονται χωρίζονται:

Α. Στα μονωογενή (µονοζυγωτικά) που προέρχονται από ένα και μοναδικό ωάριο το οποίο έχει υποστεί ανώμαλη χρονολογικά διαίρεση σε δύο ωάρια κατά την διάρκεια της γονιμοποίησης, συνήθως έπειτα από την δράση κάποιου τερατογόνου παράγοντα όπως πιστεύεται τελευταία επειδή είναι συχνότερες οι επιπλοκές αλλά και οι ανωμαλίες διάπλασης σε αυτά τα έμβρυα. Τα µονωογενή δίδυμα βρίσκονται πάντα σε έναν σάκο εγκυμοσύνης, έχουν το ίδιο ακριβώς γενετικό υλικό, μοιάζουν σαν «δύο σταγόνες νερού» και έχουν πάντα το ίδιο φύλο. Σε ποσοστό 20% τρέφονται από έναν πλακούντα και τότε λέγονται µονοχοριακά-μονοαμνιακά (ΜΧ-ΜΑ) και αναλογούν στο 1% των μονοωογενών διδύμων και στο 5% των ΜΧ διδύμων. Σε ποσοστό 80% τα µονωογενή δίδυμα τρέφονται από δύο πλακούντες, λέγονται μονοχοριακά διαμνιακά (ΜΧ-ΔΧ) και αποτελούν το 99% των μονοωογενών διδύμων.

Β. Στα διωογενή (διζυγωτικά) που μπορεί να διαφέρουν στο φύλο αλλά και στα σωματικά τους χαρακτηριστικά, συμβαίνει όταν δυο διαφορετικά ωάρια γονιμοποιούνται ταυτόχρονα από δύο εντελώς διαφορετικά σπερματοζωάρια. Στις διωογενείς κυήσεις υπάρχουν πάντα δύο σάκοι εγκυμοσύνης, δύο πλακούντες, δύο αμνιακοί σάκοι και τα δίδυµα λέγονται διχοριακά διαμνιακά (ΔΧ-ΔΑ). Σήμερα είναι γνωστό ότι οι συγγενείς ανωμαλίες είναι συχνότερες στην δίδυμο από ότι στην μονήρη εγκυμοσύνη και ότι οι σοβαρές ανωμαλίες εμφανίζονται σε ποσοστό 2,3% ενώ οι πιο ελαφρές σε ποσοστό 4,1 % στα μονοωογενή δίδυµα, ενώ τα ποσοστά στην μονήρη κύηση είναι 1 μέχρι 2,5% αντίστοιχα.

Συγγενείς ανωμαλίες

Οι συγγενείς ανωμαλίες και οι επιπλοκές των διδύμων ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες που προκύπτουν από την ανώμαλη, χρονολογικά, διαίρεση του γονιμοποιημένου ωαρίου.

  1. Στο 99% των µονοωογενών διδύµων η διαίρεση του ζυγώτη λαμβάνει χώρα από την 5η-7η ημέρα από την γονιμοποίηση, τα έμβρυα αυτά έχουν ένα χόριο και δύο άμνια και λέγονται μονοχοριακά-διαμνιακά (ΜΧ-ΔΑ). Στο 1% των περιπτώσεων ο διαχωρισμός του ζυγώτη λαμβάνει χώρα μετά την 8η ημέρα, τα έμβρυα αυτά έχουν ένα χόριο και ένα άμνιο και λέγονται μονοχοριακά-μονοαμνιακά (ΜΧ-ΜΑ). Επειδή τα ΜΧ δίδυμα έχουν ένα κοινό πλακούντα και τα δίδυµα μοιράζονται την ίδια εμβρυϊκή κυκλοφορία υπάρχει πιθανότητα 10-15% το ένα από τα δύο δίδυμα να μεταγγίζει το άλλο. 12 Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως σύνδρομο μετάγγισης από δίδυµο σε δίδυµο (TTTS). Στις περιπτώσεις των ΜΧ-ΜΑ δίδυμων κυήσεων υπάρχει αυξημένος κίνδυνος συγγενών ανωμαλιών σε ποσοστό 35-50% και συνήθως αφορά το ένα έμβρυο. Η αύξηση αυτή του κινδύνου ανωμαλιών έχει αποδοθεί στον καθυστερημένο διαχωρισμό του ζυγώτη και στην αιμοδυναμική αστάθεια.
  2. Αν η διαίρεση συμβεί μετά από την 13η ηµέρα από την γονιμοποίηση και πριν από την 21η ημέρα της κύησης θα προκύψουν τα «σιαμαία έµβρυα» δηλαδή τα έμβρυα θα είναι συνήθως ενωμένα στο θώρακα (θωρακοπαγή), στην κοιλιά (κοιλιοπαγή), στο κρανίο (κρανιοπαγή), στο πρόσωπο (προσωποπαγή) ή και αλλού. Τα σιαμαία δίδυμα εμφανίζονται με συχνότητα 0,45-8/100000 γεννήσεις ζωντανών εμβρύων. 13 , 14 Στα έμβρυα αυτά συνυπάρχουν και άλλες ανωμαλίες διάπλασης.
  3. Στην τελευταία κατηγορία συγγενών ανωμαλιών κατατάσσονται οι ανωμαλίες που είναι αποτέλεσμα της συμπίεσης του εμβρύου στο 3ο τρίμηνο και είναι κοινές για μονοζυγωτικά και διζυγωτικά δίδυμα: στρεβλοποδία, συγγενές εξάρθρωμα του ισχίου, ασυμμετρία του προσώπου ραιβοποδία, ραιβόκρανο.

Έλεγχος χρωμοσωμικών ανωμαλιών

Η επίπτωση των χρωμοσωμικών ανωμαλιών στην δίδυμη κύηση είναι υψηλή και είναι 12,7%. 15 Η πιθανότητα να χρειαστεί περεταίρω έλεγχος (επεμβατικός ή μη) μετά τον βιοχημικό έλεγχο πρώτου τριμήνου για τον υπολογισμό του κινδύνου τρισωμίας είναι μεγαλύτερη στην δίδυμο παρά στη μονήρη κύηση. Η βιοψία χοριακής λάχνης (CVS) και η αμνιοπαρακέντηση (AMNIO) είναι αποτελεσματικές στο να παρέχουν αξιόπιστο καρυότυπο και για τα δύο έμβρυα μιας δίδυμης κύηση. Όμως, και οι δύο εξετάσεις ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο αποβολής από ότι η μονήρης κύηση, κυρίως λόγω του αυξημένου βάρους της μητέρας, της μαύρης φυλετικής καταγωγής, της μονοχοριονικότητας και περισσότερο της μονοαμνιονικότητας κατά την διενέργεια της CVS.16 Ωστόσο, αυτοί οι παράμετροι δεν μπορούν να εξηγήσουν το μεγαλύτερο κίνδυνο αποβολής που παρατηρείται στην πολύδυμη κύηση μετά την διενέργεια AMNIO δευτέρου τριμήνου. 17

Η CVS θεωρείται επεμβατική διαδικασία πρώτης εκλογής μετά τις 10W ενώ η αμνιοκέντηση επεμβατική διαδικασία δεύτερης επιλογής μετά τις 15W της κύησης. 18 , 19 To ποσοστό αποβολής μετά από CVS στη δίδυμη κύηση είναι 3,84% και ο κίνδυνος αποβολής είναι ανεξάρτητος: α) από την οδό προσπέλασης, διακοιλιακή ή διατραχηλική και β) την χρήση συστήματος μονής βελόνας και μονής εισόδου στην μήτρα ή συστήματος διπλής βελόνας και διπλής εισόδου στην μήτρα. 20 Το ποσοστό αποβολής μετά από γενετική αμνιοπαρακέντηση σε δίδυμη κύηση στις 14-19 εβδομάδες είναι 2,3% έως τις 20 εβδομάδες και 3,7 έως και τις 28 εβδομάδες σύμφωνα με τον ΠΟΥ. 21 , 22 Οι έγκυες ασθενείς που επιλέγουν αμνιοπαρακέντηση έχουν περισσότερες πιθανότητες αποβολής από εκείνες χωρίς αμνιοπαρακέντηση, (3,2% έναντι 1,4%, διαφορά κινδύνου 1,8% ή 1/56 αμνιοκεντήσεις). 23 , 24 Δεν υπήρξαν σημαντικές διαφορές στα ποσοστά αποβολής μεταξύ CVS και AMNIO σε αναδρομικές μελέτες που συνέκριναν τις δύο μεθόδους. Μια μελέτη που περιελάμβανε δεδομένα από τα έτη 1984-1990 ανέφερε ποσοστό απώλειας 3,2% μετά το CVS έναντι 2,9% μετά AMNIO. 25 Οι επεμβατικές διαδικασίες θα πρέπει να διενεργούνται από εξειδικευμένο γιατρό στην εμβρυομητρική με εμπειρία στην εκτέλεση του επιλεκτικού τερματισμού του εμβρύου ή της εγκυμοσύνης, εάν απαιτηθεί. 26

Ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος (NIPT) με την χρήση ελεύθερου εμβρυϊκού DNA από το περιφερικό αίμα της εγκύου είναι μια εφικτή επιλογή χρωμοσωμικού ελέγχου στις δίδυμες κυήσεις. 27 Ωστόσο, το ποσοστό αποτυχίας είναι υψηλότερο και το ποσοστό ανίχνευσης μπορεί να είναι χαμηλότερο από ό, τι στις μονήρεις κυήσεις. 28 Εντούτοις, ο NIPT μπορεί να χρησιμοποιηθεί αξιόπιστα στις δίδυμες κυήσεις ως προγνωστικός προγεννητικός έλεγχος δεύτερης γραμμής, σε γυναίκες υψηλού κινδύνου για σύνδρομο Down. 29 Οι έγκυες ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται ότι ο NIPT δεν αντικαθιστά την ακρίβεια του αποτελέσματος που λαμβάνεται με τις διαγνωστικές εξετάσεις CVS ή AMNIO, καθώς ο NIPT έχει περιορισμένη ικανότητά στην εντόπιση των χρωμοσωμικών ανωμαλιών όλων των χρωμοσωμάτων 30 και κάποιες φορές θα χρειαστεί να συνδυαστεί με άλλους τρόπους ελέγχου (U/S και AMNIO). 31 Τα μη φυσιολογικά αποτελέσματα απαιτούν επιβεβαίωση με CVS στο πρώτο τρίμηνο ή με AMNIO στο δεύτερο τρίμηνο. 32 , 33

Υπερηχογραφικά ευρήματα χοριονικότητας και αμνιονικότητας

Ο προσδιορισμός της χοριονικότητας είναι ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα στη διαχείριση της δίδυμης κύησης. 34 Η χοριονικότητα (πλακουντοποίηση) των δίδυμων κυήσεων μπορεί να προσδιοριστεί εύκολα από τη στιγμή που οι σάκοι κύησης απεικονίζονται μέσα στη μήτρα ως δύο εντελώς ξεχωριστοί σάκοι, αν πρόκειται για διχοριακή κύηση. Η απεικόνιση των πλακούντων στα διζυγωτικά δίδυμα μεταξύ 8-14 εβδομάδων εξαρτάται από τη θέση εμφύτευσης του πλακούντα. Εάν ο πλακούντας εμφυτευτεί ο ένας μακριά από τον άλλον θα απεικονίζονται ως δύο ξεχωριστοί πλακούντες. Αν ωστόσο, οι εμφυτεύσεις γίνουν κοντά, οι πλακούντες μπορεί να εμφανίζονται ως ενωμένοι ή να δίνουν την εντύπωση ενός μοναδικού πλακούντα. Ξεχωριστοί πλακούντες παρατηρούνται περίπου στο 1/3 των δίδυμων κυήσεων. Σε περίπτωση ενιαίου πλακούντα ο προσδιορισμός της χοριονικότητας είναι απλός κατά το πρώτο τρίμηνο και βασίζεται στην παρουσία μιας τριγωνικής προεξοχής πλακουντιακού ιστού που εκτείνεται πέρα από την χοριακή επιφάνεια, μεταξύ των υμένων των διδύμων. 35 Αυτή η επιφάνεια ιστού παρέχει αξιόπιστες ενδείξεις ότι υπάρχουν δύο ενωμένοι πλακούντες (ΔΧ, ΔΑ) παρά ένας κοινός πλακούντας (ΜΧ, ΔΑ). 36 Οι ΔΧ δίδυμοι χωρίζονται με παχιά ταινία ιστού ή με μια παχιά μεμβράνη γνωστή και ως σημείο λάμδα (λ), ενώ οι ΜΧ δίδυμοι στερούνται μεμβράνης ή χωρίζονται με μια πολύ λεπτή μεμβράνη, σημείο Τ. 37 , 38 Σε ποσοστό περίπου 14% των διχοριακών κυήσεων, το σύμβολο λάμδα θα εξαφανιστεί έως τις 20 εβδομάδες της κύησης. 39 Η μεμβράνη διαχωρισμού: στις ΔΧ-ΔΑ δίδυμες κυήσεις έχει πάχος 2,35mm αποτελείται από 2 στρώματα αμνίου και 2 στρώματα χορίου και είναι παχύτερη από την μεμβράνη στις ΜΧ-ΔΑ δίδυμες κυήσεις που έχει πάχος 1,69mm και αποτελείται μόνο από 2 στρώματα αμνίου. 40 , 41 Η διαγνωστική προσέγγιση της χοριονικότητας στο πρώτο τρίμηνο με το κολπικό υπερηχογράφημα παρέχει 100% ακρίβεια, όμως υπάρχει πιθανότητα λάθους 6,4% αν η υπερηχογραφική διάγνωση γίνει στο δεύτερο τρίμηνο. 42 - 46 Αν όμως προστεθούν και άλλοι παράμετροι όπως για παράδειγμα το φύλο του εμβρύου η διαγνωστική ακρίβεια της χοριονικότητας φτάνει στο 97% ακόμη και στο τρίτο τρίμηνο. 47 Οι δίδυμοι είναι σίγουρα ΔΧ αν είναι διαφορετικού φύλου, επειδή οι δίδυμοι διαφορετικού φύλου είναι διωογενείς και όλοι οι διωογενείς δίδυμοι είναι ΔΧ. Οι ΜΧ δίδυμοι συνυπάρχουν με ενιαία πλακουντιακή μάζα, ίδιου φύλλου δίδυμο και πολύ λεπτή μεμβράνη μεταξύ τους. Ο πιο χρήσιμος δείκτης πρόβλεψης της χοριονικότητας είναι το σύμβολο λ με ευαισθησία και ειδικότητα 94-100% και 88-98,2%, αντίστοιχα. 48 - 50 Η μέτρηση του πάχους των υμένων μεταξύ των δίδυμων αποτελεί έναν λιγότερο αξιόπιστο δείκτη με ευαισθησία και ειδικότητα 92,6%. 51

Ο προσδιορισμός της αμνιονικότητας στο πρώτο τρίμηνο είναι απλός αν οι δίδυμοι είναι ΔΧ, επειδή όλοι οι ΔΧ δίδυμοι είναι διαμνιακοί (ΔΑ). Αν ωστόσο οι δίδυμοι είναι ΜΧ, η διαγνωστική προσέγγιση μεταξύ μόνο- και διαμνιακών διδύμων εξαρτάται κυρίως από την ηλικία κύησης κατά το υπερηχογράφημα. Αρχικά υποστηρίχτηκε ότι, ο προσδιορισμός της αμνιονικότητας στους ΜΧ διδύμους, στις αρχές του πρώτου τριμήνου, βασίζεται στον αριθμό των λεκιθικών ασκών: μονήρης λεκιθικός ασκός υπαινίσσεται ΜΑ δίδυμους ενώ η παρουσία δύο λεκιθικών ασκών μαρτυρεί ότι οι δίδυμοι είναι πιθανώς ΔΑ. 52 Ωστόσο, αρκετά πρόσφατα, αυτή η εικασία αμφισβητήθηκε. 53 , 54 Το 1/3 των ΜΧ-ΜΑ δίδυμων κυήσεων έχει 2 λεκιθικούς ασκούς. Η παρουσία 2 λεκιθικών ασκών σχετίστηκε με αυξημένη πιθανότητα κυοφορίας αρρένων διδύμων, χωρίς ευτυχώς, καμιά σημαντική επίπτωση στο περιγεννητικό αποτέλεσμα. 55 Η διάγνωση της μονο-αμινονικότητας μπορεί να τεθεί μόνο μετά από την προσεκτική αναζήτηση της αμνιακής μεμβράνης που διαχωρίζει τα δίδυμα έμβρυα. 56 Ο προσδιορισμός της αμνιονικότητας που χρησιμοποιεί την αναζήτηση του άμνιου σαφώς πρέπει να αποφεύγεται στο στάδιο αυτό της κύησης, επειδή το άμνιο αν και είναι άμεσα συνδεδεμένο με το έμβρυο καθίσταται μη ορατό υπερηχογραφικά. 57 , 58 Με την πρόοδο της κύησης, η αμνιακή κοιλότητα γεμίζει με υγρό και ο αμνιακός σάκος καθίσταται ορατός την 7η-8η εβδομάδα της κύησης, είτε ως διαφορετική μεμβράνη γύρω από το κάθε δίδυμο, αν είναι ΔΑ είτε ως μονή μεμβράνη που περιβάλει και τους δύο διδύμους, αν είναι ΜΧ. 59 Προς το τέλος του πρώτου τριμήνου, στους ΜΧ-ΔΑ διδύμους, τα δύο άμνια βρίσκονται σε παράθεση μεταξύ τους δίνοντας την εντύπωση μιας λεπτής μεμβράνης εγκάρσια τοποθετημένης στον σάκο κύησης. Η μη απεικόνιση αυτής της διαχωριστικής μεμβράνης κατά το στάδιο αυτό σημαίνει ότι οι δίδυμοι είναι ΜΑ. Στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης, η μονο-αμνιονικότητα μπορεί να διαγνωστεί με βεβαιότητα όταν δεν μπορεί να εντοπιστεί η αμνιακή μεμβράνη, οι δίδυμοι είναι του ίδιου φύλου και οι ομφάλιοι λώροι είναι περιπλεγμένοι μεταξύ τους.

Υπερηχογραφικός προσδιορισμός χοριονικότητας και αμνιονικότητας σε δίδυμες κυήσεις κατά το πρώτο τρίμηνο

ΠλακουντοποίησηΣάκοι εγκυμοσύνηςΛεκιθικοί ασκοίΈμβρυο/ΣάκοςΑμνιακές κοιλότητες
ΔΧ, ΔΑ 2 2 1 2
ΜΧ, ΜΑ 1 2 2 2
ΜΧ, ΜΑ 1 1 ή μερικώς διαιρεμένος 2 1
ΔΧ, διχοριακή; ΔΑ, διαμνιακή; ΜΧ, μονοχοριακή; ΜΑ, μονοαμνιακή.

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΔΙΔΥΜΩΝ

Διχοριακά/διαμνιακά δίδυμα

Χρονικά, η υπερηχογραφική αξιολόγηση της ανατομίας των διδύμων πραγματοποιείται όπως και στις μονήρης κυήσεις. Τα ΔΧ δίδυμα έχουν ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό συγγενών ανωμαλιών 3% συγκριτικά με τις μονήρεις που έχουν 2%, εκτός από τις χρωμοσωμικές ανωμαλίες. 60 Ο προδρομικός πλακούντας είναι πιο συχνός στις ΔΧ κυήσεις λόγω της αυξημένης μάζας του πλακούντα. 61 , 62 Υμενώδης έκφυση του ομφαλίου λώρου (VCI) παρατηρείται στο 8% των περιπτώσεων στα ΔΧ δίδυμα. 63 Ποσοστό 40% των ΔΧ κυήσεων ταξινομούνται ως μικρά για την ηλικία κύησης έμβρυα με βάση το μοντέλο ανάπτυξης των μονήρων κυήσεων 64 και ποσοστό 1% των ΔΧ δίδυμων κυήσεων σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ενδομήτριας υπολειπόμενης ανάπτυξης (IUGR) 65 H σημαντική διαφορά στο βάρος γέννησης σχετίζεται με μεγαλύτερο αριθμό βλαβών στον πλακούντα του ελαφρύτερου διδύμου και όχι με αυτό καθεαυτό το βάρος του πλακούντα. 66 Η μονή ομφαλική αρτηρία εμφανίζεται σε ποσοστό 1,7% στις δίδυμες, αλλά χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ ΜΧ και ΔΧ διδύμων, αποτελεί δείκτη μειωμένης εμβρυϊκής ανάπτυξης στο/στα δίδυμα με μονή ομφαλική αρτηρία και είναι τρεις φορές πιο συχνή στις δίδυμες από ό, τι στις μονήρεις κυήσεις. 67 , 68 Οι ΔΧ κυήσεις στις οποίες παρατηρείται ασύμμετρος εμβρυϊκή ανάπτυξη CRL, τουλάχιστον κατά 11%, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο παρουσίας δομικών ανωμαλιών στο ασύμμετρα αναπτυσσόμενο έμβρυο καθώς και ενδομήτριο θάνατο πριν από τις 20W της κύησης 69. Ωστόσο, ελλείψει δομικών ανωμαλιών, η ασύμμετρος ανάπτυξη CRL≥ 10% στις ΔΧ δίδυμες κυήσεις δεν φαίνεται να σχετίζεται με άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες στην συνέχεια της κύησης πλην ίσως μιας μικρής αύξησης του κινδύνου της εμβρυϊκής θνησιμότητας, με μικρή προγνωστική αξία. 70 Η παρακολούθηση με υπερηχογράφημα συνιστάται κάθε 4-6 εβδομάδες η οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνει την αξιολόγηση της εμβρυϊκής ανάπτυξης του κάθε εμβρύου, την διαφορά του μεγέθους των διδύμων και τον όγκο του αμνιακού υγρού των διδύμων. 71

Μονοχοριακά/διαμνιακά δίδυμα

Η συχνότητα επιπλοκών στα ΜΧ-ΔΑ δίδυμα είναι υψηλότερη από ό, τι στα ΔΧ δίδυμα λόγω του κοινού πλακούντα ο οποίος εμφανίζει αγγειακές αναστομώσεις. Όλα τα ΜΧ δίδυμα έχουν αγγειακές αναστομώσεις στον πλακούντα που μοιράζονται και συνεπώς υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αγγειακής επικοινωνίας μεταξύ των εμβρύων. Λαμβάνοντας υπόψη τις αγγειακές αναστομώσεις, ο ενδομήτριος θάνατος (IUD) του ενός διδύμου επηρεάζει περίπου το 6% των δίδυμων κυήσεων 72 και μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στον επιζώντα δίδυμο, 10%-15% αυξημένο κίνδυνο ενδομήτριου θανάτου και 10%-30% πιθανότητα εγκεφαλικής βλάβης. 73 , 74Οι πλακουντιακές αγγειακές αναστομώσεις οδηγούν επίσης σε κινδύνους που είναι μοναδικοί για τα ΜΧ δίδυμα. Υπάρχει 10% κίνδυνος ανάπτυξης του συνδρόμου μετάγγισης από δίδυμο σε δίδυμο (TTTS), 10% κίνδυνος επιλεκτικής ενδομήτριας υπολειπόμενης ανάπτυξης (sIUGR), 3% κίνδυνος ακολουθίας αναιμίας-πολυκυτταραιμίας (TAPS). 75

Μονοχοριακά/μονοαμνιακά δίδυμα

Τα ΜΑ δίδυμα κινδυνεύουν από μοναδικές και σοβαρές επιπλοκές καθώς διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο περιγεννητικής νοσηρότητος και θνησιμότητος μεταξύ όλων των διδύμων κυήσεων. Εκτός από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν όλα τα δίδυμα (προωρότητα, sIUGR), όλα τα ΜΧ δίδυμα (TTTS) και όλα τα μονοζυγωτικά δίδυμα (συγγενείς ανωμαλίες διάπλασης), τα ΜΑ δίδυμα αντιμετωπίζουν και έναν μοναδικό κίνδυνο αυτόν της περίπλεξης των λώρων καθώς οι ομφάλιοι λώροι των δύο διδύμων προσφύονται κοντά και κεντρικά στην επιφάνεια του πλακούντα. 76 , 77 Κάποιοι μελετητές ανέφεραν υψηλά ποσοστά 30-70% περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας στις ΜΑ δίδυμες κυήσεις. 78- 80 Ωστόσο, πρόσφατες δημοσιεύσεις αναφέρουν βελτιωμένα ποσοστά περιγεννητικής επιβίωσης, θνησιμότητα 10-20%. 81 - 86 Αν και, το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας οφείλεται εν μέρει στις συχνές συγγενείς ανωμαλίες και τις επιπλοκές των ΜΧ διδύμων: πρόωρος τοκετός και χαμηλό βάρος γέννησης, 87 εν τούτοις μια άλλη σημαντική αιτία θανάτου είναι αυτή της περίπλεξης των ομφάλιων λώρων. Η περίπλεξη των ομφάλιων λώρων μπορεί να συμβεί στο 100% των ΜΑ διδύμων ενώ τα ποσοστά θανάτων κυμαίνονται από 0-50% μεταξύ των ερευνητικών ομάδων. 88 - 93 Βιβλιογραφικές αναφορές περιγράφουν επιτυχείς κολπικούς τοκετούς σε έμβρυα με περιπλεγμένους ομφαλίους λώρους και αληθείς κόμβους. 74 Δεν υπάρχει καμία σύσταση για το κατά πόσον τέτοιες κυήσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με εισαγωγή στο νοσοκομείο. Ωστόσο, η παρακολούθηση των νοσοκομειακών ασθενών εμφανίζει παρόμοια εμβρυϊκή θνησιμότητα με τη διαχείριση των εξωτερικών ασθενών, 3,3% έναντι 10,8%. 94

Ασύμμετρη ανάπτυξη και ενδομήτριος υπολειπόμενη ανάπτυξη

Ο όρος ασύμμετρος ανάπτυξη αναφέρεται στην διαφορά του βάρους γέννησης μεταξύ των εμβρύων των διδύμων κυήσεων. Παρόλο που, πάντοτε υπάρχει ένας βαθμός ασύμμετρης ανάπτυξης μεταξύ των εμβρύων σε όλες τις δίδυμες κυήσεις, εντούτοις, αυτή η διαφορά συσχετίστηκε με ένα πλήθος ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων όπως: περιγεννητική θνησιμότητα, ενδομήτριος θάνατος, πρόωρος τοκετός, σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS) και εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας των νεογνών. 95 - 99 Ενώ η ασύμμετρος ανάπτυξη αποτελεί έναν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα, ασαφές παραμένει το ιδανικό όριο πάνω από το οποίο αξιόπιστα θα μπορούσε να προβλεφθεί ένα ανεπιθύμητο περιγεννητικό αποτέλεσμα και εάν ο υπέρηχος μπορεί να προβλέψει ασύμμετρο βάρος γέννησης. Η κλινική σημασία της ασύμμετρης ανάπτυξης CRL στις δίδυμες ΔΧ κυήσεις μελετήθηκε από κάποιους ερευνητές. Οι κυήσεις που περιπλέκονταν από δομικές ή χρωμοσωμικές ανωμαλίες είχαν σημαντικά μεγαλύτερη διαφορά μέσης τιμής CRL,(4,0 mm έναντι 2,0 mm, P = 0,02) των κυήσεων χωρίς εμβρυϊκές ανωμαλίες και σχετίζονταν με δομικές ή χρωμοσωμικές ανωμαλίες σε ποσοστό 22,2% και 2,8%, αντίστοιχα. 100 Ασύμμετρος ανάπτυξη CRL ≥10% στις 10-14W είχε χαμηλή προγνωστική αξία στην πρόβλεψη ανεπιθύμητου περιγεννητικού αποτελέσματος. 101 Το ίδιο χαμηλή παρέμεινε η προγνωστική αξία της ασύμμετρης ανάπτυξης ≥ από 15-25% στο δεύτερο τρίμηνο όταν εξαιρέθηκαν οι κυήσεις συσχετίστηκαν με δομικές ή χρωμοσωμικές ανωμαλίες. 102 - 104 Όμως, η συνδυασμένη υπερηχογραφική αξιολόγηση πρώτου και δεύτερου τριμήνου, στις 11-14W και 16W αντίστοιχα, μπορεί να εντοπίσει το 58% των μαιευτικών επιπλοκών με ψευδώς θετικό ποσοστό (FPR) 8%. 105 Το περιβάλλον της μήτρας συνήθως είναι ικανό και μπορεί να καλύψει τις μεταβολικές ανάγκες και των δύο διδύμων στο δεύτερο και τις αρχές του τρίτου τριμήνου της κύησης, δηλαδή μέχρι τις 28–32W. 106 Μετά από τις 32W, ο ρυθμός ανάπτυξης του μικρότερου διδύμου αποκλίνει από το αναμενόμενο και παρατηρείται ασύμμετρος ανάπτυξη ενώ το βάρος του μεγαλύτερου διδύμου ακολουθεί τις καμπύλες ανάπτυξης που παρατηρούνται στις μονήρεις κυήσεις. 107 Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η ασύμμετρος ανάπτυξη μεταξύ των διδύμων (MX&ΔX) στο πρώτο τρίμηνο δεν είναι αποτέλεσμα μητροπλακουντιακής ανεπάρκειας αλλά πιθανά συσχετίζεται με την παρουσία κάποιας συγγενούς ανωμαλίας. Ενώ ο εντοπισμός της ασύμμετρης ανάπτυξης προσδιορίζεται στις 28–32W της κύησης, η ιδανικότερη ηλικία κύησης για την υπερηχογραφική εκτίμηση της ασύμμετρης ανάπτυξης δεν έχει καθοριστεί επακριβώς.

Ως έμβρυα με ενδομήτρια υπολειπόμενη ανάπτυξη (IUGR) χαρακτηρίζονται τα δίδυμα των οποίων το βάρος είναι < από την 10η εκατοστιαία θέση ανάπτυξης σύμφωνα με τις καμπύλες ανάπτυξης των μονήρων κυήσεων για την αντίστοιχη ηλικία κύησης ή διαφορά στο βάρος γέννησης > από 20%. Δύο είναι οι βασικές αιτίες του χαμηλού βάρους γέννησης της δίδυμης κύηση: η IUGR και η προωρότητα. Η IUGR επιπλέκει το 15%-30% των διδύμων κυήσεων και συνήθως αφορά το ένα από τα δύο έμβρυα. Οι καμπύλες ανάπτυξης στις δίδυμες κυήσεις είναι αντίστοιχες με εκείνες των μονήρων κυήσεων μέχρι τις 28 εβδομάδες της κύησης, μετά ο ρυθμός ανάπτυξης συνήθως επιβραδύνεται. Τα μικρά για την ηλικία τους δίδυμα έμβρυα, με βάση τις καμπύλες ανάπτυξης των μονήρων κυήσεων, διατρέχουν τον αντίστοιχο περιγεννητικό κίνδυνο των μονήρων κυήσεων.

Τρείς κυρίως μέθοδοι χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση της ανάπτυξης των διδύμων:

Α) η ανάπτυξη του κάθε διδύμου υπολογίζεται ξεχωριστά με βάση τις καμπύλες ανάπτυξης των μονήρων κυήσεων. IUGR θεωρείται όταν το εκτιμώμενο εμβρυϊκό βάρος (EFW) αλλά και η περίμετρος κοιλιάς (AC) βρίσκονται κάτω από την 10η εκατοστιαία θέση ανάπτυξης για την αντίστοιχη ηλικία κύησης

Β) παίρνοντας ως πρότυπο ανάπτυξης το EFW ή την AC του μεγαλύτερου διδύμου υπολογίζεται ο βαθμός ασύμμετρης ανάπτυξης των διδύμων από τον μαθηματικό τύπο: (Α-Β/A)x100, όπου Α είναι το EFW ή η AC του μεγαλύτερου διδύμου και Β το EFW ή η AC του μικρότερου. Μια αναδρομική μελέτη διερεύνησε αν η ασύμμετρη ανάπτυξη EFW ή AC ≥ από 15-25% μπορούσε να προβλέψει αντίστοιχο ασύμμετρο βάρος γέννησης (BW). Μεταξύ των διαφορετικών μεθόδων εκτίμησης του εμβρυϊκού βάρους η μέθοδος που χρησιμοποιούσε τους παραμέτρους βιομετρίας (BPD/AC/FL) είχε υψηλότερα ποσοστά ευαισθησίας και ειδικότητας: (70,3% και 82,1% για EFW ≥ 15%), (65,4% και 90,8% για EFW ≥ 20%) και (57,7% και 95,2% για EFW ≥ 25%). 108 Τρεις μελέτες διερεύνησαν τη διαγνωστική απόδοση του ασύμμετρου EFW ≥ 15-25% στην πρόβλεψη υψηλότερου βαθμού ασύμμετρο BW. Aσύμμετρο EFW ≥ 15% είχε ευαισθησία 84,2% και ειδικότητα 82,0% στην πρόβλεψη ασύμμετρου BW ≥ 20%, ασύμμετρο EFW ≥ 20% είχε ευαισθησία 77,5% και ειδικότητα 90% στην πρόβλεψη BW ≥ 25% και ασύμμετρο EFW ≥ 25%, ευαισθησία 78% και ειδικότητα 96% στην πρόβλεψη BW ≥ 30% 109 - 111 Περίπου το 16% των δίδυμων κυήσεων έχουν ασύμμετρη ανάπτυξη 20%. 112

Γ) Μια πιο ευαίσθητη μέθοδος στην διάγνωση της ασύμμετρης ανάπτυξης βασίστηκε στην διαφορά της περιμέτρου της κοιλιάς (AC) των διδύμων η οποία υπολογίζεται από την απλή αφαίρεση της AC του μεγαλύτερου διδύμου μείον AC του μικρότερου διδύμου. Διαφορά AC ≥ από 20mm προέβλεψε ασύμμετρο βάρος γέννησης διδύμων τουλάχιστον ≥ 20% με ευαισθησία 80%, ειδικότητα 85% και θετική προγνωστική αξία (PPV) 62%. 113 Τα ποσοστά αυτά επιβεβαιώθηκαν και από άλλη μελέτη. 114 Συνήθως τα έμβρυα που εμφανίζουν διαφορές στην ανάπτυξη, το μεγαλύτερο έμβρυο αντιστοιχεί στην εβδομάδα κύησης ενώ το μικρότερο σταδιακά επιβραδύνει τον ρυθμό ανάπτυξης. Η πιθανότητα και τα δύο δίδυμα να είναι μικρά είναι διπλάσια στα ΜΧ-δίδυμα 17% σε σχέση με τα ΔΧ-δίδυμα, 8 %.

Σοβαρή ασύμμετρος ανάπτυξη μεταξύ ΜΧ/ΔΧ διδύμων παρατηρείται στο 11,3% και 12,1% αντίστοιχα. Όμως, ο μηχανισμός εγκατάστασης της ασύμμετρης ανάπτυξης είναι διαφορετικός για κάθε ομάδα διδύμων. Η ασύμμετρη ανάπτυξη στα ΜΧ δίδυμα είναι απρόβλεπτη και μπορεί να εμφανιστεί είτε πρώιμα είτε όψιμα στην κύηση. Η ανάπτυξη των ΜΧ διδύμων επηρεάζεται από τρείς παραμέτρους: α) την κατανομή του πλακούντα μεταξύ των διδύμων, β) την παρουσία αγγειακών αναστομώσεων και γ) την επιτυχή διείσδυση των δύο τμημάτων του πλακούντα. Στα ΔΧ δίδυμα η ατελής διείσδυση τροφοβλαστικού ιστού ενοχοποιείται ως αίτιο υπολειπόμενης ανάπτυξης με μηχανισμό αντίστοιχο με αυτόν που παρατηρείται στις μονήρεις κυήσεις. Η ασύμμετρος ανάπτυξη δεν θα πρέπει να συγχέεται με το TTTS καθώς αποτελεί μια διαφορετική νοσολογική οντότητα η οποία μπορεί και προσβάλλει τόσο τις ΔΧ όσο και τις ΜΧ δίδυμες κυήσεις και σε κάθε περίπτωση πρέπει να γίνεται διάκριση από το TTTS που προσβάλει μόνο τις ΜΧ δίδυμες κυήσεις. Η στρατηγική διαχείρισης των δίδυμων κυήσεων μόλις ανιχνευθεί ασύμμετρος ανάπτυξη είναι δύσκολη επειδή δεν υπάρχουν τυχαιοποιημένες μελέτες που να αξιολογούν τις διαφορετικές επιλογές διαχείρισης: συνέχιση παρακολούθησης ή τοκετός?. Τα δίδυμα με μεγάλη ασύμμετρη ανάπτυξη διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο περιγεννητικής θνησιμότητας. Ωστόσο, δεδομένης της μέτριας διαγνωστικής ακρίβειας, η ασύμμετρη ανάπτυξη καθεαυτή δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως η κύρια ένδειξη πρόκλησης τοκετού αλλά να συνυπολογίζονται και άλλοι παράγοντες, όπως: ηλικία κύησης, η χοριονικότητα και το Doppler υπερηχογράφημα. 115

Πρόωρος τοκετός

Ο κίνδυνος πρόωρου τοκετού (PTB) <37Ws και <32Ws της κύησης είναι 8-9 φορές υψηλότερος στη δίδυμο από ότι στις μονήρεις κυήσεις 116 και αντιπροσωπεύει περίπου το 50% των επιπλοκών. 117 , 118 Σε ένα σύνολο 552 διδύμων κυήσεων το 64,3% των νεογνών ήταν πρόωρα και μόλις το 35,7% τελειόμηνα. Το 14,5% των πρόωρων διδύμων νεογνών γεννήθηκε μεταξύ 32-34Ws και το 49,8% μεταξύ 34-36Ws. 119 Τα ποσοστά αυτά επιβεβαιώθηκαν και από άλλες μελέτες. 120 Η νεογνική νοσηρότητα και θνησιμότητα συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου της αναπνευστικής δυσχέρειας (ΑRDS), της σηψαιμίας, της εγκεφαλικής αιμορραγίας, της φωτοθεραπείας και της διασωλήνωσης στην αίθουσα τοκετών είναι συχνότερες μεταξύ των πρόωρων παρά των τελειόμηνων διδύμων. 121 Δύο από τις πλέον σημαντικές εξελίξεις στη μαιευτική τα τελευταία 20 χρόνια ήταν α) η ανακάλυψη ότι το βραχύ μήκος τραχήλου (CLS) στο δεύτερο τρίμηνο αποτελεί τον ισχυρότερο παράγοντα πρόγνωσης PTB σε ασθενείς υψηλού και χαμηλού κινδύνου 1221 -124 επιτρέποντας τον καθολικό έλεγχο του τραχήλου, 125 και β) η εισαγωγή υποσχόμενων θεραπειών για την πρόληψη του PTB σε ασθενείς με ανεπάρκεια τραχήλου. 126 - 131 Σε συμπτωματικούς ασθενείς ο βραχύς τράχηλος είναι ένας ισχυρός προγνωστικός παράγοντας PTB, όμως η προγνωστική του αξία εξαρτάται από την ηλικία κύησης κατά την στιγμή της διάγνωσης, από το μήκος του τραχήλου και επιπρόσθετα από τα κλινικά συμπτώματα της εγκύου ασθενούς. 132 Παραδοσιακά, βραχύς τράχηλος ορίζεται ο τράχηλος με μήκος < 25mm. 133 Πολλοί συγγραφείς πρότειναν ότι ένα μήκος τραχήλου μεταξύ 15-30 mm στις 18–26Ws της κύησης σχετίζεται με αυξημένο PTB. 134 - 137 Η γνώση του φυσιολογικού μοτίβου των παρατηρούμενων μεταβολών στον τράχηλο της μήτρας είναι απαραίτητη για την ορθότερη παρακολούθηση των δίδυμων κυήσεων υψηλού κινδύνου για PTB με επαναλαμβανόμενα διακολπικά υπερηχογραφήματα (TVS). 138 Στην πρώτη εξέταση περίπου στις 24Ws το μήκος του τραχήλου ήταν παρόμοιο σε ασθενείς με PTB και τελειόμηνο τοκετό ≥ 36 (μέσος όρος, 39 έναντι 41mm), στις 28Ws ο τράχηλος ήταν ελαφρώς μικρότερος σε ασθενείς με PTB (μέσος όρος, 30 έναντι 34mm) και στις 32Ws ο τράχηλος ήταν πολύ μικρότερος στις ασθενείς με PTB (μέσος όρος, 18 έναντι 31mm). Ο ρυθμός μείωσης του τραχήλου της μήτρας ήταν υψηλότερος στις ασθενείς με PTB από ότι σε τελειόμηνο (μέσος όρος, 2,9 έναντι 1,8 mm/W). Το πλάτος του τραχήλου παρέμεινε αμετάβλητο στις περισσότερες ασθενείς με PTB (5/8) και μόνο σε μία με τοκετό ≥ 36Ws, (1/12) και έγινε παχύτερος στις υπόλοιπες γυναίκες. Το πλάτος του τραχήλου κατά την πρώτη εξέταση ήταν παρόμοιο σε ασθενείς με PTB και τελειόμηνο τοκετό ≥ 36 (μέσος όρος, 38 έναντι 38mm), αλλά στις ασθενείς με PTB ο τράχηλος ήταν λεπτότερος 0-6 ημέρες πριν από την έναρξη αυτόματου τοκετού (μέσος όρος, 40 έναντι 48mm) 139

Το TVS είναι πιο αξιόπιστη μέθοδος πρόβλεψης PTB από ότι η γυναικολογική εξέταση, 140 το διακοιλιακό υπερηχογράφημα που απαιτεί πλήρωση της ουροδόχου κύστεως και μπορεί να επηρεάσει ψευδώς αρνητικά το αποτέλεσμα 141 και το διαπερινεϊκό υπερηχογράφημα που εμφανίζει ανεπαρκή απεικόνιση σε ποσοστό > από το 50% των περιπτώσεων. 142 Σε ασυμπτωματικούς ασθενείς η TVS μπορεί να διενεργηθεί ως stress test για την έγκαιρη ανίχνευση της ανεπάρκειας τραχήλου σε στάδιο το οποίο είναι αναστρέψιμο. Κατά καιρούς έχουν μελετηθεί: ο χειρισμός Valsalva, 143 η καταπόνηση της εγκύου ασθενούς με ήπια σωματική άσκηση για παράδειγμα ανεβοκατέβασμα σκάλας, ανόρθωση μέσης σε κεκλιμένη θέση, 144 διαπυθμενική πίεση εξετάζοντος. 145 Επίσης έχουν μελετηθεί οι αλλαγές στο μήκος του τραχήλου με TVS σε όρθια θέση και ύπτια θέση. 146 Η αξιολόγηση του τραχήλου σε όρθια θέση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την έγκαιρη ανίχνευση χοάνης (funneling) που θα επιτρέψει πρώιμα την κατάλληλη θεραπευτική παρέμβαση για την αποφυγή PTB. 147 Σημεία ανεπάρκειας τραχήλου εμφανίστηκαν συχνότερα σε όρθια παρά σε ύπτια θέση, το μέσο CL μειώθηκε από 48 σε 21mm στην όρθια και από 50 σε 27mm στην ύπτια θέση με την πρόοδο της κύησης, η παρουσία funneling παρατηρήθηκε από τις 20W της κύησης στην όρθια θέση και πολύ αργότερα στην ύπτια θέση, μετά από τις 35W.148

Προγεστερόνη

Η πρώτη τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη (RCT) χρησιμοποίησε κολπική προγεστερόνη (μία κάψουλα 200mg κάθε βράδυ) στο γενικό πληθυσμό ασθενών με μικρό μήκος τραχήλου (CL ≤15mm). H κολπική προγεστερόνη μείωσε σημαντικά το ποσοστό PTB <34Ws (19,2% έναντι 34,4% χωρίς θεραπεία), αλλά η μείωση της νεογνικής νοσηρότητας δεν ήταν σημαντική (8,1 % έναντι 13,8%). 149 Η δεύτερη μελέτη χρησιμοποίησε κολπική προγεστερόνη (γέλη 90mg ημερησίως) σε ασθενείς με μικρό μήκος τραχήλου της μήτρας (CL ≤10-20mm). Οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία συγκριτικά με τους ασθενείς με εικονικό φάρμακο, είχαν μείωση 45% στην πρωτογενή έκβαση του PTB <33Ws (8,9% έναντι 16,1%), 50% μείωση του PTB < 28Ws (5,1% έναντι 10,3%) και 38% μείωση στο PTB <35Ws (14,5% έναντι 23,3%). Στην ομάδα που υποβλήθηκε σε αγωγή, υπήρξε σημαντική βελτίωση στα νεογνικά αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένου του μειωμένου ποσοστού ΑRDS (3,0% έναντι 7,6%), της νεογνικής νοσηρότητας ή θνησιμότητας (7,7% έναντι 13,5%) και βάρος γέννησης <1500 g (6,4% έναντι 13,6%). 150 Η χορήγηση κολπικής προγεστερόνης (90-100mg ημερησίως) σε έγκυες ασθενείς δευτέρου τριμήνου με κοντό τράχηλο (CL ≤ 25mm), μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο PTB <33Ws της κύησης κατά 31 % και το νεογνικό θάνατο κατά 47%. 151 Επιπλέον, οι ασθενείς που έλαβαν κολπική προγεστερόνη είχαν σημαντικά μειωμένο κίνδυνο PTB <35, <34, <32 και <30Ws, αυτόματου πρόωρου τοκετού <33 και <34Ws, περιγεννητικού θανάτου, σύνθετης νεογνικής νοσηρότητας και θνησιμότητας, ARDS, βάρος γέννησης <1500 g και χρήσης μηχανικού αερισμού. 152 Η έκθεση των εμβρύων στην κολπική προγεστερόνη, δεν είχε επιβλαβείς επιπτώσεις στα μακροπρόθεσμα νευροαναπτυξιακά αποτελέσματα παιδιών μεταγεννητικής ηλικίας 48-60 μηνών. 153 , 154

Περίδεση

Αρχικά, η περίδεση τραχήλου οποία επικεντρώθηκε σε ασθενείς υψηλού κινδύνου με κοντό τράχηλο (CL <25mm) και είχε ενθαρρυντικά αποτελέσματα. 155 Ωστόσο, αυτά τα αποτελέσματα δεν επιβεβαιώθηκαν από άλλες μελέτες. 156 - 158 Μια τυχαιοποιημένη πολυκεντρική μελέτη (RCT) που χρησιμοποίησε την περίδεση τραχήλου ως πρόληψη PTB σε ασθενείς με κοντό τράχηλο (CL <25mm) στο δεύτερο τρίμηνο και ιστορικό αυτόματου PTB μεταξύ 17-34Ws δεν απέτρεψε τον PTB <35Ws αλλά συσχετίστηκε με μείωση του PTB όταν το μήκος τραχήλου CL <15mm. 159 Συνεπώς, εύλογα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η περίδεση δεν λειτουργεί για ασθενείς με ιστορικό PTB και CL <25-15mm παραμένει όμως αποτελεσματική για ένα μικρό υποσύνολο ασθενών με CL <14-5mm. 160

Πεσσός

Eιδικά σχεδιασμένοι πεσσοί σιλικόνης έχουν προταθεί ως υποστήριξη τραχήλου σε έγκυες ασθενείς με επώδυνη πίεση προς τα κάτω κυρίως κατά την όρθια θέση, τη βάδιση ή σε ασθενείς με αυξημένη ενδομήτρια πίεση, π.χ., δίδυμο κύηση, συγγενείς ανωμαλίες μήτρας και μείωση στο μήκος του τραχήλου. 161 Η χρήση τραχηλικού πεσσού για την πρόληψη PTB σε μη επιλεγμένες ασυμπτωματικές ασθενείς πολύδυμης κύησης είχε φτωχό περιγεννητικό αποτέλεσμα και δεν μείωσε την ηλικία κύησης κατά τον τοκετό. Ωστόσο, μεταξύ των ασθενών με CL <38mm, το φτωχό περιγεννητικό αποτέλεσμα ήταν λιγότερο συχνό και τα ποσοστά PTB <28 και <32Ws ήταν χαμηλότερα σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. 162 Φτωχά αποτελέσματα αναφέρθηκαν και από μια μεγαλύτερη μελέτη σε μη επιλεγμένες δίδυμες κυήσεις (n = 1180; 590 σε κάθε ομάδα) καθώς δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ των ομάδων πεσσού και ελέγχου ως προς τον PTB ή οποιαδήποτε άλλη δυσμενή περιγεννητική έκβαση. 163 Σε μια προοπτική, τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 5 νοσοκομεία στην Ισπανία σε ασθενείς με κοντό CL ≤25mm, ο PTB <34Ws ήταν σημαντικά λιγότερο συχνός στην ομάδα που έφερε πεσσό από ότι στην ομάδα ελέγχου (16,2% έναντι (39,4%). 164 Σε άλλη μελέτη με κοντό CL <15mm, σημαντικά λιγότερο συχνός ήταν ο PTB <36Ws και <32Ws στις ασθενείς με πεσσό από την ομάδα ελέγχου (35% έναντι 53%) και (0% έναντι 31%), αντίστοιχα. Το μέσο διάστημα από την τοποθέτηση του πεσσού έως την έναρξη του αυτόματου τοκετού ήταν 85days και 67days, αντίστοιχα στην ομάδα με πεσσό και χωρίς. 160 Όλες οι γυναίκες που αντιμετωπίστηκαν με πεσσό παραπονέθηκαν για αυξημένες κολπικές εκκρίσεις χωρίς ωστόσο να σημειωθούν άλλες σημαντικές επιπλοκές που θα μπορούσαν να αποδοθούν στη χρήση του πεσσού. 165

ΕΜΒΡΥΙΚΕΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ ΣΕ ΜΟΝΟΖΥΓΩΤΙΚΑ ΔΙΔΥΜΑ

Ο επιπολασμός των μονοζυγωτικών διδύμων είναι 1/200 γεννήσεις, παραμένει σταθερός σε όλο τον κόσμο και είναι ανεξάρτητος από την φυλή, την ηλικία της μητέρας, την κληρονομικότητα και τις τεχνικές της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. 166 Ο επιπολασμός των μονοζυγωτικών διδύμων είναι 3 φορές μεγαλύτερος κατά την σύλληψη παρά κατά την γέννηση καθώς ένα μεγάλο μέρος των μονοζυγωτικών διδύμων αποβάλλεται αυτόματα λόγω θανατηφόρων δομικών ανωμαλιών. Το 15-20% των μονοζυγωτικών διδύμων κυήσεων εμφανίζει συγγενείς δομικές ανωμαλίες. 167 Οι μονοζυγωτικές δίδυμες κυήσεις διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας συγκριτικά με τις διζυγωτικές δίδυμες κυήσεις λόγω του υψηλού κινδύνου πρόωρου τοκετού, της ασύμμετρης ανάπτυξης των διδύμων και των μοναδικών επιπλοκών για μονοχοριακούς πλακούντες, όπως το σύνδρομο μετάγγισης από δίδυμο σε δίδυμο (TTTS), την ακολουθία της ανεστραμμένης αρτηριακής ροής (TRAP), την επιλεκτική ενδομήτρια υπολειπόμενη ανάπτυξη (sIUGR) και το σύνδρομο εμβολισμού των διδύμων. 168 - 172

Ενδομήτριος θάνατος και σύνδρομο εμβολισμού διδύμων

Ο κίνδυνος ενδομήτριου θανάτου είναι μεγαλύτερος στις δίδυμες κυήσεις από ότι στις μονήρεις και αυξάνει όσο αυξάνει ο αριθμός των κυοφορούμενων εμβρύων.173 Ενδομήτριος θάνατος του ενός εμβρύου εμφανίζεται στο 3,8-6,8% όλων των διδύμων κυήσεων 174 - 176 και έχει ως επακόλουθο την σημαντική αύξηση του κινδύνου επιπλοκών στον εναπομείναντα δίδυμο συμπεριλαμβανομένου του ενδομήτριου θανάτου, του πρόωρου τοκετού και της εγκεφαλικής βλάβης.  177 Στις 10-14Ws της κύησης, ενδομήτριος θάνατος του ενός εμβρύου συμβαίνει στο 2% στις μονήρεις κυήσεις, στο 4% στις ΔΧ και < από 1% στις ΜΧ κυήσεις. Ενδομήτριος θάνατος και των δύο διδύμων στο πρώτο τρίμηνο συμβαίνει στο 1,6% των ΔΧ και στο 2% των ΜΧ διδύμων κυήσεων. Μετά τις 14Ws της κύησης, ενδομήτριος θάνατος του ενός εμβρύου συμβαίνει στο 1,1% των ΔΧ και στο 3,6% των ΜΧ διδύμων 178 ενώ ενδομήτριος θάνατος και των δύο διδύμων εμβρύων συμβαίνει στο 4% των ΔΧ και στο 12% των ΜΧ κυήσεων. 179 Ο Lee και οι συνεργάτες του υπολόγισαν επίσης τον πιθανό κίνδυνο εμβρυϊκού θανάτου σε μια "φαινομενικά φυσιολογική" ομάδα 130 MC-διδύμων ο οποίος ήταν 1,7% στις 30-33Ws, αυξήθηκε σε 2% στις 34Ws και στη συνέχεια παρέμεινε σχετικά σταθερός έως και > από τις 38Ws της κύησης. 177 Η διεξαγωγή μιας συστηματικής ανασκόπησης και μετα-ανάλυσης από τον Danon και τους συνεργάτες του έδειξε έναν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο ενδομήτριου θανάτου σε ανεπίπλεκτα MC-δίδυμα τα οποία είχαν αναλογία πιθανότητας κατά 3,67 φορές περισσότερο από τα αντίστοιχα ανεπίπλεκτα DC-δίδυμα στις 34–35Ws. Από τις τέσσερις μελέτες που συμπεριλαμβάνονταν στη μετα-ανάλυση, υπήρχαν πέντε ενδομήτριοι θάνατοι κατά τη διάρκεια της 34ης-35ης εβδομάδας εκ των 391 MC-διδύμων (1,2%) συγκριτικά με το 0,3% της ομάδας των DC-διδύμων. 180 Περισσότερο καθησυχαστικά ήταν τα δεδομένα από άλλους ερευνητές. Ο Lewi και οι συνεργάτες του ανέφεραν πιθανό κίνδυνο εμβρυϊκού θανάτου 1,2% στις 30–32Ws, ο οποίος μειώθηκε στο 0,7% στις 36Ws. Δεν υπήρχαν άλλοι εμβρυϊκοί θάνατοι μετά τις 36W από τα 149 MC-δίδυμα της μελέτης. 181 Παρόμοια αποτελέσματα ανακοίνωσε η Simoes και οι συνεργάτες της στην μελέτη τους που αφορούσε μια ομάδα 193 ανεπίπλεκτων MC-διδύμων κυήσεων αναφέροντας πιθανό κίνδυνο εμβρυϊκού θανάτου 1,2% στις 30–32W, ο οποίος μειώθηκε σε 0,4% στις 36Ws, δεν υπήρχαν θάνατοι μετά από τις 36Ws. 182 Ωστόσο, κατά την Sullivan και τους συνεργάτες της ο πιθανός κίνδυνος εμβρυϊκού θανάτου στα MC-δίδυμα ήταν 0,14% στις 32Ws με μια μη σημαντική ανοδική τάση σε 0,46% στις 37Ws. 183

Στις ΔΧ κυήσεις ο βασικός κίνδυνος για τον εναπομείναντα δίδυμο είναι η αποβολή ή ο πρόωρος τοκετός. Αντίθετα, στις ΜΧ κυήσεις μετά τον θάνατο του ενός εμβρύου ο κίνδυνος για ενδομήτριο θάνατο στον εναπομείναντα δίδυμο είναι ιδιαίτερα αυξημένος κυρίως λόγω της εμφάνισης του οξέως συνδρόμου της εμβρυο-εμβρυϊκής μετάγγισης από το ζων προς το νεκρό έμβρυο. Μετά την κυκλοφορική καταπληξία του νεκρού διδύμου λαμβάνει χώρα μαζική μετάγγιση από το ζων προς το νεκρό δίδυμο με επακόλουθο οξεία και βαριά υποογκαιμία στον ζώντα δίδυμο. Εάν τελικά ο ζων δίδυμος διασωθεί διατρέχει υψηλό κίνδυνο εμφάνισης δομικής ανωμαλίας προκαλούμενης από την δίοδο θρομβοπλαστικού υλικού από την κυκλοφορία του νεκρού διδύμου στην κυκλοφορία του ζώντος διδύμου με αποτέλεσμα την εμβολή του. Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως σύνδρομο εμβολισμού των διδύμων. Μια άλλη αιτιολογία γι' αυτή τη βλάβη θα ήταν η διάχυτη ενδαγγειακή πήξη με συνοδό πολυσυστηματική βλάβη. 184 - 187 Οποιοδήποτε από αυτά τα σενάρια μπορεί να οδηγήσει σε αγγειακές ρήξεις και βαρύ τραυματισμό του ζώντος διδύμου με επιπτώσεις στον εγκέφαλο, το γαστρεντερικό, τους νεφρούς, το μυοσκελετικό. Αυτοί οι τραυματισμοί περιλαμβάνουν απλασία δέρματος, μικροκεφαλία, υδροκεφαλία, πορεγκεφαλία/υδρανεγκεφαλία, νέκρωση του νεφρικού φλοιού, πεταλοειδή νεφρό, ατρησία εντέρου, ελλείμματα πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος και ακρωτηριασμούς των άκρων. 188 - 194 Η προσφυγή στην άμεση διενέργεια τοκετού-εντός 24ώρου-στο επιζών δίδυμο θεωρείται απίθανο ότι μπορεί να επηρεάσει το περιγεννητικό αποτέλεσμα μετά τον θάνατο του άλλου διδύμου. 195 Η πολυκυστική εγκεφαλομαλακία εμφανίζεται στο 20% περίπου των επιζώντων διδύμων μετά τον ενδομήτριο θανάτου του ενός δίδυμου στις ΜΧ δίδυμες κυήσεις. 196 Ο Karageyim Karsidag και οι συνεργάτες του ανέφεραν διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη και πολυκυστική εγκεφαλομαλακία στο επιζών νεογέννητο, 30' μετά τον θάνατο του ενός διδύμου και την διενέργεια άμεσου τοκετού στις ΜΧ δίδυμες κυήσεις. 197 Μετά από τα θρομβωτικά/εμβολικά επεισόδια στον επιζώντα δίδυμο, οι προκύπτουσες δυσπλασίες στα διάφορα όργανα στόχους μπορούν να αναγνωριστούν μέσω υπερηχογραφίας. 198 Η εξέλιξη των βαριών εγκεφαλικών ανωμαλιών μπορούν να απεικονιστούν με διαδοχικές υπερηχογραφικές εξετάσεις ή έπειτα από την χρήση της μαγνητικής τομογραφίας τουλάχιστον 3 εβδομάδες μετά τον θάνατο του άλλου διδύμου. 199 , 200 Η πρόγνωση στο υπερηχογραφικά αναγνωρισμένο σύνδρομο εμβολισμού των διδύμων είναι φτωχή. Ωστόσο, όταν η κύηση συνεχίζεται μετά τον θάνατο του ενός διδύμου, είναι απαραίτητη η στενή υπερηχογραφική παρακολούθηση του επιζώντος διδύμου ιδίως εάν η προωρότητα και η πνευμονική ανωριμότητα αποκλείουν τον άμεσο τοκετό. Η περιγραφείσα διάχυτη ενδαγγειακή πήξη στο επιζών δίδυμο μπορεί να έχει επιπτώσεις στην μητέρα και ως εκ τούτου πρέπει να ελέγχονται οι παράγοντες της πήξης καθ όλη την διάρκεια της κύησης.

Συνενωμένα ή σιαμαία δίδυμα

Η επίπτωση των συνενωμένων διδύμων είναι σποραδική και κυμαίνεται από 1/50.000-1/200.000 γεννήσεις με κάπως υψηλότερη συχνότητα στη Νοτιοδυτική Ασία και την Αφρική. 201 Αν και τα άρρενα έμβρυα απαντώνται συνηθέστερα μεταξύ των μονοζυγωτικών διδύμων εντούτοις στα συνενωμένα δίδυμα παρατηρείται μια σαφής υπεροχή των θηλέων έναντι των αρένων εμβρύων. Το 70% των συνενωμένων διδύμων είναι θήλεα έμβρυα. 202 Η ατελής διαίρεση του εμβρυϊκού δίσκου λαμβάνει χώρα μετά την 13η ημέρα από την γονιμοποίηση και συνδέεται αποκλειστικά με ΜΧ-ΜΑ τύπο πλακουντοποίησης. 203 Η φαινοτυπική έκφραση μεταξύ των πασχόντων ποικίλη, εξαρτάται από τον τύπο συνένωσης των διδύμων και έχει άλλα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά, όπως την επίπτωση κατά την γέννηση, την βαρύτητα των ανωμαλιών, την αναλογία φύλου. Ανάλογα με τα σημεία ένωσης τα συνενωμένα δίδυμα υποδιαιρούνται σε κοιλιακές και ραχιαίες ενώσεις. Ο συνηθέστερος τύπος συνένωσης που εμφανίζεται στο 69-72,5% των σιαμαίων διδύμων είναι τα θωρακοπαγή δίδυμα τα οποία ενώνονται στον θώρακα και μοιράζονται τα όργανα του θώρακα και της άνω κοιλιάς. 204 , 205 Τα ομφαλοπαγή ενώνονται στην κοιλιά, μοιράζονται το πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα και τον ομφαλό και συχνά συνυπάρχει ομφαλοκήλη και ομφάλιος λώρος έξι αγγείων. Τα κεφαλοπαγή ενώνονται από την κορυφή της κεφαλής έως τον ομφαλό. Τα ισχιοπαγή ενώνονται στο ισχίο, με κοινά κοιλιακά και ουρογεννητικά συστήματα. Οι ραχιαίες ενώσεις που περιλαμβάνουν τα πυγοπαγή δίδυμα, ενώνονται στο ιερό οστό και τον κόκκυγα.

Τα συνενωμένα δίδυμα είναι εύκολα ανιχνεύσιμα μέσω υπερηχογραφίας καθώς πέρα από τις ανωμαλίες στα σημεία ένωσης συχνά συνοδεύονται και από άλλες συγγενείς διαμαρτίες όπως καρδιακές ανωμαλίες, ανωμαλίες γαστρεντερικού συστήματος και αλλαχού. Τα συνενωμένα δίδυμα τείνουν να λαμβάνουν ασυνήθιστες θέσεις, οι οποίες σε άλλη περίπτωση θα ήταν αδύνατες εάν δεν ήταν ενωμένα. Η ενδελεχής υπερηχογραφική αξιολόγηση του κάθε οργάνου μπορεί να προσδιορίσει επακριβώς το σημείο ένωσης. 206 - 210 Η διακολπική, η τρισδιάστατη και η Doppler υπερηχογραφία μπορούν να συνδράμουν στην υπερηχογραφική αξιολόγηση και την ακριβή διάγνωση κατά το πρώτο τρίμηνο, όταν η διάγνωση είναι προτιμητέα. 211 - 216 Η υπερηχογραφία με την συνδρομή της υπερηχοκαρδιογραφίας και της πρώιμης μαγνητικής τομογραφίας προσδιορίζουν με ακρίβεια την κοινή ανατομία σε όλες τις περιπτώσεις. 217 Η έγκαιρη διάγνωση των συνενωμένων διδύμων επιτρέπει την καλύτερη συμβουλή των γονέων σχετικά με τις επιλογές διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης της εγκυμοσύνης με μεταγεννητική χειρουργική επέμβαση, τον τερματισμό της εγκυμοσύνης ή τον επιλεκτικό τερματισμό των εμβρύων σε περίπτωση τρίδυμης κύησης. 218 , 219

Σύνδρομο μετάγγισης από δίδυμο σε δίδυμο (TTTS)

Το TTTS αποτελεί μια σοβαρή επιπλοκή η οποία αφορά το 25% των ΜΧ διδύμων κυήσεων και σχετίζεται με υψηλά ποσοστά περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας. 220 Σε όλες τις ΜΧ δίδυμες κυήσεις υπάρχουν αναστομώσεις μεταξύ των δύο τμημάτων του πλακούντα. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ωστόσο η επικοινωνία μεταξύ των εμβρυϊκών κυκλοφοριών είναι συνεχής και ισορροπημένη με αποτέλεσμα να μην προκαλούνται προβλήματα στα δύο έμβρυα. Ωστόσο, σε ένα ποσοστό 5-17.5% των ΜΧ κυήσεων σταδιακά η επικοινωνία μεταξύ των εμβρύων αποσταθεροποιείται και αναπτύσσεται το σύνδρομο TTTS. 221 Παρά την κατανόηση της παθοφυσιολογίας και της εξέλιξης του TTTS, ασαφής παραμένει η ακριβής αιτιολογία του συνδρόμου. Εικάζεται ότι, προϋπόθεση για την ανάπτυξη του συνδρόμου είναι η μη ισορροπημένη μετάγγιση αίματος από το έμβρυο – δότη προς το έμβρυο – δέκτη, εξαιτίας της παρουσίας εν τω βάθει αρτηριοφλεβωδών αναστομώσεων ενώ απουσιάζουν οι επιφανειακές αρτηριο-αρτηριακές και φλεβο-φλεβικές αναστομώσεις μεταξύ των δύο τμημάτων του κοινού πλακούντα. Το αποτέλεσμα είναι υποογκαιμία, ολιγουρία και ολιγάμνιο στο έμβρυο δότη ενώ πολυϋδράμνιο, κυκλοφορική υπερφόρτωση και παρουσία ύδρωπα μπορεί να αναπτυχθεί στο έμβρυο δέκτη.

Διάγνωση

Το TTTS αποτελεί μια σοβαρή επιπλοκή η οποία αφορά το 25% των ΜΧ διδύμων κυήσεων και σχετίζεται με υψηλά ποσοστά περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας. 220 Σε όλες τις ΜΧ δίδυμες κυήσεις υπάρχουν αναστομώσεις μεταξύ των δύο τμημάτων του πλακούντα. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ωστόσο η επικοινωνία μεταξύ των εμβρυϊκών κυκλοφοριών είναι συνεχής και ισορροπημένη με αποτέλεσμα να μην προκαλούνται προβλήματα στα δύο έμβρυα. Ωστόσο, σε ένα ποσοστό 5-17.5% των ΜΧ κυήσεων σταδιακά η επικοινωνία μεταξύ των εμβρύων αποσταθεροποιείται και αναπτύσσεται το σύνδρομο TTTS. 221 Παρά την κατανόηση της παθοφυσιολογίας και της εξέλιξης του TTTS, ασαφής παραμένει η ακριβής αιτιολογία του συνδρόμου. Εικάζεται ότι, προϋπόθεση για την ανάπτυξη του συνδρόμου είναι η μη ισορροπημένη μετάγγιση αίματος από το έμβρυο – δότη προς το έμβρυο – δέκτη, εξαιτίας της παρουσίας εν τω βάθει αρτηριοφλεβωδών αναστομώσεων ενώ απουσιάζουν οι επιφανειακές αρτηριο-αρτηριακές και φλεβο-φλεβικές αναστομώσεις μεταξύ των δύο τμημάτων του κοινού πλακούντα. Το αποτέλεσμα είναι υποογκαιμία, ολιγουρία και ολιγάμνιο στο έμβρυο δότη ενώ πολυϋδράμνιο, κυκλοφορική υπερφόρτωση και παρουσία ύδρωπα μπορεί να αναπτυχθεί στο έμβρυο δέκτη.

Διαφορική διάγνωση

Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την υπολειπόμενη ανάπτυξη λόγω χρωμοσωμικών ή συγγενών ανωμαλιών ή παθολογικής πλακουντοποίησης καθώς και το ολιγάμνιο που μπορεί να οφείλεται σε πρόωρη ρήξη υμένων ή νεφρική δυσλειτουργία των νεφρών στο ένα έμβρυο.

Σταδιοποίηση

Οι Quienero και συνεργάτες πρότειναν ένα σύστημα σταδιοποίησης του TTTS το οποίο βασίζεται στηv αλληλουχία υπερηχογραφικών και Doppler ευρημάτων στις περιπτώσεις που παραμένουν χωρίς αντιμετώπιση.

Σταδιοποίηση TTTS κατά Quintero 224

TTTS ΣτάδιοΥπερηχογραφικά ευρήματα
I MVP <2cm στον σάκο του δότη και >8cm στο σάκο του δέκτη
II Μη οπτικοποίηση της εμβρυϊκής ουροδόχου κύστης στο έμβρυο-δότη για> 60'
III Απούσα ή ανάστροφη τελοδιαστολική ροή ομφαλικής αρτηρίας, ανάστροφη ροή φλεβώδους πόρου, ή παλμική ροή ομφαλικής φλέβας
IV Εμβρυϊκός ύδρωπας στον ένα ή και τους δύο δίδυμους
V Εμβρυϊκός θάνατος στον ένα ή και τους δύο δίδυμους
MVP: βαθύτερη κάθετη λίμνη, TTTS: σύνδρομο μετάγγισης από δίδυμο σε δίδυμο.

Η εφαρμογή του συστήματος σταδιοποίησης είναι χρήσιμη στην κλινική πράξη για την απόφαση της εφαρμογής της θεραπείας και την εκτίμηση της αποτελεσματικότητα των ιατρικών παρεμβάσεων. Οι Quienero και συνεργάτες χρησιμοποίησαν αυτό το σύστημα σταδιοποίησης προκειμένου να προσδιορίσουν πότε η θεραπεία θα βελτίωνε την έκβαση. Οι συγγραφείς, ωστόσο, προτείνουν ότι οι ασθενείς με στάδιο Ι ή ΙΙ πιθανώς θα είχαν ευνοϊκά αποτελέσματα με διαδοχικές αμνιοπαρακεντήσεις, ειδικά εάν η διάγνωση ετίθετο σε ηλικία κύησης > από τις 22 εβδομάδες. Το στάδιο ΙΙ < από τις 22 εβδομάδες, το στάδιο ΙΙΙ και ΙV ενδεχομένως θα ωφελούνταν από την εμβρυοσκόπηση με laser. 225

Φυσική ιστορία και έκβαση

Το μαιευτικό αποτέλεσμα των διδύμων κυήσεων με TTTS εξαρτάται από την ηλικία κύησης κατά τη διάγνωση, το κλινικό στάδιο και την εξέλιξη της νόσου. Ήπια TTTS (στάδιο I), που παρουσιάζονται μετά τις 26 εβδομάδες σε ποσοστό 75% παραμένουν σταθερά ή υποχωρούν χωρίς κάποια επεμβατική διαδικασία και έχουν ευνοϊκό αποτέλεσμα και για τα δύο δίδυμα, περιγεννητική επιβίωση περίπου 86%. 226 , 227 Επομένως, πολλοί ασθενείς με ήπιο TTTS μπορεί να αντιμετωπίζονται συντηρητικά με αναμονή. Η φυσική ιστορία των προχωρημένων σταδίων TTTS (π.χ., στάδιο ≥III) είναι ζοφερή, με αναφερόμενο ποσοστό περιγεννητικής απώλειας 70-100%, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζεται < από τις 26 εβδομάδες. 228

Αντιμετώπιση

Δεδομένου του κινδύνου ανάπτυξης TTTS, η υπερηχογραφική αξιολόγηση των ΔΧ δίδυμων κυήσεων συνιστάται κάθε 2 εβδομάδες ξεκινώντας από τις 16 εβδομάδες της κύησης. Οι επιλογές διαχείρισης ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία κύησης και το στάδιο του TTTS κατά τη στιγμή της διάγνωσης. Αυτές οι επιλογές μπορεί να περιλαμβάνουν τον τερματισμό της κύησης, την επιλεκτική μείωση του μη-φυσιολογικού εμβρύου που υπολείπεται σε ανάπτυξη ή του υδρωπικού εμβρύου. 227 Επιπλέον για την αντιμετώπιση του συνδρόμου έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο φαρμακευτικές όσο και επεμβατικές μέθοδοι θεραπείας. Η χορήγηση φαρμάκων όπως η ινδομεθακίνη και η διγοξίνη αποτελούν ουσιαστικά συμπτωματικές αλλά όχι αιτιολογικές θεραπείες. Σήμερα η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής δεν αποτελεί τρόπο θεραπείας καθώς η διγοξίνη έχει αμφίβολα αποτελέσματα ενώ η ινδομεθακίνη επιβαρύνει την νεφρική λειτουργία του δότη και ευνοεί την πρόωρη σύγκλιση του βοτταλείου πόρου. Οι επεμβατικές θεραπευτικές τεχνικές που έχουν εφαρμοσθεί περιλαμβάνουν τις επαναλαμβανόμενες εκκενωτικές αμνιοπαρακεντήσεις, την διατομή του υμένων που χωρίζουν τα έμβρυα, την απολίνωση των αναστομωτικών αγγείων του πλακούντα με τη χρήση laser και την απολίνωση του ομφαλίου λώρου.

A) Επαναλαμβανόμενες εκκενωτικές αμνιοπαρακεντήσεις

Αρκετές από τις επιπλοκές που εμφανίζονται στο TTTS όπως ο πρόωρος τοκετός και η πρόωρη ρήξη υμένων, οφείλονται στο υδράμνιο που παρατηρείται στο έμβρυο-δέκτη. Μία λογική και σχετικά απλή θεραπευτική προσέγγιση είναι οι επαναλαμβανόμενες εκκενωτικές αμνιοπαρακεντήσεις. 229 - 231 Με την τεχνική αυτή μειώνεται η ενδοαμνιακή πίεση στο έμβρυο, βελτιώνεται η μητροπλακουντιακή διάχυση και παρατείνεται για λίγο η κύηση. Αμνιοπαρακέντηση συνιστάται όταν η βαθύτερη λίμνη του αμνιακού υγρού είναι τουλάχιστον 10cm ή όταν ο δείκτης αμνιακού υγρού (AFI) είναι τουλάχιστον 40mm. Σε κάθε συνεδρία αφαιρούνται 1666 +/- 1245 mL (+/- μέση τυπική απόκλιση) αμνιακού υγρού έτσι ώστε η βαθύτερη λίμνη να μην ξεπερνά τα 5-6cm. 232 Η επέμβαση επαναλαμβάνεται όταν υποτροπιάσει το υδράμνιο. Οι πιο συχνές επιπλοκές της εκκενωτικής αμνιοπαρακέντησης είναι η πρόωρη ρήξη των εμβρυϊκών υμένων, η αποκόλληση του πλακούντα και η χοριοαμνιονίτιδα οι οποίες έχουν χαμηλή συχνότητα εμφάνισης 1,3-3,8%. μπορεί να είναι Μια άλλη επιπλοκή της εκκενωτικής αμνιοκέντησης μπορεί να είναι η ιατρογενής διάρρηξη της μεμβράνης διαχωρισμού και η δημιουργία MA δίδυμων η οποία εμφανίζει την ίδια νοσηρότητα και θνησιμότητα των φυσικών ΜΧ διδύμων. 233 Το ποσοστό επιβίωσης σχετίζεται σημαντικά με την ηλικία κύησης κατά τη διάγνωση, την παρουσία τελο-διαστολικής ροής αίματος στην ομφαλική αρτηρία, την παρουσία ύδρωπα, τον μέσο όγκο αμνιακού υγρού που αφαιρείται ανά εβδομάδα, το μεγαλύτερο βάρος γέννησης και την ηλικία κύησης κατά τον τοκετό. 234 Στατιστικές μελέτες έδειξαν ότι οι επαναλαμβανόμενες αμνιοπαρακεντήσεις είναι αποτελεσματικές στα αρχικά στάδια του συνδρόμου (Ι-ΙΙ). Ωστόσο ο Elliott και οι συνεργάτες του αποκάλυψαν 60% ύφεση στον ύδρωπα εμβρύων σταδίου IV τα οποία υπεβλήθησαν σε διαδοχικές εκκενωτικές αμνιοπαρακεντήσεις με ποσοστό περιγεννητικής επιβίωσης 79%. 235 Μη τυχαιοποιημένες μελέτες έδειξαν ότι σε περιπτώσεις όπου η διάγνωση του συνδρόμου είχε γίνει πριν την 26η εβδομάδα το ποσοστό επιβίωσης με την χρήση των αμνιοπαρακεντήσεων ήταν 57%. Επιπλέον η μέθοδος σχετίζεται εμφάνιση σοβαρών επιπλοκών στο έμβρυο που επιβιώνει σε ποσοστό με 16-26%.

Β) Απολίνωση αρτηριοφλεβωδών αναστομώσεων με laser

Σε αντίθεση με τη μέθοδο των επαναλαμβανόμενων εκκενωτικών αμνιοπαρακεντήσεων, η απολίνωση αρτηριοφλεβωδών αναστομώσεων με χρήση laser αποτελεί τη μόνη αιτιολογική μέθοδο αντιμετώπισης του TTTS. Με την προϋπόθεση ότι οι αναστομώσεις μεταξύ των αγγείων είναι ορατές με την εμβρυοσκόπηση, η καταστροφή των αναστομώσεων θα μπορέσει να αναστείλει την επικοινωνία μεταξύ των κυκλοφοριών των δύο εμβρύων. Η μέθοδος περιλαμβάνει την είσοδο εμβρυοσκοπίου με υπερηχογραφική καθοδήγηση στην αμνιακή κοιλότητα του δέκτη. Ακολουθεί απολίνωση των αναστομωτικών αγγείων υπό εμβρυοσκόπηση με laser, μέσω οπτικής ίνας 400-600 μm η οποία εισάγεται από το πλάι του εμβρυοσκοπίου. 236 Tο συνολικό ποσοστό επιβίωσης του ενός ή και των δύο διδύμων ποικίλοι μεταξύ των ερευνητικών ομάδων, εξαρτάται από το στάδιο πραγματοποίησης του και κυμαίνεται από 55-83,5% με κίνδυνο νευρολογικής βλάβης στο έμβρυο που επιβιώνει μεταξύ 2-11%. 237 , 238 Η διάγνωση και η θεραπεία του TTTS στα αρχικά στάδια της εκδήλωσης του συνδρόμου κατά Quintero οδήγησαν σε σημαντικά υψηλότερα ποσοστά περιγεννητικής επιβίωσης. 239 Σε αντίθετη με τις περιπτώσεις οι οποίες αντιμετωπίζονται με επανειλημμένες εκκενωτικές αμνιοπαρακεντήσεις στις οποίες ο ενδομήτριος θάνατος του εμβρύου συμβαίνει αρκετά μετά την επέμβαση και αφορά το 76%, στις περιπτώσεις απολίνωσης των αναστομώσεων οι εμβρυϊκοί θάνατοι διαγιγνώσκονται εντός των πρώτων 48 ωρών μετά από την επέμβαση και αφορούν το 56%. 240 Ωστόσο τόσο η αναιμία όσο και η εμφάνιση νευρολογικών βλαβών στο έμβρυο που έχει επιβιώσει είναι πολύ χαμηλότερες με τις αντίστοιχες επιπλοκές που παρατηρούνται σε περιπτώσεις που αντιμετωπίστηκαν με εκκενωτικές αμνιοπαρακεντήσεις όπου οι αναστομώσεις μεταξύ των αγγείων παραμένουν.  241 Ο κίνδυνος αποβολής και η πρόωρη ρήξη των εμβρυϊκών υμένων είναι πιο σοβαρές επιπλοκές η συχνότητα των οποίων υπολογίζεται σε 6,8-23% και 5-30%, αντίστοιχα. 242 Μετά την εμβρυοσκόπηση και την φωτοπηξία με laser, συνιστώνται τακτικά υπερηχογραφήματα για την αξιολόγηση της ανταπόκρισης των διδύμων στη θεραπεία. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το TTTS επιλύεται με την ομαλοποίηση του όγκου του αμνιακού υγρού στον κάθε σάκο, την απεικόνιση της ουροδόχου κύστης του δότη και τη βελτίωση της καρδιακής λειτουργίας του εμβρύου-δέκτη ένα μήνα μετά το laser. Το έμβρυο-δότης αναπτύσσει παροδική διαταραχή της καρδιακής λειτουργίας μετεπεμβατικά. 243

Σύνδρομο καθηλωμένου διδύμου

Μία από τις εκδηλώσεις του TTTS είναι το φαινόμενο του καθηλωμένου διδύμου στην οποία το έμβρυο-δότης βρίσκεται στον αμνιακό σάκο με το έντονο ολιγάμνιο, είναι σχετικά ακίνητο και καθηλωμένο προς το τοίχωμα της μήτρας, ενώ το έμβρυο-δέκτης συχνά βρίσκεται στον αμνιακό σάκο με το υδράμνιο. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται στο 42% των ΜΧ-ΔΑ διδύμων. Το φαινόμενο του καθηλωμένου διδύμου έχει κακή πρόγνωση, ειδικά όταν συνοδεύεται από έντονο υδράμνιο του άλλου διδύμου.

Ακαρδιακά δίδυμα

Τα ακαρδιακά δίδυμα αποτελούν την πλέον ακραία έκφραση του TTTS. Είναι μια επιπλοκή των μονοζυγωτικών διδύμων που αφορά τόσο τα ΜΧ-ΜΑ όσο και τα ΜΧ-ΔΧ δίδυμα στην οποία ένα από τα δίδυμα στερείται πλήρους καρδιακής δομής και έτσι ονομάζεται ακαρδιακό δίδυμο και το άλλο δίδυμο που μορφολογικά είναι φυσιολογικό ονομάζεται δίδυμο-αντλία επειδή παρέχει αίμα και στις δύο κυκλοφορίες. Η επίπτωση των ακαρδιακών διδύμων είναι 1/9500-11000 γεννήσεις ή 2,6/100 μονοζυγωτικά δίδυμα και εμφανίζεται περίπου στο 1/8 των αρτηριο-αρτηριακών και φλεβο-φλεβικών αναστομώσεων του πλακούντα των μονοχοριονικών κυήσεων. 244 Η ακαρδία προκύπτει από μια αρτηριο-αρτηριακή πλακουντιακή αναστόμωση, με την οποία η αρτηριακή πίεση (ΤΑ) του ενός διδύμου εξουδετερώνει την ΤΑ του άλλου διδύμου, νωρίς κατά την κύηση. Η ροή του αρτηριακού αίματος του διδύμου-δέκτη αντιστρέφεται, έτσι ώστε το αρτηριακό αίμα από τον δίδυμο-αντλία να διαποτίζει τον δίδυμο-δέκτη, του οποίου το αίμα ρέει αντίστροφα προς το κάτω αρτηριακό σύστημα του σώματός του. Λόγω αυτής της αντιστροφής της ροής αίματος το μεγαλύτερο μέρος της διαπότισης του διδύμου-δέκτη αφορά το ουραίο παρά το κεφαλικό τμήμα του σώματός του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ατροφία των ιστών κεφαλικά με συνέπεια την διάρρηξη, το ουραίο τμήμα του σώματος παραμένει και ατροφεί λιγότερο επειδή αιματώνεται. 245 , 246 Σε αυτήν ακριβώς την αλλαγή της αντιστροφής της κυκλοφορίας του διδύμου-δέκτη αποδίδονται οι πολλαπλές και θανατηφόρες συγγενείς ανωμαλίες που αναπτύσσονται. Η κεφαλή και το άνω μέρος του σώματος του διδύμου-δέκτη δεν αναπτύσσονται, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, με αποτέλεσμα την απουσία της καρδιάς και μεμονωμένο δυσπλαστικό κάτω μέρος σώματος με παρουσία μεγάλου οιδήματος. Αυτή η επιπλοκή των ΜΧ διδύμων είναι γνωστή και ως ακολουθία ανεστραμμένης αρτηριακής ροής (TRAP). 247 , 248

Η ταξινόμηση των ακαρδιακών διδύμων μορφολογικά εξαρτάται από το μέρος του σώματος που συνεχίζει να αναπτύσσεται και κατατάσσεται σε τέσσερις ομάδες α) άκαρδο-ακέφαλο αντιπροσωπεύει τον συχνότερο τύπο καθώς εμφανίζεται στο 60-75% των περιπτώσεων, τα έμβρυα αυτά είναι ακέφαλα, τα χέρια και τα όργανα του θώρακα απουσιάζουν ενώ αναπτύσσουν την πύελο και τα κάτω άκρα, β) αρχαϊκό-άκαρδο, είναι η περισσότερο αναπτυγμένη μορφή, αποτελούμενη από μερικά σχηματισμένο εγκέφαλο, πρόσωπο, σώμα, άκρα και απουσία καρδιάς. Εμφανίζεται στο 20% όλων των περιπτώσεων, γ) άκαρδο-άκορμο, είναι αρκετά σπάνια μορφή που εμφανίζεται στο 10% όλων των περιπτώσεων στην οποία έχει σχηματιστεί μόνο η κεφαλή, δ) άκαρδο-άμορφο, το έμβρυο δεν έχει αναγνωρίσιμα όργανα είναι απλώς μια μάζα ιστού και εμφανίζεται στο 5% των περιπτώσεων. 249 , 250

Η προγεννητική διάγνωση των ακαρδιακών διδύμων είναι εφικτή ήδη από τις 9W της κύησης και έχει αναφερθεί αρκετές φορές κατά το πρώτο τρίμηνο. 251 - 258 Όταν το ακαρδιακό δίδυμο απαντάται με ένα ζων φυσιολογικής εμφάνισης δίδυμο στην ίδια κύηση, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται εσφαλμένα ως νεκρό δίδυμο, παρά την απουσία καρδιακής δραστηριότητας στο πρώτο τρίμηνο, επειδή τα ακαρδιακά δίδυμα τείνουν να συσπώνται και να κινούνται παρότι ομοιάζουν ως ακίνητες και άμορφες μάζες ιστού. Χαρακτηρίζονται από υδρωπική εμφάνιση του άνω πόλου χωρίς αναγνωρίσιμη κεφαλή στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Η διάγνωση μπορεί να επιβεβαιωθεί μέσω της εξέτασης Doppler, η οποία καταδεικνύει αντίστροφη παλμική ροή στην ομφαλική αρτηρία και τη φλέβα του ακαρδιακού διδύμου, τις αρτηριο-αρτηριακές αναστομώσεις του πλακούντα με το αρτηριακό αίμα να κατευθύνεται σαφώς προς τα δίδυμα παρά να απομακρύνεται από αυτά. 259 – 264 Μια επιπλοκή των ακαρδιακών διδύμων είναι το υδράμνιο στον σάκο κύησης του διδύμου-δέκτη αποκαλούμενο και παρασιτικό δίδυμο. 265 Το δίδυμο-αντλία μπορεί να αναπτύξει καρδιομεγαλία, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, ύδρωπα και ενδομήτρια υπολειπόμενη ανάπτυξη, καταστάσεις που αυξάνουν τον κίνδυνο απώλειας της κύησης. Στους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με αυξημένο ποσοστό απώλειας της κύησης συμπεριλαμβάνονται: η αναλογία μεγέθους ανάπτυξης του ακαρδιακού-διδύμου/δίδυμο-αντλία > 50%, το υδράμνιο MVP>8cm και ο πρόωρος τοκετός. 266 - 268  Το συνολικό ποσοστό περιγεννητικής θνησιμότητας στον δίδυμο-αντλία χωρίς κάποια θεραπευτική παρέμβαση είναι 35-55%. 269 , 270 Εάν το βάρος του ακαρδιακού-διδύμου είναι ≤ 50% από το βάρος του διδύμου-αντλία η συντηρητική διαχείριση με στενή υπερηχογραφική παρακολούθηση είναι μια ασφαλής επιλογή, μέχρι να καθοριστεί επακριβώς ο χρόνος τοκετού. 271 - 273 Ενίοτε, διακόπτεται αυτόματα η ροή αίματος στο ακαρδιακό δίδυμο με εξαιρετική έκβαση για το δίδυμο-αντλία. 274

Πολλές και διαφορετικές τεχνικές έχουν περιγραφή για την αντιμετώπιση της ακολουθίας TRAP συμπεριλαμβανομένων του εμβολισμού του ακαρδιακού διδύμου με μεταλλικά σπειράματα, κόλλα ιστών θρομβογόνες ουσίες σκληρυντικές ουσίες, της υστεροτομίας με τοκετό του ακαρδιακού διδύμου, της υστεροτομίας με απολίνωση του ομφαλίου λώρου, της απολίνωσης του ομφαλίου λώρου λαπαροσκοπικά, της ενδοσκοπικής ή της εμβρυοσκοπικής θρόμβωσης των αγγείων του ομφαλίου λώρου στο ακαρδιακό δίδυμο με Laser, της θερμοπηξίας ή της εξαίρεσης με ραδιοσυχνότητες του ακαρδιακού διδύμου κάτω από υπερηχογραφικό έλεγχο. 275 - 292 Σε μια άλλη ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, οι Tan & Sepulveda κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διακοιλιακή ενδο-εμβρυϊκή εκτομή των πυελικών αγγείων ή της κοιλιακής αορτής του ακαρδιακού-διδήμου είναι υπέρτερη τεχνική έναντι των διαφόρων τεχνικών απολίνωσης του ομφαλίου λώρου. Οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης θεωρούν την διαδικασία απλή και ευρύτερα διαθέσιμη καθώς μπορεί να εκτελεστεί στο επίπεδο του εξωτερικού ιατρείου με ελάχιστο εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένης της βελόνας της οσφυονωτιαίας παρακέντησης με εύρος 20‐22G και μια πλήρως γεμισμένης σύριγγας των 5mL με καθαρή αλκοόλη για τον εμβολιασμό των αγγείων. 293 Η διαχείριση και η θεραπεία της ακολουθίας TRAP αποτελεί ένα θέμα υπό διερεύνηση καθώς πρέπει να αποκτηθεί περισσότερη οικειότητα στις τεχνικές αλλά και να προσδιοριστεί ο βέλτιστος χρόνος παρέμβασης. Η τρέχουσα βιβλιογραφία βρίθει μελετών, ωστόσο η υψηλή ετερογένεια αυτών των μελετών τους καθιστά μη συγκρίσιμους. Ο καλύτερος χρόνος θεραπευτικής παρέμβασης εξακολουθεί και συζητείται, αν και κάποιες μελέτες ενθαρρύνουν την παρέμβαση στο πρώτο τρίμηνο της κύησης. Όσον αφορά την τεχνική εκλογής για την διακοπή της αγγειακής παροχής στο ακαρδιακό-δίδυμο, η θερμοπηξία με Laser και υπερηχογραφική καθοδήγηση και η εκτομή με ραδιοσυχνότητες της ομφαλικής αρτηρίας είναι οι προτιμώμενες μέθοδοι. 267 ,294

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ-ΜΗΤΕΡΑΣ

Η πολύδυμη κύηση μπορεί να προκαλέσει σημαντικές επιπλοκές στην μητέρα οι σπουδαιότερες των οποίων είναι:

Αναιμία: προκαλείται από την αύξηση του όγκου του αίματος και τις αυξημένες ανάγκες σε σίδηρο και φυλλικό οξύ. Ο κίνδυνος εκδήλωσης σιδηροπενικής αναιμίας είναι τριπλάσιος σε σχέση με τις μονήρεις κυήσεις.

Σακχαρώδης διαβήτης: Η επίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη στις πολύδυμες κυήσεις είναι υψηλότερη σε σχέση με τις μονήρεις. Πολλά στοιχεία σχετικά με τη διάγνωση και την αντιμετώπιση του διαβήτη στις πολύδυμες κυήσεις παραμένουν αδιευκρίνιστα. Ο ιδανικός χρόνος του ελέγχου, η ημερήσια πρόσληψη θερμίδων, το ιδανικό βάρος της εγκύου, η βέλτιστη μορφή ινσουλινοθεραπείας, η ιδανική μέθοδος παρακολούθησης του εμβρύου καθώς και ο κατάλληλος χρόνος τοκετού είναι ακόμα υπό διερεύνηση. Είναι φανερό, ότι οι γυναίκες αυτές θα πρέπει να παρακολουθούνται από ομάδα ειδικών αποτελούμενη από μαιευτήρες με εξειδίκευση στην εμβρυομητρική ιατρική, ενδοκρινολόγους και διατροφολόγους. Η δίδυμη εγκυμοσύνη συνδέεται στενότερα με όλες τις δυσμενείς περιγεννητικές εκβάσεις (καισαρική τομή και πρόωρο τοκετό) εκτός από τη μακροσωμία. Ο ΣΔΚ δεν αυξάνει τον κίνδυνο ανεπιθύμητων περιγεννητικών αποτελεσμάτων εκτός από την υπογλυκαιμία νεογνών. 295

Υπερτασική νόσος: Η δίδυμος κύηση επιπλέκεται με υπερτασική νόσο 2-5 φορές συχνότερα. Η επιπλοκή αυτή εκδηλώνεται νωρίτερα και με εντονότερη συμπτωματολογία, συγκριτικά με τις μονήρεις κυήσεις.

Υδράμνιο: Παρατηρείται 3-5 φορές συχνότερα σε σχέση με τις μονήρεις κυήσεις και περιλαμβάνει περίπου το 10% όλων των περιπτώσεων της επιπλοκής αυτής που εμφανίζεται στην κύηση. Τις περισσότερες φορές εκδηλώνεται με οξύ τρόπο και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις MX διδύμων παρατηρείται το σύνδρομο μετάγγισης από το ένα έμβρυο στο άλλο

Λοιμώξεις ουροποιητικού συστήματος: Οι λοιμώξεις αυτές ευνοούνται από τη μηχανική συμπίεση των ουρητήρων λόγω του μεγάλου όγκου της μήτρας. Αφορούν κυρίως το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα και η συχνότητα εκδήλωσής τους είναι διπλάσια σε σχέση με τις μονήρεις κυήσεις.

Πρόωρη αποκόλληση του πλακούντα: Η επιπλοκή αυτή παρουσιάζεται με τριπλάσια συχνότητα στις δίδυμες κυήσεις και ιδιαίτερα σε εκείνες με ταυτόχρονη παρουσία προεκλαμψίας. Επίσης, συχνά εκδηλώνεται πρόωρη αποκόλληση του πλακούντα κατά τη διάρκεια του τοκετού, μετά την έξοδο του πρώτου εμβρύου.

ΤΟΚΕΤΟΣ

Η μέση διάρκεια της τελειόμηνης δίδυμης κύησης είναι μικρότερη από εκείνη της μονήρης κύησης, 37.0±2.7Ws έναντι 39.0±1.6Ws. 296 Συνεπώς, ο ιδανικός χρόνος τοκετού σε ανεπίπλεκτη ΔΧ-δίδυμη κύηση είναι μεταξύ 37-38Ws, 297 - 300 καθώς μετά το διάστημα αυτό αυξάνεται η περιγεννητική νοσηρότητα και θνησιμότητα. 301  Σύμφωνα με τις επικρατέστερες συστάσεις, καλύτερος χρόνος τοκετού σε φαινομενικά ανεπίπλεκτες δίδυμες κυήσεις θεωρείται :οι 38Ws για τις ΔΧ-ΔΑ δίδυμες κυήσεις, 34-36Ws για τις ΜΧ-ΔΑ δίδυμες κυήσεις και 32-34Ws για τις ΜΧ-ΜΑ δίδυμες κυήσεις, 302 αν και ελλείψει επιπλοκών ο τοκετός στις ΜΧ-δίδυμες κυήσεις θα μπορούσε να καθυστερήσει τουλάχιστον έως ≥36Ws, όπως υποστηρίζει μία μελέτη. 303 Ο χρόνος τοκετού των φαινομενικά ανεπίπλεκτων MΑ-διδύμων παραμένει ένα θέμα υπό συζήτηση. Είναι σύνηθες να διεκπεραιώνεται ο τοκετός στα MΑ-δίδυμα μεταξύ 32-34Ws λόγω του υψηλού κινδύνου εμφάνισης IUD στο τρίτο τρίμηνο της κύησης. 304 , 305 Τα ευρήματα μιας συστηματικής ανασκόπησης έδειξαν συνολική επίπτωση IUD στις MΧ-MΑ κυήσεις περίπου 6%. Η μεγάλη πλειονότητα των εμβρυϊκών απωλειών εμφανίστηκε πριν από τις 30Ws, ενώ ο κίνδυνος θανάτου στις 31–32 και 33–34Ws ήταν 1% και 2%, αντίστοιχα. Επιπλέον, ο dIUD και των δύο-διδύμων επηρέασε το 2% των MΧ-MΑ διδύμων στις 33-34Ws, υπογραμμίζοντας έτσι την ανάγκη για ενδελεχή παρακολούθηση εάν η εγκυμοσύνη συνεχιστεί μετά από τις 32Ws. Δεν υπήρξε IUD στο ένα ή και στα δύο δίδυμα μετά τις 35Ws της κύησης. Μια στρατηγική επιλογής τοκετού στις 32Ws μπορεί να φαίνεται κατάλληλη ενόψει του φαινομενικά υψηλού κινδύνου IUD, που συμβαίνει αργότερα με την πρόοδο της κύησης, θα πρέπει όμως να σταθμιστεί έναντι του δυνητικά υψηλότερου κινδύνου της νεογνικής νοσηρότητας που προκύπτει λόγω της προωρότητας. Ωστόσο, το 37,8% των MΧ-MΑ διδύμων θα γεννηθεί πριν από τον προγραμματισμένο τοκετό, ειδικά ως συνέπεια του αυτόματου πρόωρου τοκετού (PTB) ή των μη φυσιολογικών ευρημάτων στο καρδιοτοκογράφημα (CTG). 306 Εφαρμόζοντας μια στρατηγική στενής εμβρυϊκής παρακολούθησης, ελάχιστη παρακολούθηση δύο φορές την εβδομάδα με υπερήχους από τις 24Ws για τα ΔΧ-δίδυμα και από τις 16Ws για τα ΜΧ-δίδυμα, η περιγεννητική νοσηρότητα μπορεί να ελαχιστοποιηθεί επιτρέποντας στις ανεπίπλεκτες ΜΧ-δίδυμες κυήσεις να συνεχιστούν μέχρι τις 37Ws της κύησης και στις ΔΧ-δίδυμες κυήσεις μέχρι τις 38Ws, αποφεύγοντας τον απρόβλεπτο κίνδυνο ενός ενδομήτριου θανάτου που είναι 1,5% στις 34Ws και σε 1,7% στις 35Ws. 307

Γενικά, το κάθετο σχήμα καθιστά τα δίδυμα υποψήφια και κατάλληλα για φυσιολογικό τοκετό ενώ το μη κάθετο σχήμα είναι ένδειξη καισαρικής τομής. 308 Μεγάλη διαμάχη υπήρξε στην υποομάδα των διδύμων με κάθετο/άλλο σχήμα, η οποία αποτελεί περίπου το 30% του συνόλου των δίδυμων και απαιτεί ιδιαίτερη μαιευτική δεξιότητα. Παρά την πληθώρα των δημοσιεύσεων, δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις, κλινικές συμβουλές ή οδηγίες που να καθοδηγούν τους μαιευτήρες σχετικά με την καλύτερη μέθοδο τοκετού σε ανάλογες περιπτώσεις. 309 Το ζήτημα φαίνεται να επιλύθηκε μετά την δημοσίευση μιας μεγάλης τυχαιοποιημένης πολυκεντρικής μελέτης η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην δίδυμη εγκυμοσύνη μεταξύ 32 και 38+6Ws με το πρώτο-δίδυμο σε κάθετη προβολή, η προγραμματισμένη καισαρική τομή δεν μείωσε ούτε αύξησε σημαντικά τον κίνδυνο του εμβρυϊκού θανάτου ή της περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας, συγκριτικά με τον προγραμματισμένο κολπικό τοκετό. 310 Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει και μια άλλη μελέτη σύμφωνα με την οποία, μια πολιτική προγραμματισμένης καισαρικής τομής δεν παρέχει κανένα σημαντικό όφελος σε παιδιά ηλικίας 2 ετών συγκριτικά με μια πολιτική ενός προγραμματισμένου κολπικού τοκετού σε ανεπίπλεκτες δίδυμες κυήσεις μεταξύ 32 και 39Ws, με το πρώτο-δίδυμο να είναι σε κεφαλική προβολή. 311 Δικαιολογημένα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι, μια πολιτική προγραμματισμένης καισαρικής τομής δεν έχει κανένα σημαντικό μειονέκτημα για τη μητέρα και τα δίδυμά της σε σύγκριση με τον προγραμματισμένο κολπικό τοκετό σε ανεπίπλεκτες δίδυμες κυήσεις όταν το πρώτο-δίδυμο είναι σε κεφαλική προβολή 312 αφού το δεύτερο-δίδυμο διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο από το πρώτο 313 - 315 και χρειάζεται μεγάλη κλινική εμπειρία για την διεκπεραίωση του κολπικού τοκετού. 316 Σήμερα, πολλά κέντρα δεν εκτελούν κολπικό τοκετό σε ισχιακή προβολή 317 ή όταν έχει προηγηθεί IVF σε ηλικιωμένες γυναίκες η καισαρική τομή θεωρείται ως πιο ελεγχόμενη 318 με αποτέλεσμα το ποσοστό της καισαρικής τομής στις δίδυμες κυήσεις να έχει αυξηθεί παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια. 319 , 320

  1. Tandberg A, Bjørge T, E Børdahl P, et al. Increasing twinning rates in Norway, 1967-2004: the influence of maternal age and assisted reproductive technology (ART). Acta Obstet Gynecol Scand. 2007; 86(7): 833-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  2. Martin JA, Hamilton BE, Sutton P, et al. Births: Final data for 2006. National Vital Statistics Report. 2009; 57: 1–102. Google Scholar
  3. Ananth CV, Chauhan SP. Epidemiology of twinning in developed countries. Semin Perinatol. 2012 Jun; 36(3): 156-61. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  4. Practice Bulletin No. 169 Summary: Multifetal Gestations: Twin, Triplet, and Higher-Order Multifetal Pregnancies. Obstet Gynecol. 2016 Oct; 128(4): 926-8. PubMed | Wolters Kluwer
  5. Smits J, Monden C. Twinning across the developing world. PLoS One. 2011; 6(9): e25239. PubMed | Full Text PMC | Full Text Plos One | Google Scholar
  6. Bortolus R, Parazzini F, Chatenoud L, et al. The epidemiology of multiple births. Hum Reprod Update. Mar-Apr 1999; 5(2): 179-87. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  7. Collins J. Global epidemiology of multiple birth. Reprod Biomed Online. 2007; 15 Suppl 3:45-52. PubMed | Full Text RBMO | Google Scholar
  8. Hall JG. Twinning. Lancet. 2003 Aug 30; 362 (9385): 735-43. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  9. Aston KI, Peterson CM, Carrell DT. Monozygotic twinning associated with assisted reproductive technologies: a review. Reproduction. 2008 Oct; 136 (4): 377-86. PubMed | Βioscientifica | PDF | Google Scholar
  10. Trevett T, Johnson A. Monochorionic twin pregnancies. Clin Perinatol. 2005 Jun; 32(2): 475-94. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  11. Benirschke K, Kim CK. Multiple pregnancy. 1. N Engl J Med. 1973; 288: 1276– PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  12. Mosquera C, Miller RS, Simpson LL. Twin-twin transfusion syndrome. Semin Perinatol. 2012 Jun; 36(3): 182-9. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  13. Liang J, Xu CI, Wang Y. Epidemiological survey of conjoined twins in China. Hua Xi Yi Ke Da Xue Xue Bao. 1999 Mar; 30(1): 56-8. PubMed | Google Scholar
  14. Martínez-Frías ML, Bermejo E, Mendioroz J, et al. Epidemiological and clinical analysis of a consecutive series of conjoined twins in Spain. J Pediatr Surg. 2009 Apr; 44(4): 811-20. PubMed | Pediatric Surgery | Google Scholar
  15. Zhong Sl, Fang Q, Chen Bj, et al. Clinical features of abnormal chromosome karyotypes in twin pregnancies complicated with structural abnormalities. Zhonghua Fu Chan Ke Za Zhi. 2011 Sep; 46(9): 649-54. PubMed | Google Scholar
  16. Elger T, Akolekar R, Syngelaki A, et al. Fetal loss after chorionic villus sampling in twin pregnancy. Ultrasound Obstet Gynecol. 2021 Jul;58(1):48-55 PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  17. Chen J, Liu L, Xia D, et al. Comparison of spontaneous fetal loss rates between women with singleton and twin pregnancies after mid-trimester amniocentesis - A historical cohort study. Prenat Diagn. 2020 Sep;40(10):1315-1320. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  18. Alfirevic Z, Mujezinovic F, Sundberg K. Amniocentesis and chorionic villus sampling for prenatal diagnosis. Cochrane Database Syst Rev. 2003; (3): CD003252. PubMed | Full Text PMC | Cochrane Library 
  19. Ghi T, Sotiriadis A, Calda P, et al. ISUOG Practice Guidelines: invasive procedures for prenatal diagnosis. Ultrasound Obstet Gynecol. 2016 Aug; 48(2): 256-68. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  20. Agarwal K, Alfirevic Z. Pregnancy loss after chorionic villus sampling and genetic amniocentesis in twin pregnancies: a systematic review. Ultrasound Obstet. 2012 Aug; 40(2): 128-34. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  21. Pruggmayer MR, Jahoda MG, Van der Pol JG, et al. Genetic amniocentesis in twin pregnancies: results of a multicenter study of 529 cases. Ultrasound Obstet Gynecol. 1992 Jan 1; 2(1): 6-10. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  22. Vink J, Fuchs K, D'Alton ME, et al. Amniocentesis in twin pregnancies: a systematic review of the literature. Prenat Diagn. 2012 May; 32(5): 409-16. PubMed | Full Text PMC | Wiley Online Library | Google Scholar
  23. Millaire M, Bujold E, Morency AM, et al. Mid-trimester genetic amniocentesis in twin pregnancy and the risk of fetal loss. J Obstet Gynaecol Can. 2006 Jun; 28(6): 512-8. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  24. Cahill AG, Macones GA, Stamilio DM, et al. Pregnancy loss rate after mid-trimester amniocentesis in twin pregnancies. Am J Obstet Gynecol. 2009 Mar; 200 (3): 257. e1-6. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  25. Wapner RJ, Johnson A, Davis G, et al. Prenatal diagnosis in twin gestations: a comparison between second‐trimester amniocentesis and first‐trimester chorionic villus sampling. Obstet Gynecol. 1993 Jul; 82(1): 49-56. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  26. Royal College of Obstetricians and Gynaecologists. Amniocentesis and Chorionic Villus Green‐Top Guideline No. 8. RCOG Press. London, 2010. Full Text RCOC | Google Scholar
  27. del Mar Gil M, Quezada MS, Bregant B, et al. Cell‐free DNA analysis for trisomy risk assessment in first‐trimester twin pregnancies. Fetal Diagn Ther. 2014; 35(3): 204-11. PubMed | Karger | PDF | Google Scholar
  28. Bevilacqua E, Gil MM, Nicolaides KH, et al. Performance of screening for aneuploidies by cell‐free DNA analysis of maternal blood in twin pregnancies. Ultrasound Obstet Gynecol. 2015 Jan; 45(1): 61-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  29. Canick JA, Kloza EM, Lambert‐Messerlian GM, et al. DNA sequencing of maternal plasma to identify Down syndrome and other trisomies in multiple gestations. Prenat Diagn. 2012 Aug; 32(8): 730-4. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  30. American College of Obstetricians and Gynecologists. Committee Opinion No. 640: Cell‐free DNA screening for fetal aneuploidy. Obstet Gynecol. 2015 Sep; 126 (3): e31-e37. PubMed 26287791 | Wolters Kluwer
  31. Salomon LJ, Alfirevic Z, Audibert F, et al. ISUOG consensus statement on the impact of non‐invasive prenatal testing (NIPT) on prenatal ultrasound practice. Ultrasound Obstet Gynecol. 2014 Jul; 44(1): 122-3. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  32. Gil MM, Quezada MS, Bregant B, et al. Implementation of maternal blood cell‐free DNA testing in early screening for aneuploidies. Ultrasound in Obst & Gynecol. 2013; 42: 34–40. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  33. Wang SJ, Gao ZY, Lu YP, et al. Value of detection of cell-free fetal DNA in maternal plasma in the prenatal diagnosis of chromosomal abnormalities. Zhonghua Fu Chan Ke Za Zhi. 2012 Nov; 47(11): 808-12. PubMed | Google Scholar
  34. Sperling L, Tabor A. Twin pregnancy: the role of ultrasound in management. Acta Obstet Gynecol Scand. 2001 Apr; 80(4): 287-99. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  35. National Collaborating Centre for Women's and Children's Health (UK). Multiple Pregnancy: The Management of Twin and Triplet Pregnancies in the Antenatal Period. National Institute for Health and Clinical Excellence: Guidance. London: RCOG Press; 2011 Sep. PubMed | Bookshelf | Google Scholar
  36. Finberg HJ. The "twin peak" sign: reliable evidence of dichorionic twinning. J Ultrasound Med. 1992 Nov; 11(11): 571-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  37. Sepulveda W, Sebire NJ, Hughes K, et al. The lambda sign at 10-14 weeks of gestation as a predictor of chorionicity in twin pregnancies. Ultrasound Obstet Gynecol. 1996 Jun; 7(6): 421-3. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  38. Maruotti GM, Saccone G, Morlando M, et al. First-trimester ultrasound determination of chorionicity in twin gestations using the lambda sign: a systematic review and meta-analysis. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2016 Jul; 202: 66-70. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  39. Sepulveda W, Sebire NJ, Hughes K, et al. Evolution of the lambda or twin-chorionic peak sign in dichorionic twin pregnancies. Obstet Gynecol. 1997 Mar; 89(3): 439-41. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  40. Mahony BS, Filly RA, Callen PW. Amnionicity and chorionicity in twin pregnancies: prediction using ultrasound. Radiology. 1985 Apr; 155 (1): 205-9. PubMed | Radiology | Google Scholar
  41. Bracero LA, Byrne DW. Ultrasound determination of chorionicity and perinatal outcome in twin pregnancies using dividing membrane thickness. Gynecol Obstet Invest. 2003; 55(1): 50-7. PubMed | Karger | Google Scholar
  42. Hertzberg BS, Kurtz AB, Choi HY, et al. Significance of membrane thickness in the sonographic evaluation of twin gestations. AJR Am J Roentgenol. 1987 Jan; 148 (1): 151-3. PubMed | Full Text AJR | Google Scholar
  43. Stenhouse E, Hardwick C, Maharaj S, et al. Chorionicity determination in twin pregnancies: how accurate are we? Ultrasound Obstet Gynecol. 2002 Apr; 19(4): 350-2. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  44. Menon DK. A retrospective study of the accuracy of sonographic chorionicity determination in twin pregnancies. Twin Res Hum Genet. 2005 Jun; 8(3): 259-61. PubMed | Cambridge Core | Google Scholar
  45. Lee YM, Cleary-Goldman J, Thaker HM, et al. Antenatal sonographic prediction of twin chorionicity. Am J Obstet Gynecol. 2006 Sep; 195 (3): 863-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  46. Blumenfeld YJ, Momirova V, Rouse DJ, et al. Accuracy of sonographic chorionicity classification in twin gestations. J Ultrasound Med. 2014 Dec; 33(12): 2187-92. PubMed | Full Text PMC | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  47. Shetty A, M Smith AP. The sonographic diagnosis of chorionicity. Prenat Diagn. 2005 Sep; 25(9): 735-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  48. Levy R, Arfi JS, Mirlesse V, et al. Ultrasonic diagnosis of chorionicity in multiple pregnancies. Gynecol Obstet Fertil. 2003 Nov; 31(11): 960-3. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  49. Dias T, Arcangeli T, Bhide A, et al. First-trimester ultrasound determination of chorionicity in twin pregnancy. Ultrasound Obstet Gynecol. 2011 Nov; 38(5): 530-2. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  50. Wood SL, Onge RS, Connors G, et al. Evaluation of the twin peak or lambda sign in determining chorionicity in multiple pregnancy. Obstet Gynecol. 1996 Jul; 88(1): 6-9. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  51. Carroll SG, Soothill PW, Abdel-Fattah SA, et al. Prediction of chorionicity in twin pregnancies at 10-14 weeks gestation. BJOG. 2002 Feb; 109(2): 182-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  52. Bromley B, Benacerraf B. Using the number of yolk sacs to determine amnionicity in early first trimester monochorionic twins. J Ultrasound Med. 1995 Jun; 14(6): 415-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  53. Murakoshi T, Ishii K, Matsushita M, et al. Monochorionic monoamniotic twin pregnancies with two yolk sacs may not be a rare finding: a report of two cases. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Sep; 36(3): 384-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  54. Park SY, Chung JH, Han YJ, et al. Prediction of Amnionicity Using the Number of Yolk Sacs in Monochorionic Multifetal Pregnancy. J Korean Med Sci. 2017 Dec; 32(12): 2016-2020. PubMed | Full Text PMC | Full Text JKMS | Google Scholar
  55. Fenton C, Reidy K, Demyanenko M, et al. The Significance of Yolk Sac Number in Monoamniotic Twins. Fetal Diagn Ther. 2019; 46(3): 193-199. PubMed | Karger | Google Scholar
  56. Shen O, Samueloff A, Beller U, et al. Number of yolk sacs does not predict amnionicity in early first-trimester monochorionic multiple gestations. Ultrasound Obstet Gynecol. 2006 Jan; 27(1): 53-5. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  57. Monteagudo A, Timor-Tritsch IE, Sharma S. Early and simple determination of chorionic and amniotic type in multiple gestation in the first 14 weeks by high frequency transvaginal ultrasonography. Am J Obstet Gynecol. 1994 Mar; 170 (3): 824-9. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  58. Bora SA, Papageorghiou AT, Bottomley C, et al. Reliability of transvaginal ultrasonography at 7-9 weeks’ gestation in the determination of chorionicity and amnionicity in twin pregnancies. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Oct; 32(5): 618-21. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  59. Hill LM, Chenevey P, Hecker J, et al. Sonographic determination of first trimester twin chorionicity and amnionicity. J Clin Ultrasound. 1996 Jul-Aug; 24(6): 305-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  60. Glinianaia SV, Rankin J, Wright C. Congenital anomalies in twins: A register-based study. Hum Reprod. 2008 Jun; 23(6): 1306-11. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  61. Strong T, Brar HS. Placenta previa in twin gestations. J Reprod Med. 1989 Jun; 34(6): 415-6. PubMed | Google Scholar
  62. Weis MA, Harper LM, Roehl KA, et al. Natural history of placenta previa in twins. Obstet Gynecol. 2012 Oct; 120 (4): 753-8. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  63. Costa-Castro T, Zhao DP, Lipa M, et al. Velamentous cord insertion in dichorionic and monochorionic twin pregnancies-Does it make a difference? Placenta. 2016 Jun; 42: 87-92. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  64. Grantz KL, Grewal J, Albert PS, et al. Dichorionic twin trajectories: the NICHD Fetal Growth Studies. Am J Obstet Gynecol. 2016 Aug; 215 (2): 221. PubMed | Full Text PMC | Full Text AJOG | Google Scholar
  65. Victoria A, Mora G, Arias F. Perinatal outcome, placental pathology, and severity of discordance in monochorionic and dichorionic twins. Obstet Gynecol. 2001 Feb; 97(2): 310-5. PubMed | Elsevier | Google scholar
  66. Eberle AM, Levesque D, Vintzileos AM, et al. Placental pathology in discordant twins. Am J Obstet Gynecol. 1993 Oct; 169 (4): 931-5. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  67. Klatt J, Kuhn A, Baumann M, et al. Single umbilical artery in twin pregnancies. Ultrasound Obstet Gynecol. 2012 May; 39(5): 505-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  68. Stout MJ, Odibo AO, Longman R, et al. The incidence of isolated single umbilical artery in twins and adverse pregnancy outcomes. Prenat Diagn. 2013 Mar; 33 (3): 269-72. PubMed | Full Text PMC | Wiley Online Library | Google Scholar
  69. Harper LM, Roehl KA, Odibo AO, et al. First-trimester growth discordance and adverse pregnancy outcome in dichorionic twins. Ultrasound Obstet Gynecol. 2013 Jun; 41(6): 627-31. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  70. Johansen ML, Oldenburg A, Rosthøj S, et al. Crown-rump length discordance in the first trimester: a predictor of adverse outcome in twin pregnancies? Ultrasound Obstet Gynecol. 2014 Mar; 43(3): 277-83. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  71. Khalil A, Rodgers M, Baschat A, et al. ISUOG practice guidelines: Role of ultrasound in twin pregnancy. Ultrasound Obstet Gynecol. 2016 Feb; 47(2): 247-63. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  72. Pharoah P, Adi Y. Consequences of in‐utero death in a twin pregnancy. 2000 May 6; 355 (9215): 1597-602. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  73. Glinianaia SV, Pharoah PO, Wright C, et al. Fetal or infant death in twin pregnancy: neurodevelopmental consequence for the survivor. Arch Dis Child Fetal Neonatal Ed. 2002 Jan; 86(1): F9-15. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF | Google Scholar
  74. Hillman SC, Morris RK, Kilby MD. Co-twin prognosis after single fetal death: A systematic review and meta-analysis. Obstet Gynecol. 2011 Oct; 118 (4): 928-40. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  75. Emery SP, Bahtiyar MO, Moise KJ. North American Fetal Therapy N. The North American Fetal Therapy Network consensus statement: Management of complicated monochorionic gestations. Obstet Gynecol. 2015 Sep; 126(3): 575-84. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  76. Cordero L, Franco A, Joy SD. Monochorionic monoamniotic twins: neonatal outcome. J Perinatol. 2006 Mar; 26(3): 170-5. PubMed | Full Text BMC | Google Scholar
  77. Post A, Heyborne K. Managing Monoamniotic Twin Pregnancies. Clin Obstet Gynecol. 2015 Sep; 58(3): 643-53. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  78. Wensinger JA, Daly RF. Monoamniotic twins. Am J Obstet Gynecol. 1962; 83: 1254–6. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  79. Benirschke K. The placenta in twin gestation. Clin Obstet Gynecol. 1990 Mar; 33: 18–31. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  80. Ezra Y, Shveiky D, Ophir E, et al. Intensive management and early delivery reduce antenatal mortality in mono‐amniotic twin pregnancies. Acta Obstet Gynecol Scand. 2005 May; 84(5): 432-5. PubMed | PDF | Google Scholar
  81. Allen VM, Windrim R, Barrett J, et al. Management of mono‐amniotic twin pregnancies: a case series and systematic review of the literature. BJOG. 2001 Sep; 108 (9): 931-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  82. Dickinson JE. Monoamniotic twin pregnancy: a review of contemporary practice. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 2005 Dec; 45(6): 474-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  83. Heyborne KD, Porreco RP, Garite TJ, et al. Improved perinatal survival of monoamniotic twins with intensive inpatient monitoring. Am J Obstet Gynecol. 2005 Jan; 192 (1): 96-101. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  84. Pasquini L, Wimalasundera RC, Fichera A, et al. High perinatal survival in mono‐amniotic twins managed by prophylactic sulindac, intensive ultrasound surveillance, and cesarean delivery at 32 weeks’ gestation. Ultrasound Obstet Gynecol. 2006 Oct; 28(5): 681-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  85. Dias T, Mahsud‐Dornan S, Bhide A, et al. Cord entanglement and perinatal outcome in mono‐amniotic twin pregnancies. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Feb; 35(2): 201-4. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  86. Baxi LV, Walsh CA. Monoamniotic twins in contemporary practice: a single‐center study of perinatal outcomes. J Matern Fetal Neonatal Med. 2010 Jun; 23(6) :506-10. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  87. Prefumo F, Fichera A, Pagani G, et al. The natural history of monoamniotic twin pregnancies: a caseseries and systematic review of the literature. Prenat Diagn. 2015 Mar; 35(3): 274-80. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  88. Benirschke K. The biology of the twinning process: how placentation influences outcome. Semin Perinatol. 1995 Oct; 19(5): 342-50. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  89. Rodis JF, McIlveen PF, Eagen JF, et al. Monoamniotic twins: improved perinatal survival with accurate prenatal diagnosis and antenatal fetal surveillance. Am J Obstet Gynecol. 1997 Nov; 177 (5): 1046-9. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  90. Roque H, Gillen-Goldstein J, Funai E, et al. Perinatal outcomes in monoamniotic gestations. J Matern-Fetal Neonat Med. 2003 Jun; 13(6): 414-21. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  91. Cordero L, Franco A, Joy SD. Monochorionic monoamniotic twins: neonatal outcome. J Perinatol. 2006 Mar; 26(3): 170-5. PubMed | Nature Publishing Group | Google Scholar
  92. Ishii K. Prenatal diagnosis and management of monoamniotic twins. Curr Opin Obstet Gynecol. 2015 Apr; 27(2): 159-64. PubMed | Wolters Kluwer | Google scholar
  93. Rossi AC, Prefumo F. Impact of cord entanglement on perinataloutcome of monoamniotic twins: a systematic review of the literature. Ultrasound Obstet Gynecol. 2013 Feb; 41(2): 131-5. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  94. MONOMONO Working Group. Inpatient vs outpatient management and timing of delivery of uncomplicated monochorionic monoamniotic twin pregnancy: the MONOMONO study. Ultrasound Obstet Gynecol. 2019 Feb; 53(2): 175-183. Pubmed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  95. Hollier LM, McIntire DD, Leveno KJ. Outcome of twin pregnancies according to intrapair birth weight differences. Obstet Gynecol. 1999 Dec; 94(6): 1006-10. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  96. Hartley RS, Hitti J, Emanuel I. Size‐discordant twin pairs have higher perinatal mortality rates than nondiscordant pairs. Am J Obstet Gynecol. 2002 Nov; 187 (5): 1173-8. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  97. Blickstein I, Kalish RB. Birthweight discordance in multiple pregnancy. Twin Res. 2003 Dec; 6(6): 526-31. PubMed | Cambridge Core | Google Scholar
  98. D'Antonio F, Khalil A, Dias T, et al. Southwest Thames Obstetric Research Collaborative (STORK). Early fetal loss in monochorionic and dichorionic twin pregnancies: analysis of the Southwest Thames Obstetric Research Collaborative (STORK) multiple pregnancy cohort. Ultrasound Obstet Gynecol. 2013 Jun; 41(6): 632-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  99. D'Antonio F, Khalil A, Dias T, et al. Southwest Thames Obstetric Research Collaborative (STORK). Weight discordance and perinatal mortality in twins: analysis of the Southwest Thames Obstetric Research Collaborative (STORK) multiple pregnancy cohort. Ultrasound Obstet Gynecol. 2013 Jun; 41(6): 643-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  100. Kalish RB, Gupta M, Perni SC, et al. Clinical significance of first trimester crown-rump length disparity in dichorionic twin gestations. Am J Obstet Gynecol. 2004 Oct; 191 (4): 1437-40. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  101. D'Antonio F, Khalil A, Dias T, et al. Southwest Thames Obstetric Research Collaborative. Crown–rump length discordance and adverse perinatal outcome in twins: analysis of the Southwest Thames Obstetric Research Collaborative (STORK) multiple pregnancy cohort. Ultrasound Obstet Gynecol. 2013 Jun; 41(6): 621-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  102. Lewi L, Lewi P, Diemert A, et al. The role of ultrasound examination in the first trimester and at 16 weeks' gestation to predict fetal complications in monochorionic diamniotic twin pregnancies. Am J Obstet Gynecol. 2008 Nov; 199 (5): 493.e1-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  103. D'Antonio F, Khalil A, Thilaganathan B. Southwest Thames Obstetric Research Collaborative (STORK). Second‐trimester discordance and adverse perinatal outcome in twins: the STORK multiple pregnancy cohort. BJOG. 2014 Mar; 121 (4): 422-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  104. Banks CL, Nelson SM, Owen P. First and third trimester ultrasound in the prediction of birthweight discordance in dichorionic twins. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2008 May; 138 (1): 34-8. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  105. D’Antonio F, Khalil A, Pagani G, et al. Crown-rump length discordance and adverse perinatal outcome in twin pregnancies: Systematic review and meta-analysis. Ultrasound Obstet Gynecol. 2014; 44: 138–146. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  106. Blickstein I. Is it normal for multiples to be smaller than singletons? Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2004 Aug; 18(4): 613-23. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  107. Garite TJ, Clark RH, Elliott JP, et al. Twins and triplets: the effect of plurality and growth on neonatal outcome compared with singleton infants. Am J Obstet Gynecol. 2004 Sep; 191 (3): 700-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  108. Leombroni M, Liberati M, Fanfani F, et al. Diagnostic accuracy of ultrasound in predicting birth-weight discordance in twin pregnancy: systematic review and meta-analysis. Ultrasound Obstet Gynecol. 2017 Oct; 50(4): 442-450. PubMed | Wiley Online LIbrary | PDF | Google Scholar
  109. Chang YL, Chang TC, Chang SD, et al. Sonographic prediction of significant intertwin birth weight discordance. Eur J Obstet Gynecol Reprod Bi 2006 Jul; 127 (1): 35-40. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  110. Van Mieghem T, Deprest J, Klaritsch P, et al. Ultrasound prediction of intertwin birth weight discordance in monochorionic diamniotic twin pregnancies. Prenat Diagn. 2009 Mar; 29(3): 240-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  111. Diaz-Garcia C, Bernard JP, Ville Y, et al. Validity of sonographic prediction of fetal weight and weight discordance in twin pregnancies. Prenat Diagn. 2010 Apr; 30(4): 361-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  112. Miller J, Chauhan SP, Abuhamad AZ. Discordant twins, diagnosis, evaluation and management. Am J Obstet Gynecol. 2012 Jan; 206 (1): 10-20. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  113. The Society of Obstetrician Gynecologists of Canada consensus statement. Management of twin pregnancies (part 1); no. 91, July 2000. Google Scholar
  114. Hill LM, Guzick D, Chenevey P, et al. The sonographic assessment of twin growth discordancy. Obstet Gynecol. 1994 Oct; 84(4): 501-4. PubMed | Google Scholar
  115. Khalil AA, Khan N, Bowe S, et al. Discordance in fetal biometry and Doppler are independent predictors of the risk of perinatal loss in twin pregnancies. Am J Obstet Gynecol. 2015; 38: 22–28. Elsevier | Full Text AJOG | Google Scholar
  116. Hamilton BE, Martin JA, Osterman MJ, et al. Final Data for 2014. Natl Vital Stat Rep. 2015 Dec; 64 (12): 1-64. PubMed | PDF | Google Scholar
  117. Shamshirsaz AA, Ravangard SF, Ozhand A. Short-term neonatal outcomes in diamniotic twin pregnancies delivered after 32 weeks and indications of late preterm deliveries. Am J Perinatol. 2014 May; 31(5): 365-72. PubMed | Thieme | Google Scholar
  118. Fuchs F, Senat MV. Multiple gestations and preterm birth. Semin Fetal Neonatal Med. 2016 Apr; 21(2): 113-20. PubMed 26795885 | Full Text FNM | Google Scholar
  119. Refuerzo JS, Momirova V, Peaceman AM, et al. Neonatal outcomes in twin pregnancies delivered moderately preterm, late preterm, and term. Am J Perinatol. 2010 Aug; 27(7): 537-42. PubMed | Full Text PMC | Thieme | Google Scholar
  120. Martin JA, Kung HC, Mathews TJ, et al. Annual summary of vital statistics: 2006. Pediatrics. 2008 Apr; 121 (4): 788-801. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  121. McIntire DD, Leveno KJ. Neonatal mortality and morbidity rates in late preterm births compared with births at term. Obstet Gynecol. 2008 Jan; 111 (1): 35-41. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  122. Andersen HF, Nugent CE, Wanty SD, et al. Prediction of risk for preterm delivery by ultrasonographic measurement of cervical length. Am J Obstet Gynecol. 1990 Sep; 163 (3): 859-67. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  123. Hassan SS, Romero R, Berry SM, et al. Patients with an ultrasonographic cervical length ≤ 15 mm have nearly a 50% risk of early spontaneous preterm delivery. Am J Obstet Gynecol. 2000 Jun; 182 (6): 1458-67. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  124. To MS, Skentou CA, Royston P, et al. Prediction of patient‐specific risk of early preterm delivery using maternal history and sonographic measurement of cervical length: a population‐based prospective study. Ultrasound Obstet Gynecol. 2006 Apr; 27(4): 362-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  125. Conde‐Agudelo A, Romero R. Vaginal progesterone to prevent preterm birth in pregnant women with a sonographic short cervix: clinical and public health implications. Am J Obstet Gynecol. 2016 Feb; 214 (2): 235-242. PubMed | Full Text PMC | Full Text AJOG | Google Scholar
  126. Crowther CA, Han S. Hospitalisation and bed rest for multiple pregnancy. Coch Libr Syst Rev 2010 Jul (7). PubMed | Full Text PMC | Cochrane Library | Google Scholar
  127. Yamasmit W, Chaithongwongwatthana S, Tolosa JE, et al. Prophylactic oral betamimetics for reducing preterm birth in women with a twin pregnancy. Cochrane Database Syst Rev. 2015; Dec 8; 2015 (12). PubMed | Cochrane Library | PDF | Google Scholar
  128. Goodnight W, Newman R. Society of Maternal‐Fetal Medicine. Optimal nutrition for improved twin pregnancy outcome. Obstet Gynecol. 2009 Nov; 114: 1121–1134. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  129. Schuit E, Stock S, Rode L, et al. Effectiveness of progestogens to improve perinatal outcome in twin pregnancies: an individual participant data meta-analysis. BJOG. 2015 Jan; 122 (1): 27-37. PubMed | Full Text PMC | Wiley Online Library | Google Scholar
  130. Rafael TJ, Berghella V, Alfirevic Z. Cervical stitch (cerclage) for preventing preterm birth in multiple pregnancy. Cochrane Database Syst Rev. 2014 Sep 10; (9): CD009166. PubMed | Cochrane Library | PDF | Google Scholar
  131. Liem S, Schuit E, Hegeman M, et al. Cervical pessaries for prevention of preterm birth in women with a multiple pregnancy (ProTWIN): a multicentre, open‐label randomised controlled trial. Lancet. 2013; Oct 19; 382 (9901): 1341-9. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  132. Honest H, Bachmann LM, Coomarasamy A, et al. Accuracy of cervical transvaginal sonography in predicting preterm birth: a systematic review. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Sep; 22(3): 305-22. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  133. Iams JD, Goldenberg RL, Meis PJ, et al. The length of the cervix and the risk of spontaneous premature delivery. National Institute of Child Health and Human Development Maternal Fetal Medicine Unit Network. N Engl J Med. 1996 Feb 29; 334 (9): 567-72. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  134. Goldenberg RL, Iams JD, Miodovnik M, et al. National Institute of Child Health and Human Development Maternal–Fetal Medicine Units Network. The preterm prediction study: risk factors in twin gestations. Am J Obstet Gynecol. 1996 Oct; 175 (4 Pt 1): 1047-53. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  135. Imseis HM, Albert TA, Iams JD. Identifying twin gestations at low risk for preterm birth with a transvaginal ultrasonographic cervical measurement at 24 to 26 weeks' gestation. Am J Obstet Gynecol. 1977 Nov; 177 (5): 1149-55. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  136. Yang JH, Kuhlman K, Daly S, et al. Prediction of preterm birth by second trimester cervical sonography in twin pregnancies. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Apr; 15(4): 288-291. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  137. Skentou C, Souka AP, To MS, et al. Prediction of preterm delivery in twins by cervical assessment at 23 weeks. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Jan; 17(1): 7-10. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  138. Lorenz RP, Comstock CH, Bottoms SF, et al. Randomized prospective trial comparing ultrasonography and pelvic examination for preterm labor surveillance. Am J Obstet Gynecol. 1990 Jun; 162 (6): 1603-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  139. Bergelin I, Valentin L. Cervical changes in twin pregnancies observed by transvaginal ultrasound during the latter half of pregnancy: a longitudinal, observational study. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Jun; 21(6): 556-63. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  140. Gomez R, Galasso M, Romero R, et al. Ultrasonographic examination of the uterine cervix is better than cervical digital examination as a predictor of the likelihood of premature delivery in patients with preterm labor and intact membranes. Am J Obstet Gynecol. 1994 Oct; 171 (4): 956-64. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  141. To MS, Skentou C, Cicero S, et al. Cervical assessment at the routine 23‐week scan: problems with transabdominal sonography. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Apr; 15(4): 292-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  142. Cicero S, Skentou C, Souka A, et al. Cervical length at 22–24 weeks of gestation: comparison of transvaginal and transperineal‐translabial ultrasonography. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Apr; 17(4): 335-40. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  143. Meath AJ, Ramsey PS, Mulholland TA, et al. Comparative longitudinal study of cervical length and induced shortening changes among singleton, twin, and triplet pregnancies. Am J Obstet Gynecol. 2005 May; 192 (5): 1410-5. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  144. Sherif LS, Shalan HM. Detection of pregnant women at risk of cervical incompetence by transvaginal sonography during straining. J Obstet Gynaecol Res. 1997 Aug; 23(4): 353-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  145. Guzman ER, Rosenberg JC, Houlihan C, et al. A new method using vaginal ultrasound and transfundal pressure to evaluate the asymptomatic incompetent cervix. Obstet Gynecol. 1994 Feb; 83(2): 248-52. PubMed  | Google Scholar
  146. Arabin B, van Eyck J. Sonographic diagnosis of cervical incompetence for prevention and management. Ultrasound Review. 2001; 1: 1–10. Taylor & Francis Online | Google Scholar
  147. Arabin B, Roos C, Kollen B, et al. Comparison of transvaginal sonography in recumbent and standing maternal positions to predict spontaneous preterm birth in singleton and twin pregnancies. Ultrasound Obstet Gynecol. 2006 Apr; 27(4): 377-86. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  148. Arabin B, Aardenburg R, van Eyck J, et al. Maternal position and ultrasonic cervical assessment in multiple pregnancy. Preliminary observations. J Reprod Med. 1997 Nov; 42(11): 719-24. PubMed | Google Scholar
  149. Fonseca EB, Celik E, Parra M, et al. Progesterone and the risk of preterm birth among women with a short cervix. N Engl J Med. 2007 Aug 2;357 (5): 462-9. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  150. Hassan SS, Romero R, Vidyadhari D, et al. Vaginal progesterone reduces the rate of preterm birth in women with a sonographic short cervix: a multlicenter, randomized, double‐blind, placebo‐controlled trial. Ultrasound Obstet Gynecol. 2011 Jul; 38(1): 18-31. PubMed | Full Text PMC | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  151. Romero R, Conde-Agudelo A, El-Refaie W, et al. Vaginal progesterone decreases preterm birth and neonatal morbidity and mortality in women with a twin gestation and a short cervix: an updated meta-analysis of individual patient data. Ultrasound Obstet Gynecol. 2017 Mar; 49(3): 303-314. PubMed | Full Text PMC | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  152. Romero R, Nicolaides KH, Conde‐Agudelo A, et al. Vaginal progesterone decreases preterm birth ≤ 34 weeks of gestation in women with a singleton pregnancy and a short cervix: an updated meta‐analysis including data from the OPPTIMUM study. Ultrasound Obstet Gynecol. 2016 Sep; 48(3): 308-17. PubMed | Full Text PMC | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  153. McNamara HC, Wood R, Chalmers J, et al. STOPPIT Baby Follow‐up Study: the effect of prophylactic progesterone in twin pregnancy on childhood outcome. PLoS One. 2015 Apr 16; 10(4): e0122341 PubMed | Plos One | PDF | Google Scholar
  154. Vedel C, Larsen H, Holmskov A, et al. Long‐term effects of prenatal progesterone exposure: neurophysiological development and hospital admissions in twins up to 8 years of age. Ultrasound Obstet Gynecol. 2016 Sep; 48(3): 382-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  155. Althuisius SM, Dekker GA, Hummel P, et al. Final results of the cervical incompetence prevention randomized cerclage trial (CIPRACT): therapeutic cerclage with bed rest versus bed rest alone. Am J Obstet Gynecol. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  156. Rust OA, Atlas RO, Reed J, et al. Revisiting the short cervix detected by transvaginal ultrasound in the second trimester: why cerclage therapy may not help. Am J Obstet Gynecol. 2001 Nov; 185 (5): 1098-105. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  157. Berghella V, Odibo AO, Tolosa JE. Cerclage for prevention of preterm birth in women with a short cervix found on transvaginal ultrasound examination: a randomized trial. Am J Obstet Gynecol. 2004 Oct; 191 (4): 1311-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  158. To MS, Alfirevic Z, Heath VC, et al. Cervical cerclage for prevention of preterm delivery in women with short cervix: randomized controlled trial. Lancet. 2004 Jun 5;363 (9424): 1849-53. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  159. Owen J, Hankins G, Iams JD, et al. Multicenter randomized trial of cerclage for preterm birth prevention in high‐risk women with shortened midtrimester cervical length. Am J Obstet Gynecol. 2009 Oct; 201 (4): 375. e1-8. PubMed | Full Text PMC | Full Text AJOG | Google Scholar
  160. Vintzileos AM, Visser GH. Interventions for women with mid-trimester short cervix: which ones work? Ultrasound Obstet Gynecol. 2017 Mar; 49(3): 295-300. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  161. Arabin B, Halbesma JR, Vork F, et al. Is treatment with vaginal pessaries an option in patients with a sonographically detected short cervix? J Perinat Med. 2003; 31(2): 122-33. PubMed | De Gruyter | Google Scholar
  162. Liem S, Schuit E, Hegeman M, Bais J, et al. Cervical pessaries for prevention of preterm birth in women with a multiple pregnancy (ProTWIN): a multicentre, open‐label randomised controlled trial. Lancet. 2013 Oct 19; 382 (9901): 1341-9. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  163. Nicolaides KH, Syngelaki A, Poon LC, et al. Cervical pessary placement for prevention of preterm birth in unselected twin pregnancies: a randomized controlled trial. Am J Obstet Gynecol. 2016; 214: 3.e1–9. Elsevier | PDF | Google Scholar
  164. Goya M, de la Calle M, Pratcorona L, et al. Cervical pessary to prevent preterm birth in women with twin gestation and sonographic short cervix: a multicenter randomized controlled trial (PECEP‐Twins). Am J Obstet Gynecol. 2016 Feb; 214 (2): 145-152. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  165. Acharya G, Eschler B, Grønberg M, et al. Noninvasive cerclage for the management of cervical incompetence: a prospective study. Arch Gynecol Obstet. 2006 Feb; 273 (5): 283-7. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  166. Blickstein I, Keith LG. Multiple Pregnancy: Epidemiology, Gestation, and Perinatal Outcome. London. 2nd Edition, 2005. Taylor & Francis Group | Google Scholar
  167. Baldwin V. The pathology of monochorionic monozygosity. In: Baldwin V, editor. Pathology of multiple pregnancy. New York (NY):Springer. 1994; p.199–214. Springer | Google Scholar
  168. Sperling L, Kiil C, Larsen LU, et al. Naturally conceived twins with monochorionic placentation have the highest risk of fetal loss. Ultrasound Obstet Gynecol. 2006 Oct; 28(5): 644-52. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  169. Nikkels PG, Hack KE, van Gemert MJ. Pathology of twin placentas with special attention to monochorionic twin placentas. J Clin Pathol. 2008 Dec; 61(12): 1247-53. PubMed | Full Text BMJ | Google Scholar
  170. Lewi L. Monochorionic diamniotic twin pregnancies pregnancy outcome, risk stratification and lessons learnt from placental examination. Verh K Acad Geneeskd Belg. 2010; 72 (1-2): 5-15. PubMed | Google Scholar
  171. Lewi L, Gucciardo L, Van Mieghem T, et al. Monochorionic diamniotic twin pregnancies: natural history and risk stratification. Fetal Diagn Ther. 2010; 27 (3): 121-33. PubMed | Karger | Google Scholar
  172. Morikawa M, Yamada T, Yamada T, et al. Prospective risk of intrauterine fetal death in monoamniotic twin pregnancies. Twin Res Hum Genet. 2012 Aug; 15(4): 522-6. PubMed | Full Text HUSCAP | Cambridge Core | Google Scholar
  173. Kahn B, L LumeyH, Zybert PA, et al. Prospective risk of fetal death in singleton, twin, and triplet gestations: implications for practice. Obstet Gynecol. 2003 Oct; 102 (4): 685-92. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  174. Burke MS. Single fetal demise in twin gestation. Clin Obstet Gynecol. 1990 Mar; 33(1): 69-78. PubMed | Google Scholar
  175. Kilby MD, Govind A, O'Brien PM. Outcome of twin pregnancies complicated by a single intrauterine death: a comparison with viable twin pregnancies. Obstet Gynecol. 1994 Jul; 84(1): 107-9. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  176. Woo HH, Sin SY, Tang LC. Single foetal death in twin pregnancies: review of the maternal and neonatal outcomes and management. Hong Kong Med J. 2000 Sep; 6(3): 293-300. PubMed | Full Text HKMJ | Google Scholar
  177. Liu S, Benirschke K, Scioscia AL, et al. Intrauterine death in multiple gestation. Acta Genet Med Gemellol (Roma). 1992; 41(1): 5-26. PubMed | Cambridge Core | Google Scholar
  178. Lee YM, Wylie BJ, Simpson LL, et al. Twin chorionicity and the risk of stillbirth. Obstet Gynecol. 2008 Feb; 111 (2 Pt 1): 301-8. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  179. Berghella V, Kaufmann M. Natural history of twin-twin transfusion syndrome. J Reprod Med. 2001 May; 46(5): 480-4. PubMed | Google Scholar
  180. Danon D, Sekar R, Hack KEA, et al. Increased stillbirth in uncomplicated monochorionic twin pregnancies: A systematic review and meta-analysis. Obstet Gynecol. 2013 Jun; 121 (6):1 318-1326. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  181. Lewi L, Jani J, Blickstein I, et al. The outcome of monochorionic diamniotic twin gestations in the era of invasive fetal therapy: A prospective cohort study. Am J Obstet Gynecol. 2008 Nov; 199 (5): 514. e1-8. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  182. Simoes T, Amaral N, Lerman R, et al. Prospective risk of intrauterine death of monochorionic/diamniotic twins. Am J Obstet Gynecol. 2006 Jul; 195 (1): 134-9. PubMed | Full Text AJOG | PDF | Google Scholar
  183. Sullivan AE, Hopkins PN, Weng HI, et al. Delivery of monochorionic twins in the absence of complications: Analysis of neonatal outcomes and costs. Am J Obstet Gynecol. 2012 Mar; 206 (3): 257. e1-7. PubMed | Full Text AJOGGoogle Scholar
  184. Jung JH, Graham JM, Schultz N, et al. Congenital hydranencephaly/porencephaly due to vascular disruption in monozygotic twins. Pediatrics. 1984 Apr; 73(4): 467-9. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  185. Enbom JA. Twin pregnancy with intrauterine death of one twin. Am J Obstet Gynecol. 1985 Jun 15; 152 (4): 424-9. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  186. Patten RM, Mack LA, Nyberg DA, et al. Twin embolization syndrome: prenatal sonographic detection and significance. Radiology. 1989 Dec; 173 (3): 685-9. PubMed | Radiology | Google Scholar
  187. Weeks AD, Davies NP, Sprigg A, et al. The sequential in utero death of heterokaryotic monozygotic twins. A case report and literature review. Prenat Diagn. 1996 Jul; 16(7): 657-63. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  188. Schinzel AA, Smith DW, Miller JR. Monozygotic twinning and structural defects. J Pediatr. 1979 Dec; 95(6): 921-30. PubMed | The Journal of Pediatrics | Google Scholar
  189. Van Allen MI. Fetal vascular disruptions: mechanisms and some resulting birth defects. Pediatr Ann. 1981 Jun; 10(6): 219-33. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  190. Hoyme HE, Higginbottom MC, Jones KL. Vascular etiology of disruptive structural defects in monozygotic twins. Pediatrics. 1981 Feb; 67(2): 288-91. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  191. David TJ. Vascular basis for malformations in a twin. Arch Dis Child. 1985 Feb; 60(2): 166-7. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | Google Scholar
  192. Olowu JA, Lagunju IA, Tongo OO, et al. Intrauterine fetal death of one of twins, coexisting with hydranencephaly in the surviving co-twin: a case report. West Afr J Med. Jul-Sep 2006; 25(3): 246-8. PubMed | Full Text AJOL | Google Scholar
  193. Skillen LA, Gates D, Collins JA, et al. Aplasia Cutis Congenita with Ischemic Cortical Change and Normal Array Cytogenetic Analysis with a Fetus Papyraceus Twin. Fetal Pediatr Pathol. 2018 Aug; 37(4): 276-281. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  194. Tempark T, Shwayder TA. Aplasia cutis congenita with fetus papyraceus: report and review of the literature. Int J Dermatol. 2012 Dec; 51(12): 1419-26. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  195. Nicolini U, Pisoni MP, Cela E, et al. Fetal blood sampling immediately before and within 24 hours of death in monochorionic twin pregnancies complicated by single intrauterine death. Am J Obstet Gynecol. 1998 Sep; 179 (3 Pt 1): 800-3. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  196. Weiss JL, Cleary-Goldman J, Tanji K, et al. Multicystic encephalomalacia after first-trimester intrauterine fetal death in monochorionic twins. Am J Obstet Gynecol. 2004 Feb; 190(2): 563-5. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  197. Karageyim Karsidag AY,·Kars B, Dansuk R, et al. Brain Damage to the Survivor within 30 min of Co-Twin Demise in Monochorionic Twins. Fetal Diagn Ther. 2005 Mar-Apr; 20(2): 91-5. PubMed | Karger | Google Scholar
  198. Filly RA, Goldstein RB, Callen PW. Monochorionic twinning: sonographic assessment. AJR Am J Roentgenol. 1990 Mar; 154 (3): 459-69. PubMed | Full Text AJR | Google Scholar
  199. Quarello E, Molho M, Ville Y. Incidence, mechanisms, and patterns of fetal cerebral lesions in twin-to-twin transfusion syndrome. J Matern Fetal Neonatal Med. 2007 Aug; 20(8): 589-97. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  200. Shek NW, Hillman SC, Kilby MD. Single-twin demise: pregnancy outcome. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2014 Feb; 28(2): 249-63. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  201. Akhtar N, Karim S, Parveen T, et al. Variants of Conjoined Twins–Two Case Reports. BSMMU J. 2012; 5(1): 65–68. PDF | Google Scholar 
  202. Edmonds LD, Layde PM. Conjoined twins in the united states, 1970-1977. Teratology. 1982 Jun; 25(3): 301-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  203. Kaufman MH. The embryology of conjoined twins. Childs Nerv Syst. 2004 Aug; 20(8-9): 508-25. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  204. Brizot ML, Liao AW, Lopes LM, et al. Conjoined twins pregnancies: experience with 36 cases from a single center. Prenat Diagn. 2011 Dec; 31(12): 1120-5. PubMed | Wiley Online LibraryGoogle Scholar
  205. Brizot ML, Liao AW, Lopes LM, et al. Conjoined twins: prenatal diagnosis, delivery and postnatal outcome. Rev Bras Ginecol Obstet. 2011 May; 33(5): 211-8. PubMed | Google Scholar
  206. Grutter F, Marguerat P, Maillard-Brignon C, et al. Thoracopagus fetus. Ultrasonic diagnosis at 16 weeks. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris) . 1989; 18(3): 355-9. PubMed | Google Scholar
  207. Sakala EP, Scott TM, Arora V. Antenatal diagnosis of cephalothoracopagus twins in a triplet pregnancy. A case report. J Reprod Med. 1989 May; 34(5): 365-8. PubMed | Google Scholar
  208. Meizner I, Levy A, Katz M, et al. Early ultrasonic diagnosis of conjoined twins. Harefuah. 1993 Jun 15; 124 (12): 741-4, 796. PubMed | Google Scholar
  209. Pajkrt E, Jauniaux E. First-trimester diagnosis of conjoined twins. Prenat Diagn. 2005 Sep; 25(9): 820-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  210. Singla V, Singh P, Gupta P, et al. Prenatal diagnosis of thoracopagus fetus: a case report with brief review of literature. Arch Gynecol Obstet. 2009 Dec;280 (6): 1025-7. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  211. Hill LM. The sonographic detection of early first-trimester conjoined twins. Prenat Diagn. 1997 Oct; 17 (10): 961-3. PubMed | Wiley Online Libray | Google Scholar
  212. Schmid O, Hagen A, Sarioglu N, et al. Early diagnosis of conjoined twins by real-time three-dimensional ultrasound--case report and review of the literature. Ultraschall Med. 2006 Aug; 27(4): 384-8. PubMed | Thieme | Google Scholar
  213. Basgül A, Kavak ZN, Sezen D, et al. Thoraco-omphalopagus conjoined twins detected at as early as 9 weeks of gestation: transvaginal two-dimensional ultrasound, color Doppler and fetoplacental Doppler velocity waveform findings. Fetal Diagn Ther. 2006; 21(5): 477-80. PubMed | Karger | Google Scholar
  214. Sherer DM, Dalloul M, Kheyman M, et al. Transvaginal color Doppler imaging diagnosis of thoracopagus conjoined twins at 7 weeks' gestation. J Ultrasound Med. 2006 Nov; 25(11): 1485-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  215. Tihtonen K, Lagerstedt A, Kähkönen M, et al. Diamniotic omphalopagus conjoined twins in a diamniotic pregnancy. Fetal Diagn Ther. 2009; 25 (3): 343-5. PubMed | Karger | Google Scholar
  216. Burans C, Smulian JC, Rochon ML, et al. 3-dimensional ultrasound assisted counseling for conjoined twins. J Genet Couns. 2014 Feb; 23(1): 29-32. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  217. Mackenzie TC, Crombleholme TM, Johnson MP, et al. The natural history of prenatally diagnosed conjoined twins. J Pediatr Surg. 2002 Mar; 37(3): 303-9. PubMed | Journal of Pediatric Surgery | Google Scholar
  218. Alkhateeb M, Mashaqbeh M, Magableh S, et al. Early prenatal diagnosis of thoracopagus twins by ultrasound. Acta Inform Med. 2015 Feb; 23(1): 60-2. PubMed | Full Text PMC | Google Scholar
  219. Takae S, Izuchi S, Murayama K, et al. Two cases of pregnancy involving conjoined twins, with details of management after opting for live birth. J Obstet Gynaecol Res. 2011 Oct; 37(10): 1478-83. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  220. Sperling L, Kiil C, Larsen LU, et al. Detection of chromosomal abnormalities, congenital abnormalities and transfusion syndrome in twins. Ultrasound Obstet Gynecol. 2007 May; 29(5): 517-26. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  221. Lim YK, Tan TY, Zuzarte R, et al. Outcomes of twin-twin transfusion syndrome managed by a specialised twin clinic. Singapore Med J. 2005 Aug; 46(8): 401-6. PubMed | Google Scholar
  222. Ong SS, Zamora J, Khan KS, et al. Prognosis for the co-twin following single-twin death: a systematic review. BJOG. 2006 Sep; 113 (9): 992-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  223. Urig MA, Clewell WH, Elliott JP. Twin-twin transfusion syndrome. Am J Obstet Gynecol. 1990 Nov; 163 (5 Pt1): 1522-6. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  224. Quintero RA, Morales WJ, Allen MH, et al. Staging of twin-twin transfusion syndrome. J Perinatol. 1999 Dec; 19 (8 Pt1): 550-5. PubMed | Full Text BMC | Google Scholar
  225. Quintero RA, Dickinson JE, Morales WJ, et al. Stage-based treatment of twin-twin transfusion syndrome. Am J Obstet Gynecol. 2003 May; 188 (5): 1333-40. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  226. Bebbington MW, Tiblad E, Huesler-Charles M, et al. Outcomes in a cohort of patients with stage I twin-to-twin transfusion syndrome. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Jul; 36(1): 48-51. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  227. Rossi C, D'Addario V. Survival outcomes of twin-twin transfusion syndrome in stage I: a systemic review of the literature. Am J Perinatol. 2013 Jan; 30(1): 5-10. PubMed | Thieme | Google Scholar
  228. Society for Maternal-Fetal Medicine, Simpson LL. Twin-twin transfusion syndrome. Am J Obstet Gynecol. 2013 Jan; 208 (1): 3-18. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  229. Saunders NJ, Snijders RJ, Nicolaides KH. Therapeutic amniocentesis in twin-twin transfusion syndrome appearing in the second trimester of pregnancy. Am J Obstet Gynecol. 1992 Mar; 166 (3): 820-4. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  230. Pinette MG, Pan Y, Pinette SG, et al. Treatment of twin-twin transfusion syndrome. Obstet Gynecol. 1993 Nov; 82(5): 841-6. PubMed | Google Scholar
  231. Has R, Akhan S, Topuz S, et al. Therapeutic amniocentesis for treatment of twin-twin transfusion syndrome. Arch Gynecol Obstet. 2005 Jan; 271 (1): 22-5. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  232. Elliott JP, Sawyer AT, Radin TG, et al. Large-volume therapeutic amniocentesis in the treatment of hydramnios. Obstet Gynecol. 1994 Dec; 84(6): 1025-7. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  233. Feldman DM, Odibo A, Campbell WA, et al. Iatrogenic monoamniotic twins as a complication of therapeutic amniocentesis. Obstet Gynecol. 1998 May; 91(5 Pt2): 815-6. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  234. Mari G, Roberts A, Detti L, et al. Perinatal morbidity and mortality rates in severe twin-twin transfusion syndrome: results of the International Amnioreduction Registry. Am J Obstet Gynecol. 2001 Sep; 185 (3): 708-15. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  235. Elliott JP, Urig MA, Clewell WH. Aggressive therapeutic amniocentesis for treatment of twin-twin transfusion syndrome. Obstet Gynecol. 1991 Apr; 77(4): 537-40. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  236. Salomon LJ, Ville Y. Twin-to-twin transfusion syndrome: diagnosis and treatment. Bull Acad Natl Med. 2008 Nov; 192 (8): 1575-86. PubMed | Google Scholar
  237. Cavicchioni O, Yamamoto M, Robyr R, et al. Intrauterine fetal demise following laser treatment in twin-to-twin transfusion syndrome. BJOG. 2006 May; 113 (5): 590-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  238. Huber A, Diehl W, Bregenzer T, et al. Stage-related outcome in twin-twin transfusion syndrome treated by fetoscopic laser coagulation. Obstet Gynecol. 2006 Aug; 108 (2): 333-7. PubMed | Wolters Kluwer | Goggle Scholar
  239. Middeldorp JM, Sueters M, Lopriore E, et al. Fetoscopic laser surgery in 100 pregnancies with severe twin-to-twin transfusion syndrome in the Netherlands. Fetal Diagn Ther. 2007; 22(3): 190-4. PubMed | Karger | Google Scholar
  240. Senat MV, Deprest J, Boulvain M, et al. Endoscopic laser surgery versus serial amnioreduction for severe twin-to-twin transfusion syndrome. N Engl J Med. 2004 Jul 8; 351 (2): 136-44. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  241. Chang YL. Fetoscopic laser therapy for twin-twin transfusion syndrome. Taiwan J Obstet Gynecol. 2006 Dec; 45(4): 294-301. PubMed | Elsevier | PDF | Google Scholar
  242. Yamamoto M, Ville Y. Laser treatment in twin-to-twin transfusion syndrome. Semin Fetal Neonatal Med. 2007 Dec; 12(6): 450-7. PubMed | Full Text FNM | Google Scholar
  243. Van Mieghem T, Klaritsch P, Done E, et al. Assessment of fetal cardiac function before and after therapy for twin-to-twin transfusion syndrome. Am J Obstet Gynecol. 2009 Apr; 200 (4): 400. e1-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  244. van Gemert MC, van den Wijngaard JH, Vandenbussche FA. Twin reversed arterial perfusion sequence is more common than generally accepted. Birth Defects Res A Clin Mol Teratol. 2015 Jul; 103 (7): 641-3. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  245. Rajesh B, Mahadhevan B, Rao S, et al. Acephalus acardiac fetus. Indian J Pediatr. 2004 Oct; 71 (10): 948. PubMed | Google Scholar
  246. Moore TR, Gale S, Benirschke K. Perinatal outcome of forty-nine pregnancies complicated by acardiac twinning. Am J Obstet Gynecol. 1990 Sep; 163(3): 907-12. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  247. Malhotra N, Sinha A, Deka D, et al. Twin reversed arterial perfusion: report of four cases. J Clin Ultrasound. 2004 Oct; 32(8): 411-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  248. Martins CF, Santos AV, Miranda M, et al. Twin reversed arterial perfusion (TRAP) sequence: an acardiac fetus. BMJ Case Rep. 2014 Nov 11;2014. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | Google Scholar
  249. Gibson JY, D'Cruz CA, Patel RB, et al. Acardiac anomaly: Review of the subject with case report and emphasis on practical sonography. J Clin Ultrasound. 1986 Sep; 14(7): 541-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  250. Mohanty C, Mishra OP, Singh CP, et al. Acardiac anomaly spectrum. Teratology. 2000 Nov; 62(5): 356-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  251. Stiller RJ, Romero R, Pace S, et al. Prenatal identification of twin reversed arterial perfusion syndrome in the first trimester. Am J Obstet Gynecol. 1989 May; 160 (5 Pt 1): 1194-6. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  252. Langlotz H, Sauerbrei E, Murray Transvaginal Doppler sonographic diagnosis of an acardiac twin at 12 weeks gestation. J Ultrasound Med. 1991 Mar; 10(3): 175-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  253. Shalev E, Zalel Y, Ben-Ami M, et al. First-trimester ultrasonic diagnosis of twin reversed arterial perfusion sequence. Prenat Diagn. 1992 Mar; 12(3): 219-22. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  254. Zucchini S, Borghesani F, Soffriti G, et al. Transvaginal ultrasound diagnosis of twin reversed arterial perfusion syndrome at 9 weeks' gestation. Ultrasound Obstet Gynecol. 1993 May 1; 3(3): 209-11. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  255. Schwärzler P, Ville Y, Moscosco G, et al. Diagnosis of twin reversed arterial perfusion sequence in the first trimester by transvaginal color Doppler ultrasound. Ultrasound Obstet Gynecol. 1999 Feb; 13(2): 143-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  256. Coulam CB, Wright G. First trimester diagnosis of acardiac twins. Early Pregnancy. 2000 Oct; 4(4): 261-70. PubMed | Google Scholar 
  257. Kamitomo M, Kouno S, Ibuka K, et al. First-trimester findings associated with twin reversed arterial perfusion sequence. Fetal Diagn Ther. Mar-Apr 2004; 19(2): 187-90. PubMed | Karger | Google Scholar
  258. Wesley AJ, Thomas JT, Petersen S, et al. An Acardiac twin with a documented heart beat at 6 + 5 weeks and TRAP diagnosed at 8 + 5 weeks-insights into possible pathophysiology. Prenat Diagn. 2011 Apr; 31(4): 413-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  259. Pretorius DH, Leopold GR, Moore TR, et al. Acardiac twin. Report of Doppler sonography. J Ultrasound Med. 1988 Jul; 7(7): 413-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Schoalr
  260. Benson CB, Bieber FR, Genest DR, et al. Doppler demonstration of reversed umbilical blood flow in an acardiac twin. J Clin Ultrasound. 1989 May; 17(4): 291-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  261. Al-Malt A, Ashmead G, Judge N, et al. Color-flow and Doppler velocimetry in prenatal diagnosis of acardiac triplet. J Ultrasound Med. 1991 Jun; 10(6): 341-5. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  262. Crade M, Nageotte MP, MacKenzie ML. The acardiac twin: a case report using color Doppler ultrasonography. Ultrasound Obstet Gynecol. 1992 Sep 1; 2(5): 364-5. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  263. Hecher K, Ville Y, Nicolaides KH. Color Doppler ultrasonography in the identification of communicating vessels in twin-twin transfusion syndrome and acardiac twins. J Ultrasound Med. 1995 Jan; 14(1): 37-40. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  264. Buyukkaya A, Tekbas G, Buyukkaya R. Twin Reversed Arterial Perfusion (TRAP) Sequence; Characteristic Gray-Scale and Doppler Ultrasonography Findings. Iran J Radiol. 2015 Jul 22; 12(3): e14979. PubMed | Full Text PMC | Full Text IJR | Google Scholar
  265. Marella D, Prefumo F, Valcamonico A, et al. Polyhydramnios in sac of parasitic twin: atypical manifestation of twin reversed arterial perfusion sequence. Ultrasound Obstet Gynecol. 2015 Jun; 45(6): 752-3. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  266. Sepulveda W, Sfeir D, Reyes M, et al. Severe polyhydramnios in twin reversed arterial perfusion sequence: successful management with intrafetal alcohol ablation of acardiac twin and amniodrainage. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Sep; 16(3): 260-3. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  267. Wong AE, Sepulveda W. Acardiac anomaly: current issues in prenatal assessment and treatment. Prenat Diagn. 2005 Sep; 25(9): 796-806. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  268. Quintero RA, Chmait RH, Murakoshi T, et al. Surgical management of twin reversed arterial perfusion sequence. Am J Obstet Gynecol. 2006 Apr; 194(4): 982-91. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  269. Tanawattanacharoen S, Manotaya S, Wacharaprechanont T, et al. The management of acardiac twins at King Chulalongkorn Memorial Hospital: case series. J Med Assoc Thai. 2004 Sep; 87 Suppl 2: S284-7. PubMed | Google Scholar 
  270. Nanthakomon T, Chanthasenanont A, Somprasit C, et al. Twin Reversed Arterial Perfusion (TRAP) Sequence: A Case Report and Review of Treatment. J Med Assoc Thai. 2015 Apr; 98 Suppl 3: S132-40. PubMed | ResearchGate | Google Scholar
  271. Mack LA, Gravett MG, Rumack CM, et al. Antenatal ultrasonic evaluation of acardiac monsters. J Ultrasound Med. Jan-Feb 1982; 1(1): 13-8. PubMed 6152919 | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  272. Fouron JC, Leduc L, Grigon A, et al. Importance of meticulous ultrasonographic investigation of the acardiac twin. J Ultrasound Med. 1994 Dec; 13(12): 1001-4. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  273. Jelin E, Hirose S, Rand L, et al. Perinatal outcome of conservative management versus fetal intervention for twin reversed arterial perfusion sequence with a small acardiac twin. Fetal Diagn Ther. 2010; 27(3): 138-41. PubMed | Karger | Google Scholar
  274. Cox M, Murphy K, Ryan G, et al. Spontaneous cessation of umbilical blood flow in the acardiac fetus of a twin pregnancy. Prenat Diagn. 1992 Aug; 12(8): 689-93. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  275. Hamada H, Okane M, Koresawa M, et al. Fetal therapy in utero by blockage of the umbilical blood flow of acardiac monster in twin pregnancy. Nihon Sanka Fujinka Gakkai Zasshi. 1989 Nov; 41(11): 1803-9. PubMed | Google Scholar
  276. Porreco RP, Barton SM, Haverkamp AD. Occlusion of umbilical artery in acardiac, acephalic twin. Lancet. 1991 Feb 9; 337 (8737): 326-7. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  277. Fries MH, Goldberg JD, Golbus MS. Treatment of acardiac-acephalus twin gestations by hysterotomy and selective delivery. Obstet Gynecol. 1992 Apr; 79(4): 601-4. PubMed | Google Scholar
  278. Ginsberg NA, Applebaum M, Rabin SA, et al. Term birth after midtrimester hysterotomy and selective delivery of an acardiac twin. Am J Obstet Gynecol. 1992 Jul; 167(1): 33-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Schoalr
  279. Holzgreve W, Tercanli S, Krings W, et al. A simpler technique for umbilical-cord blockade of an acardiac twin. N Engl J Med. 1994 Jul 7; 331 (1): 56-7. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  280. Ville Y, Hyett JA, Vandenbussche FP, et al. Endoscopic laser coagulation of umbilical cord vessels in twin reversed arterial perfusion sequence. Ultrasound Obstet Gynecol. 1994 Sep 1; 4(5): 396-398. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  281. Foley MR, Clewell WH, Finberg HJ, et al. Use of the Foley Cordostat grasping device for selective ligation of the umbilical cord of an acardiac twin: a case report. Am J Obstet Gynecol. 1995 Jan; 172(1 Pt 1): 212-4. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  282. Willcourt RJ, Naughton MJ, Knutzen VK, et al. Laparoscopic ligation of the umbilical cord of an acardiac fetus. J Am Assoc Gynecol Laparosc. 1995 May; 2(3): 319-21. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  283. Quintero RA, Romero R, Reich H, et al. In utero percutaneous umbilical cord ligation in the management of complicated monochorionic multiple gestations. Ultrasound Obstet Gynecol. 1996 Jul; 8(1): 16-22. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  284. Arias F, Sunderji S, Gimpelson R, et al. Treatment of acardiac twinning. Obstet Gynecol. 1998 May; 91(5 Pt 2): 818-21. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  285. Tsao K, Feldstein VA, Albanese CT, et al. Selective reduction of acardiac twin by radiofrequency ablation. Am J Obstet Gynecol. 2002 Sep; 187 (3): 635-40. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  286. Hirose M, Murata A, Kita N, et al. Successful intrauterine treatment with radiofrequency ablation in a case of acardiac twin pregnancy complicated with a hydropic pump twin. Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 May; 23(5): 509-12. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  287. Hecher K, Lewi L, Gratacos E, et al. Twin reversed arterial perfusion: fetoscopic laser coagulation of placental anastomoses or the umbilical cord. Ultrasound Obstet Gynecol. 2006 Oct; 28(5): 688-91. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  288. Lee H, Wagner AJ, Sy E, et al. Efficacy of radiofrequency ablation for twin-reversed arterial perfusion sequence. Am J Obstet Gynecol. 2007 May; 196 (5): 459.e1-4. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  289. Nakata M, Sumie M, Murata S, et al. Fetoscopic laser photocoagulation of placental communicating vessels for twin-reversed arterial perfusion sequence. J Obstet Gynaecol Res. 2008 Aug; 34 (4 Pt 2): 649-52. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  290. Wegrzyn P, Borowski D, Nowacka E, et al. Interstitial laser coagulation in Twin Reversed Arterial Perfusion sequence. Ginekol Pol. 2012 Nov; 83(11): 865-70. PubMed | Google Scholar
  291. Cabassa P, Fichera A, Prefumo F, et al. The use of radiofrequency in the treatment of twin reversed arterial perfusion sequence: a case series and review of the literature. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2013 Feb; 166 (2): 127-32. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  292. Wagata M, Murakoshi T, Ishii K, et al. Radiofrequency Ablation with an Internally Cooled Electrode for Twin Reversed Arterial Perfusion Sequence. Fetal Diagn Ther. 2016; 40 (2): 110-5. PubMed | Karger | Google Scholar
  293. Tan TY, Sepulveda W. Acardiac twin: a systematic review of minimally invasive treatment modalities. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Oct; 22(4): 409-19. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  294. Vitucci A, Fichera A, Fratelli N, et al. Twin Reversed Arterial Perfusion Sequence: Current Treatment Options. Int J Womens Health. 2020 May 28; 12: 435-443. PubMed | Full Text PMC | DovePress | Google Scholar
  295. Sheehan AC, Umstad MP, Cole S, et al. Does Gestational Diabetes Cause Additional Risk in Twin Pregnancy? Twin Res Hum Genet. 2019 Feb; 22(1): 62-69. PubMed | Cambridge Core | Google Scholar
  296. Minakami H, Sato I. Reestimating date of delivery in multifetal pregnancies. JAMA. 1996 May 8; 275 (18): 1432-4. PubMed | Full Text JAMA | Google Scholar
  297. Hartley RS, Emanuel I, Hitti J. Perinatal mortality and neonatal morbidity rates among twin pairs at different gestational ages: optimal delivery timing at 37 to 38 weeks’ gestation. Am J Obstet Gynecol. 2001 Feb; 184 (3): 451-8. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  298. Zipori Y, Smolkin T, Makhoul IR, et al. Optimizing outcome of twins by routine cesarean section beyond 37 weeks. Am J Perinatol. 2011 Jan; 28(1): 51-6. PubMed | Thieme | Google Scholar
  299. Dodd JM, Crowther CA, Haslam RR, et al. Elective birth at 37 weeks of gestation versus standard care for women with an uncomplicated twin pregnancy at term: the Twins Timing of Birth Randomised Trial. BJOG. 2012 Jul; 119 (8): 964-73. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  300. Burgess JL, Unal ER, Nietert PJ, et al. Risk of late-preterm stillbirth and neonatal morbidity for monochorionic and dichorionic twins. Am J Obstet Gynecol. 2014 Jun; 210 (6): 578. e1-9. PubMed | Full Text PMC | Full Text AJOG | Google Scholar
  301. Ganchimeg T, Morisaki N, Vogel JP, et al. Mode and timing of twin delivery and perinatal outcomes in low- and middle-income countries: a secondary analysis of the WHO Multicountry Survey on Maternal and Newborn Health. BJOG. 2014 Mar; 121 Suppl 1: 89-100. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  302. Lee YM. Delivery of twins. Semin Perinatol. 2012 Jun; 36(3): 195-200. PubMed | Elsevier | Google Schoalr
  303. Lee HJ, Kim SH, Chang KHJ, et al. Gestational age at delivery and neonatal outcome in uncomplicated twin pregnancies: what is the optimal gestational age for delivery according to chorionicity? Obstet Gynecol Sci. 2016 Jan; 59(1): 9-16. PubMed | Full Text PMC | Gynecology Science | Google Scholar
  304. Dias T, Thilaganathan B, Bhide A. Monoamniotic twin pregnancy. Obst Gyn. 2012 Apr (30); Wiley Online Library | Google Scholar
  305. Van Mieghem T, De Heus R, Lewi L, et al. Prenatal management of monoamniotic twin pregnancies. Obstet Gynecol. 2014 Sep; 124 (3): 498-506. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  306. D'Antonio F, Odibo A, Berghella V, et al. Perinatal mortality, timing of delivery and prenatal management of monoamniotic twin pregnancy: systematic review and meta-analysis. Ultrasound Obstet Gynecol. 2019 Feb; 53(2): 166-174. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  307. Breathnach FM, McAuliffe FM, Geary M, et al. Optimum timing for planned delivery of uncomplicated monochorionic and dichorionic twin pregnancies. Obstet Gynecol. 2012 Jan; 119 (1): 50-9. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  308. Blickstein I, Goldman RD, Kupferminc M. Delivery of breech first twins: a multicenter retrospective study. Obstet Gynecol. 2000 Jan; 95(1): 37-42. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  309. Hofmeyr GJ, Barrett JF, Crowther C.A. Planned caesarean section for women with a twin pregnancy. Cochrane Database Syst Rev. 2015 Dec 19; 2015(12): CD006553. PubMed | Full Text PMC | Cochrane Library | PDF | Google Scholar
  310. Barrett JFR, Hannah ME, Hutton EK, et al. A randomized trial of planned cesarean or vaginal delivery for twin pregnancy. N Engl J Med. 2013 Oct 3; 369 (14): 1295-305. PubMed | Full Text PMC | Full Text NEJM | Google Scholar
  311. Asztalos EV, Hannah ME, Hutton EK, et al. Twin Birth Study: 2-year neurodevelopmental follow-up of the randomized trial of planned cesarean or planned vaginal delivery for twin pregnancy. Am J Obstet Gynecol. 2016 Mar; 214 (3):371. e1-371.e19. PubMed | Full Text AJOG | PDF | Google Scholar
  312. Blickstein I. Delivery of vertex/nonvertex twins: did the horses already leave the barn? Am J Obstet Gynecol. 2016 Mar; 214 (3): 308-10. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  313. Schröder W. Indications for cesarean section in the delivery of the 2d twin after vaginal birth of the 1st twin. Geburtshilfe Frauenheilkd. 1989 Feb; 49(2): 165-8. PubMed | Thieme | Google Scholar
  314. Blickstein I, Zalel Y, Weissman A. Cesarean delivery of the second twin after the vaginal birth of the first twin: misfortune or mismanagement? Acta Genet Med Gemellol (Roma) . 1991; 40(3-4): 389-94. PubMed | Cambridge Core | Google Scholar
  315. Rossi AC, Mullin PM, Chmait RH. Neonatal outcomes of twins according to birth order, presentation and mode of delivery: a systematic review and meta-analysis. BJOG. 2011 Apr; 118 (5): 523-32. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  316. Bogner G, Wallner V, Fazelnia C, et al. Delivery of the second twin: influence of presentation on neonatal outcome, a case controlled study. BMC Pregnancy Childbirth. 2018 May 18; 18(1): 176. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC | Google Scholar
  317. Hannah ME, Hannah WJ, Hewson SA, et al. Planned caesarean section versus planned vaginal birth for breech presentation at term: a randomised multicentre trial. Term Breech Trial Collaborative Group. Lancet. 2000 Oct 21; 356 (9239): 1375-83. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  318. Antsaklis A, Malamas FM, Sindos M. Trends in twin pregnancies and mode of delivery during the last 30 years: inconsistency between guidelines and clinical practice. J Perinat Med. 2013 Jul; 41(4): 355-64. PubMed | De Gruyter | Google Scholar
  319. Lee HC, Gould JB, Boscardin WJ, et al. Trends in cesarean delivery for twin births in the United States: 1995-2008. Obstet Gynecol. 2011 Nov; 118 (5): 1095-1101. PubMed | Full Text PMC | Wolters Kluwer | Google Scholar
  320. Kyvernitakis A, Kyvernitakis I, Karageorgiadis AS, et al. Rising cesarean rates of twin deliveries in Germany from 1990 to 2012. Z Geburtshilfe Neonatol. 2013 Oct; 217 (5): 177-82. PubMed | Thieme | Google Scholar
Μαρτίου 23, 2015

Η δημιουργία του πλακούντα

Το πρώτο κύτταρο που προκύπτει από την ένωση του ωαρίου με το σπερματοζωάριο, 5 ημέρες μετά την γονιμοποίηση, εμπεριέχει 58 κύτταρα, ονομάζεται βλαστοκύστη και μοιάζει σαν σφαίρα. Το έμβρυο με την μορφή της βλαστοκύστης σε 6-7 ημέρες από την γονιμοποίηση θα εμφυτευτεί στην μήτρα. Στο στάδιο αυτό, συμβαίνει η πρώτη διαφοροποίηση στο έμβρυο, με την δημιουργία δύο κυτταρικών ομάδων: η έσω κυτταρική μάζα ή εμβρυοβλάστη, η οποία αποτελείται από πέντε κύτταρα και από όπου θα προκύψει το έμβρυο, και η έξω κυτταρική μάζα ή τροφοβλάστη που αποτελείται από 53 κύτταρα και από τη οποία θα σχηματιστούν ο πλακούντας και οι εμβρυϊκές μεμβράνες, καθώς είναι ο ιστός ο οποίος έρχεται σε άμεση επαφή με το ενδομήτριο, το εσωτερικό περίβλημα της μήτρας. Η πρόσδεση της βλαστοκύστης στο ενδομήτριο αρχικά είναι χαλαρή την 8η ημέρα, και, στην συνέχεια με την βοήθεια διαφόρων παραγόντων γίνεται περισσότερο στέρεα.

Μετά την φάση της στερεής πρόσφυσης ακολουθεί η φάση της διείσδυσης της βλαστοκύστης σε βαθύτερα στρώματα του ενδομητρίου και την 12η ημέρα-από την γονιμοποίηση-το ενδομήτριο επουλώνεται και καλύπτεται αρχικά από πήγμα ινώδους που στην συνέχεια επιθηλιοποιείται. Καμιά φορά το σημείο αυτό δεν επουλώνεται οπότε και αιμορραγεί, γεγονός που εμφανίζεται σαν κηλίδα αίματος από τον κόλπο (φαινόμενο Hartman). Από την άλλη μεριά η δομή και η λειτουργία του ενδομητρίου μεταβάλλονται έτσι ώστε να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον της κύησης που ονομάζεται φθαρτοειδής αντίδραση ή φθαρτοποίηση. Αυτή, αρχικά αφορά μόνο το σημείο της εμφύτευσης, αλλά αργότερα επεκτείνεται σε όλο το ενδομήτριο.

Στην αρχή της 3ης εβδομάδας λαμβάνουν γένεση οι πρωτογενείς λάχνες οι οποίες αποτελούνται από ένα κυτταροτροφοβλαστικό μίσχο και από ένα συγκιοτροφοβλαστικό περίβλημα. Στο στάδιο αυτό η τροφοβλάστη δημιουργεί την χοριακή κοιλότητα μέσα στην οποία "πλέει" το έμβρυο (εξω-εμβρυϊκός χώρος). Το έμβρυο συνδέεται με την τροφοβλάστη μέσα από έναν συνδετικό μίσχο, τα κύτταρα του οποίου προέρχονται από το σπλαχνικό μεσόδερμα του λεκιθικού ασκού που αργότερα θα δημιουργήσει τον ομφάλιο λώρο. Στην συνέχεια οι λάχνες αυτές μετασχηματίζονται σε δευτερογενείς λάχνες και η συγκυτιοτροφοβλάστη διατείνεται, οι κενοί χώροι γεμίζουν με μητρικό αίμα και ονομάζονται μεσολάχνιοι χώροι. Το επόμενο στάδιο στην διαδικασία της πλακουντοποίησης αφορά την επικοινωνία των ελικοειδών αρτηριδίων με τους μεσολάχνιους χώρους-τριτογενής ή τελική πλακουντιακή λάχνη-την εγκατάσταση της εμβρυοπλακουντιακής αιματικής κυκλοφορίας, την ψευδοαγγειογένεση των ελικοειδών αρτηριδίων και τελικά την μετατροπή τους σε αγγεία μεγάλης διαμέτρου από την μία, και μικρών αντιστάσεων από την άλλη που εξασφαλίζει στο έμβρυο τελικά επαρκή παροχή οξυγόνου και θρεπτικών ουσιών, και ταυτόχρονα ιδανικό κανάλι αποβολής για τα τοξικά μεταβολικά προϊόντα στο αναπτυσσόμενο έμβρυο.

Η δομή του πλακούντα και η έκφυση του ομφάλιου λώρου

Ο πλακούντας παίρνει την τελική του μορφή μέχρι την 50η ημέρα από την γονιμοποίηση. Αφορίζεται από δύο πλευρές, αυτή που κοιτάζει προς το έμβρυο ονομάζεται εμβρυϊκή πλευρά καλύπτεται από το χοριακό πέταλο, ενώ στην μητρική πλευρά (κοιτάζει προς την μητέρα) καλύπτεται από το βασικό πέταλο του φθαρτού. Μεταξύ των δύο πετάλων και έπειτα από την διαδικασία της ψευδοαγγειογένεσης των ελικοειδών αρτηριδίων μέχρι την 225η ημέρα θα δημιουργηθούν 10-12 μεγάλοι κοτυληδόνες στον μεσολάχνιο χώρο, μετά, σταματάει ο κυτταρικός πολλαπλασιασμός ενώ συνεχίζει να αυξάνεται το μέγεθος του πλακούντα επειδή υπερτρέφονται τα κύτταρα αυτά. Στο τέλος της εγκυμοσύνης ο πλακούντας μοιάζει με ένα στρογγυλό δίσκο που έχει διάμετρο περίπου 15-25cm, πάχος 2-3cm και βάρος 500-600gr. Μετά την έξοδό του στο 3ο στάδιο του τοκετού κατά την υστεροτοκία στην μητρική όψη του πλακούντα αναγνωρίζονται εύκολα οι κοτυληδόνες, ενώ στην εμβρυική επιφάνεια είναι ορατά τα χοριακά αγγεία που συγκλίνουν και σχηματίζουν τον ομφάλιο λώρο. Το σημείο εκβολής του ομφάλιου λώρου από την εμβρυική επιφάνεια είναι συνήθως έκκεντρο, σπανιότερα προβάλει από το χείλος του πλακούντα (παραχείλιος) και πιο σπάνια εκπορεύεται από τους υμένες, οπότε και καλείται υμενώδης έκφυση του ομφάλιου λώρου. Η αρχική θέση του πλακούντα μπορεί να μεταβληθεί μέχρι την 32η εβδομάδα ιδιαίτερα αν αυτός εντοπίζεται κοντά στον τράχηλο.

Η λειτουργία του πλακούντα

Ο ρόλος του πλακούντα στην εξέλιξη της εγκυμοσύνης θεωρείται καθοριστικός και εκφράζεται μέσα από τις πολλές λειτουργίες του. Είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ μητρικής και εμβρυϊκής κυκλοφορίας. Οι ανταλλαγές θρεπτικών ουσιών και αερίων πραγματοποιούνται κατά μήκος μιας επιφάνειας 14 m2 στο τέλος της εγκυμοσύνης, η οποία αποτελείται από το τοίχωμα του ενδοθηλίου των τριχοειδών, το μήκος του οποίου εκτιμάται στα 50 km, εξασφαλίζοντας έτσι την αναπνοή και την διατροφή του εμβρύου. Η επιφάνεια αυτή είναι πολύ λεπτή (2-4 μm), λειτουργεί επιλεκτικά αφού επιτρέπει το πέρασμα στα μητρικά αντισώματα να διέλθουν τον πλακούντα και να μπουν στην κυκλοφορία του εμβρύου, για να το προστατέψουν, αφού το ανοσοποιητικό σύστημα είναι ανώριμο ακόμα και άρα το έμβρυο απροστάτευτο στους επίδοξους εισβολείς.

Ο πλακούντας αποτελεί φραγμό για τα περισσότερα παθογόνα βακτήρια. Ωστόσο το έμβρυο μπορεί να μολυνθεί από τοξοπλάσμωση, ελονοσία, σύφιλη, έρπητα, ερυθρά, HIV, παρβοϊό, αν προσβληθεί η μητέρα. Εύκολα επίσης μπορούν να διαπεράσουν τον πλακούντα ορισμένες τοξικές ουσίες όπως το οινόπνευμα, η νικοτίνη και τα οπιούχα.

Ο πλακούντας θεωρείται σαν ο μεγαλύτερος προσωρινός ενδοκρινής αδένας επειδή παράγει στεροειδείς και πρωτεϊνικές ορμόνες χρησιμοποιώντας πρόδρομες ουσίες που φτάνουν σε αυτόν από την μητέρα αλλά και το έμβρυο. Η προγεστερόνη είναι απαραίτητη για την ομαλή εξέλιξη της εγκυμοσύνης, αφού η εμφύτευση και η ανάπτυξη του φθαρτού απαιτούν την προηγούμενη εμπότιση του ενδομητρίου με προγεστερόνη, όπως και τα οιστρογόνα τα οποία εμπλέκονται στην διαδικασία της εμφύτευσης αυξάνοντας την μητροπλακουντιακή αιμάτωση. Η παραγωγή της προγεστερόνης και των οιστρογόνων μέχρι την 7η-8η εβδομάδα της κύησης υποστηρίζεται από το ωχρό σωμάτιο της κύησης, μετά τον ρόλο αυτό της σύνθεσή τους αναλαμβάνει ο πλακούντας.

Εμβρυϊκή κυκλοφορία

Το καρδιαγγειακό σύστημα του εμβρύου προέρχεται από το μέσο βλαστικό δέρμα και εμφανίζεται στο πρώτο μισό της 3ης εβδομάδας όταν οι θρεπτικές ανάγκες του εμβρύου δεν μπορούν να καλυφθούν από τη διάχυση. Το αίμα μεταφέρεται στο έμβρυο από τον πλακούντα μέσα από την ομφαλική φλέβα, έχει πλήρωση σε οξυγόνο 80%, επειδή ένα μέρος του οξυγόνου καταναλώνεται από τον μεταβολισμό του πλακούντα και ξανα-επιστρέφει για να ανανεωθεί μέσα από τις 2 ομφαλικές αρτηρίες. Η ομφαλική φλέβα και οι δύο ομφαλικές αρτηρίες συναποτελούν τα τρία αγγεία του ομφάλιου λώρου μέσα από τα οποία επικοινωνεί αρμονικά η εμβρυοπλακουντιακή μονάδα.

 

Ποιοι είμαστε

Η ιστοσελίδα emvriomitriki.gr σχεδιάστηκε αρχικά για να καλύψει τις απορίες και τις ανάγκες των εγκύων γυναικών. Όμως, λόγω του υψηλού επιστημονικού υλικού που περιέχει (άρθρα, βίντεο, φωτογραφίες, βιβλιογραφία) καθίσταται χρήσιμο επαγγελματικό εργαλείο σε φοιτητές, μαιευτήρες και άλλους επαγγελματίες υγείας που επιθυμούν να ανανεώσουν τις γνώσεις τους. Το έργο επιμελήθηκε ο ιατρός Αναστάσιος Κοκοβίδης.

Στοιχεία επικοινωνίας

Διαδρομή

Λεωφόρος Κηφισίας 26
Αθήνα, 115 26


info@emvriomitriki.gr
210 7771300










Κλείστε το ραντεβού σας Online!




Πριν ξεκινήσετε, Cookies
Πρόκειται για μικρά αρχεία/εργαλεία που μας βοηθάνε να οργανώσουμε καλύτερα την περιήγηση στην σελίδα μας καθώς και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδας μας.