• Slider4
  • Slider5
  • Slider 9
Δρ Αναστάσιος Κοκοβίδης

Δρ Αναστάσιος Κοκοβίδης

Υποχονδροπλασία

Μαρτίου 28, 2019 |

Περιγραφή και ορισμός

Η υποχονδροπλασία (HCH) αποτελεί μια μορφή μεταφυσιακής χονδροδυσπλασίας η οποία αν και μοιάζει με την αχονδροπλασία η φαινοτυπική της εικόνα καθώς και τα ακτινολογικά ευρήματα είναι ηπιότερα από αυτά της αχονδροπλασίας. 1 , 2

Αιτιοπαθογένεια

Η υποχονδροπλασία (HCH) προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο του υποδοχέα του αυξητικού παράγοντα 3 των ινοβλαστών (FGFR3). 3 - 5 Ως γνωστόν, το γονίδιο FGFR3 αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό και την διαφοροποίηση των χονδροκυττάρων με αποτέλεσμα την ριζομελική βράχυνση των οστών. Μάλιστα, η μετάλλαξη p.N540K, αντιπροσωπεύει το 60-70% των περιπτώσεων HCH στο γονίδιο FGFR3. 6 , 7

Μάλλον αντιφατικά, κρίνονται τα αποτελέσματα μιας άλλης μελέτης σύμφωνα με την οποία, ποσοστό 56,9% των προσβεβλημένων ασθενών με HCH δεν φέρουν μεταλλάξεις στο γονίδιο FGFR3 γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχουν και άλλες μη - ανακαλυφθείσες γονιδιακές μεταλλάξεις οι οποίες φαινοτυπικά ομοιάζουν με HCH. 8 Με την υπόθεση της ετερογένειας του γενετικού τόπου της υποχονδροπλασίας φαίνεται να συμφωνεί και η μελέτη του Stoilov. 9

Δημογραφικά στοιχεία

Η επίπτωση της υποχονδροπλασίας στο γενικό πληθυσμό είναι άγνωστη. Αυτό, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν καθιερώθηκαν διαγνωστικά κριτήρια τα οποία θα επέτρεπαν την ακριβή συλλογή στατιστικών δεδομένων από αρκετές μελέτες που είδαν το φώς της δημοσιότητας. Οι περισσότερες περιπτώσεις υποχονδροπλασίας, εμφανίζονται σποραδικά ως αποτέλεσμα μιας νέας μετάλλαξης. 10

Κληρονομικότητα

Το πρότυπο κληρονομικότητας αυτής της διαταραχής είναι αυτοσωματικό επικρατές, παρότι πολλές περιπτώσεις εικάζονται ότι αντιπροσωπεύουν νέες μεταλλάξεις κι έχουν συνδεθεί με την προχωρημένη πατρική ηλικία. Η υποχονδροπλασία θωρείται ως μια αλληλομορφή της αχονδροπλασίας και της θανατηφόρου δυσπλασίας, στον γενετικό τόπο 4p16.3 του χρωμοσώματος 4, υποδεικνύοντας ότι αυτές οι τρείς διαταραχές προκύπτουν από μεταλλαγές του ίδιου γονιδίου FGFR3.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Προγεννητική διάγνωση HCH βασιζόμενη αποκλειστικά σε υπερηχογραφικές μετρήσεις του εμβρυϊκού σκελετού είναι δύσκολη και δεν έχει αναφερθεί. 11 Η πρωιμότερη διάγνωση HCH που περιγράφεται στην βιβλιογραφία ήταν στις 22 εβδομάδες της κύησης σε μια οικογένεια υψηλού κινδύνου για την εν λόγω διαταραχή. 12 Ωστόσο, υπάρχει η αναφορά ενός βρέφους με HCH το οποίο γεννήθηκε από μητέρα με ACH και πατέρα με HCH. Το έμβρυο εξετάστηκε με διαδοχικά υπερηχογραφήματα από την 16η εβδομάδα και είχε φυσιολογικό μήκος οστών έως την 22η εβδομάδα της κύησης. Στις 25 εβδομάδες, τα μακρά οστά άρχισαν να εμφανίζονται μικρότερα του αναμενόμενου για την αντίστοιχη ηλικία κύησης, η βιομετρία κεφαλής (BPD, HC) παρέμενε φυσιολογική και έτσι τέθηκε ορθώς η διάγνωση της υποχονδροπλασίας. 13

Παρόλα αυτά, ο Chen και οι συνεργάτες του έθεσαν την διάγνωση HCH, με μοριακό έλεγχο DNA, σε μια κύηση χαμηλού κινδύνου έπειτα από ομφαλιδοπαρακέντηση. Η έγκυος μητέρα είχε ύψος 152 cm και ο σύζυγός της 180 cm. Η έγκυος μητέρα παραπέμφθηκε στις 30 εβδομάδες για γενετική συμβουλευτική εξαιτίας ριζομελικής βράχυνσης των μακρών οστών < από την 5η % θέση ανάπτυξης. Ο υπόλοιπος βιομετρικός έλεγχος ήταν απολύτως φυσιολογικός και αντιστοιχούσε με κύηση 30 εβδομάδων. Τα δάχτυλα και η κρανιοπροσωπική εμφάνιση ήταν φυσιολογικά. Αφού ετέθει προσωρινά η διάγνωση της αχονδροπλασίας (ACH), διεξήχθη έλεγχος DNA στο σύνολο του γονιδίου FGFR3 και διαπιστώθηκε μετάλλαξη Υ278C. 14

Το μειωμένο μήκος μηριαίου οστού (FL) και η φυσιολογική βιομετρία κεφαλής (BPD, HC) προτάθηκαν ως πιθανοί υπερηχογραφικοί δείκτες προγεννητικής διάγνωσης της υποχονδροπλασίας (HCH). 15

Διαφορική διάγνωση

Η υποχονδροπλασία (HCH) είναι μια ήπια σκελετική δυσπλασία η οποία χαρακτηρίζεται από κοντά άκρα, βραχύ ανάστημα και οσφυϊκή λόρδωση. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα τρία είδη νανισμού (ψευδο-αχονδροπλασία, ετερόζυγος αχονδροπλασία και θανατηφόρος δυσπλασία) με παρόμοια κλινικά χαρακτηριστικά, γεγονός που καθιστά δύσκολη την ακριβή διάγνωση. Ο Wang και οι συνεργάτες του, ανέφεραν την συμβολή του μοριακού ελέγχου της υποχονδροπλασίας ως διαγνωστικό μέσο, μιας οικογένειας Κινέζων με ιστορικό HCH. 16 Σε αντίθεση με την αχονδροπλασία, το κρανίο, η λεκάνη και τα χέρια ουσιαστικά είναι φυσιολογικά στην υποχονδροπλασία, 1 ενώ υπάρχει και έλλειψη κύρτωσης των κνημών (ραιβογωνία). 17 Κάποιες φορές, τα προσβεβλημένα με HCH έμβρυα έχουν παραμορφωμένο κρανίο, δίκην "φύλλου τριφυλλιού," λόγω πολλαπλής κρανιοσυνοστέωσης, χωρίς ωστόσο, σημαντική δυσαναλογία στην βιομετρία. 18

Ορισμένοι συγγραφείς διατείνονται ότι η μετάλλαξη C1620A στο γονίδιο FGFR3, θα μπορούσε να προκαλέσει εγκεφαλικές δυσμορφίες, του τύπου δυσγενεσία του μέσου κροταφικού λοβού, σε ασθενείς με υποχονδροπλασία και θανατηφόρο δυσπλασία. 19 , 20 Αυτές οι εγκεφαλικές δυσμορφίες καθώς και οι ανωμαλίες του ιππόκαμπου που παρατηρούνται θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προγεννητικά ως σημείο διαφορικής διάγνωσης από την αχονδροπλασία με την συνδρομή της εμβρυϊκής μαγνητικής τομογραφίας. 21 Η διαφορική διάγνωση θα πρέπει επίσης να συμπεριλαμβάνει και άλλες καταστάσεις που σχετίζονται με ήπια βράχυνση του μήκους των μελών και μακροκεφαλία, όπως, ενδομήτρια υπολειπόμενος ανάπτυξη (IUGR), σύνδρομο Down, σύνδρομο Kniest, σύνδρομο Turner.

Στρατηγικές διαχείρισης

Ο συνδυασμός υπερηχογραφικής και μοριακής γενετικής προσέγγισης, είναι χρήσιμος στην θέσπιση ακριβούς διάγνωσης της HCH ενδομήτρια, και, ακολούθως, η παροχή γενετικής συμβουλευτικής στην κατάλληλη περιγεννητική διαχείριση. 22

Φυσική ιστορία και έκβαση

Το βάρος και το ύψος των υποχονδροπλαστικών νεογνών συχνά είναι εντός του φυσιολογικού εύρους. Η δυσαναλογία των μελών σε σχέση με τον κορμό είναι ήπια και παραβλέπεται εύκολα κατά την διάρκεια της βρεφικής ηλικίας. Η βράχυνση του κορμού μπορεί να είναι ριζομελική 23 ή μεσομελική. 24

Με την πάροδο της ηλικίας, η δυσαναλογία των μελών γίνεται εμφανέστερη συνήθως στα κάτω, παρά στα άνω, άκρα. Το συνολικό ύψος των υποχονδροπλαστικών ασθενών βρίσκεται συνήθως 2-3 βασικές αποκλίσεις κάτω από τον μέσον όρο στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, ενώ στους ενήλικες κυμαίνεται μεταξύ 145-165 cm στους άνδρες, και 133-151 cm, στις γυναίκες. 25

Όταν αρχίζουν να βαδίζουν, συνήθως παρουσιάζουν οσφυϊκή υπερλόρδωση και μικρή ραιβογωνία, η οποία συνήθως είναι παροδική και σπάνια απαιτεί χειρουργική διόρθωση. Τα μικρά παιδιά και οι ενήλικες με υποχονδροπλασία συχνά είναι κοντόχοντρα, με παχύ, μυώδες σώμα. Η συχνότητα της διανοητικής υστέρησης πιστεύεται ότι είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς με υποχονδροπλασία, παρά με αχονδροπλασία ή στο γενικό πληθυσμό. 26

  1. Hall BD, Spranger J. Hypochondroplasia: clinical and radiological aspects in 39 cases. Radiology. 1979 Oct; 133(1): 95-100. PubMed | Full Text Radiology
  2. Matsui Y, Yasui N, Kimura T, et al. Genotype phenotype correlation in achondroplasia and hypochondroplasia. J Bone Joint Surg Br. 1998 Nov; 80(6): 1052-6. PubMed | Bone & Joint Journal
  3. Mullis PE, Patel MS, Brickell PM, et al. Growth characteristics and response to growth hormone therapy in patients with hypochondroplasia: genetic linkage of the insulin-like growth factor I gene at chromosome 12q23 to the disease in a subgroup of these patients. Clin Endocrinol (Oxf). 1991 Apr; 34(4): 265-74. PubMed | Wiley Online Library
  4. Prinos P, Costa T, Sommer A, et al. A common FGFR3 gene mutation in hypochondroplasia. Hum Mol Genet. 1995 Nov; 4(11): 2097-2101. PubMed | Oxford Academic | Google Scholar
  5. Bellus GA, McIntosh I, Smith EA, et al. A recurrent mutation in the tyrosine kinase domain of fibroblast growth factor receptor 3 causes hypochondroplasia. Nat Genet. 1995 Jul; 10(3): 357-9. PubMed | Nature Genetics
  6. Park KE, Kim SA, Kang MJ, et al. Successful birth with preimplantation genetic diagnosis using single-cell allele-specific PCR and sequencing in awoman with hypochondroplasia due to FGFR3 mutation (c.1620C>A, p.N540K). Clinical and Experimental Reproductive Medicine. 2013; 40(1): 42-46. PubMed | Full Text PMC | Full Text CERM
  7. Heuertz S, Le Merrer M, Zabel B, et al. Novel FGFR3 mutations creating cysteine residues in the extracellular domain of the receptor cause achondroplasia or severe forms of hypochondroplasia. Eur J Hum Genet. 2006 Dec; 14(12): 1240-7. PubMed | Full Text Human Genetics
  8. Song SH, GC Balce, MV Agashe, et al. New proposed clinico-radiologic and molecular criteria in hypochondroplasia: FGFR 3 gene mutations are not the only cause of hypochondroplasia. Am J Med Genet A. 2012 Oct; 158A (10): 2456-62. PubMed | Wiley Online Library
  9. Stoilov I, Kilpatrick MW, Tsipouras P, et al. Possible genetic heterogeneity in hypochondroplasia. J Med Genet. 1995 Jun; 32(6): 492-3. PubMed | Full Text PMC | Full text BMJ | PDF
  10. Bailey AJ, Sims TJ, Stanescu V, et al. Abnormal collagen cross-linking in the cartilage of a diastrophic dysplasia patient. Br J Rheumatol. 1995 Jun; 34(6): 512-5. PubMed | Oxford Academic
  11. Lemyre E, Azouz EM, Teebi AS, et al. Bone dysplasia series. Achondroplasia, hypochondroplasia and thanatophoric dysplasia: review and update. Can Assoc Radiol J. 1999 Jun; 50(3): 185-97. PubMed
  12. Stoll C, Manini P, Bloch J, et al. Prenatal diagnosis of hypochondroplasia. Prenat Diagn. 1985 Nov-Dec; 5(6): 423-6. PubMed | Wiley Online Library
  13. Huggins MJ, Mernagh JR, Steele L, et al. Prenatal sonographic diagnosis of hypochondroplasia in a high-risk fetus. Am J Med Genet. 1999 Nov 26; 87(3): 226-9. PubMed
  14. Chen CP, Su YN, Lin TH, et al. Detection of a de novo Y278C mutation in FGFR3 in a pregnancy with severe fetal hypochondroplasia: prenatal diagnosis and literature review. Taiwan J Obstet Gynecol. 2013 Dec; 52(4): 580-5. PubMed | Elsevier
  15. Kataoka S, Sawai H, Yamada H, et al. Radiographic and genetic diagnosis of sporadic hypochondroplasia early in the neonatal period. Prenat Diagn. 2004 Jan; 24(1): 45-9. PubMed | Wiley Online Library
  16. Wang H, Sun Y, Wu W, et al. A novel missense mutation of FGFR3 in a Chinese female and her fetus with hypochondroplasia by next-generation sequencing. Clin Chim Acta. 2013 Aug 23; 423: 62-5. PubMed | Elsevier
  17. Scott CI Jr. Achondroplastic and hypochondroplastic dwarfism. Clin Orthop Relat Res. 1976 Jan-Feb; (114): 18-30. PubMed
  18. Angle B, Hersh JH, Christensen KM. Molecularly proven hypochondroplasia with cloverleaf skull deformity: a novel association. Clin Genet. 1998 Nov; 54(5): 417-20. PubMed | Wiley Online Library
  19. Grosso S, Farnetani MA, Berardi R, et al. Medial temporal lobe dysgenesis in Muenke syndrome and hypochondroplasia. Am J Med Genet A. 2003 Jul 1; 120A (1): 88-91. PubMed | Wiley Online Library
  20. Kannu P, Hayes IM, Mandelstam S, et al. Medial temporal lobe dysgenesis in hypochondroplasia. Am J Med Genet A. 2005 Nov 1; 138(4): 389-91. PubMed | Wiley Online Library
  21. Cesaretti C, Spaccini L, Rustico M, et al. Prenatal magnetic resonance imaging detection of temporal lobes and hippocampal anomalies in hypochondroplasia. Prenat Diagn. 2014 Oct; 34(10): 1015-7. PubMed | Wiley Online Library
  22. Karadimas C, Sifakis S, Valsamopoulos P, et al. Prenatal diagnosis of hypochondroplasia: report of two cases. Am J Med Genet A. 2006 May 1; 140 (9): 998-1003. PubMed | Wiley Online Library
  23. Specht EE, Daentl DL. Hypochondroplasia. Clin Orthop Relat Res. 1975 Jul-Aug; (110): 249-55. PubMed | Full Text CORR
  24. Ross JL, Bellus G, Scott CI Jr, et al. Mesomelic and rhizomelic short stature: The phenotype of combined Leri-Weill dyschondrosteosis and achondroplasia or hypochondroplasia. Am J Med Genet A. 2003 Jan 1; 116A (1): 61-5. PubMed | Wiley Online Library
  25. Appan S, Laurent S, Chapman M, et al. Growth and growth hormone therapy in hypochondroplasia. Acta Paediatr Scand. 1990 Aug-Sep; 79 (8-9): 796-803. PubMed | Wiley Online Library
  26. Wynne-Davies R, Patton MA. The frequency of mental retardation in hypochondroplasia. J Med Genet. 1991 Sep; 28(9): 644. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF

Περιγραφή και ορισμός

Το εμβρυϊκό σύνδρομο του βαλπροϊκού οξέoς (FVS) προκύπτει μετά από την προγεννητική έκθεση του εμβρύου στο VPA ένα αντιεπιληπτικό φάρμακο (AED) με τερατογόνο δράση.1 - 4 Χαρακτηρίζεται από δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ), δισχιδή ράχη κυρίως οσφυοϊερή μηνιγγομυελοκήλη, κρανιοπροσωπικές ανωμαλίες, υπολειπόμενη ενδομήτρια ανάπτυξη (IUGR), καρδιακές και μυοσκελετικές ανωμαλίες. 5 - 7

Επιδημιολογικά στοιχεία

Η επιληψία αποτελεί την πιο συχνή χρόνια νευρολογική κατάσταση με επιπολασμό που κυμαίνεται μεταξύ 4-10/1000 άτομα. Η επίπτωση του FVS όμως παραμένει άγνωστη κατά την κύηση.

Εάν η έκθεση στο βαλπροϊκό οξύ (VPA) λάβει χώρα μεταξύ 17ης - 30ής ημέρας μετά τη γονιμοποίηση η επίπτωση του ελλείμματος του νευρικού σωλήνα πλησιάζει το 1% - 2%. 8 - 10 Γενικά, ο κίνδυνος τερατογένεσης είναι μεγαλύτερος σε αυξανόμενες δόσεις VPA 11 , 12 καθώς το υψηλότερο ποσοστό δυσμορφιών παρατηρείται σε δόσεις 1000 mg / ημέρα ή περισσότερο. 13 , 14

Αρκετές μελέτες επιβεβαίωσαν αυξημένο κίνδυνο γενετικών ανωμαλιών (CMs) μετά από έκθεση σε AEDs έως 2-3 φορές περισσότερο από ότι στον γενικό πληθυσμό. 15 , 16 Η επίπτωση CMs σε έγκυες γυναίκες με επιληψία (PWWE) ήταν [7,08%; 95% CIs 5.62, 8.54] και ήταν υψηλότερη από αυτή των υγιών γυναικών [2.28%; CIs 1.46, 3.10]. Η επίπτωση CMs ήταν υψηλότερη στην ομάδα της πολυθεραπείας η οποία ελάμβανε συνδυασμό AEDs [16,78%; CIs 0,51, 33,05]. Το VPA είχε την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης CMs [10,73%; CIs 8,16, 13,29] στις PWWE που το ελάμβαναν ως μονοθεραπεία στο πρώτο τρίμηνο της κύησης.4 , 16

Η συνολική επίπτωση των μεγάλων συγγενών ανωμαλιών (MCMs) που ανιχνεύτηκαν σε έγκυες γυναίκες με επιληψία (PWWE) οι οποίες εκτέθηκαν σε αντιεπιληπτικά φάρμακα (AEDs) ήταν [4,2%; CIs 3,6%, 5,0%]. Το ποσοστό των MCMs ήταν υψηλότερο στην ομάδα της πολυθεραπείας 6,0% από αυτήν της μονοθεραπείας 3,7%. Το συνολικό ποσοστό των MCMs στην ομάδα ελέγχου που δεν έλαβε καμία AED αγωγή ήταν [3,5%; CIs 1,8%, 6,8%] και ήταν < από το ποσοστό των MCMs που παρατηρήθηκε σε έγκυες οι οποίες εκτέθηκαν μόνο στο βαλπροϊκό [6,2%; CIs 4,6%, 8,2%]. 17

Αιτιοπαθογένεια

Η αιτιοπαθογένεια του εμβρυϊκού συνδρόμου του βαλπροϊκού οξέος (FVS) είναι άγνωστη.

Συναφείς ανωμαλίες

Πέρα από τις κλασικές ανωμαλίες μπορεί επίσης να ανευρεθούν: ομφαλοκήλη, βουβωνοκήλη, ατρησία 12-δακτύλου, σκολίωση, υπερτροφία ούλων, 18 υπερχολερυθριναιμία, ηπατοτοξικότητα, παροδική υπογλυκαιμία, ινωδογονοπενία και εμβρυϊκή ή νεογνική δυσφορία.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η φαινοτυπική έκφραση του FVS χαρακτηρίζεται από δυσμορφίες προσώπου, στενό και επίμηκες μέτωπο, αποπλατυσμένη και ανασηκωμένη μύτη, αποπλατυσμένο και ευρύ φίλτρο, μικρό στόμα, λεπτό άνω χείλος, παχύ κάτω χείλος, χειλεοσχιστία, μικρογναθία ή και οπισθογναθία, μικρά αυτιά, δυσμορφίες δακτύλων (αραχνοδακτυλία), απλασία κερκιδικής ακτίνας, μυϊκή υποτονία. 5 , 19 -23 Τα υπερηχογραφικά ευρήματα συμπεριλαμβάνουν καρδιαγγειακές ανωμαλίες, υπολειπόμενη ενδομήτρια ανάπτυξη (IUGR), δισχιδή ράχη, στρεβλοχειρία, στρεβλοποδία, μικρομελία, μικροκεφαλία, υποσπαδίας και ανωμαλίες του ουρογεννητικού συστήματος. Καρδιακές ανωμαλίες περιγράφηκαν στο 26% των ασθενών του FVS. 7 Περισσότερο συχνά απαντήθηκαν διαφραγματικά ελλείμματα (VSDs και ΑSDs), στένωση αορτής ή πνευμονικής αρτηρίας, παραμένων αρτηριακός πόρος (PDA), υποπλασία πνευμονικής αρτηρίας.

Διαφορική διάγνωση

Κατά την ΔΔ πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν ανωμαλίες του νευρικού σωλήνα διαφορετικής αιτιολογίας. Ωστόσο, το κλινικό ιστορικό παρουσίας δισχιδούς ράχης και καρδιακής ανωμαλίας μπορεί να θέσει τη διάγνωση.

Κληρονομικότητα

Το FVS δεν κληρονομείται. Ωστόσο, εάν η μητέρα εκτίθεται στο VPA σε δεύτερη κύηση, το τερατογόνο αποτέλεσμα πιθανό να είναι παρόμοιο. 24 , 25

Πρόγνωση

Τα έμβρυα με μεγάλες γενετικές ανωμαλίες (MCMs) έχουν κακή πρόγνωση. Οι μεταβολικές διαταραχές πιθανά θα περιπλέξουν την κατάσταση στην νεογνική περίοδο και ίσως κάποια έμβρυα πεθάνουν στη βρεφική ηλικία ενώ οι επιζώντες ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν διανοητική υστέρηση ή επιληπτικές κρίσεις 1-2 ημέρες μετά τον τοκετό. 26 Διακόσιες ενενήντα δύο κυήσεις ολοκληρώθηκαν, από αυτές 256 (88%) κατέληξαν στην γέννηση ζωντανών φυσιολογικών εμβρύων, 19 (6,5%) στην γέννηση δυσμορφικών εμβρύων, τέσσερις στην γέννηση θνησιγενών λόγω τερματισμού της κύησης καθώς υπήρχαν συγγενείς ανωμαλίες στο υπερηχογράφημα και 12 (4%) σε αυτόματη αποβολή. 269 από αυτές τις κυήσεις εκτέθηκαν σε ένα τουλάχιστον AED κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου. Η επίπτωση CMs σε συγκεκριμένα AEDs ήταν: βαλπροϊκό οξύ (16,7%), φαινυτοΐνη (10,5%), λαμοτριγίνη (7,7%) και καρβαμαζεπίνη (3,3%). 27 Το VPA είναι το ισχυρότερο τερατογόνο της ομάδας των AEDς. Η έκθεση του εμβρύου στο VPA είναι δοσοεξαρτώμενη, συσχετίζεται με μειωμένες γνωστικές ικανότητες σε πολλούς τομείς και πέραν των άλλων εμφανίζει χαμηλό IQ στις ηλικίες 2-6 ετών 28 , 29 ενώ έχει απόλυτο κίνδυνο αυτισμού [4,42%; CI, 2,59%, 7,46%]. 30 - 32

Στρατηγική διαχείρισης

Το ιδανικό σενάριο θα προέβλεπε οι επιληπτικές γυναίκες της αναπαραγωγικής ηλικίας να λαμβάνουν την αποτελεσματικότερη μέθοδο αντισύλληψης ενώ όσες επιθυμούν να τεκνοποιήσουν να ενημερώνονται συμβουλευτικά για την τερατογόνο δράση του VLA και να επανασχεδιάζεται η θεραπευτική τους αγωγή ώστε να αποτρέπεται το ενδεχόμενο αυτό. 33 Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) ομόφωνα με τις συναρμόδιες αρχές των αντίστοιχων ευρωπαϊκών κρατών απέστειλε στους επαγγελματίες υγείας τις νέες ενισχυμένες προειδοποιήσεις και τα μέτρα ασφαλείας σύμφωνα με τα οποία το VLA αντενδείκνυται κατά την διάρκεια της κύησης, εκτός εάν δεν υπάρχει κατάλληλη εναλλακτική θεραπεία. 34 Σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις παλαιότερες κατευθυντήριες οδηγίες του Αμερικανικού Κολλεγίου Μαιευτήρων και Γυναικολόγων η στενή συνεργασία μαιευτήρα, νευρολόγου, παιδίατρου και ασθενούς θα μπορούσε να επιτρέψει στις περισσότερες έγκυες γυναίκες με ιδιοπαθή επιληψία να έχουν ομαλή εγκυμοσύνη με καλή έκβαση. Για να βελτιστοποιηθεί το νεογνικό αποτέλεσμα της ασθενούς που χρειαζόταν φαρμακευτική αγωγή, προτιμούνταν η χρήση ενός και μοναδικού φαρμάκου στη χαμηλότερη δυνατή δόση που να κρατά την ασθενή ελεύθερη κρίσεων. Ωστόσο, η πρόληψη τονικοκλονικών κρίσεων είναι υψίστης σημασίας. Οι απλές παρεμβάσεις, όπως η αποφυγή στέρησης ύπνου, η λήψη φυλλικού οξέος πριν από τη σύλληψη και η παροχή στο βρέφος βιταμίνης Κ κατά τη γέννηση, συμβάλουν στη βελτιστοποίηση του αποτελέσματος. Οι περισσότερες γυναίκες με επιληψία θα βιώσουν φυσιολογική εγκυμοσύνη και μπορεί να έχουν ένα αυτόματο φυσιολογικό τοκετό. 35 Η αντικατάσταση του VPA στις γυναίκες που το λαμβάνουν ως μονοθεραπεία στο πρώτο τρίμηνο από άλλο/α AEDs συσχετίστηκε με σημαντικά μειωμένο κίνδυνο CMs. 36 - 38 Η χρήση VPA την περίοδο του θηλασμού συσχετίστηκε με χαμηλότερο IQ από αυτό της μητέρας. 39

  1. Dansky LV, Finnell RH. Parental epilepsy, anticonvulsant drugs, and reproductive outcome: epidemiologic and experimental findings spanning three decades; 2: Human studies. Reprod Toxicol. 1991; 5(4): 301-35. PMID: 1806139
  2. Koch S, Lösche G, Jager-Romän E, et al. Major and minor birth malformations and antiepileptic drugs. Neurology. 1992 Apr; 42(4 Suppl 5): 83-8. PMID: 1574183
  3. Arpino C, Brescianini S, Robert E, et al. Teratogenic effects of antiepileptic drugs: use of an International Database on Malformations and Drug Exposure (MADRE). Epilepsia. 2000 Nov; 41(11): 1436-43. PMID: 11077457
  4. Wyszynski DF, Nambisan M, Surve T; Antiepileptic Drug Pregnancy Registry. Increased rate of major malformations in offspring exposed to valproate during pregnancy. Neurology. 2005 Mar 22; 64(6): 961-5. PMID: 15781808
  5. Ardinger HH, Atkin JF, Blackston RD, et al. Verification of the fetal valproate syndrome phenotype. Am J Med Genet. 1988 Jan; 29(1): 171-85. PMID: 3125743
  6. Hauser WA, Annegers JF, Rocca WA. Descriptive epidemiology of epilepsy: contributions of population-based studies from Rochester, Minnesota. Mayo Clin Proc. 1996 Jun; 71(6): 576-86. PMID: 8642887
  7. Kozma C. Valproic acid embryopathy: report of two siblings with further expansion of the phenotypic abnormalities and a review of the literature. Am J Med Genet. 2001 Jan 15; 98(2): 168-75. PMID: 11223853
  8. Nau H, Hauck RS, Ehlers K. Valproic acid-induced neural tube defects in mouse and human: aspects of chirality, alternative drug development, pharmacokinetics and possible mechanisms. Pharmacol Toxicol. 1991 Nov; 69(5): 310-21. PMID: 1803343
  9. Nau H. Valproic acid-induced neural tube defects. Ciba Found Symp. 1994; 181: 144-52; discussion 152-60. PMID: 8005022
  10. Ehlers K, Stürje H, Merker HJ, et al. Spina bifida aperta induced by valproic acid and by all-trans-retinoic acid in the mouse: distinct differences in morphology and periods of sensitivity. Teratology. 1992 Aug; 46(2): 117-30. PMID: 1440416
  11. Tomson T, Battino D, Bonizzoni E, EURAP study group. Dose-dependent risk of malformations with antiepileptic drugs: an analysis of data from the EURAP epilepsy and pregnancy registry. Lancet Neurol. 2011 Jul; 10(7): 609-17. PMID: 21652013
  12. Bromfield EB, Dworetzky BA, Wyszynski DF, et al. Valproate teratogenicity and epilepsy syndrome. Epilepsia. 2008 Dec; 49(12): 2122-4. PMID: 18557775
  13. Ornoy A. Valproic acid in pregnancy: how much are we endangering the embryo and fetus? Reprod Toxicol. 2009 Jul; 28(1): 1-10. PMID: 19490988
  14. Diav-Citrin O, Shechtman S, Bar-Oz B, et al. Pregnancy outcome after in utero exposure to valproate : evidence of dose relationship in teratogenic effect. CNS Drugs. 2008; 22(4): 325-34. PMID: 18336060
  15. Kini U, Adab N, Vinten J; Liverpool and Manchester Neurodevelopmental Study Group. Dysmorphic features: an important clue to the diagnosis and severity of fetal anticonvulsant syndromes. Arch Dis Child Fetal Neonatal Ed. 2006 Mar; 91(2): F90-5. PMID: 16239295
  16. Meador K, Reynolds MW, Crean S, et al. Pregnancy outcomes in women with epilepsy: a systematic review and meta-analysis of published pregnancy registries and cohorts. Epilepsy Res. 2008 Sep; 81(1): 1-13. PMID: 18565732
  17. Morrow J, Russell A, Guthrie E, et al. Malformation risks of antiepileptic drugs in pregnancy: a prospective study from the UK Epilepsy and Pregnancy Register. J Neurol Neurosurg Psychiatry. 2006 Feb; 77(2):193-8. PMID: 16157661
  18. Rodríguez-Vázquez M, Carrascosa-Romero MC, Pardal-Fernández et al. Congenital gingival hyperplasia in a neonate with foetal valproate syndrome. Neuropediatrics. 2007 Oct; 38(5) :251-2. PMID: 18330840
  19. Winter RM, Donnai D, Burn J, et al. Fetal valproate syndrome: is there a recognisable phenotype? J Med Genet. 1987 Nov; 24(11): 692-5. PMID: 3123693
  20. DiLiberti JH, Farndon PA, Dennis NR, et al. The fetal valproate syndrome. Am J Med Genet. 1984 Nov; 19(3): 473-81. PMID: 6439041
  21. Kikuchi N, Ohira S, Asaka R, et al. Prenatal sonographic diagnosis of fetal valproate syndrome: a case report. J Med Case Rep. 2016 Nov 3; 10(1): 312. PMID: 27809899
  22. Mutlu-Albayrak H, Bulut C, Çaksen H. Fetal Valproate Syndrome. Pediatr Neonatol. 2017 Apr; 58(2): 158-164. PMID: 27422007
  23. Seidahmed MZ, Miqdad AM, Al-Dohami HS, et al. A case of fetal valproate syndrome with new features expanding the phenotype. Saudi Med J. 2009 Feb; 30(2): 288-91. PMID: 19198722
  24. Malm H, Kajantie E, Kivirikko S, et al. Valproate embryopathy in three sets of siblings: further proof of hereditary susceptibility. Neurology. 2002 Aug 27; 59(4): 630-3. PMID: 12196666
  25. Clayton-Smith J and Donnai D. Fetal valproate syndrome. J Med Genet. 1995 Sep; 32(9): 724–727. PMCID: PMC1051674 
  26. Thisted E, Ebbesen F. Malformations, withdrawal manifestations, and hypoglycaemia after exposure to valproate in utero. Arch Dis Child. 1993 Sep; 69(3 Spec No): 288-91. PMID: 8215567
  27. Vajda FJ, O'Brien TJ, Hitchcock A, et al. The Australian registry of anti-epileptic drugs in pregnancy: experience after 30 months. J Clin Neurosci. 2003 Sep; 10(5): 543-9. PMID: 12948456
  28. Meador KJ, Baker GA, Browning N; NEAD Study Group. Fetal antiepileptic drug exposure and cognitive outcomes at age 6 years (NEAD study): a prospective observational study. Lancet Neurol. 2013 Mar; 12(3): 244-52. PMID: 23352199
  29. Christianson AL, Chesler N, Kromberg JG. Fetal valproate syndrome: clinical and neuro-developmental features in two sibling pairs. Dev Med Child Neurol. 1994 Apr; 36(4): 361-9. PMID: 7512516
  30. Christensen J, Grønborg TK, Sørensen MJ, et al. Prenatal valproate exposure and risk of autism spectrum disorders and childhood autism. JAMA. 2013 Apr 24; 309(16): 1696-703. PMID: 23613074
  31. Cohen MJ, Meador KJ, Browning N, et al. Fetal antiepileptic drug exposure: motor, adaptive, and emotional/behavioral functioning at age 3 years. Epilepsy Behav. 2011 Oct;22(2):240-6. PMID: 21783425
  32. Cohen MJ, Meador KJ, Browning N; NEAD study group. Fetal antiepileptic drug exposure: Adaptive and emotional/behavioral functioning at age 6years. Epilepsy Behav. 2013 Nov; 29(2): 308-15. PMID: 24012508
  33. Pennell PB. Pregnancy in women who have epilepsy. Neurol Clin. 2004 Nov; 22(4): 799-820. PMID: 15474768
  34. Watkins L, Cock H, Angus-Leppan H, et al. Valproate MHRA Guidance: Limitations and Opportunities. Front Neurol. 2019 Feb 20; 10: 139. PMID: 30842753
  35. ACOG educational bulletin. Seizure disorders in pregnancy. Number 231, December 1996. Committee on Educational Bulletins of the American College of Obstetricians and Gynecologists. Int J Gynaecol Obstet. 1997 Mar; 56(3): 279-86. PMID: 9127164
  36. Jentink J, Loane MA, Dolk H, EUROCAT Antiepileptic Study Working Group. Valproic acid monotherapy in pregnancy and major congenital malformations. N Engl J Med. 2010 Jun 10; 362(23): 2185-93. PMID: 20558369
  37. Artama M, Auvinen A, Raudaskoski T, et al. Antiepileptic drug use of women with epilepsy and congenital malformations in offspring. Neurology. 2005 Jun 14; 64(11): 1874-8. PMID: 15955936
  38. Harden CL, Meador KJ, Pennell PB; American Academy of Neurology; American Epilepsy Society. Management issues for women with epilepsy-Focus on pregnancy (an evidence-based review): II. Teratogenesis and perinatal outcomes: Report of the Quality Standards Subcommittee and Therapeutics and Technology Subcommittee of the American Academy of Neurology and the American Epilepsy Society. Epilepsia. 2009 May; 50(5): 1237-46. PMID: 19507301
  39. Meador KJ, Baker GA, Browning N; Neurodevelopmental Effects of Antiepileptic Drugs (NEAD) Study Group. Breastfeeding in children of women taking antiepileptic drugs: cognitive outcomes at age 6 years. JAMA Pediatr. 2014 Aug; 168(8): 729-36. PMID: 24934501

Περιγραφή και ορισμός

Ο όρος ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης (IUGR-Itrauterine Growth Retardation) χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μη φυσιολογικά μικρό έμβρυο που οδηγεί σε μείωση του δυναμικού ανάπτυξης συχνά λόγω των επιπλοκών από την ανεπάρκεια του πλακούντα. 1 - 3 Τα IUGR έμβρυα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας, συμπεριλαμβανομένου του ενδομήτριου θανάτου, 4 του εγκεφαλικού τραύματος, της εμβρυϊκής δυσφορίας, 5 της νεογνικής υποθερμίας, της υπογλυκαιμίας, 6 , 7 της υπερχολερυθριναιμίας και της μειωμένης ανοσολογικής λειτουργίας. 8 - 12 Ο όρος μικρό για την ηλικία κύησης (SGA-Small for Gestational Age) χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα νεογνό του οποίου το βάρος ή/και το μήκος είναι τουλάχιστον κατά 2 σταθερές αποκλίσεις κάτω από το μέσο όρο ή < από την 10η εκατοστιαία θέση ανάπτυξης για την αντίστοιχη ηλικία κύησης. 13 Ενδείξεις SGA ενδομητρίως, απλά συνιστούν μια μείωση στον ρυθμό της εμβρυϊκής ανάπτυξης και σε καμία περίπτωση δεν αντικατοπτρίζουν μια οριστική διάγνωση. 14 , 15

Αιτιοπαθογένεια

Έγκυες ασθενείς με μικρό σωματότυπο ή μικρό βάρος γέννησης εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για IUGR στα έμβρυα που κυοφορούν. 16 Πιθανότατα, γενετικοί παράγοντες εμπλέκονται στους παθογενετικούς μηχανισμούς καθώς και περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως η μόλυνση της ατμόσφαιρας και η έκθεση σε τοξικές ουσίες (η υποξία και η υπερθερμία). 17 Οι κακές διατροφικές συνήθειες και η υποθρεψία της εγκύου με μικρό σωματότυπο φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο IUGR. 18 , 19 Επίσης, το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, το κάπνισμα, 20 η κατάχρηση αλκοόλ σε συνδυασμό με την κακή διατροφή ενοχοποιούνται για έμβρυα με IUGR. 21

Ανωμαλίες του πλακούντα όπως αποκόλληση, διεισδυτικός πλακούντας, έμφρακτα, χοριοαιμαγγείωμα, υμενώδης έκφυση της ομφαλίδας μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα μικρού μεγέθους πλακούντα ή ανεπάρκεια της μητροπλακουντιακής μονάδας με επακόλουθο IUGR. 22 - 24 Οι αγγειακές βλάβες που παρατηρούνται στην υπερτασική νόσο της κύησης και την προεκλαμψία, τα νοσήματα του συνδετικού ιστού, ο ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης και οι χρόνιες παθήσεις των νεφρών είναι πιθανό να προκαλέσουν IUGR. 25

Η σχέση με την ανευπλοειδία

Περίπου το 12% των IUGR εμβρύων συμμετρικού τύπου μπορεί να συσχετιστεί με χρωμοσωμικές ανωμαλίες. 26 Η συχνότητα εμφάνισης ανευπλοειδίας σε IUGR έμβρυα με ασύμμετρου τύπου ανάπτυξη, χωρίς δομικές ανωμαλίες πριν από  τις 23 εβδομάδες της κύησης, ήταν 20%, ενώ μεταξύ 23-29 εβδομάδων δεν ανεβρέθηκαν παθολογικοί καρυότυποι. 27 Στο σύνδρομο Down γενικά παρατηρείται ήπια IUGR, ιδίως κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης. 28 Στην τρισωμία 18 η IUGR είναι πιο σοβαρή και ενίοτε μπορεί να τεκμηριωθεί ακόμα και από το πρώτο τρίμηνο. 29 , 30

Στις περιπτώσεις χρωμοσωμικού μωσαϊκισμού της τρισωμίας 16, η ενδομήτρια βραδύτητα ανάπτυξης μπορεί να συνυπάρχει με υδράμνιο, μονήρη ομφαλική αρτηρία, διόγκωση και εκφύλιση του πλακούντα με παρουσία πολλαπλών κυστιδίων και με μικρό έλλειμμα στο μεσοκοιλιακό διάφραγμα. 31  Γενικά η τρισωμία 16 εκτός μωσαϊκισμού είναι ασύμβατη με την ζωή και ενοχοποιείται για το 15% των πρώιμων αυτόματων εκτρώσεων επί του συνόλου των χρωμοσωμικά ανώμαλων εμβρύων. 32

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η υπερηχογραφική διάγνωση SGA και IUGR τίθεται όταν το εκτιμώμενο βάρος ανάπτυξης (EFW) είναι < από την 10η εκατοστιαία θέση για την αντίστοιχη ηλικία κύησης. 33 - 35  Ορισμένοι ερευνητές προσπάθησαν να διαχωρίσουν τα έμβρυα με SGA από τα IUGR. Στην κλινική πράξη όμως, συχνά είναι δύσκολο να γίνει αυτή η διάκριση. 32 Λόγω αυτού του προβλήματος, προτάθηκαν διάφορα άλλα υπερηχογραφικά κριτήρια για τη βελτίωση της ακρίβειας της προγεννητικής διάγνωσης του IUGR. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα διαγνωστικά κριτήρια, συμπεριλαμβανομένου και του εκτιμώμενου βάρους ανάπτυξης (EFW), δεν είχε υψηλή ευαισθησία αλλά ούτε και υψηλή θετική προγνωστική αξία. 36

Η χρήση πολλαπλών παραμέτρων μπορεί να βελτιώσει την ευαισθησία και τη θετική προγνωστική αξία της υπερηχογραφικής διάγνωσης του IUGR. 37 - 39 H βαθμολογία IUGR, είναι μια μέθοδος πρόβλεψης η οποία ενσωματώνει το εκτιμώμενο βάρος ανάπτυξης (EFW), τον όγκο του αμνιακού υγρού και την κατάσταση της μητρικής αρτηριακής πίεσης (φυσιολογική ή υπέρταση) στη διάγνωση ή τον αποκλεισμό του IUGR. H μέθοδος της βαθμολογίας IUGR διαθέτει υψηλή ευαισθησία και υψηλή θετική προγνωστική αξία. 37 , 38 Οι παράμετροι Doppler, συμπεριλαμβανομένης της μέτρησης στην ομφαλική και την μητριαία αρτηρία, προτάθηκαν ως διαγνωστικά μέσα IUGR. Αυτοί οι παράμετροι Doppler είχαν χαμηλή ευαισθησία και θετική προγνωστική αξία και ως εκ τούτου ήταν αναξιόπιστες στη διάγνωση IUGR. 33 , 40 - 43 Ωστόσο, σε έμβρυο με εγκατεστημένο IUGR το Doppler της ομφαλικής αρτηρίας είναι χρήσιμο στην παρακολούθηση και την διαχείριση εκείνων των εμβρύων που θα εμφανίσουν συχνότερα επιπλοκές προλαμβάνοντας ένα ομαλό περιγεννητικό αποτέλεσμα. 33, 43

Στρατηγικές διαχείρισης

Η ανίχνευση ενός μικρού σε βάρος έμβρυο θα πρέπει να εντοπίσει όλα εκείνα τα έμβρυα που κινδυνεύουν και τα οποία άμεσα θα πρέπει να τεθούν σε στενή παρακολούθηση σε μια προσπάθεια βελτίωσης του περιγεννητικού αποτελέσματος. 5 , 33- 35, 40 Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνεται διάκριση μεταξύ ενός εμβρύου με IUGR από ένα φυσιολογικό έμβρυο με SGA ή από ένα έμβρυο που είναι μικρό λόγω κάποιας ανωμαλίας, π.χ. της ανευπλοειδίας. 44

Όταν τεθεί η διάγνωση IUGR, θα πρέπει να γίνει προσπάθεια να καθοριστεί η αιτιοπαθολογία αυτής της κατάστασης, λαμβάνοντας υπόψιν μητρικούς, γενετικούς και διατροφικούς παράγοντες. 33, 45 Στην συνέχεια, θα πρέπει να γίνει ενδελεχής εμβρυϊκός έλεγχος για συγγενείς ανωμαλίες και να διερευνηθεί η πιθανότητα ανευπλοειδίας. Οι αξιολογήσεις του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV), η εμβρυομετρία με τους δείκτες (HC,AC,FL) και το εκτιμώμενο εμβρυϊκό βάρος (EFW) θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε όλες τις μετρήσεις. Οι βιομετρικοί δείκτες επιτρέπουν τον υπολογισμό του EFW το οποίο αποτιμάται ορθότερα είτε με την μέτρηση της περιφέρειας της κοιλιάς (AC) είτε από τον τύπο του Hadlock χρησιμοποιώντας τους τρεις βιομετρικούς δείκτες (HC,AC,FL). 46 Σε περιπτώσεις κυήσεων υψηλού κινδύνου (με ανεξήγητο ολιγοϋδράμνιο, προηγούμενο ιστορικό IUGR, υποθρεψίας, μη φυσιολογικών υπερηχογραφικών δεικτών, παχυσαρκίας, σακχαρώδης διαβήτης κ.λπ.) θα πρέπει επίσης να αξιολογούνται επιπρόσθετες βιομετρικές παράμετροι όπως ο λόγος HC/AC και ο λόγος FL/AC. 47 - 49 Τέλος, οι ανωμαλίες του πλακούντα όπως ο περιχαρακωμένος, ο διηθητικός ή ο συμφυτικός πλακούντας μπορεί να είναι η αιτία IUGR. 43

Η παρακολούθηση του εμβρύου που υπολείπεται σε ανάπτυξη θα πρέπει να βασίζεται στην χρήση του καρδιοτοκογραφήματος ηρεμίας (non stress tests), 50 - 52 του Doppler υπερηχογραφήματος 53- 56 και του βιοφυσικού προφίλ. 57 - 59 Σε κάθε περίπτωση η προγεννητική ανίχνευση IUGR θα δώσει την ευκαιρία να χρησιμοποιηθούν όλες εκείνες οι ιατρικές παρεμβάσεις (χορήγηση κορτικοστεροειδών, περάτωση τοκετού, εισαγωγή σε μονάδα εντατικής νοσηλείας νεογνών) ώστε να μειωθεί η νοσηρότητα και η θνησιμότητα 60 καθώς αυτές σχετίζονται με ανεπάρκεια πλακούντα και σοβαρή υποξαιμία εμβρύου. 61 , 62

Η επιλογή του κατάλληλου χρόνου και τρόπου περάτωσης της κύησης αποτελεί πεδίο έρευνας. 63 Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι η ηλικία κύησης είναι ο σημαντικότερος παράγοντας ο οποίος επηρεάζει την συνολική επιβίωση σε έμβρυα < των 27 εβδομάδων. Σε μεγαλύτερη ηλικία κύησης και εφόσον το βάρος γέννησης υπερβαίνει τα 600gr, η Doppler μελέτη του φλεβώδους πόρου κατέχει μείζονα σημασία στην πρόγνωση του νεογνικού αποτελέσματος. 64 Για κάθε επιπλέον εβδομάδα ενδομήτριας ζωής τα έμβρυα < από τις 32 εβδομάδες συνδέονται με μείωση της περιγεννητικής τους θνησιμότητας κατά 48%. 65 Σε κυήσεις < από τις 34 εβδομάδες, η απόφαση για περάτωση της κύησης καθορίζεται κυρίως από τα ευρήματα τις Doppler υπερηχογραφίας. Η απουσία ή η αναστροφή της αιματικής ροής στην ομφαλική αρτηρία αποτελεί ένδειξη περάτωσης τοκετού και μάλιστα άμεση όταν επηρεάζεται η κυκλοφορία στον φλεβώδη πόρο ή στην ομφαλική φλέβα. 66 - 68 Εάν η ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης είναι ήπια χωρίς να συνυπάρχουν μητρικές επιπλοκές ή εμβρυϊκές ανωμαλίες και οι βιοφυσικοί παράμετροι είναι φυσιολογικοί, ο τοκετός μπορεί να προγραμματιστεί μετά τις 37 εβδομάδες. 69

Φυσική ιστορία και έκβαση

Τα IUGR έμβρυα με απουσία ή ανάστροφη τελο-διαστολική ροή στην ομφαλική αρτηρία έχουν αυξημένο ρίσκο νεογνικής θνησιμότητας και μακροπρόθεσμα, υψηλή συχνότητα μόνιμης νευρολογικής βλάβης. 70

Τα SGA νεογνά, έχουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά μεταγεννητικής θνησιμότητας κατά την πρώτη εβδομάδα, τον πρώτο μήνα και τον πρώτο χρόνο της ζωής σε σύγκριση με τα νεογνά που είχαν φυσιολογικό ή μεγάλο για την ηλικία κύησης (LGA-Large for Gestational Age), βάρος. 34  Η ηλικία κύησης και το βάρος γέννησης παραμένουν οι κύριοι παράγοντες των διαταραχών της νευροανάπτυξης σε βρέφη με IUGR. 71 Τα SGA νεογνά έχουν υψηλό κίνδυνο για μακροχρόνια προβλήματα όπως κοντό ανάστημα, ανάπτυξη μεταβολικής νόσου στην ενήλικη ζωή (διαβήτης τύπου 2) και καρδιαγγειακές παθήσεις. 72 - 78 Επίσης, κάποιες μελέτες υποστηρίζουν ότι αυτά τα παιδιά εμφανίζουν διαταραχές της εφηβείας, της αδρεναρχής (αύξηση της παραγωγής ανδρογόνων που εκδηλώνεται με την εμφάνιση της τρίχωσης του εφήβαιου) και της αναπαραγωγικής λειτουργίας. 79

  1. Chatfield WR, Rodgers TG, Brownlee BΕ, et al. Placental scanning with computerlinked gamma camera to detect impaired blood flow and intrauterine growth retardation. Br Med J. 1975 Apr 19; 2 (5963): 120-2. PubMed | Full Text PMC
  2. Nylund L, Lunell NO, Lewander R, et al. Uteroplacental blood flow index in intrauterine growth retardation of fetal or maternal origin. Br J Obstet Gynaecol. 1983 Jan; 90(1): 16-20. PubMed
  3. Ergaz Z, Avgil M, Ornoy A. Intrauterine growth restriction-etiology and consequences: what do we know about the human situation and experimental animal models? Reprod Toxicol. Sep-Oct 2005; 20(3): 301-22. PubMed 
  4. Pilliod RA, Cheng YW, Snowden JM, et al. The risk of intrauterine fetal death in the small-for-gestational-age fetus. Am J Obstet Gynecol. 2012 Oct; 207(4): 318. PubMed
  5. Lindqvist PG, Molin J. Does antenatal identification of small-for-gestational age fetuses significantly improve their outcome?. Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Mar; 25 (3): 258-264. PubMed
  6.  Doctor BA, O'Riordan MA, Kirchner HL, et al. Perinatal correlates and neonatal outcomes of small for gestational age infants born at term gestation. Am J Obstet Gynecol. 2001 Sep; 185(3): 652-9. PubMed
  7. Kramer MS, Olivier M, McLean FH, et al. Impact of intrauterine growth retardation and body proportionality on fetal and neonatal outcome. Pediatrics. 1990 Nov; 86(5): 707-13. PubMed
  8. Ferguson AC. Prolonged impairment of cellular immunity in children with intrauterine growth retardation. J Pediatr. 1978 Jul; 93(1): 52-6. PubMed
  9. Williams RL, Creasy RK, Cunningham GC, et al. Fetal growth and perinatal viability in California. Obstet Gynecol. 1982 May; 59(5): 624-32. PubMed
  10. Wennergren M, Wennergren G, Vilbergsson G. Obstetric characteristics and neonatal performance in a four-year small for gestational age population. Obstet Gynecol. 1988 Oct; 72(4): 615-20. PubMed
  11. Piper JM, Xenakis EM, McFarland M, et al. Do growth-retarded premature infants have different rates of perinatal morbidity and mortality than appropriately grown premature infants?. Obstet Gynecol. 1996 Feb; 87(2): 169-74. PubMed
  12. Kok JH, den Ouden AL, Verloove-Vanhorick SP, et al. Outcome of very preterm small for gestational age infants: the first nine years of life. Br J Obstet Gynaecol. 1998 Feb; 105(2): 162-8. PubMed
  13. Clayton PE, Cianfarani S, Czernichow P, et al. Management of the child born small for gestational age through to adulthood: a consensus statement of the International Societies of Pediatric Endocrinology and the Growth Hormone Research Society. J Clin Endocr Metab. 2007 Mar; 92(3): 804-10. PubMed | Full Text Link
  14. Kingdom JC, Rodeck CH, Kaufmann P. Umbilical artery Doppler more harm than good? Br J Obstet Gynaecol. 1997 Apr; 104 (4): 393-6. PubMed | Full Text Link | Full Text PDF
  15. Kingdom JC, Burrell SJ, Kaufmann P. Pathology and clinical implications of abnormal umbilical artery Doppler waveforms. Ultrasound Obstet Gynecol. 1997 Apr; 9(4): 271-86. PubMed | Abstract | Full Text PDF
  16. Klebanoff MA, Schulsinger C, Mednick BR, et al. Preterm and small-for-gestational-age birth across generations. Am J Obstet Gynecol. 1997 Mar; 176(3): 521-6. PubMed
  17. Galan HL, Hussey MJ, Barbera A, et al. Relationship of fetal growth to duration of heat stress in an ovine model of placental insufficiency. Am J Obstet Gynecol. 1999 May; 180 (5): 1278-82. PubMed 
  18. Simpson JW, Lawless RW, Mitchell AC. Responsibility of the obstetrician to the fetus. II. Influence of prepregnancy weight and pregnancy weight gain on birthweight. Obstet Gynecol. 1975 May; 45(5): 481-7. PubMed
  19. Lumey LH, Stein AD. Offspring birth weights after maternal intrauterine undernutrition: a comparison within sibships. Am J Epidemiol. 1997 Nov 15; 146(10): 810-9. PubMed | Full Text Link
  20. Bouhours-Nouet N, May-Panloup P, Coutant R, et al. Maternal smoking is associated with mitochondrial DNA depletion and respiratory chain complex III deficiency in placenta. Am J Physiol Endocrinol Metab. 2005 Jan; 288(1): E171-7. PubMed | Full Text Link
  21. Wilcox MA, Smith SJ, Johnson IR, et al. The effect of social deprivation on birthweight, excluding physiological and pathological effects. Br J Obstet Gynaecol. 1995 Nov; 102(11): 918-24. PubMed
  22. Heinonen S, Taipale P, Saarikoski S. Weights of placentae from small-for-gestational age infants revisited. Placenta. 2001 May;22(5):399-404. PubMed
  23. Mathews F, Youngman L, Neil A. Maternal circulating nutrient concentrations in pregnancy: implications for birth and placental weights of term infants. Am J Clin Nutr. 2004 Jan; 79(1): 103-10. PubMed
  24. Madazli R, Somunkiran A, Calay Z, et al. Histomorphology of the placenta and the placental bed of growth restricted foetuses and correlation with the Doppler velocimetries of the uterine and umbilical arteries. Placenta. 2003 May; 24(5): 510-6. PubMed
  25. Khong TY. Acute atherosis in pregnancies complicated by hypertension, small-for-gestational-age infants, and diabetes mellitus. Arch Pathol Lab Med. 1991 Jul; 115(7): 722-5. PubMed
  26. Petrović B, Ljubić A, Nikolić L. Chromosomal aberrations as etiological factors of intrauterine growth retardation. Vojnosanit Pregl. 2008 Mar; 65(3): 195-8. PubMed 
  27. Sagi-Dain L, Peleg A, Sagi S. First-Trimester Crown-Rump Length and Risk of Chromosomal Aberrations-A Systematic Review and Meta-analysis. Obstet Gynecol Surv. 2017 Oct; 72 (10): 603-609. PubMed 
  28. Thelander HE, Pryor HB. Abnormal patterns of growth and development in mongolism. An anthropometric study. Clin Pediatr (Phila). 1966 Aug; 5(8): 493-501. PubMed
  29. Droste S, FitzSimmons J, Pascoe-Mason J, et al. Growth of linear parameters in trisomy 18 fetuses. Am J Obstet Gynecol. 1990 Jul; 163 (1 Pt 1): 158-61. PubMed
  30. Khoury MJ, Erickson JD, Cordero JF, et al. Congenital malformations and intrauterine growth retardation: a population study. Pediatrics. 1988 Jul; 82(1): 83-90. PubMed
  31. Astner A, Schwinger E, Caliebe A, et al. Sonographically detected fetal and placental abnormalities associated with trisomy 16 confined to the placenta. A case report and review of the literature. Prenat Diagn. 1998 Dec; 18(12): 1308-15. PubMed
  32. Kalousek DK, Langlois S, Barrett I, et al. Uniparental disomy for chromosome 16 in humans. Am J Hum Genet. 1993 Jan; 52(1): 8-16. PubMed
  33. Mayer C, Joseph KS. Fetal growth: a review of terms, concepts and issues relevant to obstetrics. Ultrasound Obstet Gynecol. 2013 Feb; 41(2): 136-145. PubMed
  34. Chen HY, SP Chauhan, TC Ward, et al. Aberrant fetal growth and early, late, and postneonatal mortality: an analysis of Milwaukee births, 1996-2007. Am J Obstet Gynecol. 2011 Mar; 204(3): 261.e1-261. PubMed
  35. Divon MY. Fetal growth restriction: diagnosis. UpToDate
  36. Benson CB, Doubilet PM, Saltzman DH. Intrauterine growth retardation: predictive value of US criteria for antenatal diagnosis. Radiology. 1986 Aug; 160(2): 415-7. PubMed
  37. Benson CB, Boswell SB, Brown DL, et al. Improved prediction of intrauterine growth retardation with use of multiple parameters. Radiology. 1988 Jul; 168(1): 7-12. PubMed
  38. Benson CB, Belville JS, Lentini JF, et al. Intrauterine growth retardation: diagnosis based on multiple parameters--a prospective study. Radiology. 1990 Nov; 177(2): 499-502. PubMed
  39. Stirnemann JJ, Benoist G, Salomon LJ, et al. Optimal risk assessment of small-for-gestational-age fetuses using 31-34-week biometry in a low-risk population. Ultrasound Obstet Gynecol. 2014 Mar; 43(3): 311-6. PubMed
  40. Society for Maternal-Fetal Medicine Publications Committee E Berkley, SP Chauhan, A Abuhamad. Doppler assessment of the fetus with intrauterine growth restriction. Am J Obstet Gynecol. 2012 Apr; 206(4): 300-8. PubMed
  41. Benson CB, Doubilet PM. Doppler criteria for intrauterine growth retardation: predictive values. J Ultrasound Med. 1988 Dec; 7(12): 655-9. PubMed
  42. Morris RK, Malin G, Robson SC, et al. Fetal umbilical artery Doppler to predict compromise of fetal/neonatal wellbeing in a high-risk population: systematic review and bivariate meta-analysis. Ultrasound Obstet Gynecol. 2011 Feb; 37(2): 135-42. PubMed
  43. Burke G, Stuart B, Crowley P, et al. Is intrauterine growth retardation with normal umbilical artery blood flow a benign condition? BMJ. 1990 Apr 21; 300 (6731): 1044-5. PubMed
  44. Zollner U, Rehn M, Girschick G, et al. Obstetric management of fetal growth retardation. Z Geburtshilfe Neonatol. 2011 Apr; 215 (2): 49-59. PubMed 
  45. Lin CC, Santolaya-Forgas J. Current concepts of fetal growth restriction: part I. Causes, classification, and pathophysiology. Obstet Gynecol. 1998 Dec; 92(6): 1044-55.PubMed
  46. Vayssière C, Sentilhes L, Ego A, et al. Fetal growth restriction and intra-uterine growth restriction: guidelines for clinical practice from the French College of Gynaecologists and Obstetricians. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2015 Oct; 193: 10-8. PubMed
  47. Mintz MC, Landon MB. Sonographic diagnosis of fetal growth disorders. Clin Obstet Gynecol. 1988 Mar; 31(1): 44-52. PubMed
  48. Crane JP, Kopta MM. Prediction of intrauterine growth retardation via ultrasonically measured head/abdominal circumference ratios. Obstet Gynecol. 1979 Nov; 54(5): 597-601. PubMed
  49. Hadlock FP, Deter RL, Harrist RB, et al. A date-independent predictor of intrauterine growth retardation: femur length/abdominal circumference ratio. AJR Am J Roentgenol. 1983 Nov; 141(5): 979-84. PubMed
  50. Henson GL, Dawes GS, Redman CW. Antenatal fetal heart-rate variability in relation to fetal acid-base status at caesarean section. Br J Obstet Gynaecol. 1983 Jun;90(6):516-21. PubMed
  51. Henson GL, Dawes GS, Redman CW. Characterization of the reduced heart rate variation in growth-retarded fetuses. Br J Obstet Gynaecol. 1984 Aug; 91(8): 751-5. PubMed
  52. Smith JH, Anand KJ, Cotes PM, et al. Antenatal fetal heart rate variation in relation to the respiratory and metabolic status of the compromised human fetus. Br J Obstet Gynaecol. 1988 Oct; 95(10): 980-9. PubMed
  53. Kinzler WL, Vintzileos AM. Fetal growth restriction: a modern approach. Curr Opin Obstet Gynecol. 2008 Apr; 20(2): 125-31. PubMed
  54. Botsis D, Vrachnis N, Christodoulakos G. Doppler assessment of the intrauterine growth-restricted fetus. Ann N Y Acad Sci. 2006 Dec; 1092: 297-303. PubMed
  55. Ferrazzi E, Bulfamante G, Mezzopane R, et al. Uterine Doppler velocimetry and placental hypoxic-ischemic lesion in pregnancies with fetal intrauterine growth restriction. Placenta. 1999 Jul-Aug; 20(5-6): 389-94. PubMed
  56. Senat MV, Tsatsaris V. Prenatal management of isolated IUGR. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris). 2013 Dec; 42(8): 941-65. PubMed
  57. Baschat AA, Gembruch U, Harman CR. The sequence of changes in Doppler and biophysical parameters as severe fetal growth restriction worsens. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Dec;18(6):571-7. PubMed
  58. Baschat AA, Galan HL, Bhide A, et al. Doppler and biophysical assessment in growth restricted fetuses: distribution of test results. Ultrasound Obstet Gynecol. 2006 Jan; 27(1): 41-7. PubMed
  59. Turan S, Turan OM, Berg C, et al. Computerized fetal heart rate analysis, Doppler ultrasound and biophysical profile score in the prediction of acid-base status of growth-restricted fetuses. Ultrasound Obstet Gynecol. 2007 Oct; 30(5): 750-6. PubMed
  60. Visentin S, Londero AP, Grumolato F, et al. Timing of delivery and neonatal outcomes for small-for-gestational-age fetuses. J Ultrasound Med. 2014 Oct; 33(10): 1721-8. PubMed
  61. Baschat AA. Doppler application in the delivery timing of the preterm growth-restricted fetus: another step in the right direction. Ultrasound Obstet. 2004 Feb; 23(2): 111-8. PubMed
  62. Jouannic JM, Chanelles O, Rosenblatt J, et al. Screening and timing for the delivery of fetuses with intrauterine growth restriction of vascular origin. Gynecol Obstet Fertil. 2006 Mar; 34(3):2 48-53. PubMed
  63. The GRIT Study Group. When do obstetricians recommend delivery for a high-risk preterm growth-retarded fetus?. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1996 Aug; 67(2): 121-6. PubMed
  64. Baschat AA, Cosmi E, Bilardo CM, et al. Predictors of neonatal outcome in early-onset placental dysfunction. Obstet Gynecol. 2007 Feb; 109(2 Pt 1): 253-61. PubMed
  65. Mari G, Hanif F, Treadwell MC, et al. Gestational age at delivery and Doppler waveforms in very preterm intrauterine growth-restricted fetuses as predictors of perinatal mortality. J Ultrasound Med. 2007 May; 26(5): 555-9; quiz 560-2. PubMed
  66. Bilardo CM, Wolf H, Stigter RH, et al. Relationship between monitoring parameters and perinatal outcome in severe, early intrauterine growth restriction. Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 Feb; 23(2): 119-25. PubMed
  67. Unterscheider J, Daly S, Geary MP. Definition and management of fetal growth restriction: a survey of contemporary attitudes. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2014 Mar; 174: 41-5. PubMed
  68. Marsál K. Obstetric management of intrauterine growth restriction. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2009 Dec; 23(6): 857-70. PubMed
  69. Sharp A, Duong C2, Agarwal U3, et al. Screening and management of the small for gestational age fetus in the UK: A survey of practice. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2018 Oct 25; 231: 220-224. PubMed
  70. Valcamonico A, Danti L, Frusca T, et al. Absent end‐diastolic velocity in umbilical artery: risk of neonatal morbidity and brain damage. Am J Obstet Gynecol. 1994 Mar; 170(3): 796-801. PubMed 
  71. Baschat AA, Viscardi RM, Hussey-Gardner B, et al. Infant neurodevelopment following fetal growth restriction: relationship with antepartum surveillance parameters. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Jan; 33(1): 44-50. PubMed 
  72. Hales CN, Barker DJ, Clark PM, et al. Fetal and infant growth and impaired glucose tolerance at age 64. Br Med J. 1991 Oct 26; 303 (6809) :1019-22. PubMed | Full Text PMC
  73. Fall CH, Osmond C, Barker DJ, et al. Fetal and infant growth and cardiovascular risk factors in women. BMJ. 1995 Feb 18; 310 (6977): 428-32. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ
  74. Forsen T, Eriksson J, Tuomilehto J, et al. The fetal and childhood growth of persons who develop type 2 diabetes. Ann Intern Med. 2000 Aug 1; 133 (3): 176-82. PubMed
  75. Newsome CA, Shiell AW, Fall CHD, et al. Is birth weight related to later glucose and insulin metabolism? A systemic review. Diabet Med. 2003 May; 20 (5): 339-48. PubMed 
  76. Whincup PH, Kaye SJ, Owen CG, et al. Birth weight and risk of type 2 diabetes: a systematic review. JAMA. 2008 Dec 24; 300 (24): 2886-97. PubMed
  77. Kaijser M, Bonamy AK, Akre O, et al. Perinatal risk factors for diabetes in later life. Diabetes. 2009 Mar; 58 (3): 523-6. PubMed | Full Text PMC | Full Text Link
  78. Gatford KL, Kaur G, Falcão-Tebas F, et al. Exercise as an intervention to improve metabolic outcomes after intrauterine growth restriction. Am J Physiol Endocrinol Metab. 2014 May 1; 306 (9): E999-1012. PubMed | Full Text Link
  79. Darendeliler F. IUGR: Genetic influences, metabolic problems, environmental associations/triggers, current and future management. Best Pract Res Clin Endocrinol Metab. 2019 Jun; 33 (3): 101260. PubMed 

Περιγραφή και ορισμός

Εμβρυϊκός ύδρωπας (Hydrops fetalis) καλείται η παθολογική συσσώρευση ορώδους υγρού εντός δύο ή περισσότερων εμβρυϊκών διαμερισμάτων σε βαθμό ανάλογο με τη βαρύτητα της νόσου. Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να ανιχνευθούν υπερηχογραφικά και συμπεριλαμβάνουν οίδημα κρανίου/δέρματος > από 5mm, 1 ασκίτη, υπεζωκοτική και περικαρδιακή συλλογή, παρουσία πολυϋδραμνίου [δείκτης αμνιακού υγρού (AFI) > από 25cm ή μέγιστος κάθετος θύλακας (MVP) > από 8cm], 2 και πάχυνση πλακούντα ≥ 4 και 6cm στο 2ο και 3ο τρίμηνο, αντίστοιχα. 3 , 4

Ταξινόμηση

Με βάση την υποκείμενη αιτία, ο ύδρωπας ταξινομείται είτε ως άνοσος είτε ως μη-άνοσος Ο άνοσος ύδρωπας αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η υποκείμενη κατάσταση οφείλεται σε εμβρυϊκή αναιμία που αναπτύσσεται από αλλοανοσοποίηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων (RBC). Ο όρος μη-ανοσος ύδρωπας χαρακτηρίζει όλες εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει ένδειξη ασυμβατότητας μεταξύ μητρικού και εμβρυϊκού αίματος, ως προς το αντιγονικό σύστημα Rhesus ή και άλλα, σπανιότερα.

Δημογραφικά στοιχεία

Η πραγματική επίπτωση του εμβρυϊκού ύδρωπα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Πολλές μελέτες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τον προσδιορισμό των περιπτώσεων της επίπτωσης που συμπεριλαμβάνονται στις σειρές τους καθώς και στον πληθυσμό της μελέτης τους. Η αναφερόμενη επίπτωση κυμαίνεται από 1,37/1000-1/2000 5 ζώντες γεννήσεις που γίνονται δεκτοί σε μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών (NICU). Η εκτεταμένη χρήση της anti-D ανοσοσφαιρίνης οδήγησε στη μείωση της συνολικής επίπτωσης του άνοσου ύδρωπα τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Macafee και οι συνεργάτες το 1970, σημείωσαν ότι το 82% των περιπτώσεων ύδρωπα, αποτελεί δευτερογενή εκδήλωση ενός μεγάλου αριθμού ανωμαλιών. Η συχνότητα εμφάνισης μη άνοσου ύδρωπα έχει αναφερθεί ότι κυμαίνεται από 1/1500 έως 1/3800 γεννήσεις. Οι πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις αναφέρουν μετατόπιση της επίπτωσης, σχεδόν το 90% των περιπτώσεων ύδρωπα είναι δευτεροπαθείς σε ένα μη-ανοσο μηχανισμό.

Αιμόλυση από ισοανοσοποίηση

Αρχικά, ο άνοσος ύδρωπας περιγράφηκε το 1609 όταν μια γαλλίδα μαία διεκπεραίωσε τοκετό δίδυμων, εκ των οποίων το πρώτο δίδυμο ήταν υδρωπικό και θνησιγενές, ενώ το δεύτερο εμφάνιζε σοβαρό ίκτερο και στη συνέχεια απεβίωσε πιθανά λόγω πυρηνικού ίκτερου. 6 Η σχέση αυτή αναφέρθηκε και πάλι το 1932, όταν ο Diamond και οι συνεργάτες του περιέγραψαν μια νόσο η οποία χαρακτηριζόταν από αναιμία, ίκτερο και συσχετιζόταν με ερυθροβλάστωση και αιμόλυση. Παρά τα περιγραφέντα κλινικά χαρακτηριστικά η αιτιοπαθολογία παρέμενε σε μεγάλο βαθμό άγνωστη. Το 1938, ο Darrow περιγράφει την έννοια της αντίδρασης αντιγόνου-αντισώματος που οδηγεί σε νεογνικό ίκτερο. 8 Καθοριστικής σημασίας όμως για την πλήρη κατανόηση της νόσου ήταν η ανακάλυψη των Landsteiner και Weiner, το 1940, του παράγοντα Rhesus (Rh). Το 1941, ο Levine και οι συνεργάτες του περιέγραψαν την παθοφυσιολογία της νόσου στην μελέτη τους η οποία αφορούσε πέντε ασθενείς. Οι ερευνητές αυτοί, παρατήρησαν ότι οι Rh-αρνητικές έγκυες γυναίκες σχημάτιζαν Rh-θετικά αντισώματα στα ερυθροκύτταρά τους, τα οποία στην συνέχεια διαμέσου του πλακούντα περνούσαν στο έμβρυο οδηγώντας το σε βαριά αναιμία (ερυθροβλάστωση). 10 Η πρόληψη του άνοσου ύδρωπα είναι δυνατή και ήδη εφαρμόζεται από την δεκαετία του 1960. Ο William Pollack, σε συνεργασία με τους Vincent J. Freda και John G. Gorman, ανέπτυξαν μια γ-σφαιρίνη από anti-D ορό. Αυτή η γ-σφαιρίνη χορηγήθηκε σε RhD-αρνητικές έγκυες οι οποίες στη συνέχεια απέτυχαν να αναπτύξουν anti-D αντισώματα όταν εκτέθηκαν σε RhD-θετικά ερυθρά αιμοσφαίρια. 11 Παράλληλα, ο Finn και οι συνεργάτες του διερεύνησαν την πιθανή πρόληψη της αιμολυτικής νόσου Rh. Εισήγαγαν ραδιενεργά επισημασμένα Rh-θετικά ερυθρά αιμοσφαίρια σε Rh-αρνητικούς άνδρες. Απέδειξαν, ότι η χορήγηση anti-D γ-σφαιρίνης οδηγούσε τα Rh-θετικά ερυθροκύτταρα σε σύνδεση με τα αντισώματα και στην συνέχεια στην ταχύτερη καταστροφή τους. 12 Αργότερα, ο Hamilton εμβολίαζε RhD-αρνητικές πρωτέγκυες γυναίκες και απέδειξε πως η στρατηγική αυτή απέτρεπε το σχηματισμό anti-D αντισωμάτων στην δεύτερη εγκυμοσύνη καθώς οδηγούσε σε βελτιωμένα περιγεννητικά αποτελέσματα. 13 Όμως, καθοριστικής σημασίας για την εκτεταμένη χρήση της anti-D ανοσοσφαιρίνης υπήρξε η μελέτη του Pollack και των συνεργατών του η οποία έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη των σημερινών κατευθυντήριων οδηγιών και πρακτικών οι οποίες εφαρμόζονται σε όλο τον κόσμο. 14

Παθοφυσιολογία άνοσου ύδρωπα

Η παθοφυσιολογία του άνοσου ύδρωπα εγείρεται με την Rh (ισο)ανοσοποίηση. Το έμβρυο κληρονομεί τα μισά γενικά χαρακτηριστικά από τη μητέρα και τα υπόλοιπα μισά από τον πατέρα και έτσι η ομάδα αίματός του μπορεί να είναι διαφορετική από αυτήν της μητέρας του. Κάποιες εμβρυϊκές ομάδες αίματος δρουν αντιγονικά στην μητρική κυκλοφορία που δεν διαθέτει αυτή την ομάδα και στην συνέχεια εγκαθίστανται στην κυτταρική μεμβράνη των ερυθρών αιμοσφαιρίων (RBCs) της μητέρας. Η Rh (ισο)ανοσοποίηση προκαλείται είτε με μετάγγιση ασύμβατου αίματος στην μητέρα είτε με την αμνιοπαρακέντηση, την βιοψία χοριακής λάχνης, το τραύμα και την αποκόλληση στην κύηση και τον τοκετό. Εφόσον εισέλθει ικανή ποσότητα εμβρυϊκού αίματος στην μητρική κυκλοφορία, τότε προκαλείται ανοσοποιητική απάντηση από την μητέρα με την δημιουργία αντισωμάτων τα οποία διέρχονται τον πλακουντιακό φραγμό. Στην συνέχεια τα αντισώματα αυτά αντιδρούν με τα ερυθρά αιμοσφαίρια του εμβρύου προκαλώντας αιμολυτική αναιμία.

Η γενετική του συστήματος Rh είναι περίπλοκη. Ο παράγοντας Rh είναι ένα από τα πλέον πολύπλοκα συστήματα του αίματος καθώς περιέχει πάνω από 50 διαφορετικά αντιγόνα. 15  Οι γονιδιακές ανακατατάξεις του συστήματος Rh μπορούν να δημιουργήσουν υβριδικές πρωτεΐνες και πρόσθετη αντιγονική έκφραση. Ωστόσο, μικρός μόνο αριθμός από αυτά τα αντιγόνα παρουσιάζει κλινικό ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια της κύησης καθώς δύναται να οδηγήσει στο σχηματισμό αντισωμάτων και αλλοανοσοποίησης. Τα αντιγόνα Rh (D) και Rh (CcEe) ευθύνονται για το σύνολο των περιπτώσεων της εμβρυϊκής ερυθροβλάστωσης τα οποία και κωδικοποιούνται από δύο γονίδια που βρίσκονται στον βραχύ σκέλος του χρωμοσώματος 1 και είναι τα γονίδια RhD και RhCE. 16 Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να κληρονομήσουν από κάθε γονέα τρία ζεύγη Rh αντιγόνων: Cc, Dd και Ee. Δυνητικά λοιπόν, κάποιος μπορεί να είναι ετερόζυγος ή ομόζυγος για κάθε κληρονομούμενο αλληλόμορφο. Η Rh-θετική ή Rh-αρνητική κατάσταση του ασθενούς προσδιορίζεται από την παρουσία ή την απουσία (ή την πιθανή μη έκφραση) της θέσης του αντιγόνου D. Το Rh (CcEe) έχει λιγότερα αλληλόμορφα καθώς έχει αναφερθεί περιορισμένος αριθμός μεταλλάξεων. Τα αλληλόμορφα Cc και Ee είναι κωδικοποιητικά αλληλόμορφα τα οποία εκφράζονται με ετερόζυγο τρόπο. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το σύμβολο "d" δείχνει απλώς την απουσία του αντιγόνου D καθώς δεν υπάρχει αλληλόμορφο "d".

Το αντιγόνο RhD αποτελεί μια διαμεμβρανική πρωτεΐνη η οποία βρίσκεται στην επιφάνεια των ερυθροκυττάρων και περιέχει αρκετούς εξωκυτταρικούς βρόχους. Περισσότερα από 150 αλληλόμορφα έχουν ανιχνευτεί μέχρι σήμερα στο γονίδιο RHD. 17  Η επίπτωση του αντιγόνου RhD ποικίλλει ανάλογα με τη φυλή και την εθνότητα. Rh-αρνητικά άτομα αναφέρονται στο 1% περίπου των πληθυσμών της Κίνας και της Ιαπωνίας, ενώ στη φυλή των Βάσκων στη βόρεια Ισπανία το ποσοστό επίπτωσης αυξάνει περίπου σε 30%. 18  Στους Καυκάσιους πληθυσμούς της Ευρώπης η επίπτωση είναι 15%, ενώ στους Ισπανόφωνους και τους Αφροαμερικανούς η επίπτωση κυμαίνεται μεταξύ 3% και 7%. Επίσης, μεταξύ αρκετών Αφρικανικών πληθυσμών περιγράφηκε μια παραλλαγή του γονιδίου RhD γνωστή και ως ψευδογονίδιο RhD (Rh ψ). Αυτό το ψευδογονίδιο RhD ανιχνεύεται σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 60% των Rh αρνητικών μαύρων της Αφρικής. 19 Ασυμβατότητες σε άλλα αντιγόνα Kelly, Duffy, Kidd, MNSS, Diego, Dombrock, P, c, E και C μπορούν επίσης να προκαλέσουν σημαντικής βαρύτητας νόσο. 20 , 21

Άγνωστος παραμένει ο ακριβής αριθμός των Rh θετικών εμβρυϊκών ερυθροκυττάρων που απαιτούνται για να προκαλέσουν μητρική (αλλο)ανοσοποίηση. Πάντως, τα 0,25 ml εμβρυϊκού αίματος υπολογίστηκαν ως η ελάχιστη ποσότητα που απαιτείται για την δημιουργία αλλοανοσοποίησης. Μετά την πρώτη έκθεση στο αντιγονικό φορτίο του εκάστοτε Rh αντιγόνου, ο μητρικός οργανισμός παράγει αντισώματα IgM σε διάστημα 6 εβδομάδων έως ένα έτος. Τα αντισώματα IgM δεν διέρχονται τον πλακούντα και συνεπώς η πρώτη εγκυμοσύνη συνήθως δεν επηρεάζεται. Ωστόσο, μια δεύτερη έκθεση στο αντιγονικό φορτίο μπορεί να προκαλέσει την διαφοροποίηση των Β λεμφοκυττάρων και τον πολλαπλασιασμό τους στα κύτταρα του πλάσματος. Αυτή η μνημονική απάντηση του ανοσοποιητικού συστήματος της μητέρας χαρακτηρίζεται από την ταχύτατη παραγωγή των αντισωμάτων IgG, σχεδόν εξ ολοκλήρου. Αυτά τα αντισώματα IgG μπορούν να διασχίσουν τον μητροπλακουντιακό φραγμό, συνδέονται με τα αντίστοιχα αντιγόνα της κυτταρικής μεμβράνης των ερυθροκυττάρων και τα καταστρέφουν, προκαλώντας εμβρυϊκή αιμόλυση και αναιμία.

Η εμβρυϊκή ερυθροβλάστωση ξεκινάει με την εμφάνιση του λεκιθικού ασκού την 21η ημέρα. Το Rh αντιγόνο μπορεί να εκφραστεί ήδη από την 30η ημέρα της κύησης. Μετά τη δεύτερη έκθεση, παρατηρείται αύξηση της παραγωγής των αντισωμάτων IgG που οδηγεί σε αύξηση των μητρικών τίτλων. Αυτά τα μητρικά αντισώματα αναγνωρίζονται και προσκολλώνται στο αντιγόνο του ξενιστή στην επιφάνεια των Rh θετικών εμβρυϊκών ερυθροκυττάρων (RBCs). Το αντίσωμα IgG στερείται της ικανότητας δέσμευσης του συμπληρώματος και συνεπώς τα επικαλυμμένα με αντίσωμα εμβρυϊκά ερυθροκύτταρα απομονώνονται από τα μακροφάγα κύτταρα των ιστών και καταστρέφονται εξωαγγειακά από το δικτυοενδοθηλιακό σύστημα. Αυτή η αλυσίδα συμβάντων οδηγεί στην ανάπτυξη της εμβρυϊκής αναιμίας. Καθώς μειώνεται η διάρκεια της ζωής του εμβρυϊκού ερυθροκυττάρου λόγω αιμόλυσης, το αιμοποιητικό σύστημα επιφορτίζεται με ένα επιπλέον έργο-αυξημένης παραγωγής ερυθροβλαστών-από τα πρώιμα ακόμη στάδια της ήπιας εμβρυϊκής αναιμίας. Όμως, με την εγκατάσταση σοβαρής αναιμίας (ερυθροβλάστωση), επιστρατεύεται μια εκσεσημασμένη εξω-μυελική παραγωγή άωρων ερυθροβλαστών στο ήπαρ και την σπλήνα, η οποία βαθμιαία οδηγεί σε ηπατοσπληνομεγαλία. 22 Η σοβαρή ερυθροβλάστωση οδηγεί σε μειωμένη παροχή οξυγόνου και υποξία τα περιφερειακά εμβρυϊκά όργανα και σε παράλληλη αύξηση της καρδιακής παροχής ως μηχανισμό αντιστάθμισης αυτής της κατάστασης. Ωστόσο, αυτός ο μηχανισμός μπορεί να είναι ανεπαρκής στην διατήρηση επαρκούς αιμάτωσης των ιστών. Η απώλεια της ρύθμισης της λειτουργίας των εμβρυϊκών ερυθροκυττάρων συμβάλλει στην διαταραχή της οξεοβασικής ισορροπίας. Ο Soothill και οι συνεργάτες του ανέφεραν αύξηση της συγκέντρωσης του γαλακτικού οξέος στην ομφαλική αρτηρία όταν τα επίπεδα της εμβρυϊκής αιμοσφαιρίνης ήταν < από 8g/dL και αύξηση της συγκέντρωσης των γαλακτικών στην ομφαλική φλέβα όταν τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης μειώθηκαν στα 4g/dL. 23 Ο ακριβής μηχανισμός που οδηγεί σε εμβρυϊκό ύδρωπα δεν είναι πλήρως κατανοητός. Ωστόσο, η εγκατάσταση σοβαρής αναιμίας με επίπεδα αιμοσφαιρίνης < από 7g/dL εγείρει την παρουσία ύδρωπα. 22

Κάποιες μελέτες έδειξαν ότι η ελαττωμένη πρωτεϊνική σύνθεση (υποαλβουμιναιμία) οδηγεί σε μειωμένη κολλοειδωσμωτική πίεση καθώς και σε αυξημένη εξαγγείωση υγρών, οπότε, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η αιτία ανάπτυξης ύδρωπα (ασκίτη). 24 , 25 Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες έδειξαν φυσιολογική συγκέντρωση λευκωματίνης σε υδρωπικά έμβρυα γεγονός που δεν συνάδει με αυτή την υπόθεση. 26 Ενοχοποιήθηκαν όμως, και άλλοι παράμετροι οι οποίοι αυξάνουν την αγγειακή διαπερατότητα (εξαγγείωση). Κατ' αρχήν, η εμβρυϊκή ερυθροβλάστωση (βαριά αιμολυτική αναιμία) προκαλεί ιστική υποξία λόγω αιμοσιδήρωσης, 27 μεταβολική οξέωση και υπερχολερυθριναιμία, 28 η οποία αν και έχει νευροτοξική δράση απομακρύνεται ενδομήτρια διαμέσου του πλακούντα και μεταβολίζεται στην μητρική κυκλοφορία. Σε μεταγενέστερο στάδιο, η αυξημένη πίεση στην ομφαλική φλέβα συνδέθηκε με ηπατομεγαλία, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια 29 , 30 και απόφραξη της λεμφικής ροής. Η ενδομήτρια μετάγγιση συμπυκνωμένων ερυθρών μείωσε την πίεση στην ομφαλική φλέβα μετά την πάροδο 24ώρου. 31

Μη άνοσος ύδρωπας

Σήμερα, είναι γνωστό ότι ο μη άνοσος ύδρωπας (ΜΑΥ) δεν αποτελεί συγκεκριμένη νόσο αλλά μάλλον μία όψιμη εκδήλωση διαφόρων σοβαρών παθήσεων, περισσοτέρων από 100, ποικίλης αιτιολογίας.

 

 Αιτιολογία μη άνοσου ύδρωπα

1. Κεφαλή

·         Ενδοκρανιακή αιμορραγία

·         Ανεύρυσμα φλέβας του GALEN

·         Όγκοι ΚΝΣ

7. Σκελετικές δυσπλασίες

·         Θανατοτρόπος δυσπλασία

·         Ασφυκτική θωρακική δυσπλασία (σύνδρομο JEUNE)

·         Αχονδροπλασία

·         Αχονδρογένεση

·         Σύνδρομο βραχέων πλευρών – πολυδακτυλίας

·         Χονδροδυσπλασία Punctata

·         Ατελής οστεογένεση τύπος ΙΙ

·         Θανατηφόρος οστεοπέτρωση

2. Θώρακας

·            Ανατομικές ανωμαλίες καρδιακών κοιλοτήτων και μεγάλων αγγείων

·            Όγκοι καρδιάς – Θώρακος

·            Μυοκαρδίτιδα

·            Αρρυθμίες (βραδυκαρδία – ταχυκαρδία)

·            Κυστική αδενωματώδης δυσπλασία (CCAM)

·            Ατρησία λάρυγγος

·            Συστροφή πνεύμονος

8. Μεταβολικές διαταραχές

·         Σφιγγομυελινοείδοση

·         Μουκοπολυσακχαρίδωση

·         Έλλειψη G-6-PD (Glucose 6-PD)

·         Υπερθυρεοειδισμός

·         Υποθυρεοειδισμός

3. Γαστρεντερικό

·            Διαφραγματοκήλη

·            Εντερική απόφραξη – διάτρηση (περιτονίτιδα εκ μηκωνίου)

·            Ηπατίτιδα

·            Κίρρωση – πυλαία υπέρταση

9. Σύνδρομα

·         Noonan

·         Opitz-Frias syndrome

·         Cornelia de Lange syndrome

·         Συγγενής πολλαπλή αρθρογρύπωση

·         Συγγενής μυοτονική δυστροφία

·         Πολλαπλού πτερυγίου

·         Υποτροπιάζον κυστικό ύγρωμα

·         Υποφωσφατάσια

4. Ουροποιητικό

·         Συγγενής νέφρωση (Finnish type)

·         Αποφρακτική νόσος (ρήξη ουροδόχου)

·         Πολυκυστική νόσος νεφρού (ARCKD, ADCKD)

·         Θρόμβωση νεφρικής φλέβας

10. Χρωμοσωμικές ανωμαλίες

·         Τρισωμίες 10, 13, 15, 16, 18, 21

·         Τριπλοειδία

·         Τετραπλοειδία

·         Σύνδρομο Turner

·         46XX/XY Μωσαϊκό

·         49 ΧΧΧΧΥ

·         Άλλες δομικές ανωμαλίες (μερικός διπλασιασμός, έλλειμμα, διαμετάθεση)

5. Αιμοποιητικό

·         Α΄ θαλασσαιμία

·         Εμβρυομητρική αιμορραγία

·         Αιμορραγία εμβρύου ενδοκοιλοτική (εντέρου, κρανίου, όγκος)

·         Σύνδρομο μετάγγισης από δίδυμο σε δίδυμο

·         Ελαττωμένη παραγωγή ερυθρών

11. Ανωμαλίες πλακούντα και ομφάλιου λώρου

·         Χοριοαγγείωμα

·         Αγγειομύξωμα ομφάλιου λώρου

·         Αιμορραγία αγγείων πλακούντα

·         Ανεύρυσμα ομφαλικής αρτηρίας

·         Αληθής κόμβος- συστροφή ομφάλιου λώρου

·         Θρόμβωση ομφαλικής φλέβας

·         Υποχοριακό αιμάτωμα πλακούντα

6. Λοιμώδη

·            Λοίμωξη παρβοϊού Β19

·            Κυτταρομεγαλοϊός (CMV)

·            Τοξοπλάσμωση

·            Σύφιλη

·            Ερυθρά

·            Ανεμευλογιά

·            Έρπης

·            Αδενοϊοί

·            Ιοί Coxsakie

·            Ηπατίτιδα Α’

·            Λιστερίωση

·            Λεπτοσπείρωση

12. Όγκοι

·           Τεράτωμα (μεσοθωρακίου, εγκεφάλου, ενδοπεριτοναϊκό, ιεροκοκκυγικό)

·           Ηπατοβλάστωμα

·           Ινοσάρκωμα μεσοθωρακίου

·           Συγγενές νευροβλάστωμα

·           Αμάρτωμα

·           Μεσοβλαστικό νέφρωμα

Ανεξάρτητα όμως από την αιτιολογία το τελικό αποτέλεσμα του ΜΑΥ οφείλεται στην αύξηση της πίεσης στο φλεβικό σύστημα, την παρακώλυση της παροχέτευσης της λέμφου, στην αύξηση της διαπερατότητας των αγγείων και στην καρδιακή ανεπάρκεια. Υποστηρίζεται ότι το 55-65% των περιπτώσεων ΜΑΥ που ανιχνεύεται προγεννητικά έχει συγκεκριμένη αιτιολογία. 32 , 33  Άλλοι, ανεβάζουν το ποσοστό στο 85%. 34 Ωστόσο, ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 85% όταν λαμβάνεται υπόψιν η μεταγεννητική αξιολόγηση. Όμως, σε ένα σημαντικό ποσοστό των περιπτώσεων αυτών εξακολουθούν να είναι άγνωστα τα αιτία. Οι περισσότερες μελέτες υποδεικνύουν ότι οι καρδιαγγειακές αιτίες, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν αρρυθμίες, κατασκευαστικές ανωμαλίες και ποικίλες καρδιομυοπάθειες, είναι οι συνηθέστερες αιτίες που οδηγούν σε ΜΑΥ. Το 16% των περιπτώσεων ΜΑΥ οφείλεται σε χρωμοσωμική αιτία, ενώ οι αιματολογικές ανωμαλίες συμβάλλουν στο 4% έως 12% των περιπτώσεων της νόσου. 35

Παθοφυσιολογία μη άνοσου ύδρωπα

Ο ακριβής μηχανισμός του ΜΑΥ παραμένει μια πρόκληση εξαιτίας της διαφορετικότητας της υποκείμενης αιτίας και σε κάποιες περιπτώσεις τα αίτια παραμένουν ασαφή. Γενικά, ο παθογενετικός μηχανισμός πρόκλησης του ΜΑΥ, οφείλεται στη συμμετοχή μιας ή περισσοτέρων από τις επόμενες 4 καταστάσεις: α) σοβαρή αναιμία, β) αιμοδυναμική δυσλειτουργία, γ) υποπρωτεϊναιμία και δ) λεμφαγγειακή δυσπλασία. Σε φυσιολογικές συνθήκες το εξωκυττάριο υγρό επιστρέφει από τον ενδιάμεσο χώρο στον αγγειακό χώρο διαμέσου του λεμφικού συστήματος. Η υδροστατική πίεση του φλεβικού συστήματος καθορίζει την δυνατότητα παροχέτευσης της λέμφου διαμέσου του φλεβικού δικτύου. Σε περίπτωση καρδιακής ανεπάρκειας, ελαττωμένου κλάσματος εξώθησης, μειωμένης κολλοειδωσμωτικής πίεσης, υποξαιμίας και αυξημένης διαπερατότητας των τριχοειδών αγγείων προκαλείται παρακώλυση του λεμφικού δικτύου, εξαγγείωση υγρών στον ενδιάμεσο χώρο και τελικά δημιουργείται ύδρωπας. 36 Μερικά παραδείγματα τέτοιων καταστάσεων συμπεριλαμβάνουν κατασκευαστικές καρδιακές ανωμαλίες που οδηγούν σε αύξηση της πίεσης στην δεξιά καρδιά και σε αυξημένη κεντρική φλεβική πίεση, απόφραξη της φλεβικής ή της αρτηριακής ροής αίματος λόγω όγκων θώρακος, ανεπαρκής διαστολική πλήρωση κοιλιών κατά την εμβρυϊκή αρρυθμία. Επίσης η ίνωση του ήπατος και κατά συνέπεια μειωμένη ηπατική λειτουργία και υποαλβουμιναιμία ή μειωμένη ωσμωτική πίεση σε συγγενή νέφρωση, η σοβαρή εμβρυϊκή αναιμία που οφείλεται σε έλλειψη παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων (RBC), απώλεια αίματος ή αυξημένη καταστροφή RBC μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια, διαταραχή της οσμωτικής πίεσης και τελικά ύδρωπα.

Ορισμένες συγγενείς λοιμώξεις μπορεί να οδηγήσουν σε ΜΑΥ. Οι προτεινόμενοι μηχανισμοί ποικίλλουν ανάλογα με την υποκείμενη αιτία. Κάποια παθογόνα μπορεί να προκαλέσουν φλεγμονώδη αντίδραση που καταλήγει σε αυξημένη διαπερατότητα των τριχοειδών αγγείων. Ο παθογόνος μικροοργανισμός μπορεί επίσης να προσβάλει το ήπαρ και τον καρδιακό ιστό, προκαλώντας άμεσα εμβρυϊκή ηπατίτιδα ή μυοκαρδίτιδα ή και καταστολή του μυελού των οστών όπως στην περίπτωση του παρβοϊού Β19.

Χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Turner (45, Χ), μπορεί να προκαλέσουν δυσπλασία λεμφικού αγγείου και απόφραξη που μπορεί να οδηγήσει σε σχηματισμό κυστικού υγρώματος. Εμβρυϊκές κατασκευαστικές ανωμαλίες διαφόρων συστημάτων, όπως μυοσκελετικού, ΚΝΣ και γαστρεντερικού, συσχετίστηκαν με ύδρωπα, αν και ο ακριβής μηχανισμός μπορεί να μην είναι πάντοτε γνωστός.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η διάγνωση του εμβρυϊκού ύδρωπα μπορεί να γίνει εύκολα με το υπερηχογράφημα. Το οίδημα του δέρματος είναι σταθερό εύρημα ανεξάρτητα από την αιτιολογία του ύδρωπα και χαρακτηρίζεται από πάχος δέρματος > από 5mm. Η μέτρηση λαμβάνεται σε εγκάρσια άποψη κεφαλής ή κοιλιάς εμβρύου. Ο ασκίτης διαπιστώνεται με την απεικόνιση περιοχών χαμηλής ηχογένειας οι οποίες περιβάλλουν τις εντερικές έλικες. Εξαιτίας της ύπαρξης υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα, τα εμβρυϊκά ενδοκοιλιακά όργανα απεικονίζονται ευκρινώς. Με την επιδείνωση της αναιμίας και την προοδευτική αύξηση του υγρού προκαλείται διόγκωση της κοιλιάς και στις σοβαρές περιπτώσεις το ήπαρ και οι εντερικές έλικες φαίνονται να επιπλέουν μέσα σε αυτό. Η ηπατοσπληνομεγαλία είναι συχνότερη στον άνοσο, αλλά μπορεί να ανευρεθεί και στον μη άνοσο ύδρωπα. Αντικρουόμενα είναι τα βιβλιογραφικά δεδομένα σχετικά με την αξία της εκτίμησης του μεγέθους του ήπατος. Κατά τον Nicolaides και συνεργάτες η εκτίμησης του μεγέθους του ήπατος δεν σχετίζεται με την σοβαρότητα της αναιμίας ενώ οι Vintzileos και συνεργάτες υποστηρίζουν ότι η αύξηση του ήπατος κατά 5mm εβδομαδιαίως αποτελεί δυσμενές προγνωστικό στοιχείο. Οι πλευριτικές συλλογές διαγιγνώσκονται με την απεικόνιση υγρού μεταξύ θωρακικού τοιχώματος και πνευμόνων (συνήθως στη βάση των πνευμόνων). Οι περικαρδιακές συλλογές διαπιστώνονται σε επιμήκη και εγκάρσια άποψη του εμβρυϊκού θώρακα. Περικαρδιακή συλλογή μπορεί να ανευρεθεί και σε φυσιολογικά έμβρυα μετά την 20η εβδομάδα. Απεικονίζεται ως υποηχογενής δακτύλιος με πάχος > των 2mm. 37 – 42 Ένα άλλο εύρημα που χαρακτηρίζει το 75% των περιπτώσεων μη άνοσου ύδρωπα είναι το υδράμνιο, 43 ενώ σπανιότερα ανευρίσκεται οίδημα του πλακούντα με πάχος μεγαλύτερο από 4cm. 38 Στο Doppler υπερηχογράφημα, ανευρίσκεται συχνά ανάστροφη ροή αίματος στο φλεβικό δίκτυο οδηγώντας σε αύξηση της κεντρικής φλεβικής πίεσης, η οποία απεικονίζεται με χαρακτηριστική κυματοειδή ροή στην ομφαλική φλέβα. Ταυτόχρονα, οι αυξημένες αντιστάσεις στο ήπαρ προκαλούν πυλαία υπέρταση και αυξημένες ταχύτητες στον φλεβώδη πόρο.

Η διάγνωση του ύδρωπα συνήθως πραγματοποιείται από την 20η-29η εβδομάδα της κύησης 44 καθώς η εμβρυϊκή απώλεια σπάνια εμφανίζεται πριν από την 28η εβδομάδα κύησης. Μετά την υπερηχογραφική διάγνωση του εμβρυϊκού ύδρωπα και αφού καθορισθεί ότι πρόκειται για τον μη άνοσο τύπο, ακολουθεί η διερεύνηση της πιθανής αιτίας. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να γίνεται προσεκτική διερεύνηση της ανατομίας του εμβρύου και να δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην εμβρυϊκή καρδιά και τον θώρακα. Θα πρέπει επίσης να εκτιμηθεί η καρδιακή συχνότητα και ο καρδιακός ρυθμός, ενώ ο πλακούντας θα πρέπει να εξετάζεται για χοριοαγγειώματα.

Στρατηγική διαχείρισης

Αντιμετώπιση μη ευαισθητοποιημένης Rh αρνητικής κυήσεως

Η πρόληψη αποτελεί θεμέλιο λίθο στην διαχείριση της Rhesus ευαισθητοποίησης. Κατά την πρώτη μαιευτική επίσκεψη θα πρέπει να λαμβάνεται πλήρες ιστορικό των μαιευτικών συμβάντων σε όλες τις ασθενείς. Οι ιδιαιτερότητες και οι λεπτομέρειες προηγούμενων μεταγγίσεων ή προϊόντων αίματος είναι ζωτικής σημασίας στον προσδιορισμό ασθενών υψηλού κινδύνου. Ο αρχικός εργαστηριακός έλεγχος θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει την ομάδα αίματος ABO και τον έλεγχο αντισωμάτων RhD της μητέρας. Ο προσδιορισμός της έμμεσης Coombs είναι η δημοφιλέστερη μέθοδος ανίχνευσης των μητρικών αντισωμάτων έναντι του αντιγόνου D αλλά και των άλλων αντιγονικών συστημάτων των ερυθρών αιμοσφαιρίων στον μητρικό ορό. Ο έλεγχος της ομάδας ΑΒΟ του πατέρα είναι χρήσιμος διότι ασυμβατότητα στο σύστημα αίματος του πατέρα προφυλάσσει το έμβρυο σε περίπτωση Rhesus ισοανοσοποίησης. Σε αντίθετη περίπτωση απαιτείται προσδιορισμός του γονότυπου Rh του εμβρύου. Παλαιότερη τεχνική ήταν η εφαρμογή PCR σε αμνιακά κύτταρα, απαιτούνταν δηλαδή αμνιοκέντηση. Η πλέον σύγχρονη μέθοδος που χρησιμοποιεί ελεύθερο εμβρυϊκό DNA της μητρικής κυκλοφορίας, ανιχνεύεται από την 38η ημέρα της κύησης 45 , 46  και έχει ποσοστό διαγνωστικής ακρίβειας 100% σύμφωνα με κάποιες μελέτες. 47 , 48  Ωστόσο, μία μετα-ανάλυση που συμπεριελάμβανε 37 εργασίες κατέληξε στο συμπέρασμα πως αυτή η μέθοδος είχε συνολική διαγνωστική ακρίβεια 94,8%, ευαισθησία 95,4% και ειδικότητα 98,6% στον προσδιορισμό του εμβρυϊκού γονοτύπου Rh. 49

Πολλές ευρωπαϊκές χώρες σήμερα με διαφορετικούς πληθυσμούς ασθενών και ασφαλιστικά προγράμματα πληρωμών υιοθέτησαν επιτυχώς τον μη επεμβατικό έλεγχο RhD ως μέρος ενός πρωτοκόλλου διαχείρισης γυναικών που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο αλλοανοσοποίησης RhD. 50 Εάν η έγκυος είναι RhD αρνητική, θα πρέπει να ελέγχεται εάν θα είναι υποψήφια για προφυλακτική Rh ανοσοποίηση, οπότε εκτελείται η δοκιμασία της έμμεσης Coombs. Τίτλος μητρικών αντισωμάτων < από 1/16, θεωρείται καθησυχαστικός για την επιβίωση του εμβρύου. Τίτλος μητρικών αντισωμάτων > από 1/16, είναι ενδεικτικός πιθανής αιμολυτικής νόσου στο έμβρυο και αποτελεί ένδειξη για περαιτέρω διερεύνηση, με επανέλεγχο ανά 2 εβδομάδες. Στις 24-28 εβδομάδες της κύησης επαναλαμβάνεται ο έλεγχος των μητρικών αντισωμάτων RhD. Επί αρνητικής δοκιμασίας η έγκυος καθίσταται υποψήφια για παθητική anti-D προφύλαξη μέσω χορήγησης ειδικής ανοσοσφαιρίνης. Αν και ο ακριβής μηχανισμός δράσης της anti-D ανοσοσφαιρίνης παραμένει άγνωστος, 51 εντούτοις αυτή η στρατηγική αποδείχθηκε αποτελεσματική. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνιστάται η εφάπαξ χορήγηση μιας δόσης 300 μg anti-D ανοσοσφαιρίνης, στις 28 εβδομάδες της κύησης. 52 Μετά τη χορήγηση της ανοσοπροστασίας στις 28 εβδομάδες της κύησης, ορισμένοι ειδικοί προτείνουν την χορήγηση δεύτερης δόσης 300 μg anti-D ανοσοσφαιρίνης αν δεν πραγματοποιηθεί τοκετός εντός διαστήματος 12 εβδομάδων από τη αρχική ανοσοπροστασία. 53 Προφυλακτική δόση 300 μg anti-D ανοσοσφαιρίνης είναι αρκετή για να αποτρέψει την έκθεση που παράγουν 30 ml RhD-θετικού εμβρυϊκού αίματος. 54

Οι τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες υποδεικνύουν ότι αν μια RhD αρνητική μητέρα αποκτήσει ένα RhD θετικό νεογνό, θα πρέπει να υποβάλλεται σε παθητική ανοσοποίηση με anti-D ανοσοσφαιρίνη εντός 72 ωρών από τον τοκετό, ή έως και 28 ημέρες μετά τον τοκετό. Η τελευταία αυτή στρατηγική θεωρείται εξίσου αποτελεσματική με την πρώτη. 53  Επίσης, γυναίκες που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για αλλοανοσοποίηση Rh θα πρέπει να λάβουν μια προφυλακτική δόση ανοσοσφαιρίνης μετά από οποιοδήποτε μαιευτικό συμβάν ή διαδικασία που την θέτει σε κίνδυνο εμβρυομητρικής αιμορραγίας και αλλοανοσοποίησης. Στις Rh ευαισθητοποιημένες τα επίπεδα του μητρικού τίτλου αντισωμάτων θα πρέπει να επαναλαμβάνονται κάθε 4 εβδομάδες κατά τη διάρκεια του α' και β΄ τριμήνου και κάθε 2 εβδομάδες κατά τη διάρκεια του γ΄ τριμήνου για να προσδιοριστεί ο κίνδυνος εμφάνισης αιμολυτικής νόσου. Η εμβρυομητρική ασυμβατότητα προστατεύει και μειώνει τον κίνδυνο αλλοανοσοποίησης. Εάν ένα έμβρυο είναι RhD θετικό και το σύστημα ABO ασυμβίβαστο με αυτό της μητέρας, τότε μειώνεται ο κίνδυνος αλλοανοσοποίησης περίπου σε 2%.

Αντιμετώπιση κυήσεως με ισοανοσοποίηση

Μετά την ισοανοσοποίηση της εγκύου, υπάρχει κίνδυνος αναιμίας στο έμβρυο. Αρκετές επεμβατικές τεχνικές επιτρέπουν την άμεση αξιολόγηση της εμβρυϊκής αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη. Φυσιολογικά, η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης στο έμβρυο αυξάνεται με την πρόοδο της κύησης και οι περιοχές αναφοράς της εμβρυϊκής αιμοσφαιρίνης έχουν καθοριστεί χρησιμοποιώντας τη δειγματοληψία εμβρυϊκού αίματος. Η ομφαλιδοπαρακέντηση μπορεί να ανιχνεύσει με ακρίβεια την εμβρυϊκή αναιμία. Ωστόσο, η τεχνική αυτή συνεπάγεται κίνδυνο απώλειας της εγκυμοσύνης και απώλεια εμβρύου που κυμαίνεται από 0,9% έως 3,2%. 55 Στο παρελθόν, μια άλλη μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε στην εκτίμηση της εμβρυϊκής αναιμίας ήταν η αμνιοκέντηση η οποία μετρούσε τα επίπεδα χολερυθρίνης εντός του αμνιακού υγρού. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση είχε το μειονέκτημα ότι σε πολλές περιπτώσεις απαιτήθηκαν επαναλαμβανόμενες δειγματοληψίες αμνιακού υγρού για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα και η εξέλιξη της νόσου.

Σήμερα, αυτή η διαδικασία έχει αντικατασταθεί από την υπερηχογραφική αξιολόγηση. Η ευρεία χρήση των υπερήχων επέτρεψε την εκτίμηση της ισοανοσοποίησης υπολογίζοντας την μέγιστη συστολική ταχύτητα (PSV) με την χρήση παλμικού Doppler στην μέση εγκεφαλική αρτηρία (MCA) του εμβρύου. 56 Το έμβρυο, καθώς εγκαθίσταται ήπια έως μέτρια αναιμία ανταποκρίνεται σε αυτήν την κατάσταση με αρκετούς αντισταθμιστικούς μηχανισμούς. Η αυξημένη ζήτηση (αίματος) οδηγεί σε αυξημένη καρδιακή παροχή και κατά συνέπεια σε αυξημένη συγκέντρωση αίματος στον εγκέφαλο. Αυτές οι αλλαγές, μαζί με την ενδογενή μείωση της αντίστασης της ροής του εμβρυϊκού αίματος-μείωση της γλοιότητας-δευτερογενώς στην απώλεια των RBCs, οδηγούν στην αύξηση της ταχύτητας ροής. Το πιο εύκολα προσβάσιμο αγγείο στην αξιολόγηση της ροής αίματος στον εγκέφαλο ήταν η μέση εγκεφαλική αρτηρία (MCA). Οι μετρήσεις της μέγιστης συστολικής ταχύτητας (PSV) στη MCA, ως πολλαπλάσια του μέσου όρου (MoM), ήταν ιδιαίτερα προγνωστικές στην πρόβλεψη της μέτριας και σοβαρής εμβρυϊκής αναιμίας. 57 Η μέτρηση της PSV-MCA, είχε υψηλή ευαισθησία 100% στην ανίχνευση της ήπιας, μέτριας και σοβαρής αναιμίας για ένα 12% ψευδώς θετικό αποτέλεσμα όταν η τιμή της MCA-PSV ήταν 1,29, 1,50 και 1,55 MoMς, αντίστοιχα. 57 Μεταγενέστερες μελέτες συνέκριναν την ακρίβεια της υπερηχογραφικής μέτρησης της MCA-PSV με τις επαναλαμβανόμενες αμνιοκεντήσεις και κατέδειξαν ότι η υπερηχογραφική μέτρηση είχε καλύτερη ευαισθησία και ειδικότητα. 58

Προσδοκώμενο peak της MCA-PSV ανάλογα με την ηλικία κύησης 

Week of GestationPEAK VELOCITY (cm/s)
1.00 MoM (Median)1.29 MoM1.50 MoM1.55 MoM
18 23.2 29.9 34.8 36.0
20 25.5 32.8 38.2 39.5
22 27.9 36.0 41.9 43.3
24 30.7 39.5 46.0 47.5
26 33.6 43.3 50.4 52.1
28 36.9 47.6 55.4 57.2
30 40.5 52.2 60.7 62.8
32 44.4 57.3 66.6 68.9
34 48.7 62.9 73.1 75.6
36 53.5 69.0 80.2 82.9
38 58.7 75.7 88.0 91.0
40 64.4 83.0 96.6 99.8
Mari G, Deter RL, Carpenter RL, et al 57

Η MCA μπορεί εύκολα να εντοπιστεί στη βάση του εμβρυϊκού κρανίου. Το έγχρωμο Doppler υπερηχογράφημα χρησιμοποιείται για την αναγνώριση ολόκληρου του κύκλου του Willis. Η λήψη των κυματομορφών πραγματοποιείται στην εγγύς MCA που βρίσκεται πλησιέστερα στον ηχοβολέα. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, αξιολογείται η άπω MCA στον εγγύς τμήμα της-πλησίων της έσω καρωτίδας-η οποία προσφέρει επίσης αξιόπιστα αποτελέσματα. 59  Το μέγεθος της πύλης των υπερήχων ρυθμίζεται σε 1-2mm και στη συνέχεια μετακινείται η θέση της πύλης και τοποθετείται στην MCA μακριά από την έσω καρωτίδα. Ο δρομέας κατεύθυνσης της ροής των υπερήχων πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την κατεύθυνση της ροής του αγγείου έτσι ώστε να επιτυγχάνεται γωνία Doppler 0ᵒ. Μια προσέγγιση για την επίτευξη αυτής της γωνίας θα ήταν να αρχίσει κανείς με την πρόσκτηση της αμφιβρεγματικής διαμέτρου (BPD). Στη συνέχεια, ο ηχοβολέας θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται ελαφρώς με το εμβρυϊκό κρανίο και να μετακινείται πλάγια ώστε να «γέρνει» η κεφαλή του εμβρύου στην οθόνη των υπερήχων. Αυτό επιτρέπει την εμφάνιση της MCA, σχεδόν σε τελείως κάθετη θέση. Όταν δεν είναι δυνατή η απόκτηση ιδανικής γωνίας 0ᵒ, τότε πρέπει να διορθωθεί η γωνία Doppler 60 εάν και αυτή η τακτική θα πρέπει να αποφεύγεται. Ωστόσο, θα πρέπει να λαμβάνονται αρκετές μετρήσεις MCA-PSV, καθώς αυτές μπορούν να επηρεαστούν από τις εμβρυϊκές κινήσεις ή τις αναπνευστικές κινήσεις του εμβρύου. Όλες οι μετρήσεις θα πρέπει να έχουν παρόμοιες τιμές μεταξύ τους, να χρησιμοποιείται η καλύτερη δυνατή μέτρηση και όχι ο μέσος όρος τους. Η μέτρηση της MCA-PSV για τον έλεγχο της εμβρυϊκής αναιμίας μπορεί να λαμβάνεται ήδη από την 16η-18η εβδομάδα της κύησης. Όμως, μετά την ηλικία των 35 εβδομάδων μια προοπτική πολυκεντρική μελέτη κατέδειξε υψηλό ψευδώς θετικό ποσοστό αναιμίας. 61

Ανάλογα με την βαρύτητα της νόσου οι μετρήσεις θα πρέπει να επαναλαμβάνονται κάθε 1-2 εβδομάδες. Όταν οι μετρήσεις της MCA-PSV φθάσουν σε τιμή μεγαλύτερη από 1,5 ΜΜ, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί δειγματοληψία εμβρυϊκού αίματος μέσω παρακέντησης της ομφαλίδος. Σε περίπτωση που ο εμβρυϊκός αιματοκρίτης βρίσκεται κάτω από 30%, ενδείκνυται η ενδομήτρια μετάγγιση. Αρκετοί ειδικοί συνιστούν ότι εάν η εντατική αξιολόγηση της MCA-PSV παραμένει κάτω από το συγκεκριμένο όριο, θα πρέπει να συνεχίζεται η παρακολούθηση, με στόχο τοκετός στις 37 έως 38 εβδομάδες. Ο τοκετός είναι επιβεβλημένος όταν υπάρχουν ενδείξεις εμβρυϊκής απώλειας. Οι εξετάσεις, ΝΣΤ και βιοφυσικό προφίλ πρέπει να ξεκινούν από την ηλικία των 32 εβδομάδων.

Ενδομήτρια μετάγγιση

Η προσβασιμότητα στην εμβρυϊκή κυκλοφορία επιτυγχάνεται με την υπερηχογραφικά καθοδηγούμενη ομφαλιδοπαρακέντηση της ομφαλικής φλέβας, δια λεπτής βελόνης 22G. Ακούσια παρακέντηση των ομφαλικών αρτηριών συσχετίζεται με αγγειόσπασμο, βραδυκαρδία και αιφνίδιο θάνατο. Εάν ο πλακούντας είναι πρόσθιος, είναι εφικτή η άμεση παρακέντηση της ομφαλικής φλέβας στο σημείο εισόδου. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιαδήποτε ελεύθερη έλικα του ομφαλίου λώρου ή το ενδοηπατικό τμήμα της ομφαλικής φλέβας. Αφού αποκτηθεί προσβασιμότητα στην εμβρυϊκή κυκλοφορία, λαμβάνεται δείγμα αίματος για εξέταση της ομάδας ABO και του Rh, της άμεσης Coombs και της γενικής αίματος, συμπεριλαμβανομένων των αιμοπεταλίων, του αριθμού των δικτυοερυθροκυττάρων και του συνολικού επιπέδου της χολερυθρίνης. Για να μειωθούν οι εμβρυϊκές κινήσεις κατά τη διάρκεια της μετάγγισης, ίσως απαιτηθεί η ενδοφλέβια έγχυση ενός μυοχαλαρωτικού παράγοντα στον ομφάλιο λώρο, όπως για παράδειγμα το pancuronium, σε δόση 0,2 mg/kg εμβρύου. 62 , 63 Αν και διάφορα μεγάλα κέντρα συμπεριέλαβαν τη χρήση της φουροσεμίδης στο πρωτόκολλο θεραπείας τους, εντούτοις η στρατηγική αυτή θεωρήθηκε αναποτελεσματική. 64 Το αίμα που θα μεταγγιστεί πρέπει να είναι συμβατό με αυτό της μητέρας αλλά και του εμβρύου. Κατά την πρώτη μετάγγιση, εάν ο τύπος του εμβρυϊκού αίματος δεν είναι γνωστός, χρησιμοποιείται αρνητικό αίμα.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση των κυήσεων που έχουν επιπλακεί με μέτρια ή σοβαρή αιμολυτική αναιμία συνίσταται στην ενδομήτρια μετάγγιση συμπυκνωμένων ερυθρών (Hct85%), για να μειωθεί ο όγκος του μεταγγισμένου αίματος στο έμβρυο. Για την αποφυγή του κινδύνου μετάδοσης λοιμογόνων παραγόντων, το μεταγγιζόμενο αίμα ελέγχεται για κυτταρομεγαλοϊό, ηπατίτιδα Α, Β, C και τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV). Θα πρέπει επίσης, το υπό μετάγγιση αίμα, να είναι απεξαρτημένο από λευκοκύτταρα ώστε να ελαττωθεί ο κίνδυνος της αντίδρασης του μοσχεύματος έναντι ξενιστή. Ωστόσο, η επιβίωση μετά από ενδομήτρια μετάγγιση είναι 74% στα υδρωπικά έμβρυα και 94% στα μη υδρωπικά. 65 Η συντριπτική πλειοψηφία (πάνω από 95%) των παιδιών που έλαβαν ενδομήτρια μετάγγιση είχε φυσιολογικό νευροαναπτυξιακό αποτέλεσμα ενώ δυσμενές το 4,8% (14/291). 6Ο Giannina και οι συνεργάτες τους επινόησαν μια σταθερά που ονομάστηκε "συντελεστής μετάγγισης" η οποία υπολογίζει τον όγκο του αίματος που θα χρειαστεί κατά την μετάγγιση. 67 Εάν ο αρχικός αιματοκρίτης του εμβρύου είναι γνωστός, το υπολογιζόμενο εμβρυϊκό βάρος που προσδιορίζεται υπερηχογραφικά (σε γραμμάρια) πολλαπλασιάζεται με τον "συντελεστή μετάγγισης". Το αποτέλεσμα που προκύπτει εκφράζει την ποσότητα αίματος, σε χιλιοστόλιτρα (ml), που απαιτείται για την επίτευξη του αιματοκρίτη στόχου. "Συντελεστής μετάγγισης" 0,02 χρησιμοποιείται για την αύξηση του αιματοκρίτη κατά 10% και για κάθε 5% πάνω από αυτή την τιμή ο "συντελεστής μετάγγισης" αυξάνεται κατά 0,01 (δηλ. συντελεστής 0,04 για αύξηση Ht κατά 20%). Εάν, για παράδειγμα, ο αρχικός αιματοκρίτης είναι 15% και το εκτιμώμενο βάρος του εμβρύου είναι 1000g, τότε θα χρειαστεί να μεταφερθούν 50mL αίματος για να φθάσει ο αιματοκρίτης στόχος στο 40% (αύξηση αιματοκρίτη κατά 25% χρησιμοποιώντας συντελεστή μετάγγισης 0,05). Ο πραγματικός στόχος της εμβρυϊκής μετάγγισης δεν είναι μόνο η διόρθωση της αναιμίας αλλά και η καταστολή της εμβρυϊκής ερυθροποίησης. Το αίμα θα πρέπει να μεταγγίζεται με ταχύτητα 5 έως 10mL / λεπτό. Στα περισσότερα κέντρα παραπομπής γίνεται προσπάθεια διόρθωσης του τελικού αιματοκρίτη στο 50%-65%. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στα υδρωπικά έμβρυα όπου αύξηση του εμβρυϊκού αιματοκρίτη πέραν του τετραπλάσιου, συνδέεται με σημαντική θνησιμότητα 36,8%. 68 Ωστόσο, η διαδικασία μετάγγισης μπορεί να επαναληφθεί 48 ώρες αργότερα για να επιτευχθεί ο αιματοκρίτης στόχος.

Ο συνδυασμός ενδαγγειακής και ενδοπεριτοναϊκής μετάγγισης χρησιμοποιείται σε ορισμένα κέντρα για να αυξηθεί ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ των προγραμματισμένων μεταγγίσεων μια και ο εμβρυϊκός αιματοκρίτης μειώνεται περίπου κατά 1% κάθε ημέρα. 69 Η προσέγγιση αυτή παράγει πιο σταθερό αιματοκρίτη μεταξύ των διαδικασιών και προσφέρει τη δυνατότητα εκτέλεσης μεταγγίσεων σε λιγότερο συχνά διαστήματα. 70 Αν και η μείωση του εμβρυϊκού αιματοκρίτη είναι ταχύτερη μεταξύ των αρχικών μεταγγίσεων η διαδικασία θα πρέπει να επαναλαμβάνεται περίπου ανά 2 εβδομάδες, έως ότου παρατηρηθεί καταστολή της εμβρυϊκής ερυθροποίησης. 45 Η τελευταία ενδομήτρια μετάγγιση γίνεται σε διάρκεια κύησης 35 εβδομάδων, με στόχο τον τοκετό στις 37-38 εβδομάδες. 71 Η χορήγηση φαινοβαρβιτάλης από του στόματος στη μητέρα 10 ημέρες προ του τοκετού προάγει την εμβρυϊκή ηπατική ωριμότητα και κατά συνέπεια τη σύζευξη της χολερυθρίνης. Έτσι μειώνεται η ανάγκη αφαιμαξομετάγγισης λόγω υπερχολερυθριναιμίας. 72 Οι έγκυες που αναπτύσσουν σοβαρή αλλοανοσοποίηση Rh πριν τις 20 εβδομάδες της κύησης δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ενδοαγγειακές μεταγγίσεις, καθώς το μικρό μέγεθος των εμβρυϊκών αγγείων καθιστά τεχνικά δύσκολη αυτή τη στρατηγική. Η ενδοπεριτοναϊκή μετάγγιση μερικές φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί, αν και δεν υπάρχει διαθέσιμος μαθηματικός τύπος για τον υπολογισμό της ποσότητας αίματος που πρέπει να μεταγγιστεί. Η χρήση ανοσοκατασταλτικής θεραπείας προτάθηκε ως θεραπείας εκλογής σε αυτούς τους ασθενείς. Η ενδοφλέβια χορήγηση ανοσοσφαιρίνης στην μητέρα (IVIG) χρησιμοποιήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις. Πιστεύεται ότι αυτή η στρατηγική λειτουργεί αναστέλλοντας τη σύνθεση των μητρικών αντισωμάτων και εμποδίζοντας έτσι τη διαπλακουντιακή μεταφορά τους. Κάποιες μελέτες κατέδειξαν πως αυτή η στρατηγική, ακολουθούμενη από ενδαγγειακή μετάγγιση (IVT), οδήγησε σε καλύτερα ποσοστά επιβίωσης σε σύγκριση με μόνο την IVT. 73

Σύνδρομο καθρέφτη

Αναφέρεται στην συσχέτιση του εμβρυϊκού ύδρωπα και της μητρικής προεκλαμψίας, με δυναμικό νόσησης περίπου 5%. 74 ωστόσο, η αιτιολογική σύνδεση μεταξύ του συνδρόμου του καθρέφτη και του εμβρυϊκού ύδρωπα παραμένει άγνωστη. Σύμφωνα με μια μελέτη τα κύρια συμπτώματα της μητέρας ήταν οίδημα (80-100%), υπέρταση (57-78%) και πρωτεϊνουρία (20-56%). Το συνολικό ποσοστό ενδομήτριου θανάτου ήταν 56%. Σοβαρές μητρικές επιπλοκές συμπεριλαμβανομένου του πνευμονικού οιδήματος εμφανίστηκαν στο 21,4%. Τα μητρικά συμπτώματα εξαφανίστηκαν 4,8-13,5 ημέρες μετά τον τοκετό. 75 Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν πονοκέφαλο, ολιγουρία και οπτικές διαταραχές καθώς και μη φυσιολογικές εργαστηριακές τιμές όπως χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων, αναιμία και αυξημένες τιμές κρεατινίνης και ηπατικής λειτουργίας. Η μόνη εμφανής θεραπεία για αυτήν την πάθηση φαίνεται να είναι ο τοκετός. Στην βιβλιογραφία υπάρχουν πολλές αναφορές περιπτώσεων στις οποίες έχει περιγραφή η πλήρης υποχώρηση των συμπτωμάτων μετά τη διόρθωση της υποκείμενης αιτίας του εμβρυϊκού ύδρωπα. 76 , 77

Πρόγνωση

Σε ορισμένες καταστάσεις στις οποίες η εμβρυϊκή αναιμία οφείλεται σε λοίμωξη από παρβοϊό Β19, η ενδομήτρια μετάγγιση αίματος ενδεχομένως να επιλύσει τον ύδρωπα. 74 Μια αναδρομική μελέτη που αφορούσε 208 γυναίκες οι οποίες υποβλήθηκαν σε θεραπεία με περισσότερες από 590 μεταγγίσεις κατέδειξε ότι η στρατηγική αυτή συνδέεται με συνολικό ποσοστό επιβίωσης 86%. Η πρώιμη διάγνωση του ύδρωπα καθώς και η ανάγκη μετάγγισης πριν από τις 20 εβδομάδες συσχετίστηκε με χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης. Ο συνολικός ρυθμός εμβρυϊκής απώλειας που αποδόθηκε στη διαδικασία της μετάγγισης ήταν 4,8%. 75 Τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα νεογνών επανεξέτασε μια μελέτη που διενεργήθηκε στη Σκωτία η οποία αξιολόγησε 116 έγκυες ασθενείς οι οποίες υποβλήθηκαν σε 457 ενδομήτριες μεταγγίσεις για μια περίοδο 10 ετών. Το ποσοστό επιβίωσης που αναφέρθηκε σε αυτήν την ομάδα ήταν 97,4% ενώ της απώλειας 0,8-2,3%. Μετά τον τοκετό, το 33% των νεογνών χρειάστηκε αναπνευστική υποστήριξη, το 16% αφαιμαξομετάγγιση και το 54% συμπληρωματική μετάγγιση. 76 Με την νευροαναπτυξιακή έκβαση ασχολήθηκε η μελέτη LOTUS (μακροπρόθεσμη νευροαναπτυξιακή έκβαση μετά από ενδομήτριες μεταγγίσεις λόγω αιμολυτικής νόσου του εμβρύου/νεογέννητου). Συνολικά αξιολογήθηκαν 291 παιδιά τα οποία μπήκαν σε πρόγραμμα παρακολούθησης μέσης διάρκειας 8,2 ετών. Οι συγγραφείς ανέφεραν υψηλό ποσοστό επιβίωσης και μόνο 2,1% εγκεφαλική παράλυση. Η ανάπτυξη εμβρυϊκού ύδρωπα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου ο οποίος σχετίστηκε με ανεπιθύμητη νευροαναπτυξιακή έκβαση. 66

  1. Skoll MA, Sharland GK, Allan LD. Is the ultrasound definition of fluid collections in non-immune hydrops fetalis helpful in defining the underlying cause or predicting outcome? Ultrasound Obstet Gynecol. 1991 Sep 1; 1(5): 309-12. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  2. Fleischer AC, Killam AP, Boehm FH, et al. Hydrops fetalis: sonographic evaluation and clinical implications. Radiology. 1981 Oct; 141(1): 163-8. PubMed | Google Scholar
  3. Lee AJ, Bethune M, Hiscock RJ. Placental thickness in the second trimester: a pilot study to determine the normal range. J Ultrasound Med. 2012 Feb; 31(2): 213-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  4. Hoddick WK, Mahony BS, Callen PW, et al. Placental thickness. J Ultrasound Med. 1985 Sep; 4(9): 479-82. PubMed | PDF | Google Scholar
  5. Trainor B and Tubman R. The Emerging Pattern Of Hydrops Fetalis - Incidence, aetiology and management. Ulster Med J. 2006 Sep; 75(3): 185–186. PubMed | Full Text PMC | Google Scholar
  6. Bowman JM. RhD hemolytic disease of the newborn. N Engl J Med. 1998 Dec 10; 339(24): 1775-7. PubMed | Full Text NEJMGoogle Scholar
  7. Diamond LK, Blackfan KD, Baty JM. Erythroblastosis fetalis and its association with universal edema of the fetus, icterus gravis neonatorum and anemia of the newborn. J Pediatr. 1932 ; 1: 269-309. Elsevier Science | Google Scholar
  8. Darrow RR. Icterus gravis neonatorum. Arch Path. 1938 ; 25: 378. Google Scholar
  9. Landsteiner K, Weiner AS. An agglutinable factor in human blood recognized by immune sera for Rhesus blood. Proc Soc Exp Biol Med NY. 1940 ; 48: 223-224. SpinkerLink | Google Scholar
  10. Levine P, Katzin EM, Burnham L. Isoimmunization in pregnancy: its possible bearing on the etiology of erythroblastosis fetalis. JAMA. 1941 ;116: 825-827. Full Text JAMA | Google Scholar
  11. Freda VJ, Gorman JG, Pollack W. Successful prevention of experimental Rh sensitization in man with an anti-Rh gamma2-globulin antibody preparation: a preliminary report. Transfusion. 1964 Jan-Feb; 4:26-32. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  12. Finn R, Clarke CA, Donohoe WT, et al. Experimental studies on the prevention of Rh haemolytic disease. Br Med J. 1961 May 27; 1(5238): 1486-90. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | Google Scholar
  13. Hamilton EG. Prevention of Rh isoimmunization by injection of anti-D antibody. Obstet Gynecol. 1967 Dec; 30(6): 812-5. PubMed | Google Scholar
  14. Pollack W, Gorman JG, Freda VJ, et al. Results of clinical trials of RhoGAM in women. Transfusion. 1968 May-Jun; 8(3): 151-3. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  15. Westhoff CM. The structure and function of the Rh antigen complex. Semin Hematol. 2007 Jan; 44(1): 42-50. PubMed | Full Text PMC | Full Text Link | Google Scholar
  16. Cherif-Zahar B, Mattei MG, Le Van Kim C, et al. Localization of the human Rh blood group gene structure to chromosome region 1p34.3-1p36.1 by in situ hybridization. Hum Genet. 1991 Feb; 86(4): 398-400. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  17. Flegel WA. Molecular genetics of RH and its clinical application. Transfus Clin Biol. 2006 Mar-Apr; 13(1-2): 4-12. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  18. Wagner FF, Eicher NI, Jorgensen JR, et al. DNB: a partial D with anti-D frequent in Central Europe. Blood. 2002 Sep 15; 100(6): 2253-6. PubMed | Full Text Link | Google Scholar
  19. Singleton BK, CA Green, ND Avent, et al. The presence of an RHD pseudogene containing a 37 base pair duplication and a nonsense mutation in Africans with the Rh D-negative blood group phenotype. Blood. 2000 Jan 1; 95(1) :12-8. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  20. Byers BD, Gordon MC, Higby K. Severe hemolytic disease of the newborn due to anti-Cw. Obstet Gynecol. 2005 Nov; 106 (5 Pt 2): 1180-2. PubMed | Google Scholar
  21. Reiner AP, Teramura G, Aramaki KM. Use of a PCR-based assay for fetal Cw antigen genotyping in a patient with a history of moderately severe hemolytic disease of the newborn due to anti-Cw. Am J Perinatol. 1999 ;16(6): 277-81. PubMed | Thieme | Google Scholar
  22. Nicolaides KH, Thilaganathan B, Rodeck CH, et al. Erythroblastosis and reticulocytosis in anemic fetuses. Am J Obstet Gynecol. 1988 Nov; 159(5): 1063-5. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  23. Soothill PW, Nicolaides KH, Rodeck CH, et al. Relationship of fetal hemoglobin and oxygen content to lactate concentration in Rh isoimmunized pregnancies. Obstet Gynecol. 1987 Feb; 69(2): 268-71. PubMed | Google Scholar
  24. Nicolaides KH, Warenski JC, Rodeck CH. The relationship of fetal plasma protein concentration and hemoglobin level to the development of hydrops in rhesus isoimmunization. Am J Obstet Gynecol. 1985 Jun 1; 152 (3): 341-4. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  25. Phibbs RH, Johnson P, Tooley WH. Cardiorespiratory status of erythroblastotic newborn infants. II. Blood volume, hematocrit, and serum albumin concentration in relation to hydrops fetalis. Pediatrics. 1974 Jan; 53 (1): 13-23. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  26. Pasman SA, Meerman RH, Vandenbussche FP, et al. Hypoalbuminemia: a cause of fetal hydrops.? Am J Obstet Gynecol. 2006 Apr; 194 (4): 972-5. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  27. Berger HM, Lindeman JH, van Zoeren-Grobben D, et al. Iron overload, free radical damage, and rhesus haemolytic disease. Lancet. 1990 Apr 21; 335 (8695): 933-6. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  28. Weiner CP. Human fetal bilirubin levels and fetal hemolytic disease. Am J Obstet Gynecol. 1992 May; 166 (5): 1449-54. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  29. Weiner CP, Heilskov J, Pelzer G, et al. Normal values for human umbilical venous and amniotic fluid pressures and their alteration by fetal disease. Am J Obstet Gynecol. 1989 Sep; 161 (3): 714-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  30. Moise KJ Jr, Carpenter RJ Jr, Hesketh DE. Do abnormal Starling forces cause fetal hydrops in red blood cell alloimmunization?. Am J Obstet Gynecol. 1992 Oct; 167 (4 Pt 1): 907-12. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  31. Weiner CP, Pelzer GD, Heilskov J, et al. The effect of intravascular transfusion on umbilical venous pressure in anemic fetuses with and without hydrops. Am J Obstet Gynecol. 1989 Dec; 161 (6 Pt 1): 1498-501. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  32. Santo S, Mansour S, Thilaganathan B, et al. Prenatal diagnosis of non-immune hydrops fetalis: what do we tell the parents?. Prenat Diagn. 2011 Feb; 31 (2): 186-95. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  33. Swain S, Cameron AD, McNay MB, et al. Prenatal diagnosis and management of nonimmune hydrops fetalis. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 1999 Aug; 39 (3): 285-90. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  34. Heinonen S, Ryynänen M, Kirkinen P. Etiology and outcome of second trimester non-immunologic fetal hydrops. Acta Obstet Gynecol Sca 2000 Jan; 79 (1): 15-8. PubMed | PDF | Google Scholar
  35. Bellini C, Hennekam RC, Fulcheri E, et al. Etiology of nonimmune hydrops fetalis: a systematic review. Am J Med Genet A. 2009 May; 149A (5): 844-51. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  36. Bellini C, Hennekam RC. Non-immune hydrops fetalis: a short review of etiology and pathophysiology. Am J Med Genet A. 2012 Mar; 158A (3) : 597-605. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  37. Iliff PJ, Nicholls JM, Keeling JW, et al. Non-immunologic hydrops fetalis: a review of 27 cases. Arch Dis Child. 1983 Dec; 58 (12): 979–982. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF | Google Scholar
  38. Saltzman DH, Frigoletto FD, Harlow BL, et al. Sonographic evaluation of hydrops fetalis. Obstet Gynecol. 1989 Jul; 74 (1): 106-11. PubMed | Google Scholar
  39. Holzgreve W, Curry CJ, Golbus MS, et al. Investigation of nonimmune hydrops fetalis. Am J Obstet Gynecol. 1984 Dec 1; 150 (7): 805-12. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  40. Pesonen E, Haavisto H, Ammälä P, et al. Intrauterine hydrops caused by premature closure of the foramen ovale. Arch Dis Child. 1983 Dec; 58 (12): 1015-6. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF | Google Scholar
  41. Czernik C, Proquitté H, Metze B, et al. Hydrops fetalis--has there been a change in diagnostic spectrum and mortality? J Matern Fetal Neonatal Med. 2011 Feb;24 (2): 258-63. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  42. Taweevisit M, Thorner PS. Hydrops fetalis in the stillborn: a series from the central region of Thailand. Pediatr Dev Pathol. 2010 Sep-Oct; 13 (5): 369-74. PubMed | SAGE Journals | Google Scholar
  43. Hutchison AA, Drew JH, Yu VY, et al. Nonimmunologic hydrops fetalis: a review of 61 cases. Obstet Gynecol. 1982 Mar; 59 (3): 347-52. PubMed | Google Scholar
  44. Jauniaux E, Van Maldergem L, De Munter C, et al. Nonimmune hydrops fetalis associated with genetic abnormalities. Obstet Gynecol. 1990 Mar; 75 (3 Pt 2): 568-72. PubMed | Google Scholar
  45. Moise KJ Jr. Management of rhesus alloimmunization in pregnancy. Obstet Gynecol. 2008 Jul; 112 (1): 164-76. PubMed | Obstetrics and Gynecology | Google Scholar
  46. Costa JM, Giovangrandi Y, Ernault P, et al. Fetal RHD genotyping in maternal serum during the first trimester of pregnancy. Br J Haematol. 2002 Oct; 119 (1): 255-60. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  47. Gautier E, Benachi A, Giovangrandi Y, et al. Fetal RhD genotyping by maternal serum analysis: a two-year experience. Am J Obstet Gynecol. 2005 Mar; 192 (3): 666-9. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  48. Minon JM, Gerard C, Senterre JM, et al. Routine fetal RHD genotyping with maternal plasma: a four-year experience in Belgium. Transfusion. 2008 Feb; 48 (2): 373-81. PubMed |  Wiley Online Library | Google Scholar
  49. Geifman-Holtzman O1, Grotegut CA, Gaughan JP. Diagnostic accuracy of noninvasive fetal Rh genotyping from maternal blood--a meta-analysis. Am J Obstet Gynecol. 2006 Oct; 195 (4): 1163-73. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  50. Wikman AT, Tiblad E, Karlsson A, et al. Noninvasive single-exon fetal RHD determination in a routine screening program in early pregnancy. Obstet Gynecol. 2012 Aug; 120 (2 Pt 1): 227-34. PubMed | Full Text Link | Google Scholar
  51. Brinc D, Lazarus AH. Mechanisms of anti-D action in the prevention of hemolytic disease of the fetus and newborn. Hematology Am Soc Hematol Educ Program. 2009: 185-91. PubMed | Full Text Link | Google Scholar
  52. American College of Obstetricians and Gynecologists. ACOG Practice Bulletin. Prevention of Rh D alloimmunization. No. 4, May 1999 (replaces educational bulletin No. 147, October 1990). Clinical management guidelines for obstetrician-gynecologists. Int J Gynaecol Obstet. 1999 Jul; 66 (1): 63. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  53. Bowman JM. Controversies in Rh prophylaxis. Who needs Rh immune globulin and when should it be given?. Am J Obstet Gynecol. 1985 Feb 1; 151 (3): 289-94. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  54. Pollack W, Ascari WQ, Kochesky RJ, et al. Studies on Rh prophylaxis. 1. Relationship between doses of anti-Rh and size of antigenic stimulus. Transfusion. 1971 Nov-Dec; 11 (6): 333-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  55. Tangshewinsirikul C, Wanapirak C, Piyamongkol W, et al. Effect of cord puncture site in cordocentesis at mid-pregnancy on pregnancy outcomes. Prenat Diagn. 2011 Sep; 31 (9): 861-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  56. Moise Jr KJ. Diagnosing hemolytic disease of the fetus—time to put the needles away?. N Engl J Med. 2006 Jul 13; 355 (2): 192-4. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  57. Mari G, Deter RL, Carpenter RL, et a Noninvasive diagnosis by Doppler ultrasonography of fetal anemia due to maternal red-cell alloimmunization. Collaborative Group for Doppler Assessment of the Blood Velocity in Anemic Fetuses. N Engl J Med. 2000 Jan 6; 342 (1): 9-14. PubMed | Full Text Link | Google Scholar
  58. Oepkes D, Seaward PG, Vandenbussche FP, et al. Doppler ultrasonography versus amniocentesis to predict fetal anemia. N Engl J Med. 2006 Jul 13; 355 (2): 156-64. PubMed | Full Text Link | Google Scholar
  59. Abel DE, Grambow SC, LR Brancazio, et al. Ultrasound assessment of the fetal middle cerebral artery peak systolic velocity: a comparison of the near-field versus far-field vessel. Am J Obstet Gynecol. 2003 Oct; 189 (4) : 986-9. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  60. Ruma MS, Swartz AE, Kim E, et al. Angle correction can be used to measure peak systolic velocity in the fetal middle cerebral artery. Am J Obstet Gynecol. 2009 Apr; 200 (4): 397. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  61. Zimmerman R, Carpenter Jr RJ, Durig P, et al. Longitudinal measurement of peak systolic velocity in the fetal middle cerebral artery for monitoring pregnancies complicated by red cell alloimmunisation: a prospective multicentre trial with intention-to-treat. BJOG. 2002 Jul; 109 (7): 746-52. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  62. Copel JA, Grannum PA, Harrison D, et al: The use of intravenous pancuronium bromide to produce fetal paralysis during intravascular transfusion. Am J Obstet Gynecol. 1988 Jan; 158 (1): 170-1. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  63. Moise Jr KJ, Deter RL, Kirshon B, et al. Intravenous pancuronium bromide for fetal neuromuscular blockade during intrauterine transfusion for red-cell alloimmunization. Obstet Gynecol. 1989 Dec; 74 (6): 905-8. PubMed | Google Scholar
  64. Chestnut DH, Pollack KL, Weiner CP, et al. Does furosemide alter the hemodynamic response to rapid intravascular transfusion of the anemic fetal lamb?. Am J Obstet Gynecol. 1989 Dec; 161 (6 Pt 1): 1571-5. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  65. Schumacher B, Moise KJ Jr. Fetal transfusion for red blood cell alloimmunization in pregnancy. Obstet Gynecol. 1996 Jul; 88 (1): 137-50. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  66. Lindenburg IT, Smits-Wintjens VE, van Klink JM, et al. Long-term neurodevelopmental outcome after intrauterine transfusion for hemolytic disease of the fetus/newborn: the LOTUS study. Am J Obstet Gynecol. 2012 Feb; 206 (2): e1-8. PubMed | Full Text Link | Google Scholar
  67. Giannina G, Moise Jr KJ, Dorman K. A simple method to estimate volume for fetal intravascular transfusions. Fetal Diagn Ther. 1998 Mar-Apr; 13 (2): 94-7. PubMed | Karger | Google Scholar
  68. Radunovic N, Lockwood CJ, Alvarez M, et al. The severely anemic and hydropic isoimmune fetus: changes in fetal hematocrit associated with intrauterine death. Obstet Gynecol. 1992 Mar; 79 (3): 390-3. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  69. Berkowitz RL, Chitkara U, Goldberg JD, et al. Intrauterine intravascular transfusions for severe red blood cell isoimmunization: ultrasound-guided percutaneous approach. Am J Obstet Gynecol. 1986 Sep; 155 (3): 574-81. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  70. Moise KJ Jr, Carpenter RJ Jr, Kirshon B, et al. Comparison of four types of intrauterine transfusion: effect on fetal hematocrit. Fetal Ther. 1989; 4 (2-3): 126-37. PubMed | Karger | Google Scholar
  71. Klumper FJ, van Kamp IL, Vandenbussche FP, et al. Benefits and risks of fetal red-cell transfusion after 32 weeks gestation. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2000 Sep; 92 (1): 91-6. PubMed | Text EJOG | Google Scholar
  72. Trevett TN Jr, Dorman K, Lamvu G, et al. Antenatal maternal administration of phenobarbital for the prevention of exchange transfusion in neonates with hemolytic disease of the fetus and newborn. Am J Obstet Gynecol. 2005 Feb; 192 (2): 478-82. PubMed | Text AJOG | Google Scholar
  73. Gottvall T, Filbey D. Alloimmunization in pregnancy during the years 1992-2005 in the central west region of Sweden. Acta Obstet Gynecol Scand. 2008; 87 (8): 843-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  74. Gedikbasi A, Oztarhan K, Gunenc Z, et al. Preeclampsia due to fetal non-immune hydrops: mirror syndrome and review of literature. Hypertens Pregnancy. 2011;30(3):322-30. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  75. Braun T, Brauer M, Fuchs I, et al. Mirror syndrome: a systematic review of fetal associated conditions, maternal presentation and perinatal outcome. Fetal Diagn Ther. 2010;27(4):191-203. PubMed | Karger | PDF | Google Scholar
  76. Goa S, Mimura K, Kakigano A, et al. Normalisation of angiogenic imbalance after intra-uterine transfusion for mirror syndrome caused by parvovirus B19. Fetal Diagn Ther. 2013;34(3):176-9. PubMed | Karger | Google Scholar
  77. Livingston JC, Malik KM, Crombleholme TM, et al. Mirror syndrome: a novel approach to therapy with fetal peritoneal-amniotic shunt. Obstet Gynecol. 2007 Aug;110(2 Pt 2):540-3. PubMed | Google Scholar
  78. Kailasam C, Brennand J, Cameron AD et al. Congenital parvovirus B19 infection: experience of a recent epidemic. Fetal Diagn Ther. 2001 Jan-Feb; 16 (1): 18-22. PubMed |  Karger | Google Scholar
  79. van Kamp IL, Klumper FJ, Meerman RH, et al. Treatment of fetal anemia due to red-cell alloimmunization with intrauterine transfusions in the Netherlands, 1988-1999. Acta Obstet Gynecol Scand. 2004 Aug; 83 (8): 731-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  80. McGlone L, Simpson JH, Scott-Lang C, et al. Short-term outcomes following intrauterine transfusion in Scotland. Arch Dis Child Fetal Neonatal Ed. 2011 Jan; 96 (1): F69-70. PubMed | Full Text BMJ | Google Scholar 

Αχονδροπλασία

Σεπτεμβρίου 30, 2018 |

Περιγραφή και ορισμός

Η αχονδροπλασία (Ach) αποτελεί την πιο κοινή χονδροδυσπλασία και είναι η συχνότερη μορφή νανισμού στον άνθρωπο. Χαρακτηρίζεται από ριζομελική βράχυνση των μακρών οστών, ελαφριά κλίση των άκρων, υπερβολική οσφυϊκή λόρδωση, μακροκεφαλία με μετωπιαία ύβωση, επίπεδη ρινική γέφυρα και ευρεία γνάθο. Είναι θανατηφόρος στην περίπτωση ομοζυγωτίας και μη θανατηφόρος στην περίπτωση ετεροζυγωτίας.

Αιτιοπαθογένεια

Η αχονδροπλασία προκαλείται από μετάλλαξη στο γονίδιο του υποδοχέα του αυξητικού παράγοντα 3 των ινοβλαστών (FGFR3). Το γονίδιο FGFR3 αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό και την διαφοροποίηση των χονδροκυττάρων με αποτέλεσμα την ριζομελική βράχυνση των οστών.

Δημογραφικά στοιχεία

Η αχονδροπλασία, εμφανίζεται με συχνότητα που κυμαίνεται από 1: 10.000 έως 1: 50.000 γεννήσεις. 1 , 2

Κληρονομικότητα

Η ομόζυγος Ach εμφανίζει οικογενή χαρακτήρα και μπορεί να κληρονομηθεί εάν ο ένας γονέας είναι πάσχων ή και οι δύο (50% - 100% πιθανότητα νόσησης). Το πρότυπο κληρονομικότητας είναι το αυτοσωματικό επικρατές, παρότι εικάζονται νέες μεταλλάξεις στο 80%-90% των περιπτώσεων. Το 99% των καταγεγραμμένων περιπτώσεων Ach φέρουν δύο μεταλλάξεις στο γονίδιο FGFR3, το οποίο εδράζει στο βραχύ σκέλος του χρωμοσώματος 4, στον γενετικό τόπο 4p16.3. 3 - 5

Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι νέες μεταλλάξεις (G380R, G1138A) εμφανίζονται στο πατρικό αλλήλιο και υποδηλώνουν ότι η αυξημένη μεταλλαξιμότητα του FGFR3 κατά τη διάρκεια της σπερματογένεσης συνδέεται με την αυξημένη ηλικία του πατέρα. 6

Η ετερόζυγος Ach εμφανίζεται συνήθως σε οικογένειες στις οποίες και οι δύο γονείς είναι φορείς της νόσου (25% πιθανότητα νόσησης).

Υπερηχογραφική διάγνωση

Ο Modaff και οι συνεργάτες του μελέτησαν αναδρομικά τα δεδομένα από 37 διαδοχικές παραπομπές βρεφών με αχονδροπλασία (Ach) στις οποίες πραγματοποιήθηκε προγεννητικό υπερηχογράφημα. Εννέα από τα 37 (24%) βρέφη είχαν θετικό οικογενειακό ιστορικό αχονδροπλασίας (Ach). Και στις 9 αυτές περιπτώσεις ετέθει επιτυχώς η διάγνωση προγεννητικά. Από τα 28 βρέφη χωρίς οικογενειακό ιστορικό αχονδροπλασίας, 16 (57%) αναγνωρίστηκαν με υπερηχογραφικές ανωμαλίες χωρίς ωστόσο να τεθεί οριστική διάγνωση. Πέντε, έλαβαν την διάγνωση της "πιθανής" αχονδροπλασίας και τέσσερα έλαβαν μια μη ειδική αλλά "κατάλληλη" διάγνωση, κάποιας σκελετικής δυσπλασίας που δεν προσδιορίστηκε με άλλο διαγνωστικό μέσο. Σε επτά περιπτώσεις (25%), δόθηκε εσφαλμένη διάγνωση μιας "θανατηφόρας ή πολύ σοβαρής" διαταραχής. Τα αποτελέσματα αυτά αντικατοπτρίζουν τη δυσκολία προγεννητικής διάγνωσης της Ach. 7

Κατά τον Kurtz και τους συνεργάτες του, η ηλικία κύησης κατά τον χρόνο της υπερηχογραφικής διάγνωσης κυμάνθηκε μεταξύ 21 και 27 εβδομάδων της κύησης, σε επτά περιπτώσεις ετερόζυγης Ach. 8 Η κύρια δυσκολία προγεννητικής διάγνωσης, της Ach, βρίσκεται στο γεγονός πως η μη φυσιολογική ανάπτυξη των μακρών οστών αναγνωρίζεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, αργά στο τρίτο τρίμηνο της κύησης.

Μια συγκεντρωτική μελέτη που συμπεριελάμβανε δεδομένα από 23 διαγνωστικά κέντρα, κατέδειξε ότι το μήκος του μηρού ήταν η καλύτερη βιομετρική παράμετρος στην διάκριση μεταξύ των πέντε πιο συχνών διαταραχών, θανατηφόρος δυσπλασία, ατελής οστεογένεση τύπου II, αχονδρογένεση, αχονδροπλασία και υποχονδροπλασία. Το 54% των εμβρύων με μήκος μηρού (FL) < από το 30% του μέσου όρου για την ηλικία κύησης είχαν αχονδρογένεση. Το 78% των μετρήσεων μεταξύ 40% - 60% του μέσου όρου για την ηλικία κύησης αντιπροσώπευε, είτε θανατηφόρο δυσπλασία είτε ατελή οστεογένεση τύπου II. Τα έμβρυα με μετρήσεις < από το 80% του μέσου όρου, για την ηλικία κύησης, είχαν κυρίως υποχονδροπλασία, αχονδροπλασία και ατελή οστεογένεση τύπου III. 9

Οι Patel και Filly περιέγραψαν μια ουσιαστική διαφορά στις καμπύλες ανάπτυξης του μήκους του μηριαίου οστού (FL), μεταξύ ομόζυγων και ετερόζυγων προσβεβλημένων με αχονδροπλασία εμβρύων. Τα έμβρυα με ομόζυγη αχονδροπλασία είχαν πρόωρη μείωση του FL < από την 3η εκατοστιαία θέση ανάπτυξης στις 14,0 - 16,5 εβδομάδες της κύησης (μ.ο 15,6 W), ενώ τα έμβρυα με ετερόζυγο αχονδροπλασία εμφάνιζαν μείωση του FL < από την 3η εκατοστιαία θέση ανάπτυξης στις 18,2 - 26,2 εβδομάδες της κύησης (μ.ο 21,5 W). 10

Το 2005, οι Tonni και συνεργάτες του ανέφεραν μία περίπτωση αυξημένης αυχενικής διαφάνειας 3,8mm, στην οποία ο βιοχημικός έλεγχος έδειξε αυξημένο κίνδυνο τρισωμίας 21. Η ασθενής υποβλήθηκε σε βιοψία χοριακής λάχνης (CVS) και το αποτέλεσμα έδειξε ένα έμβρυο με φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων. Στις 18 εβδομάδες της κύησης παρατηρήθηκαν γενικευμένα χαρακτηριστικά ριζομελικής βράχυνσης των μακρών οστών μαζί με μακροκεφαλία και στενό θώρακα. Όλα τα μακρά εμβρυϊκά οστά ήταν < από 2 τυπικές αποκλίσεις από το μέσο όρο ανάπτυξης. Η DNA ανάλυση στις αποθηκευμένες χοριακές λάχνες έδειξε μετάλλαξη G380R στο γονίδιο του τόπου που κωδικοποιεί τον υποδοχέα 3 του αυξητικού παράγοντα των ινοβλαστών στο χρωμόσωμα 4ρ16.3, οδηγώντας στην προγεννητική διάγνωση της αχονδροπλασίας. Το ζευγάρι επέλεξε την διακοπή της κύησης μετά την παροχή συμβουλευτικής, ενώ η διάγνωση επιβεβαιώθηκε με μεταθανάτια ακτινογραφία. 11 Το 2006, ο Karadimas και οι συνεργάτες του ανέφεραν ένα έμβρυο με αχονδροπλασία και πολλαπλή κρανιοσυνοστέωση. 12

Διαφορική διάγνωση

Η διαφορική διάγνωση συμπεριλαμβάνει επιπλέον σκελετικές δυσπλασίες με όψιμες υπερηχογραφικές εκδηλώσεις καθώς και μη σκελετικές δυσπλασίες που συσχετίζονται με ηπίως βραχέα μηριαία οστά:

Ασύμμετρος υπολειπόμενη ανάπτυξη

Υποχονδροπλασία

Σύνδρομο Down

Σύνδρομο XO (Turner)

Σύνδρομο Kniest

Σύνδρομο Russell - Silver

Σύνδρομο Shprintzen

Σπονδυλοεπιφυσιακή δυσπλασία

Στρατηγικές διαχείρισης

Προγεννητικά, η πρωιμότερη υπερηχογραφική διάγνωση της ομόζυγης αχονδροπλασίας πραγματοποιήθηκε στις 13 εβδομάδες της κύησης, αν και στην πλειονότητα των περιπτώσεων η διάγνωση τίθεται σχετικά εύκολα στις 15 εβδομάδες λόγω αναντιστοιχίας μεταξύ αμφιβρεγματικής διαμέτρου (BPD) και μήκους του μηριαίου οστού (FL).

Ωστόσο, η επιβεβαίωση της διάγνωσης της αχονδροπλασίας, είναι εφικτή προγεννητικά με την ανίχνευση της μετάλλαξης του γονιδίου FGFR3 σε ιστό πλακούντα που λαμβάνεται με δειγματοληψία χοριακής λάχνης (CVS), είτε σε εμβρυϊκά κύτταρα που λαμβάνονται με αμνιοκέντηση. 13 - 15

Πρόσφατα, ο Khalil και οι συνεργάτες του πρότειναν την πολλά υποσχόμενη θεωρία που υποστηρίζει πως η άμβλυνση της γωνίας του μηριαίου οστού πέραν του αναμενόμενου, στις 20 - 23 εβδομάδες της κύησης, μπορεί να εντοπίσει έμβρυα με αχονδροπλασία. Στην μελέτη τους, 5/6 έμβρυα με Ach είχαν γωνία μηριαίου >130ᵒ (83,3%). Το "υπερηχογραφικό" αυτό σημείο ήταν το πιο σταθερό εύρημα εκτός από την ριζομελική βράχυνση των μακρών οστών. 16 Η τεχνική τους, περιελάμβανε σάρωση με τον ηχοβολέα υπό γωνία 45 °στο σώμα του οστού και στη συνέχεια υπολογισμός της γωνίας μεταξύ κεντρικής διάφυσης και μετάφυσης.

Το "τρίκορφο χέρι", αυξημένο μεσοδιάστημα μεταξύ τρίτου και τέταρτου δακτύλου, αποτελεί ένα ακόμη υπερηχογραφικό εύρημα συμβατό με Ach. 17 , 18

Φυσική ιστορία και έκβαση

Τα βρέφη με ετερόζυγη αχονδροπλασία γενικά επιζούν και παρουσιάζουν φυσιολογική νοημοσύνη. Ωστόσο, τείνουν να έχουν προβλήματα υγείας που συνδέονται με στένωση νωτιαίου σωλήνα, κύφωση, ανωμαλίες των σπονδυλικών δίσκων και περιστασιακά συμπίεση νωτιαίου μυελού. 19 Κάποιες φόρες, απαιτείται χειρουργική επέμβαση αποσυμπίεσης του νωτιαίου μυελού στο επίπεδο του ινιακού τρήματος για την αποφυγή του κινδύνου της βαριάς κεντρικής άπνοιας και του αιφνίδιου θανάτου. 20

Στα βρέφη με ομόζυγη αχονδροπλασία, η νόσος είναι συνήθως θανατηφόρος κατά τα πρώτα 2 χρόνια ζωής, 1 ωστόσο, έχουν αναφερθεί κάποιες περιπτώσεις επιβίωσης μέχρι τα 3 έτη. 21

Θεραπευτική προσέγγιση

Αρχικά, η χορήγηση αυξητικής ορμόνης (GH) προτάθηκε ως θεραπεία στην αχονδροπλασία. 22 Παιδιά υποβληθέντα σε θεραπεία με GH, κατά τα 2 πρώτα χρόνια θεραπείας, εμφάνισαν ανάπτυξη ύψους (6,5 ± 1,8 cm) τον πρώτο χρόνο και (4,6 ± 1,6 cm) τον δεύτερο χρόνο. Η ανάπτυξη αυτή ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή παιδιών χωρίς θεραπεία (3,9 ± 1,0 cm). 23 Ωστόσο, τα δεδομένα μιας άλλης μελέτης επιβεβαίωσαν μεταβλητή ανταπόκριση της θεραπεία καθώς ορισμένα παιδιά εμφάνισαν ανάπτυξη του ύψους (1,1 έως 2,6 cm / έτος σε 3 περιπτώσεις), ενώ στα υπόλοιπα το ύψος δεν επηρεάστηκε παρότι υποβλήθηκαν σε θεραπεία. 24

Επί του παρόντος, δεν υπάρχει καμία γνωστή θεραπεία, καθώς η χρήση της αυξητικής ορμόνης (GH) ήταν αναποτελεσματική και επειδή εμφάνιζε μέτρια και βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα χωρίς ουσιαστικά οφέλη. Νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις, συμπεριλαμβάνουν την ρύθμιση του υποδοχέα της κινάσης, της τυροσίνης του γονιδίου FGFR3, με εκλεκτικούς χημικούς αναστολείς 25  και την στοχευμένη υπερέκφραση του νατριουρητικού πεπτιδίου - τύπου C (CNP) στα χονδροκύτταρα. Το CNP ενεργοποιεί τον υποδοχέα 3 του αυξητικού παράγοντα της ινοβλάστης (FGFR-3) στον χόνδρο. Τα αποτελέσματα αυτά καταδεικνύουν ότι η ενεργοποίηση του συστήματος CNP-GC-B στο σχηματισμό ενδοχονδρικού οστού αποτελεί μια νέα θεραπευτική στρατηγική προσέγγιση για την θεραπευτική αντιμετώπιση της αχονδροπλασίας. 26

  1. Vajo Z, Francomano CA, Wilkin DJ. The molecular and genetic basis of fibroblast growth factor receptor 3 disorders: the achondroplasia family of skeletal dysplasias, Muenke craniosynostosis, and Crouzon syndrome with acanthosis nigricans. Endocr Rev. 2000 Feb; 21(1): 23-39. PubMed | Full Text Oxford Academic | PDF
  2. Aviezer D, Golembo M, Yayon A. Fibroblast growth factor receptor-3 as a therapeutic target for achondroplasia—genetic short limbed dwarfism. Curr Drug Targets. 2003 Jul; 4(5): 353-65. PubMed | Full Text Bentham Science
  3. Francomano CA, Ortiz de Luna RI, Hefferon TW, et al. Localization of the achondroplasia gene to the distal 2.5 Mb of human chromosome 4p. Hum Mol Genet. 1994 May; 3(5): 787-92. PubMed | Full Text Oxford Academic
  4. Velinov M, Slaugenhaupt SA, Stoilov I, et al. The gene for achondroplasia maps to the telomeric region of chromosome 4p. Nat Genet. 1994 Mar; 6(3): 314-7. PubMed | Full Text Nature Genetics
  5. Rousseau F, Bonaventure J, Legeai-Mallet L, et al. Mutations in the gene encoding fibroblast growth factor receptor-3 in achondroplasia. Nature. 1994 Sep 15; 371(6494): 252-4. PubMed | Full Text Nature
  6. Dakouane Giudicelli M, Serazin V, Le Sciellour CR, et al. Increased achondroplasia mutation frequency with advanced age and evidence for G1138A mosaicism in human testis biopsies. Fertil Steril. 2008 Jun; 89(6): 1651-6. PubMed | Full Text Fertility ant Sterility
  7. Modaff P, Horton VK, Pauli RM. Errors in the prenatal diagnosis of children with achondroplasia. Prenat Diagn. 1996 Jun; 16(6): 525-30. PubMed | Wiley Online Library
  8. Kurtz AB, Filly RA, Wapner RJ, et al. In utero analysis of heterozygous achondroplasia: variable time of onset as detected by femur length measurements. J Ultrasound Med. 1986 Mar; 5(3): 137-40. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  9. Goncalves L, Jeanty P. Fetal biometry of skeletal dysplasias: a multicentric study. J Ultrasound Med. 1994 Dec; 13(12): 977-85. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  10. Patel MD, Filly RA. Homozygous achondroplasia: US distinction between homozygous, heterozygous, and unaffected fetuses in the second trimester. Radiology. 1995 Aug; 196 (2): 541-5. PubMed | Full Text Radiology
  11. Tonni G, Ventura A, De Felice C. First trimester increased nuchal translucency associated with fetal achondroplasia. Am J Perinatol. 2005 Apr; 22(3): 145-8. PubMed
  12. Karadimas C, Trouvas D, Haritatos G, et al. Prenatal diagnosis of achondroplasia presenting with multiple-suture synostosis: a novel association. Prenat Diagn. 2006 Mar; 26(3): 258-61. PubMed | Wiley Online Library
  13. Chitayat D, Fernandez B, Gardner A, et al. Compound heterozygosity for the achondroplasia-hypochondroplasia FGFR3 mutations: prenatal diagnosis. and postnatal outcome. Am J Med Genet. 1999 Jun 11; 84(5): 401-5. PubMed
  14. Mesoraca A, Pilu G, Perolo A, et al. Ultrasound and molecular mid-trimester prenatal diagnosis of de novo achondroplasia. Prenat Diagn. 1996 Aug; 16(8): 764-8. PubMed | Wiley Online Library
  15. Schrijver I, Lay MJ, Zehnder JL. Rapid combined genotyping assay for four achondroplasia and hypochondroplasia mutations by real-time PCR with multiple detection probes. Genet Test. 2004 Summer; 8(2): 185-9. PubMed | Full Text Mary Ann Liebert
  16. Khalil A, Morales-Rosello J, Morlando M, et al. Widening of the femoral proximal diaphysis—metaphysis angle in fetuses with achondroplasia. Ultrasound Obstet Gynecol. 2014 Jul; 44(1): 69-75. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  17. Cordone M, Lituania M, Bocchino G, et al. Ultrasonographic features in a case of heterozygous achondroplasia at 25 weeks’ gestation. Prenat Diagn. 1993 May; 13(5): 395-401. PubMed | Wiley Online Library
  18. Guzman ER, Day-Salvatore D, Westover T, et al. Prenatal ultrasonographic demonstration of the trident hand in heterozygous achondroplasia. J Ultrasound Med. 1994 Jan; 13(1): 63-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  19. Lachman RS. Neurologic abnormalities in the skeletal dysplasias: a clinical and radiological perspective. Am J Med Genet. 1997 Mar 3; 69(1): 33-43. PubMed | Wiley Online Library
  20. Ho NC, Guarnieri M, Brant LJ, et al. Living with achondroplasia: quality of life evaluation following cervico-medullary decompression. Am J Med Genet A. 2004 Dec 1; 131(2): 163-7. PubMed | Wiley Online Library
  21. Pauli RM, Conroy MM, Langer Jr LO, et al. Homozygous achondroplasia with survival beyond infancy. Am J Med Genet. 1983 Dec; 16(4): 459-73. PubMed | Wiley Online Library
  22. Seino Y, Moriwake T, Tanaka H, et al. Molecular defects in achondroplasia and the effects of growth hormone treatment. Acta Paediatr Suppl. 1999 Feb; 88 (428): 118-20. PubMed | Wiley Online Library
  23. Tanaka H, Kubo T, Yamate T, et al. Effect of growth hormone therapy in children with achondroplasia: growth pattern, hypothalamic-pituitary function, and genotype. Eur J Endocrinol. 1998 Mar; 138 (3): 275-80. PubMed | Full Text EJE
  24. Weber G, Prinster C, Meneghel M, et al. Human growth hormone treatment in prepubertal children with achondroplasia. Am J Med Genet. 1996 Feb 2; 61(4): 396-400. PubMed | Wiley Online Library
  25. Aviezer D, Golembo M, Yayon A. Fibroblast growth factor receptor-3 as a therapeutic target for achondroplasia—genetic short limbed dwarfism. Curr Drug Targets. 2003 Jul; 4(5): 353-65. PubMed | Full Text Bentham Science
  26. Yasoda A, Komatsu Y, Chusho H, et al. Overexpression of CNP in chondrocytes rescues achondroplasia through a MAPK-dependent pathway. Nat Med. 2004 Jan; 10(1): 80-86. PubMed | Full Text Nature Medicine

Περιγραφή και ορισμός

Η υστεροσαλπιγγογραφία με έκχυση αφρού (Hysterosalpingo Foam Sonography-HyFoSy), χρησιμοποιώντας τη γέλη ExEm-Gel, ώστε να σχηματιστεί ένας αρκετά συμπαγής αφρός, αναπτύχθηκε ως μια διαδικασία εξωνοσοκομειακών ιατρείων για την διάγνωση της διαβατότητας των σαλπίγγων. Η αξιολόγηση της σαλπιγγικής διαπερατότητας αποτελεί σημαντικό τμήμα του ελέγχου στην υπογόνιμη γυναίκα καθώς εκτιμάται ότι η απόφραξη των σαλπίγγων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο 12-33% των υπογόνιμων ζευγαριών. 1 , 25

Αίτια υπογονιμότητος

Ο σαλπιγγικός παράγων, ως αίτιο υπογονιμότητος, συμπεριλαμβάνει μια σειρά παθολογικών οντοτήτων όπως απόφραξη, στένωση, διάταση και μείωση του περισταλτισμού της σάλπιγγας. 2 Η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου αποτελεί μακράν τη συχνότερη αιτία υπογονιμότητος. Ωστόσο, στα άλλα αίτια συμπεριλαμβάνονται τα ινομυώματα, η ενδομητρίωση, η προηγούμενη χειρουργική επέμβαση και η φυματίωση ελάσσονος πυέλου. Συνεπώς, η ακριβής αξιολόγηση των σαλπίγγων καθίσταται ζωτικής σημασίας, καθώς λανθασμένη διάγνωση οδηγεί συνήθως σε περιττές χειρουργικές επεμβάσεις για την αποκατάσταση της σαλπιγγικής βατότητας ή σε εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF). 3 Σήμερα, για το σκοπό αυτό, είναι διαθέσιμες αρκετές μέθοδοι που συμπεριλαμβάνουν την ακτινολογική υστεροσαλπιγγογραφία (HSG), τον συνδυασμό λαπαροσκόπησης-υστεροσκόπησης και την υστεροσαλπιγγογραφία αντίθεσης με υπερηχογράφημα (Hysterosalpingo Contrast Sonography–HyCoSy).

Ιστορική αναδρομή

To 1986 εισήχθη η HyCoSy ως εναλλακτική μέθοδος στην HSG, επειδή δεν εξέθετε την ασθενή στον κίνδυνο από την ιονίζουσα ακτινοβολία και την αλλεργία στο ιώδιο. 4 Η HyCoSy επέτρεψε επιτυχώς την αξιολόγηση του περιγράμματος της ενδομητρικής κοιλότητας και της διαβατότητας των σαλπίγγων με την χρήση διακολπικού υπερηχογραφικού εξοπλισμού. Κατά την διαδικασία HyCoSy εγχύεται ένα ηχογενές μέσο το οποίο ενισχύει την αντίθεση της απεικόνισης μέσω ενός διατραχηλικού καθετήρα. Η διαγνωστική ακρίβεια της HyCoSy ήταν συγκρίσιμη με εκείνη της ακτινολογικής υστεροσαλπιγγογραφίας (HSG). 5 - 7 Το Echovist υπήρξε ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο ηχογενές μέσο που χρησιμοποιήθηκε στην διαδικασία HyCoSy, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Ήταν ένα εναιώρημα αργά διαλυτών μικροσωματιδίων γαλακτόζης αραιωμένα σε υδατικό διάλυμα γαλακτόζης 20%. 8 , 9 Όμως, η διαδικασία HyCoSy εμφάνιζε ψευδώς θετικό ποσοστό σαλπιγγικής απόφραξης 10,3%, ενώ η πραγματική διαβατότητα ήταν 6,7%. 9 , 10 Ωστόσο, αρκετοί παράγοντες ενοχοποιήθηκαν για τα αποτελέσματα αυτά. Αρχικά, ο σαλπιγγικός αυλός μπορούσε να παρεμποδιστεί προσωρινά από βλεννώδες βύσμα, θρόμβο αίματος, μυομητρικό σπασμό ή οίδημα του βλεννογόνου της σάλπιγγας στο επίπεδο του κέρατος. 9 , 11 - 14 Όμως, δυσκολία κατά την διαδικασία της HyCoSy μπορούσε να παρουσιαστεί και λόγω τεχνικών προβλημάτων. Η διαφυγή του μέσου αντίθεσης και η στένωση του τραχήλου της μήτρας είχαν ως αποτέλεσμα την ανεπαρκή ενδοκοιλοτική πίεση με αποτέλεσμα την στάση του μέσου αντίθεσης εντός της ενδομητρικής κοιλότητος. Από την άλλη μεριά, η σπείρωση και η στρέβλωση της ανατομίας του σαλπιγγικού αυλού, εξαιτίας πυελικών συμφύσεων, μπορούσε να δυσχεράνει τον εντοπισμό και την πορεία των σαλπίγγων. 9 , 11 - 14

Παρότι δεν είχαν αναφερθεί αντιδράσεις αλλεργικού τύπου με το Echovist, η αλλεργία στο συστατικό γαλακτόζη, αποτελούσε την γνωστότερη αντένδειξη για την ευρεία χρήση του Echovist και οι κυριότερες ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν αφορούσαν πόνο στο 54,9% των περιπτώσεων και παρασυμπαθητικοτονία (ναυτία, έμετο, υπεραερισμό και εφίδρωση) στο 5% των περιπτώσεων. 8 , 15 Όμως, επειδή η εμπορική διαθεσιμότητα του Echovist, και των άλλων ηχογενών μέσων που αναπτύχτηκαν στην συνέχεια για γυναικολογική χρήση (Infoson και SonoVue) ήταν: είτε περιορισμένη στις περισσότερες χώρες και δεν υπήρχε εμπορική διαθεσιμότητα, είτε δεν έλαβαν την απαιτούμενη άδεια σαλπιγγικής χρήσης. Έτσι, ως φτηνή εναλλακτική λύση, προτάθηκε η χρήση μείγματος άλατος-αέρος. 16 Μία μελέτη που εκπονήθηκε το 2011 αξιολόγησε τις παραπάνω μεθόδους στην διερεύνηση της υπογονιμότητος. Συνέκρινε την ακρίβεια, την εγκυρότητα, το κόστος, την αξιοπιστία, την ελάχιστη επεμβατικότητα και συμπέρανε πως η δοκιμασία HyCoSy ήταν το πιο συμφέρον πρωτόκολλο στην διερεύνηση της υπογονιμότητος, έναντι της HSG και της λαπαροσκόπησης. Η παραπάνω μελέτη κατέληξε στο παραπάνω συμπέρασμα επειδή η HyCoSy επιτρέπει στους παρόχους υγείας να αξιολογούν ταυτόχρονα την ενδομητρική κοιλότητα, την μυομητρική δομή, το περίγραμμα της μήτρας, το απόθεμα ωοθυλακίων, την δομή των ωοθηκών καθώς και την αρχιτεκτονική και τη βατότητα των σαλπίγγων. 17

Εξελιγμένη σαλπιγγογραφία αφρού

Το 2007, εισήχθη μία μη-εμβρυοτοξική γέλη (ExEm-gel) που περιείχε υδροξυ-αιθυλοκυτταρίνη και γλυκερόλη (Hydroxyethyl cellulose, Glycerol), ως νέο διαγνωστικό μέσο απεικόνισης του ενδομήτριου με υστερουπερηχογράφημα, εναλλακτικά στο Echovist. 18 Το πλεονέκτημα από την χρήση της γέλης ήταν η αργή πλήρωση της κοιλότητας της μήτρας και η διατήρηση χαμηλής πίεσης που καθιστούσε την διαδικασία σχετικά ανώδυνη. 19 - 23 Η αναισθησία δεν θεωρήθηκε απαραίτητη μια και η ανεκτικότητα του πόνου στην διαδικασία έκχυσης του μέσου αντίθεσης δεν δικαιολογούσε ούτε την ενδομήτρια εφαρμογή λιδοκαΐνης (xylocaine), 19 , 24 ούτε και αυτήν της χλωρεξιδίνης (chlorhexidine). Το Instillage (χλωροεξιδίνη και λιδοκαΐνη) ήταν ένα λιπαντικό με υποστηρικτικές ιδιότητες τοπικής αναισθησίας και απολύμανσης που χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως αναισθητικό, αντισηπτικό gel και για χρήση σε ουρολογικό καθετηριασμό. Οι μέχρι σήμερα αναφορές αναφυλακτικής αντίδρασης στην χλωρεξιδίνη (Hydroxyethyl cellulose) υπήρξαν σποραδικές. 25

Η σύνθεση του ExEm-gel εξετάστηκε πλήρως και θεωρείται απόλυτα ασφαλής καθώς τα συστατικά της είναι ευρέως γνωστά και έχουν χορηγηθεί αποτελεσματικά είτε ως καθαρτικό στην καταπολέμηση της δυσκοιλιότητας, είτε ενδοφλεβίως ή ενδοπεριτοναϊκά για μία πληθώρα διαφορετικών ιατρικών σκοπών. 26 - 29 Σε περισσότερες από 10 000 εκχύσεις πηκτώματος γέλης με ExEm-gel δεν έχουν αναφερθεί σοβαρές επιπλοκές. Το ExEm-foam χρησιμοποιείται στην υστεροσαλπιγγογραφία αφρού με υπερηχογράφημα (HyFoSy) στην παραγωγική φάση του καταμήνιου κύκλου σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE) ως εναλλακτική λύση στην HyCoSy και την HSG. 30 , 31 To ExEm-foam μπορεί να δημιουργηθεί με αραίωση ExEm-gel σε απιονισμένο νερό μέσω μιας συσκευής ζεύξης εγχέοντας μηχανικά τα υγρά, με την βοήθεια 2 συρίγγων, από την μία στην άλλη τουλάχιστον 10 φορές. Η διαδικασία αυτή δημιουργεί έναν γαλακτώδη πηκτοειδή αφρό ικανό να απεικονίσει τις σάλπιγγες τουλάχιστον για 1 λεπτό.

Τεχνική

Η HyFoSy, ιδανικά γίνεται στο μέσον της παραγωγικής φάσης (από την 6η-10η ημέρα ενός τυπικού κύκλου 28 ημερών), μετά το πέρας της εμμήνου ρύσεως και πριν από την ωορρηξία, για να μειωθεί στο ελάχιστο ο κίνδυνος διατάραξης μιας πρώιμης κύησης. Στοματικό αναλγητικό, του τύπου αντιφλεγμονώδες μη στεροειδές μπορεί να χορηγηθεί 1-2 ώρες πριν από τη διαδικασία. Συνιστάται προεπεμβατικός έλεγχος για λοιμώξεις όπως χαλμύδια και/ή προφυλακτική θεραπεία με από του στόματος αντιβιοτικά. Η αυστηρή ασηψία είναι απαραίτητη. Αρχικά εκτελείται λεπτομερές διακολπικό υπερηχογράφημα για να εκτιμηθεί η θέση των πυελικών οργάνων και να αποκλειστούν τυχόν παθολογίες, που θα μπορούσαν δυνητικά να δυσκολέψουν τη διαδικασία. Επιπλέον, ελέγχεται η ελάσσονα πύελος για τυχόν ύπαρξη ελεύθερου υγρού. Ο ηχοβολέας αφαιρείται και τοποθετείται μητροσκόπιο στον κόλπο για να απεικονιστεί ο τράχηλος. Ο κόλπος και ο τράχηλος καθαρίζονται με αντισηπτικό διάλυμα και ένας εύκαμπτος καθετήρας HSG, με λεία στρογγυλεμένη άκρη ώστε να είναι ατραυματικός καθηλώνεται στον ενδοτράχηλο διαμέσου μπαλονιού το οποίο πληρούται με 1-2cc φυσιολογικό ορό. Μόλις στερεωθεί ο καθετήρας, αφαιρείται το μητροσκόπιο, εισάγεται ο ηχοβολέας στον κόλπο για περαιτέρω αξιολόγηση και προσαρμόζεται στον ελεύθερο αυλό του καθετήρα μια προγεμισμένη σύριγγα των 10 mL με πήκτωμα γέλης.

Η διαδικασία της HyFoSy βασίζεται στην τεχνητή διάταση της ενδομητρικής κοιλότητας με ενστάλαξη πηκτώματος γέλης, ExEm-Foam. Συνήθως, χρειάζονται κατά μέσο όρο 4 mL (εύρος, 2-10mL) για να επιτευχθεί η μέγιστη διάταση. Η σταθερή πλήρωση της κοιλότητας της μήτρας με γέλη επιτρέπει την ακριβή απεικόνιση της ενδομητρικής κοιλότητας και των τοιχωμάτων της μήτρας με 2D και 3D απεικόνιση. Όσο μεγαλύτερη είναι η διάταση της ενδομητρικής κοιλότητας τόσο καλύτερη είναι η ποιότητα απεικόνισης, λόγω της πολύ χαμηλής ταχύτητας διαφυγής του πηκτώματος μέσω των σαλπίγγων. Η βελτιωμένη πλήρωση της κοιλότητας μπορεί να επιτευχθεί χρησιμοποιώντας μεγαλύτερους όγκους ενστάλαξης και/ή αυξάνοντας τη ροή ενστάλαξης. Η ανεπαρκή ή η παροδική πλήρωση της κοιλότητας της μήτρας πλήρωση και η χρήση καθετήρων χωρίς μπαλόνι σταθεροποίησης σχετίζονται με ασταθή εικόνα και backflow, αντίστοιχα. Η υπερηχογραφική εξέταση της κοιλότητας της μήτρας παραμένει βέλτιστη για αρκετά λεπτά ακόμη και μετά την αφαίρεση της συσκευής ενστάλαξης. Γρήγορη κατάρρευση της κοιλότητας της μήτρας αμέσως μετά την αφαίρεση της συσκευής στο τέλος της διαδικασίας, παρατηρήθηκε μόνο σε μερικές περιπτώσεις.

Επιπλοκές

Στην μελέτη του Van Schoubroeck οι μισές ασθενείς κατέταξαν την διαδικασία HyFoSy ως λιγότερο επώδυνη από αυτήν της κυτταρολογικής εξέτασης του τραχήλου της μήτρας. 32 Ο συγγραφέας απέδωσε το γεγονός στον φόβο των γυναικών αυτών κατά την τοποθέτηση του μητροσκοπίου στον κόλπο. Όμως, επειδή η μητροσκόπηση είναι μέρος της διαδικασίας HyFoSy, ο Van Schoubroeck συνέστησε την κατάλληλη επιλογή στο μέγεθος και τον τύπο του μητροσκοπίου και ακολούθως την λίπανση για ήπια και ατραυματική τοποθέτηση. 33 , 34

Ως διαβατότητα σαλπίγγων ορίστηκε, από ορισμένους μελετητές, η εκροή διαλύματος άλατος-αέρος ή πηκτής αφρού από το κροσσωτό άκρο της σάλπιγγας η οποία περιβάλλει την ωοθήκη και στην συνέχεια συγκεντρώνεται στην πύελο κατα την σάρωση με την λειτουργία B-mode των υπερήχων. Χρησιμοποιήθηκαν δύο υπερηχογραφικά κριτήρια για την αξιολόγηση της σαλπιγγικής διαβατότητας. Η ανίχνευση σταθερού χρώματος σημάτων στον ισθμικό και το κροσσωτό άκρο της σάλπιγγας με Power Doppler και η ανίχνευση έγχρωμης ροής στο άκρο της σάλπιγγας με Color Doppler. 35 Ως απόφραξη ορίστηκε η απουσία ροής στην σάλπιγγα. 36 Ορισμένοι ερευνητές ανέφεραν εμφάνιση σπασμών και κράμπας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκχυσης του σκιαγραφικού μέσου η οποία μειώνεται με την χρήση ενός μη στεροειδούς αντιφλεγμονώδους φαρμάκου (ΜΣΑΦ). Ωστόσο, για κάποιους άλλους ερευνητές η χρήση ΜΣΑΦ αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο θέμα. 37 , 38

Ο Exalto, στην μελέτη του το 2007 που αφορούσε 113 ασθενείς, ανέφερε 1 επεισόδιο παρασυμπαθητικοτονίας (0,008%) ενώ δεν σημείωσε αλλεργικές αντιδράσεις, λοιμώξεις ή καρδιακές επιπλοκές. Η υπερηχογραφική εμφάνιση των ενδοκοιλοτικών θρόμβων είχαν διαφορετική απεικόνιση στην υστεροσαλπιγγογραφία αφρού (HyFoSy) από την υστεροσαλπιγγογραφία αντίθεσης (HyCoSy) καθώς οι θρόμβοι αίματος έμοιαζαν με πολύποδες επειδή δεν διαλύονταν από τη γέλη αφρού και σαφώς αυτό αποτελούσε ένα μειονέκτημα της HyFoSy έναντι της HyCoSy. 20 Ο Emanuel, στην δική του μελέτη το 2012, σημείωσε επεισόδιο παρασυμπαθητικοτονίας σε πέντε ασθενείς (5/73), ποσοστό 7% κατά τη διάρκεια ή μετά την διαδικασία της HyFoSy. Όλες οι διαδικασίες HyFoSy είχαν ελάχιστη ταλαιπωρία για την ασθενή ενώ δεν υπήρξαν άλλες επιπλοκές.

Αποτελεσματικότητα έναντι άλλων μεθόδων

Η HyFoSy με έγχυση αφρού (ExEm Foam) έχει καλύτερη απόδοση από την HyCoSy καθώς επιτρέπει μια πιο ακριβή διάγνωση της απόφραξης των σαλπίγγων ως αίτιο υπογονιμότητας. 40 Η αποτελεσματικότητα της HyFoSy είναι συγκρίσιμη με αυτήν της λαπαροσκόπησης. 41 Το πλεονέκτημα της HyFoSy έναντι της ακτινολογικής υστεροσαλπιγγογραφίας (HSG) είναι η αποφυγή του κινδύνου έκθεσης στην ιονίζουσα ακτινοβολία και της αλλεργίας στο ιώδιο. 42 Το απεικονιστικό μέσο ExEm Foam που χρησιμοποιείται στην HyFoSy δεν σχετίζεται με αλλεργικές αντιδράσεις, καθώς αποτελείται από αέρα, καθαρό νερό και ένα τζελ για τη διατήρηση των φυσαλίδων του αέρα σε εναιώρημα. Ένα άλλο πλεονέκτημα της HyFoSy έναντι της HSG ήταν η μικρότερη μέση χρονική διάρκεια της διαδικασίας, 5' έναντι 12,5' της HSG. 43

Εναλλακτικά, η μη αραιωμένη γέλη (ExEm-Gel) μπορεί να χρησιμοποιηθεί επιτυχώς στην εκτίμηση ενδοκοιλοτικών ανωμαλιών έχοντας λιγότερη διαφυγή, καλύτερη και σταθερότερη διάταση της ενδομητρικής κοιλότητας συγκριτικά με το φυσιολογικό ορό της υστερουπερηχογραφίας (Saline contrast sonohysterography-SCSH). 19 Η έγχυση ExEm-Gel αποδεδειγμένα σχετίζεται με λιγότερο πόνο καθώς και με λιγότερες αποτυχημένες τεχνικές προσπάθειες συγκριτικά με την υστερουπερηχογραφία έγχυσης φυσιολογικού ορού. 20 - 22 Ωστόσο, η ακρίβεια της διάγνωσης είναι συγκρίσιμη μεταξύ των δύο μεθόδων. Κάποιες ερευνητικές ομάδες προσπάθησαν να καθορίσουν την ακρίβεια και την αξία της HyFoSy ως δοκιμασία πρώτης γραμμής στον έλεγχο της διαβατότητας των σαλπίγγων. Ωστόσο, περιορισμένες υπήρξαν και οι αναφορές σχετικά με την επίτευξη εγκυμοσύνης μετά από την χρήση της HyFoSy. Πάντως, γενικά πιστεύεται ότι η έκπλυση σαλπίγγων με αφρό (ExEm Foam) μπορεί να αποκαταστήσει τη βατότητα και τη γονιμότητα των σαλπίγγων. 44 Στην βιβλιογραφία ωστόσο, υπήρξε μία αναφορά η οποία περιέγραφε αυτόματη σύλληψη σε ποσοστό 19,2% μετά την διαδικασία HyFoSy εντός διαστήματος 3 μηνών κατά μέσο όρο. 18

Σημείωση: η υστερο-σαλπιγγογραφία αφρού με υπερηχογράφημα ανήκει στις εξετάσεις ΕΟΠΥΥ για εξωσωματική

  1. Khalaf Y. Tubal subfertility. BMJ. 2003 Sep 13; 327(7415): 610-3.PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | Google Scholar
  2. Patil M. Assessing tubal damage. J Hum Reprod Sci. 2009 Jan; 2(1): 2-11. PubMed | Full Text PMC | Wolters Kluwer | Google Scholar
  3. Dun EC, Nezhat CH. Tubal factor infertility. Obstet Gynecol Clin North Am. 2012 Dec; 39(4): 551–566. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  4. Randolph, J.F. Jr., Ying, Y.K., et al. Comparison of real-time ultrasonography, hysterosalpingography, and laparoscopy/hysteroscopy in the evaluation of uterine abnormalities and tubal patency. Fertil Steril. 1986 Nov; 46: 828–832. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  5. Dijkman AB, Mol BW, van der Veen F, et al. Can hysterosalpingocontrast-sonography replace hysterosalpingography in the assessment of tubal subfertility? Eur J Radiol. 2000 Jul; 35(1): 44-8. PubMed | European Journal of Radiology | Google Scholar
  6. Reis MM, Soares SR, Cancado ML, et al. Hysterosalpingo contrast sonography (HyCoSy) with SH U 454 (Echovist) for the assessment of tubal patency. Hum Reprod. 1998 Nov; 13(11): 3049-52. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  7. Luciano DE, Exacoustos C, Johns DA, et al. Can hysterosalpingo-contrast sonography replace hysterosalpingography in confirming tubal blockage after hysteroscopic sterilization and in the evaluation of the uterus and tubes in infertile patients? Am J Obstet Gynecol. 2011 Jan; 204 (1):79. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  8. ECHOVIST. General Monographs
  9. Campbell S, Bourne TH, Tan SL, et al. Hysterosalpingo contrast sonography (HyCoSy) and its future role within the investigation of infertility in Europe. Ultrasound Obstet Gynecol. 1994 May; 4(3): 245–253. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  10. Holz K, Becker R, Schurmann R. Ultrasound in the investigation of tubal patency. A meta-analysis of three comparative studies of Echovist-200 including 1,007 women. Zentralbl Gynakol. 1997; 119(8): 366–373. PubMed | Google Scholar
  11. Exacoustos C, Di Giovanni A, Szabolcs B, et al. Automated sonographic tubal patency evaluation with three-dimensional coded contrast imaging (CCI) during hysterosalpingo-contrast sonography (HyCoSy). Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Nov; 34(5): 609–612. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  12. Exacoustos C, Zupi E, Szabolcs B, et al. Contrast-tuned imaging and Second-Generation contrast agent SonoVue: a new ultrasound approach to evaluation of Tubal Patency. J Minim Invasive Gynecol. 2009 Jul-Aug; 16(4): 437–444. PubMed | Full Text JMIG | Google Scholar
  13. Lanzani C, Savasi V, Leone FP, et al. Two-dimensional HyCoSy with contrast tuned imaging technology and a second-generation contrast media for the assessment of tubal patency in an infertility program. Fertil Steril. 2009 Sep; 92(3): 1158–1161. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  14. Boudghene FP, Bazot M, Robert Y, et al. Assessment of Fallopian tube patency by HyCoSy: comparison of a positive contrast agent with saline solution. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Nov; 18(5): 525–530. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  15. Savelli L, Pollastri P, Guerrini M, et al. Tolerability, side effects, and complications of hysterosalpingocontrast sonography (HyCoSy). Fertil Steril. 2009 Oct; 92(4): 1481-6. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  16. Spalding H, Martikainen H, Tekay A, et al. A randomized study comparing air to Echovist as a contrast medium in the assessment of tubal patency in infertile women using transvaginal salpingosonography. Hum Reprod. 1997 Nov; 12(11): 2461-4. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  17. Saunders RD, Shwayder JM, Nakajima ST. Current methods of tubal patency assessment. Fertil Steril. 2011 Jun; 95(7): 2171–2179. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  18. Emanuel MH, van Vliet M, Weber M, et al. First experiences with hysterosalpingo-foam sonography (HyFoSy) for office tubal patency testing. Hum Reprod. 2012 Jan; 27(1): 114-117. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  19. Exalto N, Stassen M, Emanuel MH. Safety aspects and side-effects of ExEm-gel and foam for uterine cavity distension and tubal patency testing. Reprod Biomed Online. 2014 Nov; 29(5): 534-40. PubMed | Full Text RBMO | Google Scholar
  20. Exalto N, Stappers C, van Raamsdonk LA, et al. Gel instillation sonohysterography: first experience with a new technique. Fertil Steril. 2007 Jan; 87(1): 152-5. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  21. Bij de Vaate AJ, Brolmann HA, van der Slikke JW, et at. Gel instillation sonohysterography (GIS) and saline contrast sonohysterography (SCSH): comparison of two diagnostic techniques. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Apr; 35(4): 486-496. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  22. Van den Bosch T, Betsas G, Van Scoubroeck D, et al. Gel infusion sonography in the evaluation of the uterine cavity. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Dec; 34(6): 711-4. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  23. Werbrouck E, Veldman J, Luts J, et al. Detection of endometrial pathology using saline infusion sonography versus gel instillation sonography: a prospective cohort study. Fertil Steril. 2011 Jan; 95(1): 285-8. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  24. Van den Bosch, T., Van Schoubroeck, D., Daemen, et al. Lidocaine does not reduce pain perception during gel instillation sonography or subsequent office hysteroscopy: results of a randomized trial. Gynecol. Obstet. Invest. 2011;71: 236–239. PubMed | Karger | PDF | Google Scholar
  25. TOXNET Databases. Toxicology data network. Toxline search, Hydroxyethyl cellulose.
  26. Emanuel MH, Exalto N. Hysterosalpingo-foam sonography (HyFoSy): a new technique to visualize tubal patency. Ultrasound Obstet Gynecol. 2011 Apr;37: 497-499. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  27. Berger C, Sakowitz OW, Kiening KL, et al. Neurochemical monitoring of glycerol therapy in patients with ischemic brain edema. Stroke. 2005 Feb; 36(2): e4-6. PubMed | American Heart Association | Google Scholar
  28. Nilforoushan MR, Latkany RA, Speaker MG. Effect of artificial tears on visual acuity. Am J Ophthalmol. 2005 Nov;140: 830–5. PubMed | Full Text AJO | Google Scholar
  29. Falk K, Holmdahl L, Halvarsson M, Larsson K, et al. Polymers that reduce intraperitoneal adhesion formation. Br J Surg. 1998 Aug; 85(8): 1153-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  30. European Society of Human Reproduction and Embryology. Diagnosis and classification of genital anomalies. ESHRE | Google Scholar
  31. Van Schoubroeck D, Van den Bosch T, Meuleman C, et al. The use of a new gel foam for the evaluation of tubal patency. Gynecol Obstet Invest. 2013;75: 152–156. PubMed | Karger | Google Scholar
  32. Van Schoubroeck D, Van den Bosch T, Ameye L, et al. Pain during Fallopian-tube patency testing by hysterosalpingo-foam sonography. Ultrasound Obstet Gynecol. 2015 Mar; 45(3): 346–350. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  33. Hill DA, Lamvu G. Effect of lubricating gel on patient comfort during vaginal speculum examination: a randomized controlled trial. Obstet Gynecol. 2012 Feb;119: 227–231. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  34. Uygur D, Guler T, Yayci E, et al. Association of speculum lubrication with pain and Papanicolaou test accuracy. J Am Board Fam Med. 2012 Nov-Dec; 25:798–804. PubMed | Full Text JABFM | PDF | Google Scholar
  35. Soliman AA, Shaalan W, Abdel-Dayem T, et al. Power Doppler flow mapping and four-dimensional ultrasound for evaluating tubal patency compared with laparoscopy. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2015 Dec;195: 83-7. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  36. Panchal S, Nagori C. Imaging techniques for assessment of tubal status. J Hum Reprod Sci. 2014 Jan; 7(1):2-12. PubMed | Full Text PMC | Full Text JHRS | Google Scholar
  37. Anserini P, Delfino F, Ferraiolo A, et al. Strategies to minimize discomfort during diagnostic hysterosalpingography with disposable balloon catheters: a randomized placebo-controlled study with oral nonsteroidal premedication. Fertil Steril. 2008 Sep;90: 844–848. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  38. Elson EM, Ridley NT. Paracetamol as a prophylactic anal-gesic for hysterosalpingography: a double blind randomized controlled trial. Clin Radiol. 2000 Sep;55: 675–678. PubMed | Clinical Radiology | Google Scholar
  39. Rajesh H, Lim SL, Yu SL. Hysterosalpingo-foam sonography: patient selection and perspectives. Int J Womens health. 2016 Dec 28; 9: 23-32. PubMed | Full Text PMC | DovePress | Google Scholar
  40. Piccioni MG, Riganelli L, Filippi V, et al. Sonohysterosalpingography: Comparison of foam and saline solution. J Clin Ultrasound. 2017 Feb; 45(2): 67-71. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  41. Maheux-Lacroix S, Boutin A, Moore L, et al. Hysterosalpingosonography for diagnosing tubal occlusion in subfertile women: a systematic review with meta-analysis. Hum Reprod. 2014 May; 29(5): 953-63. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  42. Dreyer, K., Out, R., Hompes, PG., et al. Hysterosalpingo-Foam Sonography (HyFoSy): a less painful procedure for tubal patency testing during fertility work-up compared to (serial) hysterosalpingography. A Randomised Controlled Trial. Fertil. Steril. 2014 Sep; 102(3): 821-5. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  43. Mohiyiddeen L, Hardiman A, Fitzgerald C, et al. Tubal flushing for subfertility. May 2015. Cochrane Database Syst Rev. 2015 May;(5): CD003718. PubMed | Full Text PMC | Cochraen Library | Google Scholar

Προρινικό πάχος

Νοεμβρίου 07, 2017 |

Περιγραφή και ορισμός

Στα έμβρυα με σύνδρομο Down (DS) υπάρχει αυξημένη ποσότητα δέρματος επάνω από το ρινικό οστό (NB), μεταξύ μετωπογναθικής γωνίας (FMF) και εξωτερικής επιφάνειας του υπερκείμενου δέρματος, το οποίο περιγράφηκε ως προρινικό πάχος (PT) αρχικά από τον Maymon και τους συνεργάτες του, το 2005. Στην συνέχεια διάφορες μελέτες επιβεβαίωσαν το εύρημα αυτό. 2 - 9

Δημογραφικά στοιχεία

Προρινικό πάχος (PT) ˃ από την 95η % θέση ανάπτυξης των ευπλοειδικών εμβρύων ανίχνευσε το 58% των εμβρύων με DS στις 14-27 εβδομάδες της κύησης. Παρότι το NB απουσιάζει στο 27% περίπου των εμβρύων με DS, 3 , 7 ωστόσο, το εύρημα PT είναι ανεξάρτητο από την παρουσία ή την απουσία του NB. Στα φυσιολογικά έμβρυα, το PT αυξάνεται με την ηλικίας της κύησης από τον μέσο όρο των 2,4 mm στις 16 εβδομάδες στον μέσο όρο των 4,6 mm στις 24 εβδομάδες με 95ες εκατοστιαίες θέσεις 4,0 mm και 6,2 mm, αντίστοιχα. 8

Υπερηχογραφικά ευρήματα

Οι μετρήσεις του NB και του PT μπορούν να ληφθούν στο ίδιο επίπεδο αν ο ηχοβολέας τοποθετηθεί παράλληλα στο ρινικό οστό με την γωνία σάρωσης να βρίσκεται κοντά στις 45°. 3 , 10 Η εικόνα ρυθμίζεται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται το ορθό μέσο οβελιαίο επίπεδο στο οποίο να συμπεριλαμβάνεται η γωνία του δέρματος της μύτης και το NB. 11  Ο διεγκέφαλος μέχρι τις 16 εβδομάδες, το μεσολόβιο στις 17-24 εβδομάδες, τα χείλη, η άνω και η κάτω γνάθος χωρίς το ζυγωματικό οστό χρησιμοποιούνται ως σημεία αναφοράς για τις σωστές μετρήσεις του NBL και του PT. 1 , 3  PT υπολογίζεται ως η μικρότερη απόσταση από το κατώτερο τμήμα της άνω επιφάνειας του μετωπικού οστού μέχρι την εξωτερική επιφάνεια του υπερκείμενου δέρματος. Η μέτρηση του PT πραγματοποιήθηκε στο ύψος της ρίζας της μύτης από τους περισσότερους ερευνητές. 1 , 3 , 6

Ωστόσο, ο Gonzalez και οι συνεργάτες του αντιπρότειναν πως η μέτρηση του PT πρέπει να λαμβάνεται στο κεντρικότερο σημείο του μετωπικού οστού εκεί όπου το οστό δίνει την εντύπωση ευθείας γραμμής. Επέλεξαν το σημείο αυτό γιατί αντιπροσωπεύει καλύτερα ολόκληρη την ρινική περιοχή και όχι μέρος της και επιπλέον οι παχυμετρικοί δείκτες τοποθετούνται ευχερώς χωρίς να επηρεάζεται η ακρίβεια της μέτρησης από την λοξότητα του δέρματος όπως στο ριζορίνιο. Για να βελτιωθεί η αναπαραγωγιμότητα της μέτρησης του PT, την τροποποίησαν ως την κάθετη γραμμή μεταξύ του ευθύγραμμου τμήματος του μετωπιαίου οστού και της εξωτερικού ορίου του δέρματος. Επιπλέον πρότειναν την χρησιμοποίηση του όρου μέτωπορινική πτυχή (FNF) επειδή περιγράφει καλύτερα την περιοχή αυτή. 12

Τα όρια του NB προσδιορίζονται από τα κοντινά και τα απομακρυσμένα άκρα της λευκής οστεοποιημένης γραμμής.3 Επιπρόσθετα, ο Persico και οι συνεργάτες του έδειξαν ότι το NBL υπερεκτιμάται όταν μετριέται σε λοξό μέσο οβελιαίο επίπεδο και υποτιμάται σε παραοβελιαίο επίπεδο. 13

Στρατηγικές διαχείρισης

Επειδή το PT φαίνεται να είναι ανεξάρτητο από την παρουσία ή την απουσία του NB οι δύο αυτοί υπερηχογραφικοί δείκτες θα μπορούσαν να συνδυαστούν για ένα ακόμη υψηλότερο ποσοστό ανίχνευσης των προσβεβλημένων εμβρύων με DS. Το 2014, ο Szabó και οι συνεργάτες του επιβεβαίωσαν ότι το PT μαζί με το NBL αποτελούν ισχυρούς δείκτες του DS καθώς εμφανίζουν ευαισθησία 76% σε ασθενείς υψηλού κινδύνου κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης. Ο συνδυασμός των δύο δεικτών ως αναλογία PT/NBL αύξησε το ποσοστό ανίχνευσης του DS σε 97% με 0,9% ψευδώς θετικό ποσοστό. 10  Η αξία της αναλογίας PT/NBL επιβεβαιώθηκε πρόσφατα και από μια άλλη αναδρομική μελέτη που αξιολόγησε αποθηκευμένους 3D όγκους δεδομένων που αφορούσαν 30 έμβρυα με DS και 106 ευπλοειδικά έμβρυα. Στα ευπλοειδικά έμβρυα η αναλογία PT/NBL ήταν σταθερή και ήταν 2/3 καθ 'όλη τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου, δηλαδή το ΡΤ είναι πάντοτε 2/3, εναλλακτικά PT= (0.66) x NBL. Τα έμβρυα με DS είχαν PT ˃ από την 95η εκατοστιαία θέση, NBL ˂ από την 5η εκατοστιαία θέση και λόγο PT/NBL ˃ από την 95η εκατοστιαία θέση στο 77%, 67% και 100% των περιπτώσεων, αντίστοιχα. 6

Ένας τρίτος ελπιδοφόρος υπερηχογραφικός δείκτης, ο οποίος μπορεί να εκτιμηθεί στο ίδιο επίπεδο απεικόνισης με τους άλλους δύο, είναι η μετωπογναθική γωνία (FMF), η οποία ήταν ˃ από την 95η εκατοστιαία θέση ανάπτυξης, δηλαδή ˃ από 88,5° περίπου, στο 65% των εμβρύων με DS. 14

  1. Maymon R, Levinsohn-Tavor O, Cuckle H, et al. Second trimester ultrasound prenasal thickness combined with nasal bone length: a new method of Down syndrome screening. Prenat Diagn. 2005 Oct; 25 (10): 906–911. PubMed | Wiley Online Library
  2. Maymon R, Ushakov F, Waisman D, et al. A model for second-trimester Down's syndrome sonographic screening based on facial landmarks and digit length measurement. Ultrasound Obstet Gynecol. 2006 Mar; 27 (3): 290–295. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  3. Persico N, Borenstein M, Molina F, et al. Prenasal thickness in trisomy-21 fetuses at 16–24 weeks of gestation. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Nov; 32 (6): 751–754. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  4. Maymon R, Moskovitch M, Levinsohn-Tavor O, et al. Bed side estimation of Down's syndrome risk from second trimester ultrasound prenasal thickness. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009; 34 (6): 629–633. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  5. Miron J-P, Cuckle H, Miron P. Prenasal thickness in first-trimester screening for Down syndrome. Prenat Diagn. 2012 Jul; 32 (7): 695–697. PubMed | Wiley Online Library
  6. De Jong-Pleij EA, Vos FI, Ribbert LS, et al. Prenasal thickness-to-nasal bone length ratio: a strong and simple second- and third-trimester marker for trisomy 21. Ultrasound Obstet Gynecol. 2012 Feb; 39 (2): 185–190. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  7. Sonek JD, Cicero S, Neiger R, et al. Nasal bone assessment in prenatal screening for trisomy 21. Am J Obstet Gynecol. 2006 Nov; 195 (5): 1219–1230. PubMed | Full Text AJOG
  8. Persico N, Borenstein M, Molina F, et al. Prenasal thickness in trisomy-21 fetuses at 16–24 weeks of gestation. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Nov; 32 (6):751–754. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  9. Miguelez J, Moskovitch M, Cuckle H, et al. Model-predicted performance of second-trimester Down syndrome screening with sonographic prenasal thickness. J Ultrasound Med. 2010 Dec; 29 (12): 1741–1747. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  10. Szabó A, Szili K, Szabó JT, et al. Nasal bone length: prenasal thickness ratio: a strong 2D ultrasound marker for Down syndrome. Prenat Diagn. 2014 Dec; 34 (12): 1139-45. PubMed | Wiley Online Library | PDF.1 | Full Text PMC | PDF.2
  11. Rotten D, Levaillant JM. Two- and three-dimensional sonographic assessment of the fetal face. 1. A systematic analysis of the normal face. Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 Mar; 23 (3): 224–231. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  12. Gonzalez R, Aedo S, Dezerega V, et al. Frontonasal fold thickness-to-nasal bone length ratio as a prenatal sonographic marker for trisomy 21 in a low-risk population. J Ultrasound Med. 2013 May; 32 (5): 795–800. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  13. Persico N, Molina F, Borenstein M, et al. Nasal-bone length in euploid fetuses at 16–24 weeks' gestation by three-dimensional ultrasound. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Sep; 36 (3): 285–290. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  14. Molina F, Persico N, Borenstein M, et al. Frontomaxillary facial angle in trisomy 21 fetuses at 16–24 weeks of gestation. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Apr; 31 (4): 384–387. PubMed | Wiley Online Library | PDF

Περιγραφή και ορισμός

Τυπικά, η δεξιά υποκλείδιος αρτηρία αποτελεί τον πρώτο κλάδο της βραχιονοκεφαλικής ή ανώνυμης αρτηρίας και μαζί με τους άλλους δύο κλάδους την αριστερή κοινή καρωτίδα και την αριστερή υποκλείδιο αρτηρία εκφύονται από το αριστερά τοποθετημένο αορτικό τόξο. Η ανώμαλος δεξιά υποκλείδιος αρτηρία (ARSA) εμφανίζεται ως χωριστό αγγείο μετά την δεξιά κοινή καρωτίδα (RCC), την αριστερή κοινή καρωτίδα (LCC) και την αριστερή υποκλείδια αρτηρία (LSA), να εκφύεται από το κατιόν τμήμα του αορτικού τόξου στο σημείο σύζευξης με τον αρτηριακό πόρο, ακολούθως πορεύεται δεξιά και πίσω από την τραχεία και τον οισοφάγο, ενώ στην συνέχεια στρέφεται προς τον δεξιό ώμο. Αυτή η ανωμαλία του αορτικού τόξου συμβαίνει ως παραλλαγή του φυσιολογικού, σε συνδυασμό με άλλες καρδιακές ή χρωμοσωμικές ανωμαλίες.

Επιδημιολογικά στοιχεία

Η πραγματική επίπτωση της ανώμαλης δεξιάς υποκλείδιας αρτηρίας (ARSA) είναι άγνωστη, ωστόσο, φαίνεται να εμφανίζεται στον γενικό πληθυσμό με συχνότητα μεταξύ 0,4%-2%.1 - 5 Η ανώμαλη δεξιά υποκλείδια αρτηρία (ARSA) συσχετίζεται με καρδιακές ανωμαλίες, 5 αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελεί μεμονωμένο εύρημα. Ωστόσο, σε άτομα με σύνδρομο Down αναφέρθηκε συχνότητα που κυμαίνονταν μεταξύ 19% και 36%. 1 , 2

Υπερηχογραφικά ευρήματα

Στην περίπτωση της ανώμαλης δεξιάς υποκλείδιας αρτηρίας (ARSA), το επιπλέον αγγείο εμφανίζεται ως ένας τέταρτος κλάδος του αορτικού τόξου. Αυτό απεικονίζεται καλύτερα στην προβολή των τριών αγγείων και της τραχείας (3VT) της εμβρυϊκής καρδιάς ή κατά τον επιμήκη άξονα του αορτικού τόξου σε στεφανιαίο επίπεδο του εμβρυϊκού θώρακα, όπου το έγχρωμο Doppler επιδεικνύει ένα τέταρτο αγγείο που διέρχεται από την κατιούσα αορτή προς τη δεξιά πλευρά του εμβρύου. 6 - 8 Ενδείξεις για ανωμαλίες του αορτικού τόξου συμπεριλαμβάνουν τα εξής: ανώμαλη θέση κατιούσης αορτής, απουσία φυσιολογικής σύζευξης σχήματος "V" μεταξύ πόρου και αορτικού τόξου, το κενό μεταξύ ανιούσης αορτής και κύριας πνευμονικής αρτηρίας στην άποψη των τριών αγγείων και της τραχείας (3VT) καθώς και ένα μη φυσιολογική αγγείο πίσω και γύρω από την τραχεία με ή χωρίς αγγειακό βρόχο ή δακτύλιο. 9

Συσχετιζόμενες δομικές ανωμαλίες / ανευπλοειδία

Το 21% των εμβρύων (23/108) με ανώμαλη δεξιά υποκλείδια αρτηρία (ARSA) συσχετίστηκαν με κάποια συγγενή καρδιακή νόσο.2 , 4 Σε άλλη μελέτη, υπήρξε συσχέτιση μεταξύ ανώμαλης δεξιάς υποκλείδιας αρτηρίας (ARSA) και καρδιακών ανωμαλιών στο 16% των εμβρύων (7/43), ενώ τρία από αυτά τα επτά έμβρυα είχαν φυσιολογικό καρυότυπο. 3

Το 2005, οι Chaoui και συνεργάτες του σημείωσαν ότι η ανώμαλος δεξιά υποκλείδια αρτηρία (ARSA) μπορεί να εντοπιστεί στο 35,7% των εμβρύων (5/14) με σύνδρομο Down. 10 Οι Borenstein και συνεργάτες εντόπισαν την (ARSA) στο 28,6% των εμβρύων με τρισωμία 21, στο 18,2% με τρισωμία 18 και στο 8% με άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες. 3 Οι Pico και συνεργάτες ανίχνευσαν (ARSA) στο 20% των εμβρύων (22/108) με χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Το 82% των χρωμοσωμικών ανωμαλιών (18/22) ήταν τρισωμίες 21 και 18, μονοσωμία Χ και διαγραφή στο 22q11.2. 4 Ανώμαλη δεξιά υποκλείδια αρτηρία (ARSA) ήταν παρούσα ως μεμονωμένο εύρημα στο 50% των περιπτώσεων, (54/108), και δεν συνδέθηκε με την ανευπλοειδία. 4 Σύνδρομο Down βρέθηκε στο 12% των εμβρύων (14/117) με ARSA και κάποια συγγενή καρδιακή ανωμαλία του τύπου της δυσπλασίας αρτηριοκοιλιακού καναλιού (AVC). Αυτό το εύρημα επιβεβαιώθηκε σε μεταγενέστερες μελέτες και είχε υψηλή θετική αναλογία πιθανότητας (LRs) από 23,27 έως 45 μαζί με άλλους υπερηχογραφικούς δείκτες. 2 , 12

Στρατηγικές διαχείρισης

Η παρουσία ανώμαλης δεξιάς υποκλείδιας αρτηρίας (ARSA) ως μεμονωμένο εύρημα είναι μια κατάσταση που σπάνια συνδέεται με χρωμοσωμική ανωμαλία. Η απόφαση να διενεργηθεί καρυότυπος ή όχι, κάτω από τέτοιες συνθήκες, μπορεί να γίνει σύμφωνα με την αρχή της γονικής αυτονομίας μετά από εκτεταμένη συμβουλευτική και κυρίως έπειτα από εμπεριστατωμένη εμβρυϊκή αξιολόγηση για επιπλέον δείκτες που αυξάνουν τον κίνδυνο τρισωμίας.10 Η ARSA ως μεμονωμένος δείκτης πρόβλεψης της τρισωμίας 21 είναι ασαφής. 11 Οι Gul και Song, ωστόσο, υποδεικνύουν ότι η ανώμαλη δεξιά υποκλείδια αρτηρία (ARSA) μπορεί να αποτελεί μεμονωμένο εύρημα τρισωμίας 21 σε ποσοστό 6,1-7,6%. 12 - 13

Μεταξύ 148 περιπτώσεων με ARSA, 98 είχαν μεμονωμένη ARSA (66%) και 50 (34%) συσχετίστηκαν με καρδιακές ανωμαλίες, εξωκαρδιακές δυσπλασίες ή μαλακούς δείκτες τρισωμίας. Η τρισωμία 21 ήταν η μόνη χρωμοσωμική ανωμαλία με επιπολασμό 6,8% (10/148). Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 6,1% (6/98) και 8% (4/50) για μεμονωμένη και μη-μεμονωμένη ARSA, αντίστοιχα. Οι καρδιακές ανωμαλίες, τα εξωκαρδιακά ευρήματα και οι μαλακοί δείκτες τρισωμίας ανιχνεύθηκαν στο 5,4% (8), 10,8% (16) και 24,3% (36) των περιπτώσεων, αντίστοιχα. Από τα 10 έμβρυα με τρισωμία 21, έξι συσχετίστηκαν με μεμονωμένη ARSA, τέσσερα συσχετίστηκαν με μαλακούς δείκτες τρισωμίας, δύο με υπολειπόμενη εμβρυϊκή ανάπτυξη και ένα με εμβρυϊκό ύδρωπα. Καρδιακές ανωμαλίες δεν παρατηρήθηκαν σε κανένα από αυτά τα έμβρυα. 14

Έκβαση

Κλινικά, ανώμαλη δεξιά υποκλείδια αρτηρία (ARSA) που βρίσκεται μεταξύ οισοφάγου και σπονδυλικής στήλης, μπορεί περιστασιακά να προκαλεί πίεση στον οισοφάγο με αποτέλεσμα την δυσφαγία. Αυτό πιθανά, αποτελεί ακραίο και σπάνιο κλινικό σύμπτωμα, καθώς η υψηλή συχνότητα αυτής της αγγειακής παραλλαγής δεν συμπίπτει με τη χαμηλή συχνότητα εμφάνισης δυσφαγίας που οδηγεί σε ιατρική περίθαλψη.

  1. Scala C, Leone Roberti Maggiore U, et al. Aberrant right subclavian artery in fetuses with Down syndrome: a systematic review and meta-analysis. Ultrasound Obstet Gynecol. 2015 Sep; 46(3): 266-76. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  2. Zalel Y, Achiron R, Yagel S, et al. Fetal aberrant right subclavian artery in normal and Down syndrome fetuses. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 31 (1): 25-29. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  3. Borenstein M, Minekawa R, Zidere V, et al. Aberrant right subclavian artery at 16 to 23+6 weeks of gestation: a marker for chromosomal abnormality. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010; 36 (5): 548-552. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  4. Pico H, Mancini J, Lafouge A, et al. Prenatal Associated Features in Fetuses Diagnosed with an Aberrant Right Subclavian Artery. Fetal Diagn Ther. 2016; 40 (3):187-194. PubMed | Abstract Springer
  5. Zapata H, Edwards JE, Titus JL. Aberrant right subclavian artery with left aortic-arch: associated cardiac anomalies. Pediatr Cardiol. 1993; 14: 159–161. PubMed
  6. De León-Luis JD, Gámez F, Bravo C, et al. Second trimester fetal aberrant right subclavian artery: original study, systematic review and meta-analysis of the performance in the detection of Down syndrome. Ultrasound Obstet Gynecol. 2014; 44: 147–153. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  7. Chaoui R, Rake A, Heling KS. Aortic arch with four vessels: aberrant right subclavian artery. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Jan; 31 (1): 115–7. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  8. Quarello E, Carvalho JS. Prenatal diagnosis of an aberrant right subclavian artery: four vessels arising from the aortic arch? Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Apr; 33 (4): 492–493. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  9. Yoo SJ, Min JY, Lee YH, et al. Fetal sonographic diagnosis of aortic arch anomalies. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Nov; 22 (5): 535-46. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  10. Chaoui R, Heling K, Sarioglu N,. Aberrant right subclavian artery as a new cardiac sign in second- and third-trimester fetuses with Down syndrome. Am J Obstet Gynecol. 2005 Jan; 192 (1): 257-263. PubMed | Full Text Elsevier
  11. Yazicioglu HF, Sevket O, Akin H, et al. Aberrant right subclavian artery in Down syndrome fetuses. Prenat Diagn. 2013 Mar; 33 (3): 209-213.  PubMed | Wiley Online Library
  12. Gul A, Corbacioglu A, Bakirci IT, et al. Associated anomalies and outcome of fetal aberrant right subclavian artery. Arch Gynecol Obstet. 2012 Jan; 285 (1): 27-30. PubMed | SpringerLink
  13. Song MJ, Han BH, Kim YH, et al. Prenatal diagnosis of aberrant right subclavian artery in an unselected population. Ultrasonography. 2017 Jul; 36 (3): 278-283. PubMed | Full Text PMC | Full Text Ultrasonography
  14. Esmer AC, Gul A, Nehir A, et al. Detection rate of trisomy 21 in fetuses with isolated and non-isolated aberrant right subclavian artery. Fetal Diagn Ther. 2013; 34 (3): 140-5. PubMed

Περιγραφή και ορισμός

Φυσιολογικά, το εξωηπατικό τμήμα της ενδοκοιλιακής μοίρας της ομφαλικής φλέβας έχει διάμετρο 3mm στην 15η εβδομάδα της κύησης και αυξάνει προοδευτικά έως 8mm στο τέλος της κύησης. 1  Εστιακή διεύρυνση αυτού του τμήματος της ομφαλικής φλέβας θεωρείται κιρσός. 2 - 6

Επιδημιολογικά στοιχεία

Αντιφατικές είναι οι βιβλιογραφικές αναφορές σχετικά με την επίπτωση του κιρσού της ομφαλικής φλέβας (UVV). Η αναφερόμενη επίπτωση κυμαίνεται από περίπου 1:357 έως 1/2300 εγκυμοσύνες και συνήθως απαντάται στο τρίτο τρίμηνο της κύησης. 4 , 6 Η ασυμφωνία αυτή, μάλλον αντανακλά μεγαλύτερη συνειδητοποίηση και κατανόηση αυτής της οντότητας, παρά την βελτιωμένη απεικόνιση απότοκο του σύγχρονου εξοπλισμού των υπερήχων.

Αιτιολογία

Τα αίτια είναι άγνωστα. Ωστόσο, ως πιο ασθενές τμήμα της ομφαλικής κυκλοφορίας θεωρείται το εξωηπατικό τμήμα της και ενδεχομένως κάθε κατάσταση που θα προκαλούσε αύξηση της ομφαλικής φλεβικής πίεσης θα μπορούσε δυνητικά να προκαλέσει διάταση της ομφαλικής φλέβας.

Υπερηχογραφικά ευρήματα

Η κιρσοειδής διεύρυνση αυτού του τμήματος της φλέβας απεικονίζεται ως ωοειδής ή ελικοειδής 5 κυστική μάζα μεταξύ του κοιλιακού τοιχώματος και του κατώτερου χείλους του εμβρυϊκού ήπατος. Τα διαγνωστικά κριτήρια περιλαμβάνουν: διάμετρο ομφαλικής φλέβας ˃ από 9 mm ή τουλάχιστον 50% μέγεθος περισσότερο από της παρακείμενης ομφαλικής φλέβας. 2 - 6  Το έγχρωμο Doppler υπερηχογράφημα αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στην διάγνωση του κιρσού της ομφαλικής φλέβας. Η έγχρωμη Doppler ροή εμφανίζει τον κιρσό ως συνεχόμενη αγγειακή δομή με το υπόλοιπο τμήμα της φλέβας και μπορεί να το διακρίνει εύκολα από άλλες κυστικές ανωμαλίες, για παράδειγμα διάταση της χοληδόχου κύστης, παραμονή δεξιάς ομφαλικής φλέβας. 6

Συσχετιζόμενες ανωμαλίες

Στο 85% των περιπτώσεων ο κιρσός της ομφαλικής φλέβας (UVV) αποτελεί μεμονωμένο εύρημα (103/121) και δεν συνδέεται με επιπλέον ανωμαλίες. 6 Σε ποσοστό 9,6% των περιπτώσεων (11/121), ο κιρσός της ομφαλικής φλέβας συνδέθηκε με μείζονες εμβρυϊκές ανωμαλίες που συμπεριελάμβαναν, αμφοτερόπλευρη διάταση νεφρικής πυέλου, κοιλιομεγαλία, κρυψορχία, ατελής νεφρικός διπλασιασμός πνευμονικό απόλυμα, έλλειμμα μεσοκολπικού διαφράγματος, μη θανατηφόρο σκελετική δυσπλασία και μονήρη ομφαλική αρτηρία. 6

Η σχέση με την ανευπλοειδία

Ο κίνδυνος ανευπλοειδίας αυξάνεται αν συνυπάρχουν επιπλέον ανωμαλίες ή ήπιοι δείκτες τρισωμίας με την τρισωμία 21 να αναφέρεται συχνότερα στο 5,8% των περιπτώσεων. Δομικές ανωμαλίες βρέθηκαν στο 28,8% των περιπτώσεων. 2 Οι Byers και συν. το 2009 ανίχνευσαν 3/52 έμβρυα με τρισωμία 21 τα οποία συνοδεύονταν και από άλλες ανωμαλίες. 2

Επιπλοκές

Οι πιο σοβαρές επιπλοκές κατά την διάρκεια της κύησης συμπεριλαμβάνουν, ενδομήτριο θάνατο και ύδρωπα. Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας περιέγραψε συνολικά 7 ενδομήτριους θανάτους. Τρείς, στην μελέτη Mahoney και συν., δύο, στην μελέτη Valsky και συν., και άλλες δύο σε αυτήν του Fung και συν. Δύο μηχανισμοί προτάθηκαν για να εξηγήσουν τον ενδομήτριο θάνατο: (1) ο σχηματισμός θρόμβου στο διατεταμένο τμήμα του ομφάλιου λώρου, ο οποίος δυσχεραίνει την εμβρυϊκή κυκλοφορία με αποτέλεσμα αιφνίδιο θάνατο, και (2) καρδιακή ανεπάρκεια λόγω υπερφόρτωσης όγκου, με σταδιακή εμφάνιση σημείων αντιρρόπησης, όπως περικαρδιακής συλλογή, οίδημα και ύδρωπα. Ωστόσο, σε πολύ λίγες περιπτώσεις ενδομήτριου θανάτου, αυτοί οι μηχανισμοί δικαιολόγησαν το αποτέλεσμα. Οι Byers και συν. δεν εντόπισαν μαιευτικές επιπλοκές στην δική τους μελέτη. 2

Στρατηγική διαχείρισης

Οι Mahoney και συν., το 1992 θεώρησαν ότι η παρουσία του κιρσού ομφαλικής φλέβας σχετίζεται με αρνητικές επιπτώσεις στην κύηση, συμπεριλαμβανομένου του ενδομήτριου θανάτου και πρότειναν στενή προγεννητική παρακολούθηση. 1  Ωστόσο, οι πιο πρόσφατες μελέτες ήταν περισσότερο καθησυχαστικές. Το 2009, οι Weissmann-Brenner και συν., πρότειναν να παρακολουθούνται εβδομαδιαίως τα έμβρυα με κιρσό ομφαλικής φλέβας (UVV) από τη διάγνωση έως τις 28 εβδομάδες και δύο φορές εβδομαδιαίως αργότερα. Η πρόκληση τοκετού πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν κατά την ωρίμανση των εμβρυϊκών πνευμόνων ή σε παρουσία εμβρυϊκής δυσφορίας. 3 , 7 , 10  Ο εμβρυϊκός καρυότυπος θα πρέπει να προσφέρεται όταν ανιχνεύονται επιπλέον συγγενείς ανωμαλίες. Εντατική παρακολούθηση συμπεριλαμβανομένου του έγχρωμου Doppler υπερηχογραφήματος, θα πρέπει να ξεκινά από τη στιγμή της διάγνωσης έως τον τοκετό, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες που η διάγνωση γίνεται πρώιμα στην κύηση. 9

Φυσική ιστορία και έκβαση

Γενικά, ο μεμονωμένος κιρσός της ομφαλικής φλέβας έχει καλή έκβαση. Παρόλα αυτά, συνιστάται στενή εμβρυϊκή παρακολούθηση για τη μείωση δυσμενών περιγεννητικών επιπλοκών. Οι Mankuta και συν., το 2011 ανέφεραν τρεις περιπτώσεις με ενδομήτρια βραδύτητα ανάπτυξης, 3/28 (10,7%). Τα αντίστοιχα νούμερα στην μελέτη του Weissmann-Brenner και συν. το 2009, ήταν, 4/109 (3,5%). Σε δύο περιπτώσεις, ο κιρσός της ομφαλικής φλέβας (UVV) "επιλύθηκε" αυτόματα, δηλαδή η διάμετρος της προηγούμενα διασταλμένης φλέβας επανήλθε στο φυσιολογικό. Πέντε από τα 30 έμβρυα (17%) είχαν στροβιλώδη ροή κιρσού. Δεν υπήρχαν περιπτώσεις ενδομήτριου ή εμβρυϊκού θανάτου και τα 27 από τα 28 νεογνά είχαν καλό περιγεννητικό αποτέλεσμα. Ο μεμονωμένος κιρσός του ενδοκοιλιακού τμήματος της ομφαλικής φλέβας, αναμένεται να έχει καλή έκβαση. Έκτοτε οι Weissmann-Brenner και συν., άλλαξαν την πολιτική τους και δεν συνιστούν πλέον πρόκληση τοκετού. Παρόλα αυτά, η στενή εμβρυϊκή παρακολούθηση μέχρι τον τοκετό θεωρείται δικαιολογημένη. 4

  1. Mahoney BS, McGahan JP, Nyberg DA, et al. Varix of the fetal intra-abdominal umbilical vein: comparison with normal. J Ultrasound Med. 1992 Feb; 11 (2): 73-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  2. Byers BD, Goharkhay N, Mateus J, et al. Pregnancy outcome after ultrasound diagnosis of fetal intra-abdominal umbilical vein varix. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Mar; 33 (3): 282–286. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  3. Weissmann -Brenner A, Simchen MJ, Moran O, et al. Isolated fetal umbilical vein varix—prenatal sonographic diagnosis and suggested management. Prenat Diagn. 2009 Mar; 29 (3): 229-33. PubMed | Wiley Online Library
  4. Mankuta D, Nadjari M, Pomp G. Isolated fetal intra-abdominal umbilical vein varix: clinical importance and recommendations. J Ultrasound Med. 2011 Feb; 30 (2): 273-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  5. Cohen Y, Har-Tov J, Fait G, et al. Ultrasonographic evidence of intra-abdominal umbilical vein dilatation: is it a true varix?. Ultrasound Med Biol. 2012 Mar; 38 (3): 412-6. PubMed | Full Text Ultrasound
  6. Lee SW, Kim MY, Kim JE, et al. Clinical characteristics and outcomes of antenatal fetal intra-abdominal umbilical vein varix detection. Obstet Gynecol Sci. 2014 May; 57 (3): 181-6. PubMed | Full Text Obsterics & Gynecology | PDF | Full Text PMC |
  7. Valsky D, Rosenak D, Hochner-Celnikier S, et al. Adverse outcome of isolated fetal intra-abdominal umbilical vein varix despite close monitoring. Prenat Diagn 2004 Jun; 24 (6): 451-4. PubMed | Wiley Online Library
  8. Rahemtullah A, Lieberman E, Benson C, et al. Outcome of pregnancy after prenatal diagnosis of umbilical vein varix. J Ultrasound Med. 2001 Feb; 20 (2): 135-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  9. Fung TY, Leung TN, Leung TY, et al. Fetal intra-abdominal umbilical vein varix: what is the clinical significance? Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Feb; 25 (2): 149-54. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  10. Zalel Y, Lehavi O, Heifetz S, et al. Varix of the fetal intra-abdominal umbilical vein: prenatal sonographic diagnosis and suggested in utero management. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Oct; 16 (5):476-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF

Ποιοι είμαστε

Η ιστοσελίδα emvriomitriki.gr σχεδιάστηκε αρχικά για να καλύψει τις απορίες και τις ανάγκες των εγκύων γυναικών. Όμως, λόγω του υψηλού επιστημονικού υλικού που περιέχει (άρθρα, βίντεο, φωτογραφίες, βιβλιογραφία) καθίσταται χρήσιμο επαγγελματικό εργαλείο σε φοιτητές, μαιευτήρες και άλλους επαγγελματίες υγείας που επιθυμούν να ανανεώσουν τις γνώσεις τους. Το έργο επιμελήθηκε ο ιατρός Αναστάσιος Κοκοβίδης.

Στοιχεία επικοινωνίας

Διαδρομή

Λεωφόρος Κηφισίας 26
Αθήνα, 115 26


info@emvriomitriki.gr
210 7771300










Κλείστε το ραντεβού σας Online!




Πριν ξεκινήσετε, Cookies
Πρόκειται για μικρά αρχεία/εργαλεία που μας βοηθάνε να οργανώσουμε καλύτερα την περιήγηση στην σελίδα μας καθώς και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδας μας.