• Slider4
  • Slider5
  • Slider 9
Δρ Αναστάσιος Κοκοβίδης

Δρ Αναστάσιος Κοκοβίδης

Μαρτυρίες ασθενών

Φεβρουαρίου 23, 2015 |

"Ο ιατρός Κοκοβίδης είναι ένας εξαίρετος επιστήμονας, άνθρωπος πρόσχαρος, φιλικός, σύγχρονος, επίμονος και απαιτητικός απέναντι στον εαυτό του και στο αποτέλεσμα της δουλειάς του. Ποτέ δεν εφησυχάζεται και μονίμως προσπαθεί να προσφέρει τις καλύτερες υπηρεσίες που μπορείΓι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο τον εμπιστεύτηκα πριν 6 χρόνια, καλωσορίζονας τον γιο μου Πάνο. Ευχόμαστε να συνεχίσετε με την ίδια συνέπεια και τις άψογες υπηρεσίες σας να δίνετε χαρά σε πολλούς ακόμα ανθρώπους..."

Στις πρωτόγονες κοινωνίες όπως για παράδειγμα αυτές των ινδιάνων, ο μύθος ήταν συνώνυμος με την πραγματικότητα. Στις σύγχρονες όμως κοινωνίες ο μύθος είναι συνώνυμος με κάτι πλασματικό, φανταστικό, μη υπαρκτό. Περιγράφονται στη συνέχεια ορισμένες δοξασίες κάποιων ανθρώπων. Μπορούμε άραγε να μαντέψουμε το φύλο του παιδιού από παιδιού από το σχήμα της κοιλιάς ή από τη συχνότητα που χτυπάει η καρδιά του;

 

Η μοντέρνα μαιευτική σήμερα, εξασφαλίζει επαρκώς με μια σειρά εξετάσεων ένα ζευγάρι, για αρρώστιες ή επιπλοκές που δυνητικά μπορεί να απειλήσουν την υγεία του εμβρύου ή της μητέρας. Οι συνήθεις εξετάσεις που απαιτούνται και πρέπει να γίνουν κατά την διάρκεια της κύησης αφορούν, εξετάσεις αίματος και ούρων, καλλιέργειες του κολπικού εκκρίματος και σπανιότερα κυτταρολογικές εξετάσεις ή ειδικά υπερηχογραφήματα (π.χ. θυρεοειδούς, μαστών, ήπατος και χολής, νεφρών).

Δήμητρα - Κλέαρχος:

Φεβρουαρίου 17, 2015 |
σε Quotes

Για εμάς είναι ο καλύτερος γιατρός και πάνω απ' όλα ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Ευχόμαστε να συνεχίσετε με την ίδια συνέπεια  και τις άψογες  υπηρεσίες σας να δίνετε χαρά σε πολλούς ...

Περιγραφή και ορισμός

Ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη διάγνωση και τη διαχείριση των ιατρικών, κοινωνικών και ψυχολογικών πτυχών μιας κληρονομικής νόσου είναι η κλινική γενετική. Συχνά, τα άτομα που αναζητούν γενετική συμβουλευτική είναι οι γονείς ενός παιδιού με πιθανή ή γνωστή γενετική πάθηση. Κάποιο άλλοι που αναζητούν γενετική συμβουλευτική περιλαμβάνουν ενήλικες με γνωστή ανωμαλία ή οικογενειακό ιστορικό πάθησης όπως ο καρκίνος ή οι νευροεκφυλιστικές ασθένειες. Η γενετική συμβουλευτική αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του προγράμματος των γενετικών εξετάσεων, του προσυμπτωματικού ελέγχου και των συναφών εξετάσεων προγεννητικού ελέγχου.

Ο προγεννητικός έλεγχος των συγγενών ανωμαλιών και ιδιαίτερα εκείνων που οφείλονται σε αλλοιώσεις του γενετικού υλικού, έχει επεκταθεί και τελειοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Η διαρκώς αυξανόμενη γνώση και η τεχνολογική πρόοδος στον τομέα της ιατρικής οδήγησαν στην ανάπτυξη των μοριακών τεχνικών οι οποίες χρησιμοποιούνται στην ανίχνευση των γενετικών νόσων. Η διαθεσιμότητα της προγεννητικής διάγνωσης για ένα ευρύ φάσμα διαταραχών συνεχίζει και αυξάνεται με την πρόοδο της γενετικής. Επιπλέον, έχει σημειωθεί πρόοδος στην αξιοπιστία των διαγνωστικών τεστ πληθυσμιακού ελέγχου ή επιλεκτικά της ομάδας υψηλού κινδύνου που υποβάλλεται σε προγεννητικό έλεγχο για να εντοπιστούν οι μελλοντικοί γονείς που φέρουν κάποια γενετική διαταραχή. Νέες επίσης τεχνικές, όπως ο έλεγχος του ελευθέρου εμβρυϊκού DNA, άλλαξαν σημαντικά το πεδίο της προγεννητικής διάγνωσης. Αυτές οι βελτιώσεις στα προγράμματα προγεννητικού ελέγχου και διάγνωσης δίνουν την δυνατότητα σε πολλούς γονείς φορείς ή εν μέρει φορείς κληρονομικών νοσημάτων να αποφύγουν την γέννηση παιδιών με αναπηρία. Οι μελλοντικοί γονείς συχνά αναζητούν την γνώμη του ειδικού, για το εάν πρέπει να διακόψουν ή όχι την κύηση ενός παθολογικού εμβρύου, αν υπάρχει κίνδυνος επανεμφάνισης της διαταραχής σε νέα εγκυμοσύνη ή εάν πρέπει να επιλέξουν κάποια συγκεκριμένη μέθοδο αναπαραγωγής. Ωστόσο, η βελτίωση των τεχνικών και των μεθόδων δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι εφικτή η γενική εφαρμογή του προγεννητικού ελέγχου σε όλες ανεξαιρέτως τις εγκύους, ούτε απαραίτητα σημαίνει την παράλληλη εκρίζωση των γενετικών νόσων. Ένα γενετικό νόσημα που οφείλεται στην μετάλλαξη ενός ή περισσοτέρων γονιδίων δεν θα αποκαλυφθεί στον κλασικό ή τον μοριακό καρυότυπο, αλλά απαιτεί τον πλήρη έλεγχο όλου του γονιδίου στο 100% των γνωστών μεταλλάξεων. Ομοίως τα μικροελλειπτικά σύνδρομα, όπως το σύνδρομο Jacobsen (JBS), δεν ανιχνεύονται με τον κλασικό καρυότυπο. Η ανίχνευση των μικροελλειπτικών συνδρόμων βασίζεται σε μοριακές τεχνικές όπως τον φθορίζοντα in situ υβριδισμό (FISH) και στην τεχνική MLPA (multiplex ligation-dependent probe amplification), χρησιμοποιώντας αντίστοιχα έναν ή πολλαπλούς ανιχνευτές για την υπό εξέταση περιοχή, ή με τον μοριακό καρυότυπο (aCGH). Επίσης, η προγεννητική διάγνωση του JBS με βάση τα υπερηχογραφικά ευρήματα είναι σπάνια και μπορεί να τεθεί μόνο τυχαία έπειτα από διερεύνηση των γενετικών αιτίων αυτών των ευρημάτων. Επομένως είναι απαραίτητο και πρέπει να συνιστάται από τους παρόχους υγείας η εφαρμογή της κατάλληλης μεθόδου ανίχνευσης ενός γενετικού νοσήματος και πάντα με βάση τις ενδείξεις που υπάρχουν. Η σχέση της γενετικής συμβουλευτικής με την διαδικασία του προγεννητικού ελέγχου σίγουρα διαφέρει σημαντικά στην σκέψη ανάμεσα στον εμβρυομητρικό ιατρό και τον γενετιστή. Ο εμβρυομητρικός γιατρός θεωρεί τη γενετική συμβουλευτική ως μια αναγκαία διαδικασία που θα χρειαστεί να εφαρμοστεί μετά από κάθε παθολογικό εύρημα στα πλαίσια του αιματολογικού και του επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου και αυτό το εύρημα θα πρέπει να επεξηγηθεί στους ενδιαφερόμενους γονείς. Ο κλινικός γενετιστής από την πλευρά του, θεωρεί ότι η γενετική συμβουλευτική θα πρέπει να παρέχεται σε κάθε ζευγάρι μελλοντικών γονέων, ιδίως δε, και όταν υπάρχει κάποια υπόνοια ενός κληρονομικού νοσήματος. 1 Ωστόσο εδώ θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ γενετικής και προγεννητικής συμβουλευτικής. Γενετική συμβουλευτική παρέχει ο γενετιστής ενώ προγεννητική συμβουλευτική ο ιατρός της εμβρυομητρικής ιατρικής συνήθως όταν ανακαλύπτει κάποια εμβρυϊκή ανωμαλία, κατά την διενέργεια υπερηχογραφήματος. Προγεννητική συμβουλευτική, ενίοτε στην κλινική πρακτική, θα χρειαστεί να παρέχουν και άλλες εμπλεκόμενες ειδικότητες από ομάδες ιατρών συναφείς με τα προβλήματα που διαγνώστηκαν. Η υπερηχογραφία διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στην παροχή του προγεννητικού ελέγχου και της διάγνωσης, καθώς αποτελεί το κλειδί για την καθοδήγηση μιας επεμβατικής διαδικασίας. Επιπλέον, μία στρατηγική πληθυσμιακού ελέγχου που ενσωματώνει τους υπερηχογραφικούς δείκτες ανευπλοειδίας αυξάνει την διαγνωστική αξία του υπερήχου στην αναγνώριση των γενετικών συνδρόμων. 2

Βασικές αρχές της γενετικής συμβουλευτικής

Ο σημαντικότερος τρόπος πρόληψης των γενετικών νόσων είναι η γενετική συμβουλευτική. Η πρόληψη των γενετικών νόσων επιτυγχάνεται καταρχήν με την ακριβή διάγνωση της φύσης της νόσου, την γνώση της φυσικής ιστορίας αυτής, τον τρόπο κληρονομικής μεταβίβασης, τον κίνδυνο επανεμφάνισης μέσα στην οικογένεια και τις επιλογές προσαρμογής στον κίνδυνο ή την κατάσταση. 3 Αυτή η διαδικασία που ενσωματώνει όλα τα ανωτέρω ονομάζεται γενετική συμβουλευτική. 4 Η γενετική συμβουλευτική ορίζεται επίσης ως μια εκπαιδευτική διαδικασία που επιδιώκει να βοηθήσει τα επηρεαζόμενα άτομα να κατανοήσουν καλύτερα τη φύση μιας γενετικής διαταραχής, τη μετάδοσή της και τις τεκμηριωμένες θεραπευτικές επιλογές που υπάρχουν στη διαχείριση και τον οικογενειακό προγραμματισμό. 5 Παραδοσιακά, η γενετική συμβουλευτική στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στις διαταραχές ενός γονιδίου ή σε στατιστικές πιθανότητες επανεμφάνισης μιας κατάστασης και βασιζόταν στους γνωστούς κανόνες της κληρονομικότητας του Mendel. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν και είναι δυνατή η διάγνωση των φορέων μιας γενετικής νόσου πολύ πριν την εκδήλωσή της έτσι ώστε να δίνεται η πληροφόρηση στους γονείς για την αποφυγή της γέννησης ενός πάσχοντος παιδιού. Ωστόσο, με την πρόοδο της γονιδιωματικής τεχνολογίας η νέα εποχή της πολυπαραγοντικής ασθένειας είναι περισσότερο επίκαιρη παρά ποτέ. Μεταλλάξεις διαφορετικών ομάδων γονιδίων, μπορούν και συσχετίζονται μεταξύ τους αυξάνοντας την πιθανότητα νόσησης διαφορετικών οργάνων, π.χ., μετάλλαξη στο γονίδιο 9p22.2 συσχετίζεται με φορείς της μετάλλαξης BRCA1 και BRCA2 στο γενικό πληθυσμό αυξάνοντας τον κίνδυνο καρκίνου των ωοθηκών. 7 Επιπλέον, η τεχνολογία της αλληλούχισης DNA της επόμενης γενιάς (NGS), επέτρεψε την ανάλυση πολλαπλών γονιδίων ταυτόχρονα παράγοντας αποτελέσματα σε πολλαπλές παραλλαγές γεγονός που καθιστά την επακόλουθη γενετική συμβουλευτική πιο περίπλοκη και απαιτητική. Αυτή η πολυπλοκότητα προκύπτει λόγω της πιθανότητας χιλιάδων σεναρίων, τα οποία απαιτούν διαφορετικές προσεγγίσεις για να αξιολογηθούν κατά περίπτωση. 8 Εκτός από τις συγγενείς ανωμαλίες, την διαφόρου βαθμού νοητική υστέρηση, τα μεταβολικά σύνδρομα, τα σύνδρομα της παιδικής ηλικίας, γενετική συμβουλευτική μπορεί να αναζητηθεί στην οικογένεια όταν υπάρχουν προβλήματα υπογονιμότητος, ιστορικό καθ’ έξιν αποβολών ή θνησιγενών εμβρύων. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η πιθανότητα να υπάρχει «γενετική επιβάρυνση» είναι αυξημένη. Την ανάγκη γενετικής συμβουλευτικής έχει επίσης η έγκυος μητέρα που έχει εκτεθεί σε τερατογόνους παράγοντες όπως φάρμακα, ιονίζουσα ακτινοβολία και λοιμώξεις.

Εκτίμηση γενετικού κινδύνου

Οι διπλοειδείς οργανισμοί περιέχουν τις γενετικές πληροφορίες, τα γονίδια, δύο φορές, μία από τη μητέρα και μία από τον πατέρα. Κάθε γονίδιο μπορεί να εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές, που ονομάζονται αλληλόμορφα. Συνεπώς, για κάθε χαρακτηριστικό οι διπλοειδείς οργανισμοί διαθέτουν δύο αλληλόμορφα, τα οποία βρίσκονται σε αντίστοιχες θέσεις των ομόλογων χρωμοσωμάτων. Ένα άτομο μπορεί να φέρει ίδια ή διαφορετικά αλληλόμορφα για ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Για παράδειγμα, όσον αφορά τη μορφή των λοβών των αυτιών, μπορεί το ένα αλληλόμορφο να καθορίζει ελεύθερους λοβούς και το άλλο προσκολλημένους. Όταν τα αλληλόμορφα είναι ίδια, το άτομο που τα φέρει είναι ομόζυγο για το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, ενώ, αν είναι διαφορετικά, το άτομο είναι ετερόζυγο. Ένα ομόζυγο άτομο που φέρει δύο αλληλόμορφα τα οποία καθορίζουν ελεύθερους λοβούς εκδηλώνει αυτό το χαρακτηριστικό. Ομοίως, ένα ομόζυγο άτομο που φέρει δύο αλληλόμορφα τα οποία καθορίζουν προσκολλημένους λοβούς εμφανίζει αυτό το χαρακτηριστικό. Επίσης, ένα άτομο ετερόζυγο για τα παραπάνω αλληλόμορφα έχει ελεύθερους λοβούς. Αυτό συμβαίνει επειδή το αλληλόμορφο για τους ελεύθερους λοβούς καλύπτει τη δράση του αλληλομόρφου για τους προσκολλημένους λοβούς. Το αλληλόμορφο του οποίου η δράση εκδηλώνεται στην ετερόζυγη κατάσταση ονομάζεται επικρατές και συμβολίζεται συνήθως με κεφαλαίο γράμμα (π.χ. Α). Το αλληλόμορφο του οποίου η δράση δεν εκδηλώνεται στην ετερόζυγη κατάσταση ονομάζεται υπολειπόμενο και συνήθως συμβολίζεται με το αντίστοιχο πεζό γράμμα (π.χ. α). Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι τα υπολειπόμενα αλληλόμορφα μπορούν να εκδηλωθούν μόνο σε ομόζυγη κατάσταση. 

Η εμφάνιση ενός νοσήματος στην οικογένεια για πρώτη και μοναδική φορά, αφού αποκλειστεί ο περιβαλλοντολογικός παράγων, θα μπορούσε να αποδοθεί σε χρωμοσωμική ανωμαλία και πολυπαραγοντική ή μονογονιδιακή νόσο. Στα νοσήματα που μεταβιβάζονται με τους γνωστούς κανόνες του Mendel (επικρατή, υπολειπόμενο, φυλοσύνδετο τρόπο κληρονόμησης), ως αποτέλεσμα ενός μεταλλαγμένου γονιδίου, ο γενετικός κίνδυνος προσδιορίζεται με σχετική ακρίβεια. Στις χρωμοσωμικές ανωμαλίες και σε πολυπαραγοντική νόσο ο γενετικός κίνδυνος είναι κυμαινόμενος.

Στην αυτοσωμική επικρατή κληρονόμηση, τα προσβεβλημένα άτομα είναι ετερόζυγα για ένα μη φυσιολογικό αλληλόμορφο το οποίο μεταδίδουν στο 50% των απογόνων τους, ανεξάρτητα από το φύλο. Συνολικά, περίπου 1/200 άτομα επηρεάζονται με νόσο που μεταφέρεται με αυτοσωμικό επικρατούντα τύπο κληρονόμησης, αν και γενικά οι μεμονωμένες καταστάσεις είναι σπάνιες. Σύμφωνα με τον Νόμο της Κυριαρχίας και της Ομοιομορφίας του Mendel, μόνο ένα κυρίαρχο αλληλόμορφο ενός γονιδίου είναι απαραίτητο για το άτομο να εκδηλώσει τη νόσο ή το χαρακτηριστικό.

Στις αυτοσωμικές υπολειπόμενες διαταραχές για να εκδηλωθεί η νόσος πρέπει να υπάρχουν δύο γονιδιακές μεταλλάξεις στον ίδιο γενετικό τόπο, δηλαδή οι γονείς να φέρουν μια μετάλλαξη στο ίδιο υπολειπόμενο γονίδιο ή αλληλόμορφο. Ο γενετικός κίνδυνος υποτροπής σε αυτούς τους υγιείς γονείς-φορείς είναι 25% σε κάθε εγκυμοσύνη.

Οι διαταραχές που συνδέονται με το Χ χρωμόσωμα μπορεί να είναι κυρίαρχες ή υπολειπόμενες. Το ανθρώπινο Χ χρωμόσωμα είναι ένα μεγάλο χρωμόσωμα, που περιέχει περίπου 5% του πυρηνικού DNA (155 εκατομμύρια ζεύγη βάσεων ή 155 Mb). Σχεδόν 1.100 γονίδια έχουν εντοπιστεί στο χρωμόσωμα Χ. Σε αντίθεση με το Χ χρωμόσωμα, το Υ χρωμόσωμα είναι πολύ μικρό (60 Mb) και περιέχει μόνο μερικές δεκάδες γονίδια. Τα φυλοσύνδετα νοσήματα προκαλούνται από μεταλλαγμένα γονίδια που βρίσκονται στο Χ χρωμόσωμα και εκφράζονται πλήρως στα άρρενα άτομα, τα οποία έχουν μόνο ένα Χ χρωμόσωμα. Είναι δηλαδή ημιζυγώτες για τα φυλοσύνδετα γονίδια. Όλα τα σωματικά κύτταρα στα θήλεα άτομα του ανθρώπου διαθέτουν δύο Χ χρωμοσώματα, όμως μόνο ένα από αυτά είναι γενετικά ενεργό. Το ένα από τα δύο Χ χρωμοσώματα απενεργοποιείται τυχαία και μόνιμα σε αρχικό στάδιο της εμβρυϊκής ανάπτυξης και θα παραμείνει ανενεργό σε όλους τους απογόνους αυτού του κυττάρου. Αυτή η διαδικασία, είναι γνωστή ως αδρανοποίηση του Χ χρωμοσώματος. Ως αποτέλεσμα της Χ αδρανοποίησης, όλα τα φυσιολογικά θήλυ έχουν δύο διακριτούς πληθυσμούς κυττάρων, έναν πληθυσμό που έχει ενεργό Χ χρωμόσωμα πατρικής προέλευσης και ένα άλλο που έχει ενεργό Χ χρωμόσωμα μητρικής προέλευσης. Εξαιτίας αυτής της τυχαίας απενεργοποίησης του Χ χρωμοσώματος, τα φυλοσύνδετα χαρακτηριστικά εκφράζονται ποικιλοτρόπως σε ετερόζυγες γυναίκες φορείς του μεταλλαγμένου γονιδίου. Οι άρρενες που έχουν μόνο ένα αντίγραφο του χρωμοσώματος Χ, είναι ετερόζυγοι για το Χ χρωμόσωμα. Οι περισσότερες φυλοσύνδετες διαταραχές είναι υπολειπόμενες, αν και υπάρχουν επίσης μερικές επικρατείς. Τα φυλοσύνδετα νοσήματα έχουν γεννητικό κίνδυνο 50% για τα άρρενα έμβρυα θήλεων ετεροζυγωτών. Βέβαιος φορέας είναι η γυναίκα που έχει προσβεβλημένους τον πατέρα της ή δύο γιούς της ή τον αδελφό και τον γιό της.

Η πολυπαραγοντική κληρονομικότητα αναφέρεται στην εκδήλωση γενετικών χαρακτηριστικών που εξαρτώνται από τη δράση πολλών παραγόντων, τόσο γενετικών όσο και περιβαλλοντικών, όπου το αθροιστικό αποτέλεσμα της γενετικής ποικιλομορφίας αρκετών και πιθανά πολλαπλών γενετικών τόπων, προκαλεί τα χαρακτηριστικά ή τη νόσο. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των διαφορετικών γενετικών τόπων, που συνεισφέρουν σε ένα χαρακτηριστικό ή/και όσο περισσότερο πολυμορφικοί είναι οι γεννητικοί τόποι, τόσο πιθανότερο είναι η κατανομή του χαρακτηριστικού να ακολουθεί μια κανονική καμπύλη. Επιπλέον, οι περιβαλλοντολογικοί παράγοντες μπορούν να τροποποιήσουν τη μορφή κατανομής της συχνότητας. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν οι συγγενείς καρδιοπάθειες, τα ελλείμματα του νωτιαίου σωλήνα και το λυκόστομα με ή χωρίς λαγώχειλο. Στα πολυπαραγοντικά νοσήματα ο γενετικός κίνδυνος εκτιμάται σε κάθε οικογένεια ξεχωριστά, με βάση την εμπειρία του κινδύνου επανεμφάνισης της συγκεκριμένης κατάστασης στο συγκεκριμένο πληθυσμό. Ο κίνδυνος επανεμφάνισης σε συγγενείς πρώτου βαθμού (γονείς/αδέλφια) σπάνια είναι πάνω από 5%. Ο εμπειρικός κίνδυνος επανεμφάνισης μιας νόσου, είναι περίπου όσος η τετραγωνική ρίζα της νόσου αυτής στον γενικό πληθυσμό. Για παράδειγμα η συχνότητα λαγώχειλου/λυκοστόματος στους Ισπανόφωνους πληθυσμούς (Ισπανούς, Χιλιανούς, Κολομβιανούς), είναι 0,1% 9 Η τετραγωνική ρίζα της παραπάνω συχνότητας είναι 3,2%. Ο ακριβής εμπειρικός κίνδυνος υποτροπής των περισσοτέρων πολυπαραγοντικών διαταραχών, υπολογίζεται ανάλογα με την βαρύτητα της βλάβης αν και για ορισμένες ανωμαλίες αμφισβητείται, το φύλο του πάσχοντος ατόμου, τον αριθμό των πασχόντων ατόμων στην οικογένεια και την εμφάνιση της ίδια βλάβης σε έναν ή και τους δύο γονείς. Παγκοσμίως το λαγώχειλο με παρουσία λυκοστόματος (CL/P), η είναι πιο συχνό στους άρρενες. Ως εκ τούτου ο κίνδυνος υποτροπής στα αδέλφια του πάσχοντος ατόμου είναι ελαφρώς αυξημένος στα άρρενα από τα θήλυ και συγκεκριμένα, 7.1 έναντι 5.7%. Αυτός, ο κίνδυνος υποτροπής επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο σε οικογένειες με περισσότερα του ενός πάσχοντα μέλη (δύο πάσχοντα τέκνα, 9%), ιδίως μάλιστα εάν πάσχουν οι γονείς (ένας πάσχων γονέας και ένα πάσχον τέκνο, 20%).

  1. Mamopoulos M, farmakidis G. Maternal-Fetal Medicine. University Studio Press. Thessaloniki 1996. Pag 93
  2. Evans MI, Hume Jr RF, Johnson MP, et al. Integration of genetics and ultrasonography in prenatal diagnosis: just looking is not enough. Am J Obstet Gynecol. 1996 Jun;174(6): 1925-31. PubMed | AJOG | Google Scholar 
  3. Corsello G, Giuffrè M. Congenital malformations. J Matern Fetal Neonatal Med. 2012 Apr;25 Suppl 1:25-9. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  4. National Society of Genetic Counselors' Definition Task Force. A new definition of Genetic Counseling: National Society of Genetic Counselors' Task Force report. J Genet Couns. 2006 Apr;15(2):77-83. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  5. Harper P. Practical genetic counselling. 5th ed. Woburn, MA: Butterworth-Heinemann; 1998. pp. 3–4.
  6. Mendel G, Bateson W. Experiments in Plant Hybridization. Journal of the Royal Horticultural Society. 1901; 26:1–32.
  7. Vigorito E, Kuchenbaecker KB, Beesley J, et al. Fine-Scale Mapping at 9p22.2 Identifies Candidate Causal Variants That Modify Ovarian Cancer Risk in BRCA1 and BRCA2 Mutation Carriers. PLoS One. 2016 Jul 27;11(7):e0158801. PubMed | PMC | PDF | Plos One | Google Scholar
  8. Yang M, Kim JW. Principles of Genetic Counseling in the Era of Next-Generation Sequencing. Ann Lab Med. 2018 Jul; 38(4):291-295. PubMed | PMC | PDF | ALM | Google Scholar 
  9. Tsangaris E, Riff KWY, Vargas F, et al. Translation and cultural adaptation of the CLEFT-Q for use in Colombia, Chile, and Spain. Health Qual. Life Outcomes. 2017 Nov 28;15(1):228. PubMed | PMC | PDF | BMC | Google Scholar 

Κυστική ίνωση

Φεβρουαρίου 17, 2015 |

 

Περιγραφή και ορισμός

Η κυστική ίνωση (CF) είναι μια πολυσυστηματική, θανατηφόρος νόσος, που επηρεάζει διάφορα συστήματα και αδένες. 1 Είναι γνωστή και σαν ινοκυστική νόσος, η οποία προκαλείται από μία ποικιλία μεταλλάξεων στο γονίδιο του ρυθμιστή της διαμεμβρανικής αγωγιμότητας της κυστικής ίνωσης (Cystic Fibrosis Transmembrane Conductance Regulator), το οποίο βρίσκεται χρωμόσωμα 7 στο ανθρώπινο γονιδίωμα. 2 - 4 Η χαρακτηριστική ιδιότητα αυτής της πρωτεΐνης, της CFTR, είναι να ελέγχει την διέλευση του χλωρίου (Cl) μέσα από τις μεμβράνες των επιθηλιακών κυττάρων των διαφόρων οργάνων του σώματος, όπως των πνευμόνων, του παγκρέατος, των ιδρωτοποιών αδένων και του εντέρου. 5 , 6 Χωρίς την παρουσία του γονιδίου CFTR λαμβάνει χώρα μια παθολογική μεταφορά υγρών και ηλεκτρολυτών διαμέσου των επιθηλιακών κυττάρων, με αποτέλεσμα την έκκριση παχύρρευστης βλέννης που προκαλεί απόφραξη, δευτεροπαθή λοίμωξη και συνοδές βλάβες των οργάνων που παράγουν βλέννη δηλαδή των πνευμόνων, του γαστρεντερικού και του αναπαραγωγικού συστήματος. 7

Το 1989 εντοπίσθηκε το αλληλόμορφο γονίδιο F508del, στο παρελθόν είχε ονομαστεί ΔF508, το οποίο εμποδίζει την κυκλοφορία του CFTR στην κορυφή των επιθηλιακών κυττάρων. 2 , 4 , 8 - 10 Από τότε, ανακαλύφθηκαν άλλες 1893 τέτοιες μεταλλάξεις που προκαλούν CF και αντιπροσωπεύουν το 99,5% των πιθανών μεταλλαγών του CFTR. 11

Η πιο συχνή μετάλλαξη του γονιδίου CFTR είναι το F508del που αντιπροσωπεύει τα 2/3 περίπου όλων των αλληλόμορφων του CFTR, σε ασθενείς με CF, και παρουσιάζει μια μειωμένη επικράτηση από τη Βορειοδυτική προς την Νοτιοανατολική Ευρώπη. 10 , 12 - 15 Το υπόλοιπο 1/3 των αλληλόμορφων είναι ουσιαστικά ετερογενές, με λιγότερες από 20 μεταλλάξεις που εμφανίζονται σε παγκόσμια συχνότητα περισσότερο από 0,1%. 10 Επίσης, το F508del εντοπίζεται σε ένα τουλάχιστον αλληλόμορφο στο 90% των πασχόντων με CF. 16

Επιδημιολογικά στοιχεία

Η συχνότητα εμφάνισης της CF είναι 1/2.000-1/3.000 γεννήσεις στα άτομα της Καυκάσιας φυλής, 1/3.500 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, 1/15.000 στους Αφροαμερικανούς και 1/31.000 στους Ασιάτες. 17 , 18 Στην Ελλάδα, η συχνότητα εμφάνισης της CF, εκτιμάται περίπου σε 1/2.000 - 1/2.500 γεννήσεις. Συνολικά, κάθε χρόνο γεννιούνται 50-60 πάσχοντα νεογνά με CF. Το 4-5% του γενικού πληθυσμού ή 1/20 - 1/25 θεωρείται ότι είναι ετερόζυγοι φορείς του παθολογικού γονιδίου, δηλαδή περισσότεροι από 500.000 Έλληνες είναι φορείς και πάνω από 800 οι πάσχοντες οι οποίοι εμφανίζουν προσδόκιμο επιβίωσης 30-35 χρόνια ζωής. 17

Υπερηχογραφική διάγνωση

Σε πολλές περιπτώσεις η κυστική ίνωση δεν παράγει σημαντικά υπερηχογραφικά ευρήματα, γι αυτό και η ευαισθησία της εξέτασης στην διάγνωση της κυστικής ίνωσης δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Ωστόσο, η συγγενής κυστική ίνωση μπορεί να υποπτευθεί με βάσει την υπερηχογένεια του εντέρου. 19 Το υπερηχογενές εμβρυϊκό έντερο ανιχνεύεται σε ποσοστό 0,1-1,8% κατά το δεύτερο ή το τρίτο τρίμηνο της κύησης. 20 Βιβλιογραφικά δεδομένα υποστηρίζουν επίπτωση της κυστικής ίνωσης περίπου στο 3% των εμβρύων με υπερηχογενές έντερο, 21 - 23 αν όμως επιπροσθέτως, συνυπάρχουν και διατεταμένες εντερικές έλικες η επίπτωση αυτή γίνεται 17% και αγγίζει το 25% όταν συνδυάζεται με διάταση εντέρου και απουσία της χοληδόχου κύστης. 23 , 24 Άλλες μελέτες δίνουν χαμηλότερη επίπτωση κυστικής ίνωσης (0,7%-1,3%) 25 , 26 και προτείνουν ότι ο κίνδυνος ενός πάσχοντος εμβρύου ποικίλλει ανάλογα με την εθνολογική του προέλευση. Αποδόθηκε επίπτωση κυστικής ίνωσης περίπου 33%, σε έμβρυα 3ου τριμήνου με εντερική απόφραξη και υδράμνιο.

Κληρονομικότητα

Η κυστική ίνωση (CF) μεταβιβάζεται με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο κληρονόμησης στους απογόνους και η αντίστοιχη μεταλλαγή που είναι υπεύθυνη γι αυτή την διαταραχή λέγεται, ρυθμιστής της διαμεμβρανικής αγωγιμότητας της κυστικής ίνωσης (CFTR). Για να γεννηθεί ένα παιδί με κυστική ίνωση πρέπει απαραίτητα και οι δύο γονείς του να είναι φορείς ή ασθενείς. 17 Οι πιθανότητες εμφάνισης της νόσου για κάθε παιδί καθορίζονται από τους νόμους του Mendel:

  1. στην συνήθη περίπτωση δύο γονέων-φορέων, για κάθε παιδί υπάρχει πιθανότητα 25% να πάσχει από τη νόσο, 50% να είναι φορέας και 25% να μην φέρει καν το γονίδιο
  2. από ένα γονέα ασθενή και ένα φορέα, κάθε παιδί έχει πιθανότητα 50% να είναι ασθενής και 50% πιθανότητα να είναι φορέας
  3. από ένα γονέα υγιή και ένα φορέα, δεν υπάρχει πιθανότητα γέννησης ασθενούς παιδιού, αλλά κατά 50% κάθε παιδί είναι πιθανό να είναι φορέας
  4. από ένα γονέα υγιή και έναν ασθενή, όλα τα παιδιά θα είναι φορείς
  5. και οι δύο γονείς ασθενείς προφανώς μπορούν να κάνουν μόνο ασθενή παιδιά.

Προγεννητικός έλεγχος

Ο μοριακός έλεγχος σε ένα μικρό δείγμα αίματος μπορεί να προσφέρει στους μελλοντικούς γονείς την δυνατότητα για έναν σχετικά φθηνό και αποδοτικό έλεγχο στον προσδιορισμό του παθολογικού γονιδίου CFTR. Όμως, η αναγνώριση των μεταλλάξεων της CF είναι πιο δύσκολη σε ορισμένους πληθυσμούς με Ισπανόφωνη, Αφρικανική ή Ασιατική προέλευση από εκείνων που εντοπίζονται στους Καυκάσιους, επειδή, η φύση, η κατανομή και η συχνότητα των μεταλλάξεων που προκαλούν CF διαφέρουν σημαντικά σε μεταξύ των πληθυσμών. Έτσι, οι τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες επικεντρώνονται σε στρατηγικές αντιμετώπισης ολοένα και πιο σύνθετες στην ανίχνευση μεταλλάξεων CFTR. 27

Επομένως είναι αδύνατο να προταθεί μια συγκεκριμένη κοινή ομάδα-μεταλλάξεων που θα ελέγχεται παγκοσμίως. Ωστόσο, η εργαστηριακή διάγνωση βασίζεται στον προσδιορισμό δύο μεταλλάξεων που προκαλούν ασθένειες CF σε trans. 28 Η νόσηση στο έμβρυο ελέγχεται με την λήψη εμβρυϊκού DNA που προέρχεται από την βιοψία χοριακών λαχνών ή αμνιοπαρακέντησης. 29 , 30 Σήμερα, ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος (NIPD) προσφέρεται ως ένας νέος εναλλακτικός τρόπος προγεννητικής διάγνωσης των προσβεβλημένων εμβρύων με κυστική ίνωση σε ετερόζυγους φορείς της CF. 31

Στον Ελλαδικό χώρο η επίπτωση των 8 συχνότερων μεταλλάξεων αφορά τα αλληλόμορφα, F508del (53.4%), 621+1G>T (5.7%), G542X (3.9%), N1303K (2.6%), 2789+5G>A (1.7%), 2183AA>G (1.4%), E822X (1.4%) και R1158X (1%). Στην χώρα μας ο έλεγχος προσφέρεται σε διάγνωση τριών πακέτων: α) στην ανίχνευση του γονιδίου F508del που αφορά το 65% των μεταλλάξεων της CF, β) στην ανίχνευση του 75% ή 85% των μεταλλάξεων του CFTR και γ) στον πλήρη έλεγχο που περιλαμβάνει το σύνολο των μεταλλάξεων (98%). 32 Επί του παρόντος, ο μοριακός έλεγχος του γονιδίου CFTR πραγματοποιείται και σε ζευγάρια που υποβάλλονται σε τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, λόγω (μη αποφρακτικής) αζωοσπερμίας στον σύζυγο. 33

Έκβαση

Μεταλλάξεις στο γονίδιο προκαλούν μειωμένη παραγωγή ή λειτουργικότητα της πρωτεΐνης με αποτέλεσμα στο επιθήλιο των προσβαλλομένων οργάνων να παράγεται παχύρρευστη κολλώδης βλέννα η οποία αποφράσσει τους πόρους των αδένων με συνέπεια την προοδευτική καταστροφή του ιστού των οργάνων (ίνωση) και την τελική ανεπάρκεια τους. Για παράδειγμα, στους πνεύμονες η βλέννη αποφράσσει τους αεραγωγούς με συνέπεια συχνές μικροβιακές λοιμώξεις και ανοσολογικές αντιδράσεις, που οδηγούν στην έκκριση περισσότερης βλέννης, που ευνοεί με τη σειρά της την εγκατάσταση μικροβίων, δημιουργώντας έτσι ένα φαύλο κύκλο. Στο πάγκρεας παρεμποδίζεται η παραγωγή των απαραίτητων για την πέψη των τροφών ενζύμων. Στο έντερο μπορεί να δημιουργήσουν ειλεό από μηκώνιο. 21 , 34 Οι ιδρωτοποιοί αδένες παράγουν πολύ αλμυρό ιδρώτα, γεγονός που δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους αφυδάτωσης.17

Ο νεογνικός ειλεός προκαλείται στις περισσότερες περιπτώσεις από μεταλλάξεις του γονιδίου CFTR. Πρόσφατα ενοχοποιήθηκε το αλληλόμορφο GUCY2C ως ένας πιθανός υποψήφιος της τροποποίησης του φαινοτύπου του ειλεού από μηκώνιο στον πληθυσμό των Βεδουίνων. 34 Στα νεογνά, εκεί όπου υπάρχουν φαινοτυπικά χαρακτηριστικά της νόσου, παρέχεται έλεγχος CF επειδή η έγκαιρη διάγνωση επιτρέπει την πρόσβαση σε εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη η οποία βελτιώνει το προσδόκιμο επιβίωσης. 35

  1. White R, Woodward S, Leppert M, et al. A closely linked genetic marker for cystic fibrosis. Nature. 1985 Dec; 318:382–4. PubMed | Google Scholar
  2. Riordan JR, Rommens JM, Kerem B, et al. Identification of the cystic fibrosis gene: cloning and characterization of complementary DNA. Science. 1989 Sep 8; 245(4922): 1066–1073. PubMed | Google Scholar
  3. Trezise AE, Szpirer C, Buchwald M. Localization of the gene encoding the cystic fibrosis transmembrane conductance regulator (CFTR) in the rat to chromosome 4 and implications for the evolution of mammalian chromosomes. Genomics. 1992 Dec;14(4): 869-74. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  4. Rommens JM, Iannuzzi MC, Kerem B, et al. Identification of the cystic fibrosis gene: chromosome walking and jumping . Science. 1989 Sep; 245: 1059–65. PubMed | Google Scholar
  5. Anderson MP, Gregory RJ, Thompson S, et al. Demonstration that CFTR is a chloride channel byalteration of its anion selectivity. Science. 1991 Jul;253: 202-205. PubMed | Google Scholar
  6. Zeitlin PL, Crawford I, Lu L, et al. CFTR protein expression in primary and cultured epithelia. Proc Natl Acad Sci U S. 1992 Jan;89: 344-347. PubMed | Full Text PMC | PDF | Google Scholar
  7. Frizzell RA. Functions of the Cystic Fibrosis Transmembrane Conductance Regulator Protein. Am J Respir Crit Care Med. 1995 Mar; 151(3 Pt 2): S54-8. PubMed | Full Text AJRCCM | Google Scholar
  8. Dray-Charier N, Paul A, Scoazec JY, et al. Expression of delta F508 cystic fibrosis transmembrane conductance regulator protein and related chloride transport properties in the gallbladder epithelium from cystic fibrosis patients. Hepatology. 1999 Jun; 29(6): 1624-34. PubMed | Google Scholar
  9. Kelley KA, Stamm S, Kozak CA. Expression and chromosome localization of the murine cystic fibrosis transmembrane conductance regulator. Genomics. 1992 Jun; 13(2): 381-8. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  10. Kerem B, Rommens JM, Buchannan JA, et al. Identification of the cystic fibrosis gene: genetic analysis . Science. 1989 Sep; 245: 1073–80. PubMed | Google Scholar
  11. Cystic Fibrosis Mutation Database
  12. Morral N, Bertranpetit J, Estivill X, et al. The origin of the major cystic fibrosis mutation (delta F508) in European populations. Nat Genet. 1994 Jun;7: 169–175. PubMed | Google Scholar
  13. Lemna WK, Feldman GL, Kerem B, et al. Mutation analysis for heterozygote detection and the prenatal diagnosis of cystic fibrosis. N Engl J Med. 1990 Feb 1;322(5): 291–296. PubMed | Full Text NEJMGoogle Scholar
  14. Highsmith WE Jr, Chong GL, Orr HT, et al. Frequency of the delta Phe508 mutation and correlation with XV.2c/KM-19 haplotypes in an American population of cystic fibrosis patients: results of a collaborative study. Clin Chem. 1990 Oct; 36(10): 1741-6. PubMed | Google Scholar
  15. Radivojevic D, Djurisic M, Lalic T, et al. Spectrum of cystic fibrosis mutations in Serbia and Montenegro and strategy for prenatal diagnosis. Genet Test. 2004;8: 276–280. PubMed | Full Text MAL | Google Scholar
  16. Wang Y, Wrennall JA, Cai Z, et al. Understanding how cystic fibrosis mutations disrupt CFTR function: from single molecules to animal models. Int J Biochem Cell Biol. 2014 Jul;52: 47–57. PMID: 24727426
  17. Report of a joint meeting of WHO/ECFTN/ICF(M)A/ECFS. WHO Geneva: Human Genetics Programme; The molecular genetic epidemiology of cystic fibrosis. WHO/HGN/CF/WG/04.02 http://www.who.int/genomics/public/geneticdiseases/en/index2.html
  18. Beaudet AL. Genetic testing for cystic fibrosis. Pediatr Clin North Am. 1992 Apr;39(2): 213-28. PMID: 1553241
  19. Benacerraf BR, Chaudhury AK. Echogenic fetal bowel in the third trimester associated with meconium ileus secondary to cystic fibrosis. A case report. J Reprod Med. 1989 Apr; 34(4): 299-300. PMID: 2654389
  20. Simon-Bouy B, Satre V, Ferec C, et al. Hyperechogenic fetal bowel: a large French collaborative study of 682 cases. Am J Med Genet A. 2003 Sep 1;121A(3):209-13. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  21. Muller F, Dommergues M, Simon-Bouy B, et al. Cystic fibrosis screening: a fetus with hyperechogenic bowel may be the index case. J Med Genet. 1998 Aug; 35(8): 657-60. PMID: 9719372
  22. Al-Kouatly HB, Chasen ST, Streltzoff J, et al. The clinical significance of fetal echogenic bowel. Am J Obstei Gynecol. 2001 Nov; 185: 1035-1038. PMID: 11717628
  23. Muller F, Simon-Bouy B, Girodon E, et al. Predicting the risk of cystic fibrosis with abnormal ultrasound signs of fetal bowel: results of a French molecular collaborative study based on 641 prospective cases. Am J Med Genet. 2002 Jun 15;110(2): 109-15. PMID: 12116247
  24. de Becdelièvre A, Costa C, Jouannic JM, et al. Comprehensive description of CFTR genotypes and ultrasound patterns in 694 cases of fetal bowel anomalies: a revised strategy. Hum Genet. 2011 Apr;129( 4): 387-96. PMID: 21184098
  25. Berlin BM, Norton ME, Sugarman EA, et al. Cystic fibrosis and chromosome abnormalities associated with echogenic fetal bowel. Obstet Gynecol. 1999 Jul; 94(1): 135-8. PMID: 10389734
  26. Sukupová M, Dhaifalah I, Adamík Z, et al. Hyperechogenic fetal bowel as a marker of fetal cystic fibrosis. Ceska Gynekol. 2015 Jan; 80(1): 20-4. PMID: 25723074
  27. Dequeker E, Stuhrmann M, Morris MA, et al. Best practice guidelines for molecular genetic diagnosis of cystic fibrosis and CFTR-related disorders-updated European recommendations. Eur J Hum Genet. 2009 Jan; 17(1): 51-65. PMID: 18685558
  28. Rosenstein BJ, Cutting, GR. The diagnosis of cystic fibrosis: a consensus statement. Cystic Fibrosis Foundation Consensus Panel. J Pediatr. 1998 Apr; 132: 589–595. PMID: 9580754
  29. Castaldo G, Martinelli P, Massa C, et al. Prenatal Diagnosis of Cystic Fibrosis: A Case of Twin Pregnancy Diagnosis and a Review of 5 Years' Experience. Clin Chim Acta. 2000 Aug; 298 (1-2): 121-33. PMID: 10876009
  30. Fredj SH, Ouali F, Siala H, et al. Prenatal Diagnosis of Cystic Fibrosis: 10-years Experience. Pathol Biol (Paris). 2015 Jun; 63(3): 126-9. PMID: 26002249
  31. Guissart C, Dubucs C, Raynal C, et al. Non-invasive prenatal diagnosis (NIPD) of cystic fibrosis: an optimized protocol using MEMO fluorescent PCR to detect the p.Phe508del mutation. J Cyst Fibros. 2017 Mar; 16(2): 198-206. PMID: 28040480
  32. Kanavakis E, Efthymiadou A, Strofalis S, et al. Cystic fibrosis in Greece: Molecular diagnosis, haplotypes, prenatal diagnosis and carrier identification amongst high-risk individuals. Clin Genet. 2003 May; 63 (5): 400–409. PMID: 12752573
  33. Stuppia L, Antonucci I, Binni F et al. Screening of mutations in the CFTR gene in 1195 couples entering assisted reproduction technique programs. European J Hum Gen. 2005 Aug; 13: 959-64. PMID: 15870824
  34. Smith A, Bulman DE, Goldsmith C, et al. Meconium ileus in a Lebanese family secondary to mutations in the GUCY2C gene. Eur J Hum Genet. 2015 Jul; 23(7): 990-2. PMID: 25370039
  35. Farrell PM, Rosenstein BJ, White TB, et al. Guidelines for Diagnosis of Cystic Fibrosis in newborns throwgh older adults: Cystic Fibrosis Foundation Consensus Report. J Pediatr. 2008 Aug; 153(2): S4-S14. PMID: 18639722

Τερατογόνοι παράγοντες

Φεβρουαρίου 12, 2015 |

Τερατογόνος χαρακτηρίζεται οποιοσδήποτε περιβαλλοντικός παράγοντας, που δρα στο αναπτυσσόμενο έμβρυο, από την σύλληψη μέχρι τη γέννηση και προκαλεί δομικές ή λειτουργικές διαταραχές (Shepard TH. Human Teratogenicity. Adv Pediatr 1986, 33: 225).

Στους περιβαλλοντικούς παράγοντες συμπεριλαμβάνονται φάρμακα, χημικές ουσίες, λοιμώδη νοσήματα, μητρικές καταστάσεις (π.χ. φαινυλκετονουρία), ακτινοβολία και υπερθερμία.

Εμβρυοπάθεια

Η εμβρυοπάθεια στους δυνητικά τερατογόνους παράγοντες, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το στάδιο ανάπτυξης την περίοδο της έκθεσης, με το πρώτο τρίμηνο να χαρακτηρίζεται περισσότερο ευπαθές.

Συγκεκριμένα, κατά την διάρκεια των πρώτων 2 εβδομάδων από τη σύλληψη, το κύημα εμφανίζει αντοχή στα τερατογόνα, αφού δεν υπάρχει άμεση επαφή με την μητρική κυκλοφορία. Έτσι ελάχιστες ουσίες σε πολύ μικρές ποσότητες, όπως η νικοτίνη και η καφεΐνη, μπορούν να φτάσουν στην κοιλότητα της μήτρας (Scialli AR. Fabro S. The stage dependence of reproductive toxicology. In "Drugs and Chemical  Action in Pregnancy". Fabro S, Scialli A (eds) Marcel Dekker. 1986, pp 191-204). Επιπλέον, το διάστημα αυτό η ανάπτυξη αφορά ουσιαστικά τους εξω-εμβρυϊκούς ιστούς (τροφοβλάστη), ενώ τα εμβρυικά κύτταρα είναι αδιαφοροποίητα και ολιγάριθμα (Schardein JL. Chemically Induced Birth Defects. Marcel Dekker Inc, New York, 1985). Συνεπώς οποιαδήποτε κυτταρική βλάβη ή καταστροφή τους θα καταλήξει, είτε σε αποβολή, είτε στην πλήρη αποκατάσταση του κυήματος, χωρίς βέβαια να εμφανίζει μορφολογικές αλλοιώσεις  (Pescitelli M, J. Jr. principles of embryology. In "Human Teratogens", Educational Program Sponsored by Embryology-Teratology Unit of Children' s Service, Massachusetts General Hospital and Department of Pediatrics, Harvard Medical Scool, April 29-May 1, 1991).

Η πρώτη περίοδος της μεγάλης οργανογένεσης (embryonic period), 3η έως 8η εβδομάδα μετά τη σύλληψη, αποτελεί την πιο κρίσιμη περίοδο στην ανάπτυξη, το έμβρυο είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο σε τερατογόνους παράγοντες, με αποτέλεσμα, είτε την αποβολή του, είτε τον σχηματισμό μεγάλων δομικών ανωμαλιών. Το όργανο που προσβάλλεται, είναι αυτό που διαφοροποιείται γρηγορότερα από τα υπόλοιπα, την χρονική στιγμή της έκθεσής του. Η ατρησία οισοφάγου και η μηνιγγοκήλη για παράδειγμα σχηματίζονται μεταξύ 18ης και 30ης ημέρας μετά τη σύλληψη, ενώ η ατρησία ορθού, η συνδακτυλία και η μεσοκοιλιακή επικοινωνία δημιουργούνται μέχρι την 7η εβδομάδα (Schardein, 1985).

Στη δεύτερη περίοδο της οργανογένεσης (fetal period), η οποία διαρκεί μεταξύ 9ης και 13ης εβδομάδας, συνεχίζεται η διαφοροποίηση σε ορισμένα μόνο όργανα, όπως των οδόντων, της υπερώας, του κατώτερου πεπτικού και των γεννητικών οργάνων (Schardein, 1985, Pescitelli 1991). Κατά συνέπεια, η επίδραση κάποιου τερατογόνου παράγοντα μέχρι την 10η εβδομάδα, μπορεί να προκαλέσει συστροφή εντέρου, ομφαλοκήλη και δίκερω μήτρα, υποσπανδία μέχρι την 11η εβδομάδα και λυκόστομα μέχρι την 12η εβδομάδα (Moore KC,. The Developing Human. In "Clinically Oriented Embryology". 2nd ed, WB Saunders, Philadelphia 1977).

Στο 2ο και 3ο τρίμηνο της κύησης, αναπτύσσονται τα ήδη διαμορφωμένα όργανα και η επίδραση τερατογόνων παραγόντων μπορεί να προκαλέσει μόνο ελάσσονες μορφολογικές διαταραχές. H κρυψοορχία για παράδειγμα, δημιουργείται μεταξύ 7ου και 9ου μήνα και η υπέρχρωση των δοντιών εξαιτίας της λήψης τετρακυκλίνης, μετά από τον 4ο μήνα (Cohlan S. Tetracycline staining of teeth. Teratology 1977, 16:359). Βραχυμέλια ή και συνοδές ανωμαλίες, λόγω αγγειοσύσπασης μπορεί να προκληθεί ακόμη και προς το τέλος της κύησης (Wise DL, Scott WJ. Teratogenesis: Abnormalities of morphogenesis and growth, 1986).

Προγεννητικός έλεγχος

Φεβρουαρίου 12, 2015 |

Προγεννητικός έλεγχος και διάγνωση γενετικών ανωµαλιών

Προγεννητικό έλεγχο ονομάζουμε το σύνολο των εξετάσεων που γίνονται µε σκοπό την έγκαιρη διάγνωση συγγενών ανωµαλιών στο έμβρυο. Ορισμένες από αυτές, ακόµη κι αν υπάρχουν στην γέννηση, πολλές φορές ανακαλύπτονται τα πρώτα χρόνια της ζωής ή αργότερα στην ενηλικίωση. Πρακτικά οι συγγενείς ανωµαλίες ταξινοµούνται σε Μικρές και Μεγάλες. Σαν Μεγάλη ανωµαλία θεωρείται η βλάβη εκείνη που προκαλεί σοβαρά προβλήµατα παραµόρφωσης, φέρνει το θάνατο και για να διορθωθεί χρειάζεται να γίνει µεγάλη χειρουργική παρέµβαση. Η Μικρή ανωµαλία δεν προκαλεί προβλήµατα στην επιβίωση, επηρεάζει όμως τον τρόπο ζωής και διορθώνεται µε µικρότερες χειρουργικές παρεµβάσεις. Στατιστικά στοιχεία υπολογίζουν ότι 3,2 σε κάθε 100 νεογέννητα παρουσιάζονται µε Μεγάλες ανωµαλίες ενώ 3,6 µε Μικρές.

Προγεννητική διάγνωση είναι ο εντοπισµός ή ο αποκλεισµός µιας εµβρυακής ανωµαλίας που αποσκοπεί στην παροχή της πληροφορίας στο ζευγάρι αφήνοντας τους την επιλογή να συνεχίσουν ή να τερµατίσουν µια εγκυµοσύνη στην οποία έχει διαγνωστεί µια σοβαρή ανωµαλία. Οι περισσότεροι µελλοντικοί γονείς θα επέλεγαν να τερµατίσουν µια προσβεβληµένη από κάποια αρρώστια κύηση, ενώ πολλοί λίγοι θα χρησιµοποιούσαν αυτήν την πληροφορία ώστε να προετοιµαστούν ψυχολογικά για να υποδεχτούν το άρρωστο µωράκι τους. Στις περιπτώσεις που αποφασίζεται η συνέχιση της εγκυµοσύνης-παρά την διάγνωση του προβλήματος-συνήθως υπάρχει το χρονικό περιθώριο για να προγραµµατιστεί µε ακρίβεια ο χρόνος και ο τρόπος του τοκετού, η περιγεννητική φροντίδα του νεογέννητου να γίνει από οµάδα γιατρών που θα συµµετέχει στον τοκετό, ενώ σε ειδικές περιπτώσεις µπορεί να προσχεδιαστεί και η χειρουργική διόρθωση. Η πρόληψη στις περιπτώσεις αυτές πετυχαίνεται µε την ακριβή διάγνωση της πάθησης και η γενετική καθοδήγηση που ακολουθεί αποσκοπεί στην αποφυγή επανεµφάνισης της κατάστασης µέσα στην οικογένεια.

Στατιστικά στοιχεία υπολογίζουν, τουλάχιστον 7 σε κάθε 100 από τα ζωντανά παιδιά που γεννιούνται, παρουσιάζουν κάποιο βαθµό διαπλαστικής ανωµαλίας, που οφείλεται σε κάποια γενετική διαταραχή. Οι ανωµαλίες αυτές µπορεί να είναι από πολύ βαριές µέχρι πολύ ελαφριές. Άλλες θεραπεύονται και άλλες όχι. Ορισµένα επίσης παιδιά θα παρουσιάσουν διανοητική καθυστέρηση, προβλήµατα στην συµπεριφορά, την µάθηση ή αυτισµό. 

Σελίδα 17 από 17

Ποιοι είμαστε

Η ιστοσελίδα emvriomitriki.gr σχεδιάστηκε αρχικά για να καλύψει τις απορίες και τις ανάγκες των εγκύων γυναικών. Όμως, λόγω του υψηλού επιστημονικού υλικού που περιέχει (άρθρα, βίντεο, φωτογραφίες, βιβλιογραφία) καθίσταται χρήσιμο επαγγελματικό εργαλείο σε φοιτητές, μαιευτήρες και άλλους επαγγελματίες υγείας που επιθυμούν να ανανεώσουν τις γνώσεις τους. Το έργο επιμελήθηκε ο ιατρός Αναστάσιος Κοκοβίδης.

Στοιχεία επικοινωνίας

Διαδρομή

Λεωφόρος Κηφισίας 26
Αθήνα, 115 26


info@emvriomitriki.gr
210 7771300










Κλείστε το ραντεβού σας Online!




Πριν ξεκινήσετε, Cookies
Πρόκειται για μικρά αρχεία/εργαλεία που μας βοηθάνε να οργανώσουμε καλύτερα την περιήγηση στην σελίδα μας καθώς και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδας μας.