• Slider4
  • Slider5
  • Slider 9
Έμβρυο
Απριλίου 16, 2021

Περιγραφή και ορισμός

Το μεσολόβιο ή τυλώδες σώμα είναι ο μεγαλύτερος σύνδεσμος ο οποίος συνδέει τα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια και αποτελείται από περισσότερες από 200 εκατομμύρια νευρικές ίνες, στην πλειοψηφία τους διεγερτικές. Αυτή η διημισφαίρια επικοινωνία είναι σημαντική γιατί ενσωματώνει τις γνωστικές, κινητικές, αισθητικές, οπτικές λειτουργίες του εγκεφαλικού φλοιού . 1 , 2

Η αγενεσία μεσολοβίου (Agenesis Corpus Callosum-ACC) περιγράφει την απουσία σύνδεσης μεταξύ των δύο εγκεφαλικών ημισφαιρίων. Υπερηχογραφικά χαρακτηρίζεται από την αύξηση του μεγέθους των κόλπων των πλάγιων κοιλιών και από εκσεσημασμένη αύξηση της απόστασης των σωμάτων των (πλάγιων) κοιλιών του εγκεφάλου. Παράλληλα, η τρίτη κοιλία (3V) διατείνεται και μετατοπίζεται προς τα άνω.

Επιδημιολογικά στοιχεία

Ο επιπολασμός της ACC παραμένει αβέβαιος και εξαρτάται από την πληθυσμιακή ομάδα στην οποία πραγματοποιούνται οι αντίστοιχες μελέτες. Η επίπτωση στο γενικό πληθυσμό υπολογίζεται γύρω στο 0,2%, 3 ενώ σε άτομα με νοητική υστέρηση στο 2-3%. 4 Η ACC έχει εντοπιστεί και σε ασυμπτωματικά άτομα με φυσιολογική νοημοσύνη, όμως η σημασία της ACC έγκειται στο γεγονός ότι σχετίζεται με ανωμαλίες του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, με χρωμοσωμικές ανωμαλίες και μεταβολικά σύνδρομα.

Αιτιοπαθογένεια

Η αιτιολογία της ACC είναι ετερογενής και συχνά μέρος μιας ευρείας αναπτυξιακής διαταραχής, ενός γεννητικού συνδρόμου ή ορισμένων χρωμοσωμικών εκτροπών. Η αγενεσία του μεσολοβίου είναι μία σχετικά σπάνια ανωμαλία, η οποία μπορεί να ανευρεθεί είτε ως μεμονωμένη βλάβη, είτε να συνυπάρχει με άλλες συγγενείς ανωμαλίες, πολλές φορές στα πλαίσια κάποιου συνδρόμου.

Κατάταξη

Οι διαταραχές της δομής του μεσολοβίου μπορούν να ταξινομηθούν στις ακόλουθες κατηγορίες: α) πλήρης απουσία (αγενεσία) του μεσολοβίου, β) μερική απουσία (αγενεσία) του ουραίου ή οπίσθιου τμήματος (σπληνίου), γ) υποπλασία μεσολοβίου που αναφέρεται σε πλήρως σχηματισμένο μεσολόβιο αλλά μικρότερου πάχους και δ) δυσγενεσία, δηλαδή μη φυσιολογικό σχήμα όλου ή τμήματος του μεσολοβίου. 3

Η σχέση με την ανευπλοειδία

Η ACC σχετίζεται επίσης με χρωμοσωμικές ανωμαλίες κυρίως τρισωμία 8, 13 και 18.

Υπερηχογραφικά ευρήματα

Το μεσολόβιο αρχίζει να σχηματίζεται από την 39η ημέρα μετά τη σύλληψη, λαμβάνει το τελικό του σχήμα στις 115 ημέρες και συνεχίζει να επιμηκύνεται σε όλη τη διάρκεια της κύησης. Αποτελείται από πέντε τμήματα: το πρόσθιο περιλαμβάνει το ρύγχος (rostrum) και το γόνυ (genu), το μεσαίο το σώμα (body) και το στέλεχος (isthmus) και το οπίσθιο που καλείται σπληνίο (splenium). Το πρόσθιο και μεσαίο τμήμα του μεσολοβίου μπορούν να διακριθούν υπερηχογραφικώς από την 14η – 15η εβδομάδα της εγκυμοσύνης σε στεφανιαία ή οβελιαία διατομή ως μία υποηχοϊκή ταινία κατά μήκος της μέσης γραμμής με υπερηχογενή όρια προς τα πάνω και προς τα κάτω. Αργότερα, από την 18η-19η εβδομάδα κύησης το μεσολόβιο καθίσταται ορατό σε όλο του το μήκος κατά την οβελιαία διατομή. Το πρόσθιο τμήμα συνδέει τις μετωπικές και προκινητικές περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού, το μεσαίο τις κινητικές, τις σωματοαισθητηριακές και τις βρεγματικές περιοχές, ενώ το σπληνίο ενώνει τον κροταφικό και τον ινιακό φλοιό και στις δύο πλευρές. 1

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η διάγνωση της ACC συνήθως τίθεται κατά το μέσον της κύησης. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις τα ευρήματα από το υπερηχογράφημα στις 18-20 εβδομάδες μπορεί να είναι αμφίβολα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η επανάληψη του υπερηχογραφήματος σε 1-2 εβδομάδες μπορεί να επιβεβαιώσει τη διάγνωση. 6 Το πρόσθιο τμήμα του μεσολοβίου (CC) καθίσταται ορατό με διακοιλιακό υπέρηχο ήδη από την 16η W της κύησης ως μία υποηχογενής ταινία σε στεφανιαίο/οβελιαίο επίπεδο, κατά μήκος της μέσης γραμμής και πάνω από την 3η κοιλία, με υπερηχογενή όρια προς τα επάνω και προς τα κάτω. 7 , 8  Αργότερα, με τον σχηματισμό του πρόσθιου (γόνυ) και του οπίσθιου τμήματος (σπληνίου) του μεσολοβίου καθίσταται ορατό σε όλο το μήκος του σε μέσο οβελιαίο επίπεδο. Tο μεσολόβιο δεν είναι ορατό στο εγκάρσιο – αξονικό - διακοιλιακό επίπεδο του εγκεφάλου. Ωστόσο, η αγενεσία του CC υποδηλώνεται από την μη παρουσία της κοιλότητας του διαφανούς διαφράγματος (CSP), σε αυτό το επίπεδο η οποία φυσιολογικά θα έπρεπε να ηχογραφείται στο 100% των εμβρύων από την 18η έως την 37η εβδομάδα της κύησης και στο 79% των εμβρύων μεταξύ 38ης και 41ης εβδομάδας της κύησης. 9 Την σημασία της οπτικοποίησης του CSP ως αναπόσπαστο μέρος του προγεννητικού ελέγχου κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης τόνισαν και άλλοι ερευνητές. 10 – 13 Το Αμερικανικό Ινστιτούτο της Υπερηχογραφίας της Ιατρικής (AIUM), το Αμερικανικό Κολλέγιο Ακτινολογίας (ACR), το Αμερικανικό Κολλέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων (ACOG) και η Διεθνής Εταιρεία Υπερήχων στη Μαιευτική και τη Γυναικολογία (ISUOG) συνιστούν την απεικόνιση του CSP ως αναπόσπαστο μέρος του εμβρυϊκού νευρουπερηχογραφήματος. 14 - 16

Η CSP διαχωρίζει τα πρόσθια κέρατα των πλάγιων κοιλιών σχηματίζοντας ανάμεσα τους μια διπλή μεμβράνη στην οποία περιέχεται μια στενή σχισμοειδής κοιλότητα σε σχήμα ορθογώνιο ή τριγωνικό η οποία περιβάλλεται από υγρό. Το CSP βρίσκεται στην κάτω επιφάνεια του μεσολοβίου και πιο πρόσθια από τις στήλες του δρεπάνου. Οι πλάγιες επιφάνειες του CSP επενδύονται από τα έσω τοιχώματα των πλάγιων κοιλιών. 17 H συνύπαρξη ακέραιας CSP με πλήρη ή μερική ACC είναι σπάνιο φαινόμενο. Σε μία αναδρομική μελέτη των υπερηχογραφικών ευρημάτων από 35 έμβρυα με μετέπειτα επιβεβαιωμένη ACC δεν ανιχνεύτηκε CSP στις 34 περιπτώσεις, ενώ στην 35η περίπτωση ήταν εμφανές ότι η CSP δεν ήταν φυσιολογική. 18

Ένα άλλο εύρημα, στην εγκάρσια άποψη του εγκεφάλου που υποδηλώνει την ACC είναι το λεγόμενο σημείο της σιδηροδρομικής γραμμής (railroad track sign). Πρόκειται για δύο ζεύγη γραμμών που βρίσκονται πολύ κοντά η μία στην άλλη, εκατέρωθεν της μέσης γραμμής. Αυτό το εύρημα μαζί με τη συχνά παρατηρούμενη διάταση των κόλπων των πλαγίων κοιλιών δίνει στις πλάγιες κοιλίες το χαρακτηριστικό σχήμα σταγόνας δακρύου (tear drop shape).

Υποβοηθητικά υπερηχογραφικά στοιχεία είναι η μετατόπιση της τρίτης κοιλίας προς τα επάνω στο 35% των περιπτώσεων, η διάταση του οπισθίου κέρατος και των κόλπων των πλαγίων κοιλιών (κολποκεφαλία), καθώς και η επικοινωνία της τρίτης κοιλίας με την αύλακα μεταξύ των δύο ημισφαιρίων σε εγκάρσια διατομή. Επίσης, στις περισσότερες περιπτώσεις αγενεσίας του μεσολοβίου, τόσο της πλήρους όσο και της μερικής, παρατηρούνται ανωμαλίες του προσαγωγίου και των άλλων τμημάτων του λιβιδινικού συστήματος. Αυτές οι ανωμαλίες διακρίνονται στην οβελιαία διατομή στο τέλος του τρίτου τρίμηνου της εγκυμοσύνης.

Η διάκριση μεταξύ πλήρους και μερικής αγενεσίας του μεσολοβίου είναι θεωρητικά δυνατή σε εγκάρσια διατομή, κατά την οποία το πλάγιο τμήμα των προσθίων κεράτων είναι κυρτό στη μερική και κοίλο στην πλήρη αγενεσία του μεσολοβίου. Ωστόσο, η διάκριση αυτή δεν έχει κλινική σημασία αφού δεν μπορεί να προβλέψει ποιο έμβρυο θα είναι λειτουργικά φυσιολογικό και ποιο όχι.

Διαφορική διάγνωση

Η ACC θα πρέπει να διαφοροδιαγνωστεί από όλες εκείνες τις καταστάσεις στις οποίες ανιχνεύονται αναπτυξιακές ανωμαλίες ή μη οπτικοποίηση του CSP συμπεριλαμβανομένων των οπτικο-διαφραγματικών ανωμαλιών, την ολοπροσεγκεφαλία, την σχιζεγκεφαλία, την πορεγκεφαλία/υδρανεγκεφαλία, την εγκεφαλοκήλη και τον σοβαρό υδροκέφαλο. 19 Απουσία της κοιλότητας του διαφανούς διαφράγματος συνυπάρχει στην ολοπροσεγκεφαλία, αλλά η αγενεσία του μεσολοβίου μπορεί να διαφοροδιαγνωστεί από αυτή την παθολογική οντότητα, καθώς στην αγενεσία του μεσολοβίου κατά την διαθαλαμική άποψη του εγκεφάλου απεικονίζονται οι στήλες του δρέπανου και συνεπώς δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ των ημισφαιρίων όπως παρατηρείται στην ολοπροσεγκεφαλία και την υδρανεγκεφαλία.

Στρατηγική διαχείρισης

Επί υποψίας ACC θα πρέπει να πραγματοποιείται σχολαστικός υπερηχογραφικός έλεγχος για την πιθανότητα ύπαρξης και άλλων συγγενών ανωμαλιών του εμβρύου. Ιδιαίτερη έμφαση απαιτείται στην εκτίμηση του εγκεφάλου, του προσώπου, της καρδιάς και της σπονδυλικής στήλης. Η πιο συχνή συνυπάρχουσα ανωμαλία είναι το σύνδρομο Aicardi, το οποίο προσβάλλει θήλεα έμβρυα. Μετά τον τοκετό τα προσβεβλημένα παιδιά εμφανίζουν κρίσεις σπασμών και σοβαρή υστέρηση της ανάπτυξης. Στο 40% υπάρχουν ανωμαλίες από τις πλευρές και τους σπονδύλους, όπως ημισπόνδυλοι, σκολίωση της σπονδυλικής στήλης και απουσία ή δυσπλασία των πλευρών. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να γίνεται και εκτίμηση των οφθαλμικών κόγχων, αφού στο 25% των περιπτώσεων εμφανίζεται μικροφθαλμία. Άλλες ανωμαλίες που σχετίζονται με την αγενεσία του μεσολοβίου είναι οι τρισωμίες 8, 13 και 18, καθώς και μια σειρά από σύνδρομα, όπως το σύνδρομο Rubinstein-Taybi, το σύνδρομο Shapiro, το σύνδρομο Andermann και το σύνδρομο Zellweger. Επίσης, η ACC μπορεί να σχετίζεται με ανωμαλίες του κεντρικού νευρικού συστήματος, οι οποίες είτε δεν εντάσσονται στα πλαίσια κάποιου συνδρόμου, όπως στη δεύτερη περίπτωση που παρουσιάζουμε, είτε εντάσσονται στο σύνδρομο Dandy-Walker σε 14-25%.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Η πρόγνωση εξαρτάται όχι μόνο από την παρουσία ή/και απουσία πρόσθετων ανωμαλιών του ΚΝΣ ή και ανωμαλιών εκτός ΚΝΣ, αλλά και από τα υποκείμενα γενετικά νοσήματα. Υπό αυτή την έννοια, η εμβρυϊκή μαγνητική τομογραφία (MRI) μπορεί να συνεισφέρει στην ανίχνευση επιπλέον ανωμαλιών του ΚΝΣ που δεν εντοπίζονται με υπερηχογράφημα στο 7,8–11,9% των περιπτώσεων. 20 Οι ανωμαλίες που συχνά μπορεί να παραμείνουν αδιάγνωστες με υπερηχογράφημα αφορούν τις διαμαρτίες του φλοιού και του οπίσθιου εγκεφαλικού βόθρου. 21  Οι μικροσυστοιχίες (Array) μπορούν να αναγνωρίσουν μόνο το 5,7% των γενετικών ανωμαλιών, ενώ μια στρατηγική αλληλούχισης ολόκληρου του εξώματος (WES) θα μπορούσε να αυξήσει περεταίρω τα ποσοστά ανίχνευσης γενετικών καταστάσεων όταν ο μοριακός καρυότυπος είναι φυσιολογικός. 22

Όταν η αγενεσία του μεσολοβίου αποτελεί μεμονωμένη διαταραχή, η σωματική και διανοητική ανάπτυξη του παιδιού είναι φυσιολογική στο 90%. Ωστόσο, η απουσία άλλων παθολογικών υπερηχογραφικών ευρημάτων δεν αποκλείει τη μετέπειτα εμφάνιση νοητικής υστέρησης και άλλων σοβαρών διαταραχών, ιδιαίτερα στο σύνδρομο Aicardi.

  1. De León Reyes NS, Bragg-Gonzalo L, Nieto M. Development and plasticity of the corpus callosum. Development. 2020 Sep 28;147(18):dev189738. PubMed | Development | PDF | Google Scholar
  2. Edwards TJ, Sherr EH, Barkovich AJ, et al. Clinical, genetic and imaging findings identify new causes for corpus callosum development syndromes. Brain. 2014 Jun;137(Pt 6):1579-613. PubMed | PMC | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  3. Bayram AK, Kütük MS, Doganay S, et al. An analysis of 109 fetuses with prenatal diagnosis of complete agenesis of corpus callosum. Neurol Sci. 2020 Jun; 41(6): 1521-1529. PubMed | SpringerLink | Google Scholar 
  4. Jeret JS, Serur D, Wisniewski K, et al. Frequency of agenesis of the corpus callosum in the developmentally disabled population as determined by computerized tomography. Pediatr Neurosci. 1985-1986; 12(2): 101-3. PubMed | Google Scholar 
  5. Paul LK, Brown WS, Adolphs R, et al. Agenesis of the corpus callosum: genetic, developmental and functional aspects of connectivity. Nature Neurosci. 2007 Apr; 8(4): 287-99. PubMed | Nature Publishing Group | PDF | Google Scholar
  6. Bromley B, Krishnamoorthy KS, Benacerraf BR. Aicardi syndrome: prenatal sonographic findings. A report of two cases. Prenat Diagn. 2000 Apr; 20(4): 344-6. PubMed | Radiology | Google Scholar
  7. Babcock DS. The normal, absent, and abnormal corpus callosum: sonographic findings. Radiology. 1984 May;151(2):449-53. PubMed | Radiology | Google Scholar
  8. Hernanz-Schulman M, Dohan Jr FC, Jones T, et al. Sonographic appearance of callosal agenesis: correlation with radiologic and pathologic findings. AJNR Am J Neuroradiol. 1985 May-Jun; 6(3): 361-8. PubMed | PubMed CentralGoogle Scholar
  9. Falco P, Gabrielli S, Visentin A, et al. Transabdominal sonography of the cavum septi pellucidi in normal fetuses in the second and third trimesters of pregnancy. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Nov;16(6):549-53. PubMed | Obstretics & Gynaecology | PDF | Google Scholar
  10. Filly RA, Cardoza JD, Goldstein RB, et al. Detection of fetal central nervous system abnormalities: a practical level of effort for a routine sonogram. Radiology. 1989 Aug;172(2):403-8. PubMed | Radiology | Google Scholar
  11. Nyberg DA. Recommendations for obstetric sonography in the evaluation of the fetal cranium. Radiology. Aug;172(2):309-11. PubMed | Radiology | Google Scholar
  12. Angtuaco TL. Ultrasound imaging of fetal brain abnormalities: three essential levels. Ultrasound Q. 2005 Dec;21(4):287-94. PubMed | Ultrasound Quarterly | Google Scholar
  13. Gushiken BJ, Goldstein RB. Practical approach to evaluating the fetal neural axis. Semin Roentgenol. 1999 Jan;34(1):5-12. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  14. American Institute of Ultrasound in Medicine. AIUM Practice Guideline for the Performance of an Antepartum Obstetric Ultrasound Examination. J Ultrasound Med. 2003 Oct;22(10):1116-25. PubMed |  Wiley Online Library I Google Scholar
  15. American College of Obstetricians and Gynecologists. ACOG practice bulletin 58. Ultrasonography in pregnancy. Obstet Gynecol. 2004 Dec;104(6):1449-58. PubMed | Obstretics & Gynaecology | Google Scholar
  16. ISUOG Guidelines. Sonographic examination of the fetal central nervous system: guidelines for performing the “basic examination” and the “fetal neurosonogram.” Ultrasound Obstet Gynecol. 2007 Jan;29(1):109-116. PubMed | Obstretics & Gynaecology | PDF | Google Scholar
  17. Gray H. Anatomy of the Human Body. Published May 2000 by Bartleby.com; © 2000. Available at the internet 
  18. Pilu G, Sandri F, Perolo A, Pittalis MC, et al. Sonography of fetal agenesis of the corpus callosum: a survey of 35 cases. Ultrasound Obstet Gynecol. 1993 Sep 1;3(5): 318-29. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar 
  19. Mitchell LA, Simon EM, Filly RA, et al. Antenatal diagnosis of subependymal heterotopia. AJNR Am J. 2000 Feb;21(2):296-300. PubMed | PMC | AJNR | PDF | Google Scholar 
  20. Leombroni M, Khalil A, Liberati M, et al. Fetal midline anomalies: Diagnosis and counselling Part 1: Corpus callosum anomalies. Eur J Paediatr Neurol. 2018 Nov;22(6):951-962. PubMed | Paediatric Neurology | Google Scholar 
  21. Sileo FG, Di Mascio D, Rizzo G, et al. Role of prenatal magnetic resonance imaging in fetuses with isolated agenesis of corpus callosum in the era of fetal neurosonography: A systematic review and meta-analysis. Acta Obstet Gynecol Scand. 2021 Jan;100(1):7-16. PubMed | Obstretics & Gynaecology | PDF | Google Scholar
  22. de Wit MC, Boekhorst F, Mancini GM, et al. Advanced genomic testing may aid in counseling of isolated agenesis of the corpus callosum on prenatal ultrasound. Prenat Diagn. 2017 Dec;37(12):1191-1197. PubMed | Obstretics & Gynaecology | Google Scholar
Μαρτίου 03, 2021

Περιγραφή και ορισμός

Η περιτονίτιδα από μηκώνιο (MP) είναι μια χημική ενδοκοιλιακή φλεγμονή η οποία προκύπτει από την διάτρηση του εντέρου κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής ή μερικές ώρες μετά. 1 Μέσα στον αυλό του εντέρου φυσιολογικά περιέχεται μηκώνιο. Εάν αυτό διαχυθεί στην περιτοναϊκή κοιλότητα λόγω διάτρησης του εντέρου, είναι λίαν ερεθιστικό και προάγει μια φλεγμονώδη αντίδραση, την περιτονίτιδα από μηκώνιο.2

Δημογραφικά στοιχεία

Η MP είναι σπάνια και εμφανίζεται με συχνότητα περίπου 1/35.000 γεννήσεις ζώντων νεογνών.

Αιτιοπαθογένεια

Το μηκώνιο είναι ένα πολύπλοκο μείγμα από άπεπτες βλεννοπρωτεΐνες, λιπαρά υλικά, κυτταρικά υπολείμματα και χολοχρωστικές. Η διαρροή αυτών των συστατικών ενεργοποιεί τα ανοσοκύτταρα συμπεριλαμβανομένων των μακροφάγων. 3 , 4 Τα μακροφάγα διεισδύουν στο περιτόναιο συμμετέχοντας στην κυτταρική λειτουργία με φαγοκυττάρωση, απελευθέρωση χημικών μεταβολιτών όπως αυξητικούς παράγοντες, πρωτεΐνες συμπληρώματος, προσταγλαδίνες, υδρολυτικά ένζυμα, πυρετογόνες ουσίες και με τα αντιγονο-παρουσιαστικά κύτταρα που διεγείρονται από διάφορες κυτοκίνες κατά την φάση της ενεργοποίησης. 5 Ο παράγοντας νέκρωσης όγκων α (TNF-α) είναι μια προ-φλεγμονώδης κυτοκίνη που εκκρίνεται από τα μακροφάγα ως απάντηση στη διέγερση μηκωνίου. 6 Η υπερβολική παραγωγή χημικών μεσολαβητών συμπεριλαμβανομένου του TNF-α ενισχύει την εναπόθεση ινώδους ιστού και συμβάλει στην δημιουργία μιας πυκνής αποτιτανωμένης μάζας η οποία σφραγίζει την διάτρηση. 7 , 8 Επιπλέον, εάν δεν κλείσει αυτόματα η διάτρηση, ο τεράστιος σχηματισμός κύστεων της κοιλιάς και η προοδευτική προ-φλεγμονώδης αντίδραση της κυτοκίνης με την συλλογή ασκίτη μπορεί να προκαλέσει άνοδο του διαφράγματος, καρδιακή ανεπάρκεια, πρόωρο τοκετό και κακή μεταγεννητική κατάσταση του νεογνού. Οι πιθανές αιτίες διάτρησης του εντέρου περιλαμβάνουν: α) την συγγενή ατρησία/στένωση του εντέρου που προκύπτει από ισχαιμία του μεσεντερίου ως μηχανικό αποτέλεσμα συστροφής, εγκολεασμού, εσωτερικής κήλης, περίσφιξης επί γαστρόσχισης/εξόμφαλου, μόλυνσης από παρβοϊό Β19, ηπατίτιδας Α/B και κυτταρομεγαλοϊού 9 - 14 β) την απόφραξη του παχέος εντέρου από βύσματα μηκωνίου στη νόσο του Hirschsprung 15 ή στον ειλεό από μηκώνιο σε έμβρυα πάσχοντα από κυστική ίνωση 16 - 18 και γ) πιο σπάνια μετά από συστροφή σαλπιγγικής κύστης, ρήξη σκωληκοειδίτιδας ή εκκολπώματος Meckel's. 19 Σποραδικές βιβλιογραφικές αναφορές περιγράφουν εξωπεριτοναϊκές εκδηλώσεις MP που παρουσιάζονται κλινικά ως ηχογενή οζίδια στην βουβωνική χώρα, τo όσχεο ή τον κόλπο. 20 - 22 Σε μερικές περιπτώσεις το αίτιο της διαρροής μηκωνίου δεν μπορεί να προσδιορισθεί. 23

Κλινικά χαρακτηριστικά

Η διαρροή μηκωνίου συχνά συναντάται άνωθεν της περιοχής της εντερικής απόφραξης, 24 επειδή η υψηλή πίεση κοντά στο σημείο της απόφραξης οδηγεί σε ρήξη του εντερικού τοιχώματος. Για παράδειγμα, η MP μπορεί να παρατηρηθεί πολύ κοντά σε ένα τμήμα με άτρητο λεπτό έντερο ή κοντά σε βύσματα μηκωνίου σε έμβρυο με κυστική ίνωση. Ανάλογα με την διάτρηση και τη σοβαρότητα της φλεγμονώδους αντίδρασης στην περιτοναϊκή κοιλότητα περιγράφονται τρεις διαφορετικοί τύποι περιτονίτιδας από μηκώνιο σύμφωνα με τα υπερηχογραφικά ευρήματα. 25 Ο ινωδοσυμφυτικός (τύπος Ι) είναι ο πιο συχνός, χαρακτηρίζεται από έντονη ινοβλαστική αντίδραση και το σχηματισμό ινωδών ταινιών που προσκολλούνται στο εντερικό τοίχωμα και καλύπτουν τη διάτρηση. Το υπερηχογράφημα αποκαλύπτει διάσπαρτες υπερηχογενείς αλλοιώσεις πέριξ της περιτοναϊκής κοιλότητας, ασκίτη, πολυϋδράμνιο ή διάταση εντερικής έλικας. Ενδοκοιλιακές αποτιτανώσεις δεν παρατηρούνται συνήθως ενώ η διάτρηση μπορεί να μην είναι ορατή επειδή συχνά κλείνει αυτόματα. 26 Εάν δεν αποκατασταθεί αυτόματα η διάτρηση, μπορεί να σχηματιστεί ψευδο-κύστη με παχιά τοιχώματα (τύπος II). 27 Η φαινομενικά στερεή κυστική μάζα σχηματίζεται από μια συλλογή μηκωνίου που περιβάλλεται από ινώδεις ταινίες (ψευδοκύστη). Υπερηχογραφικά η ψευδοκύστη εμφανίζεται ως μια γιγάντια κύστη μικτής ηχογένειας, πλήρης μηκωνίου, επενδεδυμένη από ένα παχύ τοίχωμα που περιέχει πολλαπλές εναποθέσεις πλάκας ασβεστίου. Στην τελευταία κατηγορία (τύπος ΙΙΙ) ανήκουν οι γενικευμένες εκδηλώσεις σε όλη την περιτοναϊκή κοιλότητα. 28

Μεταγεννητικά η MP μπορεί να έχει ένα ευρύ φάσμα κλινικών εκδηλώσεων, από φαινομενικά ένα υγιές νεογνό με φυσιολογική γαστρεντερική λειτουργία έως ένα νεογνό με σοβαρές γαστρεντερικές διαταραχές και εντερική απόφραξη που συνήθως εκδηλώνεται με κοιλιακή διάταση, έμετο, οξέωση και ενδοκοιλιακές αποτιτανώσεις. 29

Υπερηχογραφικά ευρήματα

Τα υπερηχογραφικά ευρήματα της MP συνήθως ποικίλουν καθώς είναι μεταβλητά και εξαρτώνται εν μέρει από το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της διαρροής μηκωνίου και του υπερηχογραφήματος. 30 Εάν εκτελεσθούν διαδοχικά υπερηχογραφήματα τα ευρήματα μπορούν να ακολουθήσουν την εξέλιξη της ενδοκοιλιακής ανωμαλίας. 31 Αρχικά παρατηρείται διάταση εντέρου και ελεύθερο ενδοπεριτοναϊκό υγρό (ασκίτης). Η υπερηχογραφία σε αυτό το στάδιο της νόσου μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένη διάγνωση, όπως "εμβρυϊκός ασκίτης" ή "μη άνοσος ύδρωπας". 32 Όμως, υπερηχογράφημα σε μεταγενέστερο στάδιο μπορεί να αποκαλύψει μια κυστική μάζα (ψευδοκύστη μηκωνίου) με ένα ινώδες παχύ τοίχωμα, συχνά με αποτιτανώσεις στο τοίχωμά της και, τελικά, μεμονωμένες ενδοπεριτοναϊκές αποτιτανώσεις. Όταν η απόφραξη αφορά την νήστιδα συνήθως παρατηρείται πολυϋδράμνιο. Εάν πραγματοποιηθεί μόνο ένα υπερηχογράφημα, τα ευρήματα μπορεί να είναι οποιαδήποτε από τα παραπάνω. Συχνά, οι αποτιτανώσεις είναι τα μόνα ορατά σημεία της MP οι οποίες μπορεί να αναπτυχθούν μέσα σε λίγες μέρες, 33 αλλά μπορεί να χρειαστούν αρκετές εβδομάδες για να απεικονιστούν υπερηχογραφικά. 34 Στις περιπτώσεις ειλεού από μηκώνιο που σχετίζονται με κυστική ίνωση ποσοστό 60% θα αναπτύξει ενδοπεριτοναϊκές αποτιτανώσεις, ίσως επειδή τα παγκρεατικά ένζυμα βρίσκονται σε χαμηλή συγκέντρωση στο 80% των ασθενών με κυστική ίνωση και μπορεί να είναι απαραίτητα για την εμφάνιση των αποτιτανώσεων. 35

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η διάγνωση της MP μπορεί να υποπτευθεί αν στο υπερηχογράφημα απεικονιστούν διάταση εντέρου, πολυϋδράμνιο, εξωαυλικές αποτιτανώσεις και ασκίτης στην κοιλιακή χώρα ή μια ακανόνιστος κύστη με παχύ τοίχωμα. 36 - 39 Οι εξωαυλικές αποτιτανώσεις σχηματίζονται κατά μήκος του σπλαγχνικού ή του τοιχωματικού περιτοναίου, συχνά στην επιφάνεια του ήπατος ή υποδιαφραγματικά και εμφανίζονται ως γραμμικές ηχογενείς πυκνώσεις πιθανώς με οπίσθια ακουστική σκιά. 40 Αυτές οι αλλαγές μπορεί επίσης να επεκταθούν στο όσχεο ή τον κόλπο, 41 να απεικονιστούν ως αποτιτανωμένη μάζα και να αποτελούν τα μοναδικό σημάδι περιτονίτιδας από μηκώνιο με ή χωρίς πολυϋδράμνιο. 42 - 44 Ο ασκίτης μπορεί να παρατηρηθεί αρχικά και στη συνέχεια να υποχωρήσει με την πάροδο του χρόνου. Η MP πρέπει να περιληφθεί στη διαφοροδιάγνωση του μεμονωμένου ασκίτη χωρίς άλλες συλλογές υγρού που υποδηλώνουν ύδρωπα.  45

Στρατηγική διαχείρισης

Η προγεννητική διάγνωση της ΜΡ είναι απαραίτητη για την ορθή περιγεννητική αντιμετώπιση. Η μαγνητική τομογραφία (MRI) μπορεί να βελτιώσει τη διαγνωστική αξία του υπερηχογραφήματος. Η προγεννητική συμβουλευτική και οι πληροφορίες της προγεννητικής διάγνωσης ενίοτε απαιτούν χειρουργική στρατηγική σε τριτοβάθμια κέντρα που υποστηρίζονται από μονάδα εντατικής θεραπείας των νεογνών και είναι στελεχωμένα από έμπειρους μαιευτήρες, νεογνολόγους και παιδοχειρουργούς. 46 , 47

Πρόγνωση

Η έγκαιρη ανίχνευση της MP δεν σχετίζεται με κακή νεογνική έκβαση και ο επιλεκτικός τερματισμός της κύησης δεν είναι απαραίτητος. H αυτόματη επίλυση της απόφραξης και του πολυϋδραμνίου προβλέπουν χαμηλό ποσοστό μεταγεννητικής χειρουργικής επέμβασης. 48  Αντίθετα, η κλινική έκβαση της σοβαρής MP που συνοδεύεται από ψευδοκύστη, διάταση εντέρου και ασκίτη συνδέεται πάντα με χειρουργική επέμβαση 49 - 51 και έχει συνολικό ποσοστό επιβίωσης 94,4%. 52 Οι μεμονωμένες ψευδοκύστεις μηκωνίου που δεν συνοδεύονται από απόφραξη και οι διάχυτες περιτοναϊκές αποτιτανώσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς μη χειρουργικά. 53 Η παρουσία κυστικής ίνωσης μπορεί να περιπλέξει τα μεταγεννητικά αποτελέσματα. 54 Οι πρώιμες χειρουργικές επεμβάσεις για τη μείωση της συστηματικής και κοιλιακής φλεγμονής αμέσως μετά τη γέννηση μπορεί να βελτιώσουν την έκβαση των σοβαρών περιπτώσεων MP. 55 Ορισμένοι συγγραφείς προτείνουν την άμεση παροχέτευση των κύστεων μεταγεννητικά με παρακέντηση και εκλεκτική χειρουργική επέμβαση μετά πάροδο λίγων ημερών. 56

  1. Boix-Ochoa J. Meconium peritonitis. 1968 Dec; 715-722. Elsevier | Pediatric Surgery | Google Sholar
  2. Okawa T, Soeda S, Watanabe T, et al. Repeated paracentesis in a fetus with meconium peritonitis with massive ascites: a case report. Fetal Diagn Ther. 2008; 24(2): 99-102. PubMed | Karger | Google Scholar
  3. Shyu MK, Chen CD, Hsieh FJ, et al. Intrauterine intervention in a case of recurrent meconium peritonitis. Prenat Diagn. 1994 Oct; 14(10): 993-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  4. Rubin BK, Tomkiewicz RP, Patrinos ME, et al. The surface and transport properties of meconium and reconstituted meconium solutions. Pediatr Res. 1996 Dec; 40(6): 834-8. PubMed | Pediatric Research | Google Scholar
  5. Ramin KD, Leveno KJ, Kelly MA, et al. Amniotic fluid meconium: a fetal environmental hazard. Obstet Gynecol. 1996 Feb; 87(2): 181-4. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  6. Lally KP, Mehall JR, Xue H, et al. Meconium stimulates a pro-inflammatory response in peritoneal macrophages: implications for meconium peritonitis. J Pediatr Surg. 1999 Jan; 34(1): 214-7. PubMed | Pediatric Surgery | Google Scholar
  7. Markov D, Jekova N, Ivanov St, et al. Fetal meconium pseudocyst secondary to in utero perforation of colon transversum and meconium peritonitis. Akush Ginekol. 2011; 50(1): 46-51. PubMed | Google Scholar
  8. Minato M, Okada T, Miyagi H, et al. Meconium pseudocyst with particular pathologic findings: a case report and review of the literature. J Pediatr Surg. 2012 Apr; 47(4): e9-12. PubMed | Pediatric Surgery | Google Scholar
  9. Tibboel D, Gaillard JL, Molenaar JC. The importance of mesenteric vascular insufficiency in meconium peritonitis. Hum Pathol. 1986 Apr; 17(4): 411-6. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  10. Bloom MC, Rolland M, Bernard JD, et al. Maternofetal infection by parvovirus associated with antenatal meconium peritonitis. Arch Fr Pediatr. 1990 Jun-Jul; 47(6): 437-9. PubMed | Google Scholar
  11. Pletcher BA, Williams MK, Mulivor RA, et al. Intrauterine cytomegalovirus infection presenting as fetal meconium peritonitis. Obstet Gynecol. 1991 Nov; 78(5 Pt 2): 903-5. PubMed | Google Scholar
  12. Zerbini M, Gentilomi GA, Gallinella G, et al. Intra-uterine parvovirus B19 infection and meconium peritonitis. Prenat Diagn. 1998 Jun; 18(6): 599-606. PubMed | Wiley Online LibraryGoogle Scholar
  13. McDuffie RS, Bader T. Fetal meconium peritonitis after maternal hepatitis A. Am J Obstet Gynecol. 1999 Apr; 180(4): 1031-2. PubMed | Full Text AJOGGoogle Scholar
  14. Su WH, Wang PH, Yuan CC, et al. Fetal meconium peritonitis in the infant of a woman with fulminant hepatitis B. A case report. J Reprod Med. 2002 Nov; 47(11): 952-4. PubMed | Google Scholar
  15. Gillis DA, Grantmyre EB. The meconium Plug syndrome and Hirschsprung's Can Med Assoc J. 1965 Jan 30; 92(5): 225-7. PubMed | Full Text PMCGoogle Scholar
  16. Rescorla FJ, Grosfeld JL. Contemporary management of meconium ileus. World J Surg. 1993 May-Jun; 17(3): 318-25. PubMed | SpringerLinkGoogle Scholar
  17. Blackman SM, Deering-Brose R, McWilliams R, et al. Relative contribution of genetic and nongenetic modifiers to intestinal obstruction in cystic fibrosis. Gastroenterology. 2006 Oct; 131(4): 1030-9. PubMed | Full Text PMC | Full text AGA | Google Scholar
  18. Garb M, Riseborough J. Meconium peritonitis presenting as fetal ascites on ultrasound. Br J Radiol. 1980 Jun; 53(630): 602-4. PubMed | Full Text BIR | Google Scholar
  19. Niramis R, Watanatittan S, Anuntakosol M, et al. Meconium peritonitis. J Med Assoc Thai. 1999 Nov; 82(11): 1063-70. PubMed | Google Scholar
  20. Heydenrych JJ, Marcus PB. Meconium granulomas of the tunica vaginalis. J Urol. 1976 May; 115(5): 596-8. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  21. Forouhar F. Meconium peritonitis. Pathology, evolution, and diagnosis. Am J Clin Pathol. 1982 Aug; 78(2): 208-13. PubMed | Oxford AcademicGoogle Scholar
  22. Ring KS, Axelrod SL, Burbige KA, et al. Meconium hydrocele: an unusual etiology of a scrotal mass in the newborn. J Urol. 1989 May; 141(5): 1172-3. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  23. Zangheri G, Andreani M, Ciriello E, et al. Fetal intra-abdominal calcifications from meconium peritonitis: sonographic predictors of postnatal surgery. Prenat Diagn. 2007 Oct; 27(10): 960-3. PubMed | Wiley Online LibraryGoogle Scholar
  24. Wakim A, Bargy F, Helardot PG, et al. Meconium peritonitis. The value of prenatal diagnosis. Chir Pediatr. 1989; 30(1): 21-4. PubMed | Google Scholar
  25. Hsu CH, Jen LW, Huang FY, et al. Clinical observation of meconium peritonitis. Zhonghua Min Guo Xiao Er Ke Yi Xue Hui Za Zhi. 1990Jul-Aug; 31(4): 214-20. PubMed | Google Scholar
  26. Foster MA, Nyberg DA, Mahony BS, et al. Meconium peritonitis: prenatal sonographic findings and their clinical significance. Radiology. 1987 Dec; 165(3): 661-5. PubMed | RadiologyGoogle Scholar
  27. Eckoldt F, Heling KS, Woderich R, et al. Meconium peritonitis and pseudo-cyst formation: prenatal diagnosis and post-natal course. Prenat Diagn. 2003 Nov; 23(11): 904-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  28. Kamata S, Nose K, Ishikawa S, et al. Meconium peritonitis in utero. Pediatr Surg Int. 2000; 16(5-6): 377-9. PubMed | SpringerLinkGoogle Scholar
  29. Ionescu S, Andrei B, Oancea M, et al. Postnatal Treatment in Antenatally Diagnosed Meconium Peritonitis. Chirurgia (Bucur). 2015 Nov-Dec; 110(6): 538-44. PubMed | Google Scholar
  30. Tseng JJ, Chou MM, Ho ESC. Meconium peritonitis in utero: prenatal sonographic findings and clinical implications. J Chin Med Assoc. 2003 Jun; 66(6): 355-9. PubMed | Google Scholar
  31. Williams J 3rd, Nathan RO, Worthen NJ. Sonographic demonstration of the progression of meconium peritonitis. Obstet Gynecol. 1984 Dec; 64(6): 822-6. PubMed | Google Scholar
  32. Mueller-Heubach E, Mazer J. Sonographically documented disappearance of fetal ascites. Obstet Gynecol. 1983 Feb; 61(2): 253-7. PubMed | Google Scholar
  33. Pan EY, Chen LY, Yang JZ, et al. Radiographic diagnosis of meconium peritonitis. A report of 200 cases including six fetal cases. Pediatr Radiol. 1983;13:199–205. 1983; 13(4): 199-205. PubMed | SpringerLinkGoogle Scholar
  34. Finkel LI, Slovis TL. Meconium peritonitis, intraperitoneal calcifications and cystic fibrosis. Pediatr Radiol. 1982, 12 (2): 92-93. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  35. Valladares E, Rodríguez D, Vela A, et al. Meconium pseudocyst secondary to ileum volvulus perforation without peritoneal calcification: a case report. J Med Case Rep. 2010 Aug 31;4:292. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC | Google Scholar
  36. Dirkes K, Crombleholme TM, Craigo SD, et al. The natural history of meconium peritonitis diagnosed in utero. J Pediatr Surg. 1995 Jul; 30(7): 979-82. PubMed | Pediatric SurgeryGoogle Scholar
  37. Assens P, Frydman R, Bessis R, et al. [Combined hydramnios with fetal ascites due to intra-uterine meconium peritonitis (authors' transl)]. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris). 1979 Jan-Feb; 8(1): 51-3. PubMed | Google Scholar
  38. Lin MH, Jeng CJ, Wang KG, et al. Prenatal diagnosis of meconium peritonitis--a case report with literature review. Zhonghua Yi Xue Za Zhi (Taipei) . 1992 Jan; 49(1): 48-52. PubMed | Google Scholar
  39. Sukcharoen N. Prenatal sonographic diagnosis of meconium peritonitis: a case report. J Med Assoc Thai. 1993 Mar; 76(3): 171-6. PubMed | Google Scholar
  40. Dunne M, Haney P, Sun CC. Sonographic features of bowel perforation and calcific meconium peritonitis in utero. Pediatr Radiol. 1983; 13(4): 231-3. PubMed | SpringerLinkGoogle Scholar
  41. Gililland A, Carlan SJ, Greenbaum LD, et al. Undescended testicle and meconium-filled hemiscrotum: prenatal ultrasound appearance. Ultrasound Obstet Gynecol. 2002 Aug; 20(2): 200-2. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  42. Friedman AP, Haller JO, Goodman JD. Sonography of scrotal masses in healed meconium peritonitis. Urol Radiol. 1983; 5(1): 43-6. PubMed | Google Scholar
  43. Kenney PJ, Spirt BA, Ellis DA, et al. Scrotal masses caused by meconium peritonitis: prenatal sonographic diagnosis. Radiology. 1985 Feb; 154(2): 362. PubMed | Radiology | Google Scholar
  44. DeRoo SE, Lumpkins KM, El-Metwally DE. Scrotoschisis in a neonate with meconium peritonitis and periorchitis. J Neonatal Perinatal Med. 2016; 9(1): 107-12. PubMed | Google Scholar
  45. Schlensker KH, Günther H, Bolte A. Prenatal diagnosis of fetal meconium peritonitis, therapy and clinical course. With a contribution to the differential diagnosis of fetal ascites. Geburtshilfe Frauenheilkd. 1984 Jul; 44(7): 435-40. PubMed | ThiemeGoogle Scholar
  46. Chan KL, Tang MH, Tse HY, et al. Meconium peritonitis: Prenatal diagnosis, postnatal management and outcome. Prenat Diagn. 2005 Aug; 25(8): 676-82. PubMed | Wiley Online LibraryGoogle Scholar
  47. Chen CW, Peng CC, Hsu CH, et al. Value of prenatal diagnosis of meconium peritonitis: Comparison of outcomes of prenatal and postnatal diagnosis. Medicine (Baltimore). 2019 Sep; 98(39): e17079. PubMed | Full Text PMC | Wolters Kluwer | Google Scholar
  48. Konge JC, de Chazal R, MacFadyen U, et al. Antenatal diagnosis and management of meconium peritonitis: a case report and review of the literature. Ultrasound Obstet Gynecol. 1995 Jul; 6(1): 66-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  49. Emil S, Nguyen T, Sills J, et al. Meconium obstruction in extremely low-birth-weight neonates: guidelines for diagnosis and management. J Pediatr Surg. 2004 May; 39(5): 731-7. PubMed | Pediatric SurgeryGoogle Scholar
  50. Wang CN, Chang SD, Chao AS, et al. Meconium peritonitis in utero---the value of prenatal diagnosis in determining neonatal outcome. Taiwan J Obstet Gynecol. 2008 Dec; 47(4): 391-6. PubMed | Full Text TJOG | PDF | Google Scholar
  51. Saleh N, Geipel A, Gembruch U, et al. Prenatal diagnosis and postnatal management of meconium peritonitis. J Perinat Med. 2009; 37(5): 535-8. PubMed | De GruyterGoogle Scholar
  52. Ping LM, Rajadurai VS, Saffari SE, et al. Meconium peritonitis: correlation of antenatal diagnosis and postnatal outcome—an institutional experience over 10 years. Fetal Diagn Ther. 2017; 42: 57–62. PubMed | Karger | Google Scholar
  53. Caro-Domínguez P, Zani A, Chitayat D, et al. Meconium peritonitis: the role of postnatal radiographic and sonographic findings in predicting the need for surgery. Pediatric Radiology. 2018 July (16); 1755–1762. SpringerLink | Google Scholar
  54. Shinar S, Agrawal S, Ryu M, et al. Fetal Meconium Peritonitis - Prenatal Findings and Postnatal Outcome: A Case Series, Systematic Review, and Meta-Analysis. Ultraschall Med. 2020 Jun 23. PubMed | ThiemeGoogle Scholar
  55. Uchida K, Koike Y, Matsushita K, et al. Meconium peritonitis: Prenatal diagnosis of a rare entity and postnatal management. Intractable Rare Dis Res. 2015 May; 4(2): 93-7. PubMed | Full Text PMCGoogle Scholar
  56. Tanaka K, Hashizume K, Kawarasaki H, et al. Elective surgery for cystic meconium peritonitis: report of two cases. J Pediatr Surg. 1993 Jul; 28(7): 960-1. PubMed | Google Scholar
Μαρτίου 29, 2020

Περιγραφή και ορισμός

Ο κάθετος αστράγαλος αποτελεί μια σπάνια παραμόρφωση του άκρου πόδα που χαρακτηρίζεται από προεξέχουσα φτέρνα, αναστροφή του κοίλου της ποδικής καμάρας και ραχιαία κάμψη στο πρόσθιο τμήμα του. Μπορεί να ετερόπλευρος ή αμφίπλευρος.

Παθογένεια

Ο αστράγαλος είναι ένα μικρό οστό μεταξύ κνήμης, περόνης και φτέρνας που συνδέει το κάτω μέρος τού ποδιού με το πέλμα και έχει κατεύθυνση προς τα δάκτυλα. Στον κάθετο αστράγαλο το οστό κατευθύνεται προς το έδαφος, δηλαδή είναι κάθετα τοποθετημένο και τα οστά του ταρσού μετατοπίζονται οπίσθια. Η εξωτερική εμφάνιση του ποδιού είναι όμοια με εκείνη μιας κυρτής πελματιαίας επιφάνειας με οπίσθια διόγκωση της φτέρνας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα άκαμπτο πόδι με εξαφάνιση της ποδικής καμάρας γνωστό και ως "rocker bottom foot".

Επιδημιολογικά στοιχεία

Παρόλο που η ακριβής συχνότητα εμφάνισης του συγγενούς κάθετου αστράγαλου παραμένει άγνωστη, ο εκτιμώμενος επιπολασμός της ανωμαλίας είναι 1/10.000 γεννήσεις ζωντανών εμβρύων. 1

Αιτιοπαθολογία

Στις περισσότερες περιπτώσεις η αιτιολογία του συγγενούς κάθετου αστράγαλου παραμένει άγνωστη, ενώ στο 20-50% των περιπτώσεων του μεμονωμένου κάθετου αστράγαλου υπάρχει οικογενής προδιάθεση.

Σύνδεση με άλλες παθήσεις

Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι περίπου το ήμισυ του συνόλου των περιπτώσεων του κάθετου αστράγαλου συνδέεται με ανωμαλίες του νευρικού σωλήνας ή γενετικά σύνδρομα. Οι πιο συνηθισμένες νευρικές ανωμαλίες συμπεριλαμβάνουν την αρθρογρύπωση και την μηνιγγομυελοκήλη.

Ο κάθετος αστράγαλος (rocker bottom foot) συνδέεται με ανώμαλο καρυότυπο, ιδίως με τρισωμία 13, 18 αν και μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μεμονωμένη ανωμαλία. Ενίοτε, συνδέεται με ανωμαλίες του νευρικού σωλήνα: αρθρογρύπωση, μηνιγγομυελοκήλη, νευρομυϊκές διαταραχές και ως τμήμα της ακολουθίας Potter.

Κληρονομικότητα

Ο συγγενής κάθετος αστράγαλος ως μεμονωμένο εύρημα κληρονομείται στους απογόνους ως αυτοσωματικό κυρίαρχο χαρακτηριστικό με μεταβλητή έκφραση και ατελή διείσδυση. 2 - 5 Το 50% των ασθενών με κάθετο αστράγαλο ως μεμονωμένο εύρημα είχε θετικό οικογενειακό ιστορικό παραμόρφωσης των ποδιών στους συγγενείς πρώτου βαθμού. Η γενετική ετερογένεια των μεταλλάξεων στα γονίδια HOXD10, D2S1353, M319K, 956T > A φαίνεται πως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αιτιολογία της οντότητας αυτής. 6 , 7

Υπερηχογραφική ευρήματα

Τα υπερηχογραφικά ευρήματα συνιστούν: αναστροφή της ποδικής καμάρας του άκρου πόδα και προεξοχή της φτέρνας η οποία σε ευθεία γραμμή βρίσκεται πίσω από την γαστροκνημία. 8 , 9 Η αναστροφή της ποδικής καμάρας ανιχνεύεται στο 10% - 52% των εμβρύων με τρισωμία 18. 10 - 12

Στρατηγική διαχείρισης

Όταν διαγιγνώσκεται κάθετος αστράγαλος απαιτείται διεξοδικός υπερηχογραφικός έλεγχος για επιπλέον συγγενείς ανωμαλίες. Η μαγνητική τομογραφία (MRI) μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για την επιβεβαίωση της διάγνωσης ή και να προσδιορίσει περαιτέρω ανωμαλίες στον εγκέφαλο και την σπονδυλική στήλη.13 Η προγεννητική διάγνωση της ανωμαλίας δίνει την δυνατότητα στους μελλοντικούς γονείς για πρόσθετη απεικόνιση, γενετικές εξετάσεις και παροχή πληροφοριών σχετικά με την στρατηγική διαχείρισης. Η γονική συμβουλευτική από ορθοπεδικούς χειρουργούς είναι σημαντική για την ενημέρωση της οικογένειας σχετικά με τις προοπτικές και τις επιλογές της θεραπείας. Η ακριβής ενημέρωση και συμβουλευτική βοηθά τους γονείς να κατανοήσουν τη φύση του προβλήματος του παιδιού τους, βοηθά τους κλινικούς γιατρούς στον προγραμματισμό των αλγορίθμων της θεραπείας και βελτιστοποιεί την οικογενειακή ετοιμότητα. 14 , 15

Φυσική ιστορία και έκβαση

Χωρίς θεραπεία ο κάθετος αστράγαλος προκαλεί σημαντική αναπηρία με άλγος και λειτουργικούς περιορισμούς στην βάδιση.16,17 Στόχος της χειρουργικής επέμβασης είναι η αποκατάσταση της ορθής θέσης των οστών του ποδιού. Η κλασική χειρουργική αντιμετώπιση πραγματοποιείται συνήθως πριν από την ηλικία του ενός έτους, είναι αποτελεσματική, μακρά και σχετίζεται με βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπλοκές. 18 Το τελευταία χρόνια η θεραπευτική προσέγγιση του κάθετου αστράγαλου άλλαξε ριζικά με την εισαγωγή μίας ελάχιστα επεμβατικής μεθόδου η οποία βασίζεται στη διόρθωση κυρίως του εκμαγείου του ποδιού και υπόσχεται καλά και πρώιμα αποτελέσματα. 19 - 23

  1. Jacobsen ST, Crawford AH. Congenital vertical talus. J Pediatr Orthop. 1983 Jul; 3(3): 306-10. PubMed | Full Text Wolters Kluwer | Google Scholar
  2. Stern HJ, Clark RD, Stroberg AJ, et al. Autosomal dominant transmission of isolated congenital vertical talus. Clin Genet. 1989 Dec; 36(6): 427-30. PubMed | Google Scholar
  3. Shrimpton AE, Levinsohn EM, Yozawitz JM, et aL. A HOX gene mutation in a family with isolated congenital vertical talus and Charcot-Marie-Tooth disease. Am J Hum Genet. 2004 Jul; 75(1): 92-6. PubMed | Google Scholar
  4. Levinsohn EM, Shrimpton AE, Cady RB, et al. Congenital vertical talus in four generations of the same family. Skeletal Radiol. 2004 Nov; 33(11): 649-54. PubMed | Full Text PMC | Full Text AJHG | Google Scholar
  5. Dobbs MB, Gurnett CA, Robarge J, et al. Variable hand and foot abnormalities in family with congenital vertical talus and CDMP-1 gene mutation. J Orthop Res. 2005 Nov; 23(6): 1490-4. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  6. Ogata K, Schoenecker PL, Sheridan J. Congenital vertical talus and its familial occurrence: an analysis of 36 patients. Clin Orthop Relat Res. 1979 Mar-Apr; (139): 128-32. PubMed | Google Scholar
  7. Dobbs MB, Gurnett CA, Pierce B, et al. HOXD10 M319K mutation in a family with isolated congenital vertical talus. J Orthop Res. 2006 Mar; 24(3): 448-53. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  8. Jeanty P, Romero R, d'Alton M, et al. In utero sonographic detection of hand and foot deformities. J Ultrasound Med. 1985 Nov;4(11):595-601. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google scholar
  9. Ryu JK, Cho JY, Choi JS. Prenatal sonographic diagnosis of focal musculoskeletal anomalies. Korean J Radiol. 2003 Oct-Dec; 4(4): 243-51. PubMed | Full Text PMC | Full Text KJR | Google Scholar
  10. Isaksen CV, Eik-Nes SH, Blaas HG, et al. A correlative study of prenatal ultrasound and post-mortem findings in fetuses and infants with an abnormal karyotype. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Jul; 16(1): 37-45. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  11. Yeo L, Guzman ER, Day-Salvatore D, et al. Prenatal detection of fetal trisomy 18 through abnormal sonographic features. J Ultrasound Med. 2003 Jun; 22(6): 581-90. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  12. Hsiao CC, Tsao LY, Chen HN, et al. Changing clinical presentations and survival pattern in trisomy 18. Pediatr Neonatol. 2009 Aug; 50(4): 147-51. PubMed | Full Text Pediatrics and Neonatology | ScienceDirect | PDF | Google Scholar
  13. Rubio EI, Mehta N, Blask AR, et al. Prenatal congenital vertical talus (rocker bottom foot): a marker for multisystem anomalies. Pediatr Radiol. 2017 Dec; 47(13): 1793-1799. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  14. Oetgen ME, Kelly SM, Sellier LS, et al. Prenatal diagnosis of musculoskeletal conditions. J Am Acad Orthop Surg. 2015 Apr; 23(4): 213-21. PubMed | Full Text AAOS | Google Scholar
  15. Edwards L, Hui L. First and second trimester screening for fetal structural anomalies. Semin Fetal Neonatal Med. 2018 Apr; 23(2): 102-111. PubMed | Full Text Fetal & Neonatal Medicine | Google Scholar
  16. Miller M, Dobbs MB. Congenital Vertical Talus: Etiology and Management. J Am Acad Orthop Surg. 2015 Oct; 23 (10): 604-11. PubMed | Full Text AAOS | Google Scholar
  17. McKie J, Radomisli T. Congenital vertical talus: a review. Clin Podiatr Med Surg. 2010 Jan; 27(1): 145-56. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  18. Zorer G, Bagatur AE, Dogan A. Single stage surgical correction of congenital vertical talus by complete subtalar release and peritalar reduction by using the Cincinnati incision. J Pediatr Orthop B. 2002; 11(1): 60–67. PubMed | Full Text Wolters Kluwer | Google Scholar
  19. Dobbs MB, Purcell DB, Nunley R, et al. Early results of a new method of treatment for idiopathic congenital vertical talus. J Bone Joint Surg Am. 2006 Jun; 88(6): 1192-200. PubMed | Full Text JBJS | Google Scholar
  20. Dobbs MB, Purcell DB, Nunley R, et al. Early results of a new method of treatment for idiopathic congenital vertical talus. Surgical technique. J Bone Joint Surg Am. 2007 Mar; 89 Suppl 2 Pt. 1: 111-21. PubMed | Full Text JBJSGoogle Scholar
  21. Arbab D, Rath B, Quack V, et al. Vertical talus: current diagnostic and therapy options. Orthopade. 2013 Jun; 42(6): 402-8. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  22. Yang JS, Dobbs MB. Treatment of Congenital Vertical Talus: Comparison of Minimally Invasive and Extensive Soft-Tissue Release Procedures at Minimum Five-Year Follow-up. J Bone Joint Surg Am. 2015 Aug 19; 97(16): 1354-65. PubMed | Full Text JBJSGoogle Scholar
  23. Chan Y, Selvaratnam V, Garg N. A comparison of the Dobbs method for correction of idiopathic and teratological congenital vertical talus. J Child Orthop. 2016 Apr; 10(2): 93-9. PubMed | Full Text PMC | Full Text Children's | PDF | Google Scholar
Απριλίου 18, 2019

Ορολογία

Εξωχοριονικός (extrachorial) είναι o γενικότερος όρος που χρησιμοποιείται ευρύτερα για να περιγράψει τον κρασπεδωτό (circumvallate) και τον περιχαρακωμένο (circummarginate) πλακούντα.

Περιγραφή και ορισμός

Εξωχοριονικός καλείται ο πλακούντας που παραμένει ακάλυπτος από χοριακή πλάκα στην εμβρυϊκή του επιφάνεια και περιβάλλεται από έναν παχύ δακτύλιο: λευκής απόχρωσης, με δίπτυχο αμνιοχόριο, ινώδες και εκφυλισμένο φθαρτό. Αποτελεί μία παραλλαγή του φυσιολογικού πλακούντα στην οποία η χοριακή πλάκα είναι μικρότερη από τη βασική πλάκα της μητρικής επιφάνειας, οι υμένες εισέρχονται μακριά από τα όρια του πλακούντα προς τον ομφάλιο λώρο, με αποτέλεσμα το αμνιοχόριο να αναδιπλώνεται προς το κέντρο του πλακούντα και να δημιουργεί ένα παχύ χείλος.

Μακροσκοπικά, η χοριακή πλάκα και τα συναφή της αγγεία φαίνεται να σταματούν απότομα, πολύ κοντά, στην άκρη του πλακούντα σχηματίζοντας έναν εξωτερικό δακτύλιο. Από αυτήν την απότομη γραμμή μετάβασης, μόνο το άμνιο και η χοριακή μεμβράνη, χωρίς τα εμβρυϊκά αγγεία, καλύπτουν τον εξωτερικό δακτύλιο. Περιφερικά του δακτυλίου, προεξέχει γυμνός πλακουντιακός ιστός ο οποίος εκτίθεται στο αμνιακό υγρό.

Ταξινόμηση

Στον κρασπεδωτό (circumvallate) τύπο πλακούντα, υπάρχει πλήρης περιφερικός δακτύλιος που περιορίζει την συνολική επιφάνεια του χορίου. Το ινώδες που υπάρχει μεταξύ του αμνιοχορίου προκαλεί πτύχωση των υμένων, η οποία είναι χαρακτηριστική στον κρασπεδωτό πλακούντα. Το άμνιο μπορεί να ακολουθήσει το χόριο σε πτύχωση, ή συνηθέστερα, καλύπτει την πτύχωση χωρίς να προκαλεί περίπτυξη. Στον περιχαρακωμένο (circummarginate) πλακούντα δεν παρατηρείται πτύχωση των υμένων. Στην πράξη, αυτές οι δύο μορφές δεν διαχωρίζονται πλήρως και σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει ένα μείγμα κοινών χαρακτηριστικών.

Επιδημιολογικά στοιχεία

Η επίπτωση των κρασπεδωτών πλακούντων είναι μικρότερη από 1%. 1 Υψηλότερα ποσοστά αναφέρθηκαν σε άλλη μελέτη. Σύμφωνα με αυτήν την μελέτη, η συχνότητα των κρασπεδωτών και των περιχαρακωμένων πλακούντων ήταν 1-6,5% και 25%, αντίστοιχα. 2

Υπερηχογραφική διάγνωση

Ο εξωχοριονικός πλακούντας δεν έχει σαφή υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά, πλην της απεικόνισης ενός ανώμαλου ή υπερυψωμένου πλακουντιακού άκρου που θέτει την υποψία της διάγνωσης. Πάχος πλακούντα > από 3cm, στις 18-21wks της κύησης, συνδέθηκε με κρασπεδωτό πλακούντα στο 19,4% των περιπτώσεων. 4 Η εντόπιση μικρών λωρίδων ιστού προσκολλημένων στα άκρα του πλακούντα οι οποίοι προβάλλουν εντός του αμνιακού υγρού μπορεί να θέσει την διάγνωση στις περιπτώσεις ενός κρασπεδωτού πλακούντα. 5 Ωστόσο, η ακρίβεια της υπερηχογραφικής διάγνωσης του κρασπεδωτού πλακούντα παραμένει περιορισμένη. 6

Διαφορική διάγνωση

Ο εξωχοριονικός πλακούντας θα πρέπει να διαφοροδιαγνωστεί από τα αμνιακά φύλλα. Κατά το στεφανιαίο επίπεδο σάρωσης του πλακούντα με το υπερηχογράφημα, τα αμνιακά φύλα απεικονίζονται ως λεπτός-ινώδης ιστός, "δίκην εταζέρας," που ενώνει τα περιφερικά άκρα του πλακούντα και προβάλλει στο αμνιακό υγρό. Ο εξωχοριονικός πλακούντας στερείται ινώδους σύνδεσης και απλά απεικονίζεται ως ένα ανώμαλο ή υπερυψωμένο χείλος ιστού σε κάθε άκρο του πλακούντα χωρίς να προσκολλάται στο τοίχωμα της μήτρας σε οποιοδήποτε σημείο, όπως τα αμνιακά φύλα. 5

Πρόγνωση

Η κλινική σημασία ενός περιχαρακωμένου πλακούντα, αμφισβητείται. 7 Ο κρασπεδωτός πλακούντας (ανυψωμένο χείλος της περιφέρειας > από 50%), μπορεί να οδηγεί στην ελάττωση της αιματικής ροής στο έμβρυο με αποτέλεσμα η κύηση να επιπλέκεται με ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης 8 ή να συνδέεται με υψηλότερη συχνότητα περιγεννητικών επιπλοκών όπως αποκόλληση πλακούντα 9 και ολιγοϋδράμνιο. 10 Σε άλλες μελέτες, ο κρασπεδωτός πλακούντας συσχετίστηκε με υψηλότερα ποσοστά πρόωρου τοκετού (64,1%), αποκόλλησης πλακούντα (10,9%), επείγουσας καισαρικής τομής (45,6%), μικρά σε βάρος για την ηλικία κύησης έμβρυα (36,9%), νεογνικό θάνατο (8,9%), είσοδο στην μονάδα εντατικής θεραπείας των νεογνών (55,4%) και χρόνιας πνευμονοπάθειας (33,9%)., 11 Άλλοι ερευνητές, αναφέρουν αιμορραγία κατά τον τοκετό. 12

  1. Paalman RJ, Vander Veer CG, Mich GR. Circumvallate placenta. Am J Obstet Gynecol. 1953 Mar;65(3):491-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  2. Wentworth P. Circumvallate and circummarginate placentas. Their incidence and clinical significance. Am J Obstet Gynecol. 1968 Sep 1;102(1):44-7. PubMed | Full Text Link AJOG | Google Scholar
  3. Bey M, Dott A, Miller JM Jr. The sonographic diagnosis of circumvallate placenta. Obstet Gynecol. 1991 Sep;78(3 Pt 2):515-7. PubMed | Google Scholar
  4. Suzuki S. Antenatal screening for circumvallate placenta. J Med Ultrason (2001). 2008 Jun;35(2):71-3. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  5. Sistrom CL, Ferguson JE. Abnormal membranes in obstetrical ultrasound: incidence and significance of amniotic sheets and circumvallate placenta. Ultrasound Obstet Gynecol. 1993 Jul 1;3(4):249-55. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  6. Harris RD, Wells WA, Black WC, et al. Accuracy of prenatal sonography for detecting circumvallate placenta. AJR Am J Roetgenol. 1997 Jun;168(6):1603-8. PubMed | Full Text AJR | Google Scholar
  7. Fox H, Sen DK. Placenta extrachoriali: A Clinico-Pathological Study. J Obstet Gynaecol Br Commonw. 1972 Jan;79(1):32-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  8. Rolschau J. Circumvallate placenta and intrauterine growth retardation. Acta Obstet Gynecol Scand Suppl. 1978;72:11-4. PubMed | Google Scholar
  9. Suzuki S. Clinical significance of pregnancies with circumvallate placenta. J Obstet Gynaecol Res. 2008 Feb;34(1):51-4. PubMed | Wiley Online Library
  10. Keski-Nisula L, Heiskanen P, Heinonen S. Extra-membranous pregnancy, prolonged ruptured membranes and circumvallate placenta. Acta Obstet Gynecol Scand. 2011 Oct;90(10):1170-1. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  11. Taniguchi H, Aoki S, Sakamaki K,et al. Circumvallate placenta: associated clinical manifestations and complications-a retrospective study. Obstet Gynecol Int. . 2014;2014:986230. PubMed | Full Text PMC | Windawi | Google Scholar
  12. Benson RC, Fujikura T. Circumvallate and circummarginate placenta. Unimportant clinical entities. Obstet Gynecol. 1969 Dec;34(6):799-804.PubMed | Google Scholar
Απριλίου 18, 2019

Περιγραφή και ορισμός

Μη φυσιολογική συσσώρευση αίματος σε διάφορα σημεία του πλακούντα μπορεί να συμβεί εξαιτίας της διαταραχής στην αιματική κυκλοφορία της μητέρας ή του εμβρύου. Όμως, πιο συχνά παρατηρούνται διαταραχές στην αιματική ροή της μητέρας. Σε γενικές γραμμές, αυτές οι διαταραχές μπορούν να ομαδοποιηθούν σε: α) συλλογές ινώδους στον περιλάχνιο χώρο (εναπόθεση ινώδους κάτω από το χόριο ή πέριξ των λαχνών), β) έμφρακτα πλακούντα, τα οποία προκαλούνται λόγω απόφραξης των σπειροειδών αρτηριών γ) ενδολάχνιοι θρόμβοι, που δημιουργούνται από βλαβερά διαλύματα που επιτρέπουν την ανάμιξη μητρικού και εμβρυϊκού αίματος εντός του περιλάχνιου χώρου και δ) αιματώματα. Παρά την καλή ιστολογική διαφοροποίηση αυτών των οντοτήτων, οι υπερηχογραφικές τους εμφανίσεις και οι περιγραφές, είναι περισσότερο γενικές. Σε κάποιες περιπτώσεις, η τοπογραφία τους μπορεί να αναδείξει καλύτερα την προέλευση τους. Ωστόσο, η ανάλυση DNA έδειξε ότι το 85% του αίματος στο θρόμβο είναι μητρικής προέλευσης. 1 Πολλές από αυτές τις συλλογές, υπερηχογραφικά εμφανίζονται ως περιοχές διαφορετικού μεγέθους και μεταβλητής ηχογένειας οι οποίες ποικίλουν από εντελώς άνηχες έως περιοχές χαμηλής ηχογένειας χωρίς αγγειακή ροή στο έγχρωμο Doppler.

Διαυγάσεις πλακούντα

Οι υπερηχο-διαυγάσεις του πλακούντα συχνά αντιπροσωπεύουν θέσεις εναπόθεσης ινώδους ή ενδολάχνιο θρόμβο και λιγότερο συχνά ένα εγκατεστημένο αιμάτωμα. Συνήθως, τα αιματώματα είναι υπερηχογενή, χαμηλής ηχογένειας και υποηχογενή ή άνηχα στην οξεία, υποξεία και χρόνια φάση, αντίστοιχα. Ενίοτε, οι διαυγάσεις του πλακούντα μπορεί θεωρηθούν κύστες του φθαρτοποιημένου ενδομητρίου δηλ., εκφυλισμένες περιοχές του φθαρτού υμένα της μήτρας που διογκώνονται από το βασικό πέταλο.

Πλακουντιακές λίμνες

Τα πλακούντια κενά ή λίμνες έχουν αρχικά παρόμοια ηχοδομή με τις διαυγάσεις του πλακούντα στην 2D απεικόνιση, ενώ εμφανίζουν εσωτερική ροή αίματος στο έγχρωμο Doppler υπερηχογράφημα. 2 Τα πλακούντια κενά ή λίμνες εμφανίζονται ως ομοιογενείς, ανηχοικές περιοχές στον περιλάχνιο αγγειακό χώρο οι οποίες όμως, περιβάλλονται από φυσιολογικό πλακουντιακό παρέγχυμα. Μπορούν να παρατηρηθούν σε οποιοδήποτε σημείο εμφύτευσης του πλακούντα στο σώμα της μήτρας. Ωστόσο, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία όταν ανευρίσκονται σε προδρομικό πλακούντα (vasa previa), καθώς μπορεί να αντιπροσωπεύουν διεισδυτικό (accreta) πλακούντα. Από τους υπόλοιπους ιστολογικούς τύπους αγγειακής διαταραχής, τα περισσότερα έμφρακτα πλακούντα είναι αρχικά υποηχογενή και είναι δύσκολο να απεικονιστούν υπερηχογραφικά. Με την πάροδο του χρόνου, οι προσβεβλημένες περιοχές μπορεί να ασβεστοποιηθούν, διευκολύνοντας την υπερηχογραφική ανίχνευση Τα έμφρακτα στην μητρική επιφάνεια του πλακούντα υπονοούν την παρουσία πυκνής ινώδους στιβάδας εντός της βασικής πλάκας του πλακούντα που ονομάζονται εσφαλμένα έμφρακτα. Αυτές οι βλάβες δεν απεικονίζονται αξιόπιστα αλλά μπορεί να οδηγήσουν σε παχύτερη βασική στιβάδα και ετερογένεια στην ηχοδομή του πλακούντα. Η μαζική εναπόθεση ινώδους, η υποχοριονική και ενδολάχνια θρόμβωση σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να δημιουργήσουν έναν πλακούντα που μοιάζει με ζελέ. Αυτοί οι πλακούντες στο υπερηχογράφημα φαίνονται παχύτεροι, έχουν ανομοιογενή υπερηχογένεια και ανώμαλη ηχοδομή που δίνει την εντύπωση ότι ο πλακούντας ταλαντώνεται κατά την ώση του κοιλιακού τοιχώματος με τον ηχοβολέα. 3 Ο ακριβής συσχετισμός μεταξύ της υπερηχογραφικής εμφάνισης και της τελικής ιστολογικής διάγνωσης είναι ανακριβής. Επίσης, η μεταβλητότητα στην ορολογία και τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται κάθε φορά από τους υπερηχογραφιστές και τους ανατομο-παθολόγους αυξάνει την σύγχυση μεταξύ των μελετών. Σε γενικές γραμμές, οι μικρές πλακουντιακές διαυγάσεις και οι "πλακουντιακές λίμνες" είναι ασήμαντες κλινικά, ενώ μεγαλύτερες ή πολυάριθμες βλάβες συνδέονται με υπολειπόμενη εμβρυική ανάπτυξη. 4

Ασβεστοποίηση πλακούντα

Ασβεστοποίηση του πλακούντα συμβαίνει όταν άλατα ασβεστίου εναποτίθενται σε ολόκληρη την επιφάνεια του πλακούντα, εντοπίζονται πιο συχνά στη βασική πλάκα αλλά μπορεί να βρεθούν και στο παρέγχυμα ως εναποθέσεις ινικής ή έμφρακτα. Τα άλατα ασβεστίου συσσωρεύονται στον πλακούντα φυσιολογικά με την πρόοδο της κύησης, την αύξηση των επιπέδων του ασβεστίου στον ορό της μητέρας και το κάπνισμα. 5 Στο υπερηχογράφημα εμφανίζονται ως ισχυρές αντανακλάσεις στο παρέγχυμα με έντονη ακουστική σκιά, πίσω από αυτές. Το 1979, ο Grannum και οι συνεργάτες του δημιούργησαν μια κλίμακα βαθμολόγησης του πλακούντα από 0-III που αντικατοπτρίζει την αύξηση της ασβεστοποίησης με την αύξηση της βαθμολογίας. 6  Στο πρώτο και δεύτερο τρίμηνο της κύησης, ο φυσιολογικός πλακούντας δεν έχει ηχογενείς εστίες (βαθμός 0). Το χόριο είναι λείο και το παρέγχυμα του πλακούντα τελείως ομοιογενές. Ο πλακούντας βαθμού Ι εμφανίζει χόριο με ελαφρούς κυματισμούς, στο παρέγχυμα του πλακούντα ανιχνεύονται διάσπαρτες οριζόντιες ηχογενείς περιοχές μήκους 1-4mm, ο επιμήκης άξονάς τους είναι παράλληλος με τον επιμήκη άξονα του πλακούντα και η βασική στοιβάδα στερείται αντανακλάσεων. Οι πλακούντες βαθμού II, έχουν χόριο με εγκοπές στην επιφάνειά τους, ενίοτε, οι προεκτάσεις των εγκοπών που εμφανίζονται ως κόμματα, επεκτείνονται σε όλα τα βάθη από το χόριο προς το παρέγχυμα του πλακούντα, χωρίς να φτάνουν την βασική στιβάδα. Στο παρέγχυμα διατηρούνται οι τυχαία κατανεμημένες ηχογενείς περιοχές, αλλά γίνονται πιο έντονες. Η βασική στιβάδα χαρακτηρίζεται από γραμμοειδείς ηχογενείς περιοχές με τον επιμήκη άξονά τους παράλληλο με τον επιμήκη άξονα του πλακούντα. Στους πλακούντες βαθμού III, το χόριο έχει πολλές εγκοπές, η προέκταση των εγκοπών φθάνει μέχρι την βασική στοιβάδα χωρίζοντας τον πλακούντα σε διαμερίσματα, τους κοτυληδόνες. Οι αντανακλάσεις στην βασική στιβάδα που εμφανίζονται στον βαθμό ΙΙ παραμένουν και στον βαθμό ΙΙΙ, με εντονότερη ακουστική σκιά πίσω τους.

Η βαθμολογία του πλακούντα στο υπερηχογράφημα

Ωριμότητα πλακούντα Χόριο Παρέγχυμα Βασική στιβάδα
Βαθμός 0 Λείο Ομοιογενές Χωρίς αντανακλάσεις
Βαθμός Ι Εμφανίζει ελαφρούς κυματισμούς Διάσπαρτες ηχογενείς περιοχές μήκους 1-4mm
Βαθμός ΙΙ Εγκοπές στην επιφάνεια του χορίου. Μπορεί να υπάρχουν προεκτάσεις των εγκοπών (ως κόμματα), από το χόριο προς το παρέγχυμα του πλακούντα, αλλά δεν επεκτείνονται σε όλη την απόσταση μέχρι την βασική στιβάδα Διάσπαρτες ηχογενείς περιοχές αλλά πιο έντονες Γραμμοειδείς ηχογενείς περιοχές με τον επιμήκη άξονά τους παράλληλο με τον επιμήκη άξονα του πλακούντα
Βαθμός ΙΙΙ Το χόριο έχει πολλές εγκοπές, η προέκταση των εγκοπών φθάνει μέχρι την βασική στοιβάδα χωρίζοντας τον πλακούντα σε διαμερίσματα, τους κοτυληδόνες* Το παρέγχυμα μπορεί να εμφανίζει περιοχές χωρίς αντανακλάσεις που παριστάνουν τις κεντρικές περιοχές των κοτυληδόνων χωρίς λάχνες Οι αντανακλάσεις στην βασική στιβάδα που εμφανίζονται στον βαθμό ΙΙ παραμένουν και στον βαθμό ΙΙΙ, με εντονότερη ακουστική σκιά πίσω τους
*Τουλάχιστον δύο πλήρη διαφράγματα πρέπει να υπάρχουν για να βαθμολογήσουμε ως ΙΙΙ, Τροποποιημένος πίνακας από Grannum PA, et al 6

 

Αυτά τα κριτήρια, εμφανίζουν ασυμφωνίες βαθμολόγησης μεταξύ των εξεταστών καθιστώντας την βαθμολόγηση Grannum μη αναπαραγώγιμη. Εξάλλου, τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν περιορισμένη ικανότητα πρόβλεψης ενός περιγεννητικού αποτελέσματος σε πληθυσμούς χαμηλού κινδύνου. 7 - 9 Ωστόσο, ορισμένοι ερευνητές τονίζουν ότι η ασβεστοποίηση του πλακούντα νωρίς κατά την κύηση σχετίζεται με φτωχή μητροπλακουντιακή ροή αίματος, αποκόλληση πλακούντα και ανεπιθύμητα νεογνικά συμβάματα, συμπεριλαμβανομένου του χαμηλού βάρους γέννησης. 10 - 14 Στο παρελθόν, αρκετοί ερευνητές μελέτησαν τη σχέση μεταξύ της βαθμολογίας του πλακούντα και της ωριμότητας των εμβρυϊκών πνευμόνων. Στατιστικά, υπάρχει μια σημαντική συσχέτιση μεταξύ της βαθμολογίας του πλακούντα, της ηλικίας κύησης και της ωριμότητας των εμβρυϊκών πνευμόνων. 15 Η σημασία της αναλογίας λεκιθίνης-σφιγγομυελίνης (L/S) ως καθοριστικού παράγοντα ωριμότητας του εμβρυϊκού πνεύμονα είναι καλά τεκμηριωμένη. 16 Σε ασθενείς με φυσιολογική εγκυμοσύνη στις 4 τελευταίες εβδομάδες της κύησης, ο βαθμός Ι συνοδεύεται με 68% θετική αναλογία L/S, ο βαθμός ΙΙ με 88% και ο βαθμός ΙΙΙ με 100%. 6 Οι πλακούντες βαθμού ΙΙΙ σε όλο σύνολο των περιπτώσεων που μελετήθηκαν συσχετίστηκαν με απουσία συνδρόμου αναπνευστικής δυσχέρειας των νεογνών. 17 - 19

Αιμάτωμα πλακούντα

Η διάγνωση ενός υποχοριακού ή οπισθοπλακουντιακού αιματώματος βασίζεται στον εντοπισμό μιας άνηχης συλλογής υγρού ή μιας υποηχογενούς περιοχής πίσω ή δίπλα από τον σάκο κύησης κατά το πρώτο τρίμηνο ή παρόμοια, συλλογή υγρού πίσω από τον πλακούντα και τους υμένες, στο δεύτερο τρίμηνο. Τα αιματώματα επίσης, μπορεί να εμφανιστούν στο παρέγχυμα του πλακούντα ή να είναι προ-πλακουντιακά. Συχνά, αναγνωρίζονται υπερηχογραφικά κατά το πρώτο τρίμηνο, ιδίως σε περιβάλλον κολπικής αιμορραγίας. 20 Καταρχήν, ένα οπισθοπλακουντιακό αιμάτωμα, συνήθως είναι ισοηχογενές ή ελαφρώς πιο υπερηχογενές συγκριτικά με τον πλακούντα - επομένως αρχικά μπορεί να φαίνεται ότι ο πλακούντας είναι παχύς ή ανομοιογενής. Γενικά, η ηχοδομή της αιμορραγίας εξαρτάται από το χρόνο εκτέλεσης του υπερηχογραφήματος σε σχέση με την ανίχνευση των ευρημάτων. Η οξεία αιμορραγία είναι πιο ηχογενής ή ίσης ηχογένειας συγκριτικά με τον πλακούντα, ενώ κατά την αποδρομή τους τα αιματώματα-1 έως 2 εβδομάδες μετά-είναι πιο υποηχογενή από τον πλακούντα. 21 Ο επιπολασμός του πλακουντιακού αιματώματος είναι περίπου 1,7-3% κατά το πρώτο και δεύτερο τρίμηνο. 22 , 23 Αντιφατικά ήταν τα ευρήματα μιας μελέτης ανασκόπησης της βιβλιογραφίας η οποία αναφέρει επιπολασμό 4-48%. 24 Η αιτιολογία ενός μεγάλου υποχοριακού αιματώματος είναι ασαφής στο σύνολό της. Κάποιες μελέτες ενοχοποιούν την μητρική θρομβοφιλία ιδίως α) τις μεταλλάξεις στο γονίδιο τετραϋδροφολικό-μεθυλένιο της αναγωγάσης (C677T) ή την ανεπάρκεια της πρωτεΐνης S, 25 β) την θρομβοπροφύλαξη 26 και γ) την θρομβολυτική θεραπεία. 27 , 28 Όμως, ασφαλή συμπεράσματα δεν μπορούν να εξαχθούν από αυτές τις μελέτες καθώς περιλαμβάνουν μικρό αριθμό περιστατικών. Η κλινική συμπτωματολογία ενός επίμονου υποχοριακού αιματώματος συμπεριλαμβάνει την κολπική αιμορραγία ή/και τις συσπάσεις της μήτρας μέχρι τον τοκετό με κορύφωση των συμπτωμάτων στις 9-11 και 30-31wks της κύησης. 29

Στο πρώτο τρίμηνο, το αιμάτωμα του πλακούντα συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο ανεπιθύμητης έκβασης (αποβολή 14,3%, ενδομήτρια υπολειπόμενη ανάπτυξη 7,7%, πρόωρος τοκετός 6,6%), ανεξάρτητα από το μέγεθος του αιματώματος και από την παρουσία ή όχι κολπικής αιμορραγίας. 30 Στο δεύτερο τρίμηνο, το πλακουντιακό αιμάτωμα συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο αποκόλλησης πλακούντα ανεξάρτητα από την παρουσία ή όχι αιμορραγίας και πρόωρο τοκετό. 31 Σε μια μετα-ανάλυση από ένα σύνολο 7 μελετών με πλακουντιακό αιμάτωμα η θνησιγένεια ήταν, 0,9-1,9%. 32 Το τεράστιο θρομβο-αιμάτωμα σχετίζεται με εμβρυϊκή θνησιγένεια σε ποσοστό 20%. 33

Κλινική σημασία των διαφόρων τύπων αιματώματος του πλακούντα

Τύπος αιματώματος Παθολογικό εύρημα* Υπερηχογραφικό εύρημα Κλινική σημασία
Τεράστιο υποχοριακό
θρομβο-αιμάτωμα
(MST)
Ένα αιμάτωμα τοποθετημένο κάτω από την χοριακή πλάκα του (που διατρέχεται από τα εμβρυϊκά αιμοφόρα αγγεία) η οποία διαχωρίζεται από τον περιλάχνιο χώρο (που διατρέχεται από τα αιμοφόρα αγγεία του πλακούντα). Πρέπει να έχει πάχος μεγαλύτερο από 1cm. Ετερογενής, ομοιογενής ή υποηχογενής μάζα που μπορεί να διαφοροποιηθεί από τον φυσιολογικό πλακούντα Υψηλός κίνδυνος ενδομήτριου θανάτου και ενδομήτριας υπολειπόμενης ανάπτυξης
Προπλακουντιακό Αιμάτωμα τοποθετημένο μεταξύ αμνίου και χοριακής πλάκας Μια μεμονωμένη μάζα που καλύπτεται από μια λεπτή μεμβράνη και προεξέχει από την εμβρυϊκή πλάκα με μίσχο Μπορεί να σχετίζεται με μικρό σε βάρος για την ηλικία του έμβρυο
Οπισθοπλακουντιακό Ένα αιμάτωμα μεταξύ βασικής πλάκας και μητρικού τοιχώματος που διαχωρίζει την περιοχή του πλακούντα από το τοίχωμα της μήτρας Πάχυνση πλακούντα και περιστασιακά οπισθοπλακουντικός θρόμβος, δηλαδή υποηχογενής ή ετερογενής μάζα μεταξύ πλακούντα και μυομητρίου Εξαρτάται από το μέγεθος και τις σχετικές επιπλοκές, π.χ. προεκλαμψία
Παριφαίο Το ίδιο με το οπισθοπλακουντιακό αιμάτωμα αλλά με οριακή θέση, έτσι ώστε όχι μόνο να φτάνει κάτω από τη βασική πλάκα αλλά και να βρίσκεται κάτω από το άμνιο Υποηχογενής μάζα συνδεδεμένη με το περιφερική τμήμα του πλακούντα, χωρίς την εμφάνιση μίσχου Μπορεί να σχετίζεται με αιμορραγία προ τοκετού, πρόωρο τοκετό και αποβολή
*Περιγραφή ευρήματος κατόπιν κλινικής/ιστολογικής εξέτασης του πλακούντα, Τροποποιούμενος πίνακας από Fung TY et al 33

Πολλές φορές είναι δύσκολο να εκτιμηθεί επακριβώς το μέγεθος ενός υποχοριακού θρομβο-αιματώματος, επειδή αυτό μπορεί να μεταβληθεί με την πρόοδο της κύησης. Όγκος αιματώματος > από 60mL στο πρώτο τρίμηνο σχετίζεται με κακή εμβρυϊκή έκβαση όπως: αποβολή, θνησιγένεια και πρόωρο τοκετό σε ποσοστό 50% 34 Η κατάσταση μπορεί να περιπλεχθεί περαιτέρω από μια πιθανή αλλαγή στο μέγεθος του αιματώματος. Στο δεύτερο τρίμηνο το μέγεθος του αιματώματος μπορεί να αυξηθεί και κυρίως να μειωθεί ή να παραμείνει αμετάβλητο στο τρίτο τρίμηνο. Σποραδικές αναφορές στην βιβλιογραφία περιγράφουν την αυτόματη λύση ενός διαγνωσμένου θρομβο-αιματώματος. 35 Επιπλέον, η αλλαγή στο μέγεθος του αιματώματος δεν συνεπάγεται απαραίτητα καλή έκβαση καθώς υπάρχουν περιπτώσεις με μείωση του υποχοριακού θρομβο- αιματώματος και κατάληξη την ξαφνική θνησιγένεια. 36

Χοριοαγγείωμα

Τo χοριοαγγείωμα (chorangioma) είναι μία αγγειακή βλάβη της δευτερογενούς χοριακής λάχνης, αποτελεί την συχνότερη τριχοειδική μάζα του πλακούντα και έχει εκτιμώμενο επιπολασμό 0,2-0,6% κατά την κύηση 37 , 38 και 5,1% κατά την ιστολογική εξέταση του πλακούντα. 39 Συσχετίζεται με την προεκλαμψία και τον σακχαρώδη διαβήτη της εγκύου ασθενούς. 40 - 42 Υπερηχογραφικά, εμφανίζεται ως μια καλά περιγεγραμμένη, υποηχογενής στρογγυλή μάζα που εντοπίζεται στο παρέγχυμα του πλακούντα, συχνά στο σημείο εισόδου του ομφαλίου λώρου κατά μήκος της εμβρυϊκής επιφάνειας και προβάλλει στην αμνιακή κοιλότητα. 43 Ενίοτε, εντός του χοριοαγγειώματος βρίσκονται εσωτερικά διαφράγματα ή αποτιτανώσεις. Τα περισσότερα χοριοαγγειώματα είναι μικρά και ασυμπτωματικά, χωρίς καμιά κλινική σημασία, στο 55% των περιπτώσεων είναι υποχοριακά και συνήθως δεν ανιχνεύονται ούτε υπερηχογραφικά ούτε μακροσκοπικά. Σε κάποιες περιπτώσεις, βρίσκονται αυξημένα επίπεδα της μητρικής AFP στον ορό του αίματος (MSAFP). 44 , 45

Τα μεγάλα χοριοαγγειώματα, ειδικά αυτά με μέγεθος πάνω από 4-5cm είναι σπάνια, έχουν επιπολασμό 1/3.500-1/9.000 46 και στο 50% όλων των περιπτώσεων θα καταλήξουν σε επιπλοκές στην μητέρα και το έμβρυο όπως: πολυϋδράμνιο, αιμορραγία, πρόωρο τοκετό, υπολειπόμενη ενδομήτρια ανάπτυξη, εμβρυϊκή αναιμία, μη άνοσο ύδρωπα και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. 47 - 52 Το χοριοαγγείωμα, φυσιολογικά τροφοδοτείται με αίμα κυρίως από την εμβρυϊκή κυκλοφορία και συνεπώς, το μέγεθος του χοριοαγγειώματος συσχετίζεται με τον όγκο του εμβρυϊκού αίματος που απομακρύνεται από την εμβρυϊκή κυκλοφορία και ως εκ τούτου είναι προγνωστικό για την έκβαση της κατάστασης του εμβρύου. Τα μικρά χοριαγγιώματα είναι συνήθως ασυμπτωματικά. Τα μεγάλα χοριοαγγειώματα, μπορεί να σχετίζονται με σημαντική αρτηριοφλεβική επικοινωνία με αποτέλεσμα καρδιακή ανεπάρκεια και εμβρυϊκό ύδρωπα. 53 Η συνάθροιση των αιμοπεταλίων και η καταστροφή των ερυθροκυττάρων εντός του χοριοαγγειώματος μπορούν επίσης να προκαλέσουν εμβρυϊκή αναιμία και θρομβοπενία. Επίσης, μπορεί να αναπτυχθεί εξεσημασμένο πολυϋδράμνιο λόγω της διίδρωσης των αγγείων του χοριοαγγειώματος κατά μήκος της χοριακής επιφάνειας, αυξημένη παραγωγή ούρων (πολυουρία) και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (αυξημένος όγκος κυκλοφορούντος αίματος). 54 , 55 Λόγω αυτών των κινδύνων, κάποιοι ερευνητές προτείνουν τεχνικές διαθερμοπηξίας ή εκτομής των τροφοφόρων αγγείων με λέιζερ υπό εμβρυοσκοπικό έλεγχο, 56 - 58 εμβολισμό ή καταστροφή των τροφοφόρων αγγείων του χοριοαγγειώματος δια λεπτής βελόνης 21-22G. 59 - 61 Η θεραπευτική παρέμβαση έχει καλύτερα αποτελέσματα όταν το χοριοαγγείωμα βρίσκεται μακριά από τη θέση εισόδου του ομφάλιου λώρου και δεν δέχεται απευθείας αίμα από την ομφαλική αρτηρία αλλά από δευτερεύοντες κλάδους της. 62 Όλες οι περιπτώσεις χοριοαγγειώματος εμφανίζουν σημαντική εσωτερική αγγείωση ή μεγάλο τροφοφόρο αγγείο, 63 οπότε μπορούν να ανιχνευτούν με αρτηριακές ή φλεβικές φασματικές κυματομορφές Doppler.64 Η μαιευτική αντιμετώπιση, συνιστά την τακτική παρακολούθηση με επαναληπτικά υπερηχογραφήματα για την αξιολόγηση της πιθανής ταχείας ανάπτυξης του όγκου, η οποία έχει αναφερθεί ότι σχετίζεται με ταχεία υποξεία και υποτονία του εμβρύου. Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει το υποχοριακό αιμάτωμα, την μερική υδατιδώδη μύλη, το τεράτωμα, τον μεταστατικό όγκο και το ινομύωμα. Η αυξημένη ροή αίματος μπορεί να είναι ορατή με την έγχρωμη υπερηχογραφία Doppler και μπορεί να συμβάλει στη διάκριση του χοριοαγγειώματος από άλλες μάζες του πλακούντα.65

Η διαφορική διάγνωση του χοριοαγγειώματος πρέπει να γίνεται από τις στερεές μάζες της εμβρυϊκής επιφάνειας του πλακούντα που προβάλουν στο αμνιακό υγρό (υποχοριακός θρόμβος ή υποχοριακό αιμάτωμα-περιστασιακά), οι οποίες μπορούν να αναγνωριστούν προγεννητικά με υπερηχογράφημα, αν και, πολλές φορές είναι δύσκολο. 66 Το υποχοριακό αιμάτωμα μπορεί να σχετίζεται με ενδομήτρια βραδύτητα ανάπτυξης και ενδομήτριο θάνατο. 67 - 70 Στο έγχρωμο Doppler υπερηχογράφημα η πλακουντιακή αιμορραγία στερείται αγγείωσης σε αντίθεση με το χοριοαγγείωμα στο οποίο καταγράφεται αγγείωση. 71 - 73

  1. Kim DT, Riddell DC, Welch JP, et al. Association between Breus' mole and partial hydatidiform mole: chance or can hydropic villi precipitate placental massive subchorionic thrombosis? Pediatr Pathol Mol Med. Sep-Oct 2002;21(5):451-9. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  2. Jauniaux E, Moscoso G, Campbell S, et al. Correlation of ultrasound and pathologic findings of placental anomalies in pregnancies with elevated maternal serum α-fetoprotein. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1990 Dec; 37(3): 219-30. PubMed | Google Scholar
  3. Jauniaux E, Ramsay B, Campbell S. Ultrasonographic investigation of placental morphologic characteristics and size during the second trimester of pregnancy. Am J Obstet Gynecol. 1994 Jan;170(1 Pt 1):130-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  4. Brown DL, DiSalvo DN, Frates MC, et al. Placental surface cysts detected on sonography: histologic and clinical correlation. J Ultrasound Med. 2002 Jun; 21(6): 641-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  5. Brown HL, Miller JM Jr, Khawli O, et al. Premature placental calcification in maternal cigarette smokers. Obstet Gynecol. 1988 Jun;71(6 Pt 1):914-7. PubMed | Google Scholar
  6. Grannum PA, Berkowitz RL, Hobbins JC. The ultrasonic changes in the maturing placenta and their relation to fetal pulmonic maturity. Am J Obstet Gynecol. 1979 Apr 15;133(8):915-22 PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  7. Hill LM, Breckle R, Ragozzino MW, et al. Grade 3 placentation: incidence and neonatal outcome. Obstet Gynecol. 1983 Jun;61(6):728-32. PubMed | Google Scholar
  8. Sau A, Seed P, Langford K. Intraobserver and interobserver variation in the sonographic grading of placental maturity. Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 Apr;23(4):374-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  9. Moran M, Ryan J, Higgins M, et al. Poor agreement between operators on grading of the placenta. J Obstet Gynaecol. 2011; 31 (1): 24-28. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  10. Patterson RM, Hayashi RH, Cavazos D. Ultrasonographically observed early placental maturation and perinatal outcome. Am J Obstet Gynecol. 1983 Dec 1;147(7):773-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  11. Proud JG, Grant AM. Third trimester placental grading by ultrasonography as a test of fetal wellbeing. BMJ. 1987 Jun 27;294(6588):1641-4. PubMed | Full Text PMC | Google Scholar
  12. McKenna D, Tharmaratnam S, Mahsud S, et al. Ultrasonic evidence of placental calcification at 36 weeks’ gestation: maternal and fetal outcomes. Acta Obstet Gynecol Scand. 2005 Jan;84(1):7-10. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  13. Chen KH, Chen LR, Lee YH. Exploring the relationship between preterm placental calcification and adverse maternal and fetal outcome. Ultrasound Obstet Gynecol. 2011 Mar;37(3):328-34. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  14. Chen KH, Chen LR, Lee YH. The role of preterm placental calcification in high-risk pregnancy as a predictor of poor uteroplacental blood flow and adverse pregnancy outcome. Ultrasound Med Biol. 2012 Jun;38(6):1011-8. PubMed | Full Text UMB | Google Scholar
  15. Ragozzino MW, Hill LM, Breckle R, et al. The relationship of placental grade by ultrasound to markers of fetal lung maturity. Radiology. 1983 Sep;148(3):805-7. PubMed | Radiology | Google Scholar
  16. Hamilton PR, Hauschild D, Broekhuizen FF, et al. Comparison of lecithin: sphingomyelin ratio, fluorescence polarization, and phosphatidylglycerol in the amniotic fluid in the prediction of respiratory distress syndrome. Obstet Gynecol. 1984 Jan;63(1):52-6. PubMed | Google Scholar
  17. Kazzi GM, Gross TL, Rosen MG, et al. The relationship of placental grade, fetal lung maturity, and neonatal outcome in normal and complicated pregnancies. Am J Obstet Gynecol. 1984 Jan 1;148(1):54-8. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  18. Shah YG, Graham D. Relationship of placental grade to fetal pulmonary maturity and respiratory distress syndrome. Am J Perinatol. 1986 Jan;3(1):53-5. PubMed | Thieme | Google Scholar
  19. Jana N, Dhall K, Majumdar S, et al. The relationship of sonographic placental grading, biochemical pulmonary maturity and neonatal outcome in pregnancy-induced hypertension. J Indian Med Assoc. 1995 Jul;93(7):262-5. PubMed | Google Scholar
  20. Ben-Haroush A, Yogev Y, Mashiach R, et al. Pregnancy outcome of threatened abortion with subchorionic hematoma: possible benefit of bed-rest? Isr Med Assoc J. 2003 Jun;5(6):422-4. PubMed | Full Text IMAJ | Google Scholar
  21. Nyberg DA, Cyr DR, Mack LA, et al. Sonographic spectrum of placental abruption. AJR Am J Roentgenol. 1987 Jan;148(1):161-4. PubMed | Full Text AJR | Google Scholar
  22. Nagy S, Bush M, Stone J, et al. Clinical significance of subchorionic and retroplacental hematomas detected in the first trimester of pregnancy. Obstet Gynecol. 2003 Jul;102(1):94-100. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  23. Norman SM, Odibo AO, Macones GA, et al. Ultrasound-detected subchorionic hemorrhage and the obstetric implications. Obstet Gynecol. 2010 Aug;116(2 Pt 1):311-315. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  24. Pearlstone M, Baxi L. Subchorionic hematoma: a review. Obstet Gynecol Surv. 1993 Feb;48(2):65-8. PubMed | Google Scholar
  25. Heller DS, Rush D, Baergen RN. Subchorionic hematoma associated with thrombophilia: report of three cases. Pediatr Dev Pathol. May-Jun 2003;6(3):261-4. PubMed | SAGE Journals | Google Scholar
  26. Lee RH, Goodwin TM. Massive subchorionic hematoma associated with enoxaparin. Obstet Gynecol. 2006 Sep;108(3 Pt 2):787-9. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  27. Usta IM, Abdallah M, El-Hajj M, et al. Massive subchorionic hematomas following thrombolytic therapy in pregnancy. Obstet Gynecol. 2004 May;103(5 Pt 2):1079-82. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  28. Ho HC. Massive subchorionic hematoma. Arch Pathol Lab Med. 1983 Aug;107(8):438. PubMed | Google Scholar
  29. Seki H, Kuromaki K, Takeda S, et al. Persistent subchorionic hematoma with clinical symptoms until delivery. Int J Gynaecol Obstet. 1998 Nov;63(2):123-8. PubMed | Wiley Online library | Google Scholar
  30. Maso G, D'Ottavio G, De Seta F, et al. First-trimester intrauterine hematoma and outcome of pregnancy. Obstet Gynecol. 2005 Feb;105(2):339-44. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  31. Ball RH, Ade CM, Schoenborn JA, et al. The clinical significance of ultrasonographically detected subchorionic hemorrhages. Am J Obstet Gynecol. 1996 Mar;174(3):996-1002. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  32. Tuuli MG, Norman SM, Odibo AO, et al. Perinatal outcomes in women with subchorionic hematoma. Obstet Gynecol. 2011 May;117(5):1205-1212. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  33. Fung TY, To KF, Sahota DS, et al. Massive Subchorionic Thrombohematoma: A Series of 10 Cases. Acta Obstet Gynecol Scand. 2010 Oct; 89(10): 1357-61. PubMed | Wiley Online library | PDF | Google Scholar
  34. Sauerbrei EE, Pham DH. Placental abruption and subchorionic hemorrhage in the first half of pregnancy: US appearance and clinical outcome. Radiology. 1986 Jul;160(1):109-12. PubMed | Radiology | Google Scholar
  35. Guy GP, Baxi LV, Hurlet-Jensen A, et al. An unusual complication in a gravida with factor IX deficiency: case report with review of the literature. Obstet Gynecol. 1992 Sep;80(3 Pt 2):502-5. PubMed | Google Scholar
  36. Kojima K, Suzuki Y, Makino A, et al. A Case of Massive Subchorionic Thrombohematoma Diagnosed by Ultrasonography and Magnetic Resonance Imaging. Fetal Diagn Ther. Jan-Feb 2001; 16(1): 57-60. PubMed | Karger | Google Scholar
  37. Guschmann M, Henrich W, Entezami M, et al. Chorioangioma—new insights into a well-known problem. I. Results of a clinical and morphological study of 136 cases. J Perinat Med. 2003;31(2):163-9. PubMed | De Gruyter | Google Scholar
  38. Wou K, Chen MF, A Mallozzi, et al. Pregnancy outcomes and ultrasonographic diagnosis in patients with histologically-proven placental chorioangioma. Placenta. 2011 Sep;32(9):671-674. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  39. Ogino S, Redline RW. Villous capillary lesions of the placenta: distinctions between chorangioma, chorangiomatosis, and chorangiosis. Human Pathol. 2000 Aug;31(8):945-54. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  40. Evers IM, Nikkels PGJ, Sikkema JM, et al. Placental pathology in women with type 1 diabetes and in a control group with normal and large-for-gestational-age infants. Placenta. Sep-Oct 2003;24(8-9):819-25. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  41. Gupta R, Nigam S, Arora P, et al. Clinico-pathological profile of 12 cases of chorangiosis. Arch Gynecol Obstet. 2006 Apr;274(1):50-3. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  42. Amer HZ, Heller DS. Chorangioma and related vascular lesions of the placenta—a review. Fetal Pediatr Pathol. 2010;29(4):199-206. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  43. Zalel Y, B Weisz, R Gamzu, et al. Chorioangiomas of the placenta: sonographic and Doppler flow characteristics. J Ultrasound Med. 2002 Aug;21(8):909-13. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  44. Schnittger A, Liedgren S, Rådberg C, et al. Raised maternal serum and amniotic fluid alpha-fetoprotein levels associated with a placental haemangioma. Br J Obstet Gynaeco 1980 Sep;87(9):824-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  45. Khong TY, George K. Maternal serum alpha-fetoprotein levels in chorioangiomas. Am J Perinatol. 1994 May;11(3):245-8. PubMed | Thieme Connect | Google Scholar
  46. Benirschke K, Kaufman P. Pathology of the Human Placenta: Benign Tumors. Springer-Verlag: New York, NY. 1995; 709–718. SpringerLink | Google Scholar
  47. Eldar-Geva T, Hochner-Celnikier D, Ariel I, et al. Fetal high output cardiac failure and acute hydramnios caused by large placental chorioangioma. Case report. Br J Obstet Gynaecol. 1988 Nov; 95(11): 1200-3. PubMed | Obstetrics and Gynaecology | Google Scholar
  48. Hirata GI, Masaki DI, O'Toole M, et al. Color flow mapping and Doppler velocimetry in the diagnosis and management of a placental chorioangioma associated with nonimmune fetal hydrops. Obstet Gynecol. 1993 May; 81(5 (Pt 2)): 850-2. PubMed | Google Scholar
  49. D'Ercole C, Cravello L, Boubli L, et al. Large chorioangioma associated with hydrops fetalis: prenatal diagnosis and management. Fetal Diagn Ther. Sep-Oct 1996; 11(5): 357-60. PubMed | Karger | Google Scholar
  50. Zoppini C, Acaia B, Lucci G, et al. Varying clinical course of large placental chorioangiomas. Report of 3 cases. Fetal Diagn Ther. Jan-Feb 1997; 12(1): 61-4. PubMed | Karger | Google Scholar
  51. Sepulveda W, Alcalde JL, Schnapp C, et al. Perinatal outcome after prenatal diagnosis of placental chorioangioma. Obstet Gynecol. 2003 Nov;102(5 Pt 1):1028-33. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  52. Zanardini C, Papageorghiou A, Bhide A, et al. Giant placental chorioangioma: natural history and pregnancy outcome. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Mar;35(3):332-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  53. Al Wattar BH, Hillman SC, T Marton, et al. Placenta chorioangioma: a rare case and systematic review of literature. J Matern Fetal Neonatal Med. 2014 Jul;27(10):1055-63. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  54. Jauniaux E, Ogle R. Color Doppler imaging in the diagnosis and management of chorioangiomas. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Jun;15(6):463-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  55. Wehrens XH, Offermans JP, Snijders M, et al. Fetal cardiovascular response to large placental chorioangiomas. J Perinat Med. 2004;32(2):107-12. PubMed | De Gruyter | Google Scholar
  56. Quarello E, Bernard JP, Leroy B, et al. Prenatal laser treatment of a placental chorioangioma. Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Mar;25(3):299-301. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  57. Jones K, Tierney K, Grubbs BH, et al. Fetoscopic laser photocoagulation of feeding vessels to a large placental chorioangioma following fetal deterioration after amnioreduction. Fetal Diagn Ther. 2012;31(3):191-5. PubMed | Karger | Google Scholar
  58. Quintero RA, Reich H, Romero R, et al. In utero endoscopic devascularization of a large chorioangioma. Ultrasound Obstet Gynecol. 1996 Jul;8(1):48-52. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  59. Nicolini U, Zuliani G, Caravelli E, et al. Alcohol injection: a new method of treating placental chorioangiomas. Lancet. 1999 May 15;353(9165):1674-5. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  60. Lau TK, Leung TY, SCH Yu, et al. Prenatal treatment of chorioangioma by microcoil embolisation. Br J Obstet Gynaecol. 2003 Jan;110(1):70-3. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  61. Gajewska K, Herinckx A, Holoye A, et al. Antenatal embolization of a large chorioangioma by percutaneous Glubran 2 injection. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Dec;36(6):773-5. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  62. Sepulveda W, Wong AE, Herrera L, et al. Endoscopic laser coagulation of feeding vessels in large placental chorioangiomas: report of three cases and review of invasive treatment options. Prenat Diagn. 2009 Mar;29(3):201-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  63. Zalel Y, Gamzu R, Weiss Y, et al. Role of Color Doppler Imaging in Diagnosing and Managing Pregnancies Complicated by Placental Chorioangioma. J Clin Ultrasound. 2002 Jun; 30(5): 264-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  64. Taori K, Patil P, Attarde V, et al. Chorioangioma of placenta: sonographic features. J Clin Ultrasound. 2008 Feb;36(2):113-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  65. Prapas N, Liang RI, Hunter D, et al. Color Doppler Imaging of Placental Masses: Differential Diagnosis and Fetal Outcome. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Nov; 16(6): 559-63. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  66. Bromley B, Benacerraf BR. Solid Masses on the Fetal Surface of the Placenta: Differential Diagnosis and Clinical Outcome. J Ultrasound Med. 1994 Nov; 13(11): 883-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  67. Richards DS, Bennett BB. Prenatal Ultrasound Diagnosis of Massive Subchorionic Thrombohematoma. Ultrasound Obstet Gynecol. 1998 May; 11(5): 364-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  68. Hong SC, Yoo SW, Kim T, et al. Prenatal Diagnosis of a Large Subchorionic Placental Cyst With Intracystic Hematomas. A Case Report. Fetal Diagn Ther. 2007; 22(4): 259-63. PubMed | Karger | Google Scholar
  69. Alanjari A, Wright E, Keating S, et al. Prenatal Diagnosis, Clinical Outcomes, and Associated Pathology in Pregnancies Complicated by Massive Subchorionic Thrombohematoma (Breus' Mole). Prenat Diagn. 2013 Oct; 33(10): 973-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  70. El-Agwany AS. Large Subchorionic Hematoma: Breus' Mole. J Med Ultrasound. 2017 Oct-Dec; 25(4): 248-250. PubMed | Full Text PMC | Elsevier | Google Scholar
  71. Chou MM, Ho ES, Hwang SF, et al. Prenatal Diagnosis of Placental Chorioangioma: Contribution of Color Doppler Ultrasound. Ultrasound Obstet Gynecol. 1994 Jul 1; 4(4): 332-4. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  72. Kung FT, Chen WJ, Hsu PH, et al. Large chorioangioma: antenatal color-flow Doppler ultrasonic imaging and its correlation with postpartum pathology. Experience of two cases. Acta Obstet Gynecol Scand. 1997 Mar; 76(3): 277-9. Taylor & Francis Online | PDF | Google Scholar
  73. Nakai Y, Nishio J, Tsujimura A, et al. Management of large placental chorioangioma with Doppler flow velocimetry [letter]. Ultrasound Obstet Gynecol 1998 Jan; 11(1): 80-1. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
Μαρτίου 28, 2019

Περιγραφή και ορισμός

Η υποχονδροπλασία (HCH) αποτελεί μια μορφή μεταφυσιακής χονδροδυσπλασίας η οποία αν και μοιάζει με την αχονδροπλασία η φαινοτυπική της εικόνα καθώς και τα ακτινολογικά ευρήματα είναι ηπιότερα από αυτά της αχονδροπλασίας. 1 , 2

Αιτιοπαθογένεια

Η υποχονδροπλασία (HCH) προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο του υποδοχέα του αυξητικού παράγοντα 3 των ινοβλαστών (FGFR3). 3 - 5 Ως γνωστόν, το γονίδιο FGFR3 αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό και την διαφοροποίηση των χονδροκυττάρων με αποτέλεσμα την ριζομελική βράχυνση των οστών. Μάλιστα, η μετάλλαξη p.N540K, αντιπροσωπεύει το 60-70% των περιπτώσεων HCH στο γονίδιο FGFR3. 6 , 7

Μάλλον αντιφατικά, κρίνονται τα αποτελέσματα μιας άλλης μελέτης σύμφωνα με την οποία, ποσοστό 56,9% των προσβεβλημένων ασθενών με HCH δεν φέρουν μεταλλάξεις στο γονίδιο FGFR3 γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχουν και άλλες μη - ανακαλυφθείσες γονιδιακές μεταλλάξεις οι οποίες φαινοτυπικά ομοιάζουν με HCH. 8 Με την υπόθεση της ετερογένειας του γενετικού τόπου της υποχονδροπλασίας φαίνεται να συμφωνεί και η μελέτη του Stoilov. 9

Δημογραφικά στοιχεία

Η επίπτωση της υποχονδροπλασίας στο γενικό πληθυσμό είναι άγνωστη. Αυτό, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν καθιερώθηκαν διαγνωστικά κριτήρια τα οποία θα επέτρεπαν την ακριβή συλλογή στατιστικών δεδομένων από αρκετές μελέτες που είδαν το φώς της δημοσιότητας. Οι περισσότερες περιπτώσεις υποχονδροπλασίας, εμφανίζονται σποραδικά ως αποτέλεσμα μιας νέας μετάλλαξης. 10

Κληρονομικότητα

Το πρότυπο κληρονομικότητας αυτής της διαταραχής είναι αυτοσωματικό επικρατές, παρότι πολλές περιπτώσεις εικάζονται ότι αντιπροσωπεύουν νέες μεταλλάξεις κι έχουν συνδεθεί με την προχωρημένη πατρική ηλικία. Η υποχονδροπλασία θωρείται ως μια αλληλομορφή της αχονδροπλασίας και της θανατηφόρου δυσπλασίας, στον γενετικό τόπο 4p16.3 του χρωμοσώματος 4, υποδεικνύοντας ότι αυτές οι τρείς διαταραχές προκύπτουν από μεταλλαγές του ίδιου γονιδίου FGFR3.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Προγεννητική διάγνωση HCH βασιζόμενη αποκλειστικά σε υπερηχογραφικές μετρήσεις του εμβρυϊκού σκελετού είναι δύσκολη και δεν έχει αναφερθεί. 11 Η πρωιμότερη διάγνωση HCH που περιγράφεται στην βιβλιογραφία ήταν στις 22 εβδομάδες της κύησης σε μια οικογένεια υψηλού κινδύνου για την εν λόγω διαταραχή. 12 Ωστόσο, υπάρχει η αναφορά ενός βρέφους με HCH το οποίο γεννήθηκε από μητέρα με ACH και πατέρα με HCH. Το έμβρυο εξετάστηκε με διαδοχικά υπερηχογραφήματα από την 16η εβδομάδα και είχε φυσιολογικό μήκος οστών έως την 22η εβδομάδα της κύησης. Στις 25 εβδομάδες, τα μακρά οστά άρχισαν να εμφανίζονται μικρότερα του αναμενόμενου για την αντίστοιχη ηλικία κύησης, η βιομετρία κεφαλής (BPD, HC) παρέμενε φυσιολογική και έτσι τέθηκε ορθώς η διάγνωση της υποχονδροπλασίας. 13

Παρόλα αυτά, ο Chen και οι συνεργάτες του έθεσαν την διάγνωση HCH, με μοριακό έλεγχο DNA, σε μια κύηση χαμηλού κινδύνου έπειτα από ομφαλιδοπαρακέντηση. Η έγκυος μητέρα είχε ύψος 152 cm και ο σύζυγός της 180 cm. Η έγκυος μητέρα παραπέμφθηκε στις 30 εβδομάδες για γενετική συμβουλευτική εξαιτίας ριζομελικής βράχυνσης των μακρών οστών < από την 5η % θέση ανάπτυξης. Ο υπόλοιπος βιομετρικός έλεγχος ήταν απολύτως φυσιολογικός και αντιστοιχούσε με κύηση 30 εβδομάδων. Τα δάχτυλα και η κρανιοπροσωπική εμφάνιση ήταν φυσιολογικά. Αφού ετέθει προσωρινά η διάγνωση της αχονδροπλασίας (ACH), διεξήχθη έλεγχος DNA στο σύνολο του γονιδίου FGFR3 και διαπιστώθηκε μετάλλαξη Υ278C. 14

Το μειωμένο μήκος μηριαίου οστού (FL) και η φυσιολογική βιομετρία κεφαλής (BPD, HC) προτάθηκαν ως πιθανοί υπερηχογραφικοί δείκτες προγεννητικής διάγνωσης της υποχονδροπλασίας (HCH). 15

Διαφορική διάγνωση

Η υποχονδροπλασία (HCH) είναι μια ήπια σκελετική δυσπλασία η οποία χαρακτηρίζεται από κοντά άκρα, βραχύ ανάστημα και οσφυϊκή λόρδωση. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα τρία είδη νανισμού (ψευδο-αχονδροπλασία, ετερόζυγος αχονδροπλασία και θανατηφόρος δυσπλασία) με παρόμοια κλινικά χαρακτηριστικά, γεγονός που καθιστά δύσκολη την ακριβή διάγνωση. Ο Wang και οι συνεργάτες του, ανέφεραν την συμβολή του μοριακού ελέγχου της υποχονδροπλασίας ως διαγνωστικό μέσο, μιας οικογένειας Κινέζων με ιστορικό HCH. 16 Σε αντίθεση με την αχονδροπλασία, το κρανίο, η λεκάνη και τα χέρια ουσιαστικά είναι φυσιολογικά στην υποχονδροπλασία, 1 ενώ υπάρχει και έλλειψη κύρτωσης των κνημών (ραιβογωνία). 17 Κάποιες φορές, τα προσβεβλημένα με HCH έμβρυα έχουν παραμορφωμένο κρανίο, δίκην "φύλλου τριφυλλιού," λόγω πολλαπλής κρανιοσυνοστέωσης, χωρίς ωστόσο, σημαντική δυσαναλογία στην βιομετρία. 18

Ορισμένοι συγγραφείς διατείνονται ότι η μετάλλαξη C1620A στο γονίδιο FGFR3, θα μπορούσε να προκαλέσει εγκεφαλικές δυσμορφίες, του τύπου δυσγενεσία του μέσου κροταφικού λοβού, σε ασθενείς με υποχονδροπλασία και θανατηφόρο δυσπλασία. 19 , 20 Αυτές οι εγκεφαλικές δυσμορφίες καθώς και οι ανωμαλίες του ιππόκαμπου που παρατηρούνται θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προγεννητικά ως σημείο διαφορικής διάγνωσης από την αχονδροπλασία με την συνδρομή της εμβρυϊκής μαγνητικής τομογραφίας. 21 Η διαφορική διάγνωση θα πρέπει επίσης να συμπεριλαμβάνει και άλλες καταστάσεις που σχετίζονται με ήπια βράχυνση του μήκους των μελών και μακροκεφαλία, όπως, ενδομήτρια υπολειπόμενος ανάπτυξη (IUGR), σύνδρομο Down, σύνδρομο Kniest, σύνδρομο Turner.

Στρατηγικές διαχείρισης

Ο συνδυασμός υπερηχογραφικής και μοριακής γενετικής προσέγγισης, είναι χρήσιμος στην θέσπιση ακριβούς διάγνωσης της HCH ενδομήτρια, και, ακολούθως, η παροχή γενετικής συμβουλευτικής στην κατάλληλη περιγεννητική διαχείριση. 22

Φυσική ιστορία και έκβαση

Το βάρος και το ύψος των υποχονδροπλαστικών νεογνών συχνά είναι εντός του φυσιολογικού εύρους. Η δυσαναλογία των μελών σε σχέση με τον κορμό είναι ήπια και παραβλέπεται εύκολα κατά την διάρκεια της βρεφικής ηλικίας. Η βράχυνση του κορμού μπορεί να είναι ριζομελική 23 ή μεσομελική. 24

Με την πάροδο της ηλικίας, η δυσαναλογία των μελών γίνεται εμφανέστερη συνήθως στα κάτω, παρά στα άνω, άκρα. Το συνολικό ύψος των υποχονδροπλαστικών ασθενών βρίσκεται συνήθως 2-3 βασικές αποκλίσεις κάτω από τον μέσον όρο στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, ενώ στους ενήλικες κυμαίνεται μεταξύ 145-165 cm στους άνδρες, και 133-151 cm, στις γυναίκες. 25

Όταν αρχίζουν να βαδίζουν, συνήθως παρουσιάζουν οσφυϊκή υπερλόρδωση και μικρή ραιβογωνία, η οποία συνήθως είναι παροδική και σπάνια απαιτεί χειρουργική διόρθωση. Τα μικρά παιδιά και οι ενήλικες με υποχονδροπλασία συχνά είναι κοντόχοντρα, με παχύ, μυώδες σώμα. Η συχνότητα της διανοητικής υστέρησης πιστεύεται ότι είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς με υποχονδροπλασία, παρά με αχονδροπλασία ή στο γενικό πληθυσμό. 26

  1. Hall BD, Spranger J. Hypochondroplasia: clinical and radiological aspects in 39 cases. Radiology. 1979 Oct; 133(1): 95-100. PubMed | Full Text Radiology
  2. Matsui Y, Yasui N, Kimura T, et al. Genotype phenotype correlation in achondroplasia and hypochondroplasia. J Bone Joint Surg Br. 1998 Nov; 80(6): 1052-6. PubMed | Bone & Joint Journal
  3. Mullis PE, Patel MS, Brickell PM, et al. Growth characteristics and response to growth hormone therapy in patients with hypochondroplasia: genetic linkage of the insulin-like growth factor I gene at chromosome 12q23 to the disease in a subgroup of these patients. Clin Endocrinol (Oxf). 1991 Apr; 34(4): 265-74. PubMed | Wiley Online Library
  4. Prinos P, Costa T, Sommer A, et al. A common FGFR3 gene mutation in hypochondroplasia. Hum Mol Genet. 1995 Nov; 4(11): 2097-2101. PubMed | Oxford Academic | Google Scholar
  5. Bellus GA, McIntosh I, Smith EA, et al. A recurrent mutation in the tyrosine kinase domain of fibroblast growth factor receptor 3 causes hypochondroplasia. Nat Genet. 1995 Jul; 10(3): 357-9. PubMed | Nature Genetics
  6. Park KE, Kim SA, Kang MJ, et al. Successful birth with preimplantation genetic diagnosis using single-cell allele-specific PCR and sequencing in awoman with hypochondroplasia due to FGFR3 mutation (c.1620C>A, p.N540K). Clinical and Experimental Reproductive Medicine. 2013; 40(1): 42-46. PubMed | Full Text PMC | Full Text CERM
  7. Heuertz S, Le Merrer M, Zabel B, et al. Novel FGFR3 mutations creating cysteine residues in the extracellular domain of the receptor cause achondroplasia or severe forms of hypochondroplasia. Eur J Hum Genet. 2006 Dec; 14(12): 1240-7. PubMed | Full Text Human Genetics
  8. Song SH, GC Balce, MV Agashe, et al. New proposed clinico-radiologic and molecular criteria in hypochondroplasia: FGFR 3 gene mutations are not the only cause of hypochondroplasia. Am J Med Genet A. 2012 Oct; 158A (10): 2456-62. PubMed | Wiley Online Library
  9. Stoilov I, Kilpatrick MW, Tsipouras P, et al. Possible genetic heterogeneity in hypochondroplasia. J Med Genet. 1995 Jun; 32(6): 492-3. PubMed | Full Text PMC | Full text BMJ | PDF
  10. Bailey AJ, Sims TJ, Stanescu V, et al. Abnormal collagen cross-linking in the cartilage of a diastrophic dysplasia patient. Br J Rheumatol. 1995 Jun; 34(6): 512-5. PubMed | Oxford Academic
  11. Lemyre E, Azouz EM, Teebi AS, et al. Bone dysplasia series. Achondroplasia, hypochondroplasia and thanatophoric dysplasia: review and update. Can Assoc Radiol J. 1999 Jun; 50(3): 185-97. PubMed
  12. Stoll C, Manini P, Bloch J, et al. Prenatal diagnosis of hypochondroplasia. Prenat Diagn. 1985 Nov-Dec; 5(6): 423-6. PubMed | Wiley Online Library
  13. Huggins MJ, Mernagh JR, Steele L, et al. Prenatal sonographic diagnosis of hypochondroplasia in a high-risk fetus. Am J Med Genet. 1999 Nov 26; 87(3): 226-9. PubMed
  14. Chen CP, Su YN, Lin TH, et al. Detection of a de novo Y278C mutation in FGFR3 in a pregnancy with severe fetal hypochondroplasia: prenatal diagnosis and literature review. Taiwan J Obstet Gynecol. 2013 Dec; 52(4): 580-5. PubMed | Elsevier
  15. Kataoka S, Sawai H, Yamada H, et al. Radiographic and genetic diagnosis of sporadic hypochondroplasia early in the neonatal period. Prenat Diagn. 2004 Jan; 24(1): 45-9. PubMed | Wiley Online Library
  16. Wang H, Sun Y, Wu W, et al. A novel missense mutation of FGFR3 in a Chinese female and her fetus with hypochondroplasia by next-generation sequencing. Clin Chim Acta. 2013 Aug 23; 423: 62-5. PubMed | Elsevier
  17. Scott CI Jr. Achondroplastic and hypochondroplastic dwarfism. Clin Orthop Relat Res. 1976 Jan-Feb; (114): 18-30. PubMed
  18. Angle B, Hersh JH, Christensen KM. Molecularly proven hypochondroplasia with cloverleaf skull deformity: a novel association. Clin Genet. 1998 Nov; 54(5): 417-20. PubMed | Wiley Online Library
  19. Grosso S, Farnetani MA, Berardi R, et al. Medial temporal lobe dysgenesis in Muenke syndrome and hypochondroplasia. Am J Med Genet A. 2003 Jul 1; 120A (1): 88-91. PubMed | Wiley Online Library
  20. Kannu P, Hayes IM, Mandelstam S, et al. Medial temporal lobe dysgenesis in hypochondroplasia. Am J Med Genet A. 2005 Nov 1; 138(4): 389-91. PubMed | Wiley Online Library
  21. Cesaretti C, Spaccini L, Rustico M, et al. Prenatal magnetic resonance imaging detection of temporal lobes and hippocampal anomalies in hypochondroplasia. Prenat Diagn. 2014 Oct; 34(10): 1015-7. PubMed | Wiley Online Library
  22. Karadimas C, Sifakis S, Valsamopoulos P, et al. Prenatal diagnosis of hypochondroplasia: report of two cases. Am J Med Genet A. 2006 May 1; 140 (9): 998-1003. PubMed | Wiley Online Library
  23. Specht EE, Daentl DL. Hypochondroplasia. Clin Orthop Relat Res. 1975 Jul-Aug; (110): 249-55. PubMed | Full Text CORR
  24. Ross JL, Bellus G, Scott CI Jr, et al. Mesomelic and rhizomelic short stature: The phenotype of combined Leri-Weill dyschondrosteosis and achondroplasia or hypochondroplasia. Am J Med Genet A. 2003 Jan 1; 116A (1): 61-5. PubMed | Wiley Online Library
  25. Appan S, Laurent S, Chapman M, et al. Growth and growth hormone therapy in hypochondroplasia. Acta Paediatr Scand. 1990 Aug-Sep; 79 (8-9): 796-803. PubMed | Wiley Online Library
  26. Wynne-Davies R, Patton MA. The frequency of mental retardation in hypochondroplasia. J Med Genet. 1991 Sep; 28(9): 644. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF
Νοεμβρίου 23, 2018

Περιγραφή και ορισμός

Ο όρος ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης (IUGR-Itrauterine Growth Retardation) χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μη φυσιολογικά μικρό έμβρυο που οδηγεί σε μείωση του δυναμικού ανάπτυξης συχνά λόγω των επιπλοκών από την ανεπάρκεια του πλακούντα. 1 - 3 Τα IUGR έμβρυα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας, συμπεριλαμβανομένου του ενδομήτριου θανάτου, 4 του εγκεφαλικού τραύματος, της εμβρυϊκής δυσφορίας, 5 της νεογνικής υποθερμίας, της υπογλυκαιμίας, 6 , 7 της υπερχολερυθριναιμίας και της μειωμένης ανοσολογικής λειτουργίας. 8 - 12 Ο όρος μικρό για την ηλικία κύησης (SGA-Small for Gestational Age) χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα νεογνό του οποίου το βάρος ή/και το μήκος είναι τουλάχιστον κατά 2 σταθερές αποκλίσεις κάτω από το μέσο όρο ή < από την 10η εκατοστιαία θέση ανάπτυξης για την αντίστοιχη ηλικία κύησης. 13 Ενδείξεις SGA ενδομητρίως, απλά συνιστούν μια μείωση στον ρυθμό της εμβρυϊκής ανάπτυξης και σε καμία περίπτωση δεν αντικατοπτρίζουν μια οριστική διάγνωση. 14 , 15

Αιτιοπαθογένεια

Έγκυες ασθενείς με μικρό σωματότυπο ή μικρό βάρος γέννησης εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για IUGR στα έμβρυα που κυοφορούν. 16 Πιθανότατα, γενετικοί παράγοντες εμπλέκονται στους παθογενετικούς μηχανισμούς καθώς και περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως η μόλυνση της ατμόσφαιρας και η έκθεση σε τοξικές ουσίες (η υποξία και η υπερθερμία). 17 Οι κακές διατροφικές συνήθειες και η υποθρεψία της εγκύου με μικρό σωματότυπο φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο IUGR. 18 , 19 Επίσης, το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, το κάπνισμα, 20 η κατάχρηση αλκοόλ σε συνδυασμό με την κακή διατροφή ενοχοποιούνται για έμβρυα με IUGR. 21

Ανωμαλίες του πλακούντα όπως αποκόλληση, διεισδυτικός πλακούντας, έμφρακτα, χοριοαιμαγγείωμα, υμενώδης έκφυση της ομφαλίδας μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα μικρού μεγέθους πλακούντα ή ανεπάρκεια της μητροπλακουντιακής μονάδας με επακόλουθο IUGR. 22 - 24 Οι αγγειακές βλάβες που παρατηρούνται στην υπερτασική νόσο της κύησης και την προεκλαμψία, τα νοσήματα του συνδετικού ιστού, ο ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης και οι χρόνιες παθήσεις των νεφρών είναι πιθανό να προκαλέσουν IUGR. 25

Η σχέση με την ανευπλοειδία

Περίπου το 12% των IUGR εμβρύων συμμετρικού τύπου μπορεί να συσχετιστεί με χρωμοσωμικές ανωμαλίες. 26 Η συχνότητα εμφάνισης ανευπλοειδίας σε IUGR έμβρυα με ασύμμετρου τύπου ανάπτυξη, χωρίς δομικές ανωμαλίες πριν από  τις 23 εβδομάδες της κύησης, ήταν 20%, ενώ μεταξύ 23-29 εβδομάδων δεν ανεβρέθηκαν παθολογικοί καρυότυποι. 27 Στο σύνδρομο Down γενικά παρατηρείται ήπια IUGR, ιδίως κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης. 28 Στην τρισωμία 18 η IUGR είναι πιο σοβαρή και ενίοτε μπορεί να τεκμηριωθεί ακόμα και από το πρώτο τρίμηνο. 29 , 30

Στις περιπτώσεις χρωμοσωμικού μωσαϊκισμού της τρισωμίας 16, η ενδομήτρια βραδύτητα ανάπτυξης μπορεί να συνυπάρχει με υδράμνιο, μονήρη ομφαλική αρτηρία, διόγκωση και εκφύλιση του πλακούντα με παρουσία πολλαπλών κυστιδίων και με μικρό έλλειμμα στο μεσοκοιλιακό διάφραγμα. 31  Γενικά η τρισωμία 16 εκτός μωσαϊκισμού είναι ασύμβατη με την ζωή και ενοχοποιείται για το 15% των πρώιμων αυτόματων εκτρώσεων επί του συνόλου των χρωμοσωμικά ανώμαλων εμβρύων. 32

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η υπερηχογραφική διάγνωση SGA και IUGR τίθεται όταν το εκτιμώμενο βάρος ανάπτυξης (EFW) είναι < από την 10η εκατοστιαία θέση για την αντίστοιχη ηλικία κύησης. 33 - 35  Ορισμένοι ερευνητές προσπάθησαν να διαχωρίσουν τα έμβρυα με SGA από τα IUGR. Στην κλινική πράξη όμως, συχνά είναι δύσκολο να γίνει αυτή η διάκριση. 32 Λόγω αυτού του προβλήματος, προτάθηκαν διάφορα άλλα υπερηχογραφικά κριτήρια για τη βελτίωση της ακρίβειας της προγεννητικής διάγνωσης του IUGR. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα διαγνωστικά κριτήρια, συμπεριλαμβανομένου και του εκτιμώμενου βάρους ανάπτυξης (EFW), δεν είχε υψηλή ευαισθησία αλλά ούτε και υψηλή θετική προγνωστική αξία. 36

Η χρήση πολλαπλών παραμέτρων μπορεί να βελτιώσει την ευαισθησία και τη θετική προγνωστική αξία της υπερηχογραφικής διάγνωσης του IUGR. 37 - 39 H βαθμολογία IUGR, είναι μια μέθοδος πρόβλεψης η οποία ενσωματώνει το εκτιμώμενο βάρος ανάπτυξης (EFW), τον όγκο του αμνιακού υγρού και την κατάσταση της μητρικής αρτηριακής πίεσης (φυσιολογική ή υπέρταση) στη διάγνωση ή τον αποκλεισμό του IUGR. H μέθοδος της βαθμολογίας IUGR διαθέτει υψηλή ευαισθησία και υψηλή θετική προγνωστική αξία. 37 , 38 Οι παράμετροι Doppler, συμπεριλαμβανομένης της μέτρησης στην ομφαλική και την μητριαία αρτηρία, προτάθηκαν ως διαγνωστικά μέσα IUGR. Αυτοί οι παράμετροι Doppler είχαν χαμηλή ευαισθησία και θετική προγνωστική αξία και ως εκ τούτου ήταν αναξιόπιστες στη διάγνωση IUGR. 33 , 40 - 43 Ωστόσο, σε έμβρυο με εγκατεστημένο IUGR το Doppler της ομφαλικής αρτηρίας είναι χρήσιμο στην παρακολούθηση και την διαχείριση εκείνων των εμβρύων που θα εμφανίσουν συχνότερα επιπλοκές προλαμβάνοντας ένα ομαλό περιγεννητικό αποτέλεσμα. 33, 43

Στρατηγικές διαχείρισης

Η ανίχνευση ενός μικρού σε βάρος έμβρυο θα πρέπει να εντοπίσει όλα εκείνα τα έμβρυα που κινδυνεύουν και τα οποία άμεσα θα πρέπει να τεθούν σε στενή παρακολούθηση σε μια προσπάθεια βελτίωσης του περιγεννητικού αποτελέσματος. 5 , 33- 35, 40 Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνεται διάκριση μεταξύ ενός εμβρύου με IUGR από ένα φυσιολογικό έμβρυο με SGA ή από ένα έμβρυο που είναι μικρό λόγω κάποιας ανωμαλίας, π.χ. της ανευπλοειδίας. 44

Όταν τεθεί η διάγνωση IUGR, θα πρέπει να γίνει προσπάθεια να καθοριστεί η αιτιοπαθολογία αυτής της κατάστασης, λαμβάνοντας υπόψιν μητρικούς, γενετικούς και διατροφικούς παράγοντες. 33, 45 Στην συνέχεια, θα πρέπει να γίνει ενδελεχής εμβρυϊκός έλεγχος για συγγενείς ανωμαλίες και να διερευνηθεί η πιθανότητα ανευπλοειδίας. Οι αξιολογήσεις του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV), η εμβρυομετρία με τους δείκτες (HC,AC,FL) και το εκτιμώμενο εμβρυϊκό βάρος (EFW) θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε όλες τις μετρήσεις. Οι βιομετρικοί δείκτες επιτρέπουν τον υπολογισμό του EFW το οποίο αποτιμάται ορθότερα είτε με την μέτρηση της περιφέρειας της κοιλιάς (AC) είτε από τον τύπο του Hadlock χρησιμοποιώντας τους τρεις βιομετρικούς δείκτες (HC,AC,FL). 46 Σε περιπτώσεις κυήσεων υψηλού κινδύνου (με ανεξήγητο ολιγοϋδράμνιο, προηγούμενο ιστορικό IUGR, υποθρεψίας, μη φυσιολογικών υπερηχογραφικών δεικτών, παχυσαρκίας, σακχαρώδης διαβήτης κ.λπ.) θα πρέπει επίσης να αξιολογούνται επιπρόσθετες βιομετρικές παράμετροι όπως ο λόγος HC/AC και ο λόγος FL/AC. 47 - 49 Τέλος, οι ανωμαλίες του πλακούντα όπως ο περιχαρακωμένος, ο διηθητικός ή ο συμφυτικός πλακούντας μπορεί να είναι η αιτία IUGR. 43

Η παρακολούθηση του εμβρύου που υπολείπεται σε ανάπτυξη θα πρέπει να βασίζεται στην χρήση του καρδιοτοκογραφήματος ηρεμίας (non stress tests), 50 - 52 του Doppler υπερηχογραφήματος 53- 56 και του βιοφυσικού προφίλ. 57 - 59 Σε κάθε περίπτωση η προγεννητική ανίχνευση IUGR θα δώσει την ευκαιρία να χρησιμοποιηθούν όλες εκείνες οι ιατρικές παρεμβάσεις (χορήγηση κορτικοστεροειδών, περάτωση τοκετού, εισαγωγή σε μονάδα εντατικής νοσηλείας νεογνών) ώστε να μειωθεί η νοσηρότητα και η θνησιμότητα 60 καθώς αυτές σχετίζονται με ανεπάρκεια πλακούντα και σοβαρή υποξαιμία εμβρύου. 61 , 62

Η επιλογή του κατάλληλου χρόνου και τρόπου περάτωσης της κύησης αποτελεί πεδίο έρευνας. 63 Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι η ηλικία κύησης είναι ο σημαντικότερος παράγοντας ο οποίος επηρεάζει την συνολική επιβίωση σε έμβρυα < των 27 εβδομάδων. Σε μεγαλύτερη ηλικία κύησης και εφόσον το βάρος γέννησης υπερβαίνει τα 600gr, η Doppler μελέτη του φλεβώδους πόρου κατέχει μείζονα σημασία στην πρόγνωση του νεογνικού αποτελέσματος. 64 Για κάθε επιπλέον εβδομάδα ενδομήτριας ζωής τα έμβρυα < από τις 32 εβδομάδες συνδέονται με μείωση της περιγεννητικής τους θνησιμότητας κατά 48%. 65 Σε κυήσεις < από τις 34 εβδομάδες, η απόφαση για περάτωση της κύησης καθορίζεται κυρίως από τα ευρήματα τις Doppler υπερηχογραφίας. Η απουσία ή η αναστροφή της αιματικής ροής στην ομφαλική αρτηρία αποτελεί ένδειξη περάτωσης τοκετού και μάλιστα άμεση όταν επηρεάζεται η κυκλοφορία στον φλεβώδη πόρο ή στην ομφαλική φλέβα. 66 - 68 Εάν η ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης είναι ήπια χωρίς να συνυπάρχουν μητρικές επιπλοκές ή εμβρυϊκές ανωμαλίες και οι βιοφυσικοί παράμετροι είναι φυσιολογικοί, ο τοκετός μπορεί να προγραμματιστεί μετά τις 37 εβδομάδες. 69

Φυσική ιστορία και έκβαση

Τα IUGR έμβρυα με απουσία ή ανάστροφη τελο-διαστολική ροή στην ομφαλική αρτηρία έχουν αυξημένο ρίσκο νεογνικής θνησιμότητας και μακροπρόθεσμα, υψηλή συχνότητα μόνιμης νευρολογικής βλάβης. 70

Τα SGA νεογνά, έχουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά μεταγεννητικής θνησιμότητας κατά την πρώτη εβδομάδα, τον πρώτο μήνα και τον πρώτο χρόνο της ζωής σε σύγκριση με τα νεογνά που είχαν φυσιολογικό ή μεγάλο για την ηλικία κύησης (LGA-Large for Gestational Age), βάρος. 34  Η ηλικία κύησης και το βάρος γέννησης παραμένουν οι κύριοι παράγοντες των διαταραχών της νευροανάπτυξης σε βρέφη με IUGR. 71 Τα SGA νεογνά έχουν υψηλό κίνδυνο για μακροχρόνια προβλήματα όπως κοντό ανάστημα, ανάπτυξη μεταβολικής νόσου στην ενήλικη ζωή (διαβήτης τύπου 2) και καρδιαγγειακές παθήσεις. 72 - 78 Επίσης, κάποιες μελέτες υποστηρίζουν ότι αυτά τα παιδιά εμφανίζουν διαταραχές της εφηβείας, της αδρεναρχής (αύξηση της παραγωγής ανδρογόνων που εκδηλώνεται με την εμφάνιση της τρίχωσης του εφήβαιου) και της αναπαραγωγικής λειτουργίας. 79

  1. Chatfield WR, Rodgers TG, Brownlee BΕ, et al. Placental scanning with computerlinked gamma camera to detect impaired blood flow and intrauterine growth retardation. Br Med J. 1975 Apr 19; 2 (5963): 120-2. PubMed | Full Text PMC
  2. Nylund L, Lunell NO, Lewander R, et al. Uteroplacental blood flow index in intrauterine growth retardation of fetal or maternal origin. Br J Obstet Gynaecol. 1983 Jan; 90(1): 16-20. PubMed
  3. Ergaz Z, Avgil M, Ornoy A. Intrauterine growth restriction-etiology and consequences: what do we know about the human situation and experimental animal models? Reprod Toxicol. Sep-Oct 2005; 20(3): 301-22. PubMed 
  4. Pilliod RA, Cheng YW, Snowden JM, et al. The risk of intrauterine fetal death in the small-for-gestational-age fetus. Am J Obstet Gynecol. 2012 Oct; 207(4): 318. PubMed
  5. Lindqvist PG, Molin J. Does antenatal identification of small-for-gestational age fetuses significantly improve their outcome?. Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Mar; 25 (3): 258-264. PubMed
  6.  Doctor BA, O'Riordan MA, Kirchner HL, et al. Perinatal correlates and neonatal outcomes of small for gestational age infants born at term gestation. Am J Obstet Gynecol. 2001 Sep; 185(3): 652-9. PubMed
  7. Kramer MS, Olivier M, McLean FH, et al. Impact of intrauterine growth retardation and body proportionality on fetal and neonatal outcome. Pediatrics. 1990 Nov; 86(5): 707-13. PubMed
  8. Ferguson AC. Prolonged impairment of cellular immunity in children with intrauterine growth retardation. J Pediatr. 1978 Jul; 93(1): 52-6. PubMed
  9. Williams RL, Creasy RK, Cunningham GC, et al. Fetal growth and perinatal viability in California. Obstet Gynecol. 1982 May; 59(5): 624-32. PubMed
  10. Wennergren M, Wennergren G, Vilbergsson G. Obstetric characteristics and neonatal performance in a four-year small for gestational age population. Obstet Gynecol. 1988 Oct; 72(4): 615-20. PubMed
  11. Piper JM, Xenakis EM, McFarland M, et al. Do growth-retarded premature infants have different rates of perinatal morbidity and mortality than appropriately grown premature infants?. Obstet Gynecol. 1996 Feb; 87(2): 169-74. PubMed
  12. Kok JH, den Ouden AL, Verloove-Vanhorick SP, et al. Outcome of very preterm small for gestational age infants: the first nine years of life. Br J Obstet Gynaecol. 1998 Feb; 105(2): 162-8. PubMed
  13. Clayton PE, Cianfarani S, Czernichow P, et al. Management of the child born small for gestational age through to adulthood: a consensus statement of the International Societies of Pediatric Endocrinology and the Growth Hormone Research Society. J Clin Endocr Metab. 2007 Mar; 92(3): 804-10. PubMed | Full Text Link
  14. Kingdom JC, Rodeck CH, Kaufmann P. Umbilical artery Doppler more harm than good? Br J Obstet Gynaecol. 1997 Apr; 104 (4): 393-6. PubMed | Full Text Link | Full Text PDF
  15. Kingdom JC, Burrell SJ, Kaufmann P. Pathology and clinical implications of abnormal umbilical artery Doppler waveforms. Ultrasound Obstet Gynecol. 1997 Apr; 9(4): 271-86. PubMed | Abstract | Full Text PDF
  16. Klebanoff MA, Schulsinger C, Mednick BR, et al. Preterm and small-for-gestational-age birth across generations. Am J Obstet Gynecol. 1997 Mar; 176(3): 521-6. PubMed
  17. Galan HL, Hussey MJ, Barbera A, et al. Relationship of fetal growth to duration of heat stress in an ovine model of placental insufficiency. Am J Obstet Gynecol. 1999 May; 180 (5): 1278-82. PubMed 
  18. Simpson JW, Lawless RW, Mitchell AC. Responsibility of the obstetrician to the fetus. II. Influence of prepregnancy weight and pregnancy weight gain on birthweight. Obstet Gynecol. 1975 May; 45(5): 481-7. PubMed
  19. Lumey LH, Stein AD. Offspring birth weights after maternal intrauterine undernutrition: a comparison within sibships. Am J Epidemiol. 1997 Nov 15; 146(10): 810-9. PubMed | Full Text Link
  20. Bouhours-Nouet N, May-Panloup P, Coutant R, et al. Maternal smoking is associated with mitochondrial DNA depletion and respiratory chain complex III deficiency in placenta. Am J Physiol Endocrinol Metab. 2005 Jan; 288(1): E171-7. PubMed | Full Text Link
  21. Wilcox MA, Smith SJ, Johnson IR, et al. The effect of social deprivation on birthweight, excluding physiological and pathological effects. Br J Obstet Gynaecol. 1995 Nov; 102(11): 918-24. PubMed
  22. Heinonen S, Taipale P, Saarikoski S. Weights of placentae from small-for-gestational age infants revisited. Placenta. 2001 May;22(5):399-404. PubMed
  23. Mathews F, Youngman L, Neil A. Maternal circulating nutrient concentrations in pregnancy: implications for birth and placental weights of term infants. Am J Clin Nutr. 2004 Jan; 79(1): 103-10. PubMed
  24. Madazli R, Somunkiran A, Calay Z, et al. Histomorphology of the placenta and the placental bed of growth restricted foetuses and correlation with the Doppler velocimetries of the uterine and umbilical arteries. Placenta. 2003 May; 24(5): 510-6. PubMed
  25. Khong TY. Acute atherosis in pregnancies complicated by hypertension, small-for-gestational-age infants, and diabetes mellitus. Arch Pathol Lab Med. 1991 Jul; 115(7): 722-5. PubMed
  26. Petrović B, Ljubić A, Nikolić L. Chromosomal aberrations as etiological factors of intrauterine growth retardation. Vojnosanit Pregl. 2008 Mar; 65(3): 195-8. PubMed 
  27. Sagi-Dain L, Peleg A, Sagi S. First-Trimester Crown-Rump Length and Risk of Chromosomal Aberrations-A Systematic Review and Meta-analysis. Obstet Gynecol Surv. 2017 Oct; 72 (10): 603-609. PubMed 
  28. Thelander HE, Pryor HB. Abnormal patterns of growth and development in mongolism. An anthropometric study. Clin Pediatr (Phila). 1966 Aug; 5(8): 493-501. PubMed
  29. Droste S, FitzSimmons J, Pascoe-Mason J, et al. Growth of linear parameters in trisomy 18 fetuses. Am J Obstet Gynecol. 1990 Jul; 163 (1 Pt 1): 158-61. PubMed
  30. Khoury MJ, Erickson JD, Cordero JF, et al. Congenital malformations and intrauterine growth retardation: a population study. Pediatrics. 1988 Jul; 82(1): 83-90. PubMed
  31. Astner A, Schwinger E, Caliebe A, et al. Sonographically detected fetal and placental abnormalities associated with trisomy 16 confined to the placenta. A case report and review of the literature. Prenat Diagn. 1998 Dec; 18(12): 1308-15. PubMed
  32. Kalousek DK, Langlois S, Barrett I, et al. Uniparental disomy for chromosome 16 in humans. Am J Hum Genet. 1993 Jan; 52(1): 8-16. PubMed
  33. Mayer C, Joseph KS. Fetal growth: a review of terms, concepts and issues relevant to obstetrics. Ultrasound Obstet Gynecol. 2013 Feb; 41(2): 136-145. PubMed
  34. Chen HY, SP Chauhan, TC Ward, et al. Aberrant fetal growth and early, late, and postneonatal mortality: an analysis of Milwaukee births, 1996-2007. Am J Obstet Gynecol. 2011 Mar; 204(3): 261.e1-261. PubMed
  35. Divon MY. Fetal growth restriction: diagnosis. UpToDate
  36. Benson CB, Doubilet PM, Saltzman DH. Intrauterine growth retardation: predictive value of US criteria for antenatal diagnosis. Radiology. 1986 Aug; 160(2): 415-7. PubMed
  37. Benson CB, Boswell SB, Brown DL, et al. Improved prediction of intrauterine growth retardation with use of multiple parameters. Radiology. 1988 Jul; 168(1): 7-12. PubMed
  38. Benson CB, Belville JS, Lentini JF, et al. Intrauterine growth retardation: diagnosis based on multiple parameters--a prospective study. Radiology. 1990 Nov; 177(2): 499-502. PubMed
  39. Stirnemann JJ, Benoist G, Salomon LJ, et al. Optimal risk assessment of small-for-gestational-age fetuses using 31-34-week biometry in a low-risk population. Ultrasound Obstet Gynecol. 2014 Mar; 43(3): 311-6. PubMed
  40. Society for Maternal-Fetal Medicine Publications Committee E Berkley, SP Chauhan, A Abuhamad. Doppler assessment of the fetus with intrauterine growth restriction. Am J Obstet Gynecol. 2012 Apr; 206(4): 300-8. PubMed
  41. Benson CB, Doubilet PM. Doppler criteria for intrauterine growth retardation: predictive values. J Ultrasound Med. 1988 Dec; 7(12): 655-9. PubMed
  42. Morris RK, Malin G, Robson SC, et al. Fetal umbilical artery Doppler to predict compromise of fetal/neonatal wellbeing in a high-risk population: systematic review and bivariate meta-analysis. Ultrasound Obstet Gynecol. 2011 Feb; 37(2): 135-42. PubMed
  43. Burke G, Stuart B, Crowley P, et al. Is intrauterine growth retardation with normal umbilical artery blood flow a benign condition? BMJ. 1990 Apr 21; 300 (6731): 1044-5. PubMed
  44. Zollner U, Rehn M, Girschick G, et al. Obstetric management of fetal growth retardation. Z Geburtshilfe Neonatol. 2011 Apr; 215 (2): 49-59. PubMed 
  45. Lin CC, Santolaya-Forgas J. Current concepts of fetal growth restriction: part I. Causes, classification, and pathophysiology. Obstet Gynecol. 1998 Dec; 92(6): 1044-55.PubMed
  46. Vayssière C, Sentilhes L, Ego A, et al. Fetal growth restriction and intra-uterine growth restriction: guidelines for clinical practice from the French College of Gynaecologists and Obstetricians. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2015 Oct; 193: 10-8. PubMed
  47. Mintz MC, Landon MB. Sonographic diagnosis of fetal growth disorders. Clin Obstet Gynecol. 1988 Mar; 31(1): 44-52. PubMed
  48. Crane JP, Kopta MM. Prediction of intrauterine growth retardation via ultrasonically measured head/abdominal circumference ratios. Obstet Gynecol. 1979 Nov; 54(5): 597-601. PubMed
  49. Hadlock FP, Deter RL, Harrist RB, et al. A date-independent predictor of intrauterine growth retardation: femur length/abdominal circumference ratio. AJR Am J Roentgenol. 1983 Nov; 141(5): 979-84. PubMed
  50. Henson GL, Dawes GS, Redman CW. Antenatal fetal heart-rate variability in relation to fetal acid-base status at caesarean section. Br J Obstet Gynaecol. 1983 Jun;90(6):516-21. PubMed
  51. Henson GL, Dawes GS, Redman CW. Characterization of the reduced heart rate variation in growth-retarded fetuses. Br J Obstet Gynaecol. 1984 Aug; 91(8): 751-5. PubMed
  52. Smith JH, Anand KJ, Cotes PM, et al. Antenatal fetal heart rate variation in relation to the respiratory and metabolic status of the compromised human fetus. Br J Obstet Gynaecol. 1988 Oct; 95(10): 980-9. PubMed
  53. Kinzler WL, Vintzileos AM. Fetal growth restriction: a modern approach. Curr Opin Obstet Gynecol. 2008 Apr; 20(2): 125-31. PubMed
  54. Botsis D, Vrachnis N, Christodoulakos G. Doppler assessment of the intrauterine growth-restricted fetus. Ann N Y Acad Sci. 2006 Dec; 1092: 297-303. PubMed
  55. Ferrazzi E, Bulfamante G, Mezzopane R, et al. Uterine Doppler velocimetry and placental hypoxic-ischemic lesion in pregnancies with fetal intrauterine growth restriction. Placenta. 1999 Jul-Aug; 20(5-6): 389-94. PubMed
  56. Senat MV, Tsatsaris V. Prenatal management of isolated IUGR. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris). 2013 Dec; 42(8): 941-65. PubMed
  57. Baschat AA, Gembruch U, Harman CR. The sequence of changes in Doppler and biophysical parameters as severe fetal growth restriction worsens. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Dec;18(6):571-7. PubMed
  58. Baschat AA, Galan HL, Bhide A, et al. Doppler and biophysical assessment in growth restricted fetuses: distribution of test results. Ultrasound Obstet Gynecol. 2006 Jan; 27(1): 41-7. PubMed
  59. Turan S, Turan OM, Berg C, et al. Computerized fetal heart rate analysis, Doppler ultrasound and biophysical profile score in the prediction of acid-base status of growth-restricted fetuses. Ultrasound Obstet Gynecol. 2007 Oct; 30(5): 750-6. PubMed
  60. Visentin S, Londero AP, Grumolato F, et al. Timing of delivery and neonatal outcomes for small-for-gestational-age fetuses. J Ultrasound Med. 2014 Oct; 33(10): 1721-8. PubMed
  61. Baschat AA. Doppler application in the delivery timing of the preterm growth-restricted fetus: another step in the right direction. Ultrasound Obstet. 2004 Feb; 23(2): 111-8. PubMed
  62. Jouannic JM, Chanelles O, Rosenblatt J, et al. Screening and timing for the delivery of fetuses with intrauterine growth restriction of vascular origin. Gynecol Obstet Fertil. 2006 Mar; 34(3):2 48-53. PubMed
  63. The GRIT Study Group. When do obstetricians recommend delivery for a high-risk preterm growth-retarded fetus?. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1996 Aug; 67(2): 121-6. PubMed
  64. Baschat AA, Cosmi E, Bilardo CM, et al. Predictors of neonatal outcome in early-onset placental dysfunction. Obstet Gynecol. 2007 Feb; 109(2 Pt 1): 253-61. PubMed
  65. Mari G, Hanif F, Treadwell MC, et al. Gestational age at delivery and Doppler waveforms in very preterm intrauterine growth-restricted fetuses as predictors of perinatal mortality. J Ultrasound Med. 2007 May; 26(5): 555-9; quiz 560-2. PubMed
  66. Bilardo CM, Wolf H, Stigter RH, et al. Relationship between monitoring parameters and perinatal outcome in severe, early intrauterine growth restriction. Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 Feb; 23(2): 119-25. PubMed
  67. Unterscheider J, Daly S, Geary MP. Definition and management of fetal growth restriction: a survey of contemporary attitudes. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2014 Mar; 174: 41-5. PubMed
  68. Marsál K. Obstetric management of intrauterine growth restriction. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2009 Dec; 23(6): 857-70. PubMed
  69. Sharp A, Duong C2, Agarwal U3, et al. Screening and management of the small for gestational age fetus in the UK: A survey of practice. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2018 Oct 25; 231: 220-224. PubMed
  70. Valcamonico A, Danti L, Frusca T, et al. Absent end‐diastolic velocity in umbilical artery: risk of neonatal morbidity and brain damage. Am J Obstet Gynecol. 1994 Mar; 170(3): 796-801. PubMed 
  71. Baschat AA, Viscardi RM, Hussey-Gardner B, et al. Infant neurodevelopment following fetal growth restriction: relationship with antepartum surveillance parameters. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Jan; 33(1): 44-50. PubMed 
  72. Hales CN, Barker DJ, Clark PM, et al. Fetal and infant growth and impaired glucose tolerance at age 64. Br Med J. 1991 Oct 26; 303 (6809) :1019-22. PubMed | Full Text PMC
  73. Fall CH, Osmond C, Barker DJ, et al. Fetal and infant growth and cardiovascular risk factors in women. BMJ. 1995 Feb 18; 310 (6977): 428-32. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ
  74. Forsen T, Eriksson J, Tuomilehto J, et al. The fetal and childhood growth of persons who develop type 2 diabetes. Ann Intern Med. 2000 Aug 1; 133 (3): 176-82. PubMed
  75. Newsome CA, Shiell AW, Fall CHD, et al. Is birth weight related to later glucose and insulin metabolism? A systemic review. Diabet Med. 2003 May; 20 (5): 339-48. PubMed 
  76. Whincup PH, Kaye SJ, Owen CG, et al. Birth weight and risk of type 2 diabetes: a systematic review. JAMA. 2008 Dec 24; 300 (24): 2886-97. PubMed
  77. Kaijser M, Bonamy AK, Akre O, et al. Perinatal risk factors for diabetes in later life. Diabetes. 2009 Mar; 58 (3): 523-6. PubMed | Full Text PMC | Full Text Link
  78. Gatford KL, Kaur G, Falcão-Tebas F, et al. Exercise as an intervention to improve metabolic outcomes after intrauterine growth restriction. Am J Physiol Endocrinol Metab. 2014 May 1; 306 (9): E999-1012. PubMed | Full Text Link
  79. Darendeliler F. IUGR: Genetic influences, metabolic problems, environmental associations/triggers, current and future management. Best Pract Res Clin Endocrinol Metab. 2019 Jun; 33 (3): 101260. PubMed 
Νοεμβρίου 23, 2018

Περιγραφή και ορισμός

Εμβρυϊκός ύδρωπας (Hydrops fetalis) καλείται η παθολογική συσσώρευση ορώδους υγρού εντός δύο ή περισσότερων εμβρυϊκών διαμερισμάτων σε βαθμό ανάλογο με τη βαρύτητα της νόσου. Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να ανιχνευθούν υπερηχογραφικά και συμπεριλαμβάνουν οίδημα κρανίου/δέρματος > από 5mm, 1 ασκίτη, υπεζωκοτική και περικαρδιακή συλλογή, παρουσία πολυϋδραμνίου [δείκτης αμνιακού υγρού (AFI) > από 25cm ή μέγιστος κάθετος θύλακας (MVP) > από 8cm], 2 και πάχυνση πλακούντα ≥ 4 και 6cm στο 2ο και 3ο τρίμηνο, αντίστοιχα. 3 , 4

Ταξινόμηση

Με βάση την υποκείμενη αιτία, ο ύδρωπας ταξινομείται είτε ως άνοσος είτε ως μη-άνοσος Ο άνοσος ύδρωπας αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η υποκείμενη κατάσταση οφείλεται σε εμβρυϊκή αναιμία που αναπτύσσεται από αλλοανοσοποίηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων (RBC). Ο όρος μη-ανοσος ύδρωπας χαρακτηρίζει όλες εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει ένδειξη ασυμβατότητας μεταξύ μητρικού και εμβρυϊκού αίματος, ως προς το αντιγονικό σύστημα Rhesus ή και άλλα, σπανιότερα.

Δημογραφικά στοιχεία

Η πραγματική επίπτωση του εμβρυϊκού ύδρωπα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Πολλές μελέτες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τον προσδιορισμό των περιπτώσεων της επίπτωσης που συμπεριλαμβάνονται στις σειρές τους καθώς και στον πληθυσμό της μελέτης τους. Η αναφερόμενη επίπτωση κυμαίνεται από 1,37/1000-1/2000 5 ζώντες γεννήσεις που γίνονται δεκτοί σε μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών (NICU). Η εκτεταμένη χρήση της anti-D ανοσοσφαιρίνης οδήγησε στη μείωση της συνολικής επίπτωσης του άνοσου ύδρωπα τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Macafee και οι συνεργάτες το 1970, σημείωσαν ότι το 82% των περιπτώσεων ύδρωπα, αποτελεί δευτερογενή εκδήλωση ενός μεγάλου αριθμού ανωμαλιών. Η συχνότητα εμφάνισης μη άνοσου ύδρωπα έχει αναφερθεί ότι κυμαίνεται από 1/1500 έως 1/3800 γεννήσεις. Οι πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις αναφέρουν μετατόπιση της επίπτωσης, σχεδόν το 90% των περιπτώσεων ύδρωπα είναι δευτεροπαθείς σε ένα μη-ανοσο μηχανισμό.

Αιμόλυση από ισοανοσοποίηση

Αρχικά, ο άνοσος ύδρωπας περιγράφηκε το 1609 όταν μια γαλλίδα μαία διεκπεραίωσε τοκετό δίδυμων, εκ των οποίων το πρώτο δίδυμο ήταν υδρωπικό και θνησιγενές, ενώ το δεύτερο εμφάνιζε σοβαρό ίκτερο και στη συνέχεια απεβίωσε πιθανά λόγω πυρηνικού ίκτερου. 6 Η σχέση αυτή αναφέρθηκε και πάλι το 1932, όταν ο Diamond και οι συνεργάτες του περιέγραψαν μια νόσο η οποία χαρακτηριζόταν από αναιμία, ίκτερο και συσχετιζόταν με ερυθροβλάστωση και αιμόλυση. Παρά τα περιγραφέντα κλινικά χαρακτηριστικά η αιτιοπαθολογία παρέμενε σε μεγάλο βαθμό άγνωστη. Το 1938, ο Darrow περιγράφει την έννοια της αντίδρασης αντιγόνου-αντισώματος που οδηγεί σε νεογνικό ίκτερο. 8 Καθοριστικής σημασίας όμως για την πλήρη κατανόηση της νόσου ήταν η ανακάλυψη των Landsteiner και Weiner, το 1940, του παράγοντα Rhesus (Rh). Το 1941, ο Levine και οι συνεργάτες του περιέγραψαν την παθοφυσιολογία της νόσου στην μελέτη τους η οποία αφορούσε πέντε ασθενείς. Οι ερευνητές αυτοί, παρατήρησαν ότι οι Rh-αρνητικές έγκυες γυναίκες σχημάτιζαν Rh-θετικά αντισώματα στα ερυθροκύτταρά τους, τα οποία στην συνέχεια διαμέσου του πλακούντα περνούσαν στο έμβρυο οδηγώντας το σε βαριά αναιμία (ερυθροβλάστωση). 10 Η πρόληψη του άνοσου ύδρωπα είναι δυνατή και ήδη εφαρμόζεται από την δεκαετία του 1960. Ο William Pollack, σε συνεργασία με τους Vincent J. Freda και John G. Gorman, ανέπτυξαν μια γ-σφαιρίνη από anti-D ορό. Αυτή η γ-σφαιρίνη χορηγήθηκε σε RhD-αρνητικές έγκυες οι οποίες στη συνέχεια απέτυχαν να αναπτύξουν anti-D αντισώματα όταν εκτέθηκαν σε RhD-θετικά ερυθρά αιμοσφαίρια. 11 Παράλληλα, ο Finn και οι συνεργάτες του διερεύνησαν την πιθανή πρόληψη της αιμολυτικής νόσου Rh. Εισήγαγαν ραδιενεργά επισημασμένα Rh-θετικά ερυθρά αιμοσφαίρια σε Rh-αρνητικούς άνδρες. Απέδειξαν, ότι η χορήγηση anti-D γ-σφαιρίνης οδηγούσε τα Rh-θετικά ερυθροκύτταρα σε σύνδεση με τα αντισώματα και στην συνέχεια στην ταχύτερη καταστροφή τους. 12 Αργότερα, ο Hamilton εμβολίαζε RhD-αρνητικές πρωτέγκυες γυναίκες και απέδειξε πως η στρατηγική αυτή απέτρεπε το σχηματισμό anti-D αντισωμάτων στην δεύτερη εγκυμοσύνη καθώς οδηγούσε σε βελτιωμένα περιγεννητικά αποτελέσματα. 13 Όμως, καθοριστικής σημασίας για την εκτεταμένη χρήση της anti-D ανοσοσφαιρίνης υπήρξε η μελέτη του Pollack και των συνεργατών του η οποία έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη των σημερινών κατευθυντήριων οδηγιών και πρακτικών οι οποίες εφαρμόζονται σε όλο τον κόσμο. 14

Παθοφυσιολογία άνοσου ύδρωπα

Η παθοφυσιολογία του άνοσου ύδρωπα εγείρεται με την Rh (ισο)ανοσοποίηση. Το έμβρυο κληρονομεί τα μισά γενικά χαρακτηριστικά από τη μητέρα και τα υπόλοιπα μισά από τον πατέρα και έτσι η ομάδα αίματός του μπορεί να είναι διαφορετική από αυτήν της μητέρας του. Κάποιες εμβρυϊκές ομάδες αίματος δρουν αντιγονικά στην μητρική κυκλοφορία που δεν διαθέτει αυτή την ομάδα και στην συνέχεια εγκαθίστανται στην κυτταρική μεμβράνη των ερυθρών αιμοσφαιρίων (RBCs) της μητέρας. Η Rh (ισο)ανοσοποίηση προκαλείται είτε με μετάγγιση ασύμβατου αίματος στην μητέρα είτε με την αμνιοπαρακέντηση, την βιοψία χοριακής λάχνης, το τραύμα και την αποκόλληση στην κύηση και τον τοκετό. Εφόσον εισέλθει ικανή ποσότητα εμβρυϊκού αίματος στην μητρική κυκλοφορία, τότε προκαλείται ανοσοποιητική απάντηση από την μητέρα με την δημιουργία αντισωμάτων τα οποία διέρχονται τον πλακουντιακό φραγμό. Στην συνέχεια τα αντισώματα αυτά αντιδρούν με τα ερυθρά αιμοσφαίρια του εμβρύου προκαλώντας αιμολυτική αναιμία.

Η γενετική του συστήματος Rh είναι περίπλοκη. Ο παράγοντας Rh είναι ένα από τα πλέον πολύπλοκα συστήματα του αίματος καθώς περιέχει πάνω από 50 διαφορετικά αντιγόνα. 15  Οι γονιδιακές ανακατατάξεις του συστήματος Rh μπορούν να δημιουργήσουν υβριδικές πρωτεΐνες και πρόσθετη αντιγονική έκφραση. Ωστόσο, μικρός μόνο αριθμός από αυτά τα αντιγόνα παρουσιάζει κλινικό ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια της κύησης καθώς δύναται να οδηγήσει στο σχηματισμό αντισωμάτων και αλλοανοσοποίησης. Τα αντιγόνα Rh (D) και Rh (CcEe) ευθύνονται για το σύνολο των περιπτώσεων της εμβρυϊκής ερυθροβλάστωσης τα οποία και κωδικοποιούνται από δύο γονίδια που βρίσκονται στον βραχύ σκέλος του χρωμοσώματος 1 και είναι τα γονίδια RhD και RhCE. 16 Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να κληρονομήσουν από κάθε γονέα τρία ζεύγη Rh αντιγόνων: Cc, Dd και Ee. Δυνητικά λοιπόν, κάποιος μπορεί να είναι ετερόζυγος ή ομόζυγος για κάθε κληρονομούμενο αλληλόμορφο. Η Rh-θετική ή Rh-αρνητική κατάσταση του ασθενούς προσδιορίζεται από την παρουσία ή την απουσία (ή την πιθανή μη έκφραση) της θέσης του αντιγόνου D. Το Rh (CcEe) έχει λιγότερα αλληλόμορφα καθώς έχει αναφερθεί περιορισμένος αριθμός μεταλλάξεων. Τα αλληλόμορφα Cc και Ee είναι κωδικοποιητικά αλληλόμορφα τα οποία εκφράζονται με ετερόζυγο τρόπο. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το σύμβολο "d" δείχνει απλώς την απουσία του αντιγόνου D καθώς δεν υπάρχει αλληλόμορφο "d".

Το αντιγόνο RhD αποτελεί μια διαμεμβρανική πρωτεΐνη η οποία βρίσκεται στην επιφάνεια των ερυθροκυττάρων και περιέχει αρκετούς εξωκυτταρικούς βρόχους. Περισσότερα από 150 αλληλόμορφα έχουν ανιχνευτεί μέχρι σήμερα στο γονίδιο RHD. 17  Η επίπτωση του αντιγόνου RhD ποικίλλει ανάλογα με τη φυλή και την εθνότητα. Rh-αρνητικά άτομα αναφέρονται στο 1% περίπου των πληθυσμών της Κίνας και της Ιαπωνίας, ενώ στη φυλή των Βάσκων στη βόρεια Ισπανία το ποσοστό επίπτωσης αυξάνει περίπου σε 30%. 18  Στους Καυκάσιους πληθυσμούς της Ευρώπης η επίπτωση είναι 15%, ενώ στους Ισπανόφωνους και τους Αφροαμερικανούς η επίπτωση κυμαίνεται μεταξύ 3% και 7%. Επίσης, μεταξύ αρκετών Αφρικανικών πληθυσμών περιγράφηκε μια παραλλαγή του γονιδίου RhD γνωστή και ως ψευδογονίδιο RhD (Rh ψ). Αυτό το ψευδογονίδιο RhD ανιχνεύεται σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 60% των Rh αρνητικών μαύρων της Αφρικής. 19 Ασυμβατότητες σε άλλα αντιγόνα Kelly, Duffy, Kidd, MNSS, Diego, Dombrock, P, c, E και C μπορούν επίσης να προκαλέσουν σημαντικής βαρύτητας νόσο. 20 , 21

Άγνωστος παραμένει ο ακριβής αριθμός των Rh θετικών εμβρυϊκών ερυθροκυττάρων που απαιτούνται για να προκαλέσουν μητρική (αλλο)ανοσοποίηση. Πάντως, τα 0,25 ml εμβρυϊκού αίματος υπολογίστηκαν ως η ελάχιστη ποσότητα που απαιτείται για την δημιουργία αλλοανοσοποίησης. Μετά την πρώτη έκθεση στο αντιγονικό φορτίο του εκάστοτε Rh αντιγόνου, ο μητρικός οργανισμός παράγει αντισώματα IgM σε διάστημα 6 εβδομάδων έως ένα έτος. Τα αντισώματα IgM δεν διέρχονται τον πλακούντα και συνεπώς η πρώτη εγκυμοσύνη συνήθως δεν επηρεάζεται. Ωστόσο, μια δεύτερη έκθεση στο αντιγονικό φορτίο μπορεί να προκαλέσει την διαφοροποίηση των Β λεμφοκυττάρων και τον πολλαπλασιασμό τους στα κύτταρα του πλάσματος. Αυτή η μνημονική απάντηση του ανοσοποιητικού συστήματος της μητέρας χαρακτηρίζεται από την ταχύτατη παραγωγή των αντισωμάτων IgG, σχεδόν εξ ολοκλήρου. Αυτά τα αντισώματα IgG μπορούν να διασχίσουν τον μητροπλακουντιακό φραγμό, συνδέονται με τα αντίστοιχα αντιγόνα της κυτταρικής μεμβράνης των ερυθροκυττάρων και τα καταστρέφουν, προκαλώντας εμβρυϊκή αιμόλυση και αναιμία.

Η εμβρυϊκή ερυθροβλάστωση ξεκινάει με την εμφάνιση του λεκιθικού ασκού την 21η ημέρα. Το Rh αντιγόνο μπορεί να εκφραστεί ήδη από την 30η ημέρα της κύησης. Μετά τη δεύτερη έκθεση, παρατηρείται αύξηση της παραγωγής των αντισωμάτων IgG που οδηγεί σε αύξηση των μητρικών τίτλων. Αυτά τα μητρικά αντισώματα αναγνωρίζονται και προσκολλώνται στο αντιγόνο του ξενιστή στην επιφάνεια των Rh θετικών εμβρυϊκών ερυθροκυττάρων (RBCs). Το αντίσωμα IgG στερείται της ικανότητας δέσμευσης του συμπληρώματος και συνεπώς τα επικαλυμμένα με αντίσωμα εμβρυϊκά ερυθροκύτταρα απομονώνονται από τα μακροφάγα κύτταρα των ιστών και καταστρέφονται εξωαγγειακά από το δικτυοενδοθηλιακό σύστημα. Αυτή η αλυσίδα συμβάντων οδηγεί στην ανάπτυξη της εμβρυϊκής αναιμίας. Καθώς μειώνεται η διάρκεια της ζωής του εμβρυϊκού ερυθροκυττάρου λόγω αιμόλυσης, το αιμοποιητικό σύστημα επιφορτίζεται με ένα επιπλέον έργο-αυξημένης παραγωγής ερυθροβλαστών-από τα πρώιμα ακόμη στάδια της ήπιας εμβρυϊκής αναιμίας. Όμως, με την εγκατάσταση σοβαρής αναιμίας (ερυθροβλάστωση), επιστρατεύεται μια εκσεσημασμένη εξω-μυελική παραγωγή άωρων ερυθροβλαστών στο ήπαρ και την σπλήνα, η οποία βαθμιαία οδηγεί σε ηπατοσπληνομεγαλία. 22 Η σοβαρή ερυθροβλάστωση οδηγεί σε μειωμένη παροχή οξυγόνου και υποξία τα περιφερειακά εμβρυϊκά όργανα και σε παράλληλη αύξηση της καρδιακής παροχής ως μηχανισμό αντιστάθμισης αυτής της κατάστασης. Ωστόσο, αυτός ο μηχανισμός μπορεί να είναι ανεπαρκής στην διατήρηση επαρκούς αιμάτωσης των ιστών. Η απώλεια της ρύθμισης της λειτουργίας των εμβρυϊκών ερυθροκυττάρων συμβάλλει στην διαταραχή της οξεοβασικής ισορροπίας. Ο Soothill και οι συνεργάτες του ανέφεραν αύξηση της συγκέντρωσης του γαλακτικού οξέος στην ομφαλική αρτηρία όταν τα επίπεδα της εμβρυϊκής αιμοσφαιρίνης ήταν < από 8g/dL και αύξηση της συγκέντρωσης των γαλακτικών στην ομφαλική φλέβα όταν τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης μειώθηκαν στα 4g/dL. 23 Ο ακριβής μηχανισμός που οδηγεί σε εμβρυϊκό ύδρωπα δεν είναι πλήρως κατανοητός. Ωστόσο, η εγκατάσταση σοβαρής αναιμίας με επίπεδα αιμοσφαιρίνης < από 7g/dL εγείρει την παρουσία ύδρωπα. 22

Κάποιες μελέτες έδειξαν ότι η ελαττωμένη πρωτεϊνική σύνθεση (υποαλβουμιναιμία) οδηγεί σε μειωμένη κολλοειδωσμωτική πίεση καθώς και σε αυξημένη εξαγγείωση υγρών, οπότε, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η αιτία ανάπτυξης ύδρωπα (ασκίτη). 24 , 25 Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες έδειξαν φυσιολογική συγκέντρωση λευκωματίνης σε υδρωπικά έμβρυα γεγονός που δεν συνάδει με αυτή την υπόθεση. 26 Ενοχοποιήθηκαν όμως, και άλλοι παράμετροι οι οποίοι αυξάνουν την αγγειακή διαπερατότητα (εξαγγείωση). Κατ' αρχήν, η εμβρυϊκή ερυθροβλάστωση (βαριά αιμολυτική αναιμία) προκαλεί ιστική υποξία λόγω αιμοσιδήρωσης, 27 μεταβολική οξέωση και υπερχολερυθριναιμία, 28 η οποία αν και έχει νευροτοξική δράση απομακρύνεται ενδομήτρια διαμέσου του πλακούντα και μεταβολίζεται στην μητρική κυκλοφορία. Σε μεταγενέστερο στάδιο, η αυξημένη πίεση στην ομφαλική φλέβα συνδέθηκε με ηπατομεγαλία, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια 29 , 30 και απόφραξη της λεμφικής ροής. Η ενδομήτρια μετάγγιση συμπυκνωμένων ερυθρών μείωσε την πίεση στην ομφαλική φλέβα μετά την πάροδο 24ώρου. 31

Μη άνοσος ύδρωπας

Σήμερα, είναι γνωστό ότι ο μη άνοσος ύδρωπας (ΜΑΥ) δεν αποτελεί συγκεκριμένη νόσο αλλά μάλλον μία όψιμη εκδήλωση διαφόρων σοβαρών παθήσεων, περισσοτέρων από 100, ποικίλης αιτιολογίας.

 

 Αιτιολογία μη άνοσου ύδρωπα

1. Κεφαλή

·         Ενδοκρανιακή αιμορραγία

·         Ανεύρυσμα φλέβας του GALEN

·         Όγκοι ΚΝΣ

7. Σκελετικές δυσπλασίες

·         Θανατοτρόπος δυσπλασία

·         Ασφυκτική θωρακική δυσπλασία (σύνδρομο JEUNE)

·         Αχονδροπλασία

·         Αχονδρογένεση

·         Σύνδρομο βραχέων πλευρών – πολυδακτυλίας

·         Χονδροδυσπλασία Punctata

·         Ατελής οστεογένεση τύπος ΙΙ

·         Θανατηφόρος οστεοπέτρωση

2. Θώρακας

·            Ανατομικές ανωμαλίες καρδιακών κοιλοτήτων και μεγάλων αγγείων

·            Όγκοι καρδιάς – Θώρακος

·            Μυοκαρδίτιδα

·            Αρρυθμίες (βραδυκαρδία – ταχυκαρδία)

·            Κυστική αδενωματώδης δυσπλασία (CCAM)

·            Ατρησία λάρυγγος

·            Συστροφή πνεύμονος

8. Μεταβολικές διαταραχές

·         Σφιγγομυελινοείδοση

·         Μουκοπολυσακχαρίδωση

·         Έλλειψη G-6-PD (Glucose 6-PD)

·         Υπερθυρεοειδισμός

·         Υποθυρεοειδισμός

3. Γαστρεντερικό

·            Διαφραγματοκήλη

·            Εντερική απόφραξη – διάτρηση (περιτονίτιδα εκ μηκωνίου)

·            Ηπατίτιδα

·            Κίρρωση – πυλαία υπέρταση

9. Σύνδρομα

·         Noonan

·         Opitz-Frias syndrome

·         Cornelia de Lange syndrome

·         Συγγενής πολλαπλή αρθρογρύπωση

·         Συγγενής μυοτονική δυστροφία

·         Πολλαπλού πτερυγίου

·         Υποτροπιάζον κυστικό ύγρωμα

·         Υποφωσφατάσια

4. Ουροποιητικό

·         Συγγενής νέφρωση (Finnish type)

·         Αποφρακτική νόσος (ρήξη ουροδόχου)

·         Πολυκυστική νόσος νεφρού (ARCKD, ADCKD)

·         Θρόμβωση νεφρικής φλέβας

10. Χρωμοσωμικές ανωμαλίες

·         Τρισωμίες 10, 13, 15, 16, 18, 21

·         Τριπλοειδία

·         Τετραπλοειδία

·         Σύνδρομο Turner

·         46XX/XY Μωσαϊκό

·         49 ΧΧΧΧΥ

·         Άλλες δομικές ανωμαλίες (μερικός διπλασιασμός, έλλειμμα, διαμετάθεση)

5. Αιμοποιητικό

·         Α΄ θαλασσαιμία

·         Εμβρυομητρική αιμορραγία

·         Αιμορραγία εμβρύου ενδοκοιλοτική (εντέρου, κρανίου, όγκος)

·         Σύνδρομο μετάγγισης από δίδυμο σε δίδυμο

·         Ελαττωμένη παραγωγή ερυθρών

11. Ανωμαλίες πλακούντα και ομφάλιου λώρου

·         Χοριοαγγείωμα

·         Αγγειομύξωμα ομφάλιου λώρου

·         Αιμορραγία αγγείων πλακούντα

·         Ανεύρυσμα ομφαλικής αρτηρίας

·         Αληθής κόμβος- συστροφή ομφάλιου λώρου

·         Θρόμβωση ομφαλικής φλέβας

·         Υποχοριακό αιμάτωμα πλακούντα

6. Λοιμώδη

·            Λοίμωξη παρβοϊού Β19

·            Κυτταρομεγαλοϊός (CMV)

·            Τοξοπλάσμωση

·            Σύφιλη

·            Ερυθρά

·            Ανεμευλογιά

·            Έρπης

·            Αδενοϊοί

·            Ιοί Coxsakie

·            Ηπατίτιδα Α’

·            Λιστερίωση

·            Λεπτοσπείρωση

12. Όγκοι

·           Τεράτωμα (μεσοθωρακίου, εγκεφάλου, ενδοπεριτοναϊκό, ιεροκοκκυγικό)

·           Ηπατοβλάστωμα

·           Ινοσάρκωμα μεσοθωρακίου

·           Συγγενές νευροβλάστωμα

·           Αμάρτωμα

·           Μεσοβλαστικό νέφρωμα

Ανεξάρτητα όμως από την αιτιολογία το τελικό αποτέλεσμα του ΜΑΥ οφείλεται στην αύξηση της πίεσης στο φλεβικό σύστημα, την παρακώλυση της παροχέτευσης της λέμφου, στην αύξηση της διαπερατότητας των αγγείων και στην καρδιακή ανεπάρκεια. Υποστηρίζεται ότι το 55-65% των περιπτώσεων ΜΑΥ που ανιχνεύεται προγεννητικά έχει συγκεκριμένη αιτιολογία. 32 , 33  Άλλοι, ανεβάζουν το ποσοστό στο 85%. 34 Ωστόσο, ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 85% όταν λαμβάνεται υπόψιν η μεταγεννητική αξιολόγηση. Όμως, σε ένα σημαντικό ποσοστό των περιπτώσεων αυτών εξακολουθούν να είναι άγνωστα τα αιτία. Οι περισσότερες μελέτες υποδεικνύουν ότι οι καρδιαγγειακές αιτίες, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν αρρυθμίες, κατασκευαστικές ανωμαλίες και ποικίλες καρδιομυοπάθειες, είναι οι συνηθέστερες αιτίες που οδηγούν σε ΜΑΥ. Το 16% των περιπτώσεων ΜΑΥ οφείλεται σε χρωμοσωμική αιτία, ενώ οι αιματολογικές ανωμαλίες συμβάλλουν στο 4% έως 12% των περιπτώσεων της νόσου. 35

Παθοφυσιολογία μη άνοσου ύδρωπα

Ο ακριβής μηχανισμός του ΜΑΥ παραμένει μια πρόκληση εξαιτίας της διαφορετικότητας της υποκείμενης αιτίας και σε κάποιες περιπτώσεις τα αίτια παραμένουν ασαφή. Γενικά, ο παθογενετικός μηχανισμός πρόκλησης του ΜΑΥ, οφείλεται στη συμμετοχή μιας ή περισσοτέρων από τις επόμενες 4 καταστάσεις: α) σοβαρή αναιμία, β) αιμοδυναμική δυσλειτουργία, γ) υποπρωτεϊναιμία και δ) λεμφαγγειακή δυσπλασία. Σε φυσιολογικές συνθήκες το εξωκυττάριο υγρό επιστρέφει από τον ενδιάμεσο χώρο στον αγγειακό χώρο διαμέσου του λεμφικού συστήματος. Η υδροστατική πίεση του φλεβικού συστήματος καθορίζει την δυνατότητα παροχέτευσης της λέμφου διαμέσου του φλεβικού δικτύου. Σε περίπτωση καρδιακής ανεπάρκειας, ελαττωμένου κλάσματος εξώθησης, μειωμένης κολλοειδωσμωτικής πίεσης, υποξαιμίας και αυξημένης διαπερατότητας των τριχοειδών αγγείων προκαλείται παρακώλυση του λεμφικού δικτύου, εξαγγείωση υγρών στον ενδιάμεσο χώρο και τελικά δημιουργείται ύδρωπας. 36 Μερικά παραδείγματα τέτοιων καταστάσεων συμπεριλαμβάνουν κατασκευαστικές καρδιακές ανωμαλίες που οδηγούν σε αύξηση της πίεσης στην δεξιά καρδιά και σε αυξημένη κεντρική φλεβική πίεση, απόφραξη της φλεβικής ή της αρτηριακής ροής αίματος λόγω όγκων θώρακος, ανεπαρκής διαστολική πλήρωση κοιλιών κατά την εμβρυϊκή αρρυθμία. Επίσης η ίνωση του ήπατος και κατά συνέπεια μειωμένη ηπατική λειτουργία και υποαλβουμιναιμία ή μειωμένη ωσμωτική πίεση σε συγγενή νέφρωση, η σοβαρή εμβρυϊκή αναιμία που οφείλεται σε έλλειψη παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων (RBC), απώλεια αίματος ή αυξημένη καταστροφή RBC μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια, διαταραχή της οσμωτικής πίεσης και τελικά ύδρωπα.

Ορισμένες συγγενείς λοιμώξεις μπορεί να οδηγήσουν σε ΜΑΥ. Οι προτεινόμενοι μηχανισμοί ποικίλλουν ανάλογα με την υποκείμενη αιτία. Κάποια παθογόνα μπορεί να προκαλέσουν φλεγμονώδη αντίδραση που καταλήγει σε αυξημένη διαπερατότητα των τριχοειδών αγγείων. Ο παθογόνος μικροοργανισμός μπορεί επίσης να προσβάλει το ήπαρ και τον καρδιακό ιστό, προκαλώντας άμεσα εμβρυϊκή ηπατίτιδα ή μυοκαρδίτιδα ή και καταστολή του μυελού των οστών όπως στην περίπτωση του παρβοϊού Β19.

Χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Turner (45, Χ), μπορεί να προκαλέσουν δυσπλασία λεμφικού αγγείου και απόφραξη που μπορεί να οδηγήσει σε σχηματισμό κυστικού υγρώματος. Εμβρυϊκές κατασκευαστικές ανωμαλίες διαφόρων συστημάτων, όπως μυοσκελετικού, ΚΝΣ και γαστρεντερικού, συσχετίστηκαν με ύδρωπα, αν και ο ακριβής μηχανισμός μπορεί να μην είναι πάντοτε γνωστός.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η διάγνωση του εμβρυϊκού ύδρωπα μπορεί να γίνει εύκολα με το υπερηχογράφημα. Το οίδημα του δέρματος είναι σταθερό εύρημα ανεξάρτητα από την αιτιολογία του ύδρωπα και χαρακτηρίζεται από πάχος δέρματος > από 5mm. Η μέτρηση λαμβάνεται σε εγκάρσια άποψη κεφαλής ή κοιλιάς εμβρύου. Ο ασκίτης διαπιστώνεται με την απεικόνιση περιοχών χαμηλής ηχογένειας οι οποίες περιβάλλουν τις εντερικές έλικες. Εξαιτίας της ύπαρξης υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα, τα εμβρυϊκά ενδοκοιλιακά όργανα απεικονίζονται ευκρινώς. Με την επιδείνωση της αναιμίας και την προοδευτική αύξηση του υγρού προκαλείται διόγκωση της κοιλιάς και στις σοβαρές περιπτώσεις το ήπαρ και οι εντερικές έλικες φαίνονται να επιπλέουν μέσα σε αυτό. Η ηπατοσπληνομεγαλία είναι συχνότερη στον άνοσο, αλλά μπορεί να ανευρεθεί και στον μη άνοσο ύδρωπα. Αντικρουόμενα είναι τα βιβλιογραφικά δεδομένα σχετικά με την αξία της εκτίμησης του μεγέθους του ήπατος. Κατά τον Nicolaides και συνεργάτες η εκτίμησης του μεγέθους του ήπατος δεν σχετίζεται με την σοβαρότητα της αναιμίας ενώ οι Vintzileos και συνεργάτες υποστηρίζουν ότι η αύξηση του ήπατος κατά 5mm εβδομαδιαίως αποτελεί δυσμενές προγνωστικό στοιχείο. Οι πλευριτικές συλλογές διαγιγνώσκονται με την απεικόνιση υγρού μεταξύ θωρακικού τοιχώματος και πνευμόνων (συνήθως στη βάση των πνευμόνων). Οι περικαρδιακές συλλογές διαπιστώνονται σε επιμήκη και εγκάρσια άποψη του εμβρυϊκού θώρακα. Περικαρδιακή συλλογή μπορεί να ανευρεθεί και σε φυσιολογικά έμβρυα μετά την 20η εβδομάδα. Απεικονίζεται ως υποηχογενής δακτύλιος με πάχος > των 2mm. 37 – 42 Ένα άλλο εύρημα που χαρακτηρίζει το 75% των περιπτώσεων μη άνοσου ύδρωπα είναι το υδράμνιο, 43 ενώ σπανιότερα ανευρίσκεται οίδημα του πλακούντα με πάχος μεγαλύτερο από 4cm. 38 Στο Doppler υπερηχογράφημα, ανευρίσκεται συχνά ανάστροφη ροή αίματος στο φλεβικό δίκτυο οδηγώντας σε αύξηση της κεντρικής φλεβικής πίεσης, η οποία απεικονίζεται με χαρακτηριστική κυματοειδή ροή στην ομφαλική φλέβα. Ταυτόχρονα, οι αυξημένες αντιστάσεις στο ήπαρ προκαλούν πυλαία υπέρταση και αυξημένες ταχύτητες στον φλεβώδη πόρο.

Η διάγνωση του ύδρωπα συνήθως πραγματοποιείται από την 20η-29η εβδομάδα της κύησης 44 καθώς η εμβρυϊκή απώλεια σπάνια εμφανίζεται πριν από την 28η εβδομάδα κύησης. Μετά την υπερηχογραφική διάγνωση του εμβρυϊκού ύδρωπα και αφού καθορισθεί ότι πρόκειται για τον μη άνοσο τύπο, ακολουθεί η διερεύνηση της πιθανής αιτίας. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να γίνεται προσεκτική διερεύνηση της ανατομίας του εμβρύου και να δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην εμβρυϊκή καρδιά και τον θώρακα. Θα πρέπει επίσης να εκτιμηθεί η καρδιακή συχνότητα και ο καρδιακός ρυθμός, ενώ ο πλακούντας θα πρέπει να εξετάζεται για χοριοαγγειώματα.

Στρατηγική διαχείρισης

Αντιμετώπιση μη ευαισθητοποιημένης Rh αρνητικής κυήσεως

Η πρόληψη αποτελεί θεμέλιο λίθο στην διαχείριση της Rhesus ευαισθητοποίησης. Κατά την πρώτη μαιευτική επίσκεψη θα πρέπει να λαμβάνεται πλήρες ιστορικό των μαιευτικών συμβάντων σε όλες τις ασθενείς. Οι ιδιαιτερότητες και οι λεπτομέρειες προηγούμενων μεταγγίσεων ή προϊόντων αίματος είναι ζωτικής σημασίας στον προσδιορισμό ασθενών υψηλού κινδύνου. Ο αρχικός εργαστηριακός έλεγχος θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει την ομάδα αίματος ABO και τον έλεγχο αντισωμάτων RhD της μητέρας. Ο προσδιορισμός της έμμεσης Coombs είναι η δημοφιλέστερη μέθοδος ανίχνευσης των μητρικών αντισωμάτων έναντι του αντιγόνου D αλλά και των άλλων αντιγονικών συστημάτων των ερυθρών αιμοσφαιρίων στον μητρικό ορό. Ο έλεγχος της ομάδας ΑΒΟ του πατέρα είναι χρήσιμος διότι ασυμβατότητα στο σύστημα αίματος του πατέρα προφυλάσσει το έμβρυο σε περίπτωση Rhesus ισοανοσοποίησης. Σε αντίθετη περίπτωση απαιτείται προσδιορισμός του γονότυπου Rh του εμβρύου. Παλαιότερη τεχνική ήταν η εφαρμογή PCR σε αμνιακά κύτταρα, απαιτούνταν δηλαδή αμνιοκέντηση. Η πλέον σύγχρονη μέθοδος που χρησιμοποιεί ελεύθερο εμβρυϊκό DNA της μητρικής κυκλοφορίας, ανιχνεύεται από την 38η ημέρα της κύησης 45 , 46  και έχει ποσοστό διαγνωστικής ακρίβειας 100% σύμφωνα με κάποιες μελέτες. 47 , 48  Ωστόσο, μία μετα-ανάλυση που συμπεριελάμβανε 37 εργασίες κατέληξε στο συμπέρασμα πως αυτή η μέθοδος είχε συνολική διαγνωστική ακρίβεια 94,8%, ευαισθησία 95,4% και ειδικότητα 98,6% στον προσδιορισμό του εμβρυϊκού γονοτύπου Rh. 49

Πολλές ευρωπαϊκές χώρες σήμερα με διαφορετικούς πληθυσμούς ασθενών και ασφαλιστικά προγράμματα πληρωμών υιοθέτησαν επιτυχώς τον μη επεμβατικό έλεγχο RhD ως μέρος ενός πρωτοκόλλου διαχείρισης γυναικών που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο αλλοανοσοποίησης RhD. 50 Εάν η έγκυος είναι RhD αρνητική, θα πρέπει να ελέγχεται εάν θα είναι υποψήφια για προφυλακτική Rh ανοσοποίηση, οπότε εκτελείται η δοκιμασία της έμμεσης Coombs. Τίτλος μητρικών αντισωμάτων < από 1/16, θεωρείται καθησυχαστικός για την επιβίωση του εμβρύου. Τίτλος μητρικών αντισωμάτων > από 1/16, είναι ενδεικτικός πιθανής αιμολυτικής νόσου στο έμβρυο και αποτελεί ένδειξη για περαιτέρω διερεύνηση, με επανέλεγχο ανά 2 εβδομάδες. Στις 24-28 εβδομάδες της κύησης επαναλαμβάνεται ο έλεγχος των μητρικών αντισωμάτων RhD. Επί αρνητικής δοκιμασίας η έγκυος καθίσταται υποψήφια για παθητική anti-D προφύλαξη μέσω χορήγησης ειδικής ανοσοσφαιρίνης. Αν και ο ακριβής μηχανισμός δράσης της anti-D ανοσοσφαιρίνης παραμένει άγνωστος, 51 εντούτοις αυτή η στρατηγική αποδείχθηκε αποτελεσματική. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνιστάται η εφάπαξ χορήγηση μιας δόσης 300 μg anti-D ανοσοσφαιρίνης, στις 28 εβδομάδες της κύησης. 52 Μετά τη χορήγηση της ανοσοπροστασίας στις 28 εβδομάδες της κύησης, ορισμένοι ειδικοί προτείνουν την χορήγηση δεύτερης δόσης 300 μg anti-D ανοσοσφαιρίνης αν δεν πραγματοποιηθεί τοκετός εντός διαστήματος 12 εβδομάδων από τη αρχική ανοσοπροστασία. 53 Προφυλακτική δόση 300 μg anti-D ανοσοσφαιρίνης είναι αρκετή για να αποτρέψει την έκθεση που παράγουν 30 ml RhD-θετικού εμβρυϊκού αίματος. 54

Οι τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες υποδεικνύουν ότι αν μια RhD αρνητική μητέρα αποκτήσει ένα RhD θετικό νεογνό, θα πρέπει να υποβάλλεται σε παθητική ανοσοποίηση με anti-D ανοσοσφαιρίνη εντός 72 ωρών από τον τοκετό, ή έως και 28 ημέρες μετά τον τοκετό. Η τελευταία αυτή στρατηγική θεωρείται εξίσου αποτελεσματική με την πρώτη. 53  Επίσης, γυναίκες που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για αλλοανοσοποίηση Rh θα πρέπει να λάβουν μια προφυλακτική δόση ανοσοσφαιρίνης μετά από οποιοδήποτε μαιευτικό συμβάν ή διαδικασία που την θέτει σε κίνδυνο εμβρυομητρικής αιμορραγίας και αλλοανοσοποίησης. Στις Rh ευαισθητοποιημένες τα επίπεδα του μητρικού τίτλου αντισωμάτων θα πρέπει να επαναλαμβάνονται κάθε 4 εβδομάδες κατά τη διάρκεια του α' και β΄ τριμήνου και κάθε 2 εβδομάδες κατά τη διάρκεια του γ΄ τριμήνου για να προσδιοριστεί ο κίνδυνος εμφάνισης αιμολυτικής νόσου. Η εμβρυομητρική ασυμβατότητα προστατεύει και μειώνει τον κίνδυνο αλλοανοσοποίησης. Εάν ένα έμβρυο είναι RhD θετικό και το σύστημα ABO ασυμβίβαστο με αυτό της μητέρας, τότε μειώνεται ο κίνδυνος αλλοανοσοποίησης περίπου σε 2%.

Αντιμετώπιση κυήσεως με ισοανοσοποίηση

Μετά την ισοανοσοποίηση της εγκύου, υπάρχει κίνδυνος αναιμίας στο έμβρυο. Αρκετές επεμβατικές τεχνικές επιτρέπουν την άμεση αξιολόγηση της εμβρυϊκής αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη. Φυσιολογικά, η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης στο έμβρυο αυξάνεται με την πρόοδο της κύησης και οι περιοχές αναφοράς της εμβρυϊκής αιμοσφαιρίνης έχουν καθοριστεί χρησιμοποιώντας τη δειγματοληψία εμβρυϊκού αίματος. Η ομφαλιδοπαρακέντηση μπορεί να ανιχνεύσει με ακρίβεια την εμβρυϊκή αναιμία. Ωστόσο, η τεχνική αυτή συνεπάγεται κίνδυνο απώλειας της εγκυμοσύνης και απώλεια εμβρύου που κυμαίνεται από 0,9% έως 3,2%. 55 Στο παρελθόν, μια άλλη μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε στην εκτίμηση της εμβρυϊκής αναιμίας ήταν η αμνιοκέντηση η οποία μετρούσε τα επίπεδα χολερυθρίνης εντός του αμνιακού υγρού. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση είχε το μειονέκτημα ότι σε πολλές περιπτώσεις απαιτήθηκαν επαναλαμβανόμενες δειγματοληψίες αμνιακού υγρού για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα και η εξέλιξη της νόσου.

Σήμερα, αυτή η διαδικασία έχει αντικατασταθεί από την υπερηχογραφική αξιολόγηση. Η ευρεία χρήση των υπερήχων επέτρεψε την εκτίμηση της ισοανοσοποίησης υπολογίζοντας την μέγιστη συστολική ταχύτητα (PSV) με την χρήση παλμικού Doppler στην μέση εγκεφαλική αρτηρία (MCA) του εμβρύου. 56 Το έμβρυο, καθώς εγκαθίσταται ήπια έως μέτρια αναιμία ανταποκρίνεται σε αυτήν την κατάσταση με αρκετούς αντισταθμιστικούς μηχανισμούς. Η αυξημένη ζήτηση (αίματος) οδηγεί σε αυξημένη καρδιακή παροχή και κατά συνέπεια σε αυξημένη συγκέντρωση αίματος στον εγκέφαλο. Αυτές οι αλλαγές, μαζί με την ενδογενή μείωση της αντίστασης της ροής του εμβρυϊκού αίματος-μείωση της γλοιότητας-δευτερογενώς στην απώλεια των RBCs, οδηγούν στην αύξηση της ταχύτητας ροής. Το πιο εύκολα προσβάσιμο αγγείο στην αξιολόγηση της ροής αίματος στον εγκέφαλο ήταν η μέση εγκεφαλική αρτηρία (MCA). Οι μετρήσεις της μέγιστης συστολικής ταχύτητας (PSV) στη MCA, ως πολλαπλάσια του μέσου όρου (MoM), ήταν ιδιαίτερα προγνωστικές στην πρόβλεψη της μέτριας και σοβαρής εμβρυϊκής αναιμίας. 57 Η μέτρηση της PSV-MCA, είχε υψηλή ευαισθησία 100% στην ανίχνευση της ήπιας, μέτριας και σοβαρής αναιμίας για ένα 12% ψευδώς θετικό αποτέλεσμα όταν η τιμή της MCA-PSV ήταν 1,29, 1,50 και 1,55 MoMς, αντίστοιχα. 57 Μεταγενέστερες μελέτες συνέκριναν την ακρίβεια της υπερηχογραφικής μέτρησης της MCA-PSV με τις επαναλαμβανόμενες αμνιοκεντήσεις και κατέδειξαν ότι η υπερηχογραφική μέτρηση είχε καλύτερη ευαισθησία και ειδικότητα. 58

Προσδοκώμενο peak της MCA-PSV ανάλογα με την ηλικία κύησης 

Week of GestationPEAK VELOCITY (cm/s)
1.00 MoM (Median)1.29 MoM1.50 MoM1.55 MoM
18 23.2 29.9 34.8 36.0
20 25.5 32.8 38.2 39.5
22 27.9 36.0 41.9 43.3
24 30.7 39.5 46.0 47.5
26 33.6 43.3 50.4 52.1
28 36.9 47.6 55.4 57.2
30 40.5 52.2 60.7 62.8
32 44.4 57.3 66.6 68.9
34 48.7 62.9 73.1 75.6
36 53.5 69.0 80.2 82.9
38 58.7 75.7 88.0 91.0
40 64.4 83.0 96.6 99.8
Mari G, Deter RL, Carpenter RL, et al 57

Η MCA μπορεί εύκολα να εντοπιστεί στη βάση του εμβρυϊκού κρανίου. Το έγχρωμο Doppler υπερηχογράφημα χρησιμοποιείται για την αναγνώριση ολόκληρου του κύκλου του Willis. Η λήψη των κυματομορφών πραγματοποιείται στην εγγύς MCA που βρίσκεται πλησιέστερα στον ηχοβολέα. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, αξιολογείται η άπω MCA στον εγγύς τμήμα της-πλησίων της έσω καρωτίδας-η οποία προσφέρει επίσης αξιόπιστα αποτελέσματα. 59  Το μέγεθος της πύλης των υπερήχων ρυθμίζεται σε 1-2mm και στη συνέχεια μετακινείται η θέση της πύλης και τοποθετείται στην MCA μακριά από την έσω καρωτίδα. Ο δρομέας κατεύθυνσης της ροής των υπερήχων πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την κατεύθυνση της ροής του αγγείου έτσι ώστε να επιτυγχάνεται γωνία Doppler 0ᵒ. Μια προσέγγιση για την επίτευξη αυτής της γωνίας θα ήταν να αρχίσει κανείς με την πρόσκτηση της αμφιβρεγματικής διαμέτρου (BPD). Στη συνέχεια, ο ηχοβολέας θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται ελαφρώς με το εμβρυϊκό κρανίο και να μετακινείται πλάγια ώστε να «γέρνει» η κεφαλή του εμβρύου στην οθόνη των υπερήχων. Αυτό επιτρέπει την εμφάνιση της MCA, σχεδόν σε τελείως κάθετη θέση. Όταν δεν είναι δυνατή η απόκτηση ιδανικής γωνίας 0ᵒ, τότε πρέπει να διορθωθεί η γωνία Doppler 60 εάν και αυτή η τακτική θα πρέπει να αποφεύγεται. Ωστόσο, θα πρέπει να λαμβάνονται αρκετές μετρήσεις MCA-PSV, καθώς αυτές μπορούν να επηρεαστούν από τις εμβρυϊκές κινήσεις ή τις αναπνευστικές κινήσεις του εμβρύου. Όλες οι μετρήσεις θα πρέπει να έχουν παρόμοιες τιμές μεταξύ τους, να χρησιμοποιείται η καλύτερη δυνατή μέτρηση και όχι ο μέσος όρος τους. Η μέτρηση της MCA-PSV για τον έλεγχο της εμβρυϊκής αναιμίας μπορεί να λαμβάνεται ήδη από την 16η-18η εβδομάδα της κύησης. Όμως, μετά την ηλικία των 35 εβδομάδων μια προοπτική πολυκεντρική μελέτη κατέδειξε υψηλό ψευδώς θετικό ποσοστό αναιμίας. 61

Ανάλογα με την βαρύτητα της νόσου οι μετρήσεις θα πρέπει να επαναλαμβάνονται κάθε 1-2 εβδομάδες. Όταν οι μετρήσεις της MCA-PSV φθάσουν σε τιμή μεγαλύτερη από 1,5 ΜΜ, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί δειγματοληψία εμβρυϊκού αίματος μέσω παρακέντησης της ομφαλίδος. Σε περίπτωση που ο εμβρυϊκός αιματοκρίτης βρίσκεται κάτω από 30%, ενδείκνυται η ενδομήτρια μετάγγιση. Αρκετοί ειδικοί συνιστούν ότι εάν η εντατική αξιολόγηση της MCA-PSV παραμένει κάτω από το συγκεκριμένο όριο, θα πρέπει να συνεχίζεται η παρακολούθηση, με στόχο τοκετός στις 37 έως 38 εβδομάδες. Ο τοκετός είναι επιβεβλημένος όταν υπάρχουν ενδείξεις εμβρυϊκής απώλειας. Οι εξετάσεις, ΝΣΤ και βιοφυσικό προφίλ πρέπει να ξεκινούν από την ηλικία των 32 εβδομάδων.

Ενδομήτρια μετάγγιση

Η προσβασιμότητα στην εμβρυϊκή κυκλοφορία επιτυγχάνεται με την υπερηχογραφικά καθοδηγούμενη ομφαλιδοπαρακέντηση της ομφαλικής φλέβας, δια λεπτής βελόνης 22G. Ακούσια παρακέντηση των ομφαλικών αρτηριών συσχετίζεται με αγγειόσπασμο, βραδυκαρδία και αιφνίδιο θάνατο. Εάν ο πλακούντας είναι πρόσθιος, είναι εφικτή η άμεση παρακέντηση της ομφαλικής φλέβας στο σημείο εισόδου. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιαδήποτε ελεύθερη έλικα του ομφαλίου λώρου ή το ενδοηπατικό τμήμα της ομφαλικής φλέβας. Αφού αποκτηθεί προσβασιμότητα στην εμβρυϊκή κυκλοφορία, λαμβάνεται δείγμα αίματος για εξέταση της ομάδας ABO και του Rh, της άμεσης Coombs και της γενικής αίματος, συμπεριλαμβανομένων των αιμοπεταλίων, του αριθμού των δικτυοερυθροκυττάρων και του συνολικού επιπέδου της χολερυθρίνης. Για να μειωθούν οι εμβρυϊκές κινήσεις κατά τη διάρκεια της μετάγγισης, ίσως απαιτηθεί η ενδοφλέβια έγχυση ενός μυοχαλαρωτικού παράγοντα στον ομφάλιο λώρο, όπως για παράδειγμα το pancuronium, σε δόση 0,2 mg/kg εμβρύου. 62 , 63 Αν και διάφορα μεγάλα κέντρα συμπεριέλαβαν τη χρήση της φουροσεμίδης στο πρωτόκολλο θεραπείας τους, εντούτοις η στρατηγική αυτή θεωρήθηκε αναποτελεσματική. 64 Το αίμα που θα μεταγγιστεί πρέπει να είναι συμβατό με αυτό της μητέρας αλλά και του εμβρύου. Κατά την πρώτη μετάγγιση, εάν ο τύπος του εμβρυϊκού αίματος δεν είναι γνωστός, χρησιμοποιείται αρνητικό αίμα.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση των κυήσεων που έχουν επιπλακεί με μέτρια ή σοβαρή αιμολυτική αναιμία συνίσταται στην ενδομήτρια μετάγγιση συμπυκνωμένων ερυθρών (Hct85%), για να μειωθεί ο όγκος του μεταγγισμένου αίματος στο έμβρυο. Για την αποφυγή του κινδύνου μετάδοσης λοιμογόνων παραγόντων, το μεταγγιζόμενο αίμα ελέγχεται για κυτταρομεγαλοϊό, ηπατίτιδα Α, Β, C και τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV). Θα πρέπει επίσης, το υπό μετάγγιση αίμα, να είναι απεξαρτημένο από λευκοκύτταρα ώστε να ελαττωθεί ο κίνδυνος της αντίδρασης του μοσχεύματος έναντι ξενιστή. Ωστόσο, η επιβίωση μετά από ενδομήτρια μετάγγιση είναι 74% στα υδρωπικά έμβρυα και 94% στα μη υδρωπικά. 65 Η συντριπτική πλειοψηφία (πάνω από 95%) των παιδιών που έλαβαν ενδομήτρια μετάγγιση είχε φυσιολογικό νευροαναπτυξιακό αποτέλεσμα ενώ δυσμενές το 4,8% (14/291). 6Ο Giannina και οι συνεργάτες τους επινόησαν μια σταθερά που ονομάστηκε "συντελεστής μετάγγισης" η οποία υπολογίζει τον όγκο του αίματος που θα χρειαστεί κατά την μετάγγιση. 67 Εάν ο αρχικός αιματοκρίτης του εμβρύου είναι γνωστός, το υπολογιζόμενο εμβρυϊκό βάρος που προσδιορίζεται υπερηχογραφικά (σε γραμμάρια) πολλαπλασιάζεται με τον "συντελεστή μετάγγισης". Το αποτέλεσμα που προκύπτει εκφράζει την ποσότητα αίματος, σε χιλιοστόλιτρα (ml), που απαιτείται για την επίτευξη του αιματοκρίτη στόχου. "Συντελεστής μετάγγισης" 0,02 χρησιμοποιείται για την αύξηση του αιματοκρίτη κατά 10% και για κάθε 5% πάνω από αυτή την τιμή ο "συντελεστής μετάγγισης" αυξάνεται κατά 0,01 (δηλ. συντελεστής 0,04 για αύξηση Ht κατά 20%). Εάν, για παράδειγμα, ο αρχικός αιματοκρίτης είναι 15% και το εκτιμώμενο βάρος του εμβρύου είναι 1000g, τότε θα χρειαστεί να μεταφερθούν 50mL αίματος για να φθάσει ο αιματοκρίτης στόχος στο 40% (αύξηση αιματοκρίτη κατά 25% χρησιμοποιώντας συντελεστή μετάγγισης 0,05). Ο πραγματικός στόχος της εμβρυϊκής μετάγγισης δεν είναι μόνο η διόρθωση της αναιμίας αλλά και η καταστολή της εμβρυϊκής ερυθροποίησης. Το αίμα θα πρέπει να μεταγγίζεται με ταχύτητα 5 έως 10mL / λεπτό. Στα περισσότερα κέντρα παραπομπής γίνεται προσπάθεια διόρθωσης του τελικού αιματοκρίτη στο 50%-65%. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στα υδρωπικά έμβρυα όπου αύξηση του εμβρυϊκού αιματοκρίτη πέραν του τετραπλάσιου, συνδέεται με σημαντική θνησιμότητα 36,8%. 68 Ωστόσο, η διαδικασία μετάγγισης μπορεί να επαναληφθεί 48 ώρες αργότερα για να επιτευχθεί ο αιματοκρίτης στόχος.

Ο συνδυασμός ενδαγγειακής και ενδοπεριτοναϊκής μετάγγισης χρησιμοποιείται σε ορισμένα κέντρα για να αυξηθεί ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ των προγραμματισμένων μεταγγίσεων μια και ο εμβρυϊκός αιματοκρίτης μειώνεται περίπου κατά 1% κάθε ημέρα. 69 Η προσέγγιση αυτή παράγει πιο σταθερό αιματοκρίτη μεταξύ των διαδικασιών και προσφέρει τη δυνατότητα εκτέλεσης μεταγγίσεων σε λιγότερο συχνά διαστήματα. 70 Αν και η μείωση του εμβρυϊκού αιματοκρίτη είναι ταχύτερη μεταξύ των αρχικών μεταγγίσεων η διαδικασία θα πρέπει να επαναλαμβάνεται περίπου ανά 2 εβδομάδες, έως ότου παρατηρηθεί καταστολή της εμβρυϊκής ερυθροποίησης. 45 Η τελευταία ενδομήτρια μετάγγιση γίνεται σε διάρκεια κύησης 35 εβδομάδων, με στόχο τον τοκετό στις 37-38 εβδομάδες. 71 Η χορήγηση φαινοβαρβιτάλης από του στόματος στη μητέρα 10 ημέρες προ του τοκετού προάγει την εμβρυϊκή ηπατική ωριμότητα και κατά συνέπεια τη σύζευξη της χολερυθρίνης. Έτσι μειώνεται η ανάγκη αφαιμαξομετάγγισης λόγω υπερχολερυθριναιμίας. 72 Οι έγκυες που αναπτύσσουν σοβαρή αλλοανοσοποίηση Rh πριν τις 20 εβδομάδες της κύησης δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ενδοαγγειακές μεταγγίσεις, καθώς το μικρό μέγεθος των εμβρυϊκών αγγείων καθιστά τεχνικά δύσκολη αυτή τη στρατηγική. Η ενδοπεριτοναϊκή μετάγγιση μερικές φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί, αν και δεν υπάρχει διαθέσιμος μαθηματικός τύπος για τον υπολογισμό της ποσότητας αίματος που πρέπει να μεταγγιστεί. Η χρήση ανοσοκατασταλτικής θεραπείας προτάθηκε ως θεραπείας εκλογής σε αυτούς τους ασθενείς. Η ενδοφλέβια χορήγηση ανοσοσφαιρίνης στην μητέρα (IVIG) χρησιμοποιήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις. Πιστεύεται ότι αυτή η στρατηγική λειτουργεί αναστέλλοντας τη σύνθεση των μητρικών αντισωμάτων και εμποδίζοντας έτσι τη διαπλακουντιακή μεταφορά τους. Κάποιες μελέτες κατέδειξαν πως αυτή η στρατηγική, ακολουθούμενη από ενδαγγειακή μετάγγιση (IVT), οδήγησε σε καλύτερα ποσοστά επιβίωσης σε σύγκριση με μόνο την IVT. 73

Σύνδρομο καθρέφτη

Αναφέρεται στην συσχέτιση του εμβρυϊκού ύδρωπα και της μητρικής προεκλαμψίας, με δυναμικό νόσησης περίπου 5%. 74 ωστόσο, η αιτιολογική σύνδεση μεταξύ του συνδρόμου του καθρέφτη και του εμβρυϊκού ύδρωπα παραμένει άγνωστη. Σύμφωνα με μια μελέτη τα κύρια συμπτώματα της μητέρας ήταν οίδημα (80-100%), υπέρταση (57-78%) και πρωτεϊνουρία (20-56%). Το συνολικό ποσοστό ενδομήτριου θανάτου ήταν 56%. Σοβαρές μητρικές επιπλοκές συμπεριλαμβανομένου του πνευμονικού οιδήματος εμφανίστηκαν στο 21,4%. Τα μητρικά συμπτώματα εξαφανίστηκαν 4,8-13,5 ημέρες μετά τον τοκετό. 75 Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν πονοκέφαλο, ολιγουρία και οπτικές διαταραχές καθώς και μη φυσιολογικές εργαστηριακές τιμές όπως χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων, αναιμία και αυξημένες τιμές κρεατινίνης και ηπατικής λειτουργίας. Η μόνη εμφανής θεραπεία για αυτήν την πάθηση φαίνεται να είναι ο τοκετός. Στην βιβλιογραφία υπάρχουν πολλές αναφορές περιπτώσεων στις οποίες έχει περιγραφή η πλήρης υποχώρηση των συμπτωμάτων μετά τη διόρθωση της υποκείμενης αιτίας του εμβρυϊκού ύδρωπα. 76 , 77

Πρόγνωση

Σε ορισμένες καταστάσεις στις οποίες η εμβρυϊκή αναιμία οφείλεται σε λοίμωξη από παρβοϊό Β19, η ενδομήτρια μετάγγιση αίματος ενδεχομένως να επιλύσει τον ύδρωπα. 74 Μια αναδρομική μελέτη που αφορούσε 208 γυναίκες οι οποίες υποβλήθηκαν σε θεραπεία με περισσότερες από 590 μεταγγίσεις κατέδειξε ότι η στρατηγική αυτή συνδέεται με συνολικό ποσοστό επιβίωσης 86%. Η πρώιμη διάγνωση του ύδρωπα καθώς και η ανάγκη μετάγγισης πριν από τις 20 εβδομάδες συσχετίστηκε με χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης. Ο συνολικός ρυθμός εμβρυϊκής απώλειας που αποδόθηκε στη διαδικασία της μετάγγισης ήταν 4,8%. 75 Τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα νεογνών επανεξέτασε μια μελέτη που διενεργήθηκε στη Σκωτία η οποία αξιολόγησε 116 έγκυες ασθενείς οι οποίες υποβλήθηκαν σε 457 ενδομήτριες μεταγγίσεις για μια περίοδο 10 ετών. Το ποσοστό επιβίωσης που αναφέρθηκε σε αυτήν την ομάδα ήταν 97,4% ενώ της απώλειας 0,8-2,3%. Μετά τον τοκετό, το 33% των νεογνών χρειάστηκε αναπνευστική υποστήριξη, το 16% αφαιμαξομετάγγιση και το 54% συμπληρωματική μετάγγιση. 76 Με την νευροαναπτυξιακή έκβαση ασχολήθηκε η μελέτη LOTUS (μακροπρόθεσμη νευροαναπτυξιακή έκβαση μετά από ενδομήτριες μεταγγίσεις λόγω αιμολυτικής νόσου του εμβρύου/νεογέννητου). Συνολικά αξιολογήθηκαν 291 παιδιά τα οποία μπήκαν σε πρόγραμμα παρακολούθησης μέσης διάρκειας 8,2 ετών. Οι συγγραφείς ανέφεραν υψηλό ποσοστό επιβίωσης και μόνο 2,1% εγκεφαλική παράλυση. Η ανάπτυξη εμβρυϊκού ύδρωπα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου ο οποίος σχετίστηκε με ανεπιθύμητη νευροαναπτυξιακή έκβαση. 66

  1. Skoll MA, Sharland GK, Allan LD. Is the ultrasound definition of fluid collections in non-immune hydrops fetalis helpful in defining the underlying cause or predicting outcome? Ultrasound Obstet Gynecol. 1991 Sep 1; 1(5): 309-12. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  2. Fleischer AC, Killam AP, Boehm FH, et al. Hydrops fetalis: sonographic evaluation and clinical implications. Radiology. 1981 Oct; 141(1): 163-8. PubMed | Google Scholar
  3. Lee AJ, Bethune M, Hiscock RJ. Placental thickness in the second trimester: a pilot study to determine the normal range. J Ultrasound Med. 2012 Feb; 31(2): 213-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  4. Hoddick WK, Mahony BS, Callen PW, et al. Placental thickness. J Ultrasound Med. 1985 Sep; 4(9): 479-82. PubMed | PDF | Google Scholar
  5. Trainor B and Tubman R. The Emerging Pattern Of Hydrops Fetalis - Incidence, aetiology and management. Ulster Med J. 2006 Sep; 75(3): 185–186. PubMed | Full Text PMC | Google Scholar
  6. Bowman JM. RhD hemolytic disease of the newborn. N Engl J Med. 1998 Dec 10; 339(24): 1775-7. PubMed | Full Text NEJMGoogle Scholar
  7. Diamond LK, Blackfan KD, Baty JM. Erythroblastosis fetalis and its association with universal edema of the fetus, icterus gravis neonatorum and anemia of the newborn. J Pediatr. 1932 ; 1: 269-309. Elsevier Science | Google Scholar
  8. Darrow RR. Icterus gravis neonatorum. Arch Path. 1938 ; 25: 378. Google Scholar
  9. Landsteiner K, Weiner AS. An agglutinable factor in human blood recognized by immune sera for Rhesus blood. Proc Soc Exp Biol Med NY. 1940 ; 48: 223-224. SpinkerLink | Google Scholar
  10. Levine P, Katzin EM, Burnham L. Isoimmunization in pregnancy: its possible bearing on the etiology of erythroblastosis fetalis. JAMA. 1941 ;116: 825-827. Full Text JAMA | Google Scholar
  11. Freda VJ, Gorman JG, Pollack W. Successful prevention of experimental Rh sensitization in man with an anti-Rh gamma2-globulin antibody preparation: a preliminary report. Transfusion. 1964 Jan-Feb; 4:26-32. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  12. Finn R, Clarke CA, Donohoe WT, et al. Experimental studies on the prevention of Rh haemolytic disease. Br Med J. 1961 May 27; 1(5238): 1486-90. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | Google Scholar
  13. Hamilton EG. Prevention of Rh isoimmunization by injection of anti-D antibody. Obstet Gynecol. 1967 Dec; 30(6): 812-5. PubMed | Google Scholar
  14. Pollack W, Gorman JG, Freda VJ, et al. Results of clinical trials of RhoGAM in women. Transfusion. 1968 May-Jun; 8(3): 151-3. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  15. Westhoff CM. The structure and function of the Rh antigen complex. Semin Hematol. 2007 Jan; 44(1): 42-50. PubMed | Full Text PMC | Full Text Link | Google Scholar
  16. Cherif-Zahar B, Mattei MG, Le Van Kim C, et al. Localization of the human Rh blood group gene structure to chromosome region 1p34.3-1p36.1 by in situ hybridization. Hum Genet. 1991 Feb; 86(4): 398-400. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  17. Flegel WA. Molecular genetics of RH and its clinical application. Transfus Clin Biol. 2006 Mar-Apr; 13(1-2): 4-12. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  18. Wagner FF, Eicher NI, Jorgensen JR, et al. DNB: a partial D with anti-D frequent in Central Europe. Blood. 2002 Sep 15; 100(6): 2253-6. PubMed | Full Text Link | Google Scholar
  19. Singleton BK, CA Green, ND Avent, et al. The presence of an RHD pseudogene containing a 37 base pair duplication and a nonsense mutation in Africans with the Rh D-negative blood group phenotype. Blood. 2000 Jan 1; 95(1) :12-8. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  20. Byers BD, Gordon MC, Higby K. Severe hemolytic disease of the newborn due to anti-Cw. Obstet Gynecol. 2005 Nov; 106 (5 Pt 2): 1180-2. PubMed | Google Scholar
  21. Reiner AP, Teramura G, Aramaki KM. Use of a PCR-based assay for fetal Cw antigen genotyping in a patient with a history of moderately severe hemolytic disease of the newborn due to anti-Cw. Am J Perinatol. 1999 ;16(6): 277-81. PubMed | Thieme | Google Scholar
  22. Nicolaides KH, Thilaganathan B, Rodeck CH, et al. Erythroblastosis and reticulocytosis in anemic fetuses. Am J Obstet Gynecol. 1988 Nov; 159(5): 1063-5. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  23. Soothill PW, Nicolaides KH, Rodeck CH, et al. Relationship of fetal hemoglobin and oxygen content to lactate concentration in Rh isoimmunized pregnancies. Obstet Gynecol. 1987 Feb; 69(2): 268-71. PubMed | Google Scholar
  24. Nicolaides KH, Warenski JC, Rodeck CH. The relationship of fetal plasma protein concentration and hemoglobin level to the development of hydrops in rhesus isoimmunization. Am J Obstet Gynecol. 1985 Jun 1; 152 (3): 341-4. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  25. Phibbs RH, Johnson P, Tooley WH. Cardiorespiratory status of erythroblastotic newborn infants. II. Blood volume, hematocrit, and serum albumin concentration in relation to hydrops fetalis. Pediatrics. 1974 Jan; 53 (1): 13-23. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  26. Pasman SA, Meerman RH, Vandenbussche FP, et al. Hypoalbuminemia: a cause of fetal hydrops.? Am J Obstet Gynecol. 2006 Apr; 194 (4): 972-5. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  27. Berger HM, Lindeman JH, van Zoeren-Grobben D, et al. Iron overload, free radical damage, and rhesus haemolytic disease. Lancet. 1990 Apr 21; 335 (8695): 933-6. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  28. Weiner CP. Human fetal bilirubin levels and fetal hemolytic disease. Am J Obstet Gynecol. 1992 May; 166 (5): 1449-54. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  29. Weiner CP, Heilskov J, Pelzer G, et al. Normal values for human umbilical venous and amniotic fluid pressures and their alteration by fetal disease. Am J Obstet Gynecol. 1989 Sep; 161 (3): 714-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  30. Moise KJ Jr, Carpenter RJ Jr, Hesketh DE. Do abnormal Starling forces cause fetal hydrops in red blood cell alloimmunization?. Am J Obstet Gynecol. 1992 Oct; 167 (4 Pt 1): 907-12. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  31. Weiner CP, Pelzer GD, Heilskov J, et al. The effect of intravascular transfusion on umbilical venous pressure in anemic fetuses with and without hydrops. Am J Obstet Gynecol. 1989 Dec; 161 (6 Pt 1): 1498-501. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  32. Santo S, Mansour S, Thilaganathan B, et al. Prenatal diagnosis of non-immune hydrops fetalis: what do we tell the parents?. Prenat Diagn. 2011 Feb; 31 (2): 186-95. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  33. Swain S, Cameron AD, McNay MB, et al. Prenatal diagnosis and management of nonimmune hydrops fetalis. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 1999 Aug; 39 (3): 285-90. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  34. Heinonen S, Ryynänen M, Kirkinen P. Etiology and outcome of second trimester non-immunologic fetal hydrops. Acta Obstet Gynecol Sca 2000 Jan; 79 (1): 15-8. PubMed | PDF | Google Scholar
  35. Bellini C, Hennekam RC, Fulcheri E, et al. Etiology of nonimmune hydrops fetalis: a systematic review. Am J Med Genet A. 2009 May; 149A (5): 844-51. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  36. Bellini C, Hennekam RC. Non-immune hydrops fetalis: a short review of etiology and pathophysiology. Am J Med Genet A. 2012 Mar; 158A (3) : 597-605. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  37. Iliff PJ, Nicholls JM, Keeling JW, et al. Non-immunologic hydrops fetalis: a review of 27 cases. Arch Dis Child. 1983 Dec; 58 (12): 979–982. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF | Google Scholar
  38. Saltzman DH, Frigoletto FD, Harlow BL, et al. Sonographic evaluation of hydrops fetalis. Obstet Gynecol. 1989 Jul; 74 (1): 106-11. PubMed | Google Scholar
  39. Holzgreve W, Curry CJ, Golbus MS, et al. Investigation of nonimmune hydrops fetalis. Am J Obstet Gynecol. 1984 Dec 1; 150 (7): 805-12. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  40. Pesonen E, Haavisto H, Ammälä P, et al. Intrauterine hydrops caused by premature closure of the foramen ovale. Arch Dis Child. 1983 Dec; 58 (12): 1015-6. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF | Google Scholar
  41. Czernik C, Proquitté H, Metze B, et al. Hydrops fetalis--has there been a change in diagnostic spectrum and mortality? J Matern Fetal Neonatal Med. 2011 Feb;24 (2): 258-63. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  42. Taweevisit M, Thorner PS. Hydrops fetalis in the stillborn: a series from the central region of Thailand. Pediatr Dev Pathol. 2010 Sep-Oct; 13 (5): 369-74. PubMed | SAGE Journals | Google Scholar
  43. Hutchison AA, Drew JH, Yu VY, et al. Nonimmunologic hydrops fetalis: a review of 61 cases. Obstet Gynecol. 1982 Mar; 59 (3): 347-52. PubMed | Google Scholar
  44. Jauniaux E, Van Maldergem L, De Munter C, et al. Nonimmune hydrops fetalis associated with genetic abnormalities. Obstet Gynecol. 1990 Mar; 75 (3 Pt 2): 568-72. PubMed | Google Scholar
  45. Moise KJ Jr. Management of rhesus alloimmunization in pregnancy. Obstet Gynecol. 2008 Jul; 112 (1): 164-76. PubMed | Obstetrics and Gynecology | Google Scholar
  46. Costa JM, Giovangrandi Y, Ernault P, et al. Fetal RHD genotyping in maternal serum during the first trimester of pregnancy. Br J Haematol. 2002 Oct; 119 (1): 255-60. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  47. Gautier E, Benachi A, Giovangrandi Y, et al. Fetal RhD genotyping by maternal serum analysis: a two-year experience. Am J Obstet Gynecol. 2005 Mar; 192 (3): 666-9. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  48. Minon JM, Gerard C, Senterre JM, et al. Routine fetal RHD genotyping with maternal plasma: a four-year experience in Belgium. Transfusion. 2008 Feb; 48 (2): 373-81. PubMed |  Wiley Online Library | Google Scholar
  49. Geifman-Holtzman O1, Grotegut CA, Gaughan JP. Diagnostic accuracy of noninvasive fetal Rh genotyping from maternal blood--a meta-analysis. Am J Obstet Gynecol. 2006 Oct; 195 (4): 1163-73. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  50. Wikman AT, Tiblad E, Karlsson A, et al. Noninvasive single-exon fetal RHD determination in a routine screening program in early pregnancy. Obstet Gynecol. 2012 Aug; 120 (2 Pt 1): 227-34. PubMed | Full Text Link | Google Scholar
  51. Brinc D, Lazarus AH. Mechanisms of anti-D action in the prevention of hemolytic disease of the fetus and newborn. Hematology Am Soc Hematol Educ Program. 2009: 185-91. PubMed | Full Text Link | Google Scholar
  52. American College of Obstetricians and Gynecologists. ACOG Practice Bulletin. Prevention of Rh D alloimmunization. No. 4, May 1999 (replaces educational bulletin No. 147, October 1990). Clinical management guidelines for obstetrician-gynecologists. Int J Gynaecol Obstet. 1999 Jul; 66 (1): 63. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  53. Bowman JM. Controversies in Rh prophylaxis. Who needs Rh immune globulin and when should it be given?. Am J Obstet Gynecol. 1985 Feb 1; 151 (3): 289-94. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  54. Pollack W, Ascari WQ, Kochesky RJ, et al. Studies on Rh prophylaxis. 1. Relationship between doses of anti-Rh and size of antigenic stimulus. Transfusion. 1971 Nov-Dec; 11 (6): 333-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  55. Tangshewinsirikul C, Wanapirak C, Piyamongkol W, et al. Effect of cord puncture site in cordocentesis at mid-pregnancy on pregnancy outcomes. Prenat Diagn. 2011 Sep; 31 (9): 861-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  56. Moise Jr KJ. Diagnosing hemolytic disease of the fetus—time to put the needles away?. N Engl J Med. 2006 Jul 13; 355 (2): 192-4. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  57. Mari G, Deter RL, Carpenter RL, et a Noninvasive diagnosis by Doppler ultrasonography of fetal anemia due to maternal red-cell alloimmunization. Collaborative Group for Doppler Assessment of the Blood Velocity in Anemic Fetuses. N Engl J Med. 2000 Jan 6; 342 (1): 9-14. PubMed | Full Text Link | Google Scholar
  58. Oepkes D, Seaward PG, Vandenbussche FP, et al. Doppler ultrasonography versus amniocentesis to predict fetal anemia. N Engl J Med. 2006 Jul 13; 355 (2): 156-64. PubMed | Full Text Link | Google Scholar
  59. Abel DE, Grambow SC, LR Brancazio, et al. Ultrasound assessment of the fetal middle cerebral artery peak systolic velocity: a comparison of the near-field versus far-field vessel. Am J Obstet Gynecol. 2003 Oct; 189 (4) : 986-9. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  60. Ruma MS, Swartz AE, Kim E, et al. Angle correction can be used to measure peak systolic velocity in the fetal middle cerebral artery. Am J Obstet Gynecol. 2009 Apr; 200 (4): 397. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  61. Zimmerman R, Carpenter Jr RJ, Durig P, et al. Longitudinal measurement of peak systolic velocity in the fetal middle cerebral artery for monitoring pregnancies complicated by red cell alloimmunisation: a prospective multicentre trial with intention-to-treat. BJOG. 2002 Jul; 109 (7): 746-52. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  62. Copel JA, Grannum PA, Harrison D, et al: The use of intravenous pancuronium bromide to produce fetal paralysis during intravascular transfusion. Am J Obstet Gynecol. 1988 Jan; 158 (1): 170-1. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  63. Moise Jr KJ, Deter RL, Kirshon B, et al. Intravenous pancuronium bromide for fetal neuromuscular blockade during intrauterine transfusion for red-cell alloimmunization. Obstet Gynecol. 1989 Dec; 74 (6): 905-8. PubMed | Google Scholar
  64. Chestnut DH, Pollack KL, Weiner CP, et al. Does furosemide alter the hemodynamic response to rapid intravascular transfusion of the anemic fetal lamb?. Am J Obstet Gynecol. 1989 Dec; 161 (6 Pt 1): 1571-5. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  65. Schumacher B, Moise KJ Jr. Fetal transfusion for red blood cell alloimmunization in pregnancy. Obstet Gynecol. 1996 Jul; 88 (1): 137-50. PubMed | Elsevier Science | Google Scholar
  66. Lindenburg IT, Smits-Wintjens VE, van Klink JM, et al. Long-term neurodevelopmental outcome after intrauterine transfusion for hemolytic disease of the fetus/newborn: the LOTUS study. Am J Obstet Gynecol. 2012 Feb; 206 (2): e1-8. PubMed | Full Text Link | Google Scholar
  67. Giannina G, Moise Jr KJ, Dorman K. A simple method to estimate volume for fetal intravascular transfusions. Fetal Diagn Ther. 1998 Mar-Apr; 13 (2): 94-7. PubMed | Karger | Google Scholar
  68. Radunovic N, Lockwood CJ, Alvarez M, et al. The severely anemic and hydropic isoimmune fetus: changes in fetal hematocrit associated with intrauterine death. Obstet Gynecol. 1992 Mar; 79 (3): 390-3. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  69. Berkowitz RL, Chitkara U, Goldberg JD, et al. Intrauterine intravascular transfusions for severe red blood cell isoimmunization: ultrasound-guided percutaneous approach. Am J Obstet Gynecol. 1986 Sep; 155 (3): 574-81. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  70. Moise KJ Jr, Carpenter RJ Jr, Kirshon B, et al. Comparison of four types of intrauterine transfusion: effect on fetal hematocrit. Fetal Ther. 1989; 4 (2-3): 126-37. PubMed | Karger | Google Scholar
  71. Klumper FJ, van Kamp IL, Vandenbussche FP, et al. Benefits and risks of fetal red-cell transfusion after 32 weeks gestation. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2000 Sep; 92 (1): 91-6. PubMed | Text EJOG | Google Scholar
  72. Trevett TN Jr, Dorman K, Lamvu G, et al. Antenatal maternal administration of phenobarbital for the prevention of exchange transfusion in neonates with hemolytic disease of the fetus and newborn. Am J Obstet Gynecol. 2005 Feb; 192 (2): 478-82. PubMed | Text AJOG | Google Scholar
  73. Gottvall T, Filbey D. Alloimmunization in pregnancy during the years 1992-2005 in the central west region of Sweden. Acta Obstet Gynecol Scand. 2008; 87 (8): 843-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  74. Gedikbasi A, Oztarhan K, Gunenc Z, et al. Preeclampsia due to fetal non-immune hydrops: mirror syndrome and review of literature. Hypertens Pregnancy. 2011;30(3):322-30. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  75. Braun T, Brauer M, Fuchs I, et al. Mirror syndrome: a systematic review of fetal associated conditions, maternal presentation and perinatal outcome. Fetal Diagn Ther. 2010;27(4):191-203. PubMed | Karger | PDF | Google Scholar
  76. Goa S, Mimura K, Kakigano A, et al. Normalisation of angiogenic imbalance after intra-uterine transfusion for mirror syndrome caused by parvovirus B19. Fetal Diagn Ther. 2013;34(3):176-9. PubMed | Karger | Google Scholar
  77. Livingston JC, Malik KM, Crombleholme TM, et al. Mirror syndrome: a novel approach to therapy with fetal peritoneal-amniotic shunt. Obstet Gynecol. 2007 Aug;110(2 Pt 2):540-3. PubMed | Google Scholar
  78. Kailasam C, Brennand J, Cameron AD et al. Congenital parvovirus B19 infection: experience of a recent epidemic. Fetal Diagn Ther. 2001 Jan-Feb; 16 (1): 18-22. PubMed |  Karger | Google Scholar
  79. van Kamp IL, Klumper FJ, Meerman RH, et al. Treatment of fetal anemia due to red-cell alloimmunization with intrauterine transfusions in the Netherlands, 1988-1999. Acta Obstet Gynecol Scand. 2004 Aug; 83 (8): 731-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  80. McGlone L, Simpson JH, Scott-Lang C, et al. Short-term outcomes following intrauterine transfusion in Scotland. Arch Dis Child Fetal Neonatal Ed. 2011 Jan; 96 (1): F69-70. PubMed | Full Text BMJ | Google Scholar 
Σεπτεμβρίου 30, 2018

Περιγραφή και ορισμός

Η αχονδροπλασία (Ach) αποτελεί την πιο κοινή χονδροδυσπλασία και είναι η συχνότερη μορφή νανισμού στον άνθρωπο. Χαρακτηρίζεται από ριζομελική βράχυνση των μακρών οστών, ελαφριά κλίση των άκρων, υπερβολική οσφυϊκή λόρδωση, μακροκεφαλία με μετωπιαία ύβωση, επίπεδη ρινική γέφυρα και ευρεία γνάθο. Είναι θανατηφόρος στην περίπτωση ομοζυγωτίας και μη θανατηφόρος στην περίπτωση ετεροζυγωτίας.

Αιτιοπαθογένεια

Η αχονδροπλασία προκαλείται από μετάλλαξη στο γονίδιο του υποδοχέα του αυξητικού παράγοντα 3 των ινοβλαστών (FGFR3). Το γονίδιο FGFR3 αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό και την διαφοροποίηση των χονδροκυττάρων με αποτέλεσμα την ριζομελική βράχυνση των οστών.

Δημογραφικά στοιχεία

Η αχονδροπλασία, εμφανίζεται με συχνότητα που κυμαίνεται από 1: 10.000 έως 1: 50.000 γεννήσεις. 1 , 2

Κληρονομικότητα

Η ομόζυγος Ach εμφανίζει οικογενή χαρακτήρα και μπορεί να κληρονομηθεί εάν ο ένας γονέας είναι πάσχων ή και οι δύο (50% - 100% πιθανότητα νόσησης). Το πρότυπο κληρονομικότητας είναι το αυτοσωματικό επικρατές, παρότι εικάζονται νέες μεταλλάξεις στο 80%-90% των περιπτώσεων. Το 99% των καταγεγραμμένων περιπτώσεων Ach φέρουν δύο μεταλλάξεις στο γονίδιο FGFR3, το οποίο εδράζει στο βραχύ σκέλος του χρωμοσώματος 4, στον γενετικό τόπο 4p16.3. 3 - 5

Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι νέες μεταλλάξεις (G380R, G1138A) εμφανίζονται στο πατρικό αλλήλιο και υποδηλώνουν ότι η αυξημένη μεταλλαξιμότητα του FGFR3 κατά τη διάρκεια της σπερματογένεσης συνδέεται με την αυξημένη ηλικία του πατέρα. 6

Η ετερόζυγος Ach εμφανίζεται συνήθως σε οικογένειες στις οποίες και οι δύο γονείς είναι φορείς της νόσου (25% πιθανότητα νόσησης).

Υπερηχογραφική διάγνωση

Ο Modaff και οι συνεργάτες του μελέτησαν αναδρομικά τα δεδομένα από 37 διαδοχικές παραπομπές βρεφών με αχονδροπλασία (Ach) στις οποίες πραγματοποιήθηκε προγεννητικό υπερηχογράφημα. Εννέα από τα 37 (24%) βρέφη είχαν θετικό οικογενειακό ιστορικό αχονδροπλασίας (Ach). Και στις 9 αυτές περιπτώσεις ετέθει επιτυχώς η διάγνωση προγεννητικά. Από τα 28 βρέφη χωρίς οικογενειακό ιστορικό αχονδροπλασίας, 16 (57%) αναγνωρίστηκαν με υπερηχογραφικές ανωμαλίες χωρίς ωστόσο να τεθεί οριστική διάγνωση. Πέντε, έλαβαν την διάγνωση της "πιθανής" αχονδροπλασίας και τέσσερα έλαβαν μια μη ειδική αλλά "κατάλληλη" διάγνωση, κάποιας σκελετικής δυσπλασίας που δεν προσδιορίστηκε με άλλο διαγνωστικό μέσο. Σε επτά περιπτώσεις (25%), δόθηκε εσφαλμένη διάγνωση μιας "θανατηφόρας ή πολύ σοβαρής" διαταραχής. Τα αποτελέσματα αυτά αντικατοπτρίζουν τη δυσκολία προγεννητικής διάγνωσης της Ach. 7

Κατά τον Kurtz και τους συνεργάτες του, η ηλικία κύησης κατά τον χρόνο της υπερηχογραφικής διάγνωσης κυμάνθηκε μεταξύ 21 και 27 εβδομάδων της κύησης, σε επτά περιπτώσεις ετερόζυγης Ach. 8 Η κύρια δυσκολία προγεννητικής διάγνωσης, της Ach, βρίσκεται στο γεγονός πως η μη φυσιολογική ανάπτυξη των μακρών οστών αναγνωρίζεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, αργά στο τρίτο τρίμηνο της κύησης.

Μια συγκεντρωτική μελέτη που συμπεριελάμβανε δεδομένα από 23 διαγνωστικά κέντρα, κατέδειξε ότι το μήκος του μηρού ήταν η καλύτερη βιομετρική παράμετρος στην διάκριση μεταξύ των πέντε πιο συχνών διαταραχών, θανατηφόρος δυσπλασία, ατελής οστεογένεση τύπου II, αχονδρογένεση, αχονδροπλασία και υποχονδροπλασία. Το 54% των εμβρύων με μήκος μηρού (FL) < από το 30% του μέσου όρου για την ηλικία κύησης είχαν αχονδρογένεση. Το 78% των μετρήσεων μεταξύ 40% - 60% του μέσου όρου για την ηλικία κύησης αντιπροσώπευε, είτε θανατηφόρο δυσπλασία είτε ατελή οστεογένεση τύπου II. Τα έμβρυα με μετρήσεις < από το 80% του μέσου όρου, για την ηλικία κύησης, είχαν κυρίως υποχονδροπλασία, αχονδροπλασία και ατελή οστεογένεση τύπου III. 9

Οι Patel και Filly περιέγραψαν μια ουσιαστική διαφορά στις καμπύλες ανάπτυξης του μήκους του μηριαίου οστού (FL), μεταξύ ομόζυγων και ετερόζυγων προσβεβλημένων με αχονδροπλασία εμβρύων. Τα έμβρυα με ομόζυγη αχονδροπλασία είχαν πρόωρη μείωση του FL < από την 3η εκατοστιαία θέση ανάπτυξης στις 14,0 - 16,5 εβδομάδες της κύησης (μ.ο 15,6 W), ενώ τα έμβρυα με ετερόζυγο αχονδροπλασία εμφάνιζαν μείωση του FL < από την 3η εκατοστιαία θέση ανάπτυξης στις 18,2 - 26,2 εβδομάδες της κύησης (μ.ο 21,5 W). 10

Το 2005, οι Tonni και συνεργάτες του ανέφεραν μία περίπτωση αυξημένης αυχενικής διαφάνειας 3,8mm, στην οποία ο βιοχημικός έλεγχος έδειξε αυξημένο κίνδυνο τρισωμίας 21. Η ασθενής υποβλήθηκε σε βιοψία χοριακής λάχνης (CVS) και το αποτέλεσμα έδειξε ένα έμβρυο με φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων. Στις 18 εβδομάδες της κύησης παρατηρήθηκαν γενικευμένα χαρακτηριστικά ριζομελικής βράχυνσης των μακρών οστών μαζί με μακροκεφαλία και στενό θώρακα. Όλα τα μακρά εμβρυϊκά οστά ήταν < από 2 τυπικές αποκλίσεις από το μέσο όρο ανάπτυξης. Η DNA ανάλυση στις αποθηκευμένες χοριακές λάχνες έδειξε μετάλλαξη G380R στο γονίδιο του τόπου που κωδικοποιεί τον υποδοχέα 3 του αυξητικού παράγοντα των ινοβλαστών στο χρωμόσωμα 4ρ16.3, οδηγώντας στην προγεννητική διάγνωση της αχονδροπλασίας. Το ζευγάρι επέλεξε την διακοπή της κύησης μετά την παροχή συμβουλευτικής, ενώ η διάγνωση επιβεβαιώθηκε με μεταθανάτια ακτινογραφία. 11 Το 2006, ο Karadimas και οι συνεργάτες του ανέφεραν ένα έμβρυο με αχονδροπλασία και πολλαπλή κρανιοσυνοστέωση. 12

Διαφορική διάγνωση

Η διαφορική διάγνωση συμπεριλαμβάνει επιπλέον σκελετικές δυσπλασίες με όψιμες υπερηχογραφικές εκδηλώσεις καθώς και μη σκελετικές δυσπλασίες που συσχετίζονται με ηπίως βραχέα μηριαία οστά:

Ασύμμετρος υπολειπόμενη ανάπτυξη

Υποχονδροπλασία

Σύνδρομο Down

Σύνδρομο XO (Turner)

Σύνδρομο Kniest

Σύνδρομο Russell - Silver

Σύνδρομο Shprintzen

Σπονδυλοεπιφυσιακή δυσπλασία

Στρατηγικές διαχείρισης

Προγεννητικά, η πρωιμότερη υπερηχογραφική διάγνωση της ομόζυγης αχονδροπλασίας πραγματοποιήθηκε στις 13 εβδομάδες της κύησης, αν και στην πλειονότητα των περιπτώσεων η διάγνωση τίθεται σχετικά εύκολα στις 15 εβδομάδες λόγω αναντιστοιχίας μεταξύ αμφιβρεγματικής διαμέτρου (BPD) και μήκους του μηριαίου οστού (FL).

Ωστόσο, η επιβεβαίωση της διάγνωσης της αχονδροπλασίας, είναι εφικτή προγεννητικά με την ανίχνευση της μετάλλαξης του γονιδίου FGFR3 σε ιστό πλακούντα που λαμβάνεται με δειγματοληψία χοριακής λάχνης (CVS), είτε σε εμβρυϊκά κύτταρα που λαμβάνονται με αμνιοκέντηση. 13 - 15

Πρόσφατα, ο Khalil και οι συνεργάτες του πρότειναν την πολλά υποσχόμενη θεωρία που υποστηρίζει πως η άμβλυνση της γωνίας του μηριαίου οστού πέραν του αναμενόμενου, στις 20 - 23 εβδομάδες της κύησης, μπορεί να εντοπίσει έμβρυα με αχονδροπλασία. Στην μελέτη τους, 5/6 έμβρυα με Ach είχαν γωνία μηριαίου >130ᵒ (83,3%). Το "υπερηχογραφικό" αυτό σημείο ήταν το πιο σταθερό εύρημα εκτός από την ριζομελική βράχυνση των μακρών οστών. 16 Η τεχνική τους, περιελάμβανε σάρωση με τον ηχοβολέα υπό γωνία 45 °στο σώμα του οστού και στη συνέχεια υπολογισμός της γωνίας μεταξύ κεντρικής διάφυσης και μετάφυσης.

Το "τρίκορφο χέρι", αυξημένο μεσοδιάστημα μεταξύ τρίτου και τέταρτου δακτύλου, αποτελεί ένα ακόμη υπερηχογραφικό εύρημα συμβατό με Ach. 17 , 18

Φυσική ιστορία και έκβαση

Τα βρέφη με ετερόζυγη αχονδροπλασία γενικά επιζούν και παρουσιάζουν φυσιολογική νοημοσύνη. Ωστόσο, τείνουν να έχουν προβλήματα υγείας που συνδέονται με στένωση νωτιαίου σωλήνα, κύφωση, ανωμαλίες των σπονδυλικών δίσκων και περιστασιακά συμπίεση νωτιαίου μυελού. 19 Κάποιες φόρες, απαιτείται χειρουργική επέμβαση αποσυμπίεσης του νωτιαίου μυελού στο επίπεδο του ινιακού τρήματος για την αποφυγή του κινδύνου της βαριάς κεντρικής άπνοιας και του αιφνίδιου θανάτου. 20

Στα βρέφη με ομόζυγη αχονδροπλασία, η νόσος είναι συνήθως θανατηφόρος κατά τα πρώτα 2 χρόνια ζωής, 1 ωστόσο, έχουν αναφερθεί κάποιες περιπτώσεις επιβίωσης μέχρι τα 3 έτη. 21

Θεραπευτική προσέγγιση

Αρχικά, η χορήγηση αυξητικής ορμόνης (GH) προτάθηκε ως θεραπεία στην αχονδροπλασία. 22 Παιδιά υποβληθέντα σε θεραπεία με GH, κατά τα 2 πρώτα χρόνια θεραπείας, εμφάνισαν ανάπτυξη ύψους (6,5 ± 1,8 cm) τον πρώτο χρόνο και (4,6 ± 1,6 cm) τον δεύτερο χρόνο. Η ανάπτυξη αυτή ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή παιδιών χωρίς θεραπεία (3,9 ± 1,0 cm). 23 Ωστόσο, τα δεδομένα μιας άλλης μελέτης επιβεβαίωσαν μεταβλητή ανταπόκριση της θεραπεία καθώς ορισμένα παιδιά εμφάνισαν ανάπτυξη του ύψους (1,1 έως 2,6 cm / έτος σε 3 περιπτώσεις), ενώ στα υπόλοιπα το ύψος δεν επηρεάστηκε παρότι υποβλήθηκαν σε θεραπεία. 24

Επί του παρόντος, δεν υπάρχει καμία γνωστή θεραπεία, καθώς η χρήση της αυξητικής ορμόνης (GH) ήταν αναποτελεσματική και επειδή εμφάνιζε μέτρια και βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα χωρίς ουσιαστικά οφέλη. Νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις, συμπεριλαμβάνουν την ρύθμιση του υποδοχέα της κινάσης, της τυροσίνης του γονιδίου FGFR3, με εκλεκτικούς χημικούς αναστολείς 25  και την στοχευμένη υπερέκφραση του νατριουρητικού πεπτιδίου - τύπου C (CNP) στα χονδροκύτταρα. Το CNP ενεργοποιεί τον υποδοχέα 3 του αυξητικού παράγοντα της ινοβλάστης (FGFR-3) στον χόνδρο. Τα αποτελέσματα αυτά καταδεικνύουν ότι η ενεργοποίηση του συστήματος CNP-GC-B στο σχηματισμό ενδοχονδρικού οστού αποτελεί μια νέα θεραπευτική στρατηγική προσέγγιση για την θεραπευτική αντιμετώπιση της αχονδροπλασίας. 26

  1. Vajo Z, Francomano CA, Wilkin DJ. The molecular and genetic basis of fibroblast growth factor receptor 3 disorders: the achondroplasia family of skeletal dysplasias, Muenke craniosynostosis, and Crouzon syndrome with acanthosis nigricans. Endocr Rev. 2000 Feb; 21(1): 23-39. PubMed | Full Text Oxford Academic | PDF
  2. Aviezer D, Golembo M, Yayon A. Fibroblast growth factor receptor-3 as a therapeutic target for achondroplasia—genetic short limbed dwarfism. Curr Drug Targets. 2003 Jul; 4(5): 353-65. PubMed | Full Text Bentham Science
  3. Francomano CA, Ortiz de Luna RI, Hefferon TW, et al. Localization of the achondroplasia gene to the distal 2.5 Mb of human chromosome 4p. Hum Mol Genet. 1994 May; 3(5): 787-92. PubMed | Full Text Oxford Academic
  4. Velinov M, Slaugenhaupt SA, Stoilov I, et al. The gene for achondroplasia maps to the telomeric region of chromosome 4p. Nat Genet. 1994 Mar; 6(3): 314-7. PubMed | Full Text Nature Genetics
  5. Rousseau F, Bonaventure J, Legeai-Mallet L, et al. Mutations in the gene encoding fibroblast growth factor receptor-3 in achondroplasia. Nature. 1994 Sep 15; 371(6494): 252-4. PubMed | Full Text Nature
  6. Dakouane Giudicelli M, Serazin V, Le Sciellour CR, et al. Increased achondroplasia mutation frequency with advanced age and evidence for G1138A mosaicism in human testis biopsies. Fertil Steril. 2008 Jun; 89(6): 1651-6. PubMed | Full Text Fertility ant Sterility
  7. Modaff P, Horton VK, Pauli RM. Errors in the prenatal diagnosis of children with achondroplasia. Prenat Diagn. 1996 Jun; 16(6): 525-30. PubMed | Wiley Online Library
  8. Kurtz AB, Filly RA, Wapner RJ, et al. In utero analysis of heterozygous achondroplasia: variable time of onset as detected by femur length measurements. J Ultrasound Med. 1986 Mar; 5(3): 137-40. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  9. Goncalves L, Jeanty P. Fetal biometry of skeletal dysplasias: a multicentric study. J Ultrasound Med. 1994 Dec; 13(12): 977-85. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  10. Patel MD, Filly RA. Homozygous achondroplasia: US distinction between homozygous, heterozygous, and unaffected fetuses in the second trimester. Radiology. 1995 Aug; 196 (2): 541-5. PubMed | Full Text Radiology
  11. Tonni G, Ventura A, De Felice C. First trimester increased nuchal translucency associated with fetal achondroplasia. Am J Perinatol. 2005 Apr; 22(3): 145-8. PubMed
  12. Karadimas C, Trouvas D, Haritatos G, et al. Prenatal diagnosis of achondroplasia presenting with multiple-suture synostosis: a novel association. Prenat Diagn. 2006 Mar; 26(3): 258-61. PubMed | Wiley Online Library
  13. Chitayat D, Fernandez B, Gardner A, et al. Compound heterozygosity for the achondroplasia-hypochondroplasia FGFR3 mutations: prenatal diagnosis. and postnatal outcome. Am J Med Genet. 1999 Jun 11; 84(5): 401-5. PubMed
  14. Mesoraca A, Pilu G, Perolo A, et al. Ultrasound and molecular mid-trimester prenatal diagnosis of de novo achondroplasia. Prenat Diagn. 1996 Aug; 16(8): 764-8. PubMed | Wiley Online Library
  15. Schrijver I, Lay MJ, Zehnder JL. Rapid combined genotyping assay for four achondroplasia and hypochondroplasia mutations by real-time PCR with multiple detection probes. Genet Test. 2004 Summer; 8(2): 185-9. PubMed | Full Text Mary Ann Liebert
  16. Khalil A, Morales-Rosello J, Morlando M, et al. Widening of the femoral proximal diaphysis—metaphysis angle in fetuses with achondroplasia. Ultrasound Obstet Gynecol. 2014 Jul; 44(1): 69-75. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  17. Cordone M, Lituania M, Bocchino G, et al. Ultrasonographic features in a case of heterozygous achondroplasia at 25 weeks’ gestation. Prenat Diagn. 1993 May; 13(5): 395-401. PubMed | Wiley Online Library
  18. Guzman ER, Day-Salvatore D, Westover T, et al. Prenatal ultrasonographic demonstration of the trident hand in heterozygous achondroplasia. J Ultrasound Med. 1994 Jan; 13(1): 63-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  19. Lachman RS. Neurologic abnormalities in the skeletal dysplasias: a clinical and radiological perspective. Am J Med Genet. 1997 Mar 3; 69(1): 33-43. PubMed | Wiley Online Library
  20. Ho NC, Guarnieri M, Brant LJ, et al. Living with achondroplasia: quality of life evaluation following cervico-medullary decompression. Am J Med Genet A. 2004 Dec 1; 131(2): 163-7. PubMed | Wiley Online Library
  21. Pauli RM, Conroy MM, Langer Jr LO, et al. Homozygous achondroplasia with survival beyond infancy. Am J Med Genet. 1983 Dec; 16(4): 459-73. PubMed | Wiley Online Library
  22. Seino Y, Moriwake T, Tanaka H, et al. Molecular defects in achondroplasia and the effects of growth hormone treatment. Acta Paediatr Suppl. 1999 Feb; 88 (428): 118-20. PubMed | Wiley Online Library
  23. Tanaka H, Kubo T, Yamate T, et al. Effect of growth hormone therapy in children with achondroplasia: growth pattern, hypothalamic-pituitary function, and genotype. Eur J Endocrinol. 1998 Mar; 138 (3): 275-80. PubMed | Full Text EJE
  24. Weber G, Prinster C, Meneghel M, et al. Human growth hormone treatment in prepubertal children with achondroplasia. Am J Med Genet. 1996 Feb 2; 61(4): 396-400. PubMed | Wiley Online Library
  25. Aviezer D, Golembo M, Yayon A. Fibroblast growth factor receptor-3 as a therapeutic target for achondroplasia—genetic short limbed dwarfism. Curr Drug Targets. 2003 Jul; 4(5): 353-65. PubMed | Full Text Bentham Science
  26. Yasoda A, Komatsu Y, Chusho H, et al. Overexpression of CNP in chondrocytes rescues achondroplasia through a MAPK-dependent pathway. Nat Med. 2004 Jan; 10(1): 80-86. PubMed | Full Text Nature Medicine
Νοεμβρίου 07, 2017

Περιγραφή και ορισμός

Στα έμβρυα με σύνδρομο Down (DS) υπάρχει αυξημένη ποσότητα δέρματος επάνω από το ρινικό οστό (NB), μεταξύ μετωπογναθικής γωνίας (FMF) και εξωτερικής επιφάνειας του υπερκείμενου δέρματος, το οποίο περιγράφηκε ως προρινικό πάχος (PT) αρχικά από τον Maymon και τους συνεργάτες του, το 2005. Στην συνέχεια διάφορες μελέτες επιβεβαίωσαν το εύρημα αυτό. 2 - 9

Δημογραφικά στοιχεία

Προρινικό πάχος (PT) ˃ από την 95η % θέση ανάπτυξης των ευπλοειδικών εμβρύων ανίχνευσε το 58% των εμβρύων με DS στις 14-27 εβδομάδες της κύησης. Παρότι το NB απουσιάζει στο 27% περίπου των εμβρύων με DS, 3 , 7 ωστόσο, το εύρημα PT είναι ανεξάρτητο από την παρουσία ή την απουσία του NB. Στα φυσιολογικά έμβρυα, το PT αυξάνεται με την ηλικίας της κύησης από τον μέσο όρο των 2,4 mm στις 16 εβδομάδες στον μέσο όρο των 4,6 mm στις 24 εβδομάδες με 95ες εκατοστιαίες θέσεις 4,0 mm και 6,2 mm, αντίστοιχα. 8

Υπερηχογραφικά ευρήματα

Οι μετρήσεις του NB και του PT μπορούν να ληφθούν στο ίδιο επίπεδο αν ο ηχοβολέας τοποθετηθεί παράλληλα στο ρινικό οστό με την γωνία σάρωσης να βρίσκεται κοντά στις 45°. 3 , 10 Η εικόνα ρυθμίζεται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται το ορθό μέσο οβελιαίο επίπεδο στο οποίο να συμπεριλαμβάνεται η γωνία του δέρματος της μύτης και το NB. 11  Ο διεγκέφαλος μέχρι τις 16 εβδομάδες, το μεσολόβιο στις 17-24 εβδομάδες, τα χείλη, η άνω και η κάτω γνάθος χωρίς το ζυγωματικό οστό χρησιμοποιούνται ως σημεία αναφοράς για τις σωστές μετρήσεις του NBL και του PT. 1 , 3  PT υπολογίζεται ως η μικρότερη απόσταση από το κατώτερο τμήμα της άνω επιφάνειας του μετωπικού οστού μέχρι την εξωτερική επιφάνεια του υπερκείμενου δέρματος. Η μέτρηση του PT πραγματοποιήθηκε στο ύψος της ρίζας της μύτης από τους περισσότερους ερευνητές. 1 , 3 , 6

Ωστόσο, ο Gonzalez και οι συνεργάτες του αντιπρότειναν πως η μέτρηση του PT πρέπει να λαμβάνεται στο κεντρικότερο σημείο του μετωπικού οστού εκεί όπου το οστό δίνει την εντύπωση ευθείας γραμμής. Επέλεξαν το σημείο αυτό γιατί αντιπροσωπεύει καλύτερα ολόκληρη την ρινική περιοχή και όχι μέρος της και επιπλέον οι παχυμετρικοί δείκτες τοποθετούνται ευχερώς χωρίς να επηρεάζεται η ακρίβεια της μέτρησης από την λοξότητα του δέρματος όπως στο ριζορίνιο. Για να βελτιωθεί η αναπαραγωγιμότητα της μέτρησης του PT, την τροποποίησαν ως την κάθετη γραμμή μεταξύ του ευθύγραμμου τμήματος του μετωπιαίου οστού και της εξωτερικού ορίου του δέρματος. Επιπλέον πρότειναν την χρησιμοποίηση του όρου μέτωπορινική πτυχή (FNF) επειδή περιγράφει καλύτερα την περιοχή αυτή. 12

Τα όρια του NB προσδιορίζονται από τα κοντινά και τα απομακρυσμένα άκρα της λευκής οστεοποιημένης γραμμής.3 Επιπρόσθετα, ο Persico και οι συνεργάτες του έδειξαν ότι το NBL υπερεκτιμάται όταν μετριέται σε λοξό μέσο οβελιαίο επίπεδο και υποτιμάται σε παραοβελιαίο επίπεδο. 13

Στρατηγικές διαχείρισης

Επειδή το PT φαίνεται να είναι ανεξάρτητο από την παρουσία ή την απουσία του NB οι δύο αυτοί υπερηχογραφικοί δείκτες θα μπορούσαν να συνδυαστούν για ένα ακόμη υψηλότερο ποσοστό ανίχνευσης των προσβεβλημένων εμβρύων με DS. Το 2014, ο Szabó και οι συνεργάτες του επιβεβαίωσαν ότι το PT μαζί με το NBL αποτελούν ισχυρούς δείκτες του DS καθώς εμφανίζουν ευαισθησία 76% σε ασθενείς υψηλού κινδύνου κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης. Ο συνδυασμός των δύο δεικτών ως αναλογία PT/NBL αύξησε το ποσοστό ανίχνευσης του DS σε 97% με 0,9% ψευδώς θετικό ποσοστό. 10  Η αξία της αναλογίας PT/NBL επιβεβαιώθηκε πρόσφατα και από μια άλλη αναδρομική μελέτη που αξιολόγησε αποθηκευμένους 3D όγκους δεδομένων που αφορούσαν 30 έμβρυα με DS και 106 ευπλοειδικά έμβρυα. Στα ευπλοειδικά έμβρυα η αναλογία PT/NBL ήταν σταθερή και ήταν 2/3 καθ 'όλη τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου, δηλαδή το ΡΤ είναι πάντοτε 2/3, εναλλακτικά PT= (0.66) x NBL. Τα έμβρυα με DS είχαν PT ˃ από την 95η εκατοστιαία θέση, NBL ˂ από την 5η εκατοστιαία θέση και λόγο PT/NBL ˃ από την 95η εκατοστιαία θέση στο 77%, 67% και 100% των περιπτώσεων, αντίστοιχα. 6

Ένας τρίτος ελπιδοφόρος υπερηχογραφικός δείκτης, ο οποίος μπορεί να εκτιμηθεί στο ίδιο επίπεδο απεικόνισης με τους άλλους δύο, είναι η μετωπογναθική γωνία (FMF), η οποία ήταν ˃ από την 95η εκατοστιαία θέση ανάπτυξης, δηλαδή ˃ από 88,5° περίπου, στο 65% των εμβρύων με DS. 14

  1. Maymon R, Levinsohn-Tavor O, Cuckle H, et al. Second trimester ultrasound prenasal thickness combined with nasal bone length: a new method of Down syndrome screening. Prenat Diagn. 2005 Oct; 25 (10): 906–911. PubMed | Wiley Online Library
  2. Maymon R, Ushakov F, Waisman D, et al. A model for second-trimester Down's syndrome sonographic screening based on facial landmarks and digit length measurement. Ultrasound Obstet Gynecol. 2006 Mar; 27 (3): 290–295. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  3. Persico N, Borenstein M, Molina F, et al. Prenasal thickness in trisomy-21 fetuses at 16–24 weeks of gestation. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Nov; 32 (6): 751–754. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  4. Maymon R, Moskovitch M, Levinsohn-Tavor O, et al. Bed side estimation of Down's syndrome risk from second trimester ultrasound prenasal thickness. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009; 34 (6): 629–633. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  5. Miron J-P, Cuckle H, Miron P. Prenasal thickness in first-trimester screening for Down syndrome. Prenat Diagn. 2012 Jul; 32 (7): 695–697. PubMed | Wiley Online Library
  6. De Jong-Pleij EA, Vos FI, Ribbert LS, et al. Prenasal thickness-to-nasal bone length ratio: a strong and simple second- and third-trimester marker for trisomy 21. Ultrasound Obstet Gynecol. 2012 Feb; 39 (2): 185–190. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  7. Sonek JD, Cicero S, Neiger R, et al. Nasal bone assessment in prenatal screening for trisomy 21. Am J Obstet Gynecol. 2006 Nov; 195 (5): 1219–1230. PubMed | Full Text AJOG
  8. Persico N, Borenstein M, Molina F, et al. Prenasal thickness in trisomy-21 fetuses at 16–24 weeks of gestation. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Nov; 32 (6):751–754. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  9. Miguelez J, Moskovitch M, Cuckle H, et al. Model-predicted performance of second-trimester Down syndrome screening with sonographic prenasal thickness. J Ultrasound Med. 2010 Dec; 29 (12): 1741–1747. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  10. Szabó A, Szili K, Szabó JT, et al. Nasal bone length: prenasal thickness ratio: a strong 2D ultrasound marker for Down syndrome. Prenat Diagn. 2014 Dec; 34 (12): 1139-45. PubMed | Wiley Online Library | PDF.1 | Full Text PMC | PDF.2
  11. Rotten D, Levaillant JM. Two- and three-dimensional sonographic assessment of the fetal face. 1. A systematic analysis of the normal face. Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 Mar; 23 (3): 224–231. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  12. Gonzalez R, Aedo S, Dezerega V, et al. Frontonasal fold thickness-to-nasal bone length ratio as a prenatal sonographic marker for trisomy 21 in a low-risk population. J Ultrasound Med. 2013 May; 32 (5): 795–800. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  13. Persico N, Molina F, Borenstein M, et al. Nasal-bone length in euploid fetuses at 16–24 weeks' gestation by three-dimensional ultrasound. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Sep; 36 (3): 285–290. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  14. Molina F, Persico N, Borenstein M, et al. Frontomaxillary facial angle in trisomy 21 fetuses at 16–24 weeks of gestation. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Apr; 31 (4): 384–387. PubMed | Wiley Online Library | PDF
Σελίδα 1 από 7

Ποιοι είμαστε

Η ιστοσελίδα emvriomitriki.gr σχεδιάστηκε αρχικά για να καλύψει τις απορίες και τις ανάγκες των εγκύων γυναικών. Όμως, λόγω του υψηλού επιστημονικού υλικού που περιέχει (άρθρα, βίντεο, φωτογραφίες, βιβλιογραφία) καθίσταται χρήσιμο επαγγελματικό εργαλείο σε φοιτητές, μαιευτήρες και άλλους επαγγελματίες υγείας που επιθυμούν να ανανεώσουν τις γνώσεις τους. Το έργο επιμελήθηκε ο ιατρός Αναστάσιος Κοκοβίδης.

Στοιχεία επικοινωνίας

Διαδρομή

Λεωφόρος Κηφισίας 26
Αθήνα, 115 26


info@emvriomitriki.gr
210 7771300










Κλείστε το ραντεβού σας Online!




Πριν ξεκινήσετε, Cookies
Πρόκειται για μικρά αρχεία/εργαλεία που μας βοηθάνε να οργανώσουμε καλύτερα την περιήγηση στην σελίδα μας καθώς και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδας μας.