• Slider4
  • Slider5
  • Slider 9
Μητέρα

Περιγραφή και ορισμός

Αρκετοί παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την απόφαση μιας γυναίκας για το πότε θα προγραμματίσει την νέα της εγκυμοσύνη. Σ αυτούς τους παράγοντες συγκαταλέγονται η ηλικία, η οικογενειακή κατάσταση, η γονιμότητα, η οικογενειακή στήριξη και βοήθεια στην φροντίδα του υπάρχοντος παιδιού και οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που δεν πρέπει να παραβλέπετε είναι το πόσο χρονικό διάστημα πρέπει να παρεμβάλλεται μεταξύ των κυήσεων και ποιες μπορεί να είναι οι πιθανές επιπτώσεις στην υγεία της μητέρας και του παιδιού όταν αυτό δεν τηρείται. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) το μεσοδιάστημα από τον τοκετό ενός ζώντος νεογνού έως την έναρξη μιας νέας εγκυμοσύνης θα πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 24 μήνες. Χρονικό διάστημα μικρότερο από 6 μήνες σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο μητρικής νοσηρότητας και θνησιμότητας ενώ μικρότερο από 18 μήνες σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο βρεφικής και νεογνικής περιγεννητικής θνησιμότητας, χαμηλό βάρος γέννησης, μικρό για την ηλικία κύησης νεογνό και πρόωρο τοκετό. 1  Μικρά μεσοδιαστήματα μεταξύ των κυήσεων λιγότερο των 18 μηνών και μεγαλύτερα των 59 μηνών συνδέονται με κακή περιγεννητική έκβαση. 2 Ωστόσο, τα ποσοστά των ανεπιθύμητων κυήσεων αυξάνονται καθώς μειώνονται τα μεσοδιαστήματα μεταξύ των κυήσεων. 3

Η αντισύλληψη μετά τον τοκετό με την μέθοδο της αναστρέψιμης αντισύλληψης μακράς δράσης (Long-Acting Reversible Contraception - LARC) στα πλαίσια του οικογενειακού προγραμματισμού, μπορεί να αυξήσει τα διαστήματα μεταξύ των κυήσεων 4 και να συμβάλει στην αποφυγή μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. 5 Παρότι η αναστρέψιμη αντισύλληψη μακράς δράσης, συμπεριλαμβανομένων των ενδομήτριων συσκευών και των εμφυτευμάτων, είναι εξαιρετικά αποτελεσματική, τα ποσοστά χρήσης της είναι αρκετά χαμηλά συγκριτικά με τις λιγότερο αποτελεσματικές μεθόδους. 6 Είναι γεγονός ότι, αρκετές μη προγραμματισμένες εγκυμοσύνες μπορεί να συμβούν τους πρώτους μήνες μετά τον τοκετό. Ως εκ τούτου, είναι αρκετά πιθανό το σενάριο να πραγματοποιηθεί αυτόματη σύλληψη σε μια γυναίκα, πολύ σύντομα μετά τη γέννηση ενός μωρού, ακόμα και κατά το διάστημα του θηλασμού ή όταν η περίοδος δεν έχει επανέλθει. Για αυτόν τον λόγο, η αντισυλληπτική συμβουλευτική κρίνεται απαραίτητη ώστε η λεχωίδα να μπορεί να προγραμματίσει την επόμενη εγκυμοσύνη της ασφαλώς, σύμφωνα με την καθοδήγηση του μαιευτήρα της. Στο παρών κεφάλαιο θα περιγραφούν μόνο οι πιο αποτελεσματικές μέθοδοι αντισύλληψης. Δεν θα γίνει αναφορά σε μεθόδους χαμηλής αποτελεσματικότητος και μικρής αντισυλληπτικής προστασίας.

Επιδημιολογικά στοιχεία

Δεδομένα από 57 χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος από το 2005 έως το 2013 έδειξαν ότι το 62% των γυναικών που γέννησαν το προηγούμενο έτος δεν ξεκίνησαν κάποια μέθοδο αντισύλληψης αμέσως μετά τον τοκετό. 7 , 8 Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, περίπου οι μισές από τις γυναίκες μετά τον τοκετό χρησιμοποιούν τις λιγότερο αποτελεσματικές μεθόδους αντισύλληψης, συμπεριλαμβανομένων των προφυλακτικών, της διακεκομμένης συνουσίας ή δεν κάνουν χρήση καμίας απολύτως μεθόδου αντισύλληψης. 9 Επίσης, οι ενδομήτριες συσκευές (IUDs) και τα εμφυτεύματα λεβονοργεστρέλης (LNGI) χρησιμοποιούνται ελάχιστα μετά τον τοκετό και για περιορισμένο χρονικό διάστημα 6 μηνών. 10 Αυτή η αναστρέψιμη αντισύλληψη μακράς δράσης 11 προτιμάτε στο Τέξας από το 50% των γυναικών 6 μήνες μετά τον τοκετό και κάποιες ζητούν μόνιμη στειροποίηση. 12 Η παροχή συμβουλευτικής, σχετικά με την πρόσβαση σε πιο αποτελεσματικές μεθόδους αντισύλληψης, ενδεχόμενος θα μπορούσε να μειώσει τα μικρά μεσοδιαστήματα μεταξύ των κυήσεων (διαστήματα < των 18 μηνών από τον προηγούμενο τοκετό), από το 35% στο 23%. 13

Περίπου το 70% των κυήσεων που συμβαίνουν εντός ενός έτους μετά τον τοκετό στις ΗΠΑ είναι ανεπιθύμητες. 14 Στη Σκωτία, πάνω από το 13% των γυναικών που υποβάλλονται σε διαδικασία διακοπής της κύησης ήταν έγκυες κατά το προηγούμενο έτος. 15 Οι επαναλαμβανόμενες αμβλώσεις είναι συχνές παγκοσμίως ακόμη και σε χώρες με εξαιρετικές υπηρεσίες αντισύλληψης. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, περίπου το 36% όλων των αμβλώσεων είναι επαναλαμβανόμενες. 16

ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΤΟΚΕΤΟ

Η χρήση αναστρέψιμης αντισύλληψης μακράς δράσης, όπως η τοποθέτηση ενδομήτριων συσκευών και εμφυτευμάτων, αμέσως μετά την έξοδο του πλακούντα κατά την διενέργεια κολπικού τοκετού και καισαρικής τομής, είναι ασφαλής, 17 βολική, εξαιρετικά αποτελεσματική και μπορεί να αποτρέψει από μια ακούσια εγκυμοσύνη. 18 , 19 Ωστόσο τα βιβλιογραφικά δεδομένα που περιγράφουν τα κλινικά αποτελέσματα της αναστρέψιμης αντισύλληψης μακράς δράσης παραμένουν μέχρι σήμερα περιορισμένα.

Ενδονοσοκομειακή εισαγωγή και τοποθέτηση ενδομητρικού σπειράματος

Τα ενδομητρικά σπειράματα μπορούν να τοποθετηθούν είτε χειροκίνητα, είτε με την χρήση του ειδικού καθετήρα εισαγωγής (εισαγωγέας), είτε με την βοήθεια θυριδωτής λαβίδας και δεν χρειάζεται να διπλωθούν οι βραχίονες του σπειράματος μέσα στον εισαγωγέα. Κατά τον χρόνο της καισαρικής τομής, το χέρι του μαιευτήρα που συγκρατεί το κεντρικό στέλεχος του σπειράματος δια του δείκτη και του μέσου δακτύλου ή ο εφαρμογέας εισαγωγής θα πρέπει να τοποθετηθεί στον ενδομήτριο χώρο διαμέσου της υστεροτομίας έτσι ώστε να τοποθετηθεί η συσκευή στον πυθμένα της μήτρας. Το ελεύθερο χέρι του μαιευτήρα εξωτερικά συλλαμβάνει τον πυθμένα της μήτρας πιέζοντας αντίθετα από την φορά εισόδου της συσκευής έτσι ώστε να σταθεροποιηθεί η μήτρα και να συγκρατηθεί το IUD στην θέση του. Στην συνέχεια αφαιρείται ο εφαρμοστής (αν χρησιμοποιήθηκε) και τα νήματα του IUD δια ανατομικής λαβίδας κατευθύνονται με ήπιους χειρισμούς προς τον τράχηλο της μήτρας. 20

Μετά την υστεροτοκία και πριν την συρραφή της περινεοτομίας συλλαμβάνεται το πρόσθιο χείλος του τραχήλου δια θυριδωτής λαβίδας. Μια δεύτερη θυριδωτή λαβίδα συλλαμβάνει το ενδομητρικό σπείραμα από το κεντρικό στέλεχος και το κατευθύνει μέσα στην ενδομητρική κοιλότητα προς τον πυθμένα της μήτρας. Για την χειροκίνητη εισαγωγή του ενδομητρικού σπειράματος μετά από κολπικό τοκετό, ο μαιευτήρας συλλαμβάνει το κεντρικό στέλεχος του σπειράματος μεταξύ δείκτη και μέσου δακτύλου και στην συνέχεια το εναποθέτει στον πυθμένα της μήτρας. Σε κάθε περίπτωση, η τοποθέτηση μπορεί να υποβοηθηθεί με την άσκηση διαπυθμενικής πίεσης στην μήτρα, εξωτερικά από το ελεύθερο χέρι του ιατρού ή του βοηθού. Τα ποσοστά εκβολών των IUDs στους 4-6 μήνες και για τους δύο τρόπους τοποθέτησης ήταν περίπου ίδια 13.3% και 12.7%, αντίστοιχα και ήταν μεγαλύτερα στις γυναίκες που δεν θήλαζαν από ό,τι στις θηλάζουσες (22.4% έναντι 11.9%,·P: 0.05)..21 Οι ενδομήτριες συσκευές λεβονοργεστρέλης εμφανίζουν μεγαλύτερο ποσοστά εκβολών από ότι οι συσκευές χαλκού. 22  Μία μελέτη ανέφερε ποσοστά εκβολών συσκευών λεβονοργεστρέλης 38% έναντι 20% των συσκευών χαλκού. Το 86% των αποβολών συνέβησαν σε διάστημα ≤ από 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό. Όλες οι πλήρεις εκβολές εντοπίστηκαν κλινικά, ενώ από τις μερικές εκβολές, μόνο 4/10 (40%) ήταν κλινικά ύποπτο πριν από την διενέργεια υπερηχογραφήματος. 23  Τα ποσοστά συνέχισης της αντισύλληψης στους 6 και 12 μήνες μετά την ενδονοσοκομειακή τοποθέτηση συσκευής χαλκού είτε αφορούσε κολπικό τοκετό είτε καισαρική τομή ήταν σχετικά υψηλά, 87.6% και 76.3%, αντίστοιχα. 24 Οι γυναίκες που εξετάζουν το ενδεχόμενο να τοποθετήσουν ένα ενδομητρικό σπείραμα αμέσως μετά τον τοκετό θα πρέπει να ενημερώνονται πέραν των άλλων σχετικά με τον κίνδυνο μετακίνησης της θέσης του σπειράματος, καθώς και την πιθανότητα μη ορατών νημάτων εξαγωγής, τα οποία μπορεί να περιπλέξουν την κλινική παρακολούθηση. 25

 Ενδονοσοκομειακή εισαγωγή και τοποθέτηση εμφυτεύματος

Άμεση αντισύλληψη μετά τον τοκετό είναι δυνατή και μπορεί να επιτευχθεί με την βοήθεια λεπτών, εύκαμπτων ραβδίων κυλινδρικού σχήματος τα οποία περιέχουν προγεσταγόνο και μπορούν να εμφυτευθούν υποδερματικά. 26 Τα εμφυτεύματα απελευθερώνουν δραστική ορμόνη για χρονική διάρκεια αρκετών ετών. Ένα από αυτά τα εμφυτεύματα φέρει την ονομασία Nexplanon. To Nexplanon αποτελείται από έναν κύλινδρο μήκους 4cm και διάμετρο 2mm που περιέχει 68mg ετονογεστρέλης. Αυτός ο κύλινδρος επικαλύπτεται από ένα πολυμερές περίβλημα που περιέχει αιθυλενο-οξικό-βινυλεστέρα. Το εμφύτευμα τοποθετείται ενδοδερμικά στην έσω επιφάνεια του βραχίονα, και σε απόσταση 8 έως 10cm από τον αγκώνα μέσα στην δερματική αύλακα μεταξύ του δικεφάλου και του τρικεφάλου μυός, στην ίδια ευθεία με τον επιμήκη άξονα του βραχίονα. Σ αυτήν ακριβώς την θέση αποφεύγεται η τρώση αγγείων και νεύρων που βρίσκονται εντός και πέριξ της δερματικής αύλακος και συνεπώς αποτρέπεται η πιθανότητα αιμορραγίας και πόνου. Το εμφύτευμα ετονογεστρέλης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος αντισύλληψης για 3 έτη.

Τεχνική εισαγωγής και τοποθέτησης του Nexplanon

Το εμφύτευμα ετονογεστρέλης μπορεί να τοποθετηθεί στο νοσοκομείο κατά την διάρκεια νοσηλείας της λεχωίδος και πριν από την λήψη του εξιτηρίου της από αυτό. 27 Η ασθενής τοποθετείται σε ύπτια θέση με το μη επικρατές άνω άκρο να βρίσκεται σε υπερέκταση πάνω στην εξεταστική κλίνη, και με την έσω επιφάνεια του άνω άκρου να έχει φορά προς τα πάνω και έξω και τον αγκώνα να βρίσκεται σε έκταση. Η θέση εισόδου του εμφυτεύματος σημειώνεται με ειδικό αποστειρωμένο δερματογράφο σε απόσταση 8 - 10cm από τον έσω επικονδύλιο όγκωμα του βραχιονίου οστού και 3-5cm κάτω, μέσα στην δερματική αύλακα μεταξύ του δικεφάλου και του τρικεφάλου μυός, στην ίδια ευθεία με τον επιμήκη άξονα του βραχίονα. Ένα δεύτερο σημάδι τοποθετείται σε απόσταση 4cm πλησίον του έσω κονδύλου του βραχιόνιου οστού και καταγράφει την τελική πορεία του εμφυτεύματος. To εμφύτευμα Nexplanon τοποθετείται με την χρήση άσηπτης τεχνικής. Εκτελείται άσηπτος καθαρισμός της περιοχής, κατόπιν χορηγείται αναισθητικό 1% λιδοκαϊνης κάτω από το δέρμα και κατά μήκος της προγραμματισμένης πορείας εισαγωγής του εμφυτεύματος.

Μετά την τοποθέτηση, το εμφύτευμα πρέπει να μπορεί να ψηλαφηθεί και να αναγνωριστούν και τα δύο άκρα του μήκους 4cm. 28 Το Nexplanon είναι κατασκευασμένο από ακτινοσκιερό υλικό και μπορεί να ανιχνευθεί με υπερηχογραφία, απαιτούνται ηχοβολείς 10-15Mz ή εάν παραστεί ανάγκη, μαγνητική τομογραφία. 29 H συσκευή εισαγωγής του Nexplanon είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να βοηθά στην υποδερματική τοποθέτησή του και να αποφεύγεται η εν τω βάθει η οποία καθιστά δύσκολη την αφαίρεσή του. 30

Για να αφαιρεθεί το εμφύτευμα, κάτω από άσηπτες συνθήκες, μετά την χορήγηση αναισθησίας εκτελείται τομή δέρματος 2mm προς τον αγκώνα κατά μήκος της κατεύθυνσης του βραχιόνιου οστού. Ακολούθως, το εγγύς άκρο του εμφυτεύματος πιέζεται προς τη κατεύθυνση της τομής του δέρματος και μόλις γίνει ορατό συλλαμβάνεται και απομακρύνεται με την βοήθεια αιμοστατικής λαβίδας. Εάν και εφόσον υπάρχουν συμφύσεις που περιβάλλουν το εμφύτευμα αυτές μπορεί να παρασκευαστούν και να διαιρεθούν με την βοήθεια της λαβίδας, η οποία τοποθετείται εντός της τομής του δέρματος. Όταν το εμφύτευμα ετονογεστρέλης είναι μη ψηλαφητό, τότε είτε έχει τοποθετηθεί βαθιά είτε έχει μετακινηθεί και πρέπει να αφαιρεθεί. 31 Η πιο συχνή επιπλοκή του Nexplanon είναι η ίνωση η οποία αναπτύσσεται γύρω από το σημείο αφαίρεσης του εμφυτεύματος (4,4%). 32 Επίσης, έχει αναφερθεί τραυματισμός του έσω δερματικού νεύρου του πήχη. 33

ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΛΟΧΕΙΑ

Αποκλειστικός θηλασμός

Για τις μητέρες οι οποίες θηλάζουν αποκλειστικά, είναι απίθανη η ωορρηξία στην διάρκεια των πρώτων 36 εβδομάδων μετά τον τοκετό (εύρος 15-66 εβδομάδες). 34 Ο αποκλειστικός θηλασμός είναι μια φυσική μέθοδος αντισύλληψης (LAM) και η αντισυλληπτική προστασία που παρέχεται έχει υψηλή αποτελεσματικότητα, 98%. 35  Στις θηλάζουσες μητέρες των οποίων η αμηνόρροια παρατείνεται πέραν των 6 μηνών, υπάρχει μια αυξανόμενη τάση η πρώτη ωορρηξία να προηγείται της πρώτης εμμηνορρυσίας, μειώνοντας έτσι την αξιοπιστία της «αντισύλληψης μέσω αποκλειστικού θηλασμού» 36 Τα ποσοστά εγκυμοσύνης σε μητέρες που θηλάζουν είναι 1.3% έως τον 3ο μήνα και αυξάνονται σε 26% τον 12ο μήνα μετά τον τοκετό. 37 Οι λεχωίδες που θηλάζουν τα νεογνά τους μόνο κατά την διάρκεια της ημέρας (έχουν κοπεί ένα ή περισσότερα γεύματα) και δεν τηρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις αποκλειστικής σίτισης (χρησιμοποιούν μπιμπερό για συμπληρωματικά γεύματα υγρών), όπως συνήθως γίνεται μετά τις 6 εβδομάδες αποκλειστικού θηλασμού θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο χρήσης μιας εναλλακτικής μεθόδου αντισύλληψης, γιατί διατρέχουν κίνδυνο επαναλαμβανόμενης εγκυμοσύνης. 38

Τα αντισυλληπτικά σκευάσματα μόνο με προγεσταγόνο και προγεστερόνη χρησιμοποιούνται εδώ και χρόνια ως μέσα αντισύλληψης κατά την περίοδο της λοχείας και είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά όταν χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή. Οι διαθέσιμες μέθοδοι περιλαμβάνουν αντισυλληπτικά χάπια μόνο με προγεσταγόνο (POPs) γνωστά και ως mini pills, εμφυτεύματα προγεστογόνου και προγεστερόνης, ενέσιμα σκευάσματα, δακτυλίους προγεστερόνης και ενδομήτριες συσκευές απελευθέρωσης προγεστογόνου (IUD). 39

Αντισυλληπτικά δισκία μόνο με προγεσταγόνο

Τα αντισυλληπτικά δισκία μόνο με προγεσταγόνο [POPs], μπορούν να χρησιμοποιηθούν ασφαλώς την περίοδο της γαλουχίας και πριν συμπληρωθούν έξι εβδομάδες, μεταξύ 21ης και 28ης ημέρας από τον τοκετό. Ωστόσο, η χρήση τους δημιούργησε ορισμένες ανησυχίες σε κάποιους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης σχετικά με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία της μητέρας και του μωρού. 40 Όμως, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization - WHO) βεβαιώνει ότι τα POPs δεν αυξάνουν την κίνδυνο βλεβοθρόμβωσης και καρδιαγγειακών παθήσεων όπως τα συνδυασμένα από του στόματος αντισυλληπτικά (COC) που περιέχουν επιπλέον οιστρογόνο και συνεπώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά την λοχεία. 41 Αυτά τα χάπια που περιέχουν μόνο προγεσταγόνο είναι ευρύτερα γνωστά ως μίνι-χάπια (mini pills) και λαμβάνονται σε καθημερινή βάση, χωρίς διακοπή. Στην Αμερική τα POPs δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλή και χρησιμοποιούνται μόνο από το 0.4% των Αμερικανίδων γυναικών ιδίως κατά την περίοδο του θηλασμού. 42 Γενικά, η αποτελεσματικότητα των POPs όπως η οξική νορεθιστερόνη 0,35mg συνίσταται στην πάχυνση της τραχηλικής βλέννας που την καθιστά αδιαπέραστη στα σπερματοζωάρια και στην ατροφία του ενδομητρίου. 43 Επειδή οι μεταβολές στην τραχηλική βλέννα δεν διατηρούνται περισσότερο από 24 ώρες, τα POPs πρέπει να λαμβάνονται την ίδια ώρα κάθε μέρα με μέγιστη καθυστέρηση τριών ωρών έτσι ώστε να παρέχουν την μέγιστη αποτελεσματικότητα. Τα ποσοστά αποτυχίας της αντισύλληψης με οξική νορεθιστερόνη 0,35mg κυμαίνονται από 4 έως 7.9 κυήσεις ανά 100 γυναίκες-έτη χρήσης και οφείλονται κυρίως στη μη συνεχή λήψη του δισκίου. 44 , 45

Ένα άλλο POPs, είναι η δεσογεστρέλη 75mcg που κυκλοφορεί στην Ελλάδα με την εμπορική ονομασία Cerazette σε συσκευασία των 28 δισκίων. Η δεσογεστρέλη, όπως και η νορεθιστερόνη είναι ένα προγεσταγόνο που σχετίζεται δομικά με τη 19-νορτεστοστερόνη και συντίθεται από τροποποιήσεις στο μόριο της τεστοστερόνης. Η δεσογεστρέλη αναστέλλει την ωορρηξία εξαιτίας της καταστολής της δράσης της ωχρινοτρόπου ορμόνης. Ως μέθοδος αντισύλληψης μετά τοκετό η δεσογεστρέλη είναι περισσότερο αποτελεσματική και γι’ αυτό καλύτερη επιλογή από την νορεθιστερόνη 46 και εμφανίζει ποσοστά αποτυχίας 0.14 έως 0.17 ακόμα και χωρίς θηλασμούς ανά 100 γυναίκες-έτη χρήσης.43 , 47

Μηχανισμός δράσης και ανεπιθύμητες ενέργειες των αντισυλληπτικών μόνο με προγεσταγόνα

Ο κύριος μηχανισμός των αντισυλληπτικών που περιέχουν μόνο προγεσταγόνα έγκειται στην καταστολή της έκκρισης της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH) και την αναστολή της ωοθυλακιορρηξίας. Άλλοι μηχανισμοί δράσης περιλαμβάνουν την πάχυνση της τραχηλικής βλέννας, η οποία εμποδίζει την διέλευση των σπερματοζωαρίων, και την ατροφία του ενδομητρίου που το καθιστά αφιλόξενο για την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου. Η γονιμότητα αποκαθίσταται ταχέως μετά την διακοπή της αντισύλληψης μόνο με προγεσταγόνα. Εξαίρεση αποτελεί η ενέσιμη μορφή DMPA, 48 η οποία οδηγεί σε παρατεταμένη ανωοθυλακιορρηξία στο ¼ των γυναικών μετά την διακοπή της χρήσης DMPA για χρονικό διάστημα ως και ένα χρόνο μετά. 49

Οι περισσότερες μέθοδοι αντισύλληψης μόνο με προγεσταγόνα δεν επιδρούν σημαντικά στον μεταβολισμό των λιπιδίων, 50 των υδατανθράκων 51 και δεν επηρεάζουν τον αιμοστατικό μηχανισμό, την λειτουργία του θυροειδούς, τού ήπατος και την αρτηριακή υπέρταση. 52 Τα αντισυλληπτικά δισκία μόνο με προγεσταγόνο και οι ενδομήτριες συσκευές λεβονοργεστρέλης δεν αυξάνουν τον κίνδυνο φλεβικής θρόμβωσης. 53 Ωστόσο, η μακροχρόνια χρήση της ενέσιμης μορφής DMPA προκαλεί μικρές αλλαγές στον μεταβολισμό των λιπιδίων οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αθηρωμάτωσης. 54 Συνεπώς, η ενέσιμη μορφή αντισύλληψης θα ήταν μια κακή επιλογή σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακού νοσήματος. 55 Γενικά, στις γυναίκες που χρησιμοποιούν DMPA παρατηρείται μεγαλύτερη αύξηση του σωματικού τους βάρους προς το τέλος της πενταετίας ή και σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, συγκριτικά με τις γυναίκες που χρησιμοποιούν ενδομήτρια σπειράματα (LNG-IUS ή Cu-IUD). 56 - 58 Όμως, αύξηση του σωματικού βάρους παρατηρήθηκε και στις χρήστες εμφυτευμάτων μετά από πάροδο 12 μηνών. 59

Ένα σημαντικό μειονέκτημα της χορήγησης μόνο προγεσταγόνων, πέρα από τις γαστρεντερικές διαταραχές, αποτελεί η εμφάνιση ακανόνιστης και βαριάς αιμορραγίας η οποία συχνά είναι αιτία διακοπής της αντισυλληπτικής μεθόδου κατά τον πρώτο χρόνο χρήσης της. 60 Αρκετά συχνά, η συμβουλευτική στην γυναίκα ότι «όλα είναι καλά», είναι επαρκής για την συνέχιση της αντισύλληψης. Ενίοτε, η ενοχλητική κολπική αιμόρροια, μπορεί να βελτιωθεί με την συγχορήγηση από του στόματος συνδυασμένων αντισυλληπτικών δισκίων για 1-2 κύκλους, με ένα σχήμα μόνο οιστρογόνων για 1-3 εβδομάδες ή με την χορήγηση βραχείας χρονικής διάρκειας μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ) σε συνδυασμό με την αντισυλληπτική μέθοδο που ήδη εφαρμόζεται. 61 Η παρατεταμένη χρήση μόνο των προγεσταγόνων μπορεί να έχει ως κατάληξη εμμένουσα αμηνόρροια. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα πλεονέκτημα στις γυναίκες που έλαβαν την κατάλληλη συμβουλευτική.

Οι αντισυλληπτικές μέθοδοι που περιέχουν μόνο προγεσταγόνα δεν διαταράσσουν την παραγωγή γάλακτος κατά την περίοδο της γαλουχίας και συνεπώς αποτελούν μια άριστη επιλογή για τις θηλάζουσες μητέρες. Η χρήση αντισυλληπτικών μόνο με προγεσταγόνα δεν αυξάνει κίνδυνος νεοπλασίας του αναπαραγωγικού συστήματος, του ήπατος ή του μαστού. 62 – 64 Μπορεί να αναπτυχθούν λειτουργικές κύστες των ωοθηκών με μεγαλύτερη συχνότητα στις γυναίκες που χρησιμοποιούν αντισύλληψη μόνο με προγεσταγόνα, οι οποίες είναι παροδικές και συνήθως δεν απαιτούν κάποιου είδους παρέμβαση. 65 – 67 Η σχέση ορμονικής αντισύλληψης μόνο με προγεσταγόνα και διαταραχές διάθεσης δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. 68 Ωστόσο, υπάρχουν αναφορές για αυξημένα καταθλιπτικά συμπτώματα λίγο πριν, και αμέσως μετά την διακοπή της μακροχρόνιας χρήσης της ενέσιμης μορφής αντισύλληψης, DMPA. 69 Σε γυναίκες με καταθλιπτική συνδρομή, η χρήση αντισυλληπτικών μόνο με προγεσταγόνα δεν επιβαρύνουν περεταίρω την κλινική εικόνα και πορεία της νόσου. 70

Ενέσιμες αντισυλληπτικές μορφές προγεσταγόνων

Δύο ενέσιμες μορφές αντισύλληψης μόνο με προγεσταγόνο χρησιμοποιούνται παγκοσμίως και περιλαμβάνουν την ενδομυϊκή χορήγηση της οξικής depot μεδροξυπρογεστερόνης (Depot Medroxyprogesterone Acetate - DMPA) που κυκλοφορεί με την εμπορική ονομασία Depo-Provera σε δόση 150mg κάθε 3 μήνες, και τη νορεθιστερόνη (norethisterone) enanthate σε δόση 200mg κάθε 2 μήνες. Στην Ελλάδα δεν κυκλοφορεί κανένα σκεύασμα ενέσιμης αντισύλληψης. Η DMPA ενίεται μέσα στον δελτοειδή ή τον γλουτιαίο μυ χωρίς μάλαξη ώστε να μην επηρεάζεται ο βραδύς ρυθμός απελευθέρωσης του φαρμάκου. Ενναλακτικά, διατίθεται η υποδόρια μορφή depo-subQ provera 104 που ενίεται υποδορίως στην πρόσθια επιφάνεια του μηρού ή της κοιλιάς κάθε 3 μήνες. Η αντισυλληπτική προστασία των ενέσιμων προγεσταγόνων παρέχεται με την αναστολή της ωοθυλακιορρηξίας, το μεγαλύτερο ιξώδες της ενδοτραχηλικής βλέννας και την ατροφία του ενδομητρίου που καθιστά ένα αφιλόξενο περιβάλλον για την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου. Η αρχική ένεση DMPA θα πρέπει να χορηγείται εντός των 5 πρώτων ημερών από την έναρξη της εμμηνορρυσίας. Επίπεδα συγκέντρωσης του φαρμάκου στον ορό του αίματος ικανά για αντισυλληπτική προστασία παρατηρούνται από το πρώτο 24ώρο. Αυτό σημαίνει ότι δεν απαιτείται πρόσθετη αντισυλληπτική μέθοδος σ΄ αυτό το χρονικό παράθυρο.

  1. World Health Organization. Report of a WHO Technical Consultation on Birth Spacing Geneva, Switzerland, 13–15 June 2005.
  2. Conde-Agudelo A, Rosas-Bermudez A, Kafury-Goeta AC. Birth spacing and risk of adverse pregnancy outcomes: a meta-analysis. Journal of the American Medical Association. 2006 Apr 19;295(15):1809-23. PubMed | JAMA | Google Scholar
  3. Ahrens KA, Thoma ME, Copen CE, et al. Unintended pregnancy and interpregnancy interval by maternal age, National Survey of Family Growth. Contraception. 2018 Jul;98(1):52-55. PubMed | PMC | CIRHJ | PDF | Google Scholar
  4. Wu M, Eisenberg R, Negassa A, et al. Associations between immediate postpartum long-acting reversible contraception and short interpregnancy intervals. Contraception. 2020 Dec;102(6):409-413. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  5. Sackeim MG, Gurney EP, Koelper N, et al. Effect of contraceptive choice on rapid repeat pregnancy. Contraception. 2019 Mar;99(3):184-186. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  6. Oduyebo T, Zapata LB, Boutot ME, et al. Factors associated with postpartum use of long-acting reversible contraception. American Journal of Obstetrics & Gynecology. 2019 Jul;221(1):43.e1-43.e11. PubMed | PMC | AJOG | PDFGoogle Scholar
  7. Rossier C, Bradley SE, Ross J, et al. Reassessing unmet need for family planning in the postpartum period. Stud Fam Plann. 2015 Dec;46(4):355-67. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  8. Mody SK, Nair S, Dasgupta A, et al. Postpartum contraception utilization among low-income women seeking immunization for infants in Mumbai, India. Contraception. 2014 Jun;89(6):516-20. PubMed | PMC | CIRHJ | PDF | Google Scholar
  9. Singh SD, Darroch JE, Ashford LS, et al. Adding it up: the costs and benefits of investing in family planning and newborn and maternal health. Estimates for 2009. New York City: Guttmacher Institute;
  10. Zapata LB, Murtaza S, Whiteman MK, et al. Contraceptive counseling and postpartum contraceptive use. Am J Obstet Gynecol. 2015 Feb;212(2):171.e1-8. PubMed | PMC | AJOG | PDF | Google Scholar
  11. Teal SB. Postpartum Contraception: Optimizing Interpregnancy Intervals. Contraception. 2014 Jun;89(6):487-8. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  12. Potter JE, Coleman-Minahan K, White K, et al. Contraception after delivery among publicly insured women in Texas use compared with preference. Obstet Gynecol. 2017 Aug;130(2):393-402. PubMed | PMC | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  13. Gemmill A, Lindberg LD. Short interpregnancy intervals in the United States. Obstet Gynecol. 2013 Jul;122(1):64-71. PubMed | PMC | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  14. White K, Teal SB, Potter JE, et al. Contraception after delivery and short interpregnancy intervals among women in the United States. Obstet Gynecol. 2015 Jun;125(6):1471-1477. PubMed | PMC | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  15. Heller R, Cameron S, Briggs R, et al. Postpartum contraception: a missed opportunity to prevent unintended pregnancy and short inter-pregnancy intervals. J Fam Plann Reprod Health Care. 2016 Apr;42(2):93-8. PubMed | BMJRH | PDF | Google Scholar
  16. Picavet C, Goenee M, Wijsen C. Characteristics of women who have repeat abortions in the Netherlands. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2013 Oct;18(5):327-34. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  17. Sonalkar S, Kapp N. Intrauterine device insertion in the postpartum period: a systematic review. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2015 Feb;20(1):4-18. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  18. Washington CI, Jamshidi R, Thung SF, et al. Timing of postpartum intrauterine device placement: a cost-effectiveness analysis. Fertil Steril. 2015 Jan;103(1):131-7. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  19. Winner B, Peipert JF, Zhao Q, et al. Effectiveness of long-acting reversible contraception. N Engl J Med. 2012 May 24;366(21):1998-2007. PubMed | NEJM | PDFGoogle Scholar
  20. Levi EE, Stuart GS, Zerden ML, et al. Intrauterine Device Placement During Cesarean Delivery and Continued Use 6 Months Postpartum: A Randomized Controlled Trial. Obstet Gynecol. 2015 Jul;126(1):5-11. PubMed | PMC | Obstetrics & Gynecology | PDFGoogle Scholar 
  21. Xu JX, Rivera R, Dunson TR, et al. A comparative study of two techniques used in immediate postplacental insertion (IPPI) of the Copper T-380A IUD in Shanghai, People's Republic of China. Contraception. 1996 Jul;54(1):33-8. PubMed | CIRHJ | Google Scholar 
  22. Eggebroten JL, Sanders JN, Turok DK. Immediate postpartum intrauterine device and implant program outcomes: a prospective analysis. American journal of obstetrics and gynecology. 2017 Jul;217(1):51.e1-51.e7. PubMed | AJOG | Google Scholar
  23. Goldthwaite LM, Sheeder J, Hyer J, et al. Postplacental intrauterine device expulsion by 12 weeks: a prospective cohort study. American journal of obstetrics and gynecology. 2017 Dec;217(6):674.e1-674.e8. PubMed | AJOG | Google Scholar
  24. Celen S, Moroy P, Sucak A, et al. Clinical outcomes of early postplacental insertion of intrauterine contraceptive devices. Contraception. 2004 Apr;69(4):279-82. PubMed | CIRHJ | Google Scholar 
  25. Gurney EP, Sonalkar S, McAllister A, et al. Six-month expulsion of postplacental copper intrauterine devices placed after vaginal delivery. Am J Obstet Gynecol. 2018 Aug;219(2):183.e1-183.e9. PubMed | PMC | AJOG | PDF | Google Scholar
  26. Sothornwit J, Kaewrudee S, Lumbiganon P, et al. Immediate versus delayed postpartum insertion of contraceptive implant and IUD for contraception. Cochrane Database Syst Rev. 2022 Oct 27;10(10):CD011913. PubMed | PMC | Cochrane Library | PDFGoogle Scholar
  27. Sothornwit J, Werawatakul Y, Kaewrudee S, et al. Immediate versus delayed postpartum insertion of contraceptive implant for contraception. Cochrane Database Syst Rev. 2017 Apr 22;4(4):CD011913. PubMed | PMC | Cochrane Library | PDFGoogle Scholar
  28. Nexplanon (etonogestrel). Manufactured by: N.V. Organon, Oss, The Netherlands, a subsidiary of Organon & Co., Jersey City, NJ 07302, USA ©:2023
  29. Merki-Feld GS, Brekenfeld C, Migge B, et al. Nonpalpable ultrasonographically not detectable Implanon rods can be localized by magnetic resonance imaging. Contraception. 2001 Jun;63(6):325-8. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  30. Chevreau J, Krief D, Abou Arab O, et al. Factors associated with removal difficulties of etonogestrel-containing contraceptive implants (Nexplanon ®). Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2018 May;224:81-84. PubMed | EJOG | Google Scholar 
  31. Pillai M, Gazet AC, Griffiths M. Continuing need for and provision of a service for non-standard implant removal. J Fam Plann Reprod Health Care. 2014;40(2):126–132. PubMed | BMSJRH | Google Scholar 
  32. Mommers E, Blum GF, Gent TG, et al. Nexplanon, a radiopaque etonogestrel implant in combination with a next-generation applicator: 3-year results of a noncomparative multicenter trial. Am J Obstet Gynecol. 2012 Nov;207(5):388.e1-6. PubMed | AJOG | Google Scholar
  33. Brown M, Britton J. Neuropathy associated with etonogestrel implant insertion. Contraception. 2012 Nov;86(5):591–593. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  34. Howie PW, Mcneilly AS. Breast-feeding and postpartum ovulation. IPPF Med Bull. 1982 Apr;16(2):1-3. PubMed | Google Scholar
  35. Garcia-Figueroa RB, Malanco-Hernadez LM, Lara-Ricalde R, et al. Contraception and breastfeeding. Spacing of pregnancies. Present concepts. Ginecol Obstet Mex. 2014 Aug;82(8):547-51. PubMed | Google Scholar
  36. Short RV. Lactational infertility in family planning. Ann Med. 1993 Apr;25(2):175-80. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  37. Badraoui MH, Hefnawi F. Ovarian function during lactation. Popul Sci. 1982;(2):95-107. PubMed | Google Scholar
  38. Borda MR, Winfrey W, McKaig C. Return to sexual activity and modern family planning use in the extended postpartum period: an analysis of findings from seventeen countries. Afr J Reprod Health. PubMed | Google Scholar
  39. Hatcher RA, Trussell J, Nelson AL. Contraceptive technology: Ardent Media. 19th Revised Edition, Book 2007: USA
  40. Kennedy KI, Short RV, Tully MR. Premature introduction of progestin-only contraceptive methods during lactation. Contraception. 1997 Jun;55(6):347-50. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  41. World Health Organization. Medical eligibility criteria for contraceptive use. 4th ed. Geneva: WHO; 2010. WHO
  42. Hall KS, Trussell J, Schwarz EB. Progestin-only contraceptive pill use among women in the United States. Contraception. 2012 Dec;86(6):653-8. PubMed | PMC | CIRHJ | PDF | Google Scholar
  43. Guillebaud J. Contraception Today. 7 th edition published in 2012 by Informa Healthcare, Telephone House, 69-77 Paul Street, London EC2A 4LQ, UK.
  44. Mears E, Vessey MP, Andolsek L, et al. Preliminary evaluation of four oral contraceptives containing only progestogens. Br Med J. 1969 Jun 21;2(5659):730-4. PubMed | PMC | BMJ | PDF | Google Scholar
  45. Hawkins D F, Benster B. A comparative study of three low dose progestogens, chlormadinone acetate, megestrol acetate and norethisterone, as oral contraceptives. Br J Obstet Gynaecol. 1977 Sep;84(9):708-13. PubMed |  PMC | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  46.  Korver T. A double-blind study comparing the contraceptive efficacy, acceptability and safety of two progestogen-only pills containing desogestrel 75 micrograms/day or levonorgestrel 30 micrograms/day. Collaborative Study Group on the Desogestrel-containing Progestogen-only Pill. Eur J Contracept Reprod Health Care. 1998 Dec;3(4):169-78. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  47. Mansour D, Gemzell-Danielsson K, Inki P, et al. Fertility after discontinuation of contraception: a comprehensive review of the literature. Contraception. 2011 Nov;84(5):465-77. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  48. Gardner JM, Mishell Jr DR. Analysis of bleeding patterns and resumption of fertility following discontinuation of a long acting injectable contraceptive. Fertil Steril. 1970 Apr;21(4):286-91. PubMed | Elsevier | PDFGoogle Scholar
  49. Gunardi ER, Surya R, Syafitri I, et al. Impact of one-rod levonorgestrel implant on the blood chemistry profile. Sci Rep. 2021 Oct 11;11(1):20141. PubMed | PMC | ScientificPDFGoogle Scholar
  50. Lopez LM, Grimes DA, Schulz KF. Steroidal contraceptives: effect on carbohydrate metabolism in women without diabetes mellitus. Cochrane Database Syst Rev. 2019 Nov 12;2019(11). PubMed | Cochrane Library | PDFGoogle Scholar
  51. Dorflinger LJ. Metabolic effects of implantable steroid contraceptives for women. Contraception. 2002 Jan;65(1):47-62. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  52. Kongsayreepong R, Chutivongse S, George P, et al. A multicentre comparative study of serum lipids and apolipoproteins in long-term users of DMPA and a control group of IUD users. World Health Organization. Task Force on Long-Acting Systemic Agents for Fertility Regulation Special Programme of Research, Development and Research Training in Human Reproduction. Contraception. 1993 Feb;47(2):177-91. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  53. Lidegaard Ø, Løkkegaard E, Svendsen AL, et al. Hormonal contraception and risk of venous thromboembolism: national follow-up study. BMJ. 2009 Aug; 13:339:b2890. PubMed | PMC | BMJ | PDFGoogle Scholar
  54. Enk L, Landgren BM, Lindberg UB, et al. A prospective, one-year study on the effects of two long acting injectable contraceptives (depot-medroxyprogesterone acetate and norethisterone oenanthate) on serum and lipoprotein lipids. Horm Metab Res. 1992 Feb;24(2):85-9. PubMed | Thieme Connect | Google Scholar
  55. Modesto W, de Nazaré Silva dos Santos P, Correia VM, et al. Weight variation in users of depot-medroxyprogesterone acetate, the levonorgestrel-releasing intrauterine system and a copper intrauterine device for up to ten years of use. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2015 Feb;20(1):57-63. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  56. Yela DA, Urbano Monteiro IM, Bahamondes LG, et al. Weight variation in users of the levonorgestrel-releasing intrauterine system, of the copper IUD and of medroxyprogesterone acetate in Brazil. Rev Assoc Med Bras. 2006 Jan-Feb;52(1):32-6. PubMed | Scielo | PDFGoogle Scholar
  57. Machado RB, Politano CA. Progestogen-only oral contraceptives. Rev Bras Ginecol Obstet. 2022 Apr;44(4):442-448. PubMed | PMC | Thieme Connect | PDFGoogle Scholar
  58. Bahamondes L, Del Castillo S, Tabares G, et al. Comparison of weight increase in users of depot medroxyprogesterone acetate and copper IUD up to 5 years. Contraception. 2001 Oct;64(4):223-5. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  59. Vickery Z, Madden T, Zhao Q, et al. Weight change at 12 months in users of three progestin-only contraceptive methods. Contraception. 2013 Oct;88(4):503-8. PubMed | PMC | CIRHJ | PDFGoogle Scholar
  60. Cromer BA, Smith RD, Blair JM, et al. A prospective study of adolescents who choose among levonorgestrel implant (Norplant), medroxyprogesterone acetate (Depo-Provera), or the combined oral contraceptive pill as contraception. Pediatrics. 1994 Nov;94(5):687-94. PubMed | Google Scholar
  61. Abdel-Aleem Hany, d'Arcangues C, Vogelsong KM, et al. Treatment of vaginal bleeding irregularities induced by progestin only contraceptives. Cochrane Database Syst Rev. 2013 Jul 2;(7):CD003449. PubMed | Cochrane Library | PDFGoogle Scholar
  62. Phung MT, Lee AW, Wu AH, et al. Depot-Medroxyprogesterone Acetate Use Is Associated with Decreased Risk of Ovarian Cancer: The Mounting Evidence of a Protective Role of Progestins. Cancer Epidemiol Biomarkers Prev. 2021 May;30(5):927-935. PubMed | PMC | AACR | PDFGoogle Scholar
  63. Samson M, Porter N, Orekoya O, et al. Progestin and breast cancer risk: a systematic review. Breast Cancer Res Treat. 2016 Jan;155(1):3-12. PubMed | PMC | SpringerLink | PDFGoogle Scholar
  64. Depot-medroxyprogesterone acetate (DMPA) and risk of epithelial ovarian cancer. The WHO Collaborative Study of Neoplasia and Steroid Contraceptives. Int J Cancer. 1991 Sep 9;49(2):191-5. PubMed 
  65. Nahum GG, Kaunitz AM, Rosen K, et al. Ovarian cysts: presence and persistence with use of a 13.5mg levonorgestrel-releasing intrauterine system. Contraception. 2015 May;91(5):412-7. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  66. Hidalgo MM, Lisondo C, Juliato CT, et al. Ovarian cysts in users of Implanon and Jadelle subdermal contraceptive implants. Contraception. 2006 May;73(5):532-6. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  67. Bahamondes L, Hidalgo M, Petta CA, et al. Enlarged ovarian follicles in users of a levonorgestrel-releasing intrauterine system and contraceptive implant. J Reprod Med. 2003 Aug;48(8):637-40. PubMed | Google Scholar
  68. Standeven LR, McEvoy KO, Osborne LM. Progesterone, reproduction, and psychiatric illness. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2020 Nov;69:108-126. PubMed | PMC | Elsevier Science | PDFGoogle Scholar
  69. Civic D, Scholes D, Ichikawa L, et al. Depressive symptoms in users and non-users of depot medroxyprogesterone acetate. Contraception. 2000 Jun;61(6):385-90. PubMed | CIRHJ | Google Scholar
  70. Pagano HP, Zapata LB, Berry-Bibee EN, et al. Safety of hormonal contraception and intrauterine devices among women with depressive and bipolar disorders: a systematic review. Contraception. 2016 Dec;94(6):641-649. PubMed | CIRHJ | Google Scholar 

Σύντομα περισσότερα, μείνετε συντονισμένοι.

Περιγραφή και ορισμός

Πρακτικά, ο όρος «διακοπή της κύησης» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη χειρουργική ή τη φαρμακευτική έκτρωση μιας εγκυμοσύνης κατά την οποία το έμβρυο δεν είναι ακόμα βιώσιμο εκτός της μήτρας. Ενδεχόμενος, ο όρος εκλεκτική έκτρωση να είναι πλέον δόκιμος, καθώς περιγράφει τη διακοπή της κύησης πριν από το όριο της βιωσιμότητας του εμβρύου μετά από επιθυμία της γυναίκας χωρίς να υπάρχει ιατρική ένδειξη. Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται και ο όρος τεχνητή έκτρωση. Η τεχνητή έκτρωση υποδηλώνει την προκλητή δημιουργία διαστολής του τραχήλου και στη συνέχεια την αφαίρεση του κυήματος από την ενδομήτρια κοιλότητα της μήτρας. Οι περισσότερες τεχνητές διακοπές κύησης που γίνονται σήμερα είναι εκλεκτικές και επομένως αποτελούν μια από τις πλέον συχνές επεμβατικές διαδικασίες.

Ταξινόμηση εκτρώσεων

Η διακοπή της κύησης συνήθως είναι αποτέλεσμα μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και συχνά της μη εφαρμογής κάποιου αντισυλληπτικού μέσου ή της κακής εφαρμογής του. Αυτή η κατ’ επιλογήν διακοπή της κύησης, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την εκλεκτική έκτρωση. Στη χώρα μας, η εκλεκτική έκτρωση επιτρέπεται από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, μέχρι την 12η εβδομάδα της κύησης, με βάση την ημερομηνία της πρώτης ημέρας της τελευταίας φυσιολογικής περιόδου.

Η θεραπευτική έκτρωση αναφέρεται στην διακοπή της κύησης επί ιατρικών ενδείξεων. Οι ιατρικές ενδείξεις που συνιστούν διακοπή κύησης είναι ποικίλες και μπορεί να περιλαμβάνουν: α) την διαπίστωση πάσχοντος εμβρύου, κατόπιν προγεννητικού ελέγχου, και την πρόληψη γέννησης ενός εμβρύου με σοβαρές ανατομικές, μεταβολικές ή διανοητικές διαταραχές, β) τα σοβαρά προβλήματα υγείας ή τις απειλητικές μαιευτικές επιπλοκές για τη ζωή της εγκύου ασθενούς, ως επί σοβαρού βαθμού καρδιοπάθειας, τοξιναιμίας, κ.λ.π. ή αν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας της εγκύου, γ) τις περιπτώσεις βιασμών, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδομάδες εγκυμοσύνης, δ) τις περιπτώσεις εμβρυϊκών θανάτων. Η θεραπευτική έκτρωση επιτρέπεται στη χώρα μας, όπως προβλέπει το άρθρο 304 του Ποινικού Κώδικα (νόμος 4619/2019), μέχρι την 24η εβδομάδα της κύησης κατά την οποία το έμβρυο δεν έχει υπερβεί το όριο της βιωσιμότητας.

Μέθοδοι τεχνητής διακοπής της κύησης κατά το πρώτο τρίμηνο 

Η διακοπή της κύησης μπορεί να πραγματοποιηθεί με την χρήση χειρουργικών ή φαρμακευτικών μεθόδων. Παραδοσιακά, η διακοπή της κύησης γινόταν χειρουργικά με την χρήση αναρρόφησης αντλίας-κενού ή με διαστολή και απόξεση (Dilation and Curettage - D&C) υπό γενική ή τοπική αναισθησία και ήταν οι μέθοδοι επιλογής ήδη από τη δεκαετία του 1960. Η διαστολή και η εκκένωση (Dilation and Evacuation - D&E) είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη χειρουργική μέθοδος στο δεύτερο τρίμηνο και έγινε δημοφιλής στη δεκαετία του 1970. 1 ,2 Η φαρμακευτική έκτρωση, εισήλθε ως εναλλακτική μέθοδος τερματισμού της κύησης μετά την ευρεία διαθεσιμότητα των προσταγλανδινών στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και των αντιπρογεστερονικών παραγόντων (RU-486) τη δεκαετία του 1980. 3 - 5 Ακόμα, η μεθοτρεξάτη (MTX) ένα χημικό ανάλογο του φυλλικού οξέος χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 για την διακοπή της ενδομήτριας αλλά και της εξωμήτριας κύησης, εξαιτίας της κυτταροτοξικής της δράσης επί του τροφοβλαστικού ιστού. 6

Χειρουργική μέθοδος διακοπής της κύησης πρώτου τριμήνου

Η χειρουργική μέθοδος διακοπής της κύησης πραγματοποιείται διακολπικά μετά από κατάλληλη προετοιμασία και επαρκή διαστολή του τραχήλου της μήτρας ώστε να επιτρέπεται η διέλευση των χειρουργικών εργαλείων και των προϊόντων σύλληψης χωρίς να τραυματίζεται η μήτρα και ο τράχηλος. Η προεγχειρητική ωρίμανση του τραχήλου έχει ως στόχο την εξάλειψη της αντίστασης του τραχήλου η οποία καθιστά την διαστολή τεχνικά ευκολότερη και ασφαλέστερη, με λιγότερο πόνο και μικρότερο χρόνο. 7 Ωστόσο, μια πιο επιλεκτική προσέγγιση συνιστά την προετοιμασία τραχήλου μόνο σε γυναίκες υψηλού κινδύνου για κάκωση του τραχηλικού αυλού και σε έφηβες. 8 , 9

Αν δεν έχει ήδη γίνει, στα πλαίσια της προγεννητικής φροντίδας κατά την αρχόμενη κύηση θα χρειαστεί αξιολόγηση της κατάστασης Rhesus και μέτρηση των επιπέδων της αιμοσφαιρίνης στο αίμα της μητέρας. 10 Επίσης, είναι απαραίτητος ο προσυμπτωματικός έλεγχος για γονόρροια, σύφιλη, τον ιό της ανοσοανεπάρκειας, τα χλαμύδια, την ηπατίτιδα Β και C. Οι κλινικά εμφανείς λοιμώξεις από τον τράχηλο της μήτρας θα πρέπει να θεραπεύονται πριν από τις προγραμματισμένες επεμβάσεις. Τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες τεκμηριώνουν την χρησιμότητα της προφυλακτικής χορήγησης αντιβιοτικών που επιτυγχάνει συνολική μείωση του κινδύνου μετεγχειρητικής λοίμωξης κατά 44%. 11 Το συνιστώμενο θεραπευτικό σχήμα συνιστάται στη χορήγηση 100mg δοξυκυκλίνης πριν από τη χειρουργική διακοπή της κύησης και 200mg μετά από αυτήν. Εναλλακτικά, μπορούν να χορηγηθούν μετρονιδαζόλη ή αζιθρομυκίνη, 12 όπως φαίνεται στον Πίνακα 1.

Πίνακας 1. Αντιβιοτικά σχήματα χειρουργικής έκτρωσης

Επέμβαση

Αντιβιοτικό

Δόση

D&A*

 

D&C**

 

D&E***

Δοξυκυκλίνη

ή

Αζιθρομυκίνη

ή

Μετρονιδαζόλη

100mg PO 1 ώρα πριν και 200mg μετά την επέμβαση

 

1gr PO 1 ώρα πριν την επέμβαση

 

500mg PO για 5 ημέρες

Συντομογραφίες: *διαστολή και αναρρόφηση, **διαστολή και απόξεση, ***διαστολή και εκκένωση, PO - από το στόμα

Γενικά, η κλινική αξιολόγηση των ασθενών με υπερηχογράφημα θεωρείται επιβεβλημένη ως εξέταση πριν από την διακοπή της κύησης για να διαπιστωθεί ένας ενδομήτριος σάκος κύησης, να προσδιοριστεί η ηλικία κύησης, να αξιολογηθούν τυχόν ουλές από προηγούμενη καισαρική τομή, να προσδιοριστεί η θέση και η εμφύτευση του πλακούντα, να ανιχνευτούν συγγενείς ανωμαλίες διάπλασης της μήτρας (π.χ. δίδελφος, δίκερως μήτρα, κ.λ.π). 13

Προετοιμασία τραχήλου στο πρώτο τρίμηνο

Οι επιλογές της ωρίμανσης του τραχήλου περιλαμβάνουν μηχανικούς διαστολείς και φαρμακευτικές ουσίες. 14 Ως μηχανικά μέσα, χρησιμοποιούνται υγροσκοπικοί διαστολείς του τραχήλου οι οποίοι επίσης ονομάζονται ωσμωτικοί διαστολείς. Αυτά τα υλικά, προσροφούν νερό από τους περιβάλλοντες ιστούς με αποτέλεσμα να αυξάνονται σε όγκο και προοδευτικά να διαστέλλεται ο ενδοτραχηλικός αυλός, εντός του οποίου τοποθετούνται. Ένα είδος ωσμωτικών διαστολέων προέρχεται από διάφορα είδη φυκιών Laminaria Digitata ή Laminaria Japonica τα οποία συλλέγονται από το βυθό του ωκεανού. 15 Ένα άλλο είδος ωσμωτικού διαστολέα είναι το Dilapan-S το οποίο κατασκευάζεται από συνθετική υδρογέλη. 16 Και οι δύο τύποι ωσμωτικού διαστολέα αυξάνονται στον τράχηλο σε μια απώτερη διάμετρο 3-4 φορές μεγαλύτερη από την αρχική διάμετρο που είχαν σε ξηρή κατάσταση. Ωστόσο, το Dilapan-S επιταχύνει την διαδικασία της διαστολής του τραχήλου σε 4-6 ώρες σε αντίθεση με τη λαμινάρια για την οποία θα χρειαστούν 12 με 24 ώρες.

Η μισοπροστόλη χρησιμοποιείται συχνά με σκοπό την ωρίμανση του τραχήλου σε εκτρώσεις πρώτου τριμήνου. 17 Η συνήθης δόση είναι 400mcg τα οποία χορηγούνται υπογλώσσια, παρειακά ή τοποθετούνται στον οπίσθιο κολπικό θόλο ή το ορθό 3-4 ώρες πριν από την επέμβαση. 18 Η υπογλώσσια χορήγησης μισοπροστόλης (400mcg) μία ώρα πριν και η χορήγηση κολπικώς ίδιας ποσότητας μισοπροστόλης τρείς ώρες πριν από την επέμβαση έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα στην ωρίμανση του τραχήλου. 19 Η υπογλώσσια μισοπροστόλη εμφανίζει υψηλότερη συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών όπως μεγαλύτερη διεγχειρητική απώλεια αίματος, ναυτία/έμετοι. 20 Όμως, έχει το πλεονέκτημα ότι είναι περισσότερο βολική στη χορήγηση και είναι ίσως πιο κατάλληλη για αυθημερόν χειρουργική επέμβαση. 21 Μία άλλη φαρμακευτική ουσία αποτελεσματική για την ωρίμανση του τραχήλου είναι η μιφεπριστόνη με αντιπρογεστερονική δράση. Η μιφεπριστόνη χορηγείται σε δοσολογία 200mg από του στόματος 24-48 ώρες πριν από την επέμβαση. Ωστόσο, το μεγάλο κόστος και η χρονική καθυστέρηση της προετοιμασίας του τραχήλου την καθιστούν λιγότερο ανταγωνιστική έναντι της μισοπροστόλης κατά το πρώτο τρίμηνο.

Πίνακας 2. Προετοιμασία τραχήλου σε χειρουργικές εκτρώσεις πρώτου τριμήνου

Επέμβαση

Φαρμακευτική ουσία

Δόση

D&A*

 

 

D&C**

Μισοπροστόλη

ή

 

Μιφεπριστόνη

400mcg SL, 1 ώρα πριν την επέμβαση, εναλλακτικά

400mcg EDV, 3-4 ώρες πριν την επέμβαση

 

200mg PO, 24-48 ώρες πριν την επέμβαση

Συντομογραφίες: *διαστολή και αναρρόφηση, **διαστολή και απόξεση, SL - υπογλώσσια, EDV – ενδοκολπικώς, PO - από το στόμα

Διαστολή και αναρρόφηση (Dilation and Aspiration)

Ονομάζεται επίσης διαστολή και απόξεση καθώς η διακοπή της κύησης επιτυγχάνεται με τη χρήση ξέστρου ή διενεργείται απόξεση με την χρήση αντλίας αρνητικής πίεσης. Αποτελεί μια χειρουργική μέθοδο διακοπής της κύησης κατά το πρώτο τρίμηνο μετά από διατραχηλική προσπέλαση. Ο τράχηλος, υφίσταται πρώτα διαστολή και, στη συνέχεια πραγματοποιείται εκκένωση των προϊόντων της σύλληψης δια αναρροφήσεως. Για το σκοπό αυτό, ένας συμπαγής μεταλλικός σωλήνας συνδέεται σε μια ηλεκτρική αντλία αναρρόφησης (EVA-Electric Vacuum Aspiration) 22 ή σε μια χειροκίνητη αντλία κενού (MVA-Manual Vacuum Aspiration), όπου η αναρρόφηση του περιεχομένου της μήτρας επιτυγχάνεται μηχανικά με τη χρήση σύριγγας 60mL αρνητικής πίεσης. 23

Αρχικά, γίνεται αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση με σκοπό να καθοριστεί επακριβώς το μέγεθος και η κλίση/κάμψη της μήτρας. Έπειτα, τοποθετούνται γυναικολογικές βάλβες και ο τράχηλος καθαρίζεται με διάλυμα ιωδιούχου ποβιδόνης 10%. Στη συνέχεια, συλλαμβάνεται το πρόσθιο χείλος του τραχήλου με μονοοδοντωτή λαβίδα Schroeder και έλκεται προς την κατεύθυνση που ευθιάζονται τράχηλος και σώμα της μήτρας, μαζί. Η υστερομέτρηση πραγματοποιείται με μητρομήλη ένα ειδικό εργαλείο με διαβάθμιση και στρογγυλεμένο άκρο από ανοξείδωτο μέταλλο που εισάγεται εντός της μήτρας για να μετρηθεί το βάθος και να εξακριβωθεί η γωνίωση της ενδομητρικής κοιλότητας. Εάν χρειαστεί ο τράχηλος μπορεί να διασταλεί περαιτέρω με την χρήση κηρίων Hegar έως ότου να μπορεί να εισέλθει ο σωλήνας αναρρόφησης με την κατάλληλη διάμετρο. Ο βαθμός της απαιτούμενης διαστολής του τραχήλου αντιστοιχεί στην ηλικία κύησης. Όμως, στην κλινική πρακτική απαιτείται διαστολή ένα mm παραπάνω ώστε ο σωλήνας αναρρόφησης να εισέρχεται ατραυματικά. Τα μεγέθη των κηρίων Hegar αντανακλούν τη διάμετρό τους σε χιλιοστά (mm). Για μια εγκυμοσύνη 8 εβδομάδων απαιτείται διαστολή 9mm και για μια 9 εβδομάδων, διαστολή 10mm. Συνιστάται, το κηρίο να συγκρατείται με τον αντίχειρα και τον παράμεσο του χεριού από τα πλάγια ενώ ο δείκτης να τοποθετείται πρόσθια ώτε να ελέγχεται καλύτερα η δύναμη προώθησης και αντίστασης του διαστολέα. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η βίαιη διαστολή του τραχήλου και παρέχεται ένα μέσο προστασίας έναντι της διάτρησης της μήτρας καθώς όταν συναντάται έντονη αντίσταση τα δάκτυλα αφήνονται να ολισθαίνουν επί του κηρίου.

Μετά την διαστολή του τραχήλου, ο σωλήνας αναρρόφησης διαμέτρου 8-12mm είναι ο πλέον κατάλληλος για τις περισσότερες επεμβάσεις πρώτου τριμήνου. Εισάγεται από το έξω στόμιο του τραχήλου και προωθείται αργά προς τον πυθμένα μέχρι να συναντηθεί αντίσταση στην περαιτέρω προώθησή του. Στη συνέχεια, συνδέεται με τη συσκευή αναρρόφησης η οποία τότε τίθεται σε λειτουργία. Αφού ανέβει η πίεση στα -90Bar ο σωλήνας αναρρόφησης σταδιακά μετακινείται προς τα έξω προς το έσω τραχηλικό στόμιο και με βραδύ ρυθμό περιστρέφεται 360˚. Αυτό επαναλαμβάνεται έως ότου σταματήσει να αναρροφάται πλέον άλλος ιστός. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με ήπια απόξεση με τη χρήση ξέστρου Recamier ώστε να απομακρυνθούν τα εναπομείναντα υπολείμματα των προϊόντων της σύλληψης. Πλήθος μελετών υποστηρίζουν την υψηλή αποτελεσματικότητα, την ασφάλεια και την υψηλή αποδοχή και των δύο τεχνικών EVA και MVA από τις ασθενείς. 24 , 25

Ένα σημαντικό μειονέκτημα της διακοπής της κύησης σε ηλικία ≤ από τις 6 εβδομάδες είναι ότι ίσως η κύηση είναι πολύ μικρή και δεν μπορεί να αφαιρεθεί με τη χρήση αναρροφητικού ξέστρου. Ως εκ τούτου, τα προϊόντα αναρρόφησης θα πρέπει να εκπλένονται μέσα από ένα ειδικό φίλτρο και να τοποθετούνται σε ένα διαυγή πλαστικό περιέκτη ώστε να μπορούν να αναγνωρίζονται με την βοήθεια οπίσθιου φωτισμού. Ο πλακουντιακός ιστός είναι μαλθακός, και έχει την χαρακτηριστική εικόνα φτέρης πτηνού. Εάν τα προϊόντα της σύλληψης δεν αναγνωρίζονται επαρκώς η παρακολούθηση της ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης μπορεί να είναι απαραίτητη για να επιβεβαιωθεί η πλήρης έκτρωση. 26

Διαστολή και απόξεση

Η διαστολή και απόξεση (Dilation and Curettage - D&C) είναι μια συχνή χειρουργική επέμβαση στη μαιευτική και τη γυναικολογία. Χρησιμοποιείται για τη διαχείριση αποβολών πρώτου και δεύτερου τριμήνου καθώς και για τη διακοπή της κύησης. Ο τράχηλος, υφίσταται πρώτα διαστολή και, στη συνέχεια εκτελείται απόξεση των προϊόντων της σύλληψης αποκλειστικά με τη χρήση ξέστρου. Κατά τον χρόνο της απόξεσης, η εκκένωση της μήτρας πραγματοποιείται μηχανικά με την χρήση μεταλλικού ξέστρου Recamier. Ωστόσο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization - WHO) συνιστά την διαστολή και αναρρόφηση ως την προτεινομένη τεχνική χειρουργικής έκτρωσης κατά το πρώτο τρίμηνο εξαιτίας της μεγαλύτερης απώλειας αίματος, του πόνου, της μεγαλύτερης διάρκειας της επέμβασης και άλλων μακροπρόθεσμων επιπλοκών. 27 Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί πως αυτή η τεχνική είναι διαφορετική από τη βραχεία χρήση ξέστρου αμέσως μετά την αρχική αναρρόφηση της μήτρας. Αυτός ο συνδυασμός της βραχείας χρήσης ξέστρου και αναρρόφησης χρησιμοποιείται ως πάγια τακτική από το 47% των επαγγελματιών υγείας στις ΗΠΑ προκειμένου να επιτευχθεί επιτυχώς η ολοκλήρωση της διαδικασίας. 28 Στην Ιαπωνία, ιδίως στα γενικά νοσοκομεία, η D&C εξακολουθεί να χρησιμοποιείται περίπου στο 33% των χειρουργικών επεμβάσεων αποβολής και τεχνητής έκτρωσης. 29 , 30 Όμως, η D&C σπάνια πραγματοποιείται στην Ευρώπη και την Αμερική λόγω του κινδύνου εμφάνισης του συνδρόμου Asherman. 31

Επιπλοκές διακοπής κύησης κατά το πρώτο τρίμηνο

Οι γυναίκες που υποβάλλονται σε τεχνητή διακοπή της κύησης εμφανίζουν ποσοστά επιπλοκών τα οποία αυξάνονται με την αύξηση της ηλικίας κύησης. Σε μια συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με την τεχνητή διακοπή της κύησης κατά το πρώτο τρίμηνο, τα ποσοστά διάτρησης της μήτρας και οι ρήξεις του κατώτερου γεννητικού συστήματος ήταν ≤ από 1%. 32 Η διάτρηση συνήθως αναγνωρίζεται όταν το εργαλείο που χρησιμοποιείται διέλθει χωρίς καμιά αντίσταση εντός της ελάσσονος πυέλου. Σε περίπτωση που διέλθει ένα αναρροφητικό ξέστρο ή ένα οξύ μεταλλικό ξέστρο Recamier μέσα στην περιτοναϊκή κοιλότητα, τότε, μπορεί να υπάρξει σημαντικός τραυματισμός στα ενδολκοιλιακά όργανα. Στην περίπτωση αυτή, η ασφαλέστερη επιλογή είναι η λαπαροσκόπηση ώστε να ελεγχθεί πλήρως η περιτοναϊκή κοιλότητα για τραυματισμό του εντέρου. Η διάτρηση της μήτρας δεν αποτελεί αντένδειξη για την ολοκλήρωση της απόξεσης υπό άμεση καθοδήγηση κατά την διενέργεια της λαπαροσκόπησης ή της λαπαροτομίας. 33 Μετά την D&C μπορεί προκληθεί τραυματισμός της ενδομήτριας κοιλότητας και να δημιουργηθούν συμφύσεις. Ο κίνδυνος τραυματισμού αυξάνεται με την αύξηση των χειρουργικών εκτρώσεων. Ωστόσο, οι περισσότερες συμφύσεις είναι ήπιου βαθμού χωρίς ιδιαίτερη κλινική σημασία. 34

Γενικά, και οι δύο μέθοδοι διακοπής της κύησης είναι ασφαλείς και αποδεκτές, αν και οι περισσότερες γυναίκες στις Ινδίες, την Κούβα και την Κίνα προτιμούν την ιατρική έκτρωση. 35. Ωστόσο, η ιατρική έκτρωση ως διαδικασία τριών ημερών μετρίασε την ικανοποίηση αρκετών «ασθενών» από τις βασικές τους προσδοκίες, 36 και, κάποιες μελέτες ανέφεραν μεγαλύτερη ικανοποίηση με τη χειρουργική παρά με την ιατρική έκτρωση. 37  Πέραν αυτών, η ιατρική έκτρωση σχετίζεται με τετραπλάσια συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών του τύπου της αιμορραγίας (20,0% σε σύγκριση με 5,6% της χειρουργικής έκτρωσης, P<.001) και της παραμονής των προϊόντων της σύλληψης (6,7% έναντι 1,6%, P<.001). 38 Η λοίμωξη και για τις δύο μεθόδους ήταν παρόμοια και ήταν < από 0.3%. 39

Χειρουργική μέθοδος διακοπής κύησης δευτέρου τριμήνου

Η διαστολή και εκκένωση (Dilation and Evacuation - D&E) της μήτρας είναι η προτιμώμενη μέθοδος έκτρωσης δεύτερου τριμήνου στα περισσότερα μέρη του ανεπτυγμένου κόσμου. 40 Κατά τη διάρκεια της D&E, ο τράχηλος πρέπει να διαστέλλεται επαρκώς ώστε να επιτρέπεται η διέλευση των χειρουργικών εργαλείων και των εμβρυϊκών μερών χωρίς να τραυματίζεται η μήτρα και ο τραχηλικός αυλός. 41 Η ελάχιστη διαστολή που απαιτείται για τη διέλευση των περισσότερων λαβίδων που χρησιμοποιούνται στη D&E κυμαίνεται από 14-19mm, αν, και, απαιτείται συχνά ευρύτερη διαστολή για την αφαίρεση των προϊόντων σύλληψης, σε πολύ προχωρημένες κυήσεις. Η διαστολή του τραχήλου της μήτρας που απαιτείται για την D&E αυξάνεται με την ηλικία κύησης. Ωστόσο, δεν έχει προσδιοριστεί ούτε ο ελάχιστος ούτε ο ιδανικός βαθμός διαστολής που απαιτείται για σε κάθε ηλικία κύησης. Μόλις επιτευχθεί επαρκής διαστολή του τραχήλου αμέσως εκτελείται αμνιοτομή αφενός για να αποτραπεί ο κίνδυνος πνευμονικής εμβολής δια του αμνιακού υγρού και αφετέρου για να οδηγηθεί το έμβρυο στο κατώτερο τμήμα της μήτρας ώστε να βρίσκεται πιο κοντά στην έξοδο. Για ηλικίες κύησης > των 16 εβδομάδων η αφαίρεση του εμβρύου συνήθως πραγματοποιείται τμηματικά με την χρήση ειδικών μεταλλικών λαβίδων τύπου Winter ή Sopher. Μετά, χρησιμοποιείται μεταλλικός σωλήνας αναρρόφησης για την απομάκρυνση του πλακούντα και των εναπομεινάντων υπολειμμάτων ιστού.

Προετοιμασία τραχήλου στο δεύτερο τρίμηνο

Η προετοιμασία του τραχήλου της μήτρας σε περιπτώσεις διακοπής της κύησης με D&E της μήτρας πέραν των δεκατεσσάρων εβδομάδων της κύησης συνιστάται, καθώς η ανεπαρκής διαστολή του τραχήλου αποτελεί ισχυρό προγνωστικό παράγοντα επιπλοκών (3.3% ρήξη, 2.6% ατονία, 1% αιμορραγία). 42 Προσταγλανδίνες, αντιπρογεστερονοειδή ωσμωτικοί διαστολείς και καθετήρες Foley 43 έχουν χρησιμοποιηθεί και μελετηθεί στην προετοιμασία του τραχήλου της μήτρας πριν από την D&E του δεύτερου τριμήνου. Ωστόσο, δεν υπάρχει συναίνεση ως προς το ποια μέθοδος προετοιμασίας του τραχήλου της μήτρας είναι ανώτερη όσον αφορά την ασφάλεια, το χρόνο της διαδικασίας, την ανάγκη για πρόσθετη διαστολή, την δυνατότητα εκτέλεσης της διαδικασίας ή την αποδοχή του ασθενούς και του παρόχου. Παρά το γεγονός ότι η έλευση της ωσμωτικής διαστολής έχει βελτιώσει την ασφάλεια της διαδικασίας D&E κατά το δεύτερο τρίμηνο, δεν είναι σαφές εάν ένας συγκεκριμένος τύπος ωσμωτικού διαστολέα είναι ανώτερος από έναν άλλο. Οι ωσμωτικοί διαστολείς μείωσαν τον χρόνο της διαδικασίας διαστολής του τραχήλου έναντι των προσταγλανδινών καθ' όλη τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου. Ένα μόνο σετ ωσμωτικών διαστολέων, από έναν έως πολλούς διαστολείς συνήθως είναι επαρκεί για την D&E πριν από την 20η εβδομάδα της κύησης. Οι ωσμωτικοί διαστολείς πρέπει να τοποθετούνται στον ενδοτράχηλο και να μην υπερβαίνουν το έσω στόμιο επειδή υπάρχει ο κίνδυνος ρήξης των αμνιακών υμένων. Επίσης, πρέπει να τοποθετούνται αρκετές γάζες στο έξω τραχηλικό στόμιο ώστε να συγκρατούν τον διαστολέα, σε περίπτωση κινητοποίησης των ασθενών. Η προσθήκη προσταγλανδινών στην ολονύκτια ωσμωτική διαστολή δεν είναι σημαντικά ωφέλιμη πριν από την 19η εβδομάδα της κύησης. 44 Ωστόσο, ο συνδυασμός αντιπρογεστερονοειδών (μιφεπριστόνη 200mg peros) με ωσμωτικούς διαστολείς συντόμευσε την ωρίμανση του τραχήλου από ό,τι μόνο οι ωσμωτικοί διαστολείς. 45

Η μισοπροστόλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενναλακτικά για την προετοιμασία του τραχήλου αντί για τους υγροσκοπικούς διαστολείς. Η τυπική δοσολογία είναι 400mcg υπογλώσσια ή ενδοκολπικά μια και 3-4 ώρες, αντίστοιχα πριν από την προγραμματισμένη D&E όπως φαίνεται στον Πίνακα 3.

Πίνακας 3. Προετοιμασία τραχήλου σε χειρουργικές εκτρώσεις δευτέρου τριμήνου

Είδος έκτρωσης

Μηχανικό μέσο/φαρμακευτική ουσία

Δόση

D&E*

Λαμινάρια

1-5 EDC 12 ώρες πριν την επέμβαση

Dilapan-s

1-5 EDC 3-4 ώρες πριν την επέμβαση

Καθετήρας Foley

30-50mL φυσιολογικού ορού EDC, 12 ώρες πριν την επέμβαση και

Μιφεπριστόνη 200mg PO αφού τοποθετηθεί το Foley

Μισοπροστόλη

400mcg SL 1 ώρα πριν την επέμβαση

ή

400mcg EDV 3-4 ώρες πριν την επέμβαση

Μιφεπριστόνη

200mg PO 24-48 ώρες πριν την επέμβαση

Συντομογραφίες: * διαστολή και εκκένωση, EDC – ενδοτραχηλικά, PO - από το στόμα, SL - υπογλώσσια, EDV – ενδοκολπικά

Η αποτελεσματικότητα της μισοπροστόλης ως επαρκές φαρμακευτικό μέσο διαστολής του τραχήλου είναι συγκρίσιμη με αυτή των υγροσκοπικών διαστολέων στις αρχές του δεύτερου τριμήνου, 46 , 47 παρά την μεγαλύτερη πρόκληση πόνου. 48 Η συγχορήγηση μισοπροστόλης, 400mcg υπογλώσσια, σε συνεπικουρία με την χρήση υγροσκοπικών διαστολέων σε κυήσεις 19 εβδομάδων και άνω είχε ως αποτέλεσμα της αύξηση της διαστολής του τραχήλου. 49 Για τις γυναίκες που επιθυμούν βραχείες επεμβάσεις μιας ημέρας το Dilapan-s από μόνο του ή η μισοπροστόλη από μόνη της μπορεί να προσφέρουν πλεονεκτήματα. Τα σχήματα συγχορήγησης φαρμακευτικών ουσιών και λαμινάριας είναι αποτελεσματικά σε μεγαλύτερες ηλικίες κύησης και έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις που αποτυγχάνουν οι υγροσκοπικοί διαστολείς. Παρόλα αυτά, αυξάνουν το κόστος και την πιθανότητα ανεπιθύμητων ενεργειών. 50

Επιλεκτικός τερματισμός εμβρύου

Στις περιπτώσεις εκλεκτικής διακοπής της κύησης, ορισμένοι επαγγελματίες υγείας συνιστούν τον επιλεκτικό τερματισμό του εμβρύου πριν από την επέμβαση της D&E με το σκεπτικό ότι έτσι αποφεύγεται η γέννηση ενός ζώντος νεογνού και επιπλέον η γέννηση ενός θνησιγενούς εμβρύου δεν παραβιάζει την αντίστοιχη νομοθεσία. Για τον σκοπό αυτό, πριν από την ωρίμανση του τραχήλου χορηγείται χλωριούχο κάλιο (KCl) ενδο ή περικαρδιακά σε δοσολογία 1-2 mL ή πραγματοποιείται εμβολισμός της καρδιάς με αέρα. 51 Επίσης, η χορήγηση 1mg διγοξίνης ενδοεμβρυϊκά ή ενδοαμνιακά μπορεί να οδηγήσει σε εμβρυϊκή ασυστολία εντός διαστήματος 24 ωρών από την χορήγηση της διγοξίνης. 52 , 53

Επιπλοκές διακοπής της κύησης κατά το δεύτερο τρίμηνο

Οι μείζονες επιπλοκές μετά από την επέμβαση της διαστολής και εκκένωσης (D&E) είναι ασυνήθεις και τα ποσοστά τους κυμαίνονται μεταξύ 0.27-1,7%. 54 , 55 Σ’ αυτές τις επιπλοκές συμπεριλαμβάνονται, η ρήξη του τραχήλου, η διάτρηση της μήτρας, η αιμορραγία, η ατονία της μήτρας, η διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη (DIC) και η εμβολή του αμνιακού υγρού. 56 Στην βιβλιογραφία, συνολικά αναφέρονται 10 περιπτώσεις εμβολής αμνιακού υγρού κατά την χειρουργική θεραπεία τερματισμού της κύησης στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης. 57 Στις περιπτώσεις ανώμαλης πλακουντοποίησης ο κίνδυνος υστερεκτομής λόγω μαζικής αιμορραγίας μπορεί να είναι αναγκαίος. 58 Τότε, ο προληπτικός εμβολισμός των μητριαίων αγγείων πριν από την προγραμματισμένη υστερεκτομή μπορεί να ελαττώσει τον κίνδυνο αιμορραγίας. 59 Η φαρμακευτική διακοπή της κύησης αποτελεί μια εναλλακτική μέθοδο προσέγγισης στις περιπτώσεις με ανώμαλη πλακουντοποίηση, ωστόσο εμπεριέχει μεγαλύτερο κίνδυνο μετάγγισης από την χειρουργική μέθοδο της D&E. 60 Πάντως, οι Hu και συνεργάτες προτείνουν ως μέθοδο εκλογής την υστερεκτομή σε ασθενείς με ηλικία κύησης άνω των 16 εβδομάδων, προδρομικό πλακούντα και λέπτυνση του μυομητρίου σε λιγότερο από 0,5mm ή στις περιπτώσεις μεγάλης έκτασης διεισδυτικού πλακούντα. 61

Η ρήξη της μήτρας μετά από ιατρική έκτρωση δεύτερου τριμήνου είναι σπάνια. 62 Παρόλα αυτά, περιγράφονται στη βιβλιογραφία ρήξεις μήτρας τόσο σε γυναίκες με ατομικό ιστορικό ουλών όσο και σε εκείνες χωρίς ουλές. 63 Ο κίνδυνος ρήξης της μήτρας σε γυναίκες με ιστορικό μεμονωμένης χαμηλής εγκάρσιας ουλής, είναι 0,43%. 64 Η χρήση μόνο μισοπροστόλης, 400 mcg έως τις 20 εβδομάδες της κύησης και 200mcg για κυήσεις μεγαλύτερες από 20 εβδομάδες, είτε κολπικά είτε υπογλώσσια κάθε έξι ώρες, έως 24 ώρες το μέγιστο, ήταν ασφαλής και αποτελεσματική ως διαδικασία στην διακοπή κύησης στο δεύτερο τρίμηνο σε γυναίκες με ιστορικό καισαρικής τομής, μιας ή περισσοτέρων. 65

  1. Hern WM. Second trimester surgical abortion. Gynecology and obstetrics. 2002. Available at the internet
  2. Grimes DA, Schulz KF, Cates W Jr. et al. Midtrimester abortion by dilation and evacuation: Asafe and practical alternatives. N Engl J Med. 1977 May 19;296(20):1141-5. PubMed | NEJM | Google Scholar
  3. Kovacs L, Sas M, Resch BA, et al. Termination of Very Early Pregnancy by RU 486-an Anti-progestational Compound. Contraception. 1984 May; 29 (5): 399-410. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  4. Haspels AA. Interruption of Early Pregnancy by an Anti-Progestational Compound, RU 486. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1985 Sep; 20 (3): 169-75. PubMed | Elsevier | PDFGoogle Scholar
  5. Couzinet Β, Le Strat V, Ulmann Α, et al. Termination of early pregnancy by the progesterone antagonist RU 486 V. Engl J Med. 1986 Dec; 315: 1565-1570. PubMed | NEJM | Google Scholar
  6. Creinin MD. Methotrexate for abortion at < or = 42 days gestation. Contraception 1993 Dec; 48 (6): 519-525. PubMed | IRHJC | Google Scholar
  7. Kapp N, Lohr PA, Ngo TD, et al. Cervical preparation for first trimester surgical abortion. Cochrane Database Syst Rev. 2010 Feb 17;(2):CD007207. PubMed | Cochrane Library | Google Scholar
  8. Allen RH, Goldberg AB. Cervical dilation before first-trimester surgical abortion ( <14 weeks' gestation). Contraception. 2016 Apr;93(4):277-291. PubMed | IRHJC | PDFGoogle Scholar
  9. Goldberg AB, Allen RH. Misoprostol before first trimester surgical abortion: a patient-centered approach. Contraception. 2016 Nov;94(5):576-577. PubMed | IRHJC | Google Scholar
  10. National Abortion Federation (NAF). NAF Protocol for Mifepristone/Misoprostol in Early Abortion. Washington, DC: National Abortion Federation; 2008. [Revised March, 2013]. NAF 
  11. Islam N, Furuya-Kanamori L, Mahmood S, et al. Prophylactic antibiotics for preventing genital tract infection in women undergoing surgical procedures for incomplete abortion: a systematic review and meta-analysis of randomised controlled trials. BJOG. 2021 Jul;128(8):1273-1281. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  12. Blackwell AL, Emery SJ, Thomas PD, et al. Universal prophylaxis for Chlamydia trachomatis and anaerobic vaginosis in women attending for suction termination of pregnancy: an audit of short-term health gains. Int J STD AIDS. 1999 Aug;10(8):508-13. PubMed | Google Scholar
  13. Paul M, Schaff E, Nichols M. The roles of clinical assessment, human chorionic gonadotropin assays, and ultrasonography in medical abortion practice. Am J Obstet Gynecol. 2000 Aug;183(2 Suppl):S34-43. PubMed | AJOG | Google Scholar
  14. Webber K, Grivell RM. Cervical ripening before first trimester surgical evacuation for non-viable pregnancy. Cochrane Database Syst Rev. 2015 Nov 10;2015(11):CD009954. PubMed | PMC | Cochrane Library | Google Scholar
  15. Herczeg J, Sas M, Szabó J, et al. Pre-evacuation dilatation of the pregnant uterine cervix by Laminaria japonica. Acta Med Hung. 1986;43(2):145-54. PubMed | Google Scholar
  16. Gorgidzhanian RS, Abramchenko V Termination of pregnancy in the first and second trimester using natural and synthetic laminaria tents. Sov Med. 1989;(1):44-7. PubMed | Google Scholar
  17. Meirik O, My Huong NT, Piaggio G, et al. WHO research group on postovulatory methods of fertility regulation. Complications of first-trimester abortion by vacuum aspiration after cervical preparation with and without misoprostol: a multicentre randomised trial. Lancet. 2012 May 12;379(9828):1817-24. PubMed | The LancetGoogle Scholar
  18. Cameron S, Fiala C, Gemzell-Danielsson K. Routine misoprostol before all surgical abortions. Contraception. 2016 Nov;94(5):575-576. PubMed | IRHJC | Google Scholar
  19. Hamoda H, Ashok PW, Flett GM, et al. A randomized controlled comparison of sublingual and vaginal administration of misoprostol for cervical priming before first-trimester surgical abortion. Am J Obstet Gynecol. 2004 Jan;190(1):55-9. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  20. Parveen S, Khateeb ZA, Mufti SM, et al. Comparison of sublingual, vaginal, and oral misoprostol in cervical ripening for first trimester abortion. Indian J Pharmacol. 2011 Apr;43(2):172-5. PubMed | PMC | IJPGoogle Scholar
  21. Tang OS, Mok KH, Ho PC. A randomized study comparing the use of sublingual to vaginal misoprostol for pre-operative cervical priming prior to surgical termination of pregnancy in the first trimester. Hum Reprod. 2004 May;19(5):1101-4. PubMed | PMC | PDFGoogle Scholar
  22. Borko E, Breznik R, Ivanisević V, et al. Abortion at 10 to 12 weeks using a plastic syringe or electric aspirator. Jugosl Ginekol Opstet. 1983 Jan-Apr;23(1-2):17-20. PubMed | Google Scholar 
  23. Hayes-Ryan D, Meaney S, Byrne S, et al. Womens experience of Manual Vacuum Aspiration: An Irish perspective. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2021 Nov;266:114-118. PubMed | EJOG | PDFGoogle Scholar 
  24. Tasnim N, Mahmud G, Fatima S, et al. Manual vacuum aspiration: a safe and cost-effective substitute of electric vacuum aspiration for the surgical management of early pregnancy loss. J Pak Med Assoc. 2011 Feb;61(2):149-53. PubMed | JPMA | PDFGoogle Scholar
  25. Wen J, Cai QY, Deng F, et al. Manual versus electric vacuum aspiration for first-trimester abortion: a systematic review. BJOG. 2008 Jan;115(1):5-13. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  26. Dean G, Colarossi L, Porsch L, et al. Manual compared with electric vacuum aspiration for abortion at less than 6 weeks of gestation: a randomized controlled trial. Obstet Gynecol. 2015 May;125(5):1121 - 1129. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  27. World Health Organization. Department of Reproductive Health and Research, Safe abortion: technical and policy guidance for health systems Second edition, 2012. Available at the internet
  28. O'Connell K, Jones HE, Simon M, et al. First-trimester surgical abortion practices: a survey of National Abortion Federation members. Contraception. 2009 May;79(5):385-92. PubMed | IRHJC | Google Scholar
  29. Nakamura E, Kobayashi K, Sekizawa A, et al. Survey on spontaneous miscarriage and induced abortion surgery safety at less than 12 weeks of gestation in Japan. J Obstet Gynaecol Res. 2021 Dec;47(12):4158-4163. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar 
  30. Sekiguchi A, Ikeda T, Okamura K, et al. Safety of induced abortions at less than 12 weeks of pregnancy in Japan. Int J Gynaecol ObstetPubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  31. Hooker AB, Lemmers M, Thurkow AL, et al. Systematic review and meta-analysis of intrauterine adhesions after miscarriage: prevalence, risk factors and long-term reproductive outcome. Hum Reprod Update. Mar-Apr;20(2):262-78. PubMed | Oxford Academy | PDFGoogle Scholar 
  32. White K, Carroll E, Grossman D. Complications from first-trimester aspiration abortion: a systematic review of the literature. Contraception. 2015 Nov;92(5):422-38. PubMed | IRHJC | Google Scholar 
  33. Hoysal DR, Kumaraswamy H. Isolated Mesenteric Injury causing Ileal Devascularisation with Uterine Perforation following Termination of Pregnancy; A Case Report and Literature Review. Bull Emerg Trauma. 2018 Oct;6(4):376-378. PubMed | PMC | PDF | Google Scholar  
  34. Hooker AB, Lemmers M, Thurkow AL, et al. Systematic review and meta-analysis of intrauterine adhesions after miscarriage: prevalence, risk factors and long-term reproductive outcome. Hum Reprod Update. 2014 Mar-Apr;20(2):262-78. PubMed | Oxford Academy | PDF | Google Scholar 
  35. Winikoff B, Sivin I, Coyaji, KJ, et al. Safety, efficacy, and acceptability of medical abortion in China, Cuba, and India: a comparative trial of mifepristone-misoprostol versus surgical abortion. Am J Obstet Gynecol. 1997 Feb;176(2):431-7. PubMed | AJOG | PDFGoogle Scholar
  36. Di Carlo C, Savoia F, Ferrara C, et al. "In patient" medical abortion versus surgical abortion: patient's satisfaction. Gynecol Endocrinol. 2016 Aug;32(8):650-654. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar  
  37. Rørbye C, Nørgaard M, Nilas L. Medical versus surgical abortion: comparing satisfaction and potential confounders in a partly randomized study. Hum Reprod. 2005 Mar;20(3):834-8. PubMed | Oxford Academy PDF | Google Scholar
  38. Cabezas E. Medical versus surgical abortion. Int J Gynaecol Obstet. 1998 Dec;63 Suppl 1:S141-6. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  39. Upadhyay UD, Desai S, Zlidar V, et al. Incidence of emergency department visits and complications after abortion. Obstet Gynecol. 2015 Jan;125(1):175-183. PubMed | Obstetrics & Gynaecology Google Scholar
  40. Thorp JM Jr. Public Health Impact of Legal Termination of Pregnancy in the US: 40 Years Later. Scientifica. 2012; 2012:980812. PubMed | PMC | PDFHindawi | Google Scholar
  41. Fox MC, Hayes JL, Society of Family Planning. Cervical preparation for second-trimester surgical abortion prior to 20 weeks of gestation. 2007 Dec;76(6):486-95. PubMed | IRHJC | Google Scholar 
  42. Frick AC, Drey EA, Diedrich JT, et al. Effect of prior cesarean delivery on risk of second-trimester surgical abortion complications. Obstet Gynecol. 2010 Apr;115(4):760-764. PubMed | Obstetrics & GynaecologyGoogle Scholar
  43. Sium A, Prager S, Wolderufael M, et al. Foley catheter for cervical preparation prior to second trimester dilation and evacuation: A supply-based alternative for surgical abortion: A case series. Contracept X. 2022 Oct 13; 4:100085. PubMed | PMC | PDF | Elsevier Google Scholar
  44. Fox MC, Krajewski CM. Cervical preparation for second-trimester surgical abortion prior to 20 weeks' gestation: SFP Guideline #2013-4. Contraception. 2014 Feb;89(2):75-84. PubMed | IRHJC | PDF | Google Scholar
  45. Ralph JA, Shulman LP. Adjunctive Agents for Cervical Preparation in Second Trimester Surgical Abortion. Adv Ther. 2019 Jun;36(6):1246-1251. PubMed | PMC| PDF | SpringerLinkGoogle Scholar
  46. Sagiv R, Mizrachi Y, Glickman H, et al. Laminaria vs. vaginal misoprostol for cervical preparation before second-trimester surgical abortion: a randomized clinical trial. Contraception. 2015 May;91(5):406-11. PubMed | IRHJC | Google Scholar 
  47. Goldberg AB, Drey EA, Whitaker AK, et al. Misoprostol compared with laminaria before early second-trimester surgical abortion: a randomized trial. Obstet Gynecol. 2005 Aug;106(2):234-41. PubMed | Obstetrics & GynaecologyGoogle Scholar 
  48. Bartz D, Maurer R, Allen RH, et al. Buccal misoprostol compared with synthetic osmotic cervical dilator before surgical abortion: a randomized controlled trial. Obstet Gynecol. 2013 Jul;122(1):57-63. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  49. Edelman AB, Buckmaster JG, Goetsch MF, et al. Cervical preparation using laminaria with adjunctive buccal misoprostol before second-trimester dilation and evacuation procedures: a randomized clinical trial. Am J Obstet Gynecol. 2006 Feb;194(2):425-30. PubMed | AJOG | Google Scholar
  50. Shaw KA, Lerma K. Update on second-trimester surgical abortion. Curr Opin Obstet Gynecol. 2016 Dec;28(6):510-516. PubMed | Obstetrics & GynaecologyGoogle Scholar
  51. Golbus MS, Cunningham N, Goldberg JD, et al. Selective termination of multiple gestations. Am J Med Genet. 1988 Oct;31(2):339-48. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  52. Tufa TH, Lavelanet AF, Belay L, et al. Feasibility of intra-amniotic digoxin administration by obstetrics and gynecology trainees to induce fetal demise prior to medical abortion beyond 20 weeks. BMJ Sex Reprod Health. 2020 Oct;46(4):308-312. PubMed | PMC | PDF | BMJGoogle Scholar
  53. White KO, Nucatola DL, Westhoff C. Intra-fetal Compared With Intra-amniotic Digoxin Before Dilation and Evacuation: A Randomized Controlled Trial. Obstet Gynecol. 2016 Nov;128(5):1071-1076. PubMed | PMC | PDF | BMJ | Google Scholar
  54. Lederle L, Steinauer JE, Montgomery A, et al. Obesity as a Risk Factor for Complications After Second-Trimester Abortion by Dilation and Evacuation. Obstet Gynecol. 2015 Sep;126(3):585-592. PubMed | PMC | PDF | Obstetrics & GynaecologyGoogle Scholar
  55. Cates Jr W, Schulz KF, Grimes DA, et al. Dilatation and evacuation procedures and second-trimester abortions. The role of physician skill and hospital setting. JAMA. 1982 Aug 6;248(5):559-63. PubMed | JAMAGoogle Scholar
  56. Ray BK, Vallejo MC, Creinin MD, et al. Amniotic fluid embolism with second trimester pregnancy termination: a case report. Can J Anaesth. 2004 Feb;51(2):139-44. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  57. Patel D, Osakwe O, Ghosh S. An example of prompt and appropriate multidisciplinary management leading to an exceptionally good outcome: a case complicated by amniotic fluid embolism. BMJ Case Rep. 2015 Nov 24;2015. PubMed | PMC | PDF | BMJ | Google Scholar
  58. Matsuzaki S, Matsuzaki S, Ueda Y, et al. A Case Report and Literature Review of Midtrimester Termination of Pregnancy Complicated by Placenta Previa and Placenta Accreta. AJP Rep. 2015 Apr;5(1):e6-e11. PubMed | PMC | PDF | Thieme Google Scholar
  59. Borgatta L, Chen AY, Reid SK, et al. Pelvic embolization for treatment of hemorrhage related to spontaneous and induced abortion. Am J Obstet Gynecol. 2001 Sep;185(3):530-6. PubMed | AJOG | Google Scholar
  60. Nakayama D, Masuzaki H, Miura K, et al. Effect of placenta previa on blood loss in second-trimester abortion by labor induction using gemeprost. Contraception. 2007 Mar;75(3):238-40. PubMed | IRHJCGoogle Scholar
  61. Hu Q, Li C, Luo L, et al. Clinical analysis of second-trimester pregnancy termination after previous caesarean delivery in 51 patients with placenta previa and placenta accreta spectrum: a retrospective study. BMC Pregnancy Childbirth. 2021 Aug 18;21(1):568. PubMed | PMC | PDF | BMC Google Scholar
  62. Phillips K, Berry C, Mathers AM. Uterine rupture during second trimester termination of pregnancy using mifepristone and a prostaglandin. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1996 Apr; 65 (2): 175-6. PubMed | EJOG | Google Scholar 
  63. Syed S, Noreen H, Kahloon LE, et al. Uterine Rupture Associated With the Use of Intra-Vaginal Misoprostol During Second-Trimester Pregnancy Termination. J Pak Med Assoc. 2011 Apr; 61 (4): 399-401. PubMed | JPMA | PDFGoogle Scholar 
  64. Berghella V, Airoldi J, O'Neill AM, et al. Misoprostol for Second Trimester Pregnancy Termination in Women With Prior Caesarean: A Systematic Review. BJOG. 2009 Aug; 116 (9): 1151-7. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | PDFGoogle Scholar
  65. Bhattacharjee N, Ganguly RP, Saha SP. Misoprostol for termination of mid-trimester post-Caesarean pregnancy. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 2007 Feb;47(1):23-5. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar 

Περιγραφή

Η συνήθης υπερηχογραφική εξέταση της μήτρας περιλαμβάνει την λεπτομερή εκτίμηση των μορφολογικών χαρακτηριστικών του μυομητρίου και του ενδομητρίου. Αυτές οι δύο περιοχές της μήτρας εμφανίζουν διαφορετικές ακουστικές ιδιότητες, γεγονός που διευκολύνει τη διαφοροποίησή τους στην υπερηχογραφική απεικόνιση. Η πλειονότητα των παθολογικών οντοτήτων που επηρεάζουν το μυομήτριο διαφέρουν ως προς την παθογένειά και την κλινική τους σημασία από αυτές που επηρεάζουν το ενδομήτριο και τείνουν να αναλύονται χωριστά στην υπερηχογραφική εξέταση. Ωστόσο, είναι ευρέως γνωστό ότι, λόγω της ανατομικής τους εγγύτητας, ορισμένες ανωμαλίες του ενδομητρίου τείνουν να επεκτείνονται στο μυομήτριο και αντίστροφα. Αυτό τεκμηριώνεται μόνο με την προσεκτική εξέταση της διεπαφής μεταξύ ενδομητρίου και μυομητρίου, η οποία συχνά αναφέρεται ως ενδο-μυομητρική συμβολή (EMJ).

Κλινικές απόψεις και συστάσεις

Κλινικά, υπάρχει μεγάλη διαφορά στην αξιολόγηση της ενδομητρικής κοιλότητας σε προεμμηνοπαυσιακούς και μετεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς. Σε προεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς που εξακολουθούν να έχουν κυκλική αιμορραγία, η υπερηχογραφική αξιολόγηση είναι απαραίτητο να γίνεται στην πρώιμη ωοθυλακική φάση, όταν το ενδομήτριο είναι λεπτότερο. Σε μετεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς που δεν υποβάλλονται σε ορμονοθεραπεία, και, δεν υπάρχει «κυκλική αιμορραγία», η υπερηχογραφική αξιολόγηση μπορεί να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή. Η αξία της υπερηχογραφίας σε ασθενείς με υποψία υπερπλασίας ενδομητρίου έχει υψηλή αρνητική προγνωστική αξία όταν υπάρχει μια λεπτή, ευδιάκριτη ενδομήτρια ηχώ. Όταν δεν υπάρχει λεπτή ηχώ, η υστεροϋπερηχογραφία με αλατούχο διάλυμα μπορεί να βοηθήσει στη διάκριση μεταξύ γενικευμένων ανωμαλιών, στις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί τυφλή δειγματοληψία και των εστιακών ανωμαλιών (πολύποδες, εστιακή ανάπτυξη ιστού), στις οποίες οι δειγματοληψίες πρέπει να ληφθούν υπό άμεσο υστεροσκοπικό έλεγχο.

Στοιχεία ανατομίας

Το ενδομήτριο όπως και η EMJ προέρχονται αμφότερα από τους παραμεσονεφρικούς πόρους, ενώ το εξωτερικό μυομήτριο είναι μεσεγχυματικής προέλευσης. Οι παραμεσονεφρικοί πόροι σχηματίζονται περίπου την 6η Wk της κύησης από την κελομική διείσδυση των μεσοδερμικών κυττάρων στο επίπεδο του τρίτου θωρακικού σωμίτη. Τα ουραία τμήματα αυτών των αγωγών έρχονται σε επαφή μεταξύ τους και συγχωνεύονται στη μέση γραμμή, δημιουργώντας τη μήτρα και τον κόλπο. Το διάφραγμα που αρχικά διαιρεί την κοιλότητα της μήτρας σε δύο μέρη στη συνέχεια συγχωνεύεται, αφήνοντας μόνο μία κοιλότητα. Οι ενδομήτριοι αδένες προέρχονται από τους έξω σάκους του κυλινδρικού επιθηλίου που ευθιάζει την πρωτογενή κοιλότητα της μήτρας, περίπου την 19η Wk της κύησης. Τα λεία μυϊκά κύτταρα της EMJ είναι ορατά περίπου από την 21η Wk, ενώ τα έξω στρώματα του μυομητρίου αναπτύσσονται στο τρίτο τρίμηνο ή ακόμη και μεταγεννητικά. 1 , 2 Το μυομήτριο αποτελείται από δέσμες λείων μυϊκών ινών, αναμεμιγμένες με χαλαρό συνδετικό ιστό, αιμοφόρα αγγεία, λεμφικά αγγεία και νεύρα. Οι λείες μυϊκές ίνες της EMJ έχουν κυρίως κυκλοτερή προσανατολισμό, σε αντίθεση τόσο με το ενδιάμεσο και το έξω στρώμα του μυομητρίου. Το ενδομήτριο, η βλεννογόνια επικάλυψη που ευθυγραμμίζει την κοιλότητα της μήτρας, αποτελείται από μονόστιβο κυλινδρικό επιθήλιο.

Η συνειδητοποίηση ότι η EMJ αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα εντός του μυϊκού συστήματος της μήτρας είναι περισσότερο από έναν αιώνα γνωστή και πρόσφατα επιβεβαιώθηκε ότι διαφέρει δομικά και λειτουργικά από το υπόλοιπο μυομήτριο. 3 Η EMJ περιβάλει το ενδομήτριο και έχει χαρακτηριστεί ποικιλοτρόπως ως ζώνη σύνδεσης της μήτρας, ενδομήτρια-υπενδομήτρια σύζευξη ή υποαγγειακό στρώμα, υποενδομητρικό μυομήτριο, αρχέγονη μήτρα ή αρχέγονη μήτρα και ενδότερο μυομήτριο. Ενώ αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά, δεν είναι πάντα σαφές εάν αναφέρονται στην ίδια οντότητα. Η EMJ, δομικά είναι διακριτή από άλλες διεπαφές του βλεννογόνου -μυός στο ανθρώπινο σώμα, καθώς στερείται υποβλεννογόνιου στρώματος. Οι περισσότεροι ιστοί με βλεννογόνο έχουν έναν υποκείμενο, ιστολογικά αναγνωρίσιμο υποβλεννογόνο που προστατεύει τον υποκείμενο ιστό από την προσβολή του βλεννογόνου (π.χ. στομάχι, έντερο, τραχεία και βρόγχοι). 4 Ο Tetlow και οι συνεργάτες του απέδειξαν την αυξημένη αγγείωση της EMJ σε σύγκριση με το υπόλοιπο μυομήτριο. Διαπίστωσαν επίσης ότι οι μυϊκές ίνες αυτής της ζώνης ήταν πιο πυκνές σε σύγκριση με άλλες ζώνες του μυομητρίου και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτή η αρχιτεκτονική του ενδότερου μυομητρίου εξηγούσε την υποηχογενή εμφάνιση τόσο στον διακολπικό υπέρηχο όσο και στην μαγνητική τομογραφία. 5

Στοιχεία φυσιολογίας

Φυσιολογικά, πέρα από την κοινή εμβρυολογική καταγωγή την οποία μοιράζονται το ενδομήτριο και η EMJ, και οι δύο δομές είναι διακριτές και ακολουθούν ένα πρότυπο έκφρασης, υποδοχέων οιστρογόνου και προγεστερόνης, το οποίο βρίσκεται κάτω από τον συνεχή κυκλικό έλεγχο των στεροειδών ορμονών των ωοθηκών. 6 Το πάχος της EMJ υφίσταται τις κυκλικές αλλαγές του καταμήνιου κύκλου αλλά είναι λιγότερο έντονες από αυτές στο ενδομήτριο. 7 Η κύρια λειτουργία της EMJ φαίνεται να είναι η διαμόρφωση του περισταλτισμού της μήτρας, μια περιοχή που όλο και περισσότερο πιστεύεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στη γονιμότητα. Στην μη εγκύμονα μήτρα οι συσπάσεις προέρχονται από το έσω μυομήτριο. Αρχικά παρατηρήθηκαν από τον Birnholz, ο οποίος τις εντόπισε με διακοιλιακό υπερηχογράφημα, 8 ενώ στη συνέχεια υπήρξε αντικείμενο μελέτης και άλλων ερευνητών. 9 Οι συσπάσεις του έσω μυομητρίου (EMJ) ποικίλλουν ως προς τον προσανατολισμό, το πλάτος και τη συχνότητα καθ' όλη τη διάρκεια του καταμήνιου κύκλου, υπό την επίδραση της οιστραδιόλης και της προγεστερόνης. 10 Μελέτες έδειξαν ότι, στην ωοθυλακική φάση του κύκλου, αυτές οι συσπάσεις έχουν τραχηλο-πυθμενικό προσανατολισμό και το πλάτος και η συχνότητά τους αυξάνονται σημαντικά καθώς πλησιάζει η ωορρηξία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό το σχήμα συσπάσεων διευκολύνει τη μεταφορά σπέρματος. 11 Μετά την ωορρηξία υπάρχει μείωση της συνολικής έσω μυομητρικής σύσπασης υπό την επίδραση της προγεστερόνης, ώστε να διευκολυνθεί η εμφύτευση της αναπτυσσόμενης βλαστοκύστης με την βελτίωση παράλληλα της παροχής οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών. 12

Υπερηχογραφική εκτίμηση

Η μήτρα περιλαμβάνει τρεις ξεχωριστές ζώνες τόσο στη μαγνητική τομογραφία (MRI) όσο και στο διακολπικό υπερηχογράφημα (TVS). 13 Στη MRI, η EMJ καταδεικνύεται καλύτερα σε σταθμισμένες εικόνες με Τ2. Γενικά, το ενδομήτριο προσλαμβάνει υψηλής έντασης σήμα και ως εκ τούτου απεικονίζεται ως μια λεπτή λευκή λωρίδα. Η EMJ προσλαμβάνει ομοιόμορφο χαμηλής έντασης σήμα, ενώ το έξω μυομήτριο ενδιάμεσης έντασης σήμα. 14 Λόγω αυτής της παρατηρούμενης αντίθεσης των τριών ζωνών της μήτρας, η MRI είναι πολύ καλή στον προσδιορισμό και τη μέτρηση του μεγέθους αυτών των ζωνών. Ως εκ τούτου, η MRI καθίσταται εξαιρετική ως μέθοδος διάγνωσης της αδενομύωσης, επειδή αυτή εξαρτάται από το αυξημένο πάχος της EMJ. 15 Στο υπερηχογράφημα, η EMJ περιγράφεται ως μια φυσιολογική υποηχογενής ταινία ή «φωτοστέφανο» που περιβάλει το ενδομήτριο. 16 Ενώ η EMJ διαφέρει από το ενδομήτριο και το εξωτερικό μυομήτριο, ο προσδιορισμός της είναι λιγότερο σαφής στο υπερηχογράφημα παρά στην MRI. Ο υπέρηχος, ωστόσο, έχει τη δυνατότητα να απεικονίσει πολύ καθαρά το βασικό στρώμα του ενδομητρίου, το οποίο σχηματίζει την πραγματική διεπαφή μεταξύ της EMJ και του ενδομητρίου. Στο δισδιάστατο (2D) υπέρηχο, η EMJ απεικονίζεται καλύτερα στο τμήμα διεπαφής, που επιτρέπει την αξιολόγηση της πρόσθιας και της οπίσθιας όψης του. Σε αυτή την άποψη, η EMJ θεωρείται ότι αποτελείται από δύο διακριτές δομές: το βασικό ενδομήτριο και την EMJ. Στη φυσιολογική μήτρα, το βασικό ενδομήτριο θεωρείται ως μια συνεχής, άρρηκτη υπερηχογενής γραμμή η οποία πρακτικά αντιπροσωπεύει την ενδο-μυομητρική διεπαφή. Οι διαφορές στην υπερηχογραφική εμφάνιση μεταξύ της EMJ και του εξωτερικού στρώματος του μυομητρίου εξαρτώνται εν μέρει από τα επίπεδα των στεροειδών ορμονών των ωοθηκών εκείνης της χρονικής περιόδου. Πριν από την εφηβεία, όταν τα επίπεδα των στεροειδών ορμονών του φύλου είναι χαμηλά, το υποενδομητρικό και το εξωτερικό στρώμα του μυομητρίου είναι ασαφή τόσο στον υπέρηχο όσο και στην MRI. 17 Παρόμοιο μοτίβο παρατηρείται επίσης σε εικόνες MRI που λαμβάνονται σε υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς. Ο Willms και οι συνεργάτες του σημείωσαν αύξηση στην ένταση σήματος της EMJ στην MRI κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης που επανήλθε σταδιακά στο φυσιολογικό, μετά τον τοκετό. 18 Επιπλέον, οι διαδοχικές MRIs σε όλο τον καταμήνιο κύκλο έδειξαν αύξηση του μεγέθους της EMJ από την πρώιμη παραγωγική φάση έως την όψιμη ωχρινική φάση. 19 , 20 Δεν υπάρχουν αντίστοιχες υπερηχογραφικές μελέτες με κυκλικές αλλαγές στην EMJ.

Ο τρισδιάστατος TVS είναι μια σχετικά πρόσφατη διαγνωστική μέθοδος, η οποία επιτρέπει την λεπτομερή αξιολόγηση των πυελικών οργάνων με τη συλλογή μιας σειράς διαδοχικών εικόνων και τη μετατροπή τους σε όγκο ιστού. Αυτές οι πληροφορίες αποθηκεύονται ψηφιακά ως σύνολο δεδομένων-πρόσκτησης όγκου με τέτοιο τρόπο ώστε να δυνατή η απεικόνιση ενός οργάνου από οποιαδήποτε επιλεγμένη γωνία και από οποιοδήποτε επιλεγμένο επίπεδο. 21 Στον τομέα της μαιευτικής - γυναικολογίας, ο τρισδιάστατος υπέρηχος είχε μέχρι στιγμής τo μεγαλύτερο επιπολασμό στη διάγνωση των ανωμαλιών της μήτρας. Η ικανότητα λήψης στεφανιαίου επιπέδου μήτρας ενώ ταυτόχρονα αξιολογείται τόσο η κοιλότητα της μήτρας όσο και το εξωτερικό περίγραμμα του πυθμένα της μήτρας βελτίωσε δραματικά την υπερηχογραφική διάγνωση των συγγενών ανωμαλιών της μήτρας. 22 Η τρισδιάστατη διάγνωση αυτών των ανωμαλιών είναι πολύ πιο ακριβής από ότι η διάγνωση με υπερηχογράφημα 2D B-mode, εύκολα αναπαραγώγιμη 23, 24 και σημαντικά λιγότερο επεμβατική σε σύγκριση με το προηγούμενο χρυσό πρότυπο της υστεροσκόπησης - λαπαροσκόπησης. 25 Το 3D υπερηχογράφημα είναι όλο και περισσότερο αποδεκτό ως η καλύτερη μέθοδος διάγνωσης των συγγενών ανωμαλιών της μήτρας. Η 3D πρόσκτηση του όγκου της ανατομίας της μήτρας επιτρέπει μια πληρέστερη αξιολόγηση της EMJ σε οβελιαίο, εγκάρσιο και στεφανιαίο επίπεδο. 26 Με τη λήψη πολυεπίπεδων απόψεων της κοιλότητας της μήτρας είναι πλέον δυνατή η εκτίμηση των πλάγιων και πυθμενικών απόψεων της EMJ, τα οποία είναι αδύνατο να απεικονιστούν ευκρινώς στην τυπική απεικόνιση 2D. Η ικανότητα απεικόνισης ολόκληρων των πλάγιων ορίων της EMJ σε μία μόνο προβολή αυξάνει σημαντικά την ικανότητά εντόπισης μικρών αλλαγών, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διάγνωση πολύ μικρών ανωμαλιών, όπως η ουλώδης στένωση της κοιλότητας και η πρώιμη αδενομύωση. Ένα άλλο πλεονέκτημα του τρισδιάστατου υπερήχου είναι η πολύ σαφέστερη απεικόνιση του υποηχογενούς EMJ σε σύγκριση με την 2D απεικόνιση. 27

Ανωμαλίες EMJ

Οι ανωμαλίες της EMJ περιλαμβάνουν τις μορφολογικές αλλαγές του βασικού ενδομητρίου και του ενδότερου μυομητρίου. Αυτές οι ανωμαλίες κατηγοριοποιούνται σε συγγενείς και επίκτητες ή ιατρογενείς. 28

Α) Συγγενείς ανωμαλίες

Η μήτρα σχήματος Τ είναι ένας συγκεκριμένος τύπος συγγενούς ανωμαλίας της μήτρας, που παρατηρείται σε θήλεις απογόνους ασθενών που έλαβαν διαιθυλοστιλβεστρόλη (DES) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα χαρακτηριστικά τους όπως περιγράφονται με την υστεροσαλπιγγογραφία περιλαμβάνουν μια μικρή μήτρα σχήματος Τ, περιοριστικές ταινίες, υποπλασία, πολυποειδείς βλάβες και συμφύσεις. 29 Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα εσωτερικά όρια της μήτρας είχαν «ασύμμετρη και τραχιά» εμφάνιση. Η πλειοψηφία αυτών των χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένης της διαμόρφωσης της μήτρας σε σχήμα Τ, καθώς και της ακανόνιστης και τραχιάς εμφάνισης, δεν μπορούν να εμφανιστούν σε υπερηχογράφημα 2D και είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθούν, ακόμη και με υστεροσκόπηση. 30 Χρησιμοποιώντας υπερηχογράφημα 3D για τη δημιουργία πρόσκτησης ενός στεφανιαίου επιπέδου της μήτρας, η διαμόρφωση της μήτρας σε σχήμα Τ μπορεί να τεκμηριωθεί με σαφήνεια. Επιπλέον, ο υπερηχογράφος 3D επιτρέπει τη διάγνωση της προβολής και των στενώσεων της κοιλότητας της μήτρας, οι οποίες απεικονίζονται ως ανομοιόμορφη (ανώμαλη) EMJ.

Β) Επίκτητες ανωμαλίες

Αδενομύωση

Η αδενομύωση παραδοσιακά περιγράφεται ως «καλοήθης εισβολή του ενδομητρίου στο μυομήτριο, δημιουργώντας μια διάχυτη διόγκωση της μήτρας η οποία μικροσκοπικά εμφανίζει έκτοπους μη νεοπλασματικούς, ενδομήτριους αδένες και και στρωματικό ιστό που περιβάλλονται από το υπερτροφικό και υπερπλαστικό μυομήτριο». 31 Η αδενομύωση αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό παθολόγο Carl von Rokitansky το 1860, 32 ενώ ο όρος αδενομύωση πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Frankl το 1925. 33  Κλινικά, η αδενομύωση εμφανίζει μεγάλη σε μέγεθος μήτρα, ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας, 34 πυελικό πόνο (δυσμηνόρροια) 35 - 37 και υπογονιμότητα. 38 , 39 Αν και, η αιτιολογία της αδενομύωσης εξακολουθεί και συζητείται μέχρι σήμερα, στους παράγοντες κινδύνου συμπεριλαμβάνονται η ηλικία, η υπερσυσταλτικότητα της μήτρας και οι βίαιοι χειρισμοί κατά την απόξεση της εγκύμονος μήτρας. 40 Ομόθυμα όμως, συμφωνήθηκε ότι η αδενομύωση είναι μια νόσος που συχνά επηρεάζει την EMJ. 41 Η μαγνητική τομογραφία (MRI) είναι μια εξαιρετικά ακριβής μη επεμβατική τεχνική για τη διάγνωση της αδενομύωσης. 42 Πάχος EMJ > από 12mm σε εικόνες MRI θεωρείται κριτήριο διάχυτης αδενομύωσης. 15 Στο TVS, στην πλειονότητα των περιπτώσεων παρατηρείται μια ετερογενής ηχοσύσταση του μυομητρίου, η οποία αντιστοιχεί σε μικρές ηχογενείς νησίδες ετεροτοπικού ενδομητρικού ιστού οι οποίες περιβάλλονται από τις υποηχογενείς μυϊκές ίνες του λείου μυ. 43

Αρκετές μελέτες έδειξαν ότι η ευαισθησία και η ειδικότητα του 2D-TVS στη διάγνωση της αδενομύωσης είναι εφάμιλλη της MRI και της ιστολογικής εξέτασης. 44 - 48 Ο Kepkep και οι συνεργάτες του αξιολόγησαν την ακρίβεια διαφόρων υπερηχογραφικών ευρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της δυσχερούς απεικόνισης της EMJ, των κύστεων μυομητρίου και της παρουσίας των υπερηχογενών γραμμώσεων κάτωθεν του ενδομητρίου στη διάγνωση της αδενομύωσης, για να διαπιστώσουν ότι οι υπερηχογενείς γραμμώσεις κάτω από το ενδομήτριο είχαν την υψηλότερη ευαισθησία και θετική προγνωστική αξία στην διάγνωση της αδενομύωσης με ποσοστά 95,5% και 80%, αντίστοιχα. 49 Ομοίως, η παρουσία δυσδιάκριτης ή ασύμμετρης και ασαφούς EMJ στο 3D υπερηχογράφημα της μήτρας έχει θετική προγνωστική αξία (PPV) 95,2% και ευαισθησία 80% στη διάγνωση της αδενομύωσης. 50 Μεταξύ των 3D απεικονιστικών ευρημάτων του υπερηχογραφήματος συγκαταλέγονται: το μέγιστο πάχος της EMJ ≥ 8mm με ευαισθησία 84%, η διαφορά μεταξύ παχύτερου και λεπτότερου τμήματος της EMJ (≥4mm) με ευαισθησία 88% και η υποκειμενική αξιολόγηση της διήθησης ≥ 50% ή της παραμόρφωση της EMJ με διαγνωστική ακρίβεια 71% και 82%, αντίστοιχα. 27 To 2009, o Verma και οι συνεργάτες του πρότειναν την διάσπαση του μυομητρίου ως ένα προηγουμένως μη περιγραφόμενο υστερο-υπερηχογραφικό σημάδι αδενομύωσης. 51

Ινομυώματα μήτρας

Τα ινομυώματα της μήτρας εμφανίζονται συχνά υπερηχογραφικά ως καλά καθορισμένες στρογγυλές βλάβες εντός του μυομητρίου ή προσαρτώνται σε αυτό και συνήθως εμφανίζουν σκιές στην άκρη της βλάβης ή/και εσωτερική σκίαση σε σχήμα βεντάλιας. 52 Ταξινομούνται ως υποβλεννογόνια, ενδοτοιχωματικά ή υποορογόνια. Είναι υποβλεννογόνια εάν παραμορφώνουν την επιφάνεια του βλεννογόνου χιτώνα της ενδομητρικής κοιλότητας και πιστεύεται ότι αποτελούν αιτία υπογονιμότητος 53 και μηνορραγίας. 54 Το μέγεθός τους και ο βαθμός προβολής στην ενδομητρική κοιλότητα είναι οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν τη σοβαρότητα των κλινικών συμπτωμάτων. Αν και υπήρξαν προτάσεις ότι όλα τα υποβλεννογόνια ινομυώματα προέρχονται από το ενδότερο μυομήτριο, 55 είναι πιθανό σε ορισμένες περιπτώσεις η παραμόρφωση της ενδομητρικής κοιλότητας να προκαλείται από σχετικά μεγάλα ινομυώματα που προέρχονται από το εξωτερικό μυομήτριο. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι τα υποβλεννογόνια ινομυώματα που προέρχονται από το ενδότερο μυομήτριο αναπτύσσονται γρηγορότερα επειδή έχουν μεγαλύτερη έκφραση υποδοχέων οιστρογόνων και προγεστερόνης από αυτά που προέρχονται από την περιφέρεια, ενδοτοιχωματικά ή υποορογόνια. 56  Χρησιμοποιώντας το έγχρωμο υπερηχογράφημα Doppler, ο Tsuda και οι συνεργάτες του αναγνώρισαν μια μονήρη αρτηρία του ινομυώματος στο 85% των υποβλεννογονίων ινομυωμάτων, και μόνο στο 42% των ενδοτοιχωματικών ινομυωμάτων. 57 Τα ινομυώματα που προέρχονται από το ενδότερο μυομήτριο διασπούν την ομοιομορφία της υποηχογενούς ηχοδομής του γειτονικού βασικού ενδομητρίου, ενώ τα ινομυώματα που προέρχονται από το εξωτερικό μυομήτριο προκαλούν μετατόπιση και παραμόρφωση του EMJ χωρίς να επηρεάζεται η μορφολογική της εμφάνιση. Μέχρι στιγμής, δεν έχουν γίνει προσπάθειες διαφοροποίησης μεταξύ αυτών των δύο τύπων υποβλεννογονίων ινομυωμάτων με υπερηχογράφημα. Η ικανότητα προσδιορισμού της θέσης προέλευσης των υποβλεννογονίων ινομυωμάτων εντός του μυομητρίου μπορεί να βοηθήσει στην παροχή συμβουλών σε ασθενείς με μικρά πρώιμα ινομυώματα ως προς την πιθανή ταχύτητα ανάπτυξής τους και τον κίνδυνο ανάπτυξης κλινικών συμπτωμάτων στο μέλλον.

Ενδομητρικοί πολύποδες

Οι πολύποδες του ενδομητρίου είναι εστιακές επιθηλιακές υπεραναπτύξεις ενδομητρικού ιστού με εκτιμώμενο επιπολασμό στο γυναικείο γενικό πληθυσμό περίπου 7,8% 58 Συχνά, είναι ασυμπτωματικοί, αλλά μπορούν επίσης να προκαλέσουν μη φυσιολογική αιμορραγία μήτρας και έχουν συσχετιστεί με υπογονιμότητα. Στο υπερηχογράφημα, οι πολύποδες του ενδομητρίου απεικονίζονται ως υπερηχογενείς, ενδομήτριες βλάβες που διαταράσσουν την ενδομήτρια ηχώ της μεσαίας γραμμής 59 και δεν διαταράσσουν ή εισέρχονται στην EMJ καθώς πρόκειται αμιγώς για δομές του ενδομητρίου. Τα υπερηχογραφικά ευρήματα μπορεί να συμπεριλαμβάνουν μη ειδικό πεπαχυσμένο ενδομήτριο ή, περιστασιακά, μια ενδοκοιλοτική μάζα που περιβάλλεται από υγρό. Ωστόσο, τα τροφοφόρα αγγεία, τα οποία είναι ορατά στον διακολπικό υπέρηχο στις περισσότερες περιπτώσεις, 60 φαίνεται να διανύουν την EMJ κατά την εξέταση Doppler.

Καρκίνος του ενδομητρίου

Ο καρκίνος του ενδομητρίου (EC) αποτελεί τη συχνότερη γυναικολογική κακοήθεια σε μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς, 61 έχει την υψηλότερη επίπτωση μεταξύ 55 και 64 ετών 62 και αποτελεί την πιο διαδεδομένη αιτία θνησιμότητας στον ανεπτυγμένο κόσμο, με 382.096 νέα κρούσματα και 89.929 θανάτους το 2018. 63 Ο αριθμός των νέων περιπτώσεων ΕC αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω εξαιτίας της αυξανόμενης γήρανσης του πληθυσμού καθώς και λόγω της αύξησης των ποσοστών της παχυσαρκίας. Ο δείκτης σωματικής μάζας (BMI) ≥ 25kg/m2 θεωρείται ένας από τους κύριους παράγοντες κινδύνου για ΕC. 64 Ο σακχαρώδης διαβήτης, η ατοκία, η πρώιμος εμμηναρχή, η όψιμος εμμηνόπαυση και η έκθεση σε οιστρογόνα ή ταμοξιφαίνη είναι μερικοί από τους γνωστούς και σημαντικούς παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης EC. 65 Σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης FIGO, 66 κάθε καρκίνος ενδομητρίου σταδίου ≥ από Ia συνεπάγεται την επέκταση της νόσου πέραν της EMJ. Σε αυτό το στάδιο ο EC έχει διηθήσει < από το 50% του πάχους του μυομητρίου. Στα σημεία μυομητρικής προσβολής, παρατηρείται απώλεια της σαφήνειας της EMJ. Η ακριβής προεγχειρητική διάγνωση της εκτίμησης του βάθους της μυομητρικής διήθησης είναι κλινικά χρήσιμη, καθώς ταυτόχρονα συμβάλει στην πρόγνωση και καθορίζει την έκταση της απαιτούμενης χειρουργικής επέμβασης. Σήμερα, η μαγνητική τομογραφία αντίθεσης είναι η πλέον αξιόπιστη μέθοδος στην εκτίμηση του βάθους διήθησης του μυομητρίου, με αναφερόμενη ευαισθησία που κυμαίνεται από 80-94,4%. 67 – 72

Ο ρόλος του 2D-TVS στην προεγχειρητική εκτίμηση του βάθους μυομητρικής διήθησης σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με EC θεωρείται περιορισμένος, 73 εμφανίζει αξιοπιστία 73,3-75% και αποτυχία 25-26,7%. 74 , 75 Χρησιμοποιώντας τα κριτήρια του Karlsson, αναλογία μέγιστης προσθοπίσθιας διαμέτρου της ενδομήτριας βλάβης/προσθοπίσθια διάμετρο της μήτρας (μετρούμενα αμφότερα σε οβελιαίο επίπεδο), μια αναλογία ≥ 0,5 υποδεικνύει διήθηση μυομητρίου ≥ 50% και μια αναλογία < 0,5 υποδηλώνει διήθηση μυομητρίου < 50. Με αυτά τα αντικειμενικά κριτήρια η αξιοπιστία της 2D-TVS στην εκτίμηση του βάθους διήθησης ανήρθε στο 79%. 76 Ο Mascilini και συνεργάτες πρότειναν την 3D-TVS αναλογία του όγκου της βλάβης/όγκου της μήτρας με όριο αποκοπής 0,53 77 και αναφερόμενη αξιοπιστία 90,5%. 78 Υποεκτίμηση της εν τω βάθει διήθησης (≥50%) έγινε συχνότερα σε καλά διαφοροποιημένους καρκίνους, μικρού μεγέθους με παχύ μυομητρικό ιστό ελεύθερο διήθησης και χαμηλή αγγείωση και πιο συχνά υπερεκτίμηση έγινε σε χαμηλής και μέτριας διαφοροποίησης καρκίνους που ήταν μεγαλύτεροι σε μέγεθος, με λεπτό μυομητρικό ιστό ελεύθερο διήθησης και πιο πλούσια αγγείωση. 79 Οι περιορισμοί του 2D-TVS περιλαμβάνουν τις δυσκολίες απεικόνισης των πλάγιων τοιχωμάτων του μυομητρίου και την εξάρτηση του χειριστή από την ποιότητα της απεικόνισης. Αυτοί οι περιορισμοί είναι λιγότερο σχετικοί με το 3D-TVS καθώς η πρόσκτηση του όγκου της μήτρας και η εικονική πλοήγηση μέσω των τριών ορθογώνιων επιπέδων για τον εντοπισμό της μικρότερης χωρίς όγκο απόστασης του μυομητρίου από τον ορογόνο χιτώνα της μήτρας (TDS) επιτρέπει την καλύτερη εκτίμηση της εν τω βάθει διήθησης του μυομητρίου. Με όριο αποκοπής τα 9mm ο Alcázar και οι συνεργάτες του βρήκαν ευαισθησία 100%, ειδικότητα 61%, αρνητική προγνωστική αξία 100%, θετική προγνωστική αξία 50%, έναντι της υποκειμενικής αξιολόγησης που είχε ευαισθησία 92,6%, ειδικότητα 82,3%, αρνητική προγνωστική αξία 96,6% και θετική προγνωστική αξία 67,7%. 80 Σε μικρούς καρκίνους, ή μη φυσιολογική εμφάνιση της EMJ στο 2D-TVS μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην ανίχνευση πρώιμου διηθητικού καρκίνου του ενδομητρίου. Η εξέταση Doppler μπορεί να είναι χρήσιμη επειδή δύναται να απεικονίσει πολλαπλά κυρίαρχα αγγεία να διεισδύουν στον EMJ σε αντίθεση με το μονήρες τροφοφόρο αγγείο, το οποίο είναι τυπικό σε έναν καλοήθη πολύποδα.

Γ) Ιατρογενή προβλήματα

Ταμοξιφαίνη

Η ταμοξιφαίνη (tamoxifen) είναι ένα μη στεροειδές φάρμακο το οποίο ανταγωνίζεται την δράση των οιστρογόνων και χρησιμοποιείται στη θεραπεία του καρκίνου του μαστού. Λόγω, της ασθενώς οιστρογονικής του επίδρασης στη μήτρα συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης πολυπόδων του ενδομητρίου, υπερπλασία ενδομητρίου και αδενοκαρκίνωμα. Συχνά, υπάρχει μια καλά τεκμηριωμένη ασυμφωνία μεταξύ υπερηχογραφικής και υστεροσκοπικής εμφάνισης του ενδομητρίου σε ασθενείς που λαμβάνουν ταμοξιφαίνη. Ο Perrot και οι συνεργάτες του περιέγραψαν μια ομάδα ασυμπτωματικών ασθενών, οι οποίοι ενώ είχαν υπερηχογραφικά ένα παχύ, υπερηχογενές, μικρο-κυστικό ενδομήτριο, στην υστεροσκόπηση εμφάνιζαν ατροφικό ενδομήτριο επιβεβαιωμένο ιστολογικά με δείγματα αποξέσεων. 81 Η εξήγηση αυτής της ασυμφωνίας θα μπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός της ύπαρξης οιδήματος στον στρωματικό ιστό του ενδομητρίου απότοκο της θεραπείας με ταμοξιφαίνη. 82 , 83 Συχνά η ακριβής υπερηχογραφική εκτίμηση ενός κυστικού ενδομητρίου είναι δυσχερής επειδή τα όρια μεταξύ της EMJ και του ενδομητρίου είναι δυσδιάκριτα, κακώς καθορισμένα και ασαφή σε ορισμένους ασυμπτωματικούς ασθενείς. 84 Τα ιστοπαθολογικά ευρήματα 35 ασυμπτωματικών μετεμμηνοπαυσιακών ασθενών με καρκίνο μαστού που έλαβαν ταμοξιφαίνη και είχαν πάχος ενδομητρίου ≥ από 5mm στο TVS έδειξαν ατροφικό κυστικό ενδομήτριο και πολύποδες ενδομητρίου στο σύνολό τους. 85 Μελέτες με MRI ενισχύουν περαιτέρω την άποψη ότι οι παρατηρούμενες κύστεις σε αυτούς τους ασθενείς είναι είτε ενδο-μυομητρικές είτε υπο-ενδομητρικές. 86 Ωστόσο, οι υπερηχογραφικές αλλαγές που παρατηρούνται σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με ταμοξιφαίνη αντιπροσωπεύουν στην πραγματικότητα αλλαγές του ενδότερου μυομητρίου παρά του πραγματικού ενδομητρίου 87 και δύναται να παρατηρηθούν σχεδόν μέχρι το 90% των ασθενών που έλαβαν ταμοξιφαίνη. 88 Η ανίχνευση των κύστεων μυομητρίου, φυσιολογικά, συνδέεται με την παρουσία αδενομύωσης. Το ερώτημα που γεννάται είναι εάν η παρουσία αυτών των κύστεων αντιπροσωπεύει πρόσφατη αδενομύωση, επανενεργοποίηση παλιάς ή απλώς ένα φάσμα κυστικής αλλαγής που σχετίζεται με ταμοξιφαίνη. 89 Η υστερουπερηχογραφία (SHG) συνιστάται ως ένα ελάχιστα επεμβατικό διαγνωστικό εργαλείο για την εκτίμηση των ενδομητρικών αλλαγών σε ασυμπτωματικούς μετεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς με καρκίνο μαστού που λαμβάνουν μακροχρόνια θεραπεία με ταμοξιφαίνη ή σε ανεπαρκώς ορατό ενδομήτριο κατά το TVS. 90 Σε αυτούς τους ασθενείς με πάχος ενδομητρίου ≥ από 8mm η κοιλότητα της μήτρας αξιολογήθηκε προοπτικά με SHG και διέγνωσε με ακρίβεια ενδομήτρια ή/και άλλη υπενδομήτρια παθολογία στο 95,5% αυτών των ασθενών. 91

Ενδομήτριες αντισυλληπτικές συσκευές

Το δισδιάστατο υπερηχογράφημα βρέθηκε να έχει περιορισμούς στην αξιολόγηση της τοποθέτησης ενδομήτριων αντισυλληπτικών συσκευών (IUCD) 92 και ο τρισδιάστατος υπέρηχος φαίνεται να είναι πιο ακριβής στον προσδιορισμό του τύπου και της θέσης των IUCDs. 93 , 94 Ένας περιορισμός του υπερηχογραφήματος 2D είναι η αδυναμία του να απεικονίσει καθαρά τα πλάγια και τα πυθμενικά όρια της ενδομητρικής κοιλότητας. Η εξέταση των επίπεδων τομής μετά την πρόσκτηση του σώματος όγκου στο υπερηχογράφημα 3D επιτρέπει την λεπτομερή εξέταση των βραχιόνων των IUCD σε σχέση με την EMJ. Αρκετές φορές οι βραχίονες της ενδομήτριου συσκευής Nova-T IUCD και Mirena (και οι δύο συσκευές της Bayer Schering Pharma AG, Βερολίνο, Γερμανία) διαρρηγνύουν την EMJ σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, και, μερικές φορές εκτείνονται βαθιά στο εξωτερικό μυομήτριο σε περισσότερο από το 50% των περιπτώσεων. 28 Αυτή η συχνή εμφάνιση μυομητρικής διείσδυσης από IUCDs είναι αβέβαιης κλινικής σημασίας και είναι απίθανο να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα του IUCD/IUS, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι η αιτία του πόνου της μήτρας, που μερικές φορές αναφέρεται από τους χρήστες. Η εκτίμηση του βαθμού διείσδυσης του βραχίονα IUCD στο μυομήτριο μπορεί να είναι χρήσιμη πριν από την προγραμματισμένη αφαίρεση της συσκευής. Στις γυναίκες με σαφή στοιχεία ότι οι βραχίονες εκτείνονται βαθιά στο εξωτερικό μυομήτριο μπορεί να προσφερθεί επιπλέον αναλγησία καθώς η αφαίρεση του πηνίου είναι πιθανότατα πιο δύσκολη και πιο επώδυνη σε αυτές τις περιπτώσεις. Μένει να δούμε αν η διαταραχή της ακεραιότητας του EMJ από τους βραχίονες του IUCD/IUS μπορεί να παίξει ρόλο στην ανάπτυξη της αδενομύωσης.

Ενδομήτριες συμφύσεις

Οι ενδομήτριες συμφύσεις (IUAs) περιγράφηκαν για πρώτη φορά από τον Heinrich Fritsch στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά ο Joseph Asherman, το 1948, όρισε περαιτέρω αυτήν την ομώνυμη κατάσταση ως τραυματική αμηνόρροια που προκαλείται από απόφραξη του έσω τραχηλικού στομίου μετά από περίπλοκο τοκετό ή έκτρωση που απαιτεί ενδομήτρια όργανα. 95 Οι όροι «σύνδρομο Asherman» και «ενδομήτριες συμφύσεις» χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά, αν και ο αρχικός ορισμός του συνδρόμου περιλαμβάνει αμηνόρροια, με ή χωρίς κυκλικό κοιλιακό άλγος. Ο τραυματισμός του ενδομητρίου κυρίως που έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του στρώματος πιστεύεται ότι είναι το βασικό γεγονός που οδηγεί στην ανάπτυξη των ενδομήτριων ή/και των ενδοτραχηλικών συμφύσεων. 96 Το μέσο χρονικό διάστημα από το ενδομήτριο τραύμα έως την επιβεβαιωμένη ανάπτυξη των IUAs στο TVS είναι 24Wks (εύρος, 6–53Wks). 97 Οι IUAs έχουν επιπολασμό που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα, αλλά πιστεύεται ότι κυμαίνεται μεταξύ 0,3-21,5%, με τα υψηλότερα ποσοστά να αναφέρονται στο Ισραήλ, την Ελλάδα και τη Νότια Αμερική. 98 Οι IUAs μπορούν να σχηματιστούν μετά από οποιαδήποτε ενδομήτρια διαδικασία, αλλά συχνότερα εμφανίζονται μετά από πρόσφατη απόξεση της κυοφορούσης μήτρας. 99 Η υστεροσκοπική εκτομή των υποβλεννογονίων ινομυωμάτων αυξάνει την συχνότητα των μετεγχειρητικών IUAs κατά 31,3% και 45,5% μετά από εκτομή μεμονωμένων και πολλαπλών ινομυωμάτων, αντίστοιχα. 100 Σε άλλη μελέτη, ο κίνδυνος των μετεγχειρητικών IUAs μετά από εκτομή μεμονωμένου ινομυώματος ήταν 1,5% 101 Ο κίνδυνος IUAs είναι 14% μετά από εμβολισμό της μητριαίας αρτηρίας, υποδηλώνοντας ότι η διαταραχή στην παροχή αίματος της μήτρας με αποτέλεσμα την υποξία θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε τραυματισμό του ενδομητρίου. 102 Εκτός από την υπογονιμότητα, οι IUAs μπορούν να προκαλέσουν αμηνόρροια, ολιγομηνόρροια, πυελικό άλγος και καθ΄ έξιν αποβολές. 103 Ο πλέον συνηθισμένος τύπος ενδομήτριων συμφύσεων αφορά το μυομήτριο, προκαλώντας διαταραχή της EMJ. Στο υπερηχογράφημα 2D, η κοιλότητα της μήτρας φαίνεται ασαφώς καθορισμένη, με εστιακή ή διάχυτη απώλεια της ηχογένειας του ενδομητρίου. 28 Οι IUAs εμφανίζονται ως μικρές, μη καθορισμένες υπερηχογενείς δομές που διακόπτουν την συνέχεια του στρώματος του ενδομητρίου προκαλώντας μη φυσιολογική EMJ. Άλλοτε οι IUAs εμφανίζονται στον υπέρηχο ως ζώνες μυομητρικού ιστού που διασχίζουν την ενδομήτρια κοιλότητα και γειτνιάζουν με τα απέναντι τοιχώματα της μήτρας, διατηρώντας ίδια ηχογένεια με αυτή του παρακείμενου μυομητρίου. 104 Η εξάλειψη της κοιλότητας της μήτρας μπορεί να είναι εστιακή, μερική ή πλήρης. Οι εστιακές συμφύσεις που προκαλούν ελάχιστη εξάλειψη της κοιλότητας είναι πιο πιθανό να αναπτυχθούν στις περιοχές με μέγιστο ενδομήτριο τραύμα. Το περιβάλλον ενδομήτριο είναι συνήθως φυσιολογικό και ανταποκρίνεται στις κυκλικές αλλαγές των φυλετικών ορμονών των ωοθηκών. Οι εστιακές συμφύσεις είναι τυπικά ασυμπτωματικές και διαγιγνώσκονται τυχαία στο υπερηχογράφημα ή στη διαγνωστική υστεροσκόπηση. Πιο σοβαρές συμφύσεις οδηγούν σε μερική ή πλήρη εξάλειψη της κοιλότητας της μήτρας. Σε γυναίκες με μερική εξάλειψη, η εντόπιση των IUAs είναι σημαντική, καθώς εκείνες που βρίσκονται κοντά στα σαλπιγγικά στόμια μπορεί να προκαλέσουν υπογονιμότητα ή έκτοπη κύηση. Το μη επηρεασμένο ενδομήτριο μπορεί να είναι είτε φυσιολογικό είτε ατροφικό και ως εκ τούτου ορισμένες γυναίκες μπορεί να είναι ασυμπτωματικές ενώ άλλες μπορεί να εμφανίσουν μειωμένη καταμήνια ροή, διαταραχές της εμμήνου ρύσεως ή υπογονιμότητα. Σε αυτές τις γυναίκες, η χειρουργική επέμβαση μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχή εξαίρεση των IUAs και πλήρη αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας του ενδομητρίου. 105

Η αναφερόμενη ευαισθησία του διακολπικού 2D υπερήχου στην ανίχνευση των ενδομητρικών συμφύσεων ποικίλλει ευρέως από 80-97%. 106 , 107 Μία μικρή μελέτη που περιλάμβανε μόνο τέσσερις ασθενείς ανάφερε μηδενική ευαισθησία. 108 Ωστόσο, αυτές οι διαφορές της ευαισθησίας μάλλον υποδηλώνουν ότι η ικανότητα του χειριστή και ποιότητα του εξοπλισμού επηρεάζουν την ακρίβεια της υπερηχογραφικής διάγνωσης. Ο κατάλληλος χρόνος της υπερηχογραφικής απεικόνισης του ενδομητρίου είναι κατά τη διάρκεια της ωοθυλακικής φάσης. Αμέσως μετά την έμμηνο ρύση, η υπερηχογραφική εμφάνιση του φυσιολογικού ενδομητρίου είναι μια λεπτή, ελαφρώς ακανόνιστη ηχογενής διεπαφή. Αυτό το εύρημα αποκλείει σχεδόν σίγουρα τους πολύποδες του ενδομητρίου, τα ινομυώματα και τις συμφύσεις στην κοιλότητα της μήτρας. Όταν πραγματοποιείται TVS κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης, η διαφορική διάγνωση μη φυσιολογικών, ακανόνιστων ευρημάτων μεταξύ των τοιχωμάτων του ενδομητρίου θα πρέπει να περιλαμβάνει υπολείμματα θρόμβων αίματος της εμμήνου ρύσεως. Κατά τη διάρκεια της όψιμης ωοθυλακικής φάσης, η εκτίμηση της προέλευσης τυχόν μη φυσιολογικών ευρημάτων (στο πρόσθιο ή το οπίσθιο τοίχωμα της μήτρας) είναι ευκολότερη λόγω του αυξημένου πάχους του ενδομητρίου και του υποηχογενούς αυλού μεταξύ του λειτουργικού ενδομητρίου και του εξωτερικού στρώματος που είναι περισσότερο ηχογενές. Οι πολύποδες του ενδομητρίου και τα υποβλεννογόνια μυώματα απεικονίζονται καλύτερα και οι ενδομήτριες συμφύσεις θα μπορούσαν να διαφοροδιαγνωστούν εύκολα από τους πολύποδες του ενδομητρίου από το μέγεθος και το σχήμα τους.

Υπενδομήτρια ίνωση

Η ίνωση εμφανίζεται μετά από επεμβατικές ενδομήτριες επεμβάσεις όπως η διαστολή και η απόξεση, και είναι ιδιαίτερα συχνή και εκτεταμένη μετά από δακτυλική αποκόλληση του πλακούντα. 28 Η ίνωση εμφανίζεται συνήθως στο 2D υπερηχογράφημα ως ηχογενείς εστίες στη βασική ενδομήτρια στιβάδα χωρίς απώλεια λειτουργικού ενδομητρίου. Το ενδότερο μυομήτριο είναι φυσιολογικό σε περιπτώσεις ήπιας ίνωσης, αλλά σε σοβαρές περιπτώσεις, που συνήθως εμφανίζονται σε γυναίκες με ιστορικό κατακράτησης πλακούντα, υπάρχουν ενδείξεις ίνωσης που εκτείνεται στο ενδότερο και μερικές φορές ακόμη και στο έξω μυομήτριο. Ήπια ίνωση παρατηρείται συχνά στο επίπεδο του έσω στομίου σε γυναίκες με ιστορικό χειρουργικής επέμβασης της μήτρας που απαιτεί διάταση του τραχήλου της μήτρας. Η υπενδομήτρια ίνωση είναι τυπικά ασυμπτωματική. Η κλινική της σημασία είναι αβέβαιη μια και δεν υπάρχουν πρόσφατα δεδομένα που να υποδηλώνουν δυσμενή επίδραση στη λειτουργία του ενδομητρίου ή στη γονιμότητα. Ωστόσο, επειδή και τα δύο προκαλούνται από το χειρουργικό τραύμα, δεν είναι ασυνήθιστη η συνύπαρξη υπενδομήτριας ίνωσης ταυτόχρονα με IUAs.

Οστική μεταπλασία της μήτρας

Η οστική μεταπλασία της μήτρας χρησιμοποιείται για να περιγράψει δύο διαφορετικές οντότητες: α) την παρουσία οστού και τη συνεχιζόμενη οστεοποίηση κατακρατημένων εμβρυϊκών οστών εντός της μήτρας και β) τη μεταπλαστική οστεοποίηση του ενδομητρικού στρώματος. 109 Η πραγματική οστική μεταπλασία οφείλεται σε μεταπλασία (ασβεστοποίηση) των ώριμων ενδομητρικών κυττάρων του στρώματος, που προκαλείται από χρόνια φλεγμονή ή τραύμα.110 , 111 Από κλινική άποψη, και οι δύο παθολογίες προκαλούν παρόμοια συμπτώματα: μηνομητρορραγία, δυσμηνόρροια, κολπικές εκκρίσεις, πυελικό πόνο, δυσμηνόρροια και δευτερογενή υπογονιμότητα. 112 – 115 Η οστική μεταπλασία είναι σπάνια, με εκτιμώμενο επιπολασμό 3/10000. 116 H οστική μεταπλασία συχνά περιγράφεται ως ομοιάζουσα με IUCD στο υπερηχογράφημα και πιστεύεται ότι έχει παρόμοιο μηχανισμό δράσης στην πρόκληση υπογονιμότητας. 117 , 118 Ο οστικός ιστός συχνά προκαλεί ρήξη στην EMJ και ενσωματώνεται στο μυομήτριο. 119 Ο βαθμός συμμετοχής του μυομητρίου και της ενδομήτριας κοιλότητα θα καθορίσει το είδος της χειρουργικής επέμβασης που απαιτείται. Ελλείψει οιασδήποτε άλλης παθολογίας, η γονιμότητα φαίνεται να επανέρχεται μετά την αφαίρεση του οστικά μεταπλασμένου ιστού ή του νεκρωμένου οστού. 120 - 123

Ανεπάρκεια ουλής καισαρικής τομής

Οι ουλές της καισαρικής τομής της μήτρας σε μη έγκυες ασθενείς με ιστορικό μιας ή περισσοτέρων καισαρικών μπορούν να ανιχνευτούν με υπερηχογράφημα στο 99,1%. 122 Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι ουλές εμφανίζονται ως λεπτές υποηχογενείς γραμμές που εκτείνονται από το ενδομήτριο, διασχίζουν το EMJ και επεκτείνονται μέσω του έξω μυομητρίου στην πρόσθια επιφάνεια της μήτρας. Στο 19,4% των περιπτώσεων οι ασθενείς είχαν ενδείξεις λέπτυνσης του μυομητρίου στο σημείο τομής, ενώ στο 9,9%, τα ελλείματα είναι ευρεία, με απώλεια άνω του 50% του πάχους του μυομητρίου. Αν και στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι ουλές εντοπίζονται στο επίπεδο του έσω στομίου, περίπου το 5% των ουλών εντοπίζονται στο σώμα της μήτρας. 124 Οι ανεπαρκείς ουλές του σώματος της μήτρας χαρακτηρίζονται από μεγάλο κενό στην EMJ, με σχεδόν πλήρη απώλεια του λειτουργικού ενδομητρίου και του ενδότερου μυομητρίου. Σε ορισμένους ασθενείς, το αίμα της εμμήνου ρύσεως παραμένει εντός της ανεπαρκούς ουλής, με αποτέλεσμα την επίμονη μεσοκυκλική αιμορραγία. 125 Η απώλεια του λειτουργικού ενδομητρίου οδηγεί σε ανεπαρκή συγκέντρωση ενδομήτριου ιστού στο σημείο της ουλής γεγονός που εξηγεί την τάση της τροφοβλάστης να διεισδύει βαθιά στο μυομήτριο, πέρα από την EMJ. Η εμφύτευση της τροφοβλάστης στην ουλή της καισαρικής τομής έχει ως συνέπεια την δημιουργία της ουλώδους κύησης που είναι μια μορφή έκτοπης κύησης. 126 Η διάγνωση της εμφύτευσης της τροφοβλάστης στο μυομήτριο είναι σχετικά απλή νωρίς στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και βασίζεται στην απεικόνιση του σάκου κύησης, ο οποίος εκτείνεται στο μυομήτριο πέρα από το EMJ. 127 Στην εξέταση Doppler, παρατηρείται αυξημένη περιτροφοβλαστική ή περιπλακουντιακή αγγείωση με υψηλές ταχύτητες (peak velocity > 20cm/s) και χαμηλό δείκτη παλμικότητας (PI) <1. 128 Αυτή η τάση της ουλώδης εγκυμοσύνης να εισβάλει βαθιά στο μυομήτριο θα μπορούσε να εξηγηθεί από τα χαρακτηριστικά της ουλής (βαθμός κοίλανσης) της καισαρικής σε μη έγκυες ασθενείς. 129 Ασυνήθιστα προσκολλημένος πλακούντας μπορεί επίσης να βρεθεί σε ασθενείς χωρίς ιστορικό προηγούμενης καισαρικής τομής ή άλλης χειρουργικής επέμβασης στη μήτρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μόνο ένα τμήμα του πλακούντα μπορεί και προσκολλάται ανώμαλα στο μυομήτριο και να συναντώνται δυσκολίες κατά το στάδιο της υστεροτοκίας. Η αφαίρεση του πλακούντα είναι συχνά ατελής, με μία ή δύο κοτυληδόνες να διατηρούνται εντός της μήτρας. Η διάγνωση του ανώμαλα προσκολλημένου πλακούντα γίνεται κατά τη μεταγεννητική υπερηχογραφική εξέταση αποδεικνύοντας ότι ο ιστός του πλακούντα διεισδύει μέσω του EMJ στο εξωτερικό μυομήτριο.

  1. Noe M, Kunz G, Herbertz M, et al. The cyclic pattern of the immunocytochemical expression of oestrogen and progesterone receptors in human myometrial and endometrial layers: characterization of the endometrial- subendometrial unit. Hum Reprod. 1999 Jan;14(1):190-7. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  2. Fusi L, Cloke B, Brosens JJ. The uterine junctional zone. Best Prac Res Clin Obstet Gynaecol. 2006 Aug;20(4):479-91. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  3. Brosens JJ, de Souza NM, Barker FG. Uterine junctional zone: function and disease. Lancet. 1995 Aug 26;346(8974):558-60. PubMed | PDF | Google Scholar
  4. Marcus C.Relationship of adenomyosis uteri to endometrial hyperplasia and endometrial carcinoma.Am J Obstet Gynecol. 1961 Aug;82:408-16. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  5. Tetlow RL, Richmond I, Manton DJ, et al. Histological analysis of the uterine junctional zone as seen by transvaginal ultrasound. Ultrasound Obstet Gynecol. 1999 Sep;14(3):188-93. PubMedPDF | Google Scholar
  6. Janus CL, Wiczyk HP, Laufer N. Magnetic resonance imaging of the menstrual cycle. Magn Reson Imaging. Nov-Dec 1988;6(6):669-74. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  7. Haynor DR, Mack LA, Soules MR, et al. Changing appearance of the normal uterus during the menstrual cycle: MR studies. 1986 Nov;161(2):459-62. PubMed | Radiology | Google Scholar
  8. Birnholz JC. Ultrasonic visualization of endometrial movements. Fertil Steril. 1984 Jan;41(1):157-8. PubMed | Elsevier Science | Coogle Scholar
  9. Abramowicz JS, Archer DF. Uterine endometrial peristalsis--a transvaginal ultrasound study. Fertil Steril. 1990 Sep;54(3):451-4. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  10. Oki T, Douchi T, Maruta K, et al. Changes in endometrial wave-like movements in accordance with the phases of menstrual cycle. J Obstet Gynaecol Res. 2002 Jun;28(3):176-81. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  11. Kunz G, Beil D, Deininger H, et al. The dynamics of rapid sperm transport through the female genital tract. Evidence from vaginal sonography of uterine peristalsis (VSUP) and hysterosalpingoscintigraphy (HSSG). Hum Reprod. 1996 Mar;11(3):627-32. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  12. Ijland MM, Evers JL, Dunselman GA, et al. Endometrial wavelike movements during the menstrual cycle. Fertil Steril. 1996 Apr;65(4):746-9. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  13. Mitchell DG, Schonholz L, Hilpert PL, et al. Zones of the uterus: discrepancy between US and MR image. Radiology. 1990 Mar;174(3 Pt 1):827-31. PubMed | Radiology | Google Scholar
  14. Lee JK, Gersell DM, Balfe DM, et al. The uterus: in vitro MR-anatomic correlation of normal and abnormal specimens. Radiology. 1985 Oct;157(1):175-9. PubMed  | Radiology | Google Scholar
  15. Reinhold C, McCarthy S, Bret PM, et al. Comparison of endovaginal US and MR imaging with histopathologic correlation. Radiology. 1996 Apr;199(1):151-8. PubMed | Radiology | Google Scholar
  16. Kunz G, Beil D, Huppert P, et al. Structural abnormalities of the uterine wall in women with endometriosis and infertility visualized by vaginal sonography and magnetic resonance imaging. Hum Reprod. 2000 Jan;15(1):76-82. | PubMed | Oxford Academic | Google Scholar
  17. Demas BE, Hricak H, Jaffe RB. Uterine MR imaging: Effects of hormonal stimulation. Radiology. 1986 Apr;159(1):123-6. PubMed | Radiology | Google Scholar
  18. Willms AB, Brown ED, Kettritz UI, et al. Anatomic changes in the pelvis after uncomplicated vaginal delivery: evaluation with serial MR imaging. Radiology. PubMed | Radiology | Google Scholar
  19. Wiczyk HP, Janus CL, Richards CJ, et al. Comparison of magnetic resonance imaging and ultrasound in evaluating follicular and endometrial development throughout the normal cycle. Fertil Steril. 1988 Jun;49(6):969-72. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  20. Hoad CL, Raine-Fenning NJ, Fulford J, et al. Uterine tissue development in healthy women during the normal menstrual cycle and investigations with magnetic resonance imaging. Am J Obstet Gynecol. 2005 Feb;192(2):648-54. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  21. Jurkovic D. Three-dimensional ultrasound in gynecology: a critical evaluation. Ultrasound Obstet Gynecol. 2002 Feb;19(2):109-17. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  22. Jurkovic D, Geipel A, Gruboeck K, et al. Three-dimensional ultrasound for the assessment of uterine anatomy and detection of congenital anomalies: a comparison with hysterosalpingography and two-dimensional sonography. Ultrasound Obstet Gynecol. 1995 Apr;5(4):233-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  23. Woelfer B, Salim R, Banerjee S, et al. Reproductive outcomes in women with congenital uterine anomalies detected by three-dimensional ultrasound screening. Obstet Gynecol. 2001 Dec;98(6):1099-103. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  24. Naftalin J, Hoo W, Nunes N, et al. Inter- and intraobserver variability in three-dimensional ultrasound assessment of the endometrial-myometrial junction and factors affecting its visualization. Ultrasound Obstet Gynecol. 2012 May;39(5):587-91. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  25. Salim R, Woelfer B, Backos M, et al. Reproducibility of three-dimensional ultrasound diagnosis of congenital uterine anomalies. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Jun;21(6):578-82. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  26. Martins WP, Raine-Fenning NJ, Leite SP, et al. A standardized measurement technique may improve the reliability of measurements of endometrial thickness and volume. Ultrasound Obstet Gynecol. 2011 Jul;38(1):107-15. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  27. Exacoustos C, Brienza L, Di GA, et al. Adenomyosis: three-dimensional sonographic findings of the junctional zone and correlation with histology. Ultrasound Obstet Gynecol. 2011 Apr;37(4):471-9. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  28. Naftalin J, Jurkovi D. The endometrial-myometrial junction: a fresh look at a busy crossing. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Jul;34(1):1-11. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  29. Kaufman RH, Binder GL, Gray Jr PM, et al. Upper genital tract changes associated with exposure in utero to diethylstilbestrol. Am J Obstet Gynecol. 1977 May 1;128(1):51-9. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  30. Kipersztok S, Javitt M, Hill MC, et al. Comparison of magnetic resonance imaging and transvaginal ultrasonography with hysterosalpingography in the evaluation of women exposed to diethylstilbestrol. J Reprod Med. 1996 May;41(5):347-51. PubMed | Google Scholar
  31. Bird CC, McElin TW, Manalo-Estrella P. The elusive adenomyosis of the uterus—revisited. Am J Obstet Gynecol. 1972 Mar;112(5):583-93. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  32. Benagiano G, Brosens I. History of adenomyosis. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2006 Aug;20(4):449-63. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  33. Frankl O. Adenomyosis uteri. Am J Obstet Gynecol. 1925; 10: 680-684. Elsevier Science | Google Scholar
  34. Tahlan A, Nanda A, Mohan H. Uterine adenomyoma: a clinicopathologic review of 26 cases and a review of the literature. Int J Gynecol Pathol. 2006 Oct;25(4):361-5. PubMed | Full Text IJGP | Google Scholar
  35. Guo SW, Mao X, Ma Q, et al. Dysmenorrhea and its severity are associated with increased uterine contractility and overexpression of oxytocin receptor (OTR) in women with symptomatic adenomyosis. Fertil Steril. 2013 Jan;99(1):231-240. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  36. Mao X, Wang Y, Carter AV, et al. The retardation of myometrial infiltration, reduction of uterine contractility, and alleviation of generalized hyperalgesia in mice with induced adenomyosis by levo-tetrahydropalmatine (l-THP) and andrographolide. Reprod Sci. 2011 Oct;18(10):1025-37. PubMed | SAGE Journals | Google Scholar
  37. Nie J, Liu X, Guo SW. Immunoreactivity of oxytocin receptor and transient receptor potential vanilloid type 1 and its correlation with dysmenorrhea in adenomyosis. Am J Obstet Gynecol. 2010 Apr;202(4):346.e1-8. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  38. Vannuccini S, Tosti C, Carmona F, et al. Pathogenesis of adenomyosis: an update on molecular mechanisms. Reprod Biomed Online. 2017 Nov;35(5):592-601. PubMed | Full Text RBMO | PDF | Google Scholar
  39. Campo S, Campo V, Benagiano G. Adenomyosis and infertility. Reprod. Biomed. Online. 2012 Jan;24(1):35-46. PubMed | Full Text RBMO | PDF | Google Scholar
  40. Curtis KM, Hillis SD, Marchbanks PA, et al. Disruption of the endometrial-myometrial border during pregnancy as a risk factor for adenomyosis. Am J Obstet Gynecol. 2002 Sep;187(3):543-4. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  41. Xie T, Xu X, Yang Y. The Role of Abnormal Uterine Junction Zone in the Occurrence and Development of Adenomyosis. Reprod Sci. 2021 Sep 13. PubMed | SpingerLink | Google Scholar
  42. Tamai K, Koyama T, Umeoka S, et al. Spectrum of MR features in adenomyosis. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2006 Aug;20(4):583-602. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  43. Reinhold C, Tafazoli F, Mehio A, et al. Uterine adenomyosis: endovaginal US and MR imaging features with histopathologic correlation. Radiographics. 1999 Oct;19 Spec No:S147-60. PubMed | Full Text RadioGraphics | PDF | Google Scholar
  44. Bazot M, Cortez A, Darai E, et al. Ultrasonography compared with magnetic resonance imaging for the diagnosis of adenomyosis: correlation with histopathology. Hum Reprod. 2001 Nov;16(11):2427-33. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  45. Bazot M, Dara E, Rouger J, et al. Limitations of transvaginal sonography for the diagnosis of adenomyosis, with histopathological correlation. Ultrasound Obstet Gynecol. 2002 Dec;20(6):605-11. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  46. Dueholm M, Lundorf E, Hansen ES, et al. Magnetic resonance imaging and transvaginal ultrasonography for diagnosis of adenomyosis. Fertil Steril. 2001 Sep;76(3):588-94. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  47. Dueholm M. Transvaginal ultrasound for diagnosis of adenomyosis: a review. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2006 Aug;20(4):569-82. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  48. Dueholm M, Lundorf E. Transvaginal ultrasound or MRI for diagnosis of adenomyosis. Curr Opin Obstet Gynecol. 2007 Dec;19(6):505-12. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  49. Kepkep K, Tuncay YA, Goynumer G, et al. Transvaginal sonography in the diagnosis of adenomyosis: which findings are most accurate? Ultrasound Gynecol Obstet. 2007 Sep;30(3):341-5. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  50. Ahmed AI, Mahmoud AEA, Fadiel AA, et al. Comparison of 2-, 3D and Doppler ultrasound with histological findings in adenomyosis. Fertil Steril. 2007. Fertility and Sterility | Google Scholar
  51. Verma SK, Lev-Toaff AS, Baltarowich OH, et al. Adenomyosis: Sonohysterography with MRI correlation. AJR Am J Roentgenol. 2009 Apr;192(4):1112-6. PubMed | Full Text AJR | Google Scholar
  52. Van den Bosch T, Dueholm M, Leone FPG, et al. Terms, definitions and measurements to describe sonographic features of myometrium and uterine masses: a consensus opinion from the Morphological Uterus Sonographic Assessment (MUSA) group. Ultrasound Obstet Gynecol. 2015 Sep;46(3):284-98. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  53. Pritts EA, Parker WH, Olive DL. Fibroids and infertility: an updated systemic review of the evidence. Fertil Steril. 2009 Apr;91(4):1215-23. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  54. Lumsden MA, Wallace EM. Clinical presentation of uterine fibroids. Baillieres Clin Obstet Gynaecol. 1998 Jun;12(2):177-95. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  55. Brosens J, Campo R, Gordts S, et al. Submucous and outer myometrium leiomyomas are two distinct clinical entities. Fertil Steril. 2003 Jun;79(6):1452-4. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  56. Marugo M, Centonze M, Bernasconi D, et al. Estrogen and progesterone receptors in uterine leiomyomas. Acta Obstet Gynecol Scan. 1989;68(8):731-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  57. Tsuda H, Kawabata M, Nakamoto O, et al. Clinical predictors in the natural history of uterine leiomyoma: preliminary study. J Ultrasound Medicine. 1998 Jan;17(1):17-20. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  58. Dreisler E, Stampe-Sorensen S, Ibsen PH, et al. Prevalence of endometrial polyps and abnormal uterine bleeding in a Danish population aged 20–74 years. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Jan;33(1):102-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  59. Caspi B, Appelman Z, Goldchmit R, et al. The bright edge of the endometrial polyp. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Apr;15(4):327-30. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  60. Timmerman D, Verguts J, Konstantinovic ML, et al. The pedicle artery sign based on sonography with color Doppler imaging can replace second-stage tests in women with abnormal vaginal bleeding. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Aug;22(2):166-71. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  61. Creasman WT, Odicino F, Maisonneuve Ρ. Carcinoma of the corpus uteri. Int J Gynaecol Obstet. 2006 Nov; 95 Suppl 1:S105-43. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  62. Siegel RL, Miller KD, Jemal A. Cancer statistics, 2018. CA Cancer J Clin. 2018 Jan;68(1):7-30. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  63. Bray F, Ferlay J, Soerjomataram I, et al. Global cancer statistics 2018: GLOBOCAN estimates of incidence and mortality worldwide for 36 cancers in 185 countries. CA Cancer J Clin. 2018 Nov; 68(6):394-424. PubMed | ACS Journals | PDF | Google Scholar
  64. Pearson-Stuttard J, Zhou B, Kontis V, et al. Worldwide burden of cancer attributable to diabetes and high body-mass index: a comparative risk assessment. Lancet Diabetes Endocrinol. 2018 Jun; 6(6):e6-e15. PubMed | Full Text PMC | The Lancet | PDF | Google Scholar
  65. Amant F, Moerman P, Neven P, et al. Endometrial cancer. Lancet. 2005 Aug 6-12; 366(9484):491-505. PubMed | The Lancet | PDF | Google Scholar
  66. Shepherd JH. Revised FIGO staging for gynaecological cancer. Br J Obstet Gynaecol. 1989 Aug;96(8):889-92. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  67. Torricelli P, Ferraresi S, Fiocchi F, et al. 3-T MRI in the pre-operative evaluation of depth of myometrial infiltration in endometrial cancer. AJR Am J Roentgenol. 2008 Feb;190(2):489-95. PubMed | Full Text AJOR | Google Scholar
  68. Park JY, Kim EN, Kim DY, et al. Comparison of the validity of magnetic resonance imaging and positron emission tomography/computed tomography in the preoperative evaluation of patients with uterine corpus cancer. Gynecol Oncol. 2008 Mar;108(3):486-92. PubMed | Gynecologic Oncology | Google Scholar
  69. Vasconcelos C, Felix A, Cunha TM. Preoperative assessment of deep myometrial and cervical invasion in endometrial carcinoma: comparison of magnetic resonance imaging and histopathologic evaluation. J Obstet Gynaecol. 2007 Jan;27(1):65-70. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  70. Rockall AG, Meroni R, Sohaib SA, et al. Evaluation of endometrial carcinoma on magnetic resonance imaging. Int J Gynecol Cancer. Jan-Feb 2007;17(1):188-96. PubMed | Full Text BMJ | Google Scholar
  71. Chung HH, Kang SB, Cho JY, et al. Accuracy of MR imaging for the prediction of myometrial invasion of endometrial carcinoma. Gynecol Oncol. 2007 Mar;104(3):654-9. PubMed | Gynecologic Oncologic | Google Scholar
  72. Wang LX, Ouyang H, Wu LY, et al. Value of MRI in the assessment of invasion depth by endometrial carcinoma. Zhonghua Zhong Liu Za Zhi. 2006 May;28(5):373-6. PubMed | Google Scholar
  73. Georgiev DB, Chernev T, Netsov V, et al. Preoperative sonographic evaluation of patients with endometrial carcinoma. Int J Gynaecol Obstet. 1994 Nov;47(2):147-50. PubMed | Obstetrics & Gynecology  | Google Scholar
  74. Arko D, Takac I. High frequency transvaginal ultrasonography in preoperative assessment of myometrial infiltration in endometrial cancer. J Ultrasound Med. 2000 Sep;19(9):639-43. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  75. Osmers RG, Osmers M, Kuhn W. Prognostic value of transvaginal sonography in asymptomatic endometrial cancers. Ultrasound Obstet Gynecol. 1995 Aug;6(2):103-7. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  76. Karlsson B, Norström A, Granberg S, et al. The use of endovaginal ultrasound to diagnose invasion of endometrial carcinoma. Ultrasound Obstet Gynecol. 1992 Jan 1;2(1):35-9. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  77. Mascilini F, Testa AC, Van Holsbeke C, et al. Evaluating myometrial and cervical invasion in women with endometrial cancer: comparing subjective assessment with objective measurement techniques. Ultrasound Obstet Gynecol. 2013 Sep;42(3):353-8. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  78. Alcazar JL, Pineda L, Corral TMA, et al. Transvaginal/transrectal ultrasound for assessing myometrial invasion in endometrial cancer: a comparison of six different approaches. J Gynecol Oncol. 2015 Jul;26(3):201-7. PubMed | Full Text PMC | Full Text JGO | PDF | Google Scholar
  79. Fischerova D, Frühauf F, Zikan M, et al. Factors affecting sonographic preoperative local staging of endometrial cancer. Ultrasound Obstet Gynecol. 2014 May;43(5):575-85. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  80. Alcazar JL, Galvan R, Albela S, et al. Assessing myometrial invasion of endometrial cancer: Uterine virtual navigation with three-dimensional US. Radiology. 2009 Mar;250(3):776-83. PubMed | Radiology | PDF | Google Scholar
  81. Perrot N, Guyot B, Antoine M, et al. The effects of tamoxifen on the endometrium. Ultrasound Obstet Gynecol. 1994 Jan 1;4(1):83-4. PubMed | PDF | Google Scholar
  82. Beşe T, Kosebay D, Demirkiran F, et al. Ultrasonographic appearance of the uterus in post-menopausal breast cancer patients receiving tamoxifen. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 996 Aug;67(2):157-62. PubMedFull Text EJOG | Google Scholar
  83. Bornstein J, Auslender R, Pascal B, et al. Diagnostic pitfalls of ultrasonographic uterine screening in women treated with tamoxifen. J Reprod Med. 1994 Sep;39(9):674-8. PubMed | Google Scholar
  84. Achiron R, Lipitz S, Sivan E, et al. Sonohysterography for ultrasonographic evaluation of tamoxifen-associated cystic thickened endometrium. J Ultrasound Med. 1995 Sep;14(9):685-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  85. McGonigle KF, Shaw SL, Vasilev SA, et al. Abnormalities detected on transvaginal ultrasonography in tamoxifen-treated postmenopausal patients may represent endometrial cystic atrophy. Am J Obstet Gynecol. 1998 Jun;178(6):1145-50. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  86. Ascher SM, Johnson JC, Barnes WA, et al. MR imaging appearance of the uterus in postmenopausal women receiving tamoxifen therapy for breast cancer: histopathologic correlation. Radiology. 1996 Jul;200(1):105-10. PubMed | Radiology | Google Scholar
  87. Goldstein SR. Unusual ultrasonographic appearance of the uterus in patients receiving tamoxifen. Am J Obstet Gynecol. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  88. Anteby EY, Yagel S, Hochner-Celnikier D. Unusual ultrasonographic appearance of uterus in postmenopausal patients receiving tamoxifen. Am J Obstet Gynecol. 1995 Feb;172(2 Pt 1):717-8. PubMed | PDF | Google Scholar
  89. Cohen I, Beyth Y, Tepper R, et al. Adenomyosis in postmenopausal breast cancer patients treated with tamoxifen: a new entity? Gynecol Oncol. 1995 Jul;58(1):86-91. PubMed | Gynecology Oncology | Google Scholar
  90. Elhelw B, Ghorab MN, Farrag SH. Saline sonohysterography for monitoring asymptomatic postmenopausal breast cancer patients taking tamoxifen. Int J Gynaecol Obstet. 1999 Nov;67(2):81-6. PubMed | Gynecology & Obstetrics | Google Scholar
  91. Tepper R, Beyth Y, Altaras MM, et al. Value of sonohysterography in asymptomatic post menopausal tamoxifen-treated patients. Gynecol Oncol. 1997 Mar;64(3):386-91. PubMed | Gynecology Oncology | Google Scholar
  92. Bonilla-Musoles F, Pardo G, Simon C. How accurate is ultrasonography in monitoring IUCD placement? J Clin Ultrasound. 1990 Jun;18(5):395-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  93. Bonilla-Musoles F, Raga F, Osborne NG, et al. Control of intrauterine device insertion with three-dimensional ultrasound: Is it the future? J Clin Ultrasound. 1996 Jun;24(5):263-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  94. Lee A, Eppel W, Sam C, et al. Intrauterine device localisation by three-dimensional transvaginal sonography. Ultrasound Obstet Gynecol. 1997 Oct;10(4):289-92. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  95. Asherman JG. Amenorrhoea traumatica (atretica). J Obstet Gynaecol Br Emp. 1948 Feb;55(1):23-30. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  96. Yu D, Wong YM, Cheong Y, et al. Asherman syndrome – one century later. Fertil Steril. 2008 Apr;89(4):759-79. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  97. Amin T Saridogan E, Dooley M, et al. Morphological appearance of uterine cavity on ultrasound prior to development of intrauterine adhesions. Ultrasound Obstet Gynecol. 2018 Jan;51(1):142-143. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  98. Schenker JG, Margalioth EJ. Intrauterine adhesions: an updated appraisal. Fertil Steril. 1982 May;37(5):593-610. PubMed | Google Scholar
  99. Knopman J, Copperman AB. Value of 3D ultrasound in the management of suspected Asherman's syndrome. J Reprod Med. 2007 Nov;52(11):1016-22. PubMed | Google Scholar
  100. Taskin O, Sadik S, Onoglu A, et al. Role of endometrial suppression on the frequency of intrauterine adhesions after resectoscopic surgery. J Am Assoc Gynecol Laparosc. 2000 Aug;7(3):351-4. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  101. Yang JH, Chen MJ, Wu MY, et al. Office hysteroscopic early lysis of intrauterine adhesion after transcervical resection of multiple apposing submucous myomas. Fertil Steril. 2008 May;89(5):1254-1259. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  102. Mara M, Fucikova Z, Kuzel D, et al. Hysteroscopy after uterine fibroid embolization in women of fertile age. J Obstet Gynaecol Res. 2007 Jun;33(3):316-24. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  103. Magos A. Hysteroscopic treatment of Asherman's syndrome. Reprod Bio Med Online. 2002;4 Suppl 3:46-51. PubMed | Full Text RBMO | Google Scholar
  104. Leone FP, Timmerman D, Bourne T, et al. Terms, definitions and measurements to describe the sonographic features of the endometrium and intrauterine lesions: a consensus opinion from the International Endometrial Tumor Analysis (IETA) group. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Jan;35(1):103-12. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  105. Amin TN, Saridogan E, Jurkovic D. Ultrasound and intrauterine adhesions: a novel structured approach to diagnosis and management. Ultrasound Obstet Gynecol. 2015 Aug;46(2):131-9. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  106. Shalev J, Meizner I, Bar-Hava I, et al. Predictive value of transvaginal sonography performed before routine hysteroscopy for evaluation of infertility. Fertil Steril. 2000 Feb;73(2):412-7. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  107. Fedele L, Bianchi S, Dorta M, et al. Intrauterine adhesions: Detection with transvaginal ultrasound. Radiology. 1996 Jun;199(3):757-9. PubMed | Radiology | Google Scholar
  108. Soares SR, dos Reis MMB, Camargos AF. Diagnostic accuracy of sonohysterography, transvaginal sonography, and hysterosalpingography in patients with uterine cavity diseases. Fertil Steril. 2000 Feb;73(2):406-11. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  109. Gulec UK, Parlakgumus HA, Kiliçdag EB, et al. Osseous metaplasia of the endometrium. BMJ Case Rep. 2010 Aug 19;2010:bcr0420102931. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | Google Scholar
  110. Cayuela E, Perez-Medina T, Vilanova J, et al. True osseous metaplasia of the endometrium: the bone is not from a fetus. Fertil Steril. 2009 Apr;91(4):1293.e1-4. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  111. Trifon Lainas, Ioannis Zorzovilis, Georgios Petsas, et al. Osseous metaplasia: case report and review. Fertil Steril. 2004 Nov;82(5):1433-5. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  112. Manzur YA, Varela CS. Bony metaplasia of the endometrium. Report of two cases. Rev Med Chil. 2010 Aug;138(8):1004-7. PubMed | Scielo | PDF | Google Scholar
  113. Cepni I, Kumbak B, Ocal P, et al. Infertility due to intrauterine residual fetal bone fragments. J Clin Ultrasound. 2004 Jun;32(5):253-5. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  114. Pace S, Torcia F, Palazzetti PL, et al. Successful diagnostic and surgical hysteroscopy for endometrial ossification. Clin Exp Obstet Gynecol. 2001;28(1):24-5. PubMed | Google Scholar
  115. Chan NS. Intrauterine retention of fetal bone. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 1996 Aug;36(3):368-71. PubMed | Obstetrics and Gynecology | Google Scholar
  116. Adamson NE, Sommers SC. Endometrial ossification: report of two cases. Am J Obstet Gynecol. 1954 Jan;67(1):187-90. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  117. Lewis V, Khan-Dawood F, King M, et al. Retention of intrauterine fetal bone increases menstrual prostaglandins. Obstet Gynecol. 1990 Mar;75(3 Pt 2):561-3. PubMed | Google scholar
  118. Kramer HM, Rhemrev JP. Secondary infertility caused by the retention of fetal bones after an abortion: a case report. J Med Case Rep. 2008 Jun 17;2:208. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC | Google Scholar
  119. Rodriguez BD, Adamson GD. Hysteroscopic treatment of ectopic intrauterine bone. A case report. J Reprod Med. 1993 Jul;38(7):515-20. PubMed | Google Scholar
  120. Xiao S, Tian Q, Xue M. Infertility caused by intrauterine fetal bone retention: a case report. J Med Case Rep. 2014 Jun 4;8:177. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC | Google Scholar
  121. Kimberly E, Claman P. Novel treatment of a patient with secondary infertility due to retained fetal bone. Fertil Steril. 2003 Apr;79(4):1028-30. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  122. Van den Bosch T, Dubin M, Cornelius A. Favorable pregnancy outcome in a woman with osseous metaplasia of the uterus. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 May;15(5):445-6. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  123. Marcus S, Bhattacharya J, Williams G, et al. Endometrial ossification: a case of secondary infertility. Report of two cases. Am J Obstet Gynecol. 1994 May;170(5 Pt 1):1381-3. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  124. Ofili-Yebovi D, Ben-Nagi J, Sawyer E, et al. Deficient lower-segment Cesarean section scars: prevalence and risk factors. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Jan;31(1):72-7. PubMed | Obstetrics and Gynecology | PDF | Google Scholar
  125. Fabres C, Arriagada P, Fernandez C, et al. Surgical treatment and follow-up of women with intermenstrual bleeding due to cesarean section scar defect. J Minim Invasive Gynecol. Jan-Feb 2005;12(1):25-8. PubMed | Full Text JMIG | PDF | Google Scholar
  126. Ben-Nagi J, Helmy D, Ofili-Yebovi J, et al. Reproductive outcomes of women with a previous history of Caesarean scar ectopic pregnancies. Hum Reprod. 2007 Jul;22(7):2012-5. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  127. Jurkovic D, Hillaby K, Woelfer B, et al. First-trimester diagnosis and management of pregnancies implanted into the lower uterine segment Cesarean section scar. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Mar;21(3):220-7. PubMed | Obstetrics and Gynecology | PDF | Google Scholar
  128. Jurkovic D, Jauniaux E, Kurjak A, et al. Transvaginal color Doppler assessment of utero-placental circulation in early pregnancy. Obstet Gynecol. 1991 Mar;77(3):365-9. PubMed | Google Scholar
  129. Jarvela IY, Slakevicius P, Kelly S, et al. Cesarean delivery scar. Ultrasound Obstet Gynecol. 2002 Jun;19(6):632-3. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar 

Σύντομα κοντά σας με νέο υλικό σχετικά με τη Βιοψία γραφείου.

Μείνετε συντονισμένοι!

 

Σύντομα κοντά σας με νέο υλικό σχετικά με την Πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια.

Μείνετε συντονισμένοι!

 

Περιγραφή και ορισμός

Περιεμμηνόπαυση ή μεταβατική εμμηνόπαυση είναι η χρονική περίοδος κατά την οποία οι γυναίκες μεταβαίνουν από την αναπαραγωγή στην εμμηνόπαυση που σηματοδοτείται με το οριστικό σταμάτημα της περιόδου. 1

Διάρκεια

Η μέση διάρκεια της περιεμμηνόπαυσης εκτιμάται μεταξύ 4 και 11 ετών από το έτος που εμφανίστηκε ο τελευταίος κύκλος της περιόδου. 2 , 3 Τα συμπτώματα της περιεμμηνόπαυσης εμφανίζονται κάποια στιγμή στην ηλικία των 40 ή ακόμη και από την ηλικία των 50 ετών. 4 Ωστόσο, επιδημιολογικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι ένα ποσοστό 10% των γυναικών ηλικίας 30 ετών θα μπορούσε να βρίσκεται κοντά στην περιεμμηνόπαυση. 5

Παθοφυσιολογία

Η περιεμμηνόπαυση είναι η ασαφής χρονική περίοδος της γυναίκας άνω των 40 ετών από την στιγμή της εμφάνισης των πρώτων αλλαγών στον καταμήνιο κύκλο της μέχρι την οριστική παύση της εμμήνου ρύσεως. 6 Οι πρώτες ενδοκρινολογικές διαταραχές του άξονα υπόφυση-ωοθήκη εμφανίζονται στην ηλικία των 40 ετών περίπου καθώς η εκλεκτική αύξηση των επιπέδων της θυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) συμβαίνει την ίδια περίπου χρονικά στιγμή με την έντονη επιτάχυνση της απώλειας των αρχέγονων ωοθυλακίων της ωοθήκης. 7  Η λειτουργία των αρχέγονων ωοθυλακίων αρχίζει στην εμβρυϊκή ωοθήκη κατά τη διάρκεια της 20ής εβδομάδας της κύησης και συνεχίζεται μέχρι και μετά την εμμηνόπαυση. 8

Στην περιεμμηνόπαυση λαμβάνει χώρα η διαλείπουσα ωορρηξία καθώς και η χρόνια ανωοθυλακιορρηξία. Επομένως, τα επίπεδα της προγεστερόνης είναι χαμηλά αφού δεν δημιουργείται ωχρό σωμάτιο. Ωστόσο, οι ωοθήκες παράγουν ακόμη οιστρογόνα γεγονός που επιτρέπει τον συνεχή πολλαπλασιασμό του ενδομητρίου. Το παχύ ενδομήτριο αυξάνεται πολύ με την παροχή αίματος, υφίσταται εστιακή νέκρωση και ξεκινά η απόπτωσή του. Η απόπτωση δεν είναι ομοιόμορφη, η αιμορραγία τείνει να είναι ακανόνιστη, παρατεταμένη και βαριά. Η χρόνια ενδογενής διέγερση του ενδομητρίου με οιστρογόνα, χωρίς την ύπαρξη της αντιρροπιστικής δράσης της προγεστερόνης, μπορεί να οδηγήσει σε υπερπλασία και καρκίνο του ενδομητρίου. 9

Η ηλικία είναι ένας αρκετά καλός δείκτης πρόβλεψης της ωοθηκικής λειτουργίας το διάστημα της περιεμμηνόπαυσης και την περίοδο της μετάβασης στην εμμηνόπαυση. Οι παραδοσιακές μέθοδοι σταδιοποίησης της περιεμμηνόπαυσης παρείχαν κατηγοριοποιημένους προσδιορισμούς της αναπαραγωγικής ηλικίας (προ-, περι-, και μετεμμηνόπαυση) έχοντας ως βάση δείκτες όπως π.χ. ορμόνες που μπορεί να ήταν αναξιόπιστοι ή να μην είχαν μεταβληθεί μέχρι να επηρεαστεί σοβαρά η ωοθηκική λειτουργία.

Η απόκριση του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση στους μηχανισμούς ανάδρασης των οιστρογόνων (positive or negative feedback) σε γυναίκες μεγαλύτερης αναπαραγωγικής ηλικίας έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση της εμμηνόπαυσης. 10 Τα μέσα επίπεδα της FSH αυξάνονται δύο χρόνια πριν το διάστημα της τελευταίας έμμηνης ρήσης (FMP) ενώ η σημαντική αύξηση των επιπέδων της FSH εμφανίζεται σχετικά αργά, δύο χρόνια μετά την εγκατάσταση της εμμηνόπαυσης. 11 Στο αρχικό στάδιο της περιεμμηνόπαυσης, τα επίπεδα της οιστραδιόλης (E2) παραμένουν φυσιολογικά ή και αυξημένα λόγω της αυξημένης δράσης της αρωματάσης, τα επίπεδα της προγεστερόνης (PRG) μειώνονται και μπορεί να εμφανιστούν περιστασιακά αυτόματες ωορρηξίες. Σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, αυξάνονται οι μη τακτικοί ή ακανόνιστοι κύκλοι ενώ το ορμονικό προφίλ αποκαλύπτει διακύμανση των επιπέδων της FSH, της ινχιμπίνης ή ανασταλτίνης Β, της οιστραδιόλης και των επιπέδων της anti-Mullerian ορμόνης (AMH). Η AMH αποτελεί τον ακριβέστερο δείκτη γήρανσης των ωοθηκών κατά το διάστημα αυτής της περιόδου σύμφωνα με κάποιες μελέτες. 12 - 14  Επίπεδα AMH < 0,92ng/ml συνδέονταν με την έλευση της εμμηνόπαυσης εντός διαστήματος 3-5 ετών. 15 , 16  Επίσης, η ΑΜΗ θεωρείται καταλληλότερη ως εξέταση μαζικού ελέγχου σε πρωτόκολλα IVF (ΑΜΗ ≤1,26 ng/ml) και μπορεί να αντικαταστήσει την FSH η οποία παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο κατά την περιεμμηνόπαυση. 17

Ιστοπαθολογία

Οι ιστολογικές μεταβολές στο περιεμμηνοπαυσιακό ενδομήτριο μπορούν να ταξινομηθούν: α) ως μη πολλαπλασιαστικές βλάβες (ατροφικό, αδρανές, εκκριτικό, φλεγμονώδες, μεταπλαστικό), β) ως πολλαπλασιαστικές καλοήθεις αλλοιώσεις (πολύποδες, υπερπλασία στρώματος) και γ) ως κακοήθεις, διηθητικός καρκίνος ενδομητρίου. 18 Η υπερπλασία και ο καρκίνος του ενδομητρίου είναι πιο συχνά σε γυναίκες περιεμμηνοπαυσιακής και μετεμμηνοπαυσιακής ηλικίας. 19 , 20 Μια λιγότερο συχνή παθολογική διάγνωση είναι η ενδομητρίτιδα η οποία παρατηρείται στο 7,9-18% των περιπτώσεων. Πολλαπλοί μικρο-πολύποδες μεγέθους ≤ 1mm σε συνδυασμό με τα κλινικά συμπτώματα, το στρωματικό οίδημα και την τοπική υπεραιμία του μικρο-πολύποδα συνθέτουν μια περίπτωση χρόνιας ενδομητρίτιδας. 21 , 22 Η ενδομητρίτιδα ευθύνεται για το 5-15% της ανώμαλης αιμορραγίας της μήτρας. 23

Αιτιοπαθολογία

Τα αίτια της ανώμαλης αιμορραγίας της μήτρας (AUB) σε μη έγκυες γυναίκες περιεμμηνοπαυσιακής ηλικίας τυποποιήθηκαν από την Διεθνή Ομοσπονδία Γυναικολόγων Μαιευτήρων (FIGO) σε ένα νέο σύστημα ταξινόμησης (PALM-COEIN). 24 , 25 Η ομάδα PALM περιλαμβάνει πέντε δομικές οντότητες (πολύποδα, αδενομύωση, ινομύωμα, κακοήθεια και υπερπλασία) οι οποίες μπορούν να διαγνωσθούν με διαγνωστικές απεικονιστικές τεχνικές ή και ιστοπαθολογία. Η ομάδα COEIN περιλαμβάνει μη δομικές οντότητες (διαταραχές πηκτικότητας, δυσλειτουργία ωορρηξίας, δυσλειτουργία ενδομητρίου, ιατρογενής και αταξινόμητη) οι οποίες δεν διαγιγνώσκονται με απεικονιστικές τεχνικές ή και ιστοπαθολογία. 26

Η πιο συχνή ηλικιακή ομάδα με AUB ήταν 41-50 έτη (33,5%) και το πιο κοινό ιστοπαθολογικό πρότυπο σε αυτούς τους ασθενείς ήταν το φυσιολογικό ενδομήτριο (28,4%). Η συνηθέστερη παθολογία ανεξάρτητα από την ηλικιακή ομάδα ήταν διαταραγμένο παραγωγικό ενδομήτριο (20,5%). Άλλες αιτίες που εντοπίστηκαν ήταν καλοήθεις ενδομήτριοι πολύποδες (11,2%), υπερπλασίες ενδομητρίου (6,1%), καρκινώματα (4,4%) και χρόνια ενδομητρίτιδα (4,2%). 27 Τα λειομυώματα ή ινομυώματα της μήτρας είναι καλοήθεις όγκοι των λείων μυϊκών ινών με εξαιρετικά χαμηλό κακοήθες δυναμικό. 28 Η επίπτωση των ινομυωμάτων αυξάνει με την μικρή ηλικία εμμηναρχής έως την περιεμμηνόπαυση, ενώ στην εμμηνόπαυση φθίνει. Ανεξάρτητα από τον γενικά καλοήθη νεοπλαστικό χαρακτήρα τους, τα ινομυώματα είναι υπεύθυνα για σημαντική νοσηρότητα σε μεγάλο ποσοστό γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. 29 , 30

Συμπτωματολογία

A. Φυσικά συμπτώματα

Στις περισσότερες γυναίκες παρατηρούνται αγγειοκινητικά συμπτώματα (VMS) του τύπου εξάψεις και νυχτερινές εφιδρώσεις. 31 , 32 Τα πιο ενοχλητικά συμπτώματα του προεμμηνορροϊκού συνδρόμου (τάση μαστού, ημικρανία, κεφαλαλγία, άγχος, έλλειψη συγκέντρωσης και ευερεθιστότητα) μπορούν να αυξηθούν σε σοβαρότητα και διάρκεια. 33 , 34  Η προϋπάρχουσα ημικρανία μπορεί να παραμείνει αμετάβλητη, να βελτιωθεί ή και να επιδεινωθεί. 35 , 36

Οι γυναίκες στην περιεμμηνόπαυση μπορεί να εμφανίσουν ταχεία απώλεια οστικής μάζας η οποία συμβάλλει στην ανάπτυξη οστεοπόρωσης και έχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων (CVD). 37 - 39 Επίσης, έχει αποδειχθεί η συσχέτιση μεταξύ αγγειοκινητικών συμπτωμάτων (VMS) και μεταβολικού συνδρόμου (διαβήτης τύπου 2 και αντίσταση στην ινσουλίνη). 40 Θα πρέπει επίσης να τονισθεί ότι το υπερβολικό βάρος/παχυσαρκία, αλλά και η ισχνή σωματική μάζα συμβάλλουν σημαντικά στην μείωση της οστικής πυκνότητας του μηριαίου οστού κατά το διάστημα της περιεμμηνόπαυσης. 41 , 42

Τα συμπτώματα της ουρογεννητικής οδού σχετίζονται με τη μείωση των οιστρογόνων και των άλλων στεροειδών ορμονών του φύλου και συνεπάγονται μεταβολές στα μεγάλα ή τα μικρά χείλη, την κλειτορίδα, την είσοδο του κόλπου και τον κόλπο, την ουρήθρα και την ουροδόχο κύστη. Οι ασθενείς παρατηρούν: κολπική ξηρότητα, έλλειψη λίπανσης, δυσφορία ή πόνο κατά την σεξουαλική επαφή, έπειξη προς ούρηση, δυσουρία και υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. 43 , 44

B. Ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας

Ορολογία και ορισμοί

Παγκοσμίως υπήρξε μια σύγχυση στη χρήση του ορισμού και της ορολογίας στην Αγγλική γλώσσα γύρω από το σύμπτωμα της ανώμαλης αιμορραγίας της μήτρας (AUB). Αυτό, οδηγούσε όλο και περισσότερο σε μεγαλύτερες δυσκολίες στη δημιουργία πολυεθνικών κλινικών ερευνών αλλά και στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων από μελέτες που πραγματοποιούνταν σε μεμονωμένα κέντρα. Μετά από εκτεταμένες διαβουλεύσεις με συναφείς διεθνείς και εθνικούς οργανισμούς υπήρξε σχεδόν καθολική συναίνεση στην ομάδα εμπειρογνωμόνων (35 έμπειροι κλινικοί γιατροί και επιστήμονες από όλο τον κόσμο) οι οποίοι συμφώνησαν ότι οι κλασικοί όροι μηνορραγία, μητρορραγία, μηνομητρορραγία και δυσλειτουργική μητρορραγία της μήτρας πρέπει να εγκαταλειφθούν επειδή προκαλούν σύγχυση. Η σύγχυση στην ομάδα προερχόταν από το γεγονός ότι κάποιοι αντιλαμβάνονταν αυτούς τους όρους ως σύμπτωμα, ενώ κάποιοι άλλοι ως διάγνωση ή περιγραφικό όρο. Η μεγαλύτερη διαφωνία αφορούσε την έννοια της δυσλειτουργικής αιμορραγίας της μήτρας (DUB). Το 59% θεωρούσε ότι ήταν ένας διαγνωστικός όρος, το 33% θεώρησε ότι θα μπορούσε να είναι διάγνωση ή περιγραφικός όρος, ενώ το υπόλοιπο 8% το θεώρησε ως σημάδι ή σύμπτωμα αλλά όχι διάγνωση. 45 - 48

Ένα δεύτερο επίτευγμα της ομάδας μελέτης των εμπειρογνωμόνων ήταν να ξεκινήσει η ανάπτυξη ενός πλαισίου για την περιγραφή των ορίων της φυσιολογικής αιμορραγίας του καταμήνιου ή εμμηνορροϊκού κύκλου. Συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθούν τέσσερις βασικοί παράμετροι στον χαρακτηρισμό της φυσιολογικής και της μη φυσιολογικής αιμορραγίας, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας των κύκλων, της κανονικότητας της εμμήνου ρύσεως, της διάρκειας ροής και τον όγκο της μηνιαίας απώλειας αίματος. Ένα φυσιολογικό εύρος για κάθε παράμετρο καθορίστηκε με βάση προηγούμενες μελέτες. Αν και οι τρεις πρώτοι βασικοί όροι μπορούν να μετρηθούν με ακρίβεια, ωστόσο οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η ποσότητα της απώλειας του αίματος που γίνεται αντιληπτή από οποιαδήποτε γυναίκα είναι εξαιρετικά υποκειμενική. 49 Οι όροι που συνήθως συνδέονται με την αιμορραγία λόγω ανωορρηξίας συμπεριλαμβάνουν την αμηνόρροια (απουσία περιόδων για περισσότερους από τρεις κύκλους), την ολιγομηνόρροια (εμμηνόρροια που εμφανίζεται σε διαστήματα μεγαλύτερα των 35 ημερών), την μητρορραγία (εμμηνόρροια σε ακανόνιστα διαστήματα με υπερβολική αιμορραγία και με διάρκεια άνω των επτά ημερών). Η μηνορραγία είναι ο όρος που συνδέει την ωορρηξία με την AUB (αιμορραγία σε τακτά χρονικά διαστήματα κάθε 24 έως 35 ημέρες, αλλά με υπερβολικό όγκο ή διάρκεια μεγαλύτερη των επτά ημερών). 50

Ταξινόμηση

Ο φυσιολογικός εμμηνορροϊκός κύκλος ξεκινά όταν η υποφυσιακή ορμόνη FSH διεγείρει τα ωοθυλάκια στις ωοθήκες για τον σχηματισμό του κυρίαρχου ωοθυλακίου και την παραγωγή οιστρογόνων. Τα οιστρογόνα διεγείρουν τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων του ενδομητρίου. Στην συνέχεια, μια αύξηση της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH) προκαλεί ωορρηξία. Tο προκύπτον ωχρό σωμάτιο παράγει προγεστερόνη, προκαλώντας ένα εκκριτικό ενδομήτριο. Σε περίπτωση απουσίας εγκυμοσύνης, τα επίπεδα οιστρογόνου και προγεστερόνης μειώνονται και η αιμορραγία λόγω της απόσυρσης των στεροειδών ορμονών εμφανίζεται 13 - 15 ημέρες μετά την ωοθυλακιορρηξία. 51 Διαταραχή της φυσιολογίας, ανατομικές μεταβολές στο ενδομήτριο ή καρκίνος του ενδομητρίου μπορεί να οδηγήσουν σε μη φυσιολογική αιμορραγία της μήτρας.

Κλινικά, το μοντέλο της αιμορραγίας με βάση τον αλγόριθμο της διαχείρισης ταξινομήθηκε σε 4 τύπους: α) ακανόνιστη (μη τακτική) αιμορραγία, β) βαριά αλλά τακτική αιμορραγία (μηνορραγία), γ) οξεία (σοβαρή) αιμορραγία και δ) ανώμαλη αιμορραγία που σχετίζεται με αντισυλληπτική μέθοδο. Ακανόνιστη (μη τακτική) ή υπερβολικά βαριά εμμηνορρυσία εμφανίζεται σε ποσοστό έως 14% των γυναικών. 52 , 53

α) Η ακανόνιστη αιμορραγία είναι μια ετερογενής κατηγορία που περιλαμβάνει την μηνορραγία, την μηνομητρορραγία, την ολιγομηνόρροια και την παρατεταμένη αιμορραγία που μπορεί να διαρκέσει εβδομάδες ή μήνες ενώ το πρότυπο αιμορραγίας είναι ασύμμετρο β) Η μηνορραγία θεωρείται βαριά όταν η ολική απώλεια αίματος είναι > 80ml ανά εμμηνορρυσία. Ο υποκειμενικός αυτός τρόπος εκτίμησης της εμμηνορρυσίας έχει περιορισμένη κλινική χρησιμότητα επειδή οι περισσότερες γυναίκες δεν είναι σε θέση να μετρήσουν την απώλεια αίματος. 54 - 57 Για τη διάκριση μεταξύ μηνορραγίας και φυσιολογικής απώλειας αίματος προτάθηκε μια ημιποσοτική μέθοδος πολύ εύκολη στη χρήση που βασίζεται στην τεχνική της οπτικής αξιολόγησης της εμμηνορρυσίας από τις ίδιες τις γυναίκες. Ως υπερβολική αιμορραγία (μηνορραγία) ορίζεται η ανάγκη αλλαγής ταμπόν ή σερβιετών κάθε μία έως δύο ώρες, η απώλεια θρόμβων αίματος μεγαλύτερων από 1 ίντσα (2,54 cm) και η εμφάνιση αναιμίας (αιμοσφαιρίνη μικρότερη από 12,0 g/dL). 58 - 60 Η βαριά μηνορραγία αποτελεί σημαντική αιτία αναιμίας στις γυναίκες κατά την περιεμμηνόπαυση. Γενικά, η βαριά μηνορραγία μπορεί να οφείλεται σε διαταραχές ωορρηξίας, σε πρωτοπαθείς διαταραχές του ενδομητρίου, σε καλοήθεις παθήσεις όπως ινομυώματα, αδενομύωση, ενδομητρίωση ή σε κακοήθεια των γεννητικών οργάνων 61 , 62 γ) Η σοβαρή αιμορραγία της μήτρας (από την εμμηναρχή ως την εμμηνόπαυση σε μη έγκυο ασθενή) εμφανίζεται συνήθως σε μία από τις τρεις κάτωθι περιπτώσεις: στην έφηβο με διαταραχές της πηκτικότητας του αίματος (συνήθως η νόσος von Willebrand), στον ενήλικα με υποβλεννογόνια ινομυώματα ή ως αποτέλεσμα αντιπηκτικής αγωγής 63 δ) Η ανώμαλη αιμορραγία που σχετίζεται με κάποια αντισυλληπτική μέθοδο όπως τα από του στόματος αντισυλληπτικά δισκία χαμηλής δοσολογίας, συνδυασμός γονόρροιας, χλαμυδίων με αντισυλληπτικά δισκία και συνύπαρξη ενδομητρίτιδας με ενδομήτριες συσκευές.

Γ. Ψυχολογικά συμπτώματα

Η συνολική ποιότητα της ζωής των γυναικών μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από διάφορα ψυχολογικά συμπτώματα κατά την περιεμμηνόπαυση: άγχος, ευερεθιστότητα, χαμηλή συγκέντρωση, κατάθλιψη, διακυμάνσεις στην διάθεση και άλλες αλλαγές που μπορεί να έχουν προσωπικές ή κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. 64 , 65  Ωστόσο, τα ψυχολογικά συμπτώματα σχετίζονταν περισσότερο με τα τρέχοντα γεγονότα και τις δυσκολίες της ενδοοικογενειακή ζωής, το εργασιακό άγχος παρά από την αλλαγή των ορμονικών επιπέδων. 66 , 67 Επιπλέον, η σχέση μεταξύ VMS και καταθλιπτικών συμπτωμάτων δεν έχει αποσαφηνιστεί επακριβώς. 68 Η περιεμμηνοπαυσιακή κατάθλιψη αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως νέος υποτύπος κατάθλιψης με συγκεκριμένα κλινικά χαρακτηριστικά.69- 74

Διαγνωστική προσέγγιση

Α. Αιματολογικός έλεγχος

Αρχικά, θα πρέπει να αποκλειστεί η παρουσία εγκυμοσύνης με τεστ ούρων/ορού και να μετρηθεί η β-υπομονάδα ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης. 75 Ο έλεγχος της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα και ο έλεγχος των διαταραχών της πήξεως του αίματος όπως η νόσος von Willebrand 76 πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο εάν υπάρχουν ενδείξεις. Ορμονικός έλεγχος σε γυναίκες με βαριά μηνορραγία δεν συνιστάται. 77

Β. Διακολπικός υπέρηχος

Η αξία της διακολπικής υπερηχογραφίας στην ανίχνευση της γυναικολογικής νόσου έχει αποσαφηνιστεί από καιρό. 78 - 83 Το διακολπικό υπερηχογράφημα (TVS) είναι ένα εργαλείο πρώτης γραμμής στην απεικόνιση της μήτρας σε γυναίκες με ανώμαλη αιμορραγία, όμως δεν μπορεί να διακρίνει πάντα αξιόπιστα το καλοήθη πολλαπλασιαστικό ενδομήτριο, την υπερπλασία, τους πολύποδες και τον καρκίνο. 84 - 86 Στην κλινική πρακτική είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ αραιομηνόρροιας που παρατηρείται το διάστημα της μεταβατικής εμμηνόπαυσης και της μητρορραγίας που παρατηρείται στην οριστική εμμηνόπαυση. 87 Πάχος ενδομητρίου 5 mm σε μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς με μητρορραγία είναι λιγότερο πιθανό να συσχετιστεί με κακοήθεις παθολογίες. 88 - 90

Το Αμερικανικό Κολέγιο Μαιευτήρων Γυναικολόγων εξέδωσε κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με το ρόλο της διακολπικής υπερηχογραφίας στην αξιολόγηση των γυναικών με μετεμμηνοπαυσιακή αιμορραγία. Η προσπέλαση σε αυτές τις γυναίκες μπορεί να γίνει είτε με δειγματοληψία ενδομήτριου είτε με υπερηχογραφική αξιολόγηση. Η αρχική αυτή αξιολόγηση δεν απαιτεί την εκτέλεση και των δύο δοκιμασιών μαζί. Η διαγνωστική υπερηχογραφία μπορεί να είναι χρήσιμη στην ταξινόμηση των ασθενών στους οποίους διεξήχθη δειγματοληψία ενδομητρίου, αλλά ο ιστός ήταν ανεπαρκής στην διάγνωση. Όταν το πάχος του ενδομητρίου ≤ 4 mm η πιθανότητα κακοήθειας είναι 1/917 και δεν απαιτείται βιοψία. 91 , 92 Ωστόσο, στο 5%-10% των περιπτώσεων δεν είναι εφικτή η εκτίμηση του ενδομητρίου και σε αυτούς τους ασθενείς απαιτείται πρόσθετος διαγνωστικός έλεγχος. 93 Δυστυχώς, δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ των ερευνητών σχετικά με το φυσιολογικό πάχος του ενδομητρίου σε περιεμμηνοπαυσιακές ασθενείς ή σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. 94

Γ. Ελαστουπερηχογραφία

H ελαστο-υπερηχογραφία (SEG) είναι μια νέα απεικονιστική μέθοδος που βασίζεται στην μέτρηση της σκληρότητας των ιστών και περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1991. 95 Σήμερα, η ελαστογραφία χρησιμοποιείται ως διαγνωστική τεχνική της υπερηχογραφίας και είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στη γυναικολογία. Μπορεί να αποσαφηνίσει τις παθολογικές οντότητες του ενδομητρίου από το φυσιολογικό ή το ατροφικό ενδομήτριο σε περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με πάχος ενδομητρίου > των 5mm. 96 Επειδή η ελαστογραφία μπορεί να εκτιμήσει τον βαθμό σκληρότητας των ενδομήτριων μαζών οι οποίες ανιχνεύτηκαν με υπερηχογράφημα καθίσταται χρήσιμη τεχνική στην διάκριση μεταξύ πολυπόδων και υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων. 97 Ωστόσο, η ελαστογραφία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαγνωστικό μέσο για τη διαφοροποίηση μεταξύ υπερπλασίας του ενδομητρίου και πολυπόδων ενδομητρίου. 98

Δ. Υστερουπερηχογράφημα

Το υστερουπερηχογράφημα (SIS) είναι μια απλή, σχετικά ανώδυνη τεχνική που πραγματοποιείται τοποθετώντας ένα μικρό καθετήρα στον ενδομητρικό σωλήνα εγχύοντας μικρή ποσότητα αλατούχου διαλύματος υπό υπερηχογραφική απεικόνιση. 99 Σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, το SIS είναι ακριβέστερο ως διαγνωστικό μέσο από ότι το TVS στην αξιολόγηση των ενδοκοιλοτικών ανωμαλιών της μήτρας σε περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με ανώμαλη αιμορραγία. 100 - 103

Το SIS ήταν επίσης ακριβές στη διάγνωση των πολυπόδων και των υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων με ευαισθησία 87,8% και 89,6% και ειδικότητα 90,7% και 95%, αντίστοιχα. 104 Στη διάγνωση των εστιακών βλαβών, είχε ευαισθησία, ειδικότητα, θετική προγνωστική αξία (PPV) και η αρνητική προγνωστική αξία (SNA) του SIS ήταν 79,6, 89,1, 89,6 και 78,8%, αντίστοιχα. 105 Μια συνδυασμένη προσέγγιση που χρησιμοποιεί τη μέτρηση πάχους ενδομητρίου από το TVS και η οποία κρατά το SIS για ασθενείς με αυξημένο πάχος ενδομητρίου (> 5mm) ή ενδομήτριο ανεπαρκώς ορατό στο TVS, είναι η βέλτιστη μέθοδος για τη μείωση του ρυθμού διαγνωστικής υστεροσκόπησης. 106 Επίσης το SIS ήταν καλύτερα ανεκτό για τους ασθενείς από την διαγνωστική υστεροσκόπηση στην διερεύνηση της ανώμαλης αιμορραγίας της μήτρας. 107

Ε. Δειγματοληψία ενδομητρίου

Η δειγματοληψία (βιοψία) του ενδομητρίου (ES) είναι μια τεχνική που εφαρμόζεται ως επί το πλείστον στο ιατρείο και έχει αποκτήσει ευρεία αποδοχή στις Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ). Είναι εξίσου ακριβής με την κλασική διαστολή και απόξεση (D&C) στη διάγνωση της ατυπίας του ενδομητρίου και του καρκίνου. 108 Η αξιολόγηση του ενδομητρίου με ιστολογική εξέταση πρέπει να αναζητάτε σε όλους τους ασθενείς στους οποίους υπάρχει υποψία καρκίνου του ενδομητρίου. Μια ποικιλία οργάνων έχει αναπτυχθεί για την βιοψία ενδομητρίου για χρήση στο γραφείο ως εναλλακτικές λύσεις στην D&C. Οι δύο συσκευές που χρησιμοποιούνται πιο συχνά είναι η βιοψία Pipelle (Unimar, CT, USA) και η βιοψία αναρρόφησης Vabra (Berkeley Medevices , Berkeley, CA, USA). Η βιοψία ενδομητρίου με ή χωρίς υστεροσκόπηση ενδείκνυται σε περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με πάχος ενδομητρίου > των 5 mm όταν: α) δεν διαπιστωθεί παθολογία στο υπερηχογράφημα σε γυναίκες ηλικίας > των 35 ετών με υποτροπιάζουσα ανωοθυλακιορρηξία, β) σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο νεοπλασίας ενδομητρίου και γ) σε γυναίκες με υπερβολική αιμορραγία που δεν ανταποκρίνεται στην ιατρική θεραπεία. 109 Η βιοψία του ενδομητρίου είναι άμεσα διαθέσιμη, δεν απαιτεί γενική αναισθησία και έχει λιγότερες επιπλοκές από την διαστολή και την απόξεση (D&C). 110

ΣΤ. Διαγνωστική υστεροσκόπηση

Η διαγνωστική υστεροσκόπηση επιτρέπει την πλήρη απεικόνιση της ενδομητρικής κοιλότητας και του ενδοτραχήλου και βοηθά στη διάγνωση των εστιακών βλαβών που χάνονται με τη δειγματοληψία ενδομητρίου. Λεπτά και λειτουργικά υστεροσκόπια, με μέγεθος εξωτερικής διαμέτρου από 3 - 5 mm, μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα και άνετα στο γραφείο χωρίς την ανάγκη διαστολής ή τοπικής αναισθησίας του τραχήλου της μήτρας. 111 Η ταχεία μακροσκοπική εξέταση επιτρέπει την ακριβή διάγνωση της ατροφίας, της υπερπλασίας, των πολυπόδων, των ινομυωμάτων, των παρακρατηθέντων προϊόντων σύλληψης και του καρκίνου του ενδομητρίου. Οι κατευθυνόμενες βιοψίες ενδομητρίου είναι δυνατές με ορισμένα υστεροσκόπια. Η υστεροσκόπηση γραφείου διαγιγνώσκει με ακρίβεια πολλές καταστάσεις που συνδέονται με την ανώμαλη αιμορραγία. Η πιθανότητα διάγνωσης του καρκίνου του ενδομητρίου μετά από αρνητικό αποτέλεσμα υστεροσκόπησης είναι 0,4% έως 0,5%. Η βέλτιστη απεικόνιση μπορεί να επιτευχθεί, στην θυλακική φάση του κύκλου. Σε υστεροσκοπική εξέταση θα πρέπει να υποβάλλονται οι ασθενείς με επιμένουσα αιμορραγία της μήτρας και καλοήθη δειγματοληψία ενδομητρίου ή ανεπαρκή δειγματοληψία ενδομητρίου μετά από υπερηχογραφική έλεγχο. 112 Η διαγνωστική υστεροσκόπηση είναι μία ακριβής μέθοδος στην ανίχνευση των ενδομήτριων ανωμαλιών με ευαισθησία και ειδικότητα 94% και 89%, αντίστοιχα. 113

Ζ. Διαστολή και απόξεση

Η διαστολή και η απόξεση (D&C), είναι η κλασική μέθοδος της εξέτασης του ενδομητρίου. Παρότι θεωρήθηκε ως το "χρυσό πρότυπο" η D&C δεν ερευνά ολόκληρη την κοιλότητα της μήτρας. 114 Δεδομένου ότι το D&C είναι ουσιαστικά μια τυφλή διαδικασία, μπορεί να χάσει βλάβες όπως οι πολύποδες, τα υποβλεννογόνια ινομυώματα, την υπερπλασία και το καρκίνωμα. 115 Εκτιμάται ότι σε περισσότερο από το 50% των περιπτώσεων η D&C δεν αποκαλύπτει την παθολογία του ενδομητρίου. 116 , 117 Για πολλά χρόνια η D&C θεωρήθηκε λανθασμένα ως θεραπευτική και διαγνωστική διαδικασία. Ο λόγος παραδοσιακά είναι ότι μετά από οποιαδήποτε γυναικολογική διαδικασία η παρακολούθηση είναι στις 6 εβδομάδες όταν οι περισσότερες γυναίκες θα είχαν μόνο μία μετεγχειρητική περίοδο. Η αντικειμενική μέτρηση της απώλειας αίματος κατά την εμμηνορρυσία έδειξε ότι ενώ η πρώτη περίοδος μετά το D&C είναι ελαφρύτερη, οι επόμενες δεν είναι διαφορετικές. 118

H D&C απαιτεί γενική αναισθησία και σχετίζεται με χειρουργικές επιπλοκές συμπεριλαμβανομένης της διάτρησης της μήτρας στο 0,6-1,3% των περιπτώσεων, αιμορραγία στο 0,4% των περιπτώσεων, μόλυνση στο 0,3-0,5% των περιπτώσεων και τραυματισμό τραχήλου. Η εκτεταμένη απόξεση μπορεί να προκαλέσει ενδομήτριες συμφύσεις. 119 Επομένως, η D&C αντικαθίσταται ολοένα και περισσότερο από διαδικασίες εξωτερικών ασθενών που αποφεύγουν τη γενική αναισθησία και είναι λιγότερο δαπανηρές. Τα διαθέσιμα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η παραδοσιακή θεραπεία με D&C δεν έχει πλέον καμία θέση ούτε στη θεραπεία ούτε στη διερεύνηση της ανώμαλης αιμορραγίας της μήτρας. Η D&C πρέπει να προσφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου η βιοψία γραφείου ή η κατευθυνόμενη υστεροσκοπική βιοψία δεν είναι εφικτές.

Στρατηγική διαχείρισης

Ο βαθμός της μηνορραγίας της ασθενούς, ο συνδυασμένος πόνος, η επιθυμία για εγκυμοσύνη, οι ταυτόχρονες ιατρικές παθήσεις και οι παρενέργειες της θεραπείας και το επίπεδο άνεσης του γιατρού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με τη διαχείριση

I. ΜΗ ΟΡΜΟΝΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

α) Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα

Η μηνορραγία που σχετίζεται με ωορρηκτικούς κύκλους μπορεί να αντιμετωπιστεί με ή χωρίς ορμονική θεραπεία. 120 , 121 Η θεραπευτική δράση των φαιναμικών ενώσεων συνίσταται στο γεγονός της αναστολής της σύνθεσης των προσταγλανδινών, μέσω της σύνδεσής τους με τους υποδοχείς της προσταγλανδίνης, οι οποίοι είναι σημαντικά αυξημένοι σε γυναίκες με μηνορραγία. 122 Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (NSAIDs) μεφαιναμικό οξύ (mefenamic acid, ponstan forte, dolfenal) και ναπροξένη (naproxen, naprosyn) έχουν μελετηθεί πιο εκτεταμένα και είναι εξίσου αποτελεσματικά στη μείωση της μηνορραγίας. 123 , 124 Εάν η θεραπευτική αγωγή ξεκινήσει την πρώτη ημέρα του εμμηνορρυσιακού κύκλου και συνεχίσει για 5 ημέρες ή μέχρι να σταματήσει η περίοδος τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα μπορούν να μειώσουν την απώλεια αίματος κατά 22% σε 46%. 125 , 126 Η μακροχρόνια θεραπεία με μεφαιναμικό οξύ, 12-15 μήνες μετά την έναρξη της αγωγής, ήταν αποτελεσματική στον έλεγχο της μηνορραγίας. 127 Ωστόσο, η μειωμένη απώλεια αίματος της περιόδου τεκμηριώθηκε και με άλλα NSAIDs όπως η ναπροξένη, η ιβουπροφαίνη, η νατριούχος δικλοφενάκη και η φλουρβιπροφαίνη (naproxen, ibuprofen, sodium diclofenac and flurbiprofen) η οποία κυμαινόταν από 25-47% ανάλογα με τον παράγοντα και τη δοσολογία που χρησιμοποιήθηκε. 128 , 129

Το μεφαιναμικό οξύ και η ναπροξένη συνταγογραφούνται συνήθως σε δόση 250-500mg δύο έως τέσσερις φορές την ημέρα, η ιβουπροφαίνη μελετήθηκε σε δόσεις που κυμαίνονται από 600-1200mg την ημέρα. Μια κοινή παρενέργεια των NSAIDs είναι τα γαστρεντερικά συμπτώματα. 123 Τα NSAIDs είναι αποτελεσματικά ως θεραπεία πρώτης γραμμής σε γυναίκες με μηνορραγία. Ο βαθμός μείωσης της απώλειας αίματος είναι μέτριος, ωστόσο τα NSAIDs έχουν χαμηλό προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών σε υγιείς γυναίκες. Επιπλέον, τα NSAIDs είναι αποτελεσματικά σε γυναίκες με ενδομήτριες αντισυλληπτικές συσκευές χαλκού. Ένα επιπλέον ευεργετικό αποτέλεσμα των NSAIDs  ήταν η ανακούφιση της δυσμηνόρροιας. 130

β) Αντιϊνωδολυτικά φάρμακα

Η ινωδολυτική δραστηριότητα στη μήτρα είναι υψηλότερη σε γυναίκες με μηνορραγία από αυτή των γυναικών με φυσιολογική απώλεια αίματος κατά την εμμηνορρυσία. Αυτή η αυξημένη ινωδόλυση πιθανότατα οφείλεται σε υψηλότερα επίπεδα πλασμίνης και ενεργοποιητών πλασμινογόνου που προέρχονται από το ενδομήτριο. 131 - 134 Τα αντιϊνωδολυτικά φάρμακα, οι αναστολείς των ενεργοποιητών του πλασμινογόνου έχουν προταθεί επομένως ως θεραπεία της μηνορραγίας. Το τρανεξαμικό οξύ (tranexamic acid) είναι ένα συνθετικό παράγωγο της λυσίνης ενός αμινοξέος, το οποίο ασκεί την αντιϊνωδολυτική του δράση μέσω μπλοκαρίσματος των υποδοχέων των ενεργοποιητών του πλασμινογόνου με αποτέλεσμα την αποτροπή της αποδόμησης του ινώδους. 135 , 136 Το τρανεξαμικό οξύ μειώνει το αίμα της εμμήνου ρύσεως έως και 50%, 137 , 138 και είναι ανώτερο από τα NSAIDs. 139

Τα επίπεδα των ενεργοποιητών του πλασμινογόνου στο ενδομήτριο (t-PA) ήταν σημαντικά χαμηλότερα μετά από τρεις κύκλους θεραπείας από ότι πριν από τη θεραπεία σε 12 γυναίκες που έλαβαν tranexamic acid 500mg τέσσερις φορές ημερησίως για 5 ημέρες, λόγω μηνορραγίας. Η συνιστώμενη από του στόματος δοσολογία είναι 1-1,5g τρεις έως τέσσερις φορές ημερησίως για 3-4 ημέρες. Η συνολική ημερήσια από του στόματος δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 4g και η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινά μόλις αρχίσει η βαριά αιμορραγία. 140

Ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται από την χρήση των αντιϊνωδολυτικών φαρμάκων αναφέρονται στο ένα τρίτο περίπου των ασθενών, αφορούν κυρίως γαστρεντερικά ενοχλήματα (ναυτία, έμετο, διάρροια, δυσπεψία, ορθοστατική υπόταση, κόπωση και μυϊκές κράμπες) και εξαρτώνται από τη δοσολογία. 141 Οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν να μειωθούν περιορίζοντας τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες λαμβάνεται το φάρμακο, π.χ τις πρώτες 3 ημέρες της εμμηνορρυσίας που το 90% των γυναικών παρατηρεί μεγαλύτερη ροή. Μία παράμετρος που περιορίζει την ευρεία αποδοχή της αντιϊνωδολυτικής θεραπείας είναι ο φόβος αυξημένης θρομβωτικής δραστηριότητας που τροφοδοτείται από μεμονωμένες βιβλιογραφικές αναφορές περί θρομβώσεων, εγκεφαλικών επεισοδίων, αμφιβληστροειδοπάθειας και κεντρικής φλεβικής στάσης. 142 Μακροπρόθεσμες μελέτες στη Σκανδιναβία, ωστόσο, έδειξαν ότι η συχνότητα εμφάνισης θρόμβωσης σε γυναίκες που έλαβαν tranexamic acid είναι συγκρίσιμη με την αυτόματη συχνότητα της κατάστασης στον γυναικείο πληθυσμό. 143

II. ΟΡΜΟΝΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

α) Προγεσταγόνα

Η χρήση προγεσταγόνων σε γυναίκες με μηνορραγία και ανωορρηκτικούς κύκλους βασίστηκε κατά κύριο λόγο στην αντίληψη ότι τα προγεσταγόνα συμβάλλουν στην ρύθμιση φυσιολογικού κύκλου όταν χορηγούνται συμπληρωματικά κατά την ωχρινική φάση από την 15η-26η ημέρα του κύκλου. 144 Ωστόσο, πολλές μελέτες έδειξαν ότι οι περισσότερες γυναίκες με μηνορραγία έχουν φυσιολογικούς ωορρηκτικούς κύκλους. Σε αυτούς τους ασθενείς η χρήση προγεσταγόνων ως συμπληρωματική θεραπεία κατά την ωχρινική φάση παραμένει αμφιλεγόμενη. 145 Τα προγεσταγόνα που χορηγούνται από την 15η ή 19η έως την 26η ημέρα του κύκλου δεν προσφέρουν κανένα πλεονέκτημα έναντι άλλων ιατρικών θεραπειών όπως τα NSAIDs, το τρανεξαμικό οξύ, η δαναζόλη και οι IUS στη θεραπεία της μηνορραγίας σε γυναίκες με ωορρηκτικούς κύκλους. 146

Υπάρχουν ποικίλες οδοί χορήγησης και χρονοδιαγράμματα δοσολογίας, που κυμαίνονται από την διαλείπουσα χορήγηση ωχρινικής φάσης από του στόματος, μέσω ενδομυϊκής ένεσης, έως τη συνεχή τοπική χορήγηση από μία ενδομήτρια συσκευή (IUD), καθένα από τα οποία έχει διαφορετική αποτελεσματικότητα σε ξεχωριστές κλινικές καταστάσεις. Λόγω της έλλειψης αντικειμενικών τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων μελετών, η χρήση συνθετικών προγεσταγόνων ήταν προηγουμένως σε μεγάλο βαθμό εμπειρική. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η συνεισφορά των προγεσταγόνων για τη θεραπεία της μηνορραγίας, καθώς δεν υπάρχουν τυχαιοποιημένες μελέτες που να συγκρίνουν αυτούς τους παράγοντες με το εικονικό φάρμακο. Ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός δοκιμών τους συγκρίνει με άλλες ιατρικές θεραπείες.

Η από του στόματος κυκλική χορήγηση προγεσταγόνων βραχείας διάρκειας (5 έως 10 ημέρες ήταν αναποτελεσματική στον έλεγχο της μηνορραγίας συγκριτικά με τα NSAIDs, το tranexamic acid, την danazol και τα IUDs. 147 , 148 Η μακροχρόνια θεραπεία με νορεθιστερόνη (norethisterone) 5 mg τρεις φορές την ημέρα από την 5η έως την 26η ημέρα του κύκλου σε γυναίκες με ωορρηκτικούς κύκλους οδήγησε σε σημαντική μείωση της αιμορραγίας στο 87% των περιπτώσεων σε σύγκριση με τα προ θεραπείας επίπεδα. 149 , 150

Μεγάλες δόσεις προγεσταγόνων, 30 mg/ημέρα από του στόματος, μπορούν να εφαρμοστούν επιτυχώς για τον έλεγχο της κατακλυσμιαίας αιμορραγίας. Το σχήμα αυτό, συνήθως είναι αποτελεσματικό εντός 24-48 ωρών, όταν η δόση μπορεί να μειωθεί και στη συνέχεια να αντικατασταθεί με ένα συνδυασμένο από του στόματος αντισυλληπτικό.

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες των προγεσταγόνων ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο, τη δόση, τη διάρκεια χορήγησης και συμπεριλαμβάνουν την αύξηση του βάρους, ναυτία, οίδημα, πονοκέφαλο, κατάθλιψη, απώλεια λίμπιντο, ευαισθησία μαστών και μεταβολές στο λιπιδικό προφίλ. 151

β) Ενδομήτριες συσκευές

Η μηνορραγία είναι ένας σημαντικός λόγος υστερεκτομής ακόμα και μεταξύ των γόνιμων γυναικών. 152 , 153 Η τοποθέτηση ενδομήτριων συσκευών που αποδεσμεύουν προγεσταγόνα είναι μια καλή και αποτελεσματική, μη χειρουργική, εναλλακτική λύση σε σχέση με τις παραδοσιακές ιατρικές και χειρουργικές θεραπείες σε γυναίκες με βαριά μηνορραγία ή AUB. 154 - 156 Ο χαμηλός ρυθμός της ημερήσιας απελευθέρωσης προγεσταγόνων καταστέλλει την ανάπτυξη του ενδομητρίου. 157 Οι ενδομητρικοί αδένες γίνονται ατροφικοί και το ενδομητρικό επιθήλιο καθίσταται αδρανές. 158 , 159 Αρχικά, τα συστήματα αυτά αναπτύχθηκαν για λόγους αντισύλληψης, 160 , 161 ήταν καλά ανεκτά ακόμη και σε άτοκες γυναίκες και είχαν εξαιρετική αποτελεσματικότητα, λιγότερο από 1 εγκυμοσύνη/ ανά 100 γυναίκες-χρόνια χρήσης. 162 Ωστόσο, βρέθηκε ότι μειώνουν την ποσότητα και τη διάρκεια της ροής της φυσιολογικής εμμηνορρυσίας. 163 Τα αποτελέσματα μιας μελέτης έδειξαν μείωση της απώλειας αίματος της εμμηνορρυσίας κατά 86% σε γυναίκες με μηνορραγία στους 3 μήνες ενώ σημειώθηκε περαιτέρω μείωση στο 97%, 12 μήνες μετά την εισαγωγή της συσκευής. 164

H συσκευή φαρμάκου που συνήθως χρησιμοποιείται είναι η ενδομήτρια συσκευή λεβονοργεστρέλης (LNG-IUS) (MirenaR, Shering, Germany). Η LNG-IUS απελευθερώνει 20 μg λεβονοργεστρέλης, κάθε 24 ώρες, σε μια συσκευή βραδείας αποδέσμευσης διάρκειας έως και 5 έτη.

Τα απλά χαρακτηριστικά του σχεδιασμού και το επαναστατικό σύστημα αγκίστρωσης ελαχιστοποιούν την εμφάνιση επιπλοκών όπως πόνος και εκβολή. Οι κυριότερες ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρούνται μετά την τοποθέτηση της LNG-IUS είναι οι αλλαγές στο μοτίβο της αιμορραγίας του τύπου spotting και συχνά αιμορραγία, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες χρήσης. 165.

Η LNG-IUS ήταν ανώτερη ως θεραπεία συγκριτικά με τα από του στόματος προγεσταγόνα (norethisterone) τα οποία ελήφθησαν κυκλικά από την 19η-26η, είτε από την 5η-26η ημέρα του κύκλου για την μείωση της ροής του αίματος της περιόδου. 166 - 168

Το (LNG-IUS) είναι ευεργετικό στη θεραπεία ινομυωμάτων της μήτρας, στην ενδομητρίωση, την αδενομύωση και την υπερπλασία του ενδομητρίου. 169 - 174 Επίσης, αποτελεί μια καλή συντηρητική εναλλακτική λύση πριν την υστερεκτομή, λόγω μηνορραγίας, και θα πρέπει να εξετάζεται πριν από κάθε επεμβατική θεραπεία. 175

γ) Συνδυασμοί οιστρογόνου/προγεσταγόνου

Τα συνδυασμένα από του στόματος αντισυλληπτικά χάπια (COC) αποτελούνται από ένα συνδυασμό οιστρογόνων/προγεστερόνης και χρησιμοποιούνται συχνά για τη μείωση της ροής του αίματος της περιόδου ή για την διόρθωση των διαταραχών της εμμηνορρυσίας. 176 , 177 Η χρήση COCs σε υγιείς γυναίκες άνω των 40 ετών χωρίς διαταραχές της εμμήνου ρύσεως μπορεί να μειώσει τους γυναικολογικούς καρκίνους (ενδομητρίου, ωοθηκών), την απώλεια οστικής μάζας και να αποτρέψει την διακοπή της ωοθηκικής λειτουργίας. Άλλες πιθανές ευεργετικές επιδράσεις είναι στην κατάθλιψη και στις καρδιαγγειακές παθήσεις. 178 - 182 Επίσης, τα COCs θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μέχρι την εμμηνόπαυση ως αντισυλληπτικά έχοντας απόλυτη αποτελεσματικότητα, καλή ανοχή και έλλειψη παρενεργειών εάν στο ιστορικό δεν υπάρχουν παράγοντες κινδύνου όπως κάπνισμα, παχυσαρκία ή υπέρταση. 183 , 184

Τα COCs δεν αποτελούν θεραπεία εκλογής στην αντιμετώπιση της μηνορραγίας, εκτός εάν απαιτείται αντισύλληψη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στον φόβο θρομβοεμβολικών επεισοδίων, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες. 185 - 189 Ωστόσο, η ηλικία μόνο, ελλείψει καπνίσματος ή άλλων παραγόντων προδιάθεσης για θρομβοεμβολική νόσο (προηγούμενο επεισόδιο ή θετικό οικογενειακό ιστορικό), δεν αποτελεί αντένδειξη για τη χρήση COCs χαμηλής δοσολογίας.

δ) Ανδρογόνα

Η δαναζόλη (danazol) είναι ένα στεροειδές παράγωγο της ισοξαζόλης, 17α-αιθινυλ-τεστοστερόνης, η οποία δρα στον άξονα υποθάλαμος - υπόφυση - ωοθήκες καταστέλλοντας την ωορρηξία και με απευθείας δράση στο ενδομήτριο καθιστώντας το ατροφικό. 190 - 193

Η δαναζόλη μπορεί να μειώσει την ροή αίματος της εμμηνορρυσίας μέχρι 80% με τρόπο δοσοεξαρτώμενο, 200 mg ημερησίως. Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι 200 mg danazol ημερησίως είναι το πιο αποδεκτό κλινικό σχήμα, καθώς μείωσε σημαντικά την απώλεια αίματος της εμμηνορρυσίας και συσχετίστηκε με σχετικά χαμηλή επίπτωση ανεπιθύμητων ενεργειών. 194 , 195 Συνήθως, οδηγεί σε αμηνόρροια σε δόσεις μεγαλύτερες από 400 mg ημερησίως. 196 Η δαναζόλη είχε καλύτερη αποτελεσματικότητα στην μείωση της μηνορραγίας από τα NSAIDs, τα προγεσταγόνα ή το μεφαιναμικό οξύ. 197

Η αποτελεσματικότητα της δαναζόλης, περιορίζεται από την κλινική της χρήση εξαιτίας των ανδρογονικών παρενεργειών που παρουσιάζουν έως και τα τρία τέταρτα των ασθενών. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν την αύξηση βάρους, την λιπαρότητα του δέρματος, την ακμή και το βράγχος της φωνής. 198 Δεδομένων αυτών των παρενεργειών, η χρήση της δαναζόλης πιθανώς περιορίζεται καλύτερα σε γυναίκες πριν την αναμενόμενη χειρουργική επέμβαση.

ε) Ανάλογα γοναδοεκλυτίνης (GnRH)

Η συνεχής χορήγηση αγωνιστών γοναδοεκλυτίνης (GnRH) δημιουργεί αναστρέψιμο υπογοναδοτροπικό υπογοναδισμό, παρεμποδίζοντας την ωοθηκική λειτουργία με συνέπεια υποοιστρογοναιμία. 199 - 201 Τα GnRH ανάλογα μειώνουν τον όγκο της μήτρας κατά 40-60% και πολλοί ερευνητές περιέγραψαν την αποτελεσματικότητά τους στη θεραπεία της ανώμαλης αιμορραγίας της μήτρας που σχετίζεται με τα ινομυώματα. 202 - 204 Οι αγωνιστές της γοναδοεκλυτίνης προκαλούν συχνά αμηνόρροια. 205

Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά μειονεκτήματα στη χρήση των GnRH αναλόγων. Η διάρκεια της θεραπείας περιορίζεται σε 6 μήνες λόγω της ταχείας αφαλάτωσης των οστών που σχετίζεται με την απόσυρση των οιστρογόνων. Επιπλέον, η εμφάνιση παρενεργειών που σχετίζεται με υποοιστρογοναιμία είναι του τύπου εξάψεις και ξηρότητα κόλπου που μειώνουν την ποιότητα ζωής. 206 , 207 Μετά τη διακοπή της θεραπείας, παρατηρήθηκε επαναφορά του όγκου της μήτρας αλλά και των ινομυωμάτων σχεδόν στο αρχικό τους μέγεθος και στην επανάληψη των προβλημάτων της μηνορραγίας στις περισσότερες γυναίκες. 208 , 209 Οι παρενέργειες των GnRH αναλόγων συνήθως αποκλείουν τη μακροχρόνια χρήση τους. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά σε βραχυχρόνιες θεραπείες, π.χ. για την προεγχειρητική λέπτυνση του ενδομητρίου ή τη συρρίκνωση των ινομυωμάτων. Τα GnRH ανάλογα μπορούν, ωστόσο, να θεωρηθούν ως μέση ή μακροπρόθεσμη επιλογή σε γυναίκες στις οποίες η χειρουργική επέμβαση αντενδείκνυται. 210

στ) Αντιπρογεστερονικοί παράγοντες

Οι αντιπρογεστίνες αναπτύχθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του '80, αποτελούν μια ομάδα ενώσεων που δεσμεύουν ισχυρά τους υποδοχείς της προγεστερόνης και των γλυκοκορτικοειδών και εμφανίζουν περιστασιακά αγωνιστικές και αντιοιστρογονικές ιδιότητες. 211 Η μιφεπριστόνη (mifepristone) σχετικά πρόσφατα αποδείχθηκε ότι δρα ως αντισυλληπτικός παράγοντας, αναστέλλει την δράση της προγεστερόνης και προκαλεί αμηνόρροια σε δοσολογικό σχήμα 5 mg/ημέρα στην πλειοψηφία των γυναικών που μελετήθηκαν. 212 Σε δοσολογία 25 ή 50 mg/ημέρα, για 3 μήνες, μείωσε το μέγεθος των ινομυωμάτων της μήτρας κατά 50%. 213 - 215 Οι γυναίκες με ινομυώματα διαμέτρου > 2,5 cm, οι οποίες υποβλήθηκαν σε θεραπεία με χαμηλές δόσεις μιφεπριστόνης, 2,5 mg για 6 μήνες, έδειξαν σημαντική μείωση στον όγκο της μήτρας, μικρότερη αιμορραγία και πόνο, γεγονός που της οδήγησε σε αύξηση της συνολικής ποιότητας της ζωής τους. 216 Η πιο συνηθισμένη κλινική χρήση της μιφεπριστόνης ήταν η πρόκληση φαρμακευτικής έκτρωσης κατά τα πρώτα στάδια της κύησης. 217

  1. Harlow SD, Gass M, Hall JE, et al. Executive summary of the Stages of Reproductive Aging Workshop + 10: addressing the unfinished agenda of staging reproductive aging. Menopause. 2012 Apr; 19(4): 387–395. PubMed
  2. McKinlay SM, Brambilla DJ, G Posner J. The Normal Menopause Transition. Maturitas. 1992 Jan; 14 (2): 103-15. PMID: 1565019
  3. Harlow SD, Paramsothy P. Menstruation and the Menopausal Transition. Obstet Gynecol Clin North Am. 2011 Sep; 38 (3): 595-607. PMID: 21961722
  4. Hardy R, Kuh D. Reproductive Characteristics and the Age at Inception of the Perimenopause in a British National Cohort. Am J Epidemiol. 1999 Apr; 149 (7): 612-20. PMID: 10192308
  5. Nikolaou D, Templeton A. Early Ovarian Ageing: A Hypothesis. Detection and Clinical Relevance. Hum Reprod. 2003 Jun; 18 (6): 1137-9. PMID: 12773436
  6. Mendoza N, Sánchez-Borrego R, Cancelo MJ, et al. Position of the Spanish Menopause Society Regarding the Management of Perimenopause. Maturitas. 2013 Mar; 74 (3): 283-90. PMID: 23332610
  7. Burger HG. The Endocrinology of the Menopause. Maturitas. 1996 Mar; 23 (2): 129-36. PMID: 8735351
  8. Nilsson L. The Hormonal Situation in the Perimenopausal Period. Acta Obstet Gynecol Scand Suppl. 1985; 130: 9-11. PMID: 3925705
  9. Duckitt K. Managing perimenopausal menorrhagia. Maturitas. 2010 Jul; 66(3): 251-6. PMID: 20399041
  10. Weiss G, Skurnick JH, Goldsmith LT, et al. Menopause and hypothalamic-pituitary sensitivity to estrogen. JAMA. 2004 Dec ; 292(24): 2991-6. PMID: 15613667
  11. Burger HG, Dudley EC, Hopper JL, et al. Prospectively measured levels of serum follicle-stimulating hormone, estradiol, and the dimeric inhibins during the menopausal transition in a population-based cohort of women. J Clin Endocrinol Metab. 1999 Nov; 84: 4025–4030. PMID: 10566644
  12. Fanchin R, Schonäuer LM, Righini C, et al. Serum anti-Müllerian Hormone Is More Strongly Related to Ovarian Follicular Status Than Serum Inhibin B, Estradiol, FSH and LH on Day 3. Hum Reprod. 2003 Feb; 18 (2): 323-7. PMID: 12571168
  13. Burger HG, Hale GE, Dennerstein L, et al. Cycle and Hormone Changes During Perimenopause: The Key Role of Ovarian Function. Menopause. 2008 Jul-Aug; 15 (4 Pt 1): 603-12. PMID: 18574431
  14. Su HI, Freeman EW. Hormone Changes Associated With the Menopausal Transition. Minerva Ginecol. 2009 Dec; 61 (6): 483-9. PMID: 19942836
  15. de Vet A, Laven JS, de Jong FH, et al. Antimüllerian Hormone Serum Levels: A Putative Marker for Ovarian Aging. Fertil Steril. 2002 Feb; 77 (2): 357-62. PMID: 11821097
  16. van Rooij IA, den Tonkelaar I, Broekmans FJ, et al. Anti-müllerian Hormone Is a Promising Predictor for the Occurrence of the Menopausal Transition. Menopause. 2004 Nov-Dec; 11 (6 Pt 1): 601-6. PMID: 15545787
  17. Gnoth C, Schuring AN, Friol K, et al. Relevance of anti-Mullerian Hormone Measurement in a Routine IVF Program. Hum Reprod. 2008 Jun; 23 (6): 1359-65. PMID: 18387961
  18. Boon J, van de Putte SC, Scholten PC, et al. Histological Patterns in Endometrial Samples From Perimenopausal Women. Maturitas. 1999 Aug; 32 (3): 155-9. PMID: 10515672
  19. Vaidya S, Lakhey M, Vaidya S, et al. Histopathological Pattern of Abnormal Uterine Bleeding in Endometrial Biopsies. Nepal Med Coll J. 2013 Mar; 15 (1): 74-7. PMID: 24592801
  20. Jetley S, Rana S, Jairajpuri ZS. Morphological Spectrum of Endometrial Pathology in Middle-Aged Women With Atypical Uterine Bleeding: A Study of 219 Cases. J Midlife Health. 2013 Oct; 4 (4): 216-20. PMID: 24381462
  21. Abid M, Hashmi AA, Malik B, et al. Clinical Pattern and Spectrum of Endometrial Pathologies in Patients With Abnormal Uterine Bleeding in Pakistan: Need to Adopt a More Conservative Approach to Treatment. BMC Womens Health. 2014 Nov; 14: 132. PMID: 25370003
  22. Khadim MT, Zehra T, Ashraf HM. Morphological Study of Pipelle Biopsy Specimens in Cases of Abnormal Uterine Bleeding. J Pak Med Assoc. 2015 Jul; 65 (7): 705-9. PMID: 26160077
  23. Kotdawala P, Kotdawala S, Nagar N. Evaluation of endometrium in peri-menopausal abnormal uterine bleeding. J Midlife Health. 2013 Jan; 4(1): 16–21. PMID: 23833528
  24. Munro MG, Critchley HO, Broder MS, Fraser IS FIGO Working Group on Menstrual Disorders. FIGO classification system (PALM-COEIN) for causes of abnormal uterine bleeding in nongravid women of reproductive age. Int J Gynaecol Obstet. 2011 Apr; 113(1): 3–13. PMID: 21345435
  25. Sun Y, Wang Y, Mao L, et al. Prevalence of Abnormal Uterine Bleeding According to New International Federation of Gynecology and Obstetrics Classification in Chinese Women of Reproductive Age: A Cross-Sectional Study. Medicine. 2018 Aug; 97 (31): e11457. PMID: 30075511
  26. Khrouf M, Terras K. Diagnosis and Management of Formerly Called “Dysfunctional Uterine Bleeding” According to PALM-COEIN FIGO Classification and the New Guidelines. J Obstet Gynaecol India. 2014 Dec; 64(6): 388–393. PMID: 25489140
  27. Doraiswami S, Johnson T, Rao S, et al. Study of endometrial pathology in abnormal uterine bleeding. J Obstet Gynaecol India. 2011 Aug; 61(4): 426–430. PMID: 22851826
  28. Mehine M, Mäkinen N, Heinonen HR, et al. Genomics of Uterine Leiomyomas: Insights From High-Throughput Sequencing. Fertil Steril. 2014 Sep; 102 (3): 621-9. PMID: 25106763
  29. Ross RK, Pike MC, Vessey MP, et al. Risk factors foruterine fibroids: reduced risk associated with oral contraceptives. Br Med J (Clin Res Ed). 1986 Aug; 293: 359–362. PMID: 3730804
  30. Ciarmela P, Ciavattini A, Giannubilo SR, et al. Management of leiomyomas in perimenopausal women. Maturitas. 2014 Jul; 78(3): 168–173. PMID: 24835002
  31. Gold EB, Colvin A, Avis N, et al. Longitudinal analysis of vasomotor symptoms and race/ethnicity across the menopausal transition: Study of Women’s Health Across the Nation (SWAN). Am J Public Health. 2006 Jul; 96: 1226–1235. PMID: 16735636
  32. Assadi SN. Risk of early menopausal symptoms in clinical workers. Iran J Nurs Midwifery Res. 2014 Nov; 19(6): 569–573. PMID: 25558252
  33. Chung SH, Kim TH, Lee HH, et al. Premenstrual syndrome and premenstrual dysphoric disorder in perimenopausal women. J Menopausal Med. 2014 Aug; 20(2): 69–74. PMID: 25371896
  34. Ibrahimi K, Couturier EGM, MaassenVanDenBrink A. Migraine and perimenopause. Maturitas. 2014 Aug; 78: 277–280. PMID: 24954701
  35. Hodson J, Thompson J, al-Azzawi F. Headache at menopause and in hormone replacement therapy users. Climacteric. 2000 Jun; 3: 119–124. PMID: 11910652
  36. MacGregor EA, Barnes D. Migraine in a Specialist Menopause Clinic. Climacteric. 1999 Sep; 2 (3): 218-23. PMID: 11910600
  37. Lloyd-Jones D, Adams RJ, Brown TM, et al. Heart disease and stroke statistics--2010 update: a report from the American Heart Association. Circulation. 2010 Feb; 121(7): e46–e215. PMID: 20019324
  38. El Khoudary SR, Wildman RP, Matthews K, et al. Progression rates of carotid intima-media thickness and adventitial diameter during the menopausal transition. Menopause. 2013 Jan; 20(1): 8–14. PMID: 22990755
  39. Khan A, Dubois S, Khan AA, et al. A randomized, double-blind, placebo-controlled study to evaluate the effects of alendronate on bone mineral density and bone remodelling in perimenopausal women with low bone mineral density. J Obstet Gynaecol Can. 2014 Nov; 36(11): 976–982. PMID: 25574674
  40. van Dijk GM, Maneva M, Colpani V, et al. The association between vasomotor symptoms and metabolic health in peri- and postmenopausal women: A systematic review. Maturitas. 2015 Feb; 80(2): 140–147. PMID: 25532993
  41. Li S, Wagner R, Holm K, et al. Relationship between soft tissue body composition and bone mass in perimenopausal women. Maturitas. 2004 Feb; 47(2): 99–105. PMID: 14757268
  42. Sayón-Orea C, Santiago S, Cuervo M, et al. Adherence to Mediterranean dietary pattern and menopausal symptoms in relation to overweight/obesity in Spanish perimenopausal and postmenopausal women. Menopause. 2014 Dec; 22 (7): 750-7. PMID: 25513984
  43. Dennerstein L, Dudley EC, Hopper JL, et al. A prospective population-based study of menopausal symptoms. Obstet Gynecol. 2000 Sep; 96(3): 351–358. PMID: 10960625
  44. Portman DJ, Gass MLS. Genitourinary syndrome of menopause: New terminology for vulvovaginal atrophy from the International Society for the Study ofWomen’s Sexual Health and The North American Menopause Society. Maturitas. 2014 Nov; 79: 349–354. PMID: 25179577
  45. Fraser IS, Critchley HO, Munro MG, et al. A Process Designed to Lead to International Agreement on Terminologies and Definitions Used to Describe Abnormalities of Menstrual Bleeding. Fertil Steril. 2007 Mar; 87 (3): 466-76. PMID: 17362717
  46. Deneris A. PALM-COEIN Nomenclature for Abnormal Uterine Bleeding. J Midwifery Womens Health. 2016 May; 61 (3): 376-9. PMID: 26969858
  47. Töz E, Sancı M, Özcan A, et al. Comparison of Classic Terminology With the FIGO PALM-COEIN System for Classification of the Underlying Causes of Abnormal Uterine Bleeding. Int J Gynaecol Obstet. 2016 Jun; 133 (3); 325-8. PMID: 26952349
  48. Munro MG. Practical Aspects of the Two FIGO Systems for Management of Abnormal Uterine Bleeding in the Reproductive Years. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2017 Apr; 40: 3-22. PMID: 27836285
  49. Bayer SR. Standardizing the Descriptive Terminology of Abnormal Menstrual Bleeding: It Is Time We Talk the Same Talk. Fertil Steril. 2007 Mar; 87 (3): 477-8. PMID: 17362718
  50. Speroff L, Fritz MA. Clinical Gynecologic Endocrinology and Infertility. 7th ed. Philadelphia, Pa. Lippincott Williams & Wilkins. 2005; 402: 547, 549, 553–556, 560–561, 566, 569, 628–629, 808, 811.
  51. Channing CP, Schaerf FW, Anderson LD, et al. Ovarian Follicular and Luteal Physiology. Int Rev Physiol. 1980; 22: 117-201. PMID: 6248477
  52. Ely JW, Kennedy CM, Clark EC, et al. Abnormal uterine bleeding: a management algorithm. J Am Board Fam Med. 2006 Nov-Dec; 19(6): 590–602. PMID: 17090792
  53. Sweet MG, Schmidt-Dalton TA, Weiss PM, et al. Evaluation and management of abnormal uterine bleeding in premenopausal women. Am Fam Physician. 2012 Jan; 85(1): 35–43. PMID: 22230306
  54. Hallberg L, Högdahl AM, Nilsson L, et al. Menstrual blood loss - a population study. Variation at different ages and attempts to define normality. Acta Obstet Gynecol Scand. 1966 Jan; 45: 320–351. PMID: 5922481
  55. Oehler MK, P Rees MC. Menorrhagia: An Update. Acta Obstet Gynecol Scand. 2003 May, 82 (5): 405-22. PMID: 12752071
  56. Warner PE, Critchley HO, Lumsden MA, et al. Menorrhagia I: Measured Blood Loss, Clinical Features, and Outcome in Women With Heavy Periods: A Survey With Follow-Up Data. Am J Obstet Gynecol. 2004 May; 190 (5): 1216-23. PMID: 15167821
  57. Diaz A, Laufer MR, Breech LL; American Academy of Pediatrics Committee on Adolescence, American College of Obstetricians and Gynecologists Committee on Adolescent Health Care. Menstruation in girls and adolescents: using the menstrual cycle as a vital sign. Pediatrics. 2006 Nov; 118(5): 2245–2250. PMID: 17079600
  58. Janssen CA, Scholten PC, Heintz AP. A Simple Visual Assessment Technique to Discriminate Between Menorrhagia and Normal Menstrual Blood Loss. Obstet 1995 Jun; 85 (6): 977-82. PMID: 7770270
  59. Warner PE, Critchley HO, Lumsden MA, et al. Menorrhagia II: Is the 80-mL Blood Loss Criterion Useful in Management of Complaint of Menorrhagia? Am J Obstet Gynecol. 2004 May; 190 (5): 1224-9. PMID: 15167822
  60. Janssen CA. Menorrhagia: The 80 mL Criterion and the Usefulness in Clinical Practice. Am J Obstet Gynecol. 2005 Jun; 192 (6): P2093. DOI: 10.1016/j.ajog.2005.01.086
  61. Desai RM. Efficacy of levonorgestrel releasing intrauterine system for the treatment of menorrhagia due to benign uterine lesions in perimenopausal women. J Midlife Health. 2012 Jan; 3(1): 20–23. PMID: 22923975
  62. Munro MG. Classification of Menstrual Bleeding Disorders. Rev Endocr Metab Disord. 2012 Dec; 13 (4): 225-34. PMID: 22851041
  63. Shankar M, Lee CA, Sabin CA, et al. Von Willebrand Disease in Women With Menorrhagia: A Systematic Review. BJOG. 2004 Jul; 111 (7): 734-40. PMID: 15198765
  64. Kumari M, Stafford M, Marmot M. The menopausal transition was associated in a prospective study with decreased health functioning in women who report menopausal symptoms. J Clin Epidemiol. 2005 Jul; 58: 719–727. PMID: 15939224
  65. Nayak G, Kamath A, Kumar PN, et al. Effect of yoga therapy on physical and psychological quality of life of perimenopausal women in selected coastal areas of Karnataka, India. J Midlife Health. 2014 Oct; 5(4): 180–185. PMID: 25540568
  66. Kuh DL, Wadsworth M, Hardy R. Women's Health in Midlife: The Influence of the Menopause, Social Factors and Health in Earlier Life. Br J Obstet Gynaecol. 1997 Aug; 104 (8): 923-33. PMID: 9255084
  67. Hardy R, Kuh D. Change in Psychological and Vasomotor Symptom Reporting During the Menopause. Soc Sci Med. 2002 Dec; 55 (11): 1975-88. PMID: 12406465
  68. Worsley R, Bell R, Kulkarni J, et al. The association between vasomotor symptoms and depression during perimenopause: A systematic review. Maturitas. 2014 Feb; 77: 111–117. PMID: 24365649
  69. Schmidt PJ. Mood, Depression, and Reproductive Hormones in the Menopausal Transition. Am J Med. 2005 Dec; 118: 54-8. PMID: 16414327
  70. Freeman EW, Sammel MD, Liu L, et al. Hormones and Menopausal Status as Predictors of Depression in Women in Transition to Menopause. Arch Gen Psychiatry. 2004 Jan; 61 (1): 62-70. PMID: 14706945
  71. Freeman EW, Sammel MD, Lin H, et al. Associations of Hormones and Menopausal Status With Depressed Mood in Women With No History of Depression. Arch Gen Psychiatry. 2006 Apr; 63 (4): 375-82. PMID: 16585466
  72. Cohen LS, Soares CN, Vitonis AF, et al. Risk for New Onset of Depression During the Menopausal Transition: The Harvard Study of Moods and Cycles. Arch Gen Psychiatry. 2006 Apr; 63 (4): 385-90. PMID: 16585467
  73. Soares NC. Menopausal Transition and Depression: Who Is at Risk and How to Treat It?. Expert Rev Neurother. 2007 Oct; 7 (10): 1285-93. PMID: 17939767
  74. Worsley R, Davis SR, Gavrilidis E, et al. Hormonal therapies for new onset and relapsed depression during perimenopause. Maturitas. 2012 Oct; 73(2): 127–133. PMID: 22824374
  75. Singh S, Best C, Dunn S, et al. Clinical Practice – Gynaecology Committee. Abnormal uterine bleeding in premenopausal women. J Obstet Gynaecol Can. 2013 May; 35(5): 473–479. PMID: 23756279
  76. Ewenstein BM. The Pathophysiology of Bleeding Disorders Presenting as Abnormal Uterine Bleeding. Am J Obstet Gynecol. 1996 Sep; 175 (3 Pt 2): 770-7. PMID: 8828560
  77. Abnormal vaginal bleeding in pre- and peri-menopausal women. A diagnostic guide for General Practitioners and Gynaecologists. Available from file pdf
  78. Mendelson EB, Bohm-Velez M, Joseph N, et al. Endometrial Abnormalities: Evaluation With Transvaginal Sonography. AJR Am J Roentgenol. 1988 Jan; 150 (1): 139-42. PMID: 3275446
  79. Schurz B, Metka M, Heytmanek G, et al. Sonographic Changes in the Endometrium of Climacteric Women During Hormonal Treatment. Maturitas. 1988 Mar; 9 (4): 367-74. PMID: 2837621
  80. Nasri MN, Coast GJ. Correlation of Ultrasound Findings and Endometrial Histopathology in Postmenopausal Women. Br J Obstet Gynaecol. 1989 Nov; 96 (11): 1333-8. PMID: 2692699
  81. Nasri MN, Shepherd JH, Setchell ME, et al. Sonographic Depiction of Postmenopausal Endometrium With Transabdominal and Transvaginal Scanning. Ultrasound Obstet Gynecol. 1991 Jul; 1 (4): 279-83. PMID: 12797060
  82. Lin MC, Gosink BB, Wolf SI, et al. Endometrial Thickness After Menopause: Effect of Hormone Replacement. Radiology. 1991 Aug; 180 (2): 427-32. PMID: 1829843
  83. Sheth S, Hamper UM, Kurman RJ. Thickened Endometrium in the Postmenopausal Woman: Sonographic-Pathologic Correlation. Radiology. 1993 Apr; 187 (1): 135-9. PMID: 8451399
  84. Varner RE, Sparks JM, Cameron CD, et al. Transvaginal Sonography of the Endometrium in Postmenopausal Women. Obstet Gynecol. 1991 Aug; 78 (2): 195-9. PMID: 2067762
  85. Kupfer MC, Schiller VL, Hansen GC, et al. Transvaginal sonographic evaluation of endometrial polyps. J Ultrasound Med. 1994 Jul; 13: 535–539. PMID: 7933016
  86. Davidson KG, Dubinsky TJ. Ultrasonographic evaluation of the endometrium in postmenopausal vaginal bleeding. Radiol Clin North Am. 2003 Jul; 41(4): 769–780. PMID: 12899491
  87. Munro MG, Southern California Permanente Medical Group’s Abnormal Uterine Bleeding Working Group. Investigation of Women With Postmenopausal Uterine Bleeding: Clinical Practice Recommendations. Perm J. 2014; 18 (1): 55-70. PMID: 24377427
  88. Smith P, Bakos O, Heimer G, et al. Transvaginal ultrasound for identifying endometrial abnormality. Acta Obstet Gynecol Scand. 1991; 70: 591–594. PMID: 1785276
  89. Granberg S, Ylöstalo P, M Wikland, et al. Endometrial Sonographic and Histologic Findings in Women With and Without Hormonal Replacement Therapy Suffering From Postmenopausal Bleeding. Maturitas. 1997 May; 27 (1): 35-40. PMID: 9158075
  90. Getpook C, Wattanakumtornkul S. Endometrial Thickness Screening in Premenopausal Women With Abnormal Uterine Bleeding. J Obstet Gynaecol Res. 2006 Dec; 32 (6): 588-92. PMID: 17100821
  91. American College of Obstetricians and Gynecologists. Committee Opinion No. 426: The role of transvaginal ultrasonography in the evaluation of postmenopausal bleeding. Obstet Gynecol. 2009 Feb; 113(2 Pt 1): 462–464. PMID: 19155921
  92. Goldstein SR. The Role of Transvaginal Ultrasound or Endometrial Biopsy in the Evaluation of the Menopausal Endometrium. Am J Obstet Gynecol. 2009 Jul; 201 (1): 5-11. PMID: 19576369
  93. Goncharenko VM, Beniuk VA, Kalenska OV, et al. Predictive Diagnosis of Endometrial Hyperplasia and Personalized Therapeutic Strategy in Women of Fertile Age. EPMA J. 2013 Dec; 4 (1): 24. PMID: 24314145
  94. DiSaia P, Creasman W, Mannel R, editors. Adenocarcinoma of the uterus. In Clinical Gynecologic Oncology. 9th ed. ELVESIER: Philadelphia; 2012. pp. 121–184. Link to Book
  95. Ophir J, Cespedes I, Ponnekanti H ,et al. Elastography: a quantitative method for imaging the elasticity of biological tissues. Ultrason Imaging. 1991 Apr; 13: 111–134. PMID: 1858217
  96. Preis K, Zielinska K, Swiatkowska-Freund M, et al. The role of elastography in the differential diagnosis of endometrial pathologies–preliminary report. Ginekol Pol. 2011 Jul; 82(7): 494–497. PMID: 21913425
  97. Czuczwar P, Wozniak S, Szkodziak P, et al. Elastography Improves the Diagnostic Accuracy of Sonography in Differentiating Endometrial Polyps and Submucosal Fibroids. J Ultrasound Med. 2016 Nov; 35 (11): 2389-2395. PMID: 27629761
  98. Gultekin IB, Imamoglu GI, Turgal M, et al Elastosonographic Evaluation of Patients With a Sonographic Finding of Thickened Endometrium. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2016 Mar; 198: 105-109. PMID: 26803388
  99. Dubinsky TJ, Parvey HR, Gormaz G, et al. Transvaginal Hysterosonography in the Evaluation of Small Endoluminal Masses. J Ultrasound Med. 1995 Jan; 14 (1): 1-6. PMID: 7707470
  100. de Vries LD, Dijkhuizen FP, Mol BW, et al. Comparison of transvaginal sonography, saline infusion sonography, and hysteroscopy in premenopausal women with abnormal uterine bleeding. J Clin Ultrasound. 2000 Jun; 28(5): 217–223. PMID: 10799999
  101. Bradley LD, Falcone T, Magen AB. Radiographic Imaging Techniques for the Diagnosis of Abnormal Uterine Bleeding. Obstet Gynecol Clin North Am. 2000 Jun; 27 (2): 245-76. PMID: 10857118
  102. Dueholm M, Forman A, Jensen ML, et al. Transvaginal sonography combined with saline contrast sonohysterography in evaluating the uterine cavity in premenopausal patients with abnormal uterine bleeding. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Jul; 18(1): 54–61. PMID: 11489227
  103. Kazandi M, Akşehirli S, Cirpan T, et al. Transvaginal Sonography Combined With Saline Contrast Sonohysterography to Evaluate the Uterine Cavity in Patients With Abnormal Uterine Bleeding and Postmenopausal Endometrium More Than 5 mm. Eur J Gynaecol Oncol. 2003; 24 (2): 185-90. PMID: 12701976
  104. Bernard JP, Lécuru F, Darles C, et al. Saline Contrast Sonohysterography as First-Line Investigation for Women With Uterine Bleeding. Ultrasound Obstet Gynecol. 1997 Aug; 10 (2): 121-5. PMID: 9286021
  105. Moradan S, Darzi SN, Ghorbani R. Diagnostic Value of Saline Infusion Sonohysterography for Detecting Endometrial Focal Lesion. Pan Afr Med J. 2019 Jul; 33: 211. PMID: 31693718
  106. Dijkhuizen FP, De Vries LD, Mol BW, et al. Comparison of Transvaginal Ultrasonography and Saline Infusion Sonography for the Detection of Intracavitary Abnormalities in Premenopausal Women. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 May; 15 (5): 372-6. PMID: 10976476
  107. Widrich T, Bradley LD, Mitchinson AR, et al. Comparison of Saline Infusion Sonography With Office Hysteroscopy for the Evaluation of the Endometrium. Am J Obstet Gynecol. 1996 Apr; 174 (4): 1327-34. PMID: 8623865
  108. Shapley M, Redman CW. Endometrial Sampling and General Practice. Br J Gen Pract. 1997 Jun; 47 (419): 387-91. PMID: 9231477
  109. ACOG Committee on Practice Bulletins—Gynecology. American College of Obstetricians and Gynecologists. ACOG practice bulletin: management of anovulatory bleeding. Int J Gynaecol Obstet. 2001 Mar; 72(3): 263–271. PMID: 11296797
  110. Endometrial Biopsy: American College of Nurse-Midwives. J Midwifery Womens Health. 2017 Jul; 62 (4): 502-506. PMID: 2871913
  111. Apgar BS, DeWitt D. Diagnostic Hysteroscopy. Am Fam Physician. 1992 Nov; 46 (5 Suppl) : 19S-24S, 29S-32S, 35S-36S. PMID: 1442472
  112. Renaud MC, Le T, Bentley J, et al. Epidemiology and investigations for suspected endometrial cancer. J Obstet Gynaecol Can. 2013 April; 35(4): 380–383. PMID: 23660050
  113. van Dongen H, de Kroon CD, Jacobi CE, et al. Diagnostic hysteroscopy in abnormal uterine bleeding: a systematic review and meta-analysis. 2007 Jun; 114(6): 664–675. PMID: 17516956
  114. Stock RJ, Kanbour A. Prehysterectomy curettage. Obstet Gynecol. 1975 May; 45: 537–41. PMID: 1124168
  115. Stovall TG, Solomon SK, Ling FW. Endometrial Sampling Prior to Hysterectomy. Obstet Gynecol. 1989 Mar; 73 (3 Pt 1): 405-9. PMID: 2915864
  116. Bettochi S, Ceci O, Vicino M, et al. Diagnostic Inadequacy of Dilatation and Curettage. Fertil Steril. 2001 Apr; 75: 803–5. PMID: 11287038
  117. Moradan S, Ghorbani R, Lotfi A. Agreement of Histopathological Findings of Uterine Curettage and Hysterectomy Specimens in Women With Abnormal Uterine Bleeding. Saudi Med J. 2017 May; 38 (5): 497-502. PMID: 28439599
  118. Haynes PJ, Hodgson H, Anderson AB, et al. Measurement of menstrual blood loss in patients complaining of menorrhagia. Br J Obstet Gynaecol. 1977 Oct; 84: 763–8. PMID: 921913
  119. Grimes DA. Diagnostic dilation and curettage: a reappraisal. Am J Obstet Gynecol. 1982 Jan; 142: 1–6. PMID: 7055159
  120. Oehler MK, Rees MC. Menorrhagia: An Update. Acta Obstet Gynecol Scand. 2003 May; 82 (5): 405-22. PMID: 12752071
  121. Duckitt K. Medical Management of Perimenopausal Menorrhagia: An Evidence-Based Approach. Menopause Int. 2007 Mar; 13 (1): 14-8. PMID: 17448262
  122. Adelantado JM, Rees MCP, Lopez‐Bernal A, et al. Increased uterine prostaglandin E receptors in menorrhagic women. Br J Obstet Gynaecol 1988 Feb; 95: 162–5. PMID: 2894838
  123. Lethaby A, Augood C, Duckitt K. Nonsteroidal Anti-Inflammatory Drugs for Heavy Menstrual Bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2000; (2): CD000400. PMID: 10796714
  124. Rodriguez MB, Lethaby A, Farquhar C. Non-steroidal Anti-Inflammatory Drugs for Heavy Menstrual Bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2019 Sep; 19, 9 (9): CD000400. PMID: 31535715
  125. Cameron IT, Haining R, Lumsden MA, et al. The effects of mefenamic acid and norethisterone on measured menstrual blood loss. Obstet Gynecol. 1990 Jul; 76: 85–8. PMID: 2359570
  126. Bonnar J, Sheppard BL. Treatment of Menorrhagia During Menstruation: Randomised Controlled Trial of Ethamsylate, Mefenamic Acid, and Tranexamic Acid. BMJ. 1996 Sep; 313 (7057): 579-82. PMID: 8806245
  127. Fraser IS, McCarron G, Markham R, et al. Long‐term treatment of menorrhagia with mefenamic acid. Obstet Gynecol. 1983 Jan; 61: 109–12. PMID: 6337354
  128. Milsom I, Andersson K, Andersch B, et al. A comparison of flurbiprofen, tranexamic acid, and a levonorgestrel‐releasing intrauterine contraceptive device in the treatment of idiopathic menorrhagia. Am J Obstet Gynecol. 1991 Mar; 164: 879–83. PMID: 1900665
  129. Fraser IS, McCarron G. Randomized trial of 2 hormonal and 2 prostaglandin‐inhibiting agents in women with a complaint of menorrhagia. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 1991 Feb; 31: 66–70. PMID: 1872778
  130. Guillebaud J, Anderson AB, Turnbull AC. Reduction by mefenamic acid of increased menstrual blood loss associated with intrauterine contraception. Br J Obstet Gynaecol. 1978 Jan; 85: 53–62. PMID: 341963
  131. Dockeray CJ, Sheppard BL, Daly L, et al. The Fibrinolytic Enzyme System in Normal Menstruation and Excessive Uterine Bleeding and the Effect of Tranexamic Acid. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1987 Apr; 24 (4): 309-18. PMID: 2953634
  132. Cameron IT. Dysfunctional Uterine Bleeding. Baillieres Clin Obstet Gynaecol. 1989 Jun; 3 (2): 315-27. PMID: 2692922
  133. Gleeson N, Devitt M, Sheppard BL, et al. Endometrial Fibrinolytic Enzymes in Women With Normal Menstruation and Dysfunctional Uterine Bleeding. Br J Obstet Gynaecol. 1993 Aug; 100 (8): 768-71. PMID: 8399019
  134. Gleeson NC. Cyclic Changes in Endometrial Tissue Plasminogen Activator and Plasminogen Activator Inhibitor Type 1 in Women With Normal Menstruation and Essential Menorrhagia. Am J Obstet Gynecol. 1994 Jul; 171 (1): 178-83. PMID: 8030696
  135. Callender ST, Warner GT, Cope E. Treatment of menorrhagia with tranexamic acid. A double‐blind trial. Br Med J. 1970 Oct; 4: 214–6. PMID: 4919554
  136. Gleeson NC, Buggy F, Sheppard BL, et al. The effect of tranexamic acid on measured menstrual loss and endometrial fibrinolytic enzymes in dysfunctional uterine bleeding. Acta Obstet Gynecol Scand. 1994 Mar; 73: 274–7. PMID: 8122512
  137. Edlund M, Andersson K, Rybo G, et al. Reduction of menstrual blood loss in women suffering from idiopathic menorrhagia with a novel antifibrinolytic drug (Kabi 2161). Br J Obstet Gynaecol. 1995 Nov; 102: 913–7. PMID: 8534629
  138. Lee JY, Hahn PM, Van Dijk JP, et al. Treatment of menorrhagia with tranexamic acid. J Soc Obstet Gynaecol. Can 2000 Oct; 22: 794–8. DOI: https://doi.org/10.1016/S0849-5831(16)31019-9
  139. Lethaby A, Farquhar C, Cooke I. Antifibrinolytics for heavy menstrual bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2000 Oct; 4: CD000249. PMID: 11034679
  140. Wellington K, Wagstaff AJ. Tranexamic Acid: A Review of Its Use in the Management of Menorrhagia. Drugs. 2003 Sep; 63 (13): 1417-33. PMID: 12825966
  141. Irvine GA, Cameron IT. Medical management of dysfunctional uterine bleeding. Baillieres Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 1999 Jun; 13: 189–202. PMID: 10755037
  142. Agnelli G, Gresele P, De Cunto M, et al. Tranexamic acid, intrauterine contraceptive devices and fatal cerebral arterial thrombosis. Case report. Br J Obstet Gynaecol. 1982 Aug; 89: 681–2. PMID: 7104262
  143. Rybo G. Tranexamic acid therapy is effective treatment in heavy menstrual bleeding. Clin Update Safety Ther Adv. 1991; 4: 1–8. Google Scholar
  144. Bishop PM, De Almeida JC. Treatment of functional menstrual disorders with norethisterone. Br Med J. 1960 Apr; 1: 1103–5. PMID: 13800996
  145. Lethaby A, Irvine G, Cameron I. Cyclical progestogens for heavy menstrual bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2000; 2: CD001016. PMID: 10796587
  146. Lethaby A, Irvine G, Cameron I. Cyclical Progestogens for Heavy Menstrual Bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2008 Jan; (1): CD001016. PMID: 18253983
  147. Cameron IT, Leask R, Kelly RW, et al. The effects of danazol, mefenamic acid, norethisterone and a progesterone‐impregnated coil on endometrial prostaglandin concentrations in women with menorrhagia. Prostaglandins. 1987 Jul; 34: 99–110. PMID: 3685399
  148. Preston JT, Cameron IT, Adams EJ, et al. Comparative study of tranexamic acid and norethisterone in the treatment of ovulatory menorrhagia. Br J Obstet Gynaecol. 1995 May; 102: 401–6. PMID: 7612535
  149. Fraser IS. Treatment of ovulatory and anovulatory dysfunctional uterine bleeding with oral progestogens. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 1990 Nov; 30: 353–6. PMID: 2150587
  150. Irvine GA, Campbell‐Brown MB, Lumsden MA, et al. Randomised comparative trial of the levonorgestrel intrauterine system and norethisterone for treatment of idiopathic menorrhagia. Br J Obstet Gynaecol. 1998 Jun; 105: 592–8. PMID: 9647148
  151. Duckitt K. Managing Perimenopausal Menorrhagia. Maturitas. 2010 Jul; 66 (3): 251-6. PMID: 20399041
  152. Vessey MP, Villard-Mackintosh L, McPherson K, et al. The Epidemiology of Hysterectomy: Findings in a Large Cohort Study. Br J Obstet Gynaecol. 1992 May; 99 (5): 402-7. PMID: 1622913
  153. Milsom I. The Levonorgestrel-Releasing Intrauterine System as an Alternative to Hysterectomy in Peri-Menopausal Women. Contraception. 2007 Jun; 75 (6 Suppl): S152-4. PMID: 17531608
  154. Wildemeersch D, Schacht E. Treatment of Menorrhagia With a Novel 'Frameless' Intrauterine Levonorgestrel-Releasing Drug Delivery System: A Pilot Study. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2001 Jun; 6 (2): 93-101. PMID: 11518454
  155. Wildemeersch D, Janssens D, Andrade A. The Femilis LNG-IUS: Contraceptive Performance-An Interim Analysis. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2009 Apr; 14 (2): 103-10. PMID: 19340705
  156. Yoo HJ, Lee MA, Ko YB, et al. The Efficacy of the Levonorgestrel-Releasing Intrauterine System in Perimenopausal Women With Menorrhagia or Dysmenorrhea. Arch Gynecol Obstet. 2012 Jan; 285 (1): 161-6. PMID: 21671063
  157. Sheppard BL. Endometrial Morphological Changes in IUD Users: A Review. Contraception. 1987 Jul; 36 (1): 1-10. PMID: 3117492
  158. Nilsson CG, Luukkainen T, Arko H. Endometrial Morphology of Women Using a D-Norgestrel-Releasing Intrauterine Device. Fertil Steril. 1978 Apr; 29 (4): 397-401. PMID: 648644
  159. Silverberg SG, Haukkamaa M, Arko H, et al. Endometrial Morphology During Long-Term Use of Levonorgestrel-Releasing Intrauterine Devices. Int J Gynecol Pathol. 1986; 5 (3): 235-41. PMID: 3093395
  160. Nilsson CG, Johansson ED, Luukkainen T. A D-norgestrel-releasing IUD. Contraception. 1976 Apr; 13 (4): 503-14. PMID: 1253602
  161. Luukkainen T, Lähteenmäki P, Toivonen J. Levonorgestrel-releasing Intrauterine Device. Ann Med. 1990 Apr; 22 (2): 85-90. PMID: 2113816
  162. Prager S, Darney PD. The Levonorgestrel Intrauterine System in Nulliparous Women. Contraception. 2007 Jun; 75 (6 Suppl): S12-5. PMID: 17531602
  163. Nilsson CG. Comparative Quantitation of Menstrual Blood Loss With a D-Norgestrel-Releasing Iud and a Nova-T-copper Device. 1977 Apr; 15 (4): 379-87. PMID: 880815
  164. Andersson JK, Rybo G. Levonorgestrel-releasing Intrauterine Device in the Treatment of Menorrhagia. Br J Obstet Gynaecol. 1990 Aug; 97 (8): 690-4. PMID: 2119218
  165. Andersson K. The levonorgestrel intrauterine system: more than a contraceptive. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2001 Jan; 6: 15–22. PMID: 11336429
  166. Kaunitz AM, Bissonnette F, Monteiro I, et al. Levonorgestrel-releasing Intrauterine System or Medroxyprogesterone for Heavy Menstrual Bleeding: A Randomized Controlled Trial. Obstet Gynecol. 2010 Sep; 116 (3): 625-32. PMID: 20733445
  167. Lethaby AE, Cooke I, Rees M. Progesterone/progestogen Releasing Intrauterine Systems Versus Either Placebo or Any Other Medication for Heavy Menstrual Bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2000; (2): CD002126. PMID: 10796865
  168. Rodriguez MB, Lethaby A, Low C, et al. Cyclical Progestogens for Heavy Menstrual Bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2019 Aug; 8 (8): CD001016. PMID: 31425626
  169. Starczewski A, Iwanicki M, et al. Intrauterine Therapy With Levonorgestrel Releasing IUD of Women With Hypermenorrhea Secondary to Uterine Fibroids. Ginecol Pol. 2000 Sep; 71 (9): 1221-5. PMID: 11083008
  170. Wildemeersch D, Schacht E. The Effect on Menstrual Blood Loss in Women With Uterine Fibroids of a Novel "Frameless" Intrauterine Levonorgestrel-Releasing Drug Delivery System: A Pilot Study. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2002 Apr; 102 (1): 74-9. PMID: 12039094
  171. Grigorieva V, Chen-Mok M, Tarasova M, et al. Use of a Levonorgestrel-Releasing Intrauterine System to Treat Bleeding Related to Uterine Leiomyomas. Fertil Steril. 2003 May; 79 (5): 1194-8. PMID: 12738516
  172. Brun JL, Descat E, Boubli B, et al. Endometrial Hyperplasia: A Review. J Gynecol Obstet Biol Reprod. 2006 Oct; 35 (6): 542-50. PMID: 17003742
  173. Buttini MJ, Jordan SJ, Webb PM. The Effect of the Levonorgestrel Releasing Intrauterine System on Endometrial Hyperplasia: An Australian Study and Systematic Review. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 2009 Jun; 49 (3): 316-22. PMID: 19566568
  174. Rodriguez MI, Darney PD. Non-contraceptive Applications of the Levonorgestrel Intrauterine System. Int J Womens Health. 2010 Aug; 2: 63-8. PMID: 21072298
  175. Lahteenmaki P, Haukkamaa M, Puolakka J, et al. Open randomised study of use of levonorgestrel releasing intrauterine system as alternative to hysterectomy. BMJ. 1998 Apr; 316: 1122–6. PMID: 9552948
  176. Larsson G, Milsom I, Lindstedt G, et al. The influence of a low dose combined oral contraceptive on menstrual blood loss and iron status. Contraception. 1992 Oct; 46: 327–334. PMID: 1486771
  177. Cianci A, De Leo V. [Individualization of Low-Dose Oral Contraceptives. Pharmacological Principles and Practical Indications for Oral Contraceptives]. Minerva Ginecol. 2007 Aug; 59 (4): 415-25. PMID: 17923832
  178. Khoo SK. Cancer Risks and the Contraceptive Pill. What Is the Evidence After Nearly 25 Years of Use? Med J Aust. 1986 Feb; 144 (4): 185-90. PMID: 3511357
  179. Grimes DA. Results of Oral Contraceptive Epidemiologic Studies Regarding Neoplastic and Cardiovascular Effects. Int J Fertil. 1989; 34 Suppl: 27-33. PMID: 2576254
  180. Derman RJ. Oral Contraceptives and Cardiovascular Risk. Taking a Safe Course of Action. Postgrad Med. 1990 Sep; 88 (4): 119-22. PMID: 2204902
  181. Stenchever MA. Risks of Oral Contraceptive Use in Women Over 35. J Reprod Med. 1993 Dec; 38 (12 Suppl: 1030-5. PMID: 8120860
  182. Mendoza N, Sánchez-Borrego R. Non-contraceptive benefits of hormonal contraceptive use during perimenopause? Maturitas. 2014 May;78: 72. PMID: 24630129
  183. Volpe A, Silferi M, Genazzani AD, et al. Contraception in Older Woman. Contraception. 1993 Mar; 47 (3): 229-39. PMID: 8462314
  184. Fioretti P, Fruzzetti F, Navalesi R, et al. Clinical and Metabolic Study of a New Pill Containing 20 Mcg Ethinylestradiol Plus 0.150 Mg Desogestrel. Contraception. 1987 Mar; 35 (3): 229-43. PMID: 2956055
  185. Jick H, Jick SS, Gurewich V, et al. Risk of Idiopathic Cardiovascular Death and Nonfatal Venous Thromboembolism in Women Using Oral Contraceptives With Differing Progestagen Components. Lancet. 1995 Dec; 346 (8990): 1589-93. PMID: 7500750
  186. Spitzer WO, Lewis MA, Heinemann LA, et al. Third generation oral contraceptives and risk of venous thromboembolic disorders: an international case‐control study. Transnational Research Group on Oral Contraceptives and the Health of Young Women. BMJ. 1996 Jan; 312: 83–8. PMID: 8555935
  187. Lewis MA, MacRae KD, Kuhl‐Habichl D, et al. The differential risk of oral contraceptives: the impact of full exposure history. Hum Reprod. 1999 Jun; 14: 1493–9. PMID: 10359554
  188. Dayan N, Holcroft CA, Tagalakis V. The Risk of Venous Thrombosis, Including Cerebral Vein Thrombosis, Among Women With Thrombophilia and Oral Contraceptive Use: A Meta-Analysis. Clin Appl Thromb Hemost. 2011 Nov-Dec; 17 (6): E141-52. PMID: 21220364
  189. Brynhildsen J. Combined Hormonal Contraceptives: Prescribing Patterns, Compliance, and Benefits Versus Risks. Ther Adv Drug Saf. 2014 Oct; 5 (5): 201-13. PMID: 25360241
  190. Dmowski WP. Endocrine Properties and Clinical Application of Danazol. Fertil Steril. 1979 Mar; 31 (3): 237-51. PMID: 374128
  191. Barbieri RL, Ryan KJ. Danazol. Endocrine Pharmacology and Therapeutic Applications. Am J Obstet Gynecol. 1981 Oct; 141 (4): 453-63. PMID: 7025640
  192. Milwidsky A, Besch NF, Besch PK, et al. Evidence of a Possible Direct Action of Danazol on the Human Ovary. Acta Obstet Gynecol Scand. 1983; 62 (2): 187-90. PMID: 6868971
  193. Tamaya T, Wada K, Fujimoto J, et al. Danazol Binding to Steroid Receptors in Human Uterine Endometrium. Fertil Steril. 1984 May; 41 (5): 732-5. PMID: 6714450
  194. Need JA, Forbes KL, Milazzo L, et al. Danazol in the treatment of menorrhagia: the effect of a 1 month induction dose (200 mg) and 2 month's maintenance therapy (200 mg, 100 mg, 50 mg or placebo). Aust N Z J Obstet Gynaecol. 1992 Nov; 32: 346–52. PMID: 1290434
  195. Higham JM, Shaw RW. A comparative study of danazol, a regimen of decreasing doses of danazol, and norethindrone in the treatment of objectively proven unexplained menorrhagia. Am J Obstet Gynecol. 1993 Nov; 169: 1134–9. PMID: 8238173
  196. Chimbira TH, Anderson AB, Cope E, et al. Preliminary results on clinical and endocrine studies in the treatment of menorrhagia with danazol. Postgrad Med J. 1979; 55: 90–4. PMID: 395527
  197. Bonduelle M, Walker JJ, Calder AA. A comparative study of danazol and norethisterone in dysfunctional uterine bleeding presenting as menorrhagia. Postgrad Med J. 1991 Sep; 67: 833–6. PMID: 1835005
  198. Dockeray CJ, Sheppard BL, Bonnar J. Comparison between mefenamic acid and danazol in the treatment of established menorrhagia. Br J Obstet Gynaecol. 1989 Jul; 96: 840–4. PMID: 2765430
  199. Yen SS. Clinical Applications of Gonadotropin-Releasing Hormone and Gonadotropin-Releasing Hormone Analogs. Fertil Steril. 1983 Mar; 39 (3): 257-66. PMID: 6130985
  200. Andreyko JL, Marshall LA, Dumesic DA, et al. Therapeutic Uses of Gonadotropin-Releasing Hormone Analogs. Obstet Gynecol Surv. 1987 Jan; 42 (1): 1-21. PMID: 3543765
  201. Moghissi KS. A clinician's guide to the use of gonadotropin‐releasing hormone analogues in women. Medscape Womens Health. 2000 Jan; 5: 5. PMID: 10792849
  202. Friedman AJ, Hoffman DI, Comite F, et al. Treatment of leiomyomata uteri with leuprolide acetate depot: a double‐blind, placebo‐controlled, multicenter study. The Leuprolide Study Group. Obstet Gynecol. 1991 May; 77: 720–5. PMID: 1901638
  203. Serra GB, Panetta V, Colosimo M, et al. Efficacy of leuprorelin acetate depot in symptomatic fibromatous uteri: the Italian Multicentre Trial. Clin Ther. 1992; 14: 57–73. PMID: 1606594
  204. Crosignani PG, Vercellini P, Meschìa M, et al. GnRH Agonists Before Surgery for Uterine Leiomyomas. A Review. J Reprod Med. 1996 Jun; 41 (6): 415-21. PMID: 8799917
  205. Candiani GB, Vercellini P, Fedele L, et al. Use of Goserelin Depot, a Gonadotropin-Releasing Hormone Agonist, for the Treatment of Menorrhagia and Severe Anemia in Women With Leiomyomata Uteri. Acta Obstet Gynecol Scand. 1990; 69 (5): 413-5. PMID: 2148663
  206. Thomas EJ, Okuda KJ, Thomas NM. The combination of a depot gonadotrophin releasing hormone agonist and cyclical hormone replacement therapy for dysfunctional uterine bleeding. Br J Obstet Gynaecol. 1991 Nov; 98: 1155–9. PMID: 1836959
  207. Cirkel U, Ochs H, Schneider HP, et al. Experience With Leuprorelin Acetate Depot in the Treatment of Fibroids: A German Multicentre Study. Clin Ther. 1992; 14 Suppl A: 37-50. PMID: 1606593
  208. Friedman AJ, Harrison-Atlas D, Barbieri RL, et al. A Randomized, Placebo-Controlled, Double-Blind Study Evaluating the Efficacy of Leuprolide Acetate Depot in the Treatment of Uterine Leiomyomata. Fertil Steril. 1989 Feb; 51 (2): 251-6. PMID: 2492232
  209. Schlaff WD, Zerhouni EA, Huth JA, et al. A Placebo-Controlled Trial of a Depot Gonadotropin-Releasing Hormone Analogue (Leuprolide) in the Treatment of Uterine Leiomyomata. Obstet Gynecol. 1989 Dec; 74 (6): 856-62. PMID: 2511532
  210. Irvine GA, Cameron IT. Medical management of dysfunctional uterine bleeding. Baillieres Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol 1999 Jun; 13: 189–202. PMID: 10755037
  211. Goyeneche AA, Telleria CM. Antiprogestins in Gynecological Diseases. Reproduction. 2015 Jan; 149 (1): R15-33. PMID: 25252652
  212. Brown A, Cheng L, Lin S, et al. Daily Low-Dose Mifepristone Has Contraceptive Potential by Suppressing Ovulation and Menstruation: A Double-Blind Randomized Control Trial of 2 and 5 Mg Per Day for 120 Days. J Clin Endocrinol Metab. 2002 Jan; 87 (1): 63-70. PMID: 11788624
  213. Murphy AA, Kettel LM, Morales AJ, et al. Regression of Uterine Leiomyomata in Response to the Antiprogesterone RU 486. J Clin Endocrinol Metab. 1993 Feb; 76 (2); 513-7. PMID: 8432797
  214. Murphy AA, Morales AJ, Kettel LM, et al. Regression of Uterine Leiomyomata to the Antiprogesterone RU486: Dose-Response Effect. Fertil Steril. 1995 Jul; 64 (1): 187-90. PMID: 7789557
  215. Eldar‐Geva T, Healy DL. Other medical management of uterine fibroids. Baillieres Clin Obstet Gynaecol. 1998 Jun; 12: 269–88. PMID: 10023422
  216. Eisinger SH, Fiscella J, Bonfiglio T, et al. Open-label Study of Ultra Low-Dose Mifepristone for the Treatment of Uterine Leiomyomata. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2009 Oct; 146 (2): 215-8. PMID: 19586708
  217. Spitz IM, Croxatto HB, Robbins A. Antiprogestins: Mechanism of Action and Contraceptive Potential. Annu Rev Pharmacol Toxicol. 1996; 36: 47-81. PMID: 8725382

Περιγραφή και ορισμός

Οι ορολογίες, φαρμακευτική μέθοδος διακοπής της κύησης ή ιατρική έκτρωση/άμβλωση ή ιατρική μέθοδος διακοπής της κύησης αναφέρονται στη χρήση ενός ή περισσοτέρων φαρμάκων για τον τερματισμό μιας ανεπιθύμητης κύησης.

Ιστορικά στοιχεία

Η διακοπή της κύησης γινόταν χειρουργικά με την χρήση αναρρόφησης κενού ή με διαστολή και απόξεση υπό γενική αναισθησία και ήταν οι μέθοδοι επιλογής από τη δεκαετία του 1960. Ο κλασικός τρόπος τερματισμού μιας ανεπιθύμητης κύησης έως 13Wks που πραγματοποιείται με χειρουργική εκκένωση της μήτρας δια αναρρόφησης έχει αποτελεσματικότητα 94,6% 1 και ποσοστό επιπλοκών (παθολογική αιμορραγία, πυρετό, πυελική φλεγμονή, τραυματισμό τραχήλου, συνέχιση της κύησης, διάτρηση μήτρας, συμφύσεις), 6,1%. 2 Η φαρμακευτική έκτρωση εισήλθε ως εναλλακτική μέθοδος τερματισμού της κύησης μετά από την ευρεία διαθεσιμότητα των προσταγλανδινών στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και με τους αντι-προγεστερονικούς παράγοντες (RU-486) τη δεκαετία του 1980. 3 - 5 Ακόμα, η μεθοτρεξάτη (MTX) χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 για την διακοπή της ενδομήτριας αλλά και της εξωμήτριας κύησης. 6

Επιδημιολογικά στοιχεία

Εκτιμάται ότι, 19 εκατομμύρια γυναίκες κάθε χρόνο υποβάλλονται σε μη ασφαλείς εκτρώσεις παγκοσμίως. Στη Βραζιλία, όπως και στην πλειοψηφία των περιφερειών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, στην Αφρική και στην Ασία η έκτρωση είναι εξαιρετικά περιορισμένη νομικά. Ο ποινικός κώδικας της Βραζιλίας που χρονολογείται από το 1940 υποδηλώνει ότι η έκτρωση είναι παράνομη εκτός από την περίπτωση που εκτελείται για να σωθεί η ζωή μιας γυναίκας ή στην περίπτωση βιασμού. Παρόλο που δεν επιτρέπεται ρητά από το νόμο, οι εκτρώσεις σε περίπτωση εμβρυϊκής δυσπλασίας ασύμβατης με τη νεογνική ζωή μπορούν να εγκριθούν κατά περίπτωση με δικαστική απόφαση, μια διαδικασία που απαιτεί την αίτηση δικηγόρου και τις γνωμοδοτήσεις τριών ιατρών και ψυχολόγου. Παρά τους νομικούς αυτούς περιορισμούς, κάθε χρόνο 1,4 εκατομμύρια παράνομες εκτρώσεις πραγματοποιούνται στη Βραζιλία με αποτέλεσμα 300.000 περίπου νοσηλείες λόγω επιπλοκών. 7 , 8

Η μισοπροστόλη, αποτελεί το πλέον δημοφιλές φαρμακευτικό μέσο πρόκλησης έκτρωσης στη Βραζιλία. Όμως, η αναζήτηση πρόσθετης βοήθειας σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, λόγω αποτυχίας, επισημαίνει τον αυξημένο κίνδυνο που διατρέχει η υγεία της μητέρας. 9 Εκτός από τη μισοπροστόλη, και άλλα φάρμακα που περιέχουν οιστρογόνα και προγεστερόνη χρησιμοποιήθηκαν ως εκτρωτικά μέσα. 10 , 11

Σύμφωνα με ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές, οι φαρμακευτικές εκτρώσεις με μισοπροστόλη μπορούν να οδηγήσουν σε αποτυχημένο αποτέλεσμα σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 10% των περιπτώσεων, απαιτώντας τη χρήση συμπληρωματικής εκτρωτικής μεθόδου. Η χρήση της μισοπροστόλης ως μονοθεραπεία, είναι σημαντικά λιγότερο αποτελεσματική από τους συνδυασμούς με μιφεπριστόνη, μεθοτρεξάτη ή ταμοξιφένη και δεν συνιστάται σε περιπτώσεις φαρμακευτικών εκτρώσεων πρώτου τριμήνου. 12 Σε περιπτώσεις όπου η εκτρωτική διαδικασία εκτελείται χωρίς την επαρκή φροντίδα και σε ανεπαρκείς δόσεις η χρήση της μισοπροστόλης ενδέχεται να μην διακόψει την εγκυμοσύνη δημιουργώντας έτσι ένα πρόσθετο άγχος, στην μητέρα, επειδή αυξάνεται ο κίνδυνος συγγενών ανωμαλιών στο έμβρυο. 13 , 14

Μέθοδοι φαρμακευτικής έκτρωσης

Οι χρησιμοποιούμενες φαρμακευτικές μέθοδοι για τον τερματισμό μιας ανεπιθύμητης κύησης προσφέρουν μια εναλλακτική λύση στις γυναίκες έναντι της κλασικής χειρουργικής εκκένωσης της μήτρας. Οι γυναίκες πλέον έχουν τη δυνατότητα παγκοσμίως να βελτιώσουν την πρόσβαση σε μια ασφαλή έκτρωση μια και οι νόμοι σε πολλές χώρες είναι εξαιρετικά περιοριστικοί. 15 Σήμερα, χρησιμοποιούνται αρκετά θεραπευτικά σχήματα ποικίλης αποτελεσματικότητας, συμπεριλαμβανομένης της μισοπροστόλης ως μονοθεραπείας ή σε συνδυασμό με μιφεπριστόνη ή μεθοτρεξάτη. 16 Πιο συχνά χρησιμοποιείται η συνδυασμένη θεραπεία μιφεπριστόνης/μισοπροστόλης που είναι εξαιρετικά αποτελεσματική. 17 , 18

Προσταγλανδίνες

Η μισοπροστόλη είναι ένα συνθετικό ανάλογο της προσταγλανδίνης Ε1, ανήκει στην κατηγορία των αντιόξινων φαρμάκων και διατίθεται στο εμπόριο για τη θεραπεία του γαστρικού και δωδεκαδακτυλικού έλκους. 19 Ωστόσο, σήμερα χρησιμοποιείται στην καθημερινή μαιευτική και γυναικολογική πρακτική λόγω της δράσης της στην αύξηση του τόνου του μυομητρίου και στην ωρίμανση του τραχήλου. 20 Η μισοπροστόλη χρησιμοποιείται για φαρμακευτική έκτρωση, 21 - 23 στην προετοιμασία του τραχήλου πριν από τις χειρουργικές εκτρώσεις, 24 στην πρόκληση τοκετού 25 και στον έλεγχο της αιμορραγίας μετά τον τοκετό. 26 - 30

Φυσιολογία και φαρμακοκινητική δράση

Κλινικές έρευνες απέδειξαν ότι η μισοπροστόλη είναι ένα φαρμακευτικό μέσο ικανό να προκαλέσει αποβολή που μπορεί να χορηγηθεί από το στόμα, υπογλώσσια, κολπικά ή από το ορθό. Όταν η μισοπροστόλη χορηγείται από το στόμα απορροφάται ταχέως και μετατρέπεται στον δραστικό μεταβολίτη, το οξύ της μισοπροστόλης. Οι συγκεντρώσεις του μισοπροστολικού οξέος στο πλάσμα κορυφώνονται σε 30 λεπτά περίπου και στη συνέχεια ελαττώνονται ταχέως. 31 Η βιοδιαθεσιμότητα της μισοπροστόλης μειώνεται με την ταυτόχρονη λήψη τροφής ή αντιόξινων. Η μισοπροστόλη μεταβολίζεται κυρίως στο ήπαρ και λιγότερο από το 1% του ενεργού βιολογικά μεταβολίτη της απεκκρίνεται στα ούρα. Οι ασθενείς με ηπατική νόσο πρέπει να λαμβάνουν μειωμένη δόση, ενώ η προσαρμογή της δόσης είναι περιττή για ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια που δεν χρειάζονται αιμοκάθαρση. 32

Τα μέχρι στιγμής φαρμακοκινητικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η υπογλώσσια χορήγηση μισοπροστόλης έχει ταχεία έναρξη δράσης (7,8±3,0min), την υψηλότερη συγκέντρωση στο πλάσμα σε (25,5±5,0min) και τη μεγαλύτερη βιοδιαθεσιμότητα μεταξύ οδών χορήγησης. Επίσης οι υπογλώσσιες, κολπικές και ορθικές οδοί χορήγησης έχουν το πλεονέκτημα παρατεταμένης δραστικότητας. Η χορήγηση κολπικής μισοπροστόλης είναι περισσότερο αποτελεσματική από την ισόποση του στόματος δοσολογία και έχει λιγότερες γαστρεντερικές ανεπιθύμητες ενέργειες. Ο τόνος της μήτρας αυξάνεται κατά μέσο χρόνο σε 20,9±5,3min και οι συγκεντρώσεις του μισοπροστολικού οξέος στο πλάσμα κορυφώνονται 46,3±20,7min. Ωστόσο, η κολπική οδός συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο υπερδιέγερσης της μήτρας λόγω παρατεταμένης δραστικότητας και μεγαλύτερης βιοδιαθεσιμότητας. 33 - 37 Η υπογλώσσια χορήγηση μισοπροστόλης είναι εξίσου αποτελεσματική ως εναλλακτική λύση στην χορήγηση κολπικής μισοπροστόλης. Ωστόσο, ο επιπολασμός των ανεπιθύμητων ενεργειών (διάρροια, ρίγη, δυσάρεστη γεύση στόματος) είναι υψηλότερος με αυτόν τον τρόπο χορήγησης. 38

Η αυξημένη βιοδιαθεσιμότητα των μη-από του στόματος οδών θεωρείται ότι συμβάλλει στην αποφυγή της πρώτης διέλευσης της εντεροηπατικής κυκλοφορίας. Καθώς η κάθαρση του φαρμάκου είναι πιθανόν να είναι ταχεία, ανεξάρτητα από την οδό χορήγησης, η παρατεταμένη δραστηριότητα των κολπικών και υπογλώσσιων οδών πιθανώς οφείλεται σε συνεχή απορρόφηση για παρατεταμένη περίοδο. Συνεπώς, η διάρκεια απορρόφησης πιθανά συσχετίζεται με τη συγκράτηση του δισκίου στην αντίστοιχη θέση με την πάροδο του χρόνου. Αυτό μπορεί να είναι ένας περιορισμός της υπογλώσσιας οδού σε μη συνεργάσιμο ασθενή. Μερικές φορές, η κολπική οδός είναι ακατάλληλη λόγω δυσκολίας στην διασφάλιση της συγκράτησης της μισοπροστόλης στον κόλπο και της απορρόφησης της, λόγω κολπικής αιμορραγίας. 39

Φαρμακευτική έκτρωση αποκλειστικά με μισοπροστόλη

Δεδομένα από 42 μελέτες που περιελάμβαναν σχεδόν 13.000 γυναίκες έδειξαν ότι η μισοπροστόλη μπορεί να είναι αποτελεσματική και ασφαλής όταν χρησιμοποιείται μόνη της για την πρόκληση έκτρωσης στο πρώτο τρίμηνο. Σε όλες τις μελέτες, περίπου το 78% των γυναικών είχαν πλήρεις αποβολές και τελικά η κύηση τερματίστηκε σε περισσότερο από το 94%, χωρίς να χρειαστεί χειρουργική παρέμβαση. Η συχνότητα εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών που απαιτούσε νοσηλεία ή μετάγγιση ήταν το πολύ 0,2% και οι περισσότερες γυναίκες ήταν ικανοποιημένες με τη φαρμακευτική θεραπεία.40 - 47 Τα χαρακτηριστικά της θεραπείας που σχετίζονται με υψηλότερη αποτελεσματικότητα εντοπίστηκαν μεταξύ των γυναικών στις οποίες: α) η δόση ήταν 800mcg κολπικά, β) η χειρουργική παρέμβαση ήταν ουσιαστικά λιγότερο συχνή εάν οι γυναίκες είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν τουλάχιστον τέσσερις δόσεις, γ) αν αυτές οι δόσεις, είχαν ληφθεί σε διάστημα μεγαλύτερο των 48 ωρών και, δ) εάν τα δισκία υγράνθηκαν πριν την εισαγωγή. Μεταξύ των γυναικών που έλαβαν φαρμακευτική θεραπεία με τουλάχιστον τρεις δόσεις και, με πρώτη δόση 800mcg κολπικής μισοπροστόλης, υπογλώσσια ή από του στόματος, η επιτυχής έκβαση ήταν 87%. 48 Η εμπότιση των δισκίων μισοπροστόλης με φυσιολογικό ορό ή οξικό οξύ 5% βελτιώνει αποδεδειγμένα την κολπική απορρόφηση του φαρμάκου, 49 μειώνει τον κίνδυνο χειρουργικής επέμβασης 50, 51 και ενισχύει την διαστολή του τραχήλου της μήτρας πριν από την χειρουργική έκτρωση. 52

Συνδυασμένη θεραπεία

Ο συνδυασμός ενός αναλόγου προσταγλανδίνης που χρησιμοποιείται ως διαδοχική θεραπεία μετά από τη μιφεπριστόνη ή τη μεθοτρεξάτη έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού επιτυχίας στο 95% των περιπτώσεων και επιταχύνει την αποβολή του κυήματος συγκριτικά με τη μονοθεραπεία με μισοπροστόλη ή μιφεπριστόνη. 53

α) Μιφεπριστόνη/μισοπροστόλη

Η μιφεπριστόνη είναι ένα αντιπρογεσταγόνο που δρα αναστέλλοντας τις δράσεις της προγεστερόνης μιας ορμόνης απαραίτητης για τη συνέχιση της κύησης. 54 Η μονο-θεραπεία με αντιπρογεσταγόνα κατά την πρώιμη κύηση, προκαλεί αποτελεσματικά αποβολή, αλλά η συχνότητα πλήρους έκτρωσης είναι πολύ χαμηλή για να είναι κλινικά αποδεκτή. Η χορήγηση μιφεπριστόνης σε δοσολογία μεγαλύτερη ή ίση με 1mg/kg σωματικού βάρους προκαλεί συστολές της μήτρας και αυξάνει την ευαισθησία του μυομητρίου στις προσταγλανδίνες. Αυτές οι επιδράσεις επέτρεψαν την ανάπτυξη της συνδυασμένης θεραπείας μιφεπριστόνης/μισοπροστόλης χρησιμοποιώντας ως προ-θεραπεία την μιφεπριστόνη σε δοσολογία 200-600mg και στην συνέχεια, 36-48 ώρες μετά τη λήψη της μιφεπριστόνης, ενδοκολπική χορήγηση μισοπροστόλης σε δοσολογία 800mcg. Η συνδυασμένη θεραπεία έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματική, συχνότητα πλήρους έκτρωσης μεταξύ 95-100% και φαινομενικά συνδέεται με χαμηλότερη συχνότητα παρενεργειών απ ότι εάν το ανάλογο προσταγλανδίνης (PG) χρησιμοποιείται μόνο του. 55 - 57

Διακοπή κύησης έως 49 ημέρες (7Wks). Στο 91-97% των γυναικών ≤ από 49 ημέρες κυοφορίας, 600mg από του στόματος μιφεπριστόνης, ακολουθούμενης 48 ώρες αργότερα με 400mcg από στόματος μισοπροστόλης, οδήγησαν σε πλήρη αποβολή. 58 , 59 Στις γυναίκες με κυοφορία ≤ από 56 ημέρες, το ποσοστό επιτυχίας κυμάνθηκε μεταξύ 84% και 95% σε διάφορες χώρες όπου πραγματοποιήθηκαν οι μελέτες, 16% ήταν οι αποτυχημένες προσπάθειες στην Κούβα και 5,2% στην Ινδία. 60 Ωστόσο, η μείωση της δόσης της μιφεπριστόνης στα 200mg δεν μείωσε την αποτελεσματικότητα της συνδυασμένης θεραπείας. 61 Η ταυτόχρονη χορήγηση από του στόματος μιφεπριστόνης 200mg και μισοπροστόλης 800mcg κολπικώς είναι ένα θεραπευτικό σχήμα σε κυήσεις ≤ από τις 49 ημέρες με αποτελεσματικότητα 97,8%, εντός διαστήματος 5,5 ωρών και μέση διάρκεια αιμορραγίας 11,8 ημέρες. 62 Η από του στόματος χορήγηση μιφεπριστόνης 200mg ακολουθούμενη 48 ώρες μετά από υπογλώσσια χορήγηση μισοπροστόλης 600mcg, είχε επιτυχή έκβαση (πλήρης έκτρωση) στο 98,3% των περιπτώσεων σε κυήσεις έως 49 ημερών. 63

Διακοπή κύησης 50-63 ημέρες (7-9Wks). Μία από του στόματος δόση 600mg μιφεπριστόνης ακολουθούμενη 48 ώρες αργότερα με 800mcg κολπικής μισοπροστόλης είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αποβολή στο 95% των γυναικών, εντός τεσσάρων ωρών από τη λήψη της μισοπροστόλης και στο 98% των γυναικών εντός πέντε ημερών, όταν η ηλικία κύησης ήταν ≤ από 63 ημέρες (9Wks). 64 , 65  Η μείωση της δόσης της μιφεπριστόνης στα 200mg δεν μείωσε την αποτελεσματικότητα της συνδυασμένης θεραπείας που ήταν 97 ή 98%.66 - 68 Κάποιες πιλοτικές μελέτες κατέδειξαν ότι η λήψη 200mg per os μιφεπριστόνης ακουλουθούμενη την ίδια ημέρα, 6-8 ώρες μετά, από την χορήγηση κολπικής μισοπροστόλης 800mcg, προκάλεσαν επιτυχώς έκτρωση σε γυναίκες 50-63 ημερών κυοφορίας σε ποσοστά συγκρίσιμα με τα σχήματα που χρησιμοποιούσαν μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα δοσολογίας μεταξύ των φαρμάκων. 69 , 70

Διακοπή κύησης 63-83 ημέρες (9-12Wks). Η συνδυασμένη θεραπευτική αγωγή μιφεπριστόνη/μισοπροστόλη, οδήγησε σε πλήρη αποβολή το 94-95% των εγκύων ασθενών 9-13Ws. Κάθε έγκυος ασθενής έλαβε μία εφάπαξ από του στόματος δόση μιφεπριστόνης 200mg και 36-48 ώρες αργότερα μισοπροστόλη 800mcg κολπικώς. Όπου χρειάστηκε, δόθηκαν δύο επιπλέον δόσεις 400mcg μισοπροστόλης (κολπικώς ή από το στόμα) κάθε 3 ώρες. Η μέση δόση προσταγλανδίνης ήταν 1200mcg (εύρος 800-1600mcg). Ωστόσο, η συχνότητα εμφάνισης βαριάς κολπικής αιμορραγίας ήταν υψηλότερη σε σχέση με τις ασθενείς με λιγότερο προχωρημένη εγκυμοσύνη. 71 , 72 Ο συνδυασμός μιφεπριστόνης και μισοπροστόλης είναι αποτελεσματικός στον τερματισμό της κύησης για κυήσεις 63-83 ημερών. 73

β) Μεθοτρεξάτη/μισοπροστόλη

H MTX είναι ένας ειδικός ανταγωνιστής του φυλλικού οξέος, αναστέλλει την δράση της διϋδροφολικής ρεδουκτάσης και, επομένως, παρεμβαίνει στην σύνθεση του DNA μειώνοντας την προσφορά πουρίνης και πυριμιδίνης στα ταχέως διαιρούμενα κύτταρα. Η αντι-πολλαπλασιαστική αυτή δράση επιτυγχάνεται μέσω των σχημάτων που χρησιμοποιούν μεγάλες δόσεις για την θεραπεία των κακοήθων όγκων. Η μεθοτρεξάτη είναι κυτταροτοξική για την τροφοβλάστη και, σε χαμηλές δόσεις, έχει ελάχιστες παρενέργειες. Ωστόσο, χρησιμοποιείται στη θεραπεία της τροφοβλαστικής νεοπλασίας και της έκτοπης κύησης.

Διακοπή κύησης έως 56 ημέρες (8Wks). Μία εφάπαξ δόση, ενδομυϊκά ή από του στόματος, MTX 50mg/m2 σωματικής επιφάνειας ακολουθήθηκε από τρείς έως επτά ημέρες αργότερα με 800mcg κολπικής μισοπροστόλης. Η δόση της μισοπροστόλης επαναλήφθηκε την επόμενη ημέρα εάν δεν συνέβη αποβολή. Η πλήρης αποβολή πραγματοποιήθηκε σε 38/46 (83%) ασθενείς στην ομάδα 1 και σε 39/40 (98%) στην ομάδα 2 (p = 0,033). Από τις γυναίκες με πλήρεις εκτρώσεις, 30/46 (65%) στην ομάδα 1 και 27/40 (68%) στην ομάδα 2 απέβαλαν την ίδια ημέρα με την πρώτη ή τη δεύτερη δόση μισοπροστόλης (p = 0,823). Η κολπική αιμορραγία διήρκεσε 14±5days (μέση ± SD) στην ομάδα 1 και 17±9days στην ομάδα 2 και το επίπεδο της β-hCG ήταν ≤ 25IU/L στις 22±7days και 19±9days, αντίστοιχα. Οι υπόλοιπες γυναίκες διέκοψαν την θεραπεία μετά από καθυστέρηση 24±6days στην ομάδα 1 και 28±13days στην ομάδα 2. Η αποτυχία της θεραπείας στην ομάδα 1 ήταν τέσσερις συνεχόμενες κυήσεις (9%), δύο ατελείς εκτρώσεις (4%) και δύο γυναίκες που ζήτησαν χειρουργική διακοπή μετά από την λήψη και των δύο φαρμάκων (4%). Η αποτυχία της θεραπείας στην ομάδα 2 ήταν μια ατελής έκτρωση. 74 - 78

Διακοπή κύησης έως 63 ημέρες (9Wks). Προκειμένου να αξιολογηθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του συνδυασμού της μεθοτρεξάτης/μισοπροστόλης σε κύηση ≤ 63 ημερών, 300 έγκυες έλαβαν μεθοτρεξάτη 50 mg από του στόματος και ακολούθησε η χορήγηση μισοπροστόλης 800mcg κολπικώς 3, 4 ή 5 ημέρες μετά τη την λήψη της μεθοτρεξάτης. Η δόση της μισοπροστόλης επαναλήφθηκε 48 και 96 ώρες αργότερα εάν δεν συνέβη η έκτρωση. Η πλήρης αποβολή πραγματοποιήθηκε σε 273/300 ασθενείς (91%, 95%, CI 87, 94%). Τα ποσοστά επιτυχούς έκτρωσης ήταν 72% (216 περιπτώσεις) μετά από μία μόνο δόση μισοπροστόλης. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές στατιστικές διαφορές στα ποσοστά επιτυχίας όταν δόθηκε μισοπροστόλη 3, 4 ή 5 ημέρες μετά τη χορήγηση μεθοτρεξάτης (p = 0,69). Η κολπική αιμορραγία διήρκεσε 7,1±3,8 ημέρες, το spotting 4,1±2,5 ημέρες και η συνολική αιμορραγία 11,2±4,1 ημέρες. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της μεθοτρεξάτης περιελάμβαναν ναυτία (9,7%), έμετο (6,7%), ζάλη (10,3%), κόπωση (6,3%), πονοκέφαλο (5,3%) και ρίγη (5,3%). Για τη μισοπροστόλη, οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιελάμβαναν ναυτία (23,0%), έμετο (25,3%), διάρροια (51,7%), ζάλη (18,3%), πονοκέφαλο (18,0%), ρίγη (60,0%) και πυελικό πόνο (97,3%). 79

Παλίνδρομος κύηση

Η χορήγηση μιφεπριστόνης ή μεθοτρεξάτης "αποσταθεροποιεί" την συνεχιζόμενη εγκυμοσύνη και στη συνέχεια η μισοπροστόλη βοηθά στην αποβολή των προϊόντων της σύλληψης. Σε καταστάσεις ανεμβρυϊκής κύησης, ή πρώιμου εμβρυϊκού θανάτου η εγκυμοσύνη ήδη έχει αποσταθεροποιηθεί και οι φυσιολογικές μεταβολές που τελικά οδηγούν σε αποβολή βρίσκονται σε διαδικασία εξέλιξης (π.χ. εκφυλιστικές αλλοιώσεις πλακούντα, μειωμένη αγγείωση και απόπτωση χοριοφθαρτού). Εάν καθυστερήσει η αυτόματη αποβολή, ίσως ενδείκνυται φαρμακευτική θεραπεία για την εκκένωση της μήτρας, για να αποφευχθεί η χειρουργική επέμβαση ή το άγχος της εγκύου από την αναμονή μιας καθυστερημένης χρονικά αποβολής.

Διακοπή κύησης έως 63 ημέρες (9Wks). Είκοσι γυναίκες με παλίνδρομο κύηση (ανεμβρυϊκή κύηση ή πρώιμο εμβρυϊκό θάνατο) έως 8 εβδομάδων έλαβαν είτε 400mcg από στόματος μισοπροστόλη είτε 800mcg κολπικώς. Εάν 24 ώρες αργότερα, η υπερηχογραφία αποκάλυπτε παραμένοντα προϊόντα σύλληψης, η δόση επαναλαμβάνονταν. Το ποσοστό αποβολής εντός 48 ωρών, μετά την πρώτη δόση μισοπροστόλης, ήταν 25% στην ομάδα της από στόματος-μισοπροστόλης και 88% στην ομάδα της κολπικής-μισοπροστόλης. Έμετος εμφανίστηκε στο 30% και 13%, αντίστοιχα και διάρροια στο 50% και 38%, αντίστοιχα. Έτσι, τα 800mcg μισοπροστόλης που χορηγήθηκαν κολπικά μία ή δύο φορές (με τη δεύτερη δόση χορηγούμενη 24 ώρες μετά την πρώτη) ήταν πιο αποτελεσματικά στην εκκένωση της μήτρας. Δεν υπήρξαν περιπτώσεις υπερβολικής αιμορραγίας ή ατελούς έκτρωσης που απαιτούσαν χειρουργική επέμβαση. 80 , 81

Ένα άλλο θεραπευτικό σχήμα αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα μίας δόσης κολπικής μισοπροστόλης 600mcg, η οποία επαναλήφθηκε 4 ώρες αργότερα εάν ήταν απαραίτητο. Η χειρουργική θεραπεία διεξήχθη όταν η πλήρης έκτρωση δεν τεκμηριώθηκε με υπερηχογράφημα 10-12 ώρες μετά την χορήγηση της αγωγής. Πλήρης φαρμακευτική εκκένωση εμφανίστηκε σε 42/74 γυναίκες (56,8%), σε 11 (14,9%) απαιτήθηκε μόνο μία δόση. Εβδομήντα γυναίκες (94,6%) εμφάνισαν κοιλιακό πόνο, 73 (98,6%) κολπική αιμορραγία, 10 (13,5%) ναυτία, 4 (5,4%) έμετο, 5 (6,8%) διάρροια και 4 (5,4%) παροδική υπερθερμία. Υπήρξε μία περίπτωση βαριάς κολπικής αιμορραγίας που απαιτούσε επείγουσα χειρουργική εκκένωση και μία εισαγωγή για ατελή έκτρωση σε 30 ημέρες. Όλες οι γυναίκες εκτός από 4 (5,4%) είχαν διαστολή τραχήλου κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης. 82 Κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν πολλά σχήματα μισοπροστόλης για τη θεραπεία της παλίνδρομης κύησης ως εναλλακτική λύση στη χειρουργική θεραπεία, με διαφορετικά ποσοστά ανεπιθύμητων ενεργειών και επιτυχίας. 83 - 86 Η συνολική επιτυχία της φαρμακευτικής θεραπείας με ενδοκολπική μισοπροστόλη αποδεικνύει ότι η θεραπεία είναι ασφαλής σε περιβάλλον εξωτερικών ασθενών. 87

Δεύτερο τρίμηνο της κύησης

Διακοπή κύησης 14-28Wks. Στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης, η εκκένωση της μήτρας μπορεί να πραγματοποιηθεί λόγω μητρικών ιατρικών ενδείξεων, συγγενών ανωμαλιών του εμβρύου, εμβρυϊκού θανάτου ή εξαιτίας επιλεκτικού τερματισμού της κύησης. Οι εκτρώσεις που διεξάγονται νωρίς στο δεύτερο τρίμηνο επιτυγχάνονται συνήθως με αναρρόφηση και απόξεση, ενώ οι διαδικασίες που εκτελούνται πιο αργά απαιτούν την διαστολή του τραχήλου και του έξοδο εμβρύου ή την πρόκληση τοκετού. Αρκετές μελέτες αξιολόγησαν τη χρήση της μισοπροστόλης στην πρόκληση τοκετού κατά το δεύτερο τρίμηνο. 88 - 94 Ωστόσο, η σύγκριση αυτών των μελετών είναι δύσκολη επειδή υπάρχει μεγάλη ετερογένεια ως προς την ηλικία της κύησης. Συνήθως, η μήτρα γίνεται πιο ευαίσθητη στους μητροτονικούς παράγοντες με την αύξηση της ηλικία κύησης. Έτσι, μια δόση μισοπροστόλης που δόθηκε νωρίς στο δεύτερο τρίμηνο μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματική όσο η ίδια, ισόποση δόση, που δίνεται αργότερα στο ίδιο τρίμηνο. Επιπλέον, κάποιες μελέτες συμπεριλαμβάνουν έγκυες που κυοφορούσαν νεκρά έμβρυα στις οποίες ο τοκετός μπορεί να προκληθεί πιο γρήγορα από ότι σε άλλες που υποβάλλονται σε έκτρωση για διαφορετικούς λόγους. 89 , 90 , 94 Πιθανολογείται ότι η ηλικία κύησης σε νεκρό έμβρυο επηρεάζει τόσο τα ποσοστά των επιτυχημένων προκλήσεων τοκετού αλλά και την χρονική διάρκεια του τοκετού. Ο ορισμός της επιτυχούς έκτρωσης, ποικίλοι. Κάποιοι ερευνητές όρισαν την επιτυχή έκτρωση ως την αποβολή του εμβρύου και του άθικτου πλακούντα, έτσι ώστε να μην απαιτείται χειρουργική απόξεση, ενώ άλλοι, μόνο, ως την αποβολή του εμβρύου. Επιπλέον, οι μελέτες αυτές συμπεριλαμβάνουν και ένα ευρύ φάσμα πρόσθετων παρεμβάσεων. Για παράδειγμα, σε μερικές μελέτες, όλα τα έμβρυα με θετική καρδιακή δραστηριότητα έλαβαν ενδοκαρδιακά χλωριούχο κάλιο πριν από την πρόκληση τοκετού. 89 , 90 , 94

Αν και, στο πρώτο τρίμηνο της κύησης 800mcg κολπικής μισοπροστόλης μπορούν και προκαλούν με επιτυχία έκτρωση, στο τρίτο τρίμηνο δόσεις μεταξύ 25-50mcg είναι αποτελεσματικές στην πρόκληση τοκετού, η καλύτερη δόση κολπικής μισοπροστόλης για την πρόκληση έκτρωσης στο δεύτερο τρίμηνο πιθανότατα βρίσκεται μεταξύ των δόσεων 50-800mcg. Με βάση αυτό το εύρος δόσεων, μπορεί να απαιτηθούν υψηλότερες δόσεις μισοπροστόλης, νωρίτερα στο δεύτερο τρίμηνο από ότι αργότερα. Το σύνηθες σχήμα πρόκλησης τοκετού είναι 200mcg μισοπροστόλης, τοποθετημένα στον κόλπο, κάθε 12 ώρες. Με αυτό το θεραπευτικό σχήμα, τα ποσοστά επιτυχημένης έκτρωσης (τοκετός εντός 48 ωρών) κυμαίνονται από 71-100%. 88 , 90 - 92 , 94 Η αύξηση της συχνότητας χορήγησης της μισοπροστόλης θα περίμενε κανείς να αυξήσει την αποτελεσματικότητα, ωστόσο, σε μία τυχαιοποιημένη μελέτη με 100 γυναίκες, 200mcg κολπικής μισοπροστόλης κάθε 6 ώρες, δεν ήταν περισσότερο αποτελεσματικά από την ισόποση δόση που χορηγήθηκε κάθε 12 ώρες. 94

Αν και, η ιδανική αγωγή δεν έχει προσδιοριστεί επακριβώς, φαίνεται όμως ότι δόση φόρτισης 200-600mcg κολπικής μισοπροστόλης κάθε 12 ώρες (σχήμα 1) ή η δόση φόρτισης ακολουθούμενη από 400mcg κολπικής μισοπροστόλης κάθε 3 ώρες (σχήμα 2), μπορούν και προκαλούν επιτυχώς τοκετό στο δεύτερο τρίμηνο. 95 - 98 Η χορήγηση 400mcg κολπικής μισοπροστόλης κάθε 3 ώρες (maximum πέντε δόσεις/24h), είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αποβολή στο 91% των γυναικών που υποβάλλονταν σε πρόκληση τοκετού εντός διαστήματος 48 ωρών 91 Κολπικές δόσεις μισοπροστόλης, 200mcg, 400mcg και 600mcg που χορηγήθηκαν κάθε 12h σε γυναίκες, στο δεύτερο τρίμηνο, οδήγησαν σε ποσοστό αποβολών 71%, 82% και 96%, αντίστοιχα. 92 Οι υψηλότερες δόσεις συσχετίστηκαν με υψηλότερα ποσοστά ανεπιθύμητων ενεργειών, συμπεριλαμβανομένου του πυρετού ˃ των 38° C (0%, 2% και 28%), ναυτία και έμετο (4%, 12% και 20%) και διάρροια (0%, 6% και 22%), αντίστοιχα. 92 Όπως και με την φαρμακευτική διακοπή της κύησης στο πρώτο τρίμηνο, η πρόκληση τοκετού στο δεύτερο τρίμηνο με μισοπροστόλη είναι πιο επιτυχημένη αν η μιφεπριστόνη χορηγηθεί 36-48 ώρες πριν από τη χορήγηση μισοπροστόλης. 99 - 101

Τα ποσοστά επιτυχημένης πρόκλησης, τοκετός μέσα σε 24 ώρες, κυμαίνονται από 90-97% μεταξύ των γυναικών που έλαβαν 200mg μιφεπριστόνης και ακολούθησαν 36-48 ώρες αργότερα με 200mcg κολπικής μισοπροστόλης, κάθε 3 ώρες 99 και των γυναικών που έλαβαν την ίδια δόση μιφεπριστόνης (200mg) μία δόση 800 mcg κολπικής μισοπροστόλης και στη συνέχεια 400mcg από στόματος-μισοπροστόλη κάθε 3 ώρες (maximum τέσσερεις δόσεις), αντίστοιχα. 99

Ενδομήτριος θάνατος

Διακοπή κύησης > από 14Wks. Η μισοπροστόλη είναι ιδανική στην πρόκληση τοκετού σε περίπτωση εμβρυϊκού θανάτου, επειδή δεν υπάρχει ανησυχία για τις δυσμενείς επιπτώσεις από την υπερδιέγερση της μήτρας στο έμβρυο. Διεξήχθη μια συστηματική μελέτη από το 1987 έως το 2008, συγκρίνοντας μόνο τη μισοπροστόλη (κολπική, στοματική/υπογλώσσια) με άλλες μεθόδους, χρησιμοποιώντας τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, τα οφέλη και τους κινδύνους που συνδέονται με τη χορήγηση μισοπροστόλης για τον τερματισμό της κύησης λόγω εμβρυϊκού θανάτου κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο. Ως εμβρυϊκός θάνατος ορίστηκε το νεκρό έμβρυο άνω των 14 εβδομάδων της κύησης. Συμπεριλήφθηκαν δεκατέσσερις μελέτες για τη σύγκριση διαφόρων παρεμβάσεων. Τα σχήματα πρόκλησης ποίκιλαν σημαντικά ως προς τον αριθμό των δόσεων, και των χρονικών διαστημάτων μεταξύ των δόσεων του φαρμάκου. Το κύριο αποτέλεσμα ήταν η φαρμακευτική έκτρωση της μήτρας στις 48 ώρες. Σε όλες τις μελέτες που αξιολογήθηκαν, τόσο η κολπική όσο και η στοματική μισοπροστόλη έδειξαν ποσοστό επιτυχίας 100% στην επίτευξη της εκκένωσης της μήτρας στις 48 ώρες. Αν και οι διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές και παρατηρήθηκε ανομοιογένεια, η κολπική μισοπροστόλη ήταν εξίσου αποτελεσματική με την στοματική, επιτυγχάνοντας την εκκένωση της μήτρας μέσα σε 48 ώρες. Η στοματική χορήγηση συνδέθηκε με περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες από ότι η κολπική χορήγηση. Τα μέσα χρονικά διαστήματα από την πρόκληση έως τον τοκετό δεν ήταν σημαντικά διαφορετικά μεταξύ των ομάδων κολπικής και στοματικής θεραπείας [-1,97 (95% CI = -3,22 έως 0,72)], έτσι ώστε το κλινικό όφελος της από του στόματος χορήγησης και της αποφυγής της επαναλαμβανόμενης κολπικής χορήγησης είναι πιθανόν οριακός. Η κολπική μισοπροστόλη ήταν λιγότερο αποτελεσματική στην επίτευξη φαρμακευτικής έκτρωσης της μήτρας στις 24 ώρες σε σύγκριση με την κολπική μισοπροστόλη συν την ωκυτοκίνη. 102 Με βάση τα αποτελέσματα κάποιων μελετών, μια δόση 100 mcg κολπικής μισοπροστόλης που χορηγείται κάθε 12 ώρες οδηγεί σε ποσοστά επιτυχίας που προσεγγίζουν το 100%. 103 , 104

Η συνολική δόση της μισοπροστόλης που απαιτείται στις αρχές τρίτου τριμήνου, (> από τις 28Ws της κύησης), είναι όπως και στο δεύτερο τρίμηνο, 200 mcg κολπικής μισοπροστόλης χορηγούμενη κάθε 12 ώρες. Για κυήσεις 24-34Ws, χορηγήθηκαν 200mcg κολπικής μισοπροστόλης ακολουθούμενα από τέσσερις δόσεις στοματικής μισοπροστόλης 200mcg σε διαστήματα τριών ωρών. Στις κυήσεις πάνω από 34 εβδομάδες χορηγήθηκε παρόμοιο σχήμα αλλά με μειωμένη δόση, 100mcg μισοπροστόλης. Το μέσο χρονικό διάστημα πρόκλησης έως τον τοκετό, ήταν 8,5 ώρες. Ενενήντα πέντε γυναίκες (98,9%) γέννησαν εντός 72 ωρών από τη χορήγηση της πρώτης δόσης μισοπροστόλης, το 66,7%, 87,5%, 92,7% και 95,8% των γυναικών εντός 12, 24, 36 και 48 ωρών, αντίστοιχα. 105 Μία χαμηλή δόση 50mcg κολπικής μισοπροστόλης, κάθε 12 ώρες, μπορεί να είναι επαρκής στην πρόκληση τοκετού στο τελειόμηνο νεκρό έμβρυο.

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίζονται συχνά με την χρήση της μισοπροστόλης είναι πυρετός/ρίγη, ναυτία, ίλιγγος, έμετοι, διάρροια και το πυελικό άλγος τα οποία εξαρτώνται από τη δόση και την οδό χορήγησης. 106 , 107 Φυσιολογικά, οι προσταγλανδίνες απελευθερώνονται ως απάντηση στην ιστική καταστροφή και προκαλούν πυρετό. Επιπλέον, η PGΕ δρα στα θερμορυθμιστικά κέντρα του εγκεφάλου, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει την ύπαρξη πυρετού από την χρήση της μισοπροστόλης. Συχνότερα εμφανίστηκε πυρετός κατά την υπογλώσσια οδό χορήγησης (15%), λιγότερο στην από του στόματος (11,4%) και ακόμα πιο λίγο στην πρωκτική οδό χορήγησης, (4%). 108 Πενήντα οκτώ από 163 γυναίκες (35,6%) στο Quito του Ecuador που έλαβαν υπογλώσσια μισοπροστόλη εμφάνισαν πυρετό ≥ 40ᵒ C. 109 Ο πυρετός ήταν περισσότερο από δύο φορές πιο συχνός μεταξύ των γυναικών που έλαβαν > 600 mcg αντί για 400 mcg μισοπροστόλης. 110 - 113 Σε πολυάριθμες τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες, υπήρξε σημαντικά υψηλότερη συχνότητα ρίγους σε γυναίκες που έλαβαν μισοπροστόλη για τη θεραπεία ή την πρόληψη της αιμορραγίας μετά τον τοκετό.114 Το ρίγος κορυφώθηκε εντός 1 ώρας, παρέμεινε για διάστημα 2-6 ώρες και ήταν ανεξάρτητο από την επισκληρίδιο αναλγησία. 115

Επιπλοκές

Παρόλο που άλλες προσταγλανδίνες (PGΕ2 και PGF2α) μπορούν να προκαλέσουν έμφραγμα μυοκαρδίου και βρογχόσπασμο, η μισοπροστόλη (PGΕ1) όχι. 116 Τοξικές δόσεις μισοπροστόλης δεν έχουν προσδιοριστεί. Ωστόσο, αθροιστικές δόσεις έως και 2200mcg χορηγούμενες σε χρονική περίοδο 12 ωρών είναι ανεκτές από τις έγκυες γυναίκες χωρίς σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. 117 Υπερτονία είναι μια σοβαρή επιπλοκή της μήτρας που μπορεί να συμβεί κατά την διάρκεια της πρόκλησης τοκετού. Υπερτονία ορίζεται ως μία μόνο συστολή με διάρκεια 2 λεπτά ή περισσότερο ή πέντε ή περισσότερες συστολές σε χρονική περίοδο 10 λεπτών, για 2 περιόδους. Υπερτονία μπορεί να συμβεί με δόσεις μισοπροστόλης μικρότερης από 50mcg στο τρίτο τρίμηνο, και είναι πιο συχνή στην από του στόματος έναντι της κολπικής χορήγησης με ποσοστά εμφάνισης, 8,5% έναντι 7,4%, αντίστοιχα.  118

Η ρήξη μήτρας αναφέρθηκε ως επιπλοκή σε γυναίκες που υποβλήθηκαν σε φαρμακευτική έκτρωση με μισοπροστόλη κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης. 119 - 123 Στο ιστορικό κάποιων από αυτές τις γυναίκες αναφέρονταν προηγούμενες καισαρικές τομές και κατά συνέπειαν υπήρχαν μετεγχειρητικές ουλές στο μυομήτριο. Όμως, σε δύο περιπτώσεις δεν υπήρχε ιστορικό χειρουργείου είτε τραχήλου, είτε μήτρας. 118 , 121 Ο κίνδυνος ρήξης της μήτρας σε γυναίκες με μία προϋπάρχουσα χαμηλή εγκάρσια καισαρική τομή, ήταν 0,43%. 124 Εντούτοις, σχεδόν όλες οι κλινικές δοκιμές που αφορούσαν πρόκληση τοκετού με μισοπροστόλη, στο δεύτερο τρίμηνο, απέκλεισαν τις γυναίκες με ουλές στην μήτρα. Το αναφερόμενο ποσοστό φλεγμονής στατιστικά ήταν μικρό και κυμάνθηκε μεταξύ των διαφόρων ερευνητικών ομάδων από 0,09-0,55% έναντι 0,1-4,7% της χειρουργικής έκτρωσης. 125 , 126

Τερατογένεση

Το 1993, έγινε γνωστή για πρώτη φορά η τερατογόνος δράση της μισοπροστόλης, όταν μητέρες εφτά βρεφών από την Βραζιλία προσπάθησαν να αποβάλουν ανεπιτυχώς χρησιμοποιώντας μισοπροστόλη κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης. Τα βρέφη τους, γεννήθηκαν με ελλείματα των άκρων και τέσσερα από αυτά είχαν σύνδρομο Möbius (πάρεση κρανιακών νεύρων VI, VI, VII, XII με ή χωρίς ελλείματα των άκρων). 127 Η εμβρυοτοξικότητα της μισοπροστόλης ακόμη και με χαμηλή δοσολογία υποστηρίχτηκε και από άλλες μελέτες, με μικρό όμως αριθμό περιστατικών. 128 , 129 Οι εμβρυϊκές δυσπλασίες που εκδηλώθηκαν, συμπεριλαμβανομένης και της αρθρογρύπωσης είχαν παρόμοιο μοτίβο με τις παραμορφώσεις που παρατηρήθηκαν σε σύνδρομα αγγειακής διαταραχής 130 , 131 ή μετά από τη δειγματοληψία της χοριακής λάχνης (CVS). 132 Ως παθογενετικοί μηχανισμοί η οποίοι δυνητικά προκαλούν αγγειακή βλάβη, ισχαιμία του εγκεφαλικού στελέχους και εν τέλη απόφραξη προτάθηκαν, οι έντονες συσπάσεις της μήτρας από την δράση της μισοπροστόλης, οι εμβρυομητρικές μεταγγίσεις (FMTs) και διάσπαση του πλακουντιακού φραγμού με τη μεταφορά αγγειοδραστικών ουσιών από τις κατεστραμμένες περιοχές του πλακούντα στην εμβρυϊκή κυκλοφορία. 133 , 134 Σε μια προοπτική ελεγχόμενη μελέτη 236 γυναικών που εκτέθηκαν στην μισοπροστόλη το ποσοστό των συγγενών ανωμαλιών ήταν 4% και ήταν διπλάσιο από αυτό της ομάδας ελέγχου. 135 Παρόλα αυτά, μελέτες σε πειραματόζωα δεν επιβεβαίωσαν την τοξικότητα της μισοπροστόλης. 136 , 137

Επί του παρόντος, η τερατογόνος δράση της μιφεπριστόνη δεν έχει πλήρως αποδειχθεί. Σποραδικές αναφορές που είδαν το φως της δημοσιότητας, αναφέρουν μια περίπτωση συνδρόμου αμνιακής ταινίας με ακρωτηριασμό άκρου μετά από έκθεση στη μιφεπριστόνη στην αρχή της κύησης. 138

Η σχέση μεταξύ μεθοτρεξάτης και συγγενών γενετικών ανωμαλιών από καιρό έχει επιβεβαιωθεί σε αρκετές μελέτες. Η εμβρυοπάθεια της μεθοτρεξάτης περιλαμβάνει μια σειρά από εμβρυϊκές ανωμαλίες που ανιχνεύονται σε πολλά συστήματα μέσω υπερηχογραφίας όπως, ολοπροσεγκεφαλία, 139 διαταραχές ανάπτυξης, μικροκεφαλία, κρανιοσυνοστέωση, υποπλασία άνω γνάθου, 140 πολλαπλές σκελετικές ανωμαλίες και αμφίβολα γεννητικά όργανα, 141 απόντα ή κοντά μακρά οστά, συνδακτυλία, μη φυσιολογική θέση χεριών, μικρογναθία και μονή ομφαλική αρτηρία. 142 Επιπλέον, σε άλλες αναφορές περιστατικών υποδηλώνονται συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες (CHD), τετραλογία του Fallot, ανώμαλη έκφυση πνευμονικών φλεβών, διαφραγματικά ελλείμματα. 143

  1. Child TJ, Thomas J, Rees Μ, et al. Morbidity of first trimester aspiration termination and the seniority of the surgeon. Hum Reprod. 2001 May; 16:875-878. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  2. Heisterberg L, Kringelbach M. Early complications after induced first-trimester abortion. Acta Obstet Gynecol Scand. 1987;66(3):201-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  3. Kovacs L, Sas M, Resch BA, et al. Termination of Very Early Pregnancy by RU 486--an Antiprogestational Compound. Contraception. 1984 May; 29 (5): 399-410. PubMed | Google Scholar
  4. Haspels AA. Interruption of Early Pregnancy by an Anti-Progestational Compound, RU 486. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1985 Sep; 20 (3): 169-75. PubMed | PDF | Google Scholar
  5. Couzinet Β, Le Strat V, Ulmann Α, et al. Termination of early pregnancy by the progesterone antagonist RU 486 V. Engl J Med. 1986 Dec; 315: 1565-1570. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  6. Creinin MD. Methotrexate for abortion at < or = 42 days gestation. Contraception 1993 Dec; 48 (6): 519-525. PubMed | Google Scholar
  7. Guttmacher Institute. Facts on abortion in Latin America and the Caribbean January 2012. Guttmacher Institute
  8. Shah I, Ahman E. Age Patterns of Unsafe Abortion in Developing Country Regions. Reprod Health Matters. 2004 Nov; 12 (24 Suppl): 9-17. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  9. Coêlho HL, Teixeira AC, Santos AP, et al. Misoprostol and Illegal Abortion in Fortaleza, Brazil. Lancet. 1993 May; 341 (8855): 1261-3. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  10. Misago C, Fonseca W, Correia L, et al. Determinants of abortion among women admitted to hospitals in Fortaleza, North Eastern Brazil. Int J Epidemiol. 1998 Oct; 27 (5): 833-9. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  11. Mengue SS, Schenkel EP, Duncan BB, et al. Prevalence and clinical correlates of unsuccessful use of drugs to induce menstruation. Contraception. 1998 Feb; 57 (2): 93-7. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  12. Kulier R, Gülmezoglu AM, Hofmeyr GJ, et al, Campana A. Medical methods for first trimester abortion. Cochrane Database Syst Rev. 2004 (2); CD002855: PubMed | Cochrane Library | Google Scholar
  13. Norman JE, Thong KJ, Baird DT. Uterine contractility and induction of abortion in early pregnancy by misoprostol and mifepristone. Lancet. 1991 Nov; 338 (8777): 1233-6. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  14. Dal Pizzol T, Sanseverino MT, Mengue SS. Exposure to Misoprostol and Hormones During Pregnancy and Risk of Congenital Anomalies. Cad Saude Publica. 2008 Jun; 24 (6): 1447-53. PubMed | Scielo | Google Scholar
  15. Goldman LA, García SG, Díaz J, et al. Brazilian Obstetrician-Gynecologists and Abortion: A Survey of Knowledge, Opinions and Practices. Reprod Health. 2005 Nov; 2:10. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC | Google Scholar
  16. Bartz D, Goldberg A. Medication Abortion. Clin Obstet Gynecol. 2009 Jun; 52 (2): 140-50. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  17. Creinin MD. Current Medical Abortion Care. Curr Womens Health Rep. Dec 2003; 3 (6): 461-9. PubMed | Google Scholar
  18. Marions L. Mifepristone Dose in the Regimen With Misoprostol for Medical Abortion. Contraception. 2006 Jul; 74 (1): 21-5. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  19. Blanchard Κ, Winikoff Β, Ellertson C. Misoprostol used alone for the termination of pregnancy. Α review of the evidence. Contraception. 1999 Apr; 59 (4): 209-217. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  20. Wing DA, Rahall A, Jones MM, et al. Misoprostol: An Effective Agent for Cervical Ripening and Labor Induction. Am J Obstet Gynecol. 1995 Jun; 172 (6): 1811-6. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  21. Costa SH, Vessey ΜΡ. Misoprostol and illegal abortion in Rio de Janeiro, Brazil. Lancet. 1993 May; 341 (8855): 1258-1261. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  22. Barbosa RM, Arilha M. The Brazilian Experience With Cytotec. Stud Fam Plann. 1993 Jul-Aug; 24 (4): 236-40. PubMed | Google Scholar
  23. Costa SH. Commercial Availability of Misoprostol and Induced Abortion in Brazil. Int J Gynaecol Obstet. 1998 Dec; 63 Suppl 1: S131-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  24. Goldberg AB, Greenberg MB, Darney PD. Misoprostol and Pregnancy. N Engl J Med. 2001 Jan; 344 (1): 38-47. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  25. Fletcher HM, Mitchell S, Simeon D, et al. Intravaginal Misoprostol as a Cervical Ripening Agent. Br J Obstet Gynaecol. 1993 Jul; 100 (7): 641-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  26. Hofmeyr GJ, Nikodem VC, de Jager M, et al. A randomised placebo controlled trial of oral misoprostol in the third stage of labour. Br J Obstet Gynaecol. 1998 Sep; 105: 971-975. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  27. Bamigboye AA, Hofmeyr GJ, Merrell DA. Rectal misoprostol in the prevention of postpartum hemorrhage: a placebo-controlled trial. Am J Obstet Gynecol. 1998 Oct; 179: 1043-1046. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  28. Surbek DV, Fehr PM, Hosli I, et al. Oral misoprostol for third stage of labor: a randomized placebo-controlled trial. Obstet Gynecol. 1999 Aug; 94: 255-258. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  29. Blum J, Alfirevic Z, Walraven G, et al. Treatment of Postpartum Hemorrhage With Misoprostol. Int J Gynaecol Obstet. 2007 Dec; 99 Suppl 2: S202-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  30. Alfirevic Z, Blum J, Walraven G, et al. Prevention of Postpartum Hemorrhage With Misoprostol. Int J Gynaecol Obstet. 2007 Dec; 99 Suppl 2: S198-201. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  31. Zieman M, Fong SK, Benowitz NL, et al. Absorption kinetics of misoprostol with oral or vaginal administration. Obstet Gynecol. 1997 Jul; 90: 88-92. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  32. Foote EF, Lee DR, Karim A, et al. Disposition of misoprostol and its active metabolite in patients with normal and impaired renal function. J Clin Pharmacol. 1995 Apr; 35 (4): 384-389. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  33. Creinin MD, Darney PD. Methotrexate and misoprostol for early abortion. Contraception. 1993 Oct; 48 (4): 339-48. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  34. Toppozada MK, Anwar MY, Hassan HA, et al. Oral or vaginal misoprostol for induction of labor. Int J Gynaecol Obstet. 1997 Feb; 56 (2): 135-139. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  35. Danielsson KG, Marions L, Rodriguez A, et al. Comparison between oral and vaginal administration of misoprostol on uterine contractility. Obstet Gynecol. 1999 Feb; 93(2): 275-80. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  36. Bartusevicius A, Barcaite E, Nadisauskiene R. Oral, Vaginal and Sublingual Misoprostol for Induction of Labor. Int J Gynaecol Obstet. 2005 Oct; 91(1): 2-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  37. Tang OS, Ho PC. The Pharmacokinetics and Different Regimens of Misoprostol in Early First-Trimester Medical Abortion. Contraception. 2006 Jul; 74(1): 26-30. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  38. Hamoda H, Ashok PW, Flett GMM, et al. A randomised controlled trial of mifepristone in combination with misoprostol administered sublingually or vaginally for medical abortion up to 13 weeks of gestation. BJOG. 2005 Aug;112(8):1102-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  39. Hofmeyr GJ, Walraven G, Gülmezoglu AM, et al. Misoprostol to Treat Postpartum Haemorrhage: A Systematic Review. BJOG. 2005 May; 112(5): 547-53. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  40. Carbonell JL, Varela L, Velazco Α, et al. Τhe use of misoprostol for termination of early pregnancy. Contraception 1997 Mar; 55(3): 165-168. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  41. Carbonell JLL, Varela L, Velazco A, et al. The use of misoprostol for abortion of ≤ 9 weeks gestation. Eur J Contracept Reprod Health Care. 1997 Sep;2: 181-185. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  42. Carbonell JL, Varela L, Velazco A, et al. Vaginal Misoprostol for Late First Trimester Abortion. Contraception. 1998 May; 57(5): 329-33. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  43. Carbonell JL, Varela L, Velazco A, et al. Early Abortion With 800 Micrograms of Misoprostol by the Vaginal Route. Contraception. 1999 Apr; 59(4): 219-25. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  44. Carbonell JL, Rodriguez J, Aragón S, et al. Vaginal Misoprostol 1000 Microg for Early Abortion. Contraception. 2001 Mar; 63(3): 131-6. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  45. Salakos N, Kountouris A, Botsis D, et al. First-trimester Pregnancy Termination With 800 Microg of Vaginal Misoprostol Every 12 H. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2005 Dec; 10(4): 249-54. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  46. Carbonell JL, Rodríguez J, Velazco A, et al. Oral and Vaginal Misoprostol 800 Microg Every 8 H for Early Abortion. Contraception. 2003 Jun; 67(6): 457-62. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  47. Moreno-Ruiz NL, Borgatta L, Yanow S, et al. Alternatives to Mifepristone for Early Medical Abortion. Int J Gynaecol Obstet. 2007 Mar; 96(3): 212-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  48. Raymond EG, Harrison MS, Weaver MA. Efficacy of Misoprostol Alone for First-Trimester Medical Abortion: A Systematic Review. Obstet Gynecol. 2019 Jan; 133(1): 137-147. PubMed | Full Text PMC | Google Scholar
  49. Lee VC, Yung SS, Li RH, et al. A Randomized Comparison of Pharmacokinetics of a Single Vaginal Dose of Dry Misoprostol or Misoprostol Moistened With Normal Saline or With Acetic Acid. Hum Reprod. 2011 Nov; 26(11): 2981-7. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  50. Ngai SW, Tang OS, Chan YM, et al. Vaginal Misoprostol Alone for Medical Abortion Up to 9 Weeks of Gestation: Efficacy and Acceptability. Hum Reprod. 2000 May; 15(5): 1159-62. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  51. Harwood B, Mishell JR. Use of Vaginal Misoprostol for Abortion. Hum Reprod. 2000 Dec; 15(12): 2686-8. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  52. Elati A, Weeks A. Risk of Fever After Misoprostol for the Prevention of Postpartum Hemorrhage: A Meta-Analysis. Obstet Gynecol. 2012 Nov; 120(5): 1140-8. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  53. Kulier R, Kapp N, Gülmezoglu AM, et al. Medical methods for first trimester abortion. Cochrane Database Syst Rev. 2011 Nov 9; 2011(11): CD002855. PubMed | Full Text PMC | Cochrane Library | Google Scholar
  54. Bygdeman M, Swahn ML. Prostaglandins and Antiprogestins. Acta Obstet Gynecol Scand Suppl. 1989;149: 13-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  55. Rodger MW, Baird DT. Induction of Therapeutic Abortion in Early Pregnancy With Mifepristone in Combination With Prostaglandin Pessary. Lancet. 1987 Dec;2 (8573): 1415-8. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  56. Bygdeman M, Van Look PF. Anti-progesterones for the Interruption of Pregnancy. Baillieres Clin Obstet Gynaecol. 1988 Sep; 2(3): 617-29. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  57. Sinha P, Suneja A, K Guleria, et al. Comparison of Mifepristone Followed by Misoprostol with Misoprostol Alone for Treatment of Early Pregnancy Failure: A Randomized Double-Blind Placebo-Controlled Trial. J Obstet Gynaecol India. 2018 Feb; 68(1): 39-44. PubMed | Full Text PMC | SpringerLink | Google Scholar
  58. Spitz IM, Bardin CW, Benton L, et al. Early pregnancy termination with mifepristone and misoprostol in the United States. N Engl J Med. 1998 Apr; 338(18): 1241-7. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  59. Singh K, Fong YF, Prasad RN, et al. Does an Acidic Medium Enhance the Efficacy of Vaginal Misoprostol for Pre-Abortion Cervical Priming? Hum Reprod. 1999 Jun; 14(6): 1635-7. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  60. Winikoff B, Sivin I, Coyaji KJ, et al. Safety, efficacy, and acceptability of medical abortion in China, Cuba, and India: a comparative trial of mifepristone-misoprostol versus surgical abortion. Am J Obstet Gynecol. 1997 Feb; 176(2): 431-437. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  61. McKinley C, Thong KJ, Baird DT. The effect of dose of mifepristone and gestation on the efficacy of medical abortion with mifepristone and misoprostol. Hum Reprod. 1993 Sep; 8(9): 1502-5. PubMed | Oxford Academic | Google Scholar
  62. Li YT, Chen FM, Chen TH, et al. Concurrent Use of Mifepristone and Misoprostol for Early Medical Abortion. Taiwan J Obstet Gynecol. 2006 Dec; 45(4): 325-8. PubMed | Elsevier | PDF | Google Scholar
  63. Lin M, Li YT, Chen FM, et al. Use of Mifepristone and Sublingual Misoprostol for Early Medical Abortion. Taiwan J Obstet Gynecol. 2006 Dec; 45(4): 321-4. PubMed | Elsevier | PDF | Google Scholar
  64. Schaff EA, Stadalius LS, Eisinger SH, et al. Vaginal Misoprostol Administered at Home After Mifepristone (RU486) for Abortion. J Fam Pract. 1997 Apr; 44(4): 353-60. PubMed | Google Scholar
  65. El-Refaey H, Rajasekar D, Abdalla M, et al. Induction of Abortion With Mifepristone (RU 486) and Oral or Vaginal Misoprostol. N Engl J Med. 1995 Apr; 332(15): 983-7. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  66. Ashok PW, Penney GC, Flett GM, et al. An effective regimen for early medical abortion: a report of 2000 consecutive cases. Hum Reprod. 1998 Oct; 13(10): 2962-2965. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  67. Schaff EA, Eisinger SH, Stadalius LS, et al. Low-dose Mifepristone 200 Mg and Vaginal Misoprostol for Abortion. 1999 Jan; 59(1): 1-6. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  68. Schaff EA, Fielding SL, Eisinger SH, et al. Low-dose Mifepristone Followed by Vaginal Misoprostol at 48 Hours for Abortion Up to 63 Days. Contraception. 2000 Jan; 61(1): 41-6. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  69. Fox MC, Creinin MD, Harwood B. Mifepristone and Vaginal Misoprostol on the Same Day for Abortion From 50 to 63 Days' Gestation. Contraception. 2002 Oct; 66(4): 225-9. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  70. Pymar HC, Creinin MD, Schwartz JL. Mifepristone Followed on the Same Day by Vaginal Misoprostol for Early Abortion. Contraception. 2001 Aug; 64(2): 87-92. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  71. Ashok PW, Flett GM, Templeton A. Termination of pregnancy at 9-13 weeks' amenorrhoea with mifepristone and misoprostol. Lancet. 1998 Aug; 352 (9127): 542-543. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  72. Gouk EV, Lincoln K, Khair A, et al. Medical termination of pregnancy at 63 to 83 days gestation. Br J Obstet Gynaecol. 1999 Jun;106(6): 535-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  73. Hausknecht RU. Methotrexate and misoprostol to terminate early pregnancy. N Engl J Med. 1995 Aug; 333(9): 537-540. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  74. Creinin MD, Vittinghoff E, Galbraith S, et al. A randomized trial comparing misoprostol three and seven days after methotrexate for early abortion. Am J Obstet Gynecol. 1995 Nov; 173(5): 1578-1584. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  75. Carbonell Esteve JL, Varela L, et al. 25 mg Or 50 mg of oral methotrexate followed by vaginal misoprostol 7 days after for early abortion: a randomized trial. Gynecol Obstet Invest. 1999; 47(3): 182-7. PubMed | Karger | Google Scholar
  76. Creinin MD. Oral methotrexate and vaginal misoprostol for early abortion. Contraception. 1996 Jul; 54(1): 15-18. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  77. Creinin MD, Vittinghoff E, Schaff E, et al. Medical abortion with oral methotrexate and vaginal misoprostol. Obstet Gynecol. 1997 Oct; 90 (4 Pt 1): 611-616. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  78. Creinin MD, Vittinghoff E, Keder L, et al. Methotrexate and misoprostol for early abortion: a multicenter trial. I. Safety and efficacy. Contraception. 1996 Jun; 53(6): 321-327. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  79. Carbonell JL, Varela L, Velazco A, et al. Oral methotrexate and vaginal misoprostol for early abortion. Contraception. 1998 Feb; 57(2): 83-88. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  80. Creinin MD, Moyer R, Guido R. Misoprostol for medical evacuation of early pregnancy failure. Obstet Gynecol. 1997 May; 89 (5 Pt 1): 768-772. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  81. Herabutya Y, O-Prasertsawat P. Misoprostol in the management of missed abortion. Int J Gynaecol Obstet. 1997 Mar; 56(3): 263-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  82. Ayres-de-Campos D, Teixeira-da-Silva J, Campos I, et al. Vaginal Misoprostol in the Management of First-Trimester Missed Abortions. Int J Gynaecol Obstet. 2000 Oct; 71(1): 53-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  83. Henshaw RC, Cooper K, El-Refaey H, et al. Medical management of miscarriage: non-surgical uterine evacuation of incomplete and inevitable spontaneous abortion. BMJ. 1993 Apr; 306 (6882): 894-895. Full Text PMC | Google Scholar
  84. Sifakis S, Angelakis E, Vardaki E, et al. High-dose Misoprostol Used in Outpatient Management of First Trimester Spontaneous Abortion. Arch Gynecol Obstet. 2005 Sep; 272(3): 183-6. PubMed | SpingerLink | Google Scholar
  85. Kutlu T, Tuğrul S, Aran T, et al. Combined Administration of Misoprostol in the First and Second Trimester Missed Abortion Cases. Clin Exp Obstet Gynecol. 2006; 33(4): 226-8. PubMed | Google Scholar
  86. Gemzell-Danielsson K, Ho PC, de León RG, et al. Winikoff. Misoprostol to treat missed abortion in the first trimester. International Journal of Gynecology and Obstetrics. 2007 Dec; 99 (supp 2): S182-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  87. Barceló F, De Paco C, López-Espín JJ, et al. The Management of Missed Miscarriage in an Outpatient Setting: 800 Versus 600 μg of Vaginal Misoprostol. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 2012 Feb; 52(1): 39-43. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  88. Bugalho A, Bique C, Almeida L, et al. The effectiveness of intravaginal misoprostol (Cytotec) in inducing abortion after eleven weeks of pregnancy. Stud Fam Plann. 1993 Sep-Oct; 24(5): 319-323. PubMed | Google Scholar
  89. Jain JK, Mishell DR Jr. A comparison of intravaginal misoprostol with prostaglandin E2 for termination of second-trimester abortion. N Engl J Med. 1994 Aug; 331(5): 290-293. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  90. Jain JK, Mishell DR Jr. A comparison of misoprostol with and without laminaria tents for induction of second-trimester abortion. Am J Obstet Gynecol. 1996 Jul; 175(1): 173-177. PubMed  | Elsevier | Google Scholar
  91. Nuutila M, Toivonen J, Ylikorkala O, et al. A comparison between two doses of intravaginal misoprostol and gemeprost for induction of second-trimester abortion. Obstet Gynecol. 1997 Dec; 90(6): 896-900. PubMed | Google Scholar
  92. Herabutya Y, O-Prasertsawat P. Second trimester abortion using intravaginal misoprostol. Int J Gynaecol Obstet. 1998 Feb; 60(2): 161-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  93. Wong KS, Ngai CS, Wong AY, et al. Vaginal misoprostol compared with vaginal gemeprost in termination of second trimester pregnancy: a randomized trial. Contraception. 1998 Oct; 58(4): 207-210. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  94. Jain JK, Kuo J, Mishell DR Jr. A comparison of two dosing regimens of intravaginal misoprostol for second-trimester pregnancy termination. Obstet Gynecol. 1999 Apr; 93(4): 571-575. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  95. Pongsatha S, Tongsong T, Suwannawut O. Therapeutic Termination of Second Trimester Pregnancy With Vaginal Misoprostol. J Med Assoc Thai. 2001 Apr; 84(4): 515-9. PubMed | Google Scholar
  96. Herabutya Y, Chanrachakul B, Punyavachira P. A Randomised Controlled Trial of 6 and 12 Hourly Administration of Vaginal Misoprostol for Second Trimester Pregnancy Termination. BJOG. 2005 Sep; 112(9): 1297-301. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  97. Prachasilpchai N, Russameecharoen K, Borriboonhirunsarn D. Success Rate of Second-Trimester Termination of Pregnancy Using Misoprostol. J Med Assoc Thai. 2006 Aug; 89(8): 1115-9. PubMed | Google Scholar
  98. Bhattacharyya SK, Mukherji J, Kamilya GS, et al. Two Regimens of Vaginal Misoprostol in Second Trimester Termination of Pregnancy: A Prospective Randomised Trial. Acta Obstet Gynecol Scand. 2006; 85(12): 1458-62. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  99. Ho PC, Chan YF, Lau W. Misoprostol is as effective as gemeprost in termination of second trimester pregnancy when combined with mifepristone: a randomised comparative trial. Contraception. 1996 May; 53(5): 281-3. PubMed | Google Scholar
  100. Webster D, Penney GC, Templeton A. A comparison of 600 and 200 mg mifepristone prior to second trimester abortion with the prostaglandin misoprostol. Br J Obstet Gynaecol. 1996 Jul; 103(7): 706-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  101. Pluchon M, Winer N. Misoprostol in Case of Termination of Pregnancy in the Second and Third Trimesters. Trials. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris). 2014 Feb; 43(2): 162-8. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  102. Ponce de León RG, Wing DA. Misoprostol for Termination of Pregnancy With Intrauterine Fetal Demise in the Second and Third Trimester of Pregnancy - A Systematic Review. Contraception. 2009 Apr; 79(4): 259-71. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  103. Bugalho A, Bique C, Machungo F, et al. Induction of labor with intravaginal misoprostol in intrauterine fetal death. Am J Obstet Gynecol 1994 Aug; 171(2): 538-541. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  104. Bugalho A, Bique C, Machungo F, et al. Vaginal misoprostol as an alternative to oxytocin for induction of labor in women with late fetal death. Acta Obstet Gynecol Scand. 1995 Mar; 74(3): 194-198. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  105. Wagaarachchi PT, Ashok PW, Narvekar NN, et al. Medical Management of Late Intrauterine Death Using a Combination of Mifepristone and Misoprostol. BJOG. 2002 Apr; 109(4): 443-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  106. Chong YS, Chua S, Shen L, et al. Does the route of administration of misoprostol make a difference? The uterotonic effect and side effects of misoprostol given by different routes after vaginal delivery. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2004 Apr 15; 113(2): 191-8. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  107. Honkanen H, Piaggio G, Hertzen H, et al. WHO multinational study of three misoprostol regimens after mifepristone for early medical abortion. BJOG. 2004 Jul; 111(7): 715-25. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  108. Durocher J Bynum, J, León W, et al. High Fever Following Postpartum Administration of Sublingual Misoprostol. BJOG. 2010 Jun; 117(7): 845-52. PubMed | Full Text PMC | Wiley Online Library | Google Scholar
  109. Lumbiganon P, Hofmeyr J, Gülmezoglu AM, et al. Misoprostol dose-related shivering and pyrexia in the third stage of labour. WHO Collaborative Trial of Misoprostol in the Management of the Third Stage of Labour. Br J Obstet Gynaecol. 1999 Apr; 106(4): 304-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  110. Ulmann A, Silvestre L. RU486: the French experience. Hum Reprod. 1994 Jun; 9:Suppl 1:126-130. PubMed | Oxford Academic | Google Scholar
  111. El-Refaey H, Templeton A. Induction of abortion in the second trimester by a combination of misoprostol and mifepristone: a randomized comparison between two misoprostol regimens. Hum Reprod. 1995 Feb; 10(2): 475-8. PubMed | Oxford Academic | Google Scholar
  112. Gonzalez CH, Marques-Dias MJ, Kim CA, et al. Congenital Abnormalities in Brazilian Children Associated With Misoprostol Misuse in First Trimester of Pregnancy. Lancet. 1998 May ; 351 (9116): 1624-7. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  113. Hofmeyr GJ, Ferreira S, Nikodem VC, et al. Misoprostol for treating postpartum haemorrhage: a randomized controlled trial [ISRCTN72263357]. BMC Pregnancy Childbirth. 2004 Aug; 4(1): 16. PubMed | Full Text PMCFull Text BMC | Google Scholar
  114. Walraven G, Dampha Y, Bittaye B, et al. Misoprostol in the treatment of postpartum haemorrhage in addition to routine management: a placebo randomised control trial. Br J Obstet Gynaecol. 2004 Sep; 111(9): 1014–1017. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  115. Hofmeyr GJ, Gülmezoglu AM, Novikova N, et al. Misoprostol to Prevent and Treat Postpartum Haemorrhage: A Systematic Review and Meta-Analysis of Maternal Deaths and Dose-Related Effects. Bull World Health Organ. 2009 Sep; 87(9): 666-77. PubMed | Full Text PMC | Google Scholar
  116. Patted SS, Goudar SS, Naik VA, et al. Side Effects of Oral Misoprostol for the Prevention of Postpartum Hemorrhage: Results of a Community-Based Randomised Controlled Trial in Rural India. J Matern Fetal Neonatal Med. 2009 Jan; 22(1): 24-8. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  117. Carbonell JL, Velazco A, Varela L, et al. Misoprostol for Abortion at 9-12 Weeks' Gestation in Adolescents. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2001 Mar; 6(1): 39-45. PubMed | Google Scholar
  118. Alfirevic Z. Oral misoprostol for induction of labour. Cochrane Pregnancy and Childbirth Group. Cochrane Database Syst Rev. 2001;(2): CD001338. PubMed | Cochrane Library | Google Scholar
  119. Phillips K, Berry C, Mathers AM. Uterine rupture during second trimester termination of pregnancy using mifepristone and a prostaglandin. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1996 Apr; 65(2): 175-6. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  120. Letourneur B, Parant O, Tofani V, et al. [Uterine Rupture on Unscarred Uterus Following Labor Induction for 2(nd) Trimester Termination of Pregnancy With Oral Misoprostol: Conservative Management]. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris). 2002 Jun; 31(4): 371-3. PubMed | Google Scholar
  121. Petri AL. Uterine Rupture During Second Trimester Abortion Induced With Misoprostol. Ugeskr Laeger. 2003 Jul; 165(29): 2894-5. PubMed | Google Scholar
  122. Syed S, Noreen H, Kahloon LE, et al. Uterine Rupture Associated With the Use of Intra-Vaginal Misoprostol During Second-Trimester Pregnancy Termination. J Pak Med Assoc. 2011 Apr; 61(4): 399-401. PubMed | Full Text JPMA | Google Scholar
  123. Stitely ML, Craw S, Africano E, et al. Uterine Scar Dehiscence Associated With Misoprostol Cervical Priming for Surgical Abortion: A Case Report. J Reprod Med. 2015 Sep-Oct; 60(9-10): 445-8. PubMed | Google Scholar
  124. Berghella V, Airoldi J, O'Neill AM, et al. Misoprostol for Second Trimester Pregnancy Termination in Women With Prior Caesarean: A Systematic Review. BJOG. 2009 Aug; 116(9): 1151-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  125. Cleland K, Creinin MD, Nucatola D, et al. Significant adverse events and outcomes after medical abortion. Obstet Gynecol. 2013 Jan; 121(1): 166-71. PubMed | Full Text PMC | Wolters KluwerGoogle Scholar
  126. Niinimäki M, Suhonen S, Mentula M, et al. Comparison of rates of adverse events in adolescent and adult women undergoing medical abortion: population register based study. BMJ. 2011 Apr 19;342: d2111. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | Google Scholar
  127. Gonzalez CH, Vargas FR, Perez AB, et al. Limb deficiency with or without Möbius sequence in seven Brazilian children associated with misoprostol use in the first trimester of pregnancy. Am J Med Genet. 1993 Aug 1;47(1):59-64. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  128. Auffret M, Bernard-Phalippon N, Dekemp J, et al. Misoprostol exposure during the first trimester of pregnancy: Is the malformation risk varying depending on the indication? Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2016 Dec;207:188-192. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  129. Coelho KE, Sarmento MF, Veiga CM, et al. Misoprostol embryotoxicity: clinical evaluation of fifteen patients with arthrogryposis. Am J Med Genet. 2000 Dec 11;95(4):297-301. PubMed | Google Scholar
  130. Vargas FR, Schuler-Faccini L, Brunoni D, et al. Prenatal exposure to misoprostol and vascular disruption defects: a case-control study. Am J Med Genet. 2000 Dec 11;95(4):302-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  131. Gonzalez CH, Marques-Dias MJ, Kim CA, et al. Congenital abnormalities in Brazilian children associated with misoprostol misuse in first trimester of pregnancy. Lancet. 1998 May 30;351: 1624-1627. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  132. Los FJ, Brandenburg H, Niermeijer MF. Vascular disruptive syndromes after exposure to misoprostol or chorionic villus sampling. Lancet. 1999 Mar 6;353(9155):843-4. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  133. Los FJ, Noomen P, Vermeij-Keers C, et al. Chorionic villus sampling and maternofetal transfusions: an immunological pathogenesis of vascular disruptive syndromes? Prenat Diagn. Mar;16(3):193-8. PubMed | Prenatal Diagnosis | Google Scholar
  134. Holmes LB. Teratogen-induced limb defects. Am J Med Genet. 2002 (112), pp. 297-303PubMed | Wiley Online Library | PDFGoogle Scholar
  135. Vauzelle C, Beghin D, Cournot MP, et al. Birth defects after exposure to misoprostol in the first trimester of pregnancy: prospective follow-up study. Reprod Toxicol. 2013 Apr;36:98-103. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  136. Kotsonis FN, Dodd DC, Regnier B, et al. Preclinical toxicology profle of misoprostol. Dig Dis Sci. 1985 Nov;30(11 Suppl):142S-146S. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  137. Paumgarten FJR, Souza CAM, Carvalho RR, et al. Embryotoxic effects of misoprostol in the mouse. Braz J Med biol Res. 1995 Mar;28(3):355-61. PubMed | Google Scholar
  138. Sentilhes L, Patrier S, Chouchene S, et al. Amniotic band syndrome with limb amputation after exposure to mifepristone in early pregnancy. Fetal Diagn Ther. 2007;22(1):51-4. PubMed | Karger |  Google Scholar
  139. Seidahmed MZ, Shaheed MM, Abdulbasit OB, et al. A case of methotrexate embryopathy with holoprosencephaly, expanding the phenotype. Birth Defects Res A Clin Mol Teratol. 2006 Feb;76(2):138-42. PubMed | Wiley Online Library | PDFGoogle Scholar
  140. Hyoun SC, Obican SG, Scialli AR. Teratogen update: methotrexate. Birth Defects Res A Clin Mol Teratol. 2012 Apr;94(4):187-207. PubMed | Wiley Online Library | PDFGoogle Scholar
  141. Addar MH. Methotrexate embryopathy in a surviving intrauterine fetus after presumed diagnosis of ectopic pregnancy: case report. J Obstet Gynaecol Can. 2004 Nov;26(11):1001-3. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  142. Chapa JB, Hibbard JU, Weber EM, et al. Prenatal diagnosis of methotrexate embryopathy. Obstet Gynecol. 2003 May;101(5 Pt 2):1104-7. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  143. Poggi SH, Ghidini A. Importance of timing of gestational exposure to methotrexate for its teratogenic effects when used in setting of misdiagnosis of ectopic pregnancy. Fertil Steril. 2011 Sep;96(3):669-71. PubMed | Elsevier | Google Scholar 

Περιγραφή και Ορισμός

Η σύφιλη, μία λοίμωξη που προκαλείται απο το Τreponema pallidum, μπορεί να μεταδοθεί στο έμβρυο ενδομητρίως. Είναι μια αναγνωρισμένη αιτία μη άνοσου ύδρωπα. Η ενδομήτρια συφιλιδική λοίμωξη είναι σπάνια, αν και η συχνότητα της σύφιλης μεταξύ των νεαρών γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας αυξάνεται. Η καταγεγραμμένη επίπτωση της στγγενούς σύφιλης στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1992 ανέρχονται σε 4322 περιπτώσεις.

Ανωμαλίες Ανιχνεύσιμες μέσω Υπερηχογραφίας

Ανώμαλη κυρτότητα (curvature)  των μακρών οστών και κάμψη των οστών (bowing of the bones), μιμούμενες κατάγματα σε έναν κατά τα λοιπά φυσιολογικά επιμεταλλωμένο σκελετό (mineralized skeleton0

Μη άνοσος ύδρωπας, με εστία στον ασκίτη

Διόγκωση της κοιλιάς απότοκη του ασκίτη

Απόφραξη του εντέρου

Πλακουντομεγαλία (Placentomegaly)

Διαφορική διάγνωση

Σύνδρομα και Καταστάσεις που Σχετίζονται με Ασκίτη:

CMV

Περιτονίτιδα εκ μηκωνίου

Παρβοϊός

Τρισωμία 21 (Σύνδρομο Down)

Ουρικός ασκίτης (urinary Ascites) δευτεροπαθής στην απόφραξη του ουροποιηγεννητικού

Σύνδρομο ΧΟ (Σύνδρομο Turner)

Υπερηχογραφική Διάγνωση

Η συγγενής λοίμωξη μπορεί να επιβεβαιωθεί με την επίδειξη του T. Pallidum σε εμβρυϊκό αίμα που έχει ληφθεί με παρακέντηση του ομφάλιου λώρου ή στο αμνιακό υγρό. Σε μία μελέτη 21 ασθενών σε διάφορα στάδια μη θεραπευθείσας σύφιλης (Nathan et al.), διάγνωση της εμβρυϊκής λοίμωξης ετέθη στο 50% δια ελέγχου του αμνιακού υγρού με δοκιμασία μολυσματικότητας (infectivity) κονίκλου. Σε αυτούς τους 21 ασθενείς , υπήρχαν ενδείξεις πάχυνσης του πλακούντα στους 13, αυξημένη περίμετρος της  κοιλιάς του εμβρύου στους 2 και εμβρυϊκή ηπατομεγαλία στους 12. Σε μια μελέτη απο τους Hollier  και συνεργάτες, 66% επί 24 περιπτώσεων με μη θεραπευθείσα σύφιλη είχαν ηπατομεγαλία, συμπεριλαμβανομένων 3 εμβρύων με ασκίτη.

Κληρονομικότητα

Η κληρονομικότητα δε συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα σε αυτή την εμβρυϊκή λοίμωξη.

Φυσική Ιστορία και Έκβαση

Στη μελέτη των Nathan και συνεργατών, 20 εκ των αρχικών νηπίων των μητερών με σύφιλη ήταν διαθέσιμα για μελέτες παρακολούθησης. 15 (75%) αναφέρθηκαν να είναι φυσιολογικά κατά το χρόνο της νεογνολογικής εξέτασης και 5 (25%) παρουσίαζαν ενδείξεις συγγενούς σύφιλης κατά τη γέννηση. 7 απο τα 12 έμβρυα με ηπατομεγαλία ενδομητρίως ήταν φυσιολογικά κατά τη γέννηση, εύρημα δηλωτικό επιτυχούς θεραπείας κατάτη διάρκεια της κύησης. Ώστοσο, η έκβαση ήταν πτωχή στις περιπτώσεις που αφορούσαν εμβρυϊκό ύδρωπα. Στη μελέτη των Hollier και συνεργατών, η θεραπεία της μητέρας ήταν επιτυχής σε ποσοστό 83%, με υψηλό κίνδυνο αποτυχίας στις περιπτώσεις με εξεσημασμένη ηπατομεγαλία και ασκίτη.

ΛΙΘΙΟ

Το λίθιο (lithium carbonate), χρησιμοποιείται από το 1974 ευρύτατα στη θεραπεία της μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης και προσέλκυσε την προσοχή ως πιθανός τερατογόνος παράγοντας, μετά την πρόκληση λυκοστόματος και άλλων ανωμαλιών σε πειραματόζωα, στα οποία χορηγήθηκαν δόσεις θεραπευτικές για τον άνθρωπο (Szabo, 1970).

Σε αναδρομική μελέτη 225 περιπτώσεων παιδιών με ιστορικό έκθεσης σε λίθιο κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης, διαπιστώθηκε αυξημένος κίνδυνος (8-10%) εμφάνισης συγγενών καρδιοπαθειών (Weinstein, 1980). Στην ίδια μελέτη διαπιστώθηκε ότι ο κίνδυνος για την ανωμαλία Epstein είναι 20πλάσιος στα παιδιά που είχαν εκτεθεί στο λίθιο σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από αρκετές άλλες δημοσιεύσεις (Park και συν 1980, Arnon και συν 1981).

Αν και δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής ακριβής εκτίμηση των κινδύνων αυτών, ούτε έχουν καθοριστεί οι υποπληθυσμοί που πιθανόν διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο, η γενική άποψη είναι ότι για λόγους πρακτικούς πρέπεινα αντικαθίσταται το λίθιο από άλλα αντικαταθλιπτικά φάρμακα (τρικυκλικά), σε περιπτώσεις όπου υπάρχει απόλυτη ένδειξη αντικαταθλιπτικής αγωγής κατά την περίοδο της καρδιογενέσεως, δηλαδή κατα τις πρώτες 45 μέρες μετά σύλληψη (Jones 1981, Kiillen και Tandberg 1985).

Σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου, μπορεί να γίνει προγεννητική διάγνωση τυχόν καρδιακής βλάβης με υπερηχογράφημα, στην 20η εβδομάδα της κύησης (Hoyme, 1990).

Σελίδα 1 από 2

Ποιοι είμαστε

Η ιστοσελίδα emvriomitriki.gr σχεδιάστηκε αρχικά για να καλύψει τις απορίες και τις ανάγκες των εγκύων γυναικών. Όμως, λόγω του υψηλού επιστημονικού υλικού που περιέχει (άρθρα, βίντεο, φωτογραφίες, βιβλιογραφία) καθίσταται χρήσιμο επαγγελματικό εργαλείο σε φοιτητές, μαιευτήρες και άλλους επαγγελματίες υγείας που επιθυμούν να ανανεώσουν τις γνώσεις τους. Το έργο επιμελήθηκε ο ιατρός Αναστάσιος Κοκοβίδης.

Στοιχεία επικοινωνίας

Διαδρομή

Λεωφόρος Κηφισίας 26
Αθήνα, 115 26


info@emvriomitriki.gr
210 7771300










Κλείστε το ραντεβού σας Online!




Πριν ξεκινήσετε, Cookies
Πρόκειται για μικρά αρχεία/εργαλεία που μας βοηθάνε να οργανώσουμε καλύτερα την περιήγηση στην σελίδα μας καθώς και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδας μας.