• Slider4
  • Slider5
  • Slider 9
Διαγνωστικές Εξετάσεις

Περιγραφή και ορισμός

Από την δεκαετία του 80, πολλοί συγγραφείς διερεύνησαν τη χρησιμότητα της υπερηχογραφικής εξέτασης σε γυναίκες με πρόπτωση πυελικών οργάνων (POP) και ακράτεια ούρων. 1 , 2 Παρά τις πολλές αναφερόμενες τεχνικές και προσεγγίσεις, το υπερηχογράφημα πυελικού εδάφους εξακολουθεί και διαδραματίζει περιορισμένο ρόλο στη διερεύνηση των διαταραχών του πυελικού εδάφους και επομένως η αξιοπιστία του συνεχίζει και μελετάται.

Ενδείξεις υπερηχογραφικής εξέτασης

Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα πρωτόκολλα αξιολογούν τις ανατομικές δομές, την ακεραιότητα και τη λειτουργία των μυών του πυελικού εδάφους. Η διαπερινεϊκή υπερηχογραφία (Tranperineal Ultrsonography- TPUS) είναι μια τεχνική απεικόνισης που χρησιμοποιείται στη διερεύνηση της δυσλειτουργίας του πυελικού εδάφους, 3 η οποία επιτρέπει την απεικόνιση του ουρογεννητικού χάσματος (urogenital hiatal - UH) δια της αξιολόγησης του ανελκυστήρα μυ του πρωκτού (Evator Ani Muscle - LAM). 4 , 5 Το UH, η επιφάνεια του οποίου μπορεί να μετρηθεί με το TPUS, είναι ένα έλλειμμα που περιβάλλει το ηβικό οστό και τον ηβοορθικό μυ (Puborectalis Muscle - PRM) και αποτελεί ένα πιθανό σημείο εμφάνισης κήλης στο γυναικείο σώμα. Η πρόπτωση πυελικών οργάνων (POPs) είναι ένα είδος κήλης μέσω του UH και συνιστά έναν από τους πιο συνηθισμένους τύπους δυσλειτουργίας του πυελικού εδάφους, 6 εκτός από την ακράτεια ούρων/κοπράνων. Μία στις τέσσερεις γυναίκες στις ΗΠΑ έχει κάποια διαταραχή του πυελικού εδάφους. 7

Άλλες ενδείξεις για υπερηχογράφημα πυελικού εδάφους περιλαμβάνουν την εκτίμηση πυελικού άλγους, των εκκολπωμάτων της ουρήθρας (μερικές φορές με διακολπική προσέγγιση), τα ξένα σώματα, τις πυελικές μάζες, το χειρουργικά τοποθετημένο πλέγμα και την μέτρηση του υπολειπόμενου όγκου των ούρων όπως υπολογίζεται από τον μαθηματικό τύπο: Όγκος = 5,9 x (ύψος x βάθος) - 14,6 mL (95% όρια εμπιστοσύνης = +/- 37 mL). 8 , 9

Προετοιμασία ασθενών

Οι γυναίκες που συνήθως υποβάλλονται σε υπερηχογραφική εξέταση του πυελικού εδάφους τοποθετούνται σε θέση λιθοτομής με τους μηρούς κεκαμμένους κοντά στους γλουτούς ώστε να δημιουργείται καλύτερη κλίση της πυέλου. Ωστόσο, ορισμένοι ερευνητές χρησιμοποιούν την αριστερή πλάγια κατακεκλιμένη θέση. 10 , 11 Η κένωση της ουροδόχου κύστεως πριν από την εξέταση προτιμάται, αν και μικρός όγκος ούρων μπορεί να βελτιώσει την απεικόνιση της ουροδόχου κύστης. 12 Η παρουσία εντερικού περιεχομένου στο ορθό ενδέχεται να μειώσει την διαγνωστική ακρίβεια και μπορεί να απαιτηθεί επαναξιολόγηση μετά την κένωση του εντέρου ώστε να μην ανακλώνται οι ήχοι από τα κόπρανα. Ο ουλώδης ιστός του κόλπου, η ατροφία και η παχυσαρκία μπορούν να μειώσουν την διαγνωστική ευκρίνεια της εξέτασης.

Τεχνικές υπερηχογραφικής σάρωσης

Η πιο κοινή μέθοδος της υπερηχογραφικής αξιολόγησης του πυελικού εδάφους είναι η διαπερινεϊκή υπερηχογραφία (Tranperineal Ultrsonography - TPUS). Η TPUS πραγματοποιείται με δύο διαφορετικές τεχνικές: τη διαχειλική (Translabial) προσπέλαση, η οποία χρησιμοποιεί έναν ηχοβολέα κυρτής συστοιχίας (Convex) τοποθετημένο στα μεγάλα χείλη ή το περίνεο, 13 και την διαπροδομική (Transintroital) προσπέλαση, η οποία χρησιμοποιεί έναν ενδοκοιλοτικό ηχοβολέα τοποθετημένο κάτωθεν των έσω χειλέων του αιδοίου, ακριβώς στην είσοδο του κόλπου. Ανάλογα με τη διαθεσιμότητα του υπερηχοτομογραφικού εξοπλισμού, τις ενδείξεις και την εμπειρία του εξεταστή χρησιμοποιείται 2D, 3D ή 4D απεικόνιση. Για την διαπερινεϊκή τεχνική χρησιμοποιείται ένας κοινός δισδιάστατος ηχοβολέας κυρτής συστοιχίας 2-7 MHz με εύρος πεδίου τουλάχιστον ≥ από 70˚ και δυνατότητα cineloop. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και τρισδιάστατος ή τετραδιάστατος ηχοβολέας κυρτής συστοιχίας 4-8 MHz, ο οποίος επιτρέπει την πρόσκτηση, αποθήκευση και ανάλυση δεδομένων όγκου για επεξεργασία σε μεταγενέστερο χρόνο. Τα δεδομένα όγκου μπορούν να ληφθούν με γωνία λήψης 70° ή μεγαλύτερη, επιτρέποντας την οπτικοποίηση ολόκληρου του χάσματος του ανελκυστήρα μυ του πρωκτού ως την περιοχή ενδιαφέροντος. Στην διαπροδομική προσπέλαση χρησιμοποιείται ενδοκοιλοτικός ηχοβολέας 5-9 MHz. Κάποιοι ενδοκοιλοτικοί ηχοβολείς διαθέτουν γωνία λήψης οπτικού πεδίου μέχρι 180.˚ Για την καλύτερη απεικόνιση της ανατομίας του πυελικού εδάφους ο ηχοβολέας πρέπει να συγκρατείται κάθετα στις υπό εξέταση δομές του περινέου καθώς η πρόσπτωση κάθετα των υπερήχων στα όργανα στόχους θα βελτιώσει την ανάλυση της εικόνας. Έτσι, δομές όπως η ουρήθρα, η ουροδόχος κύστη, ο κόλπος, το ορθό και οι μύες μπορούν να απεικονιστούν χωρίς θολερότητα και τεχνουργήματα.

Η TPUS σάρωση συνήθως πραγματοποιείται, αρχικά σε συνθήκες ηρεμίας με άδεια ουροδόχο κύστη, και ακολούθως σε συνθήκες δυναμικής. Επειδή η αξιολόγηση του πυελικού εδάφους είναι μια δυναμική εξέταση, αυτή θα πρέπει να λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της μέγιστης σύσπασης των μυών του περινέου κατόπιν ελιγμού Valsalva ή Kegel. Ωστόσο, ένα μικρό ποσοστό γυναικών αδυνατεί να κατανοήσει τον ελιγμό Valsalva ή Kegel παρά τις οδηγίες ή τις συμβουλές. Ενδεχομένως, μια καλή σύσταση θα ήταν το βήξιμο της ασθενούς ώστε να συσπαστούν αντανακλαστικά οι μυς τους περινέου και ο ανελκτήρας. 14 Η TPUS εξέταση θα πρέπει να περιλαμβάνει μια μέση οβελιαία άποψη των ενδοπυελικών οργάνων για τον εντοπισμό της ουρήθρας, της ουροδόχου κύστης, της ουρηθροκυστικής συμβολής (Bladder Neck Junction - BNJ), των κολπικών τοιχωμάτων, της ορθοπρωκτικής συμβολής (Anorectal Junction – ARJ) και οπισθίως αυτής τον ανελκτήρα μυ του πρωκτού που ηχογραφείται ως υπερηχογενής περιοχή. 15 Αυτό επιτυγχάνεται με τον εντοπισμό των ηχογραφούμενων δομών μεταξύ της ηβικής σύμφυσης και της ορθοπρωκτικής συμβολής σε μέσο οβελιαίο επίπεδο. 16 Οι παραοβελιαίες ή εγκάρσιες απόψεις μπορεί να δώσουν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την απεικόνιση συνθετικών μοσχευμάτων πρόπτωσης ή ταινιών ακράτειας. 

Στη διαπερινεϊκή τεχνική ο ηχοβολέας τοποθετείται κάθετα ανάμεσα στο περίνεο ή στα μικρά χείλη του αιδοίου αφού πρώτα έχει καλυφθεί με γάντι χωρίς πούδρα, λεπτό πλαστικό περιτύλιγμα ή προφυλακτικό, ενώ στην διαπροδομική τεχνική ο ηχοβολέας τοποθετείται στο έξω στόμιο της ουρήθρας. Είναι απαραίτητο να μην ασκείται αδικαιολόγητη πίεση στο περίνεο αφενός για να επιτρέπεται η πλήρης κάθοδος των πυελικών οργάνων και αφετέρου για να μην αλλοιώνεται η υπερηχογραφική εικόνα των δομών του πυελικού εδάφους. Μετά το πέρας της εξέτασης ο ηχοβολέας αποστειρώνεται με ειδικά μαντηλάκια εμποτισμένα σε διάλυμα αλκοόλης. Ως προς τον προσανατολισμό της εικόνας δεν υπάρχει ομοφωνία. Η πλειονότητα των ειδικών προτιμούν να λαμβάνουν εικόνες με το περίνεο στην κορυφή και την ηβική σύμφυση στα αριστερά. Αυτός ο προσανατολισμός είναι περισσότερο βολικός ιδίως όταν προσκτάται τρισδιάστατος όγκος πυελικού εδάφους καθώς δεν χρειάζεται η περιστροφή της τελικής 3D εικόνας που απεικονίζει εγκάρσια το περίνεο. Ορισμένοι υπερηχογραφιστές περιστρέφουν την 2D εικόνα κατά 180  ̊απεικονίζοντας την ηβική σύμφυση δεξιά και το περίνεο στο κάτω μέρος της οθόνης, όπως όταν η ασθενής βρίσκεται σε όρθια θέση. 17 , 18

Ακράτεια ούρων προσπαθείας

Είναι γνωστή η σχέση της κινητικότητας του αυχένα της ουροδόχου κύστης και της εγγύς ουρήθρας με την ακράτεια ούρων προσπαθείας. 19 Μια κινητικότητα του αυχένα της ουροδόχου κύστης, με σημείο αναφοράς τον κεντρικό άξονα ή το κάτω όριο της ηβικής σύμφυσης, 20 , 21 μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 15 έως 20mm πριν και μετά τον ελιγμό Valsalva και να θεωρείται φυσιολογική. 22 Γενικά, η πλήρωση με ούρα (125-470mL) καθιστά την ουροδόχο κύστη λιγότερο κινητική από ότι όταν είναι άδεια (  ̴ 50mL). Κατά τον ελιγμό Valsalva από κατάσταση ηρεμίας το κατώτερο τμήμα της ουρήθρας περιστρέφεται οπισθίως και προς τα έσω. 23 Η κινητικότητα του αυχένα της ουροδόχου κύστεως μπορεί να μετρηθεί με την μετακίνηση του αυχένα μεταξύ ηρεμίας και σε μέγιστο ελιγμό Valsalva. Αριθμητική τιμή καθόδου της ουροδόχου κύστεως μεγαλύτερη από 20, 25, 30mm έχει προταθεί ως όριο υπερκινητικότητας. 24

Μια άλλη παράμετρος που έχει μελετηθεί είναι η «χοάνωση» (Funneling) του έσω ουρηθρικού στομίου η οποία παρατηρείται στην ακράτεια ούρων προσπαθείας. Ωστόσο, χοάνωση μπορεί να παρατηρηθεί και σε ασυμπτωματικές γυναίκες κυρίως όμως παρατηρείται σε γυναίκες με ακράτεια ούρων προσπαθείας κατά την δοκιμασία Valsalva, αλλά και κατά την ηρεμία. 25 Σημαντικού βαθμού χοάνωση σχετίζεται με χαμηλή ουρηθρική πίεση σύγκλεισης και ανεπάρκεια του σφικτήρα μυ της ουρήθρας. 26 , 27

Εκτίμηση πρόπτωσης

Με την TPUS είναι δυνατή η βαθμολόγηση της πρόπτωσης των πυελικών οργάνων. Έχοντας ως άξονα το κατώτερο χείλος της ηβικής σύμφυσης, μπορεί να υπολογιστεί κατά τον ελιγμό Valsalva, η χαλάρωση του πρόσθιου (κυστεοκήλη), οπίσθιου (ορθοκήλη) και κεντρικού (τράχηλος της μήτρας) διαμερίσματος του κόλπου. Η μέτρηση αυτή συσχετίζεται με την κλινική βαθμολόγηση της ποσοτικοποίησης της πρόπτωσης με το σύστημα (POP-Q) της Διεθνούς Ένωσης Εγκράτειας (International Continence Society – ICS). 28 Κρανιοκοιλιακή (Cranioventral) μετατόπιση της ουροδόχου κύστης ≥ 10mm κάτω, 29 και, του τραχήλου και του ορθού ≥ 15mm πάνω, από την ηβική σύμφυση, 30 , 31 συνδέονται στενά με συμπτώματα πρόπτωσης και έχουν προταθεί ως όρια για τη διάγνωση σημαντικού βαθμού πρόπτωσης υπερηχογραφικά. Οι μετρήσεις κάτω ή ουραία προς το ηβική σύμφυση σημειώνονται ως αρνητικές, ενώ αυτές πάνω ή κεφαλικά ως θετικές. 32

Εκτίμηση μυϊκής δομής πυελικού εδάφους

Με την 3D/4D λήψη και απόδοση όγκου του περινέου υπάρχει η δυνατότητα αξιολόγηση της ανατομίας, της ακεραιότητας και της λειτουργίας των μυών του πυελικού εδάφους. Ο ανελκτήρα μυς διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην στήριξη των οργάνων του πυελικού εδάφους. 33 Η παρουσία χάσματος του ανελκτήρα πέραν ενός συγκεκριμένου ορίου δικαιολογεί την εμφάνιση κλινικών συμπτωμάτων δυσλειτουργίας του πυελικού εδάφους. Μια επιφάνεια χάσματος μεγαλύτερη από 25cm2 κατά τον ελιγμό Valsalva μπορεί να θεωρηθεί ως μη φυσιολογική διατασιμότητα (ballooning) του χάσματος του ανελκτήρα. 34 , 35

Ο τραυματισμός των ανελκτήρων μυών μπορεί να εντοπιστεί είτε ως αποκόλληση (avulsion) της έκφυσης των σκελών του μυός στο κάτω ηβικό στόμιο είτε ως σχάση κατά μήκος των μυϊκών ινών με την 3D/4D TPUS. Αυτοί οι τραυματισμοί είναι το αποτέλεσμα της υπερβολικής διάτασης των ανελκτήρων από το εμβρυϊκό κρανίο κατά το δεύτερο στάδιο του τοκετού όταν το έμβρυο διέρχεται διάμεσο του γεννητικού σωλήνα, εξαιτίας της χρήσεως μεταλλικού εμβρυουλκού ή παρατεταμένου δευτέρου σταδίου τοκετού > από δύο ώρες. 36 Τραυματισμοί του ανελκτήρα μυός μπορεί να εμφανιστούν στο 10 - 36% των γυναικών κατά τη στιγμή του πρώτου τοκετού. Δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την ταξινόμηση αυτών των μυϊκών κακώσεων. 37 , 38 Οι πιο συνηθισμένες κακώσεις του ανελκτήρα οφείλονται σε σχάση των ηβοϊσχιακών κλάδων των ανώνυμων οστών και σε αποκολλήσεις του λαγονοκοκκυγικού μυός από το τενοντώδες τόξο του ανελκτήρα του πρωκτού. 39 Αυτές οι κακώσεις του ανελκτήρα μυός από το πλάγιο πυελικό τοίχωμα συσχετίστηκαν με ακράτεια ούρων προσπαθείας, 3 μήνες μετά τον τοκετό. 40

  1. Kohorn EI, Scioscia AL, Jeanty P, et al. Ultrasound cystourethrography by perineal scanning for the assessment of female stress urinary incontinence. Obstet Gynecol. 1986 Aug;68(2):269-72. PubMed | Google Scholar
  2. Grischke EM, Dietz HP, Jeanty P, et al. A new study method: the perineal scan in obstetrics and gynecology. Ultraschall Med. 1986 Aug;7(4):154-61. PubMed | Thieme | Google Scholar
  3. Dietz HP. Pelvic Floor Ultrasound: A Review. Clin Obstet Gynecol. 2017 Mar;60(1):58-81. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  4. Dietz HP, Simpson JM. Levator trauma is associated with pelvic organ prolapse. BJOG. 2008 Jul;115(8):979-84. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  5. Grob ATM, Veen AAC, Schweitzer KJ, et al. Measuring echogenicity and area of the puborectalis muscle: Method and reliability. Ultrasound Obstet Gynecol. 2014 Oct;44(4):481-5. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | PDFGoogle Scholar
  6. Dietz HP. Ultrasound in the assessment of pelvic organ prolapse. Best Prac Res Clin Obstet Gynaecol. 2019 Jan;54:12-30. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  7. Wu JM, Vaughan CP, Goode PS, et al. Prevalence and trends of symptomatic pelvic floor disorders in U.S. women. Obstet Gynecol. 2014 Jan;123(1):141-148. PubMed | PMC | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  8. Haylen BT. Verification of the accuracy and range of transvaginal ultrasound in measuring bladder volumes in women. Br J Urol. 1989 Oct;64(4):350-2. PubMed | BJUI | Google Scholar
  9. Haylen BT, Frazer MI, Sutherst JR, et al. Transvaginal ultrasound in the assessment of bladder volumes in women: preliminary report. Br J Urol. 1989 Feb;63(2):149-51. PubMed | BJUI | Google Scholar
  10. Stewart LK, McGee J, Wilson SR. Transperineal and transvaginal sonography of perianal inflammatory disease. AJR Am J Roentgenol. 2001 Sep;177(3):627-32. PubMed | AJR | PDF | Google Scholar
  11. Beer-Gabel M, Teshler M, Barzilai N, et al. Dynamic transperineal ultrasound in the diagnosis of pelvic floor disorders: pilot study. Dis Colon Rectum. 2002;45(2):239–245. PubMed | ASCRS | Google Scholar
  12. Dietz HP, Shek KL. Tomographic ultrasound imaging of the pelvic floor: which levels matter most? Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Jun;33(6):698-703. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  13. Dietz HP. Pelvic floor ultrasound: a review. Am J Obstet Gynecol. 2010 Apr;202(4):321-34. PubMed | AJOG | Google Scholar
  14. Dietz HP, Steensma AB, Vancaillie TG. Levator function in nulliparous women. Int Urogynecol J Pelvic Floor Dysfunct. 2003 Feb;14(1):24-6; PubMed | AJOG | Google Scholar
  15. Dietz HP. Ultrasound imaging of the pelvic floor. Part I: two-dimensional aspects. Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 Jan;23(1):80-92. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  16. Dietz HP. In: Female Urology, Raz S, Rodríguez LV (3 eds). Elsevier: Philadelphia, PA, 2008. Book
  17. Tunn R, Petri E. Introital and transvaginal ultrasound as the main tool in the assessment of urogenital and pelvic floor dysfunction: an imaging panel and practical approach. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Aug;22(2):205-13. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  18. Teele RL, Share JC. Transperineal sonography in children. AJR Am J Roentgenol. 1997 May;168(5):1263-7. PubMed | AJR | PDF | Google Scholar
  19. Dietz HP, Clarke B, Herbison P. Bladder neck mobility and urethral closure pressure as predictors of genuine stress incontinence. Int Urogynecol J Pelvic Floor Dysfunct. 2002;13(5):289-93. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  20. Schaer GN, Koechli OR, Schuessler B, et al. Perineal ultrasound for evaluating the bladder neck in urinary stress incontinence. Obstet Gynecol. 1995 Feb;85(2):220-4. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  21. Dietz HP, Wilson PD. Anatomical assessment of the bladder outlet and proximal urethra using ultrasound and videocystourethrography. Int Urogynecol J Pelvic Floor Dysfunct. 1998;9(6):365-9. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  22. Pizzoferrato AC, Fauconnier A, Bader G. Value of ultrasonographic measurement of bladder neck mobility in the management of female stress urinary incontinence. Gynecol Obstet Fertil. 2011 Jan;39(1):42-8. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  23. Dietz HP, Wilson PD. The influence of bladder volume on the position and mobility of the urethrovesical junction. Int Urogynecol J Pelvic Floor Dysfunct. 1999;10(1):3-6. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  24. Dietz HP. Pelvic floor ultrasound in incontinence: what's in it for the surgeon? Int Urogynecol J. 2011 Sep;22(9):1085-97. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  25. Schaer GN, Perucchini D, Munz E, et al. Sonographic evaluation of the bladder neck in continent and stress-incontinent women. Obstet Gynecol. 1999 Mar;93(3):412-6. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  26. Huang WC, Yang JM. Bladder neck funneling on ultrasound cystourethrography in primary stress urinary incontinence: a sign associated with urethral hypermobility and intrinsic sphincter deficiency. Urology. 2003 May;61(5):936-41. PubMed | Urology | Google Scholar
  27. Dietz HP, Clarke B. The urethral pressure profile and ultrasound imaging of the lower urinary tract. Int Urogynecol J Pelvic Floor Dysfunct. 2001;12(1):38-41. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  28. Abrams P, Cardozo L, Fall M, et al. The standardisation of terminology of lower urinary tract function: report from the standardisation sub-committee of the international continence society. Urology. 2003 Jan;61(1):37-49. PubMed | Urology | PDFGoogle Scholar
  29. Dietz HP, Atan IK, Salita A. Association between ICS POP-Q coordinates and translabial ultrasound findings: implications for definition of 'normal pelvic organ support'. Ultrasound Obstet Gynecol. 2016 Mar;47(3):363-8. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  30. Shek KL, Dietz HP. What is abnormal uterine descent on translabial ultrasound? Int Urogynecol J. 2015;26(12):1783–7. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  31. Dietz HP, Lekskulchai O. Ultrasound assessment of pelvic organ prolapse: the relationship between prolapse severity and symptoms. Ultrasound Obstet Gynecol. 2007Jun;29(6):688-91. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  32. Dietz HP, Haylen BT, Broome J. Ultrasound in the quantification of female pelvic organ prolapse. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Nov;18(5):511-4. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  33. Dietz HP, Shek C, Clarke CB. Biometry of the pubovisceral muscle and levator hiatus by three-dimensional pelvic floor ultrasound Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Jun;25(6):580-5. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  34. Dietz HP, Shek C, De Leon J, et al. Ballooning of the levator hiatus. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Jun;31(6):676-80. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  35. Caudwell-Hall JC, Atan IK, Rojas RG, et al. Atraumatic normal vaginal delivery: how many women get what they want? Am J Obstet Gynecol. 2018 Oct;219(4):379.e1-379. PubMed | AJOG | Google Scholar
  36. Handa VL, Blomquist JL, Roem J, et al. Levator Morphology and Strength After Obstetric Avulsion of the Levator Ani Muscle. Female Pelvic Med Reconstr Surg. 2020 Jan/Feb;26(1):56-60. PubMed | PMC | Urogynecology | PDF | Google Scholar
  37. Weinstein MM, Pretorius DH, Jung SA, et al. Transperineal three-dimensional ultrasound imaging for detection of anatomic defects in the anal sphincter complex muscles. Clin Gastroenterol Hepatol. 2009 Feb;7(2):205-11. PubMed | PMC | AGA | PDF | Google Scholar
  38. Dietz HP. Quantification of major morphological abnormalities of the levator ani. Ultrasound Obstet Gynecol. 2007 Mar;29(3):329-34. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  39. DeLancey JO, Kearney R, Chou Q, et al. The appearance of levator ani muscle abnormalities in magnetic resonance images after vaginal delivery. Obstet Gynecol. 2003 Jan;101(1):46-53. PubMed | PMC | Elsevier PDF | Google Scholar
  40. Dietz HP, Lanzarone V. Levator trauma after vaginal delivery. Obstet Gynecol. 2005 Oct;106(4):707-12. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar 

Περιγραφή

Η ασυμβατότητα της ομάδας αίματος Rhesus D (RhD) μεταξύ μητέρας και εμβρύου είναι η συχνότερη αιτία (αλλο)ανοσοποίησης όπου τα προκύπτοντα anti-D αντισώματα της μητέρας μπορούν να διαπεράσουν τον πλακούντα να προσκολληθούν στα εμβρυϊκά ερυθροκύτταρα που έχουν το αντιγόνο D και να τα καταστρέψουν. 1 Ο σχηματισμός των μητρικών αντισωμάτων ως απόκριση στο εμβρυϊκό αντιγόνο ονομάζεται(αλλο)ανοσοποίηση. H (άλλο)ανοσοποίηση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία εμβρυϊκής αναιμίας, ύδρωπα και τελικά τον ενδομήτριο θάνατο αν δεν αντιμετωπιστεί. Μεταγεννητικά, η καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων του νεογνού μπορεί να προκαλέσει σοβαρή υπερχολερυθριναιμία με εναπόθεση χολερυθρίνης στα νευρικά κύτταρα των βασικών γαγγλίων του ΚΝΣ, κατάσταση ευρύτερα γνωστή ως πυρηνικός ίκτερος, και αποτέλεσμα το νεογνικό θάνατο ή την σοβαρή νευρολογική αναπηρία στους επιζώντες. 2

Ο προσδιορισμός της κατάστασης RhD του εμβρύου σε έγκυες ασθενείς με anti-D αντισώματα κάνει τη διαχείριση της εγκυμοσύνης πολύ πιο εύκολη και αποφεύγει τις περιττές διαδικασίες σε ασθενείς με RhD(-) έμβρυο. 3 Ο εμβρυϊκός τύπος D μπορεί να πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά 4 με την ανίχνευση ενός γονιδίου RHD από το κυκλοφορούν ελεύθερο (εκτός κυττάρων) εμβρυϊκό DNA στο πλάσμα RhD(-) εγκύων ασθενών.

Μοριακές εξελίξεις παρελθόν, παρόν και μέλλον

Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού, υπάρχει κίνδυνος οι RhD(-) μητέρες να αναπτύξουν IgG αντισώματα, κατά των ερυθρών αιμοσφαιρίων του εμβρύου εάν το έμβρυο κληρονομήσει το ασύμβατο πατρικό αντιγόνο, RhD(+). Τα μητρικά IgG αντισώματα μπορεί να διασχίσουν τον πλακουντιακό φραγμό και να εγκαταστήσουν αιμολυτική νόσο στο έμβρυο και το νεογνό (HDFN). 6 Η αιμολυτική νόσος είναι μια κατάσταση που μπορεί να καταστεί απειλητική για τη ζωή. Στην καθημερινή κλινική πρακτική, όλες οι RhD(-) έγκυες ασθενείς παρακολουθούνται στενά με έμμεσο Coombs (τίτλος μητρικών αντισωμάτων) κατά τη διάρκεια της κύησης και όλα ανεξαιρέτως τα νεογνά ελέγχονται για την κατάσταση RhD κατά τη γέννηση. Εάν ένα νεογνό ταυτοποιηθεί ως RhD(+), η μητέρα θα λάβει anti-RhD προφύλαξη με χορήγηση ειδικής ανθρώπειας ανοσοσφαιρίνης εντός διαστήματος 72 ωρών από τη γέννηση του μωρού. Η χορήγηση anti-RhD ανοσοσφαιρίνης σε εγκύους RhD(-) αποτρέπει την ανοσολογική απόκριση της μητέρας κατά την έκθεση σε εμβρυϊκά RhD(+) ερυθρά αιμοσφαίρια και αποτελεί ένα σημαντικό προληπτικό μέτρο μείωσης της HDFN. 7 Συνεπώς η λήψη ανοσοπροστασίας αποτρέπει τον σχηματισμό των μητρικών αντισωμάτων anti- RhD που θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα σε επόμενες εγκυμοσύνες.

Η Rhesus (αλλο)ανοσοποίηση μπορεί να λάβει χώρα καθ' όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ιδίως όμως κατά το τελευταίο τρίμηνο. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, κατά τη διάρκεια της κύησης, μικρές ποσότητες εμβρυϊκού αίματος εισέρχονται στη μητρική κυκλοφορία. Στις περιπτώσεις που η μητέρα και το έμβρυο είναι και οι δύο Rh(-) ή Rh(+) δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Όταν όμως η μητέρα είναι Rh(-) και το έμβρυο Rh(+), τα εμβρυϊκά ερυθροκύτταρα μπορούν να ενεργοποιήσουν το σχηματισμό μητρικών IgG (anti-D αντισωμάτων) και η έγκυος να ευαισθητοποιηθεί. (Αλλο)ανοσοποίηση μπορεί επίσης να συμβεί από μετάγγιση Rh(+) αίματος, 8 λόγω αποβολής Rh(+) εμβρύου (αυτόματη ή θεραπευτική) 9 ή ακόμη και περιστασιακά κατά τη διάρκεια της αμνιοπαρακέντησης ή της βιοψίας χοριακής λάχνης. 10 , 11 Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες από τις κατά τόπους αρμόδιες εγχώριες και διεθνείς κοινότητες υγείας υπάρχει η σύσταση να προσφέρεται anti- RhD ανοσοπροφύλαξη σε μητέρες RhD(-), τουλάχιστον μια δόση από τις 28 έως τις 34 εβδομάδες της κύησης, 12 εάν κυοφορούν έμβρυα RhD(+) καθώς η παθητική ανοσοποίηση μείωσε δραματικά την HDFN τα τελευταία 50 χρόνια. 13 Η anti-RhD ανοσοσφαιρίνη παράγεται από ομαδοποιημένο πλάσμα αρρένων δοτών αρνητικών στο γονίδιο RHD μετά από παθητική ανοσοποίηση με RhD(+) ερυθρά αιμοσφαίρια και θεωρητικά ο κίνδυνος ιογενούς μολύνσεως της μητέρας είναι υπαρκτός. Η anti-RhD ανοσοπροφύλαξη δεν είναι απαραίτητη εάν το έμβρυο είναι RhD(-). Μια τέτοια στρατηγική θα εξοικονομούσε περίπου το 40% του συνόλου της ανοσοπροστασίας κατά της D που χορηγείται επί του παρόντος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. 14 , 15 Όμως, τα αποτελέσματα πολλών μελετών έδειξαν ότι τα έμβρυα των RhD(-) εγκύων ασθενών θα μπορούσαν να προσδιορίζονται με RHD γονότυπο με αποδεκτό επίπεδο ακρίβειας. 16 – 18 Η ανακάλυψη του ελεύθερου εμβρυϊκού DNA (ffDNA) στο αίμα εγκύων ασθενών το 1997 19 οδήγησε ταχέως στην ανάπτυξη των μη επεμβατικών προγεννητικών τεστ (NIPTs) για την ανίχνευση της εμβρυϊκής κατάστασης RhD. 20 Το αντιγόνο RhD είναι το πλέον ανοσογόνο του αντιγονικού συστήματος Rhesus και ευθύνεται για το 78.4% των συνολικών (αλλο)ανοσοποιήσεων. 21

Η γονοτύπιση RHD του εμβρύου με τη χρήση μητρικού πλάσματος αποτελεί μια πραγματικά μεγάλη εξέλιξη στον τομέα της εμβρυομητρικής ιατρικής και γενικά της μαιευτικής τα τελευταία χρόνια. Η ενίσχυση του DNA μιας ή περισσότερων περιοχών του γονιδίου RHD μπορεί να προβλέψει τον γονότυπο RhD του εμβρύου με ακρίβεια > από 99%. 22 - 25 Αυτό σημαίνει ότι οι επεμβατικές διαδικασίες της αμνιοπαρακέντηση και της βιοψίας χοριακής λάχνης - οι οποίες ενέχουν μικρό αλλά σημαντικό κίνδυνο απώλειας της εγκυμοσύνης και μπορεί επίσης να αυξήσουν τον κίνδυνο (άλλο)ανοσοποίησης σε εγκυμοσύνες που διατρέχουν κίνδυνο εμβρυϊκής αιμολυτικής νόσου - μπορούν να εγκαταλειφθούν. Η τεχνολογία βασίζεται στην ανάλυση του ff-DNA το οποίο ανιχνεύεται στο μητρικό πλάσμα ήδη από την 32η ημέρα της κύησης. Στη συνέχεια, το ff-DNA αυξάνει στο πλάσμα της εγκύου στο 3% και 6% της συνολικής ποσότητας του κυκλοφορούντος DNA κατά το δεύτερο και το τέλος του τρίτου τριμήνου, αντίστοιχα. 26 , 27

Όμως η ανάπτυξη της HDFN μπορεί να προέλθει και από άλλα συστήματα αντιγόνων όπως το KEL με το anti-K και το RHCE με τα anti-C, c και E. Η γονοτύπιση αυτών των αντιγόνων είναι εφικτή στο έμβρυο με τεχνικές NIPT 28 , 29 με υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα. 30

Το Fetal RhD test πραγματοποιείται στο ιατρείο μας. Η προγεννετική συμβουλευτική και η διαχείριση του αποτελέσματος παρέχονται δωρεάν. Παραλαβή δειγμάτων καθημερινά κατόπιν συνεννόησης.
Τα δείγματα αίματος στέλνονται στα εργαστήρια της LifeCodexx στην Γερμανία και τα αποτελέσματα λαμβάνονται εντός διαστήματος 9 ημερολογιακών ημερών. Κόστος 280 ευρώ
 
  1. Sarwar A, Sridhar DC. Rh-Hemolytic Disease. Book. StatPearls Publishing; 2022 Jan. PubMed | Bookshelf | Google Scholar
  2. Nassar GN, Wehbe C. Erythroblastosis Fetalis. Βοοκ. In: StatPearls [Internet]. Treasure Island (FL): StatPearls Publishing; 2022 Jan. PubMed | Bookshelf | Google Scholar
  3. Avent ND. RHD genotyping from maternal plasma: guidelines and technical challenges. Methods Mol Biol. 2008; 444:185-201. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  4. Chan FY, Cowley NM, Wolter L, et al. Prenatal RHD gene determination and dosage analysis by PCR: clinical evaluation. Prenat Diagn. 2001 Apr;21(4):321-6. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  5. Finning K, Martin P, Daniels G. The use of maternal plasma for prenatal RhD blood group genotyping. Methods Mol Biol. 2009; 496:143-57. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  6. Urbaniak SJ, Greiss MM. RhD haemolytic disease of the fetus and the newborn. Blood Reviews. 2000 Mar;14(1):44-61. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  7. Hyland CA, O'Brien H, Flower RL, et al. Non-invasive prenatal testing for management of haemolytic disease of the fetus and newborn induced by maternal alloimmunisation. Transfus Apher Sci. 2020 Oct;59(5):102947. PubMed | Full Text TAS | Google Scholar
  8. Yazer MH, Triulzi DJ, Sperry JL, et al. Rate of RhD-alloimmunization after the transfusion of multiple RhD-positive primary red blood cell-containing products. Transfusion. 2021 Jul;61 Suppl 1:S150-S158. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  9. Murray S, Barron SL. Rhesus isoimmunization after abortion. Br Med J. 1971 Jul 10;3(5766):90-2. PubMed | Full Text PMC | PDF | Google Scholar
  10. Murray JC, Karp LE, RA Williamson, et al. Rh isoimmunization related to amniocentesis. Am J Med Genet. 1983 Dec;16(4):527-34. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  11. Brambati B, Guercilena S, Bonacchi I, et al. Feto-maternal transfusion after chorionic villus sampling: clinical implications. Hum Reprod. 1986 Jan;1(1):37-40. PubMed | Oxford Academic | Google Scholar
  12. Sainio S, Kuosmanen M. Hemolytic disease of the newborn has not vanished from Finland--routine protection of RhD negative mothers during pregnancy is justifiable. Duodecim. 2012;128(2):151-7. PubMed | Google Scholar
  13. Silver RM. RhD immune globulin: over 50 years of remarkable progress! BJOG. 2016 Jul;123(8):1347. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | PDFGoogle Scholar
  14. Daniels G. Human blood groups. Oxford: Blackwell Science. 2nd ed, 2002. Ιnternet Αddress | Google Scholar
  15. Flegel WA. The genetics of the Rhesus blood group system. Blood Transfus. 2007 Apr;5(2):50-7. PubMed | Full Text PMC | PDF | Google Scholar
  16. Lo YM. Fetal RhD genotyping from maternal plasma. Ann Med. 1999 Oct;31(5):308-12. PubMed | Taylor & Francis Online | PDF | Google Scholar
  17. Costa JM, Giovangrandi Y, Ernault P, et al. Fetal RHD genotyping in maternal serum during the first trimester of pregnancy. Br J Haematol. 2002 Oct;119(1):255-60. PubMed | Wiley Online Library | PDFGoogle Scholar
  18. Finning K, Martin P, Summers J, et al. Effect of high throughput RHD typing of fetal DNA in maternal plasma on use of anti-RhD immunoglobulin in RhD negative pregnant women: prospective feasibility study. BMJ. 2008 Apr 12;336(7648):816-8. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJPDF | Google Scholar
  19. Lo YM, Corbetta N, Chamberlain PF, et al. Presence of fetal DNA in maternal plasma and serum. The Lancet. 1997, VAug 16;350(9076):485-7. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  20. Lo YM, Hjelm NM, Fidler C, et al. Prenatal diagnosis of fetal RhD status by molecular analysis of maternal plasma. N Engl J Med. 1998 Dec 10;339(24):1734-8. PubMed | Full Text NEJM | PDF | Google Scholar
  21. Pahuja S, Gupta SK, Pujani M, et al. The prevalence of irregular erythrocyte antibodies among antenatal women in Delhi. Blood Transfus. 2011 Oct;9(4):388-93. PubMed | Full Text PMC | PDF | Google Scholar
  22. Rouillac-Le Sciellour C, Puillandre P, Gillot R, et al. Large-scale pre-diagnosis study of fetal RHD genotyping by PCR on plasma DNA from RhD-negative pregnant women. Mol Diagn. 2004; 8:23-31. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  23. Minon JM, Gerard C, Senterre JM, et al. Routine fetal RHD genotyping with maternal plasma: a four-year experience in Belgium. Transfusion. 2008 Feb;48(2):373-81. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  24. Στάμνα Κ. Μοριακή ανάλυση των φαινοτύπων του αντιγόνου D του αντιγονικού συστήματος Rhesus και η μελέτη της πολυμορφίας του. Διδακτορική διατριβή, Ιατρική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 2008. Ιnternet Αddress 
  25. Legler TJ, Lührig S, Korschineck I, et al. Diagnostic performance of the noninvasive prenatal FetoGnost RhD assay for the prediction of the fetal RhD blood group status. Arch Gynecol Obstet. 2021 Nov;304(5):1191-1196. PubMed | Full Text PMC | SpringerLink | PDF | Google Scholar
  26. Lo YM, Tein MS, Lau TK, et al. Quantitative analysis of fetal DNA in maternal plasma and serum: implications for noninvasive prenatal diagnosis. Am J Hum Genet. 1998 Apr;62(4):768-75. PubMed | Full Text PMC | Full Text AJHG | PDF | Google Scholar
  27. Wataganara T, Chen AY, LeShane ES, et al. Cell-free fetal DNA levels in maternal plasma after elective first-trimester termination of pregnancy. Fertil Steril. 2004 Mar;81(3):638-44. PubMed | Fertility & Sterility | PDF | Google Scholar
  28. Finning K, Martin P, Summers J, et al. Fetal genotyping for the K (Kell) and Rh C, c, and E blood groups on cell-free fetal DNA in maternal plasma. Transfusion. 2007 Nov;47(11):2126-33. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  29. Scheffer PG, van der Schoot CE, Page-Christiaens GC, et al. Noninvasive fetal blood group genotyping of rhesus D, c, E and of K in alloimmunised pregnant women: evaluation of a 7-year clinical experience. BJOG. 2011 Oct;118(11):1340-8. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar
  30. Gutensohn K, Müller SP, Thomann K, et al. Diagnostic accuracy of noninvasive polymerase chain reaction testing for the determination of fetal rhesus C, c and E status in early pregnancy. BJOG. 2010 May;117(6):722-9. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | Google Scholar 

Περιγραφή και ορισμός

Η υστεροσαλπιγγογραφία με έκχυση αφρού (Hysterosalpingo Foam Sonography-HyFoSy), χρησιμοποιώντας τη γέλη ExEm-Gel, ώστε να σχηματιστεί ένας αρκετά συμπαγής αφρός, αναπτύχθηκε ως μια διαδικασία εξωνοσοκομειακών ιατρείων για την διάγνωση της διαβατότητας των σαλπίγγων. Η αξιολόγηση της σαλπιγγικής διαπερατότητας αποτελεί σημαντικό τμήμα του ελέγχου στην υπογόνιμη γυναίκα καθώς εκτιμάται ότι η απόφραξη των σαλπίγγων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο 12-33% των υπογόνιμων ζευγαριών. 1 , 25

Αίτια υπογονιμότητος

Ο σαλπιγγικός παράγων, ως αίτιο υπογονιμότητος, συμπεριλαμβάνει μια σειρά παθολογικών οντοτήτων όπως απόφραξη, στένωση, διάταση και μείωση του περισταλτισμού της σάλπιγγας. 2 Η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου αποτελεί μακράν τη συχνότερη αιτία υπογονιμότητος. Ωστόσο, στα άλλα αίτια συμπεριλαμβάνονται τα ινομυώματα, η ενδομητρίωση, η προηγούμενη χειρουργική επέμβαση και η φυματίωση ελάσσονος πυέλου. Συνεπώς, η ακριβής αξιολόγηση των σαλπίγγων καθίσταται ζωτικής σημασίας, καθώς λανθασμένη διάγνωση οδηγεί συνήθως σε περιττές χειρουργικές επεμβάσεις για την αποκατάσταση της σαλπιγγικής βατότητας ή σε εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF). 3 Σήμερα, για το σκοπό αυτό, είναι διαθέσιμες αρκετές μέθοδοι που συμπεριλαμβάνουν την ακτινολογική υστεροσαλπιγγογραφία (HSG), τον συνδυασμό λαπαροσκόπησης-υστεροσκόπησης και την υστεροσαλπιγγογραφία αντίθεσης με υπερηχογράφημα (Hysterosalpingo Contrast Sonography–HyCoSy).

Ιστορική αναδρομή

To 1986 εισήχθη η HyCoSy ως εναλλακτική μέθοδος στην HSG, επειδή δεν εξέθετε την ασθενή στον κίνδυνο από την ιονίζουσα ακτινοβολία και την αλλεργία στο ιώδιο. 4 Η HyCoSy επέτρεψε επιτυχώς την αξιολόγηση του περιγράμματος της ενδομητρικής κοιλότητας και της διαβατότητας των σαλπίγγων με την χρήση διακολπικού υπερηχογραφικού εξοπλισμού. Κατά την διαδικασία HyCoSy εγχύεται ένα ηχογενές μέσο το οποίο ενισχύει την αντίθεση της απεικόνισης μέσω ενός διατραχηλικού καθετήρα. Η διαγνωστική ακρίβεια της HyCoSy ήταν συγκρίσιμη με εκείνη της ακτινολογικής υστεροσαλπιγγογραφίας (HSG). 5 - 7 Το Echovist υπήρξε ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο ηχογενές μέσο που χρησιμοποιήθηκε στην διαδικασία HyCoSy, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Ήταν ένα εναιώρημα αργά διαλυτών μικροσωματιδίων γαλακτόζης αραιωμένα σε υδατικό διάλυμα γαλακτόζης 20%. 8 , 9 Όμως, η διαδικασία HyCoSy εμφάνιζε ψευδώς θετικό ποσοστό σαλπιγγικής απόφραξης 10,3%, ενώ η πραγματική διαβατότητα ήταν 6,7%. 9 , 10 Ωστόσο, αρκετοί παράγοντες ενοχοποιήθηκαν για τα αποτελέσματα αυτά. Αρχικά, ο σαλπιγγικός αυλός μπορούσε να παρεμποδιστεί προσωρινά από βλεννώδες βύσμα, θρόμβο αίματος, μυομητρικό σπασμό ή οίδημα του βλεννογόνου της σάλπιγγας στο επίπεδο του κέρατος. 9 , 11 - 14 Όμως, δυσκολία κατά την διαδικασία της HyCoSy μπορούσε να παρουσιαστεί και λόγω τεχνικών προβλημάτων. Η διαφυγή του μέσου αντίθεσης και η στένωση του τραχήλου της μήτρας είχαν ως αποτέλεσμα την ανεπαρκή ενδοκοιλοτική πίεση με αποτέλεσμα την στάση του μέσου αντίθεσης εντός της ενδομητρικής κοιλότητος. Από την άλλη μεριά, η σπείρωση και η στρέβλωση της ανατομίας του σαλπιγγικού αυλού, εξαιτίας πυελικών συμφύσεων, μπορούσε να δυσχεράνει τον εντοπισμό και την πορεία των σαλπίγγων. 9 , 11 - 14

Παρότι δεν είχαν αναφερθεί αντιδράσεις αλλεργικού τύπου με το Echovist, η αλλεργία στο συστατικό γαλακτόζη, αποτελούσε την γνωστότερη αντένδειξη για την ευρεία χρήση του Echovist και οι κυριότερες ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν αφορούσαν πόνο στο 54,9% των περιπτώσεων και παρασυμπαθητικοτονία (ναυτία, έμετο, υπεραερισμό και εφίδρωση) στο 5% των περιπτώσεων. 8 , 15 Όμως, επειδή η εμπορική διαθεσιμότητα του Echovist, και των άλλων ηχογενών μέσων που αναπτύχτηκαν στην συνέχεια για γυναικολογική χρήση (Infoson και SonoVue) ήταν: είτε περιορισμένη στις περισσότερες χώρες και δεν υπήρχε εμπορική διαθεσιμότητα, είτε δεν έλαβαν την απαιτούμενη άδεια σαλπιγγικής χρήσης. Έτσι, ως φτηνή εναλλακτική λύση, προτάθηκε η χρήση μείγματος άλατος-αέρος. 16 Μία μελέτη που εκπονήθηκε το 2011 αξιολόγησε τις παραπάνω μεθόδους στην διερεύνηση της υπογονιμότητος. Συνέκρινε την ακρίβεια, την εγκυρότητα, το κόστος, την αξιοπιστία, την ελάχιστη επεμβατικότητα και συμπέρανε πως η δοκιμασία HyCoSy ήταν το πιο συμφέρον πρωτόκολλο στην διερεύνηση της υπογονιμότητος, έναντι της HSG και της λαπαροσκόπησης. Η παραπάνω μελέτη κατέληξε στο παραπάνω συμπέρασμα επειδή η HyCoSy επιτρέπει στους παρόχους υγείας να αξιολογούν ταυτόχρονα την ενδομητρική κοιλότητα, την μυομητρική δομή, το περίγραμμα της μήτρας, το απόθεμα ωοθυλακίων, την δομή των ωοθηκών καθώς και την αρχιτεκτονική και τη βατότητα των σαλπίγγων. 17

Εξελιγμένη σαλπιγγογραφία αφρού

Το 2007, εισήχθη μία μη-εμβρυοτοξική γέλη (ExEm-gel) που περιείχε υδροξυ-αιθυλοκυτταρίνη και γλυκερόλη (Hydroxyethyl cellulose, Glycerol), ως νέο διαγνωστικό μέσο απεικόνισης του ενδομήτριου με υστερουπερηχογράφημα, εναλλακτικά στο Echovist. 18 Το πλεονέκτημα από την χρήση της γέλης ήταν η αργή πλήρωση της κοιλότητας της μήτρας και η διατήρηση χαμηλής πίεσης που καθιστούσε την διαδικασία σχετικά ανώδυνη. 19 - 23 Η αναισθησία δεν θεωρήθηκε απαραίτητη μια και η ανεκτικότητα του πόνου στην διαδικασία έκχυσης του μέσου αντίθεσης δεν δικαιολογούσε ούτε την ενδομήτρια εφαρμογή λιδοκαΐνης (xylocaine), 19 , 24 ούτε και αυτήν της χλωρεξιδίνης (chlorhexidine). Το Instillage (χλωροεξιδίνη και λιδοκαΐνη) ήταν ένα λιπαντικό με υποστηρικτικές ιδιότητες τοπικής αναισθησίας και απολύμανσης που χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως αναισθητικό, αντισηπτικό gel και για χρήση σε ουρολογικό καθετηριασμό. Οι μέχρι σήμερα αναφορές αναφυλακτικής αντίδρασης στην χλωρεξιδίνη (Hydroxyethyl cellulose) υπήρξαν σποραδικές. 25

Η σύνθεση του ExEm-gel εξετάστηκε πλήρως και θεωρείται απόλυτα ασφαλής καθώς τα συστατικά της είναι ευρέως γνωστά και έχουν χορηγηθεί αποτελεσματικά είτε ως καθαρτικό στην καταπολέμηση της δυσκοιλιότητας, είτε ενδοφλεβίως ή ενδοπεριτοναϊκά για μία πληθώρα διαφορετικών ιατρικών σκοπών. 26 - 29 Σε περισσότερες από 10 000 εκχύσεις πηκτώματος γέλης με ExEm-gel δεν έχουν αναφερθεί σοβαρές επιπλοκές. Το ExEm-foam χρησιμοποιείται στην υστεροσαλπιγγογραφία αφρού με υπερηχογράφημα (HyFoSy) στην παραγωγική φάση του καταμήνιου κύκλου σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE) ως εναλλακτική λύση στην HyCoSy και την HSG. 30 , 31 To ExEm-foam μπορεί να δημιουργηθεί με αραίωση ExEm-gel σε απιονισμένο νερό μέσω μιας συσκευής ζεύξης εγχέοντας μηχανικά τα υγρά, με την βοήθεια 2 συρίγγων, από την μία στην άλλη τουλάχιστον 10 φορές. Η διαδικασία αυτή δημιουργεί έναν γαλακτώδη πηκτοειδή αφρό ικανό να απεικονίσει τις σάλπιγγες τουλάχιστον για 1 λεπτό.

Τεχνική

Η HyFoSy, ιδανικά γίνεται στο μέσον της παραγωγικής φάσης (από την 6η-10η ημέρα ενός τυπικού κύκλου 28 ημερών), μετά το πέρας της εμμήνου ρύσεως και πριν από την ωορρηξία, για να μειωθεί στο ελάχιστο ο κίνδυνος διατάραξης μιας πρώιμης κύησης. Στοματικό αναλγητικό, του τύπου αντιφλεγμονώδες μη στεροειδές μπορεί να χορηγηθεί 1-2 ώρες πριν από τη διαδικασία. Συνιστάται προεπεμβατικός έλεγχος για λοιμώξεις όπως χαλμύδια και/ή προφυλακτική θεραπεία με από του στόματος αντιβιοτικά. Η αυστηρή ασηψία είναι απαραίτητη. Αρχικά εκτελείται λεπτομερές διακολπικό υπερηχογράφημα για να εκτιμηθεί η θέση των πυελικών οργάνων και να αποκλειστούν τυχόν παθολογίες, που θα μπορούσαν δυνητικά να δυσκολέψουν τη διαδικασία. Επιπλέον, ελέγχεται η ελάσσονα πύελος για τυχόν ύπαρξη ελεύθερου υγρού. Ο ηχοβολέας αφαιρείται και τοποθετείται μητροσκόπιο στον κόλπο για να απεικονιστεί ο τράχηλος. Ο κόλπος και ο τράχηλος καθαρίζονται με αντισηπτικό διάλυμα και ένας εύκαμπτος καθετήρας HSG, με λεία στρογγυλεμένη άκρη ώστε να είναι ατραυματικός καθηλώνεται στον ενδοτράχηλο διαμέσου μπαλονιού το οποίο πληρούται με 1-2cc φυσιολογικό ορό. Μόλις στερεωθεί ο καθετήρας, αφαιρείται το μητροσκόπιο, εισάγεται ο ηχοβολέας στον κόλπο για περαιτέρω αξιολόγηση και προσαρμόζεται στον ελεύθερο αυλό του καθετήρα μια προγεμισμένη σύριγγα των 10 mL με πήκτωμα γέλης.

Η διαδικασία της HyFoSy βασίζεται στην τεχνητή διάταση της ενδομητρικής κοιλότητας με ενστάλαξη πηκτώματος γέλης, ExEm-Foam. Συνήθως, χρειάζονται κατά μέσο όρο 4 mL (εύρος, 2-10mL) για να επιτευχθεί η μέγιστη διάταση. Η σταθερή πλήρωση της κοιλότητας της μήτρας με γέλη επιτρέπει την ακριβή απεικόνιση της ενδομητρικής κοιλότητας και των τοιχωμάτων της μήτρας με 2D και 3D απεικόνιση. Όσο μεγαλύτερη είναι η διάταση της ενδομητρικής κοιλότητας τόσο καλύτερη είναι η ποιότητα απεικόνισης, λόγω της πολύ χαμηλής ταχύτητας διαφυγής του πηκτώματος μέσω των σαλπίγγων. Η βελτιωμένη πλήρωση της κοιλότητας μπορεί να επιτευχθεί χρησιμοποιώντας μεγαλύτερους όγκους ενστάλαξης και/ή αυξάνοντας τη ροή ενστάλαξης. Η ανεπαρκή ή η παροδική πλήρωση της κοιλότητας της μήτρας πλήρωση και η χρήση καθετήρων χωρίς μπαλόνι σταθεροποίησης σχετίζονται με ασταθή εικόνα και backflow, αντίστοιχα. Η υπερηχογραφική εξέταση της κοιλότητας της μήτρας παραμένει βέλτιστη για αρκετά λεπτά ακόμη και μετά την αφαίρεση της συσκευής ενστάλαξης. Γρήγορη κατάρρευση της κοιλότητας της μήτρας αμέσως μετά την αφαίρεση της συσκευής στο τέλος της διαδικασίας, παρατηρήθηκε μόνο σε μερικές περιπτώσεις.

Επιπλοκές

Στην μελέτη του Van Schoubroeck οι μισές ασθενείς κατέταξαν την διαδικασία HyFoSy ως λιγότερο επώδυνη από αυτήν της κυτταρολογικής εξέτασης του τραχήλου της μήτρας. 32 Ο συγγραφέας απέδωσε το γεγονός στον φόβο των γυναικών αυτών κατά την τοποθέτηση του μητροσκοπίου στον κόλπο. Όμως, επειδή η μητροσκόπηση είναι μέρος της διαδικασίας HyFoSy, ο Van Schoubroeck συνέστησε την κατάλληλη επιλογή στο μέγεθος και τον τύπο του μητροσκοπίου και ακολούθως την λίπανση για ήπια και ατραυματική τοποθέτηση. 33 , 34

Ως διαβατότητα σαλπίγγων ορίστηκε, από ορισμένους μελετητές, η εκροή διαλύματος άλατος-αέρος ή πηκτής αφρού από το κροσσωτό άκρο της σάλπιγγας η οποία περιβάλλει την ωοθήκη και στην συνέχεια συγκεντρώνεται στην πύελο κατα την σάρωση με την λειτουργία B-mode των υπερήχων. Χρησιμοποιήθηκαν δύο υπερηχογραφικά κριτήρια για την αξιολόγηση της σαλπιγγικής διαβατότητας. Η ανίχνευση σταθερού χρώματος σημάτων στον ισθμικό και το κροσσωτό άκρο της σάλπιγγας με Power Doppler και η ανίχνευση έγχρωμης ροής στο άκρο της σάλπιγγας με Color Doppler. 35 Ως απόφραξη ορίστηκε η απουσία ροής στην σάλπιγγα. 36 Ορισμένοι ερευνητές ανέφεραν εμφάνιση σπασμών και κράμπας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκχυσης του σκιαγραφικού μέσου η οποία μειώνεται με την χρήση ενός μη στεροειδούς αντιφλεγμονώδους φαρμάκου (ΜΣΑΦ). Ωστόσο, για κάποιους άλλους ερευνητές η χρήση ΜΣΑΦ αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο θέμα. 37 , 38

Ο Exalto, στην μελέτη του το 2007 που αφορούσε 113 ασθενείς, ανέφερε 1 επεισόδιο παρασυμπαθητικοτονίας (0,008%) ενώ δεν σημείωσε αλλεργικές αντιδράσεις, λοιμώξεις ή καρδιακές επιπλοκές. Η υπερηχογραφική εμφάνιση των ενδοκοιλοτικών θρόμβων είχαν διαφορετική απεικόνιση στην υστεροσαλπιγγογραφία αφρού (HyFoSy) από την υστεροσαλπιγγογραφία αντίθεσης (HyCoSy) καθώς οι θρόμβοι αίματος έμοιαζαν με πολύποδες επειδή δεν διαλύονταν από τη γέλη αφρού και σαφώς αυτό αποτελούσε ένα μειονέκτημα της HyFoSy έναντι της HyCoSy. 20 Ο Emanuel, στην δική του μελέτη το 2012, σημείωσε επεισόδιο παρασυμπαθητικοτονίας σε πέντε ασθενείς (5/73), ποσοστό 7% κατά τη διάρκεια ή μετά την διαδικασία της HyFoSy. Όλες οι διαδικασίες HyFoSy είχαν ελάχιστη ταλαιπωρία για την ασθενή ενώ δεν υπήρξαν άλλες επιπλοκές.

Αποτελεσματικότητα έναντι άλλων μεθόδων

Η HyFoSy με έγχυση αφρού (ExEm Foam) έχει καλύτερη απόδοση από την HyCoSy καθώς επιτρέπει μια πιο ακριβή διάγνωση της απόφραξης των σαλπίγγων ως αίτιο υπογονιμότητας. 40 Η αποτελεσματικότητα της HyFoSy είναι συγκρίσιμη με αυτήν της λαπαροσκόπησης. 41 Το πλεονέκτημα της HyFoSy έναντι της ακτινολογικής υστεροσαλπιγγογραφίας (HSG) είναι η αποφυγή του κινδύνου έκθεσης στην ιονίζουσα ακτινοβολία και της αλλεργίας στο ιώδιο. 42 Το απεικονιστικό μέσο ExEm Foam που χρησιμοποιείται στην HyFoSy δεν σχετίζεται με αλλεργικές αντιδράσεις, καθώς αποτελείται από αέρα, καθαρό νερό και ένα τζελ για τη διατήρηση των φυσαλίδων του αέρα σε εναιώρημα. Ένα άλλο πλεονέκτημα της HyFoSy έναντι της HSG ήταν η μικρότερη μέση χρονική διάρκεια της διαδικασίας, 5' έναντι 12,5' της HSG. 43

Εναλλακτικά, η μη αραιωμένη γέλη (ExEm-Gel) μπορεί να χρησιμοποιηθεί επιτυχώς στην εκτίμηση ενδοκοιλοτικών ανωμαλιών έχοντας λιγότερη διαφυγή, καλύτερη και σταθερότερη διάταση της ενδομητρικής κοιλότητας συγκριτικά με το φυσιολογικό ορό της υστερουπερηχογραφίας (Saline contrast sonohysterography-SCSH). 19 Η έγχυση ExEm-Gel αποδεδειγμένα σχετίζεται με λιγότερο πόνο καθώς και με λιγότερες αποτυχημένες τεχνικές προσπάθειες συγκριτικά με την υστερουπερηχογραφία έγχυσης φυσιολογικού ορού. 20 - 22 Ωστόσο, η ακρίβεια της διάγνωσης είναι συγκρίσιμη μεταξύ των δύο μεθόδων. Κάποιες ερευνητικές ομάδες προσπάθησαν να καθορίσουν την ακρίβεια και την αξία της HyFoSy ως δοκιμασία πρώτης γραμμής στον έλεγχο της διαβατότητας των σαλπίγγων. Ωστόσο, περιορισμένες υπήρξαν και οι αναφορές σχετικά με την επίτευξη εγκυμοσύνης μετά από την χρήση της HyFoSy. Πάντως, γενικά πιστεύεται ότι η έκπλυση σαλπίγγων με αφρό (ExEm Foam) μπορεί να αποκαταστήσει τη βατότητα και τη γονιμότητα των σαλπίγγων. 44 Στην βιβλιογραφία ωστόσο, υπήρξε μία αναφορά η οποία περιέγραφε αυτόματη σύλληψη σε ποσοστό 19,2% μετά την διαδικασία HyFoSy εντός διαστήματος 3 μηνών κατά μέσο όρο. 18

Σημείωση: η υστερο-σαλπιγγογραφία αφρού με υπερηχογράφημα ανήκει στις εξετάσεις ΕΟΠΥΥ για εξωσωματική

  1. Khalaf Y. Tubal subfertility. BMJ. 2003 Sep 13; 327(7415): 610-3.PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | Google Scholar
  2. Patil M. Assessing tubal damage. J Hum Reprod Sci. 2009 Jan; 2(1): 2-11. PubMed | Full Text PMC | Wolters Kluwer | Google Scholar
  3. Dun EC, Nezhat CH. Tubal factor infertility. Obstet Gynecol Clin North Am. 2012 Dec; 39(4): 551–566. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  4. Randolph, J.F. Jr., Ying, Y.K., et al. Comparison of real-time ultrasonography, hysterosalpingography, and laparoscopy/hysteroscopy in the evaluation of uterine abnormalities and tubal patency. Fertil Steril. 1986 Nov; 46: 828–832. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  5. Dijkman AB, Mol BW, van der Veen F, et al. Can hysterosalpingocontrast-sonography replace hysterosalpingography in the assessment of tubal subfertility? Eur J Radiol. 2000 Jul; 35(1): 44-8. PubMed | European Journal of Radiology | Google Scholar
  6. Reis MM, Soares SR, Cancado ML, et al. Hysterosalpingo contrast sonography (HyCoSy) with SH U 454 (Echovist) for the assessment of tubal patency. Hum Reprod. 1998 Nov; 13(11): 3049-52. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  7. Luciano DE, Exacoustos C, Johns DA, et al. Can hysterosalpingo-contrast sonography replace hysterosalpingography in confirming tubal blockage after hysteroscopic sterilization and in the evaluation of the uterus and tubes in infertile patients? Am J Obstet Gynecol. 2011 Jan; 204 (1):79. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  8. ECHOVIST. General Monographs
  9. Campbell S, Bourne TH, Tan SL, et al. Hysterosalpingo contrast sonography (HyCoSy) and its future role within the investigation of infertility in Europe. Ultrasound Obstet Gynecol. 1994 May; 4(3): 245–253. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  10. Holz K, Becker R, Schurmann R. Ultrasound in the investigation of tubal patency. A meta-analysis of three comparative studies of Echovist-200 including 1,007 women. Zentralbl Gynakol. 1997; 119(8): 366–373. PubMed | Google Scholar
  11. Exacoustos C, Di Giovanni A, Szabolcs B, et al. Automated sonographic tubal patency evaluation with three-dimensional coded contrast imaging (CCI) during hysterosalpingo-contrast sonography (HyCoSy). Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Nov; 34(5): 609–612. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  12. Exacoustos C, Zupi E, Szabolcs B, et al. Contrast-tuned imaging and Second-Generation contrast agent SonoVue: a new ultrasound approach to evaluation of Tubal Patency. J Minim Invasive Gynecol. 2009 Jul-Aug; 16(4): 437–444. PubMed | Full Text JMIG | Google Scholar
  13. Lanzani C, Savasi V, Leone FP, et al. Two-dimensional HyCoSy with contrast tuned imaging technology and a second-generation contrast media for the assessment of tubal patency in an infertility program. Fertil Steril. 2009 Sep; 92(3): 1158–1161. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  14. Boudghene FP, Bazot M, Robert Y, et al. Assessment of Fallopian tube patency by HyCoSy: comparison of a positive contrast agent with saline solution. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Nov; 18(5): 525–530. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  15. Savelli L, Pollastri P, Guerrini M, et al. Tolerability, side effects, and complications of hysterosalpingocontrast sonography (HyCoSy). Fertil Steril. 2009 Oct; 92(4): 1481-6. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  16. Spalding H, Martikainen H, Tekay A, et al. A randomized study comparing air to Echovist as a contrast medium in the assessment of tubal patency in infertile women using transvaginal salpingosonography. Hum Reprod. 1997 Nov; 12(11): 2461-4. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  17. Saunders RD, Shwayder JM, Nakajima ST. Current methods of tubal patency assessment. Fertil Steril. 2011 Jun; 95(7): 2171–2179. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  18. Emanuel MH, van Vliet M, Weber M, et al. First experiences with hysterosalpingo-foam sonography (HyFoSy) for office tubal patency testing. Hum Reprod. 2012 Jan; 27(1): 114-117. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  19. Exalto N, Stassen M, Emanuel MH. Safety aspects and side-effects of ExEm-gel and foam for uterine cavity distension and tubal patency testing. Reprod Biomed Online. 2014 Nov; 29(5): 534-40. PubMed | Full Text RBMO | Google Scholar
  20. Exalto N, Stappers C, van Raamsdonk LA, et al. Gel instillation sonohysterography: first experience with a new technique. Fertil Steril. 2007 Jan; 87(1): 152-5. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  21. Bij de Vaate AJ, Brolmann HA, van der Slikke JW, et at. Gel instillation sonohysterography (GIS) and saline contrast sonohysterography (SCSH): comparison of two diagnostic techniques. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Apr; 35(4): 486-496. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  22. Van den Bosch T, Betsas G, Van Scoubroeck D, et al. Gel infusion sonography in the evaluation of the uterine cavity. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Dec; 34(6): 711-4. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  23. Werbrouck E, Veldman J, Luts J, et al. Detection of endometrial pathology using saline infusion sonography versus gel instillation sonography: a prospective cohort study. Fertil Steril. 2011 Jan; 95(1): 285-8. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  24. Van den Bosch, T., Van Schoubroeck, D., Daemen, et al. Lidocaine does not reduce pain perception during gel instillation sonography or subsequent office hysteroscopy: results of a randomized trial. Gynecol. Obstet. Invest. 2011;71: 236–239. PubMed | Karger | PDF | Google Scholar
  25. TOXNET Databases. Toxicology data network. Toxline search, Hydroxyethyl cellulose.
  26. Emanuel MH, Exalto N. Hysterosalpingo-foam sonography (HyFoSy): a new technique to visualize tubal patency. Ultrasound Obstet Gynecol. 2011 Apr;37: 497-499. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  27. Berger C, Sakowitz OW, Kiening KL, et al. Neurochemical monitoring of glycerol therapy in patients with ischemic brain edema. Stroke. 2005 Feb; 36(2): e4-6. PubMed | American Heart Association | Google Scholar
  28. Nilforoushan MR, Latkany RA, Speaker MG. Effect of artificial tears on visual acuity. Am J Ophthalmol. 2005 Nov;140: 830–5. PubMed | Full Text AJO | Google Scholar
  29. Falk K, Holmdahl L, Halvarsson M, Larsson K, et al. Polymers that reduce intraperitoneal adhesion formation. Br J Surg. 1998 Aug; 85(8): 1153-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  30. European Society of Human Reproduction and Embryology. Diagnosis and classification of genital anomalies. ESHRE | Google Scholar
  31. Van Schoubroeck D, Van den Bosch T, Meuleman C, et al. The use of a new gel foam for the evaluation of tubal patency. Gynecol Obstet Invest. 2013;75: 152–156. PubMed | Karger | Google Scholar
  32. Van Schoubroeck D, Van den Bosch T, Ameye L, et al. Pain during Fallopian-tube patency testing by hysterosalpingo-foam sonography. Ultrasound Obstet Gynecol. 2015 Mar; 45(3): 346–350. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  33. Hill DA, Lamvu G. Effect of lubricating gel on patient comfort during vaginal speculum examination: a randomized controlled trial. Obstet Gynecol. 2012 Feb;119: 227–231. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  34. Uygur D, Guler T, Yayci E, et al. Association of speculum lubrication with pain and Papanicolaou test accuracy. J Am Board Fam Med. 2012 Nov-Dec; 25:798–804. PubMed | Full Text JABFM | PDF | Google Scholar
  35. Soliman AA, Shaalan W, Abdel-Dayem T, et al. Power Doppler flow mapping and four-dimensional ultrasound for evaluating tubal patency compared with laparoscopy. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2015 Dec;195: 83-7. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  36. Panchal S, Nagori C. Imaging techniques for assessment of tubal status. J Hum Reprod Sci. 2014 Jan; 7(1):2-12. PubMed | Full Text PMC | Full Text JHRS | Google Scholar
  37. Anserini P, Delfino F, Ferraiolo A, et al. Strategies to minimize discomfort during diagnostic hysterosalpingography with disposable balloon catheters: a randomized placebo-controlled study with oral nonsteroidal premedication. Fertil Steril. 2008 Sep;90: 844–848. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  38. Elson EM, Ridley NT. Paracetamol as a prophylactic anal-gesic for hysterosalpingography: a double blind randomized controlled trial. Clin Radiol. 2000 Sep;55: 675–678. PubMed | Clinical Radiology | Google Scholar
  39. Rajesh H, Lim SL, Yu SL. Hysterosalpingo-foam sonography: patient selection and perspectives. Int J Womens health. 2016 Dec 28; 9: 23-32. PubMed | Full Text PMC | DovePress | Google Scholar
  40. Piccioni MG, Riganelli L, Filippi V, et al. Sonohysterosalpingography: Comparison of foam and saline solution. J Clin Ultrasound. 2017 Feb; 45(2): 67-71. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  41. Maheux-Lacroix S, Boutin A, Moore L, et al. Hysterosalpingosonography for diagnosing tubal occlusion in subfertile women: a systematic review with meta-analysis. Hum Reprod. 2014 May; 29(5): 953-63. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  42. Dreyer, K., Out, R., Hompes, PG., et al. Hysterosalpingo-Foam Sonography (HyFoSy): a less painful procedure for tubal patency testing during fertility work-up compared to (serial) hysterosalpingography. A Randomised Controlled Trial. Fertil. Steril. 2014 Sep; 102(3): 821-5. PubMed | Fertility and Sterility | Google Scholar
  43. Mohiyiddeen L, Hardiman A, Fitzgerald C, et al. Tubal flushing for subfertility. May 2015. Cochrane Database Syst Rev. 2015 May;(5): CD003718. PubMed | Full Text PMC | Cochraen Library | Google Scholar

Σύντομη περιγραφή

Πέρασαν πάνω από 4 δεκαετίες από τότε που το υπερηχογράφημα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην αξιολόγηση του μαιευτικού ασθενή. Οι πρώτες, ερωτήσεις στις οποίες επιχείρησε να απαντήσει ήταν πολύ βασικές: Υπάρχει εγκυμοσύνη; Είναι ζωντανό το έμβρυο; Είναι μονήρης ή δίδυμη κύηση; Ποια είναι η θέση του πλακούντα; Ποια είναι η ηλικία κύησης; Πιθανά, λίγοι οραματίστηκαν την ημέρα που το υπερηχογράφημα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στον εντοπισμό μικρών ανατομικών ανωμαλιών, όπως λαγόχειλο ή λυκόστομα, να προβλέψει μαιευτικές επιπλοκές, όπως συμφυτικό πλακούντα, ή να ανιχνεύσει επακριβώς την παρουσία εμβρυϊκής αναιμίας. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι, κατά την ίδρυσή της, ήταν δύσκολο να πειστούν οι κλινικοί γιατροί ως προς τη χρησιμότητα αυτού του νέου διαγνωστικού μέσου στην μαιευτική διαχείριση. Σήμερα είναι ρουτίνα για έναν ασθενή, να έχει τουλάχιστον μία, και συχνά, αρκετές εξετάσεις με υπερήχους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι τεχνολογικές εξελίξεις στην απεικόνιση, συμπεριλαμβανομένης της 3D / 4D και τις ογκομετρικές μετρήσεις, η χρήση του διακολπικού ηχοβολέα υψηλής συχνότητας και το βοηθητικό πρόγραμμα για χρωμοσωμικές ανωμαλίες στην αρχή της εγκυμοσύνης (π.χ. αυχενική διαφάνεια), έχουν επεκτείνει τις ενδείξεις για υπερηχογραφική απεικόνιση στους μαιευτικούς ασθενείς.

Οι κατευθυντήριες γραμμές βελτίωσαν την συνοχή του αποτελέσματος της μαιευτικής εξέτασης, ωστόσο, πολύ συχνά μερικά ζητήματα συζητούνται: για παράδειγμα, τι συμπεριλαμβάνει η βασική εξέταση με υπερήχους, ποιες δομές θα πρέπει να αξιολογηθούν, ποια είναι η ιδανική χρονική στιγμή της εξέτασης, ποιός είναι ο ρόλος του πρώτου τριμήνου στην ανατομική έρευνα, πόσο ασφαλείς είναι υπέρηχοι, πώς πρέπει να καταγράφονται και να τεκμηριώνονται τα ευρήματα και τελευταίο, πώς θα πρέπει ο ασθενής να πάρει το αποτέλεσμα της εξέτασης; Με βελτιωμένες εικόνες παρέχεται το πόρισμα, τα ήσσονος σημασίας ευρήματα, θα πρέπει να αναφέρονται στον ασθενή τα οποία οδηγούν συχνά σε αναπόφευκτο άγχος.

Θερμικός και μηχανικός δείκτης

Δεν πέρασε πολύς καιρός από την έναρξη της απεικόνισης με τους υπερήχους και ανέκυψαν ερωτήματα ως προς την ασφάλεια αυτής της νέας εξέτασης. Παρά τους πολυπληθής ισχυρισμούς για την ασφάλεια των υπερήχων στη μητέρα και το έμβρυο, εντούτοις διάφορες μελέτες σημείωσαν πιθανές αρνητικές επιπτώσεις του διαγνωστικού υπερηχογραφήματος στο αναπτυσσόμενο έμβρυο. Αυτές οι μελέτες πρωτίστως επικεντρώθηκαν κυρίως σε θερμικούς μηχανισμούς και μηχανισμούς σπηλαίωσης (δημιουργία φυσαλίδας αέρα) που οδηγούν σε πιθανούς τραυματισμούς στο αναπτυσσόμενο έμβρυο (R Hershkovitz, E Sheiner, M Mazor: Ultrasound in obstetrics: a review of safety. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 101:15 2002, TJ Cavicchi, WD O'Brien Jr: Heat generated by ultrasound in an absorbing medium. J Acoust Soc Am. 76 (4):1244 1984, WL Nyborg, RB Steele: Temperature elevation in a beam of ultrasound. Ultrasound Med Biol. 9:611 1983, HG Flynn: Physics of acoustic cavitation in liquids. WP Mason Physical Acoustics. vol 1B 1964 Academic Press New York και SZ Child, CL Hartman, LA Schery, et al.: Lung damage from exposure to pulsed ultrasound. Ultrasound Med Biol. 16:817 1990).

Η απορρόφηση της ενέργειας της δέσμης υπερήχων από τους μαλακούς ιστούς και τα οστά και η μετατροπή της σε θερμότητα, μετριέται με τον θερμικό δείκτη (ΤΙ). (ΤI) 1, σημαίνει, αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1°C. Αρκετές μελέτες πρότειναν σαν όριο (κατώφλι), την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,5°-2°C πάνω από τη βασική θερμοκρασία της μητέρας, προτού αυτή επηρεάσει την ανάπτυξη. Τα σύγχρονα ιατρικά μηχανήματα υπερήχων, αυξάνουν ελάχιστα την θερμοκρασία του σώματος, συνήθως λιγότερο από 1°C. Η Παγκόσμια Ομοσπονδία Υπερήχων της Ιατρικής και της Βιολογίας (WFUMB) ανακοίνωσε ότι «η διαγνωστική έκθεση που παράγει μέγιστη in situ αύξηση της θερμοκρασίας, όχι μεγαλύτερη από 1,5°C πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανεπιφύλακτα για θερμικούς λόγους. Επιπλέον, η ομοσπονδία αυτή ανακοίνωσε ότι «διαγνωστική έκθεση η οποία μπορεί να αυξήσει την θερμοκρασία του εμβρύου, in situ, πάνω από 41°C για 5 λεπτά, πρέπει να θεωρείται δυνητικά επικίνδυνη (SB Barnett: Recommendation on the safe use of ultrasound. Paper presented at; Proceedings of the Symposium on Safety of Ultrasound in Medicine, WFUMB (World Federation for Ultrasound in Medicine and Biology) 1998). Συμπερασματικά είναι απίθανο να υπάρχει βλαπτική επίδραση των υπερήχων, στο πρώτο τρίμηνο κατά την εμβρυογένεση, κατά τον έλεγχο ρουτίνας με τον υπέρηχο της κλίμακας του γκρι.

Εντούτοις, όταν χρησιμοποιείται υπερηχογράφημα Doppler, κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, είναι πιθανή η αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 1,5°C (R Hershkovitz, E Sheiner, M Mazor: Ultrasound in obstetrics: a review of safety. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 101:15 2002). Μελέτες που αφορούσαν την επίδραση του Doppler σε μαλακούς ιστούς, παρακείμενα οστά και νεύρα, ανέφεραν καλή αγωγιμότητα και σημαντική άνοδο θερμοκρασίας, όταν η δέσμη Doppler χρησιμοποιήθηκε περισσότερο από 30" (R Hershkovitz, E Sheiner, M Mazor: Ultrasound in obstetrics: a review of safety. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 101:15 2002 και SB Barnett, HD Rott, GR ter Haar, et al.: The sensitivity of biological tissue to ultrasound. Ultrasound Med Biol. 23 (6):805 1997). Η Ένωση της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας της Ιατρικής και της Βιολογίας (EFSUMB) , το 1998 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «μέχρι να είναι διαθέσιμες περισσότερες επιστημονικές πληροφορίες και έρευνες για την χρήση παλμικού ή έγχρωμο Doppler, θα πρέπει αυτές, να διεξάγονται με προσοχή ώστε να ελέγχονται τα επίπεδα παραγωγής (HD Rott: Clinical Safety Statement for Diagnostic Ultrasound. Tours, France, European Federation for Societies for Ultrasound in Medicine and Biology 1998).

Στην αρχόμενη κύηση ο θερμικός δείκτης (ΤΙ) θα πρέπει να είναι ≤ 1,0, η έκθεση της απεικόνισης Doppler θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη, ο χρόνος να μην υπερβαίνει τα 60 λεπτά και να έχει διάρκεια 5'-10' (K Salvesen, C Lees, J Abramowicz, et al.: Board of International Society of Ultrasound in Obstetrics and Gynecology: ISUOG statement on the safe use of Doppler in the 11 to 13 + 6-week fetal ultrasound examination. Ultrasound Obstet Gynecol. 37 (6):628 2011). Ο θερμικός δείκτης των μαλακών ιστών (TIs) θα πρέπει να χρησιμοποιείται πριν από τις 10 εβδομάδες της κύησης, ενώ ο θερμικός δείκτης των οστών (TIb) θα πρέπει να χρησιμοποιείται στις 10 εβδομάδες κύησης ή αργότερα όταν έχει πραγματοποιηθεί η οστεοποίηση των οστών. Σύμφωνα με την αρχή της συνετής σάρωσης ALARA (As Low As Reasonably Achievable), η απεικόνιση M-mode θα πρέπει να προτιμάται αντί της φασματικής απεικόνισης Doppler, στην εκτίμηση της εμβρυϊκής καρδιακής λειτουργίας (American Institute of Ultrasound in Medicine: AIUM practice guideline for the performance of obstetric ultrasound examinations. J Ultrasound Med. 32 (6):1083-1101 2013). Το διακολπικό υπερηχογράφημα δεν είναι περισσότερο επιβλαβές από ότι το διακοιλιακό. Ο κίνδυνος εξαρτάται από τον θερμικό δείκτη (TI).

Λιγοστά είναι τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την τερατογόνο δράση των υπερήχων στο έμβρυο, με την απεικόνιση Doppler. Όπως αναφέρει ένα σχετικό με το θέμα άρθρο, "πολλές μελέτες μέχρι σήμερα επιβεβαίωσαν την ανθεκτικότητα του εμβρύου στην έκθεση με υπερήχους, ωστόσο, η λογική υπαινίσσεται ότι οι τεχνικές Doppler δεν επηρεάζουν το έμβρυο αν εφαρμόζονται σε χαμηλή ένταση" (G Kossoff: Contentious issues in safety of diagnostic ultrasound. Ultrasound Obstet Gynecol. 10:151 1997). Ο Zhu και οι συνεργάτες του επεξεργάστηκαν τα διαγνωστικά επίπεδα του έγχρωμου Doppler υπερηχογραφήματος σε εγκύους αρουραίους και μελέτησαν τους κυτταρικούς κύκλους νεογέννητων αρουραίων με κυτταρομετρία ροής και παραγοντική στατιστική ανάλυση. Βρήκαν ανεπηρέαστη την περιεκτικότητα σε δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ, σε όλες τις φάσεις του κυτταρικού κύκλου σε νεογέννητους αρουραίους, με την χρήση διαφορετικής υπερηχητικής λειτουργίας (Doppler, 2d, M-mode) η οποία αφορούσε διαφορετικό χρόνο έκθεσης και διαφορετική συχνότητα εκπομπής (Zhu J, Lin J, Zhu Z, et al.: Effects of diagnostic levels of color Doppler ultrasound energy on the cell cycle of newborn rats. J Ultrasound Med. 18:257 1999). Σε μια άλλη μελέτη με ζώα, ο Pellicer και οι συνεργάτες του εξέτασαν τις κυτταρικές βλάβες σε αρουραίους, μετά από έκθεση με χαμηλής έντασης υπερήχους, για χρονικό διάστημα 10 λεπτών. Οι ερευνητές αυτοί, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ο μεγαλύτερος χρόνος έκθεσης, δημιουργούσε περισσότερη βλάβη στα ηπατικά κύτταρα (B Pellicer, S Herraiz, E Táboas, et al.: Ultrasound bioeffects in rats: quantification of cellular damage in the fetal liver after pulsed Doppler imaging. Ultrasound Obstet Gynecol. 37:643-648 2011). Άλλες μελέτες σε ζώα, ασχολήθηκαν με την σχέση που υπάρχει μεταξύ του χρόνου έκθεσης με υπερηχογράφημα Doppler και τις πιθανές επιπτώσεις της ανάπτυξης του εγκεφάλου (ME Schneider-Kolsky, Z Ayobi, P Lombardo, et al.: Ultrasound exposure of the foetal chick brain: effects on learning and memory. Int J Dev Neurosci. 27 (7):677-683 2009 και ES Ang Jr, V Gluncic, A Duque, et al.: Prenatal exposure to ultrasound waves impacts neuronal migration in mice. Proc Natl Acad Sci U S A. 103 (34):12903-12910 2006). Αν και τέτοιου είδους μελέτες ενισχύουν την άποψη της μη άσκοπης έκθεσης, ωστόσο δεν είναι σαφές αν το ζωικό μοντέλο μπορεί να επεκταθεί στον άνθρωπο και εν τέλει, αν οι διαπιστώσεις αυτές είναι σημαντικές. Προς το παρόν, σύμφωνες ανακοινώσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα της αποφυγής της εξέτασης Doppler στα εμβρυϊκά αγγεία, στην αρχή της κύησης χωρίς κλινική ένδειξη (A Bhide, G Acharya, CM Bilardo, et al.: ISUOG practice guidelines: use of Doppler ultrasonography in obstetrics. Ultrasound Obstet Gynecol. 41:233-239 2013).

Η σπηλαίωση χαρακτηρίζεται από την δημιουργία φυσαλίδων αέρα διαμορφώνοντας μια διασύνδεση νερού-αέρα (R Hershkovitz, E Sheiner, M Mazor: Ultrasound in obstetrics: a review of safety. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 101:15 2002). Η ανησυχία και το άγχος για την παρουσία υγρού δίπλα στο αέριο σώμα με τη διαδικασία της σπηλαίωσης είναι η λύση της κυτταρικής μεμβράνης (R Hershkovitz, E Sheiner, M Mazor: Ultrasound in obstetrics: a review of safety. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 101:15 2002 και WD O'Brien Jr: Ultrasound bioeffect issues related to obstetric sonography and related issues of the output display standard. AC Fleischer FA Manning P Jeanty et al. Sonography in Obstetrics and Gynecology, Principals and Practice. 1996). Η σπηλαίωση είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί σε έμβρυα θηλαστικών, διότι, δεν υπάρχει διασύνδεση αέρα-νερού η οποία θεωρείται απαραίτητη για τον μηχανισμό σπηλαίωσης (R Hershkovitz, E Sheiner, M Mazor: Ultrasound in obstetrics: a review of safety. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 101:15 2002). Ο μηχανικός δείκτης (MI), είναι ένας δείκτης που εμφανίζεται στην οθόνη του μηχανήματος υπερήχων, ο οποίος μπορεί να πληροφορεί γενικά για την ύπαρξη πιθανότητας, το υπερηχογράφημα να έχει αρνητικές βιολογικές επιπτώσεις, από μη θερμικό μηχανισμό, συμπεριλαμβανομένης της σπηλαίωσης. Πρακτικά, ο δείκτης αυτός δεν σχετίζεται με μαιευτική σάρωση, λόγω της απουσίας φυσαλίδων αέρα, στο έμβρυο (KA Salvesen, C Lees, J Abramowicz, et al.: Safe use of Doppler ultrasound during the 11 to 13 + 6-week scan: is it possible?. Ultrasound Obstet Gynecol. 37:625-628 2011).

Αρκετές μελέτες αξιολόγησαν την επίπτωση της προγεννητικής έκθεσης των υπερήχων σε νεογνά και βρεφική σε ζωικά μοντέλα. Μερικές από αυτές, τεκμηρίωσαν χαμηλότερο βάρος γέννησης, μικρότερο ύψος και μείωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων σε νεογνά που εξετάστηκαν ενδομητρίως συγκριτικά με αυτά της ομάδας ελέγχου. Εντούτοις, οι διαφορές βάρους και ύψους εξαφανίστηκαν όταν επανελέγχθηκαν μετά από 3 μήνες. Επιπλέον, οι αιματολογικοί παράμετροι επανήλθαν στο φυσιολογικό (AF Tarantal, AG Hendrickx: Evaluation of the bioeffects of prenatal ultrasound exposure in the cynomolgus macaque (Macaca fascicularis): II. Growth and behavior during the first year. Teratology. 39 (2):149 1989). Νευροαναπτυξιακές μελέτες αποκάλυψαν σημαντικές διαφορές σε κινητικές και νοητικές διεργασίες, ή σε δεξιότητες μάθησης (R Hershkovitz, E Sheiner, M Mazor: Ultrasound in obstetrics: a review of safety. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 101:15 2002 και AF Tarantal, AG Hendrickx: Evaluation of the bioeffects of prenatal ultrasound exposure in the cynomolgus macaque (Macaca fascicularis): II. Growth and behavior during the first year. Teratology. 39 (2):149 1989). Παρόμοιες μελέτες σε ανθρώπινα έμβρυα ή και νεογνά κατέληξαν σε ανάλογα αποτελέσματα. Κάποιες μελέτες θεμελίωσαν είτε ότι, δεν υπάρχει καμία διαφορά στο βάρος γέννησης μεταξύ εκτεθειμένων και μη εκτεθειμένων νεογνών, είτε ότι, υπήρχε μια διαφορά στη γέννηση, ωστόσο αυτή, απουσίαζε στην ηλικία των 6-7 ετών (EA Lyons, C Dyke, M Toms, et al.: In utero exposure to diagnostic ultrasound: a 6-year follow-up. Radiology. 166:687 1988 και CR Stark, M Orleans, AD Haverkamp, et al.: Short- and long-term risks after exposure to diagnostic ultrasound in utero. Obstet Gynecol. 63:194 1984).

Σχετικές πληροφορίες οι οποίες συσχετίζουν την έκθεση με υπέρηχους και τις συγγενείς ανωμαλίες είναι περιορισμένες προς το παρόν. Μελέτες που αξιολογούν τις χρωμοσωμικές ανωμαλίες με την έκθεση των υπερήχων έδειξαν μικρή ή καθόλου συσχέτιση (R Hershkovitz, E Sheiner, M Mazor: Ultrasound in obstetrics: a review of safety. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 101:15 2002, Zhu J, Lin J, Zhu Z, et al.: Effects of diagnostic levels of color Doppler ultrasound energy on the cell cycle of newborn rats. J Ultrasound Med. 18:257 1999 και PP Lele: No chromosomal damage from ultrasound. N Engl J Med. 287:254 1972).

Οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αφορούν μελέτες οι οποίες πραγματεύονται πιθανές βλαπτικές επιδράσεις από την χρήση των υπερήχων είναι τρείς: (1) τα επίπεδα έκθεσης στο πειραματικό υπερηχογράφημα ή ο χρόνος έκθεσης συχνά υπερβαίνει κατά πολύ εκείνων που χρησιμοποιούνται συνήθως στην πράξη! (2) τα συστήματα που χρησιμοποιούνται για να καταδείξουν την επίδραση των υπερήχων (φυτά, κυτταροκαλλιέργεια, ζώα εργαστηρίου) μπορεί να μην ισχύουν σε ανθρώπους! και (3), πολλές από τις μελέτες που θεμελίωσαν δυσμενείς επιπτώσεις "in vitro" δεν μπόρεσαν να αναπαραχθούν (EA Reece, E Assimakopoulos, Zheng XZ, et al.: The safety of obstetric ultrasonography: concern for the fetus. Obstet Gynecol. 76:139 1990).

Μια μελέτη που αξιολόγησε την επίδραση της χρήσης των υπερήχων στην μετανάστευση των νευρώνων του εγκεφάλου σε ποντίκια, βρήκε μεγάλη απήχηση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ES Ang Jr, V Gluncic, A Duque, et al.: Prenatal exposure to ultrasound waves impacts neuronal migration in mice. Proc Natl Acad Sci U S A. 103 (34):12903-12910 2006). Αν και είναι ήταν μια σημαντική μελέτη σε ποντικούς, εντούτοις, έχει μικρή έως μηδενική εφαρμογή σε ανθρώπους. Ωστόσο υπήρξαν και δύο επικριτικές τάσεις στην μελέτη αυτή. Α) η μελέτη πραγματοποιήθηκε με την χρήση ενός εμπορικά διαθέσιμου εξοπλισμού στην οποία χρησιμοποιήθηκε ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα της δέσμης των υπερήχων πάνω από το φυσιολογικό (6,7 MHz αντί για 3,5-5,0 MHz) και η διάρκεια της έκθεσης υπερέβη κατά πολύ αυτής που φυσιολογικά χρησιμοποιείται σε ανθρώπους. Η μελέτη δεν κατέδειξε στατιστικά σημαντικά παθολογικά αποτελέσματα μέχρι τα 30 λεπτά της έκθεσης. Πριν από 10 χρόνια, όταν ένας υπερηχογραφιστής ήθελε να προσδιορίσει αν ένα έμβρυο ήταν μη βιώσιμο, η συνιστώμενη αξιολόγηση του εμβρύου ήταν 3 λεπτά παρατήρησης, και αποδείκνυε πως υπήρχε αρνητική καρδιακής δραστηριότητας. Δύο λεπτά αξιολόγησης, πόσο μάλλον 3', φάνταζαν σαν αιωνιότητα, και οι περισσότεροι εξεταστές, σύμφωνα με την εμπειρία τους, σταματούσαν μετά από ένα λεπτό. Σε λίγο μεγαλύτερα έμβρυα και στην αρχόμενη κύηση, μεγαλύτερος χρόνος από 5'-10' συνεχούς αξιολόγησης του εμβρυϊκού εγκεφάλου θα ήταν υπερβολή. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο ηχοβολέας θα πρέπει να μετακινείται γύρω από τον εγκέφαλο αντί να είναι σε μία σταθερή θέση κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Β) η δεύτερη κριτική αφορά την χρονική διάρκεια της μετανάστευσης και το σχετικό μέγεθος του εγκεφάλου σε ποντίκια και ανθρώπους. Όπως αναφέρεται από τους συγγραφείς αυτής της μελέτης: «η διάρκεια της παραγωγής των νευρώνων και η μεταναστευτική φάση των νευρώνων στον ανθρώπινο εγκέφαλο διαρκεί περίπου 18 φορές περισσότερο από ό, τι στα ποντίκια (μεταξύ 6ης και 24ης εβδομάδες της κύησης στον άνθρωπο, με τη μέγιστη τιμή να συμβαίνει μεταξύ 11ης και 15ης εβδομάδας, σε σύγκριση με τη διάρκεια της 1 εβδομάδας περίπου στα ποντίκια, μεταξύ Ε11 και Ε18 (ES Ang Jr, V Gluncic, A Duque, et al.: Prenatal exposure to ultrasound waves impacts neuronal migration in mice. Proc Natl Acad Sci U S A. 103 (34):12903-12910 2006, 24RL Sidman, P Rakic: Neuronal migration, with special reference to developing human brain: a review. Brain Res. 62:1 1973 και K Letinic, R Zoncu, P Rakic: Origin of GABAergic neurons in the human neocortex. Nature. 417:645 2002). Μια έκθεση 30' με τους υπερήχους αντιπροσωπεύει πολύ μικρό χρόνο αφιερωμένο στην ανάπτυξη του εγκεφαλικού φλοιού στο ανθρώπινο από ό, τι στο ποντίκι, και έτσι θα μπορούσε να έχει μικρότερο συνολικό αποτέλεσμα, καθιστώντας την ανάπτυξη του φλοιού στον άνθρωπο ευάλωτη σε υπερηχητικά κύματα.

Η κλινική ασφάλεια των διαγνωστικών υπερήχων

Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Υπερήχων της Ιατρικής (AIUM) σε ανακοίνωσή της σχετικά με την κλινική ασφάλεια των διαγνωστικών υπερήχων επαναλαμβάνει τα προηγούμενα ευρήματα του και δεν επιβεβαιώνει τυχόν βιοεπιδράσεις που προκαλούνται από την ένταση της έκθεσης των κλασικών διαγνωστικών μέσων και οι οποίες ποτέ δεν έχουν αναφερθεί σε ασθενείς ή σε φορείς του οργάνου (American Institute of Ultrasound in Medicine, Bioeffects Committee: Bioeffects considerations for the safety of diagnostic ultrasound. J Ultrasound Med. 7 (9 Suppl):S1-S38 1988). Η ανακοίνωση αυτή, αναγνωρίζει τη δυνατότητα ότι μπορούν να αναγνωριστούν στο μέλλον οι βιοεπιδράσεις, αλλά τονίζει τα σημερινά δεδομένα δείχνουν ότι τα οφέλη από τη συνετή χρήση της διαγνωστικής υπερηχογραφίας υπερτερούν των κινδύνων, αν υπάρχουν (American Institute of Ultrasound in Medicine, Bioeffects Committee: Bioeffects considerations for the safety of diagnostic ultrasound. J Ultrasound Med. 7 (9 Suppl):S1-S38 1988 και CR Merritt: Ultrasound safety: what are the issues?. Radiology. 173:304 1989). Από μια πρόσφατη συναίνεση σχετικά με την απεικόνιση του εμβρύου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπάρχουν υψηλής ποιότητας στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι υπέρηχοι είναι ασφαλείς για το έμβρυο όταν χρησιμοποιούνται σωστά (UM Reddy, AZ Abuhamad, D Levine, GR Saade Fetal Imaging Workshop Invited Participants: Fetal imaging: executive summary of a joint Eunice Kennedy Shriver National Institute of Child Health and Human Development, Society for Maternal-Fetal Medicine, American Institute of Ultrasound in Medicine, American College of Obstetricians and Gynecologists, American College of Radiology, Society for Pediatric Radiology, and Society of Radiologists in Ultrasound Fetal Imaging Workshop. Obstet Gynecol. 123 (5):1070-1082 2014). Ωστόσο, όπως δήλωσε ο Kremkau, "ακόμα και αν ο κίνδυνος αυτός είναι ελάχιστος και είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι βιοεπιδράσεις, η συνετή πρακτική υπαγορεύει ότι τα συνήθη μέτρα πρέπει να εφαρμόζονται για να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο, ενώ η απόκτηση των απαραίτητων πληροφοριών είναι αναγκαία για την επίτευξη του διαγνωστικού οφέλους. Αυτή είναι η ALARA (As Low As Reasonably Achievable) "η αρχή της συνετής σάρωσης" (FW Kremkau: Diagnostic Ultrasound: Principles and Practice. ed 7 2006 WB Saunders Philadelphia).

Οι γνώσεις του υπερηχογραφιστή σχετικά με την ασφάλεια των υπερήχων είναι ζωτικής σημασίας στην ασφαλή εφαρμογή αυτής της διαγνωστικής μεθόδου. Ο Merritt, σε κάποιο κύριο άρθρο του, συμπύκνωσε τα σύγχρονα πεπραγμένα "εν όψει της ταχείας ανάπτυξης της υπερηχογραφίας και της αυξημένης χρήσης της σε χέρια ελάχιστα εκπαιδευμένων κλινικών γιατρών, είναι αρκετά πιθανό, πολλοί ασθενείς να έχουν υποστεί βλάβη καθημερινά λόγω λανθασμένης διάγνωσης η οποία προκύπτει, από ακατάλληλη ένδειξη, κακή εξέταση ή τεχνική και λάθη στην ερμηνεία, παρά από όλες τις βιοεπιδράσεις".

Κατευθυντήριες Οδηγίες του Αμερικανικού Ινστιτούτο Υπερήχων στην Ιατρική

Το 2013, η κατευθυντήρια γραμμή για την απόδοση ενός πριν από τον τοκετό Μαιευτικό Υπερηχογράφημα ενημερώθηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Υπερήχων της Ιατρικής (AIUM) σε συνεργασία με το Αμερικανικό Κολλέγιο Ακτινολογίας (ACR), την Ένωση Ακτινολόγων των Υπερήχων (SRU), και το Αμερικανικό Κολλέγιο Μαιευτήρων Γυναικολόγων (ACOG) (American Institute of Ultrasound in Medicine: AIUM Practice Guideline for the performance of an antepartum obstetric ultrasound examination. J Ultrasound Med. 22 (10):1116 2003). Πρόκειται για μια τροποποίηση της προηγουμένης κατευθυντήριας οδηγίας που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1986. Οι πραγματικές κατευθύνσεις ACR / AIUM / ACOG παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα.

Κατευθυντήριες οδηγίες για την απόδοση του μαιευτικού υπερηχογραφήματος προ τοκετού. (τροποποιημένες από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Υπερήχων της Ιατρικής (AIUM): AIUM practice guideline for the performance of obstetric ultrasound examinations. J Ultrasound Med 32(6):1083-1101, 2013).


1. Εισαγωγή

Τα κλινικά στοιχεία που περιέχονται σε συγκεκριμένα τμήματα της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής (Εισαγωγή, ταξινόμηση των εμβρύου, υπερηχογραφικά ευρήματα, Εξετάσεις, Προδιαγραφές των Εξετάσεων, προδιαγραφές εξοπλισμού και Εμβρυικής Ασφάλειας) αναθεωρήθηκαν σε συνεργασία με το Αμερικανικό Ινστιτούτο Υπερήχων στην Ιατρική (AIUM), το Αμερικανικό Κολέγιο ακτινολογίας (ACR), το αμερικανικό Κολέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων (ACOG), και την Ένωση Ακτινολόγων των Υπερήχων (SRU). Συστάσεις για τα προσόντα του προσωπικού, γραπτή αίτηση για την εξέταση, την τεκμηρίωση της διαδικασίας, και τον έλεγχο της ποιότητας, ποικίλλουν μεταξύ των οργανώσεων και απευθύνονται από μια κάθε ξεχωριστά.


Η κατευθυντήρια αυτή γραμμή σχεδιάστηκε για χρήση από επαγγελματίες που εκτελούν μαιευτικές υπερηχογραφικές μελέτες. Το εμβρυϊκό υπερηχογράφημα θα πρέπει να γίνεται μόνο όταν υπάρχει έγκυρη ιατρική αιτία, και οι χαμηλότερες δυνατές ρυθμίσεις της έκθεσης των υπερήχων πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να αποκτηθεί η απαραίτητη διαγνωστική πληροφορία. Μια περιορισμένης έκτασης εξέταση, μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κλινικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή για περιορισμένο σκοπό, όπως η αξιολόγηση της εμβρυϊκής καρδιακής δραστηριότητας, η εμβρυακή θέση, η μέτρηση του αμνιακού υγρού. Μια περιορισμένης έκτασης επανεξέταση μπορεί να είναι κατάλληλη για να επαναξιολόγηση το μέγεθος του εμβρύου ή το χρονικό διάστημα της ανάπτυξης ή να επανεκτιμηθούν τυχόν ανωμαλίες που διαγνώστηκαν προηγουμένως, με την προϋπόθεση ότι μία πλήρες προηγούμενη εξέταση υπάρχει στο αρχείο.


Ενώ η κατευθυντήρια αυτή γραμμή περιγράφει τα βασικά στοιχεία μιας τυπικής υπερηχογραφικής εξέτασης στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο τρίμηνο, μια περισσότερο λεπτομερής ανατομική εξέταση του εμβρύου μπορεί να είναι απαραίτητη σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως όταν βρίσκεται μια ανωμαλία ή ανέκυψε η υποψία από κάποια τυπική εξέταση ή αν ανήκει σε κυήσεις υψηλού κινδύνου για εμβρυϊκή ανωμαλία. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθούν επιπλέον εξειδικευμένες εξετάσεις.


Αν και δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθούν όλες τις δομικές συγγενείς ανωμαλίες με διαγνωστικό υπερηχογράφημα, η προσήλωση στις ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές θα μεγιστοποιήσει την πιθανότητα ανίχνευσης πολλών εμβρυϊκών ανωμαλιών.


2. Ταξινόμηση της εμβρυικής υπερηχογραφικής εξέτασης

Α. Εξέταση πρώτου τριμήνου: Ένα τυπικό μαιευτικό υπερηχογράφημα στο πρώτο τρίμηνο περιλαμβάνει την αξιολόγηση της παρουσίας, το μέγεθος, της θέσης, και του αριθμού των σάκων (s) της κυήσεως. Ο σάκος κύησης εξετάζεται για την παρουσία λεκιθικού ασκού και εμβρύου/κυήματος. Όταν ένα έμβρυο/κύημα ανιχνεύεται, θα πρέπει να μετρηθεί η καρδιακή δραστηριότητα που καταγράφεται από ένα 2-διαστάσεων video clip ή απεικόνιση M-mode. Η χρήση της φασματικής απεικόνισης Doppler αποθαρρύνεται. Θα πρέπει να εξεταστεί η μήτρα, ο τράχηλος, τα εξαρτήματα και η περιοχή του δουγλάσειου.

Β. Τυπική εξέταση δεύτερου και τρίτου τριμήνου: Ένα τυπικό μαιευτική υπερηχογράφημα στο δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο περιλαμβάνει την εκτίμηση της προβολής του εμβρύου, τον αριθμό των εμβρύων, την μέτρηση του όγκου του αμνιακού υγρού, την εμφάνιση της καρδιακής δραστηριότητας, την θέση του πλακούντα, την εμβρυϊκή βιομετρία, καθώς και έναν ανατομικό έλεγχο. Ο τράχηλο της μήτρας και τα εξαρτήματα θα πρέπει να εξεταστούν κλινικά όταν αυτό είναι τεχνικά εφικτό.

Γ. Περιορισμένης έκτασης εξέταση: Μια περιορισμένης έκτασης εξέταση πραγματοποιείται όταν κάποιο συγκεκριμένο ερώτημα απαιτεί διερεύνηση. Για παράδειγμα, στις περισσότερες περιπτώσεις μη έκτακτης ανάγκης, μια περιορισμένης έκτασης εξέταση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί για να επιβεβαιωθεί η καρδιακή δραστηριότητα του εμβρύου σε έναν ασθενή αιμορραγία ή να επιβεβαιωθεί η παρουσία του εμβρύου σε έναν νοσηλευόμενο ασθενή. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η περιορισμένης έκτασης υπερηχογραφική εξέταση είναι κατάλληλα μόνο όταν η υπάρχει προηγούμενη πλήρης εξέταση στο αρχείο.

Δ. Εξειδικευμένες εξετάσεις: Λεπτομερής ανατομική εξέταση πραγματοποιείται όταν υπάρχει υποψία για ανωμαλία με βάση το ιστορικό, τις βιοχημικές παθολογικές εξετάσεις, ή από τα ευρήματα είτε μιας περιορισμένης έκτασης εξέταση ή μιας τυπικής εξέτασης. Άλλες εξειδικευμένες εξετάσεις που μπορεί να συμπεριληφθούν στο εμβρυϊκό υπερηχογράφημα είναι το Doppler, το βιοφυσικό προφίλ, το εμβρυϊκό υπερηχοκαρδιογράφημα και περισσότερες μετρήσεις βιομετρίας.


3. Δεξιότητα και αρμοδιότητα του εξεταστή

Δείτε τις AIUM επίσημες οδηγίες Δήλωση Κατάρτισης για τους γιατρούς οι οποίοι αξιολογούν και να ερμηνεύουν Διαγνωστικό κοιλιακή χώρα, Μαιευτικό, ή / και Γυναικολογική Υπερηχογράφημα και τις AIUM πρότυπα και κατευθυντήριες γραμμές για τη διαπίστευση των υπερήχων πρακτικές.


4. Γραπτή αίτηση για εξέταση

Το γραπτό ή ηλεκτρονικό αίτημα για υπερηχογραφική εξέταση θα πρέπει να παρέχει επαρκείς πληροφορίες ώστε να καταστεί δυνατή η κατάλληλη απόδοση και την ερμηνεία της εξέτασης. Η αίτηση για την εξέταση πρέπει να προέρχεται από γιατρό ή άλλο κατάλληλα εξουσιοδοτημένο φορέα παροχής υγειονομικής περίθαλψης ή υπό την καθοδήγηση του παρόχου. Οι συνοδευτικές κλινικές πληροφορίες πρέπει να παρέχονται από ιατρό ή άλλο φορέα παροχής κατάλληλης υγειονομικής περίθαλψης που είναι εξοικειωμένοι με την κλινική κατάσταση του ασθενούς και θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις σχετικές νομικές και τοπικές απαιτήσεις της μονάδας φροντίδας υγείας.


5. Προδιαγραφές εξεταστικής

Α. πρώτου τριμήνου υπερηχογραφική εξέταση

1. Ενδείξεις

α) επιβεβαίωση της παρουσίας μιας ενδομήτριας κύησης

β) αξιολόγηση ύποπτης έκτοπης κύησης

γ) καθορισμό της αιτίας της κολπικής αιμορραγίας

δ) αξιολόγηση του πυελικού πόνου

ε) εκτίμηση της ηλικίας κύησης

ζ) διάγνωση και αξιολόγηση πολύδυμης κύησης

η)επιβεβαίωση καρδιακής λειτουργίας

θ) συμπληρωματική απεικόνιση σε δειγματοληψία χοριακής λάχνης, εμβρυομεταφοράς, και εντοπισμού ή μετακίνησης ενδομήτριου σπειράματος

ι) αξιολόγηση εμβρυϊκών ανωμαλιών, όπως ανεγκεφαλία, σε ασθενείς υψηλού κινδύνου?

κ) αξιολόγηση της μητρικής πυελικής μάζας και / ή ανωμαλίες της μήτρας

λ) μέτρηση της αυχενικής διαφάνειας (ΝΤ), για τον έλεγχο της εμβρυϊκής ανευπλοειδίας μ) αξιολόγηση μιας ύποπτης για μύλη κύηση.

2. Παράμετροι απεικόνισης

Σχόλιο: Σάρωση στο πρώτο τρίμηνο μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε διακοιλιακά ή διακολπικά. Εάν μια διακοιλιακή εξέταση δεν είναι οριστική, θα πρέπει να συμπληρώνεται όποτε είναι δυνατόν με διακολπική ή διαπερινεϊκή σάρωση.

α) η μήτρα μαζί με τον τράχηλο και τα εξαρτήματα θα πρέπει να αξιολογούνται για την παρουσία ενός σάκου κύησης . Εάν απεικονίζεται σάκος κύησης, η θέση του θα πρέπει να τεκμηριώνεται. Ο σάκος κύησης θα πρέπει να αξιολογείται για την παρουσία ή απουσία του λεκιθικού ασκού ή του εμβρύου, και το κεφαλουραίο μήκος (CRL) θα πρέπει να καταγράφεται όταν είναι δυνατόν.

ΣχόλιοΟριστική διάγνωση ενδομήτριας κύησης μπορεί να γίνει όταν ο ενδομήτριος σάκος κύησης περιέχει ένα λεκιθικό ασκό ή το κύημα / έμβρυο με απεικονισμένη καρδιακή δραστηριότητα. Μικρή, έκκεντρη ενδομήτρια συλλογή υγρού με υπερηχογενές χείλος μπορεί να δει κανείς πριν ο λεκιθικός ασκός και το έμβρυο ανιχνευτούν στην πρώιμη ενδομήτρια κύηση. Απουσία υπερηχογραφικών σημείων έκτοπης κύησης, η συλλογή υγρού είναι πολύ πιθανό να αποτελούν έναν ενδομήτριο σάκο κύησης. Σε αυτή την περίπτωση, το σημείο του φθαρτού μπορεί να είναι χρήσιμο. Επαναλαμβανόμενα υπερηχογραφήματα ή / και προσδιορισμοί επιπέδων της ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης στο μητρικό ορό είναι / είναι σκόπιμα, σε εγκυμοσύνες με άγνωστη εντόπιση για να αποφευχθεί μια άστοχη και περιττή παρέμβαση σε μια δυνητικά βιώσιμη κύησης που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο.

Το κεφαλουραίο μήκος (CRL) είναι o πιο ακριβής δείκτης για τον προσδιορισμό της ηλικίας κύησης (με βάση τον κύκλο) από ό, τι η μέση διάμετρος του σάκου κύησης. Ωστόσο, η μέση διάμετρος του σάκου κύησης μπορεί να καταγράφεται όταν δεν έχει εντοπιστεί το έμβρυο. Θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή η πιθανή διάγνωση σάκου κύησης σε οριστική απουσία εμβρύου ή λεκιθικού ασκού. Χωρίς αυτά τα ευρήματα, η ενδομήτρια συλλογή υγρού θα μπορούσε να αποτελεί ένα ψευδο-σάκο κύησης ο οποίος συνδέεται με έκτοπη κύηση.

β) η παρουσία ή και η απουσία της καρδιακής δραστηριότητας θα πρέπει να τεκμηριώνεται με ένα 2-διαστάσεων video clip ή με απεικόνιση M-mode.

Σχόλιο: Η καρδιακή κίνηση με διακολπική σάρωση παρατηρείται συνήθως όταν το μήκος του εμβρύου είναι 2 mm ή μεγαλύτερο. Αν ένα έμβρυο έχει μήκος λιγότερο από 7 mm και δεν παρατηρείται καρδιακή δραστηριότητα, συνιστάται μεταγενέστερη σάρωση σε μια εβδομάδα, για να επιβεβαιωθεί η μη βιωσιμότητα της κύησης.

γ) ο αριθμός των εμβρύων πρέπει να τεκμηριώνεται

Σχόλιο: Η αμνιονικότητα και η χοριονικότητα πρέπει να τεκμηριώνονται σε όλες τις πολύδυμες κυήσεις, όταν είναι δυνατόν. δ) θα πρέπει να εκτιμηθεί η ανατομία του εμβρύου / κυήματος στο πρώτο τρίμηνο. ε) η περιοχή του αυχένα θα πρέπει να απεικονιστεί και ανωμαλίες όπως το κυστικό ύγρωμα θα πρέπει να τεκμηριώνονται.

Σχόλιο: Για τους ασθενείς που επιθυμούν να εκτιμήσουν τον ατομικό κίνδυνο εμβρυϊκής ανευπλοειδίας, μια πολύ ειδική μέτρηση της αυχενικής διαφάνειας (ΝΤ) είναι απαραίτητη κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου διαστήματος ηλικία (προσδιορίζεται από το εργαστήριο που χρησιμοποιείται). Η μέτρηση της αυχενικής διαφάνειας (NT) θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί (σε συνδυασμό με τον βιοχημικό έλεγχο) για να προσδιοριστεί ο κίνδυνος ανευπλοειδίας ή να αναγνωριστούν άλλες ανατομικές ανωμαλίες, όπως καρδιακές. Σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι σημαντικό ο ιατρός να μετρήσει την αυχενική διαφάνεια (ΝΤ) σύμφωνα με τις καθιερωμένες κατευθυντήριες γραμμές που έχουν εκδοθεί για αυτή τη μέτρηση. Ένα πρόγραμμα αξιολόγησης της ποιότητας, συνιστάται για να διασφαλιστεί ότι τα ψευδώς θετικά και τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα θα διατηρηθούν στο ελάχιστο.

Κατευθυντήριες οδηγίες για την μέτρηση της αυχενικής διαφάνειας (NT)

1. το έμβρυο πρέπει να βρίσκεται σε μέσο οβελιαίο επίπεδο και η αυχενική διαφάνεια να μετρηθεί με το έμβρυο σε ουδέτερη στάση, να μη βρίσκεται σε έκταση ή κάμψη

2. ο αμνιακός σάκος πρέπει να διακρίνεται σαφώς από το εμβρυϊκό δέρμα

3. η εικόνα πρέπει να μεγεθύνεται τόσο ώστε να πληρούται από την κεφαλή, τον αυχένα και το ανώτερο τμήμα του θώρακος του εμβρύου

4. τα όρια των άκρων του επιπέδου μέτρησης θα πρέπει να είναι ευδιάκριτα για την ευχερή τοποθέτηση των παχυμετρικών δεικτών του διαστημόμετρου (caliper)

5. οι παχυμετρικοί δείκτες του διαστημόμετρου (caliper) πρέπει να τοποθετούνται στα έσω όρια της αυχενικής διαφάνειας, χωρίς κανένα από τα εγκάρσια σκέλη τους να προβάλουν εντός του διαστήματος αυτού

6. οι παχυμετρικοί δείκτες του διαστημόμετρου (caliper) πρέπει να τοποθετούνται κάθετα στον επιμήκη άξονα του εμβρύου

7. η μέτρηση πρέπει να λαμβάνεται στο μεγαλύτερο διάστημα της αυχενικής διαφάνειας

ζ) θα πρέπει να αξιολογείται η μήτρα και ο τράχηλος, οι εξαρτηματικές δομές και ο δουγλάσειος χώρος. Οι ανωμαλίες θα πρέπει να απεικονίζονται και να τεκμηριώνονται. Σχόλιο Η παρουσία, τη θέση, η εμφάνιση και το μέγεθος των εξαρτηματικών μαζών θα πρέπει να τεκμηριώνεται. Η παρουσία και ο αριθμός των λειομυωμάτων θα πρέπει να τεκμηριώνεται. Οι μετρήσεις του μεγαλύτερου ή οποιαδήποτε δυνητικά σημαντικότερου λειομυώματος θα πρέπει να τεκμηριώνονται. Ο δουγλάσειος θα πρέπει να αξιολογείται για την παρουσία ή την απουσία υγρού. Οι ανωμαλίες της μήτρας θα πρέπει να τεκμηριώνονται.

 

Β. Εξέταση δευτέρου και τρίτου τριμήνου

Ενδείξεις

Οι ενδείξεις για υπερηχογράφημα στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο περιλαμβάνουν αλλά δεν περιορίζονται στα εξής:

α) έλεγχος του εμβρύου για ανωμαλίες

β) αξιολόγηση της εμβρυϊκής ανατομίας

γ) εκτίμηση της ηλικίας κύησης (με βάση την εμμηνόρροιας)

δ) αξιολόγηση της εμβρυικής ανάπτυξης

ε) αξιολόγηση της κολπικής αιμορραγίας

ζ) αξιολόγηση του κοιλιακού ή πυελικού πόνου

η) αξιολόγηση της ανεπάρκειας τραχήλου

θ) προσδιορισμός του θέσης του εμβρύου

ι) αξιολόγηση σε περίπτωση υπόνοιας πολύδυμης κύησης

κ) συμπληρωματικά σε αμνιοκέντηση ή άλλη διαδικασία

λ) αξιολόγηση της σημαντικής απόκλισης μεταξύ του μεγέθους της μήτρας και των κλινικών δεδομένων

μ) αξιολόγηση πυελικής μάζας

ν) αξιολόγηση υπόνοιας μύλης κύησης

ξ) συμπληρωματικά σε περίδεση τραχήλου μήτρας

ο) υποψία έκτοπης κύησης?

π) υποψία ενδομήτριου θανάτου

ρ) ύποπτες ανωμαλίες μήτρας

σ) αξιολόγηση της εμβρυϊκής καλής κατάστασης

τ) ύποπτο αμνιακό υγρό (λίγο, πολύ)

υ) Υποψία αποκόλλησης του πλακούντα

φ) συμπληρωματικά σε εξωτερική κεφαλική προβολή?

χ) αξιολόγηση της πρόωρης ρήξης των μεμβρανών και / ή συσπάσεων τοκετού?

ψ) αξιολόγηση μη φυσιολογικών βιοχημικών δεικτών

ω) επαναξιολόγηση εμβρυικής ανωμαλίας

αα) επαναξιολόγηση της θέση του πλακούντα, ύποπτος προδρομικός πλακούντας

αβ) προηγούμενο ιστορικό συγγενούς ανωμαλίας

αγ) αξιολόγηση της κατάστασης του εμβρύου για προγεννητική φροντίδα

αδ) αξιολόγηση ευρημάτων που μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο ανευπλοειδίας. Σχόλιο Σε ορισμένες κλινικές περιπτώσεις, μπορεί να ενδείκνυται μια πιο λεπτομερή εξέταση της εμβρυϊκής ανατομίας.

 

Παράμετροι απεικόνισης της βασικής εξέταση του εμβρύου

α) Η εμβρυϊκή καρδιακή δραστηριότητα, ο αριθμός των εμβρύων και η παρουσίαση τους πρέπει να τεκμηριώνεται.

Σχόλιο: Μη φυσιολογικός καρδιακός ρυθμός ή / και ο ρυθμός θα πρέπει να τεκμηριώνεται. Σε πολύδυμες κυήσεις απαιτεί η τεκμηρίωση πρόσθετων πληροφοριών: χοριονικότητα, αμνιονικότητα, η σύγκριση της εμβρυϊκών μεγεθών, εκτίμηση του αμνιακού υγρού (αυξημένη, μειωμένη ή κανονική) σε κάθε σάκο κύησης και τα γεννητικά όργανα του εμβρύου (όταν απεικονίζονται).

β) η ποιοτική ή και η ημι-ποσοτική εκτίμηση του όγκου του αμνιακού υγρού θα πρέπει να τεκμηριώνεται.

Σχόλιο: Αν και είναι αποδεκτό για έμπειρους εξεταστές να εκτιμηθεί ποιοτικά ο όγκος του αμνιακού υγρού, η ημιποσοτικές μέθοδοι έχουν περιγραφεί για το σκοπό αυτό (π.χ., δείκτης αμνιακού υγρού, κάθετη μέτρηση βαθύτερης λίμνης και 2-διαστάσεων μέτρηση βαθύτερης λίμνης).

γ) Η θέση του πλακούντα, η εμφάνιση και η σχέση του με το έσω στόμιο του τραχήλου πρέπει να τεκμηριώνεται. Ο ομφάλιος λώρος πρέπει να απεικονιστεί και ο αριθμός των αγγείων του πρέπει να τεκμηριώνεται. Η θέση πρόσφυσης του λώρου στον πλακούντα πρέπει να τεκμηριώνεται, όταν αυτό είναι τεχνικώς εφικτό.

Σχόλιο: Αναγνωρίζεται ως μεταβατική η θέση του πλακούντα νωρίς στην εγκυμοσύνη και μπορεί να μην συσχετίζεται με αυτήν που έχει στον τοκετό. Διακοιλιακή, διαπερινεϊκή, ή διακολπική σάρωση μπορεί να είναι χρήσιμη για την απεικόνιση του εσωτερικού στομίου του τραχήλου και η σχέση του με τον πλακούντα. Με διακολπικό ή διαπερινεϊκό υπερηχογράφημα μπορεί να εξεταστεί εάν ο τράχηλος έχει βραχυνθεί ή δεν μπορεί να απεικονιστεί επαρκώς με διακοιλιακό υπερηχογράφημα. Η πεπλοειδής (ονομάζεται επίσης μεμβρανώδης) είσοδος του λώρου στον πλακούντα καθώς διασχίζει το εσωτερικό στόμιο του τραχήλου παραπέμπει σε προδρομικά αγγεία (vasa previa), μια κατάσταση που έχει υψηλό κίνδυνο εμβρυϊκής θνησιμότητας, αν δεν διαγνωστεί πριν τον τοκετό.

δ) εμμηνορυσιακός υπολογισμός της ηλικίας κύησης

H μέτρηση του κεφαλουραίου μήκους, στο πρώτο τρίμηνο είναι το πιο ακριβές μέσο για την υπερηχογραφική αξιολόγηση της εγκυμοσύνης. Πέρα από αυτό το χρονικό διάστημα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια ποικιλία υπερηχογραφικών παραμέτρων, όπως η αμφιβρεγματική διάμετρος, περιφέρεια κοιλιάς , και μήκος μηρού για την εκτίμηση της ημερολογιακής ηλικίας κύησης. Η μεταβλητότητα της ημερολογιακής ηλικίας κύησης, ωστόσο, αυξάνει με την πρόοδο της εγκυμοσύνης. Σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ (ημερολογιακής) ηλικίας και των μετρήσεων του εμβρύου μπορεί να υποδηλώνουν την πιθανότητα κάποιας εμβρυϊκής ανωμαλίας της ανάπτυξης, ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης, ή μακροσωμία.

1) η αμφιβρεγματική διάμετρος μετριέται στο επίπεδο της θαλάμων, της κοιλότητας του διάφανου διαφράγματος ή στήλες του θόλου. Τα Οι ημισφαίρια της παρεγκεφαλίδας δεν πρέπει να είναι ορατό σε αυτό το επίπεδο σάρωσης. Η μέτρηση λαμβάνεται από την εξωτερική άκρη του εγγύς κρανίου στην εσωτερική άκρη του περιφερικού κρανίου.

Σχόλιο: Το σχήμα της κεφαλής μπορεί να γίνει επίμηκες (δολιχοκεφαλία) ή στρογγυλό (βραχυκεφαλία) και αποτελεί μια φυσιολογική παραλλαγή. Ένα σχήμα κεφαλής κάτω από αυτές τις συνθήκες, μπορεί να κάνει μέτρηση της περιμέτρου της κεφαλής πιο αξιόπιστη δείκτη, από την αμφιβρεγματική διάμετρο, στην εκτίμηση της ηλικίας κύησης.

2) η περίμετρος της κεφαλής μετράται στο ίδιο επίπεδο με την αμφιβρεγματική διάμετρο, γύρω από την εξωτερική περίμετρο του κρανίου. Αυτή η μέτρηση δεν επηρεάζεται από το σχήμα της κεφαλής.

3) το μήκος της διάφυσης του μηρού μπορεί να χρησιμοποιηθεί αξιόπιστα μετά από τις 14 εβδομάδες. Ο μακρύς άξονας του μηριαίου μετριέται ακριβέστερα με τη δέσμη των υπερήχων να προσπίπτει κάθετα προς τον άξονα, με εξαίρεση το περιφερικό τμήμα της μηριαίας επίφυσης.

4) η περίμετρος η κοιλιάς ή η μέση διάμετρος της κοιλιάς θα πρέπει να καθορίζεται από την άκρη του δέρματος σε εγκάρσια προβολή στο επίπεδο συμβολής της ομφαλικής φλέβας με τον διχασμό της κοίλης φλέβας, και όταν το εμβρυϊκό στομάχι είναι ορατό.

ΣχόλιοΗ περίμετρος κοιλιάς ή η μέση διάμετρο της κοιλιάς χρησιμοποιείται μαζί με άλλους βιομετρικούς παραμέτρους στην εκτίμηση του βάρους του εμβρύου και μπορεί να επιτρέψει την ανίχνευση της ενδομήτριας υπολειπόμενης ανάπτυξης ή την μακροσωμία.

ε) εκτίμηση εμβρυϊκού βάρους.

Το εμβρυϊκό βάρους μπορεί να εκτιμηθεί με τη λήψη μετρήσεων, όπως η αμφιβρεγματική διάμετρο, η περίμετρος κεφαλής, η περίμετρος κοιλιάς ή η μέση διάμετρος κοιλιάς , και το μήκος της μηριαίας διάφυσης. Τα αποτελέσματα από διάφορα μοντέλα πρόβλεψης μπορεί να συγκριθούν με τις εκατοστιαίες θέσεις ανάπτυξης βάρους από διάφορα δημοσιευμένα νομογράμματα.

Σχόλιο: Ο έλεγχος για την αξιολόγηση της ανάπτυξης πρέπει να επαναλαμβάνεται τυπικά κάθε 2 έως 4 εβδομάδες. Μικρότερο χρονικό διάστημα εξέτασης μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση ως προς το αν οι αλλαγές της μέτρησης είναι πραγματικές και οφείλονται στην ανάπτυξη, ή αντίθετα οφείλονται στις παραλλαγές της τεχνικής.

Επί του παρόντος, ακόμη και οι καλύτερες μέθοδοι πρόβλεψης του βάρους του εμβρύου μπορεί να αποδώσουν υψηλό ποσοστό σφάλματος ± 15%. Αυτή η μεταβλητότητα μπορεί να επηρεάζεται από παράγοντες όπως τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού των ασθενών, ο αριθμός και οι τύποι των ανατομικών παραμέτρων που χρησιμοποιούνται, τεχνικοί παράμετροι που επηρεάζουν την ανάλυση των εικόνων των υπερήχων (ρυθμίσεις, κεφαλές, συχνότητες), και η διακύμανση του βάρους του πληθυσμού που μελετάται.

ζ) ανατομία της μητέρας

Η αξιολόγηση της μήτρας, οι δομές των εξαρτημάτων και του τραχήλου πρέπει να πραγματοποιούνται όταν απαιτείται. Εάν ο τράχηλος δεν μπορεί να απεικονιστεί, διαπερινεϊκή ή διακολπική σάρωση απαιτείται όταν χρειάζεται η αξιολόγηση του τραχήλου της μήτρας.

Σχόλιο:β Αυτό επιτρέπει την αναγνώριση τυχαίων ευρημάτων που δυνητικά παρουσιάζουν κλινική σημασία. Η παρουσία, η θέση και το μέγεθος των εξαρτηματικών μαζών και η παρουσία τουλάχιστον του μεγαλύτερου και δυνητικά του σημαντικότερου κλινικά λειομυώματος θα πρέπει να τεκμηριώνεται. Δεν είναι πάντα εφικτό να απεικονιστούν οι φυσιολογικές ωοθήκες της μητέρας κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου.

η) ανατομικός έλεγχος του εμβρύου

Η εμβρυϊκή ανατομία, όπως περιγράφεται στο παρόν έγγραφο, μπορεί να αξιολογηθεί επαρκώς με υπερήχους μετά από τις 18 εβδομάδες της κύησης. Είναι δυνατό να τεκμηριωθούν φυσιολογικές δομές πριν από αυτό το χρονικό διάστημα, αν και μερικές δομές είναι δύσκολο να απεικονιστούν εξαιτίας του μεγέθους του εμβρύου, της θέσης, της κινητικότητάς του, των ουλών της κοιλιάς και της αύξησης του τοιχώματος της κοιλιάς της μητέρας, λόγω πάχους. Μια εξέταση δεύτερου ή τρίτου τριμήνου μπορεί να δημιουργήσει τεχνικούς περιορισμούς στην αξιολόγηση της εμβρυικής ανατομίας λόγω artifacts από ακουστική σκίαση. Όταν συμβεί αυτό, η έκθεση για την εξέταση υπερηχογραφίας πρέπει να τεκμηριώσει τη φύση αυτού του τεχνικού περιορισμού. Ο επανέλεγχος της εξέταση μπορεί να είναι πολύ χρήσιμος. Οι παρακάτω δομές που θα αξιολογηθούν αντιπροσωπεύουν τα ελάχιστα στοιχεία μιας τυπικής εξέτασης που αφορά την ανατομία του εμβρύου . Μια πιο λεπτομερής εξέταση της ανατομίας του εμβρύου μπορεί να είναι απαραίτητη εάν βρεθεί μία ανωμαλία ή υπάρχει υποψία κάποιας ανωμαλίας στην τυπική (βασική) εξέταση.

1. Κεφαλή, πρόσωπο και αυχένας:

πλάγιες κοιλίες του εγκεφάλου

χοριοειδή πλέγματα

δρέπανο της μέσης γραμμής

κοιλότητα διάφανου διαφράγματος

παρεγκεφαλίδα

οπίσθια δεξαμενή και

άνω χείλος

Σχόλιο:

Μια μέτρηση της αυχενικής πτυχής μπορεί να είναι χρήσιμο κατά την διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος κατά την κύηση για την εκτίμηση του κίνδυνου ανευπλοειδίας.

2. Θώρακας

Καρδιά: προβολή 4 κοιλοτήτων

χώρος εξόδου αριστερής κοιλίας

χώρος εξόδου δεξιάς κοιλίας

3. Κοιλιά

στόμαχος (παρουσία, μέγεθος και θέση)

νεφροί

ουροδόχος κύστη

είσοδος ομφαλίου λώρου στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα

αγγεία ομφαλίου λώρου

4. Σπονδυλική στήλη

αυχενική, θωρακική, οσφυϊκή και ιερή μοίρα της ΣΣ

5. Άκρα

χέρια και πόδια

6. Φύλο

Στις πολύδυμες κυήσεις και όταν ενδείκνυται ιατρικώς.

 

Έγγραφα

Η επαρκής τεκμηρίωση είναι απαραίτητη για υψηλής ποιότητας περίθαλψη των ασθενών. Θα πρέπει να υπάρχει μόνιμο αρχείο της εξέτασης των υπερήχων και της ερμηνείας του. Εικόνες όλων των κατάλληλων περιοχών, φυσιολογικές και μη φυσιολογικές πρέπει να αποθηκεύονται. Αποκλίσεις από το φυσιολογικό μέγεθος θα πρέπει να συνοδεύονται από μετρήσεις. Οι εικόνες θα πρέπει να επισημαίνονται με το ονοματεπώνυμο του ασθενούς, της ταυτοποίησης δεδομένων, την ημερομηνία εξέτασης, και ανατομικό σημείο που απεικονίζεται (δεξιά ή αριστερά). Μια επίσημη ερμηνεία (τελική έκθεση) των υπερηχογραφικών ευρημάτων θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο ιατρικό του ασθενούς. Η διατήρηση της υπερηχογραφική εξέταση θα πρέπει να συνάδει τόσο με τις κλινικές ανάγκες και με τις σχετικές νομικές και τοπικές απαιτήσεις της υγειονομικής περίθαλψης του χώρου εγκατάστασης.

Η έκθεση αναφοράς πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Υπερήχων στην Ιατρική (AIUM) για την τεκμηρίωση της υπερηχογραφικής εξέτασης.

Περιγραφή

Το γενετικό υπερηχογράφημα έχει ως στόχο την αναγνώριση μεγάλων δομικών ανωμαλιών και γενετικών δεικτών, στο δεύτερο τρίμηνο, τα οποία στην συνέχεια χρησιμοποιούνται για να υπολογίσουν τον κίνδυνο τρισωμίας.

Ανευπλοειδία και δομικές ανωμαλίες

Η υπερηχογραφική ανίχνευση μεγάλων δομικών (κατασκευαστικών) ανωμαλιών σε ένα έμβρυο αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο ανευπλοειδίας. Ορισμένες όμως (δομικές) κατασκευαστικές ανωμαλίες συνδέονται με συγκεκριμένες ανευπλοειδίες, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα.

Σημαντικές συγγενείς ανωμαλίες συσχετιζόμενες με εμβρυϊκή ανευπλοειδία:

Τρισωμία 13Τρισωμία 18Τρισωμία 21
Καρδιακές ανωμαλίες
Καρδιακές ανωμαλίες
Κοινό κολποκοιλιακό κανάλι
Ανωμαλίες ΚΝΣΔισχιδής ράχηΑτρησία 12-δακτύλου
Λαγώχειλο/λυκόστομαΜικρογναθίαΚοιλιομεγαλία
ΟμφαλοκήληΟμφαλοκήλη Άλλες καρδιακές παθήσεις
Ανωμαλίες μέσης γραμμής προσώπουΣφιχτά χέρια/καρποίΚυστικό ύγρωμα
Ηχογενείς νεφροίΑπλασία κερκίδαςΜη ανοσολογικός ύδρωπας
Ουρογεννητικές ανωμαλίεςΡαιβοποδία
ΠολυδακτυλίαΔυσγενεσία παρεγκεφαλίδας
Έντονη πτέρνα ποδόςΚυστικό ύγρωμα
Κυστικό ύγρωμαΜη ανοσολογικός ύδρωπας
Μη ανοσολογικός ύδρωπαςΣυγγενής διαφραγματοκήλη
Συγγενής διαφραγματοκήλη

Τροποποιημένος πίνακας από Nyberg DA, Souter VL: Sonographic markers of fetal trisomies. J Ultrasound Med 20:655-674, 2001.

Σε αρκετές ανευπλοειδίες τα έμβρυα, ιδίως εκείνα με σύνδρομο Down, δεν εμφανίζουν σημαντικές (δομικές) κατασκευαστικές ανωμαλίες εύκολα ανιχνεύσιμες στο πρώτο ή δεύτερο τρίμηνο. Η υπερηχογραφική όμως αναγνώριση των ήπιων χαρακτηριστικών της ανευπλοειδίας, έγιναν δημοφιλείς και ως "δείκτες τρισωμίας", χρησιμοποιούνται συχνά ως εργαλείο ελέγχου της ανευπλοειδίας.

Δείκτες ανευπλοειδίας

Πριν την εισαγωγή του γενετικού υπερηχογραφήματος στην καθημερινή κλινική πράξη, η μόνη διαθέσιμη επιλογή σε έγκυες γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο ανευπλοειδίας στο δεύτερο τρίμηνο, ήταν η αμνιοπαρακέντηση. Όταν όμως η συσχέτιση μεταξύ υπερηχογραφικών δεικτών και συνδρόμου Down έγινε περισσότερο εμφανής, το γενετικό υπερηχογράφημα καθιερώθηκε ως μια εναλλακτική, μη επεμβατική μέθοδος, στην περαιτέρω βελτίωση του κινδύνου της ανευπλοειδίας ή πιο συγκεκριμένα του συνδρόμου Down. Σαν πιο σημαντικοί "δείκτες" ανευπλοειδίας θεωρούνται η αυξημένη αυχενική πτυχή, τα κοντά μακρά οστά (βραχιόνιο, μηριαίο), η ήπια πυελεκτασία, η απουσία/υποπλασία ρινικού οστού, το υπερηχογενές έντερο και η υπερηχογενής ενδοκαρδιακή εστία. Παρουσία ή απουσία των δεικτών αυτών, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, μπορεί να αναπροσαρμόσει τον κίνδυνο ανευπλοειδίας της εγκύου γυναίκας, κατά τον προληπτικό έλεγχο διαλογής δεύτερου τριμήνου, βοηθώντας ενδεχομένως την έγκυο στην απόφαση για το εάν πρέπει ή όχι να υποβληθεί σε επεμβατική δοκιμασία με την εξέταση της αμνιοκέντησης.

Τα τελευταία χρόνια ορισμένοι από του παλιούς δείκτες του γενετικού υπερηχογραφήματος αναθεωρήθηκαν και έπεσαν σε αδράνεια. Δεν χρησιμοποιούνται πλέον η ευρεία γωνία ελάσσονος πυέλου και το άκρο πόδι τύπου σανταλιού "sandal gap". Νεότεροι όμως δείκτες, όπως η δεξιά υποκλείδιος αρτηρία (ARSA) (Y Zalel, R Achiron, S Yagel, Z Kivilevich: Fetal aberrant right subclavian artery in normal and Down syndrome fetuses. Ultrasound Obstet Gynecol., 31 (1):25-29 2008), το προρινικό πάχος και η γωνία του προσώπου (FMF) (FI Vos, EA De Jong-Pleij, LS Ribbert, et al.: Three-dimensional ultrasound imaging and measurement of nasal bone length, prenasal thickness and frontomaxillary facial angle in normal second- and third-trimester fetuses. Ultrasound Obstet Gynecol. 39 (6):636-641 2012) έγιναν περισσότερο δημοφιλείς.

Ο κάθε υπερηχογραφικός δείκτης, μεμονωμένα, έχει χαμηλή έως μέτρια ευαισθησία και ειδικότητα στην ανίχνευση του συνδρόμου Down. Όμως, η παρουσία πολλών δεικτών μπορεί να βελτιώσει σημαντικά το ποσοστό ανίχνευσης του συνδρόμου Down, μειώνοντας ταυτόχρονα το ποσοστό των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων. Ορισμένες μελέτες καθόρισαν το ποσοστό ανίχνευσης του συνδρόμου Down στο γενετικό υπερηχογράφημα το οποίο κυμαίνονταν από 50%-93% με την προσθήκη ενός ή περισσοτέρων ήπιων δεικτών ανευπλοειδίας (BR Benacerraf, D Neuberg, B Bromley, FD Frigoletto Jr: Sonographic scoring index for prenatal detection of chromosomal abnormalities. J Ultrasound Med. 11 (9):449-458 1992).

Αναλογία πιθανότητας

Κάποιες μελέτες καθόρισαν επιπλέον τις αναλογίες πιθανότητας (lakelihood radios) για κάθε δείκτη χωριστά. Οι αναλογίες πιθανότητας (lakelihood radios) μπορεί να αυξήσουν τον αρχικό (a priori) κίνδυνο ανευπλοειδίας της εγκύου. Ο αρχικός αυτός κίνδυνος τροποποιείται από το αποτέλεσμα του ορολογικού ελέγχου και την ηλικία της εγκύου χωριστά, ενώ στην συνέχεια με πολλαπλασιασμό παρέχει τον αναπροσαρμοζόμενο κίνδυνο (adjusted risk) ανευπλοειδίας. Η αναλογία πιθανότητας (lakelihood radio) για κάθε ένα δείκτη έχει διαφορετική βαρύτητα και ισχύ στην σύνδεση της με το σύνδρομο Down. Στην μελέτη τους ο Bromley και οι συνεργάτες του θεμελίωσαν την αύξηση της πιθανότητας του συνδρόμου Down με βάση τον αριθμό των δεικτών ανευπλοειδίας στο υπερηχογράφημα, οι οποίες κυμαίνονταν από 1,9 με την παρουσία ενός δείκτη, σε 80, με την παρουσία τριών ή περισσοτέρων δεικτών (B Bromley, E Lieberman, TD Shipp, BR Benacerraf: The genetic sonogram: a method of risk assessment for Down syndrome in the second trimester. J Ultrasound Med. 21 (10):1087-1096 2002).

Αναλογίες πιθανότητας για ήπιους δείκτες ανευπλοειδίας

Δείκτης/ΜελέτηBromleyNybergSmith-BindmanAgathokleous
Κανένας0.220.4NA0.37
Αυχενική πτυχήάπειρο111723.27
Απουσία/υποπλασία ρινικού οστούNANANA23.3
Υπερηχογενές έντεροNA6.76.111.44
Κοντό βραχιόνιο5.85.17.54.81
Κοντό μηριαίο1.21.52.73.72
Υπερηχογενής ενδοκαρδιακή εστία1.422.85.83
Πυελεκτασία 1.51.51.97.63

(Από: B Bromley, E Lieberman, TD Shipp, BR Benacerraf: The genetic sonogram: a method of risk assessment for Down syndrome in the second trimester. J Ultrasound Med. 21 (10):1087-1096 2002. DA Nyberg, VL Souter, A El-Bastwissi, et al.: Isolated sonographic markers for detection of fetal Down syndrome in the second trimester of pregnancy. J Ultrasound Med. 20 (10):1053-1063 2001. R Smith-Bindman, W Hosmer, VA Feldstein, et al.: Second-trimester ultrasound to detect fetuses with Down syndrome: a meta-analysis. JAMA. 285 (8):1044-1055 2001. M Agathokleous, P Chaveeva, LCY Poon, et al.: Meta-analysis of second-trimester markers for trisomy 21. Ultrasound Obstet Gynecol. 41 (3):247-261 2013).

Οι διαφορές μεταξύ των μελετών ενδεχομένως να προήλθαν από την ετερογένεια των πληθυσμών που μελετήθηκαν καθιστώντας την ερμηνεία τους δύσκολη. Σε παρουσία περισσότερων δεικτών ανευπλοειδίας, προτάθηκε ο πολλαπλασιασμός της αναλογίας πιθανότητας (likelihood ratios) του κάθε δείκτη με τον προϋπάρχοντα (a priori) κίνδυνο της ανευπλοειδίας. Ωστόσο, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην προσέγγιση αυτή καθώς δεν έχει αποδειχθεί η αυτοτέλεια των διαφόρων δεικτών. Εκτός από την συσχέτιση με τον θετικό υπολογισμό αναλογίας πιθανότητας της ανευπλοειδίας η απουσία οποιουδήποτε εξ αυτών των δεικτών στο δεύτερο τρίμηνο μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο ανευπλοειδίας στην έγκυο. Έτσι έγινε περισσότερο εμφανές πως το φυσιολογικό γενετικό υπερηχογράφημα μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο του συνδρόμου Down, κατά 60%-80%, συσχετίζοντας το με αρνητικό υπολογισμό της αναλογίας πιθανότητας από 0,2 έως 0,4 (DA Nyberg, VL Souter, A El-Bastwissi, et al.: Isolated sonographic markers for detection of fetal Down syndrome in the second trimester of pregnancy. J Ultrasound Med. 20 (10):1053-1063 2001). Επιπλέον ένα φυσιολογικό γενετικό υπερηχογράφημα παρέχει μία πρόσθετη διαβεβαίωση στις έγκυες γυναίκες που είχαν θετικό ορολογικό έλεγχο δεύτερου τριμήνου, αν και είναι σημαντικό να κατανοηθούν οι δυνατότητες και οι περιορισμοί αυτής της δοκιμασίας ελέγχου, καθώς και ότι τα ευρήματα αυτά δεν μπορούν να διαγνώσουν ή να αποκλείσουν με βεβαιότητα το σύνδρομο Down.

Η χρησιμότητα του γενετικού υπερηχογραφήματος

Το γενετικό υπερηχογράφημα χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθυσμό υψηλού κινδύνου για σύνδρομο Down, δηλαδή στην προχωρημένη ηλικία της μητέρας και στον θετικό ορολογικό έλεγχο δεύτερου τριμήνου, και, κατάφερε να μειώσει σημαντικά το ποσοστό του επεμβατικού ελέγχου με την εξέταση της αμνιοκέντησης (MG Pinette, J Garrett, A Salvo, et al.: Normal midtrimester (17-20 weeks) genetic sonogram decreases amniocentes is rate in a high-risk population. J Ultrasound Med. 20 (6):639-644 2001).

Αμφιλεγόμενη υπήρξε όμως η εφαρμογή του γενετικού υπερηχογραφήματος σε πληθυσμούς χαμηλού κινδύνου. Επειδή η παρουσία της ανευπλοειδίας σε αυτή την ομάδα πληθυσμού ήταν μικρή τα θετικά υπερηχογραφικά ευρήματα εμφάνιζαν χαμηλή προγνωστική αξία και υψηλά ψευδώς θετικά ποσοστά με αποτέλεσμα την δημιουργία άγχους στην έγκυο γυναίκα. Ως εκ τούτου, σε αυτήν την ομάδα πληθυσμού, η παρουσία μεμονωμένων και μικρής σημασίας "ήπιων δεικτών" ανευπλοειδίας: υπερηχογενείς ενδοκαρδιακές εστίες, πυελεκτασία, βραχύ μηριαίο/βραχιόνιο οστό, εμφανίζει χαμηλή προγνωστική αξία στην απόδοση κινδύνου προσβολής από το σύνδρομο Down (M Agathokleous, P Chaveeva, LCY Poon, et al.: Meta-analysis of second-trimester markers for trisomy 21. Ultrasound Obstet Gynecol. 41 (3):247-261 2013).

Στρατηγική διαχείρισης

Η υπερηχογραφική διαπίστωση της παρουσίας ενός ήπιου δείκτη ανευπλοειδίας θα πρέπει να οδηγήσει σε μια περισσότερο λεπτομερή αναζήτηση για επιπλέον συναφείς δείκτες ή άλλες δομικές (κατασκευαστικές) ανωμαλίες. Αυτό θα οδηγήσει στην αναθεώρηση του κινδύνου ανευπλοειδίας της εγκύου με βάση την ηλικία της, τον βιοχημικό έλεγχο πρώτου τριμήνου ή τον ορολογικό έλεγχο δευτέρου τριμήνου. Αν η εγκυμοσύνη στην συνέχεια καταταχτεί στην ομάδα υψηλού κινδύνου για ανευπλοειδία θα πρέπει να ακολουθήσει χρωμοσωμικός έλεγχος στο έμβρυο.

Αποτελεσματικότητα

Σήμερα, στην εποχή του βιοχημικού ελέγχου πρώτου τριμήνου και του μη επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου (cfDNA), η χρησιμότητα του γενετικού υπερηχογραφήματος αμφισβητείται. Η επιβεβαίωση αυτή προήλθε από την μελέτη (FASTER), η οποία διαπίστωσε μικρή μόνο αύξηση στο ποσοστό ανίχνευσης του συνδρόμου Down, με την εφαρμογή του γενετικού υπερηχογραφήματος κατά τον έλεγχο ρουτίνας. Όταν το γενετικό υπερηχογράφημα χρησιμοποιήθηκε ως τετραπλή ολοκληρωμένη εξέταση, σε συνδυασμό με το ορολογικό έλεγχο δευτέρου τριμήνου (AFP, UE3, hCG), το ποσοστό ανίχνευσης του συνδρόμου Down σταδιακά αυξήθηκε από 93%-97%, σε 98%, και από 95%-98%, σε 97%. Πρακτικά, η αντικατάσταση του γενετικού υπερηχογραφήματος με το τριπλό ορολογικό τεστ δεύτερου τριμήνου (AFP, UE3, hCG), δεν φαίνεται να είναι χρήσιμη γιατί ανιχνεύει το σύνδρομο Down σε ποσοστό 90% (KM Aagard-Tillery, FD Malone, DA Nyberg, et al.: Role of second-trimester genetic sonography after Down syndrome screening. Obstet Gynecol. 114 (6):1189-1196 2009). Ο Kranz και οι συνεργάτες του προσπάθησαν να καθορίσουν την αποτελεσματικότητα του γενετικού υπερηχογραφήματος συνδυάζοντάς το με τα αρνητικά (φυσιολογικά) ευρήματα του προληπτικού ελέγχου πρώτου τριμήνου. Χρησιμοποιώντας τον "ατομικό δείκτη", αναλογία πιθανότητας (likelihood ratio), το γενετικό υπερηχογράφημα εντόπισε επιπλέον ένα ποσοστό 6,1% των περιπτώσεων ανευπλοειδίας, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσοστό ανίχνευσης του συνδρόμου Down να είναι 94,6%, για ένα ψευδώς θετικό ποσοστό, 5,4% των περιπτώσεων που εξετάστηκαν (DA Krantz, TW Hallahan, VJ Macri, JN Macri: Genetic sonography after first-trimester Down syndrome screening. Ultrasound Obstet Gynecol. 29 (6):666-670 2007).

Μετά την πρόσφατη καθιέρωση του μη επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου (cfDNA), ως ένα επιπρόσθετο διαγνωστικό μέσο στην ανίχνευση της ανευπλοειδίας, δεν υπάρχουν εξειδικευμένες διαθέσιμες μελέτες της αποτελεσματικότητας του γενετικού υπερηχογράφημα σε συνδυασμό με τον μη επεμβατικό προγεννητικό έλεγχο (cfDNA). Σήμερα, με την αυξημένη διαγνωστική ικανότητα της αναγνώρισης της ανευπλοειδίας νωρίς στην εγκυμοσύνη, η ανίχνευση του συνδρόμου Down κατά την διάρκεια του γενετικού υπερηχογραφήματος, έχει μειωθεί, και ως εκ τούτου μειώθηκε η θετική προγνωστική αξία των προαναφερόμενων υπερηχογραφικών δεικτών. Παρά το γεγονός αυτό, θεωρείται πολύ πιθανό, πως το γενετικό υπερηχογράφημα παίζει ακόμα κάποιο σημαντικό ρόλο στην ανίχνευση της ανευπλοειδίας, σε πληθυσμιακές ομάδες με περιορισμένη πρόσβαση στην εξέταση του μη επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου (cfDNA), στις δίδυμες και στις πολλαπλές κυήσεις, καθώς και στις έγκυες με οριακά ή αδιάγνωστα αποτελέσματα στον μη επεμβατικό προγεννητικό έλεγχο (cfDNA), (AO Odibo, A Ghidini: Role of the second trimester “genetic sonogram” for Down syndrome screen in the era of first-trimester screening and noninvasive prenatal testing. Prenat Diagn. 34 (6):511-517 2014).

Κριτήρια εγκυρότητας δεικτών

Συχνά στο γενετικό υπερηχογράφημα ανευρίσκονται ήπιοι δείκτες (soft markers) τρισωμίας οι οποίοι χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της αναλογίας πιθανοφάνειας (likelihood ratios) και στην συνέχεια διατίθενται για να τροποποιήσουν τον αρχικό (a priori) κίνδυνο της εγκύου για την τρισωμία 21 (σύνδρομο Down). Για να εξαλειφθούν οι διχογνωμίες, οι αντιγνωμίες, οι ασάφειες και οι διαφωνίες στους ασχολούμενους με την υπερηχογραφία, θεσπίστηκαν κριτήρια εγκυρότητας και αξιοπιστίας για τον κάθε ένα δείκτη χωριστά. Με το τρόπο αυτό ο κάθε δείκτης μπορεί να αναπαραχθεί ευχερώς και να χρησιμοποιηθεί στον υπολογισμό του κινδύνου τρισωμίας.

Δομική ανωμαλία: Οποιαδήποτε μείζονα εμβρυϊκή κατασκευαστική ανωμαλία.

Αυχενική πτυχή: ≥ 6mm είναι παθολογική στις 15-21 εβδομάδες της κύησης.

Βραχύ μηριαίο οστό: το αναμενόμενο μήκος οστού υπολογίζεται από την σχέση= -9,3105 + 0,9028 Χ (BPD), όπου το (BPD) αντικατοπτρίζει την ηλικία της κύησης η οποία καθορίζεται από την μέτρηση της αμφιβρεγματικής διαμέτρου της κεφαλής του εμβρύου. Στην συνέχεια υπολογίζεται η αναλογία (το πηλίκο) του μετρούμενου / το αναμενόμενο μήκος μηριαίου οστού. Μια αναλογία ≤ 0,91 θεωρείται παθολογική.

Βραχύ βραχιόνιο οστό: αναμενόμενο μήκος οστού υπολογίζεται από την σχέση= -7,9404 + 0,8492 Χ (BPD ), όπου το (BPD) αντικατοπτρίζει την ηλικία της κύησης η οποία καθορίζεται από την μέτρηση της αμφιβρεγματικής διαμέτρου της κεφαλής του εμβρύο. Στην συνέχεια υπολογίζεται η αναλογία (το πηλίκο) του μετρούμενου / το αναμενόμενο μήκος του βραχιόνιου οστού. Μια αναλογία ≤ 0,90 θεωρείται παθολογική.

Ρινικό οστό: απουσία οστού ή μήκος οστού ≤ 2,5 mm ή αναλογία αμφιβρεγματική διάμετρος / μήκος ρινικού οστού (BPD / NBL) ˃ 11.

Υπερηχογενές έντερο: μεγάλη ηχογένεια του εντέρου, παρόμοια σε φωτεινότητα με αυτή των οστών. Ωστόσο το εύρημα αυτό παρατηρείται και σε άλλες καταστάσεις όπως κυστική ίνωση, ενδομήτρια υπολειπόμενη ανάπτυξη, ενδοαμνιακή αιμορραγία.

Ηχογενής ενδοκαρδιακή εστία: φωτεινή εστία αριστερής ή δεξιάς κοιλίας της καρδιάς ισοδύναμη σε φωτεινότητα με αυτή των οστών.

Πυελεκτασία: προσθιοπίσθια διάμετρος (π.ο.δ) της νεφρικής πυέλου ≥ 4 mm, θεωρείται θετικός δείκτης.

 

Η υπερηχογραφία αποτελεί τη συχνότερα χρησιμοποιούμενη μέθοδο στη γυναικολογία για την αξιολόγηση των μαζών της πυέλου και των διαφόρων ανωμαλιών που προκαλούν στείρωση. Το διακολπικό υπερηχογράφημα απεικονίζει με ακρίβεια τη μήτρα, τις ωοθήκες και τις διάφορες ανωμαλίες της μήτρας και ιδιαίτερα του ενδομητρίου. Μπορούμε χωρίς επιφύλαξη να πούμε ότι το διακολπικό υπερηχογράφημα έχει επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό το ρόλο της υπερηχογραφίας στην αξιολόγηση των μαζών της πυέλου και των άλλων γυναικολογικών ανωμαλιών, αλλά η διαγνωστική του αξία αυξάνει σημαντικά όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το διακοιλιακό υπερηχογράφημα.

Μολονότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός υπερηχογραφικών ευρημάτων, τα οποία απαντούν σε μάζες της πυέλου, ο συνδυασμός των πληροφοριών από το υπερηχογράφημα με τα κλινικά και εργαστηριακά δεδομένα βοηθά τον κλινικό γιατρό να περιορίσει τη διαφορική του διάγνωση στις πλέον πιθανές διαγνώσεις (Fleischer και συν.,1978). Στις περισσότερες περιπτώσεις ο συνδυασμός των δεδομένων οδηγεί στην πλέον πιθανή διάγνωση.

Η υπερηχογραφία έχει γίνει σήμερα η σπουδαιότερη διαγνωστική μέθοδος για την αντιμετώπιση των γυναικολογικών ανωμαλιών που προκαλεί στείρωση. Η υπερηχογραφία δεν καταγράφει μόνο τον αριθμό, το μέγεθος και τη θέση όπου αναπτύσσονται τα ωοθυλάκια, αλλά παίζει επίσης και ένα σπουδαίο ρόλο στις επεμβατικές τεχνικές, όπως η αναρρόφηση των ωαρίων (Fleisher και συν., 1983). Όπως και με άλλες περιοχές του σώματος, όπως η άνω κοιλία, η real time υπερηχογραφία αποτελεί μια ευέλικτη προσπέλαση στην εκτίμηση των φυσιολογικών και παθολογικών ανατομικών κατασκευών της πυέλου.

Η απεικονιστική ευελιξία της real time υπερηχογραφίας επιτρέπει τη λεπτομερή αξιολόγηση διαφόρων ανατομικών κατασκευών, οι οποίες θα μπορούσαν να προσβληθούν από την απευθείας επέκταση ή από απομακρυσμένες μεταστάσεις σε μια ασθενή με κακοήθη μάζα στην πύελο (Fleisher και συν,.1982a). Οι συνήθεις προβολές που λαμβάνονται με το real time υπερηχογράφημα στη γυναικολογία αναφέρονται στον πίνακα 3-1. Για παράδειγμα και οι δύο νεφροί μπορεί να απεικονιστούν με το real time υπερηχογράφημα, για τον έλεγχο της αποφρακτικής ουροπάθειας, η οποία συνδυάζεται με μια μάζα της πυέλου. Επίσης, το ήπαρ πρέπει να εξετάζεται για τον έλεγχο της παρουσίας μεταστάσεων, μια επιπλοκή η οποία απαντά σε μερικούς ασθενείς με προχωρημένα γυναικολογικά νεοπλάσματα(paling και Shawker,1981). Το παρακολικό κόλπωμα, ο δουγλάσσειος χώρος και ο ηπατικός χώρος μπορούν επίσης να εξεταστούν κατά τη διάρκεια της μελέτης με το real time υπερηχογράφημα.

Ακόμη και με αυτές τις δυνατότητες, η υπερηχογραφία φαίνεται να παίζει δευτερεύοντα ρόλο, σαν απεικονιστική τεχνική, σε ασθενείς με γυναικολογική κακοήθεια, σε σχέση με την αξονική τομογραφία ή το μαγνητικό συντονισμό (Johnson και συν.,1983). Ο λόγος που η υπερηχογραφία υστερεί σε σχέση με την αξονική τομογραφία ή το μαγνητικό συντονισμό οφείλεται στην ικανότητα των δύο τελευταίων μεθόδων να αναδεικνύουν την επέκταση του όγκου ή την παρουσία λεμφαδενικής διόγκωσης. Παρόλα αυτά, διάφορες μελέτες προτείνουν την υπερηχογραφία να διενεργείται σαν ένα screening test στη γυναικολογική ογκολογία και ειδικότερα για τον αποκλεισμό νεοπλασιών των ωοθηκών και για τον καθορισμό του βαθμού διήθησης του μυομητρίου σε ασθενείς με ιστολογικός αποδεδειγμένο καρκίνο του ενδομητρίου (Campbell και συν,1982 Cambell και Goswamy, 1984 Fleischer και συν.,1986 Fleischer και συν.,1987).Το διακολπικό υπερηχογράφημα συμβάλλει στην καλύτερη επιλογή των υποψηφίων για βιοψία του ενδομητρίου, εφόσον η απεικόνιση ενός λεπτού ενδομητρίου (<5χιλ.) πρακτικά αποκλείει την περίπτωση καρκίνου ή υπερπλασίας (Coldstein, 199). Ο κατάλληλος σχεδιασμός των διαφόρων ηχοβολέων που εισέρχονται στον κόλπο και στη μητρική κοιλότητα έχει διευρύνει σημαντικά τις δυνατότητες της ενδοσκοπικής υπερηχογραφίας στα εξαρτήματα, τα παραμήτρια και τη μήτρα (Obata και συν.,1985).

Όταν σε μια ασθενή υπάρχει υπόνοια στο υπερηχογράφημα παρουσίας μιας μάζας στην πύελο, τότε κρίνεται απαραίτητος ο συμπληρωματικός έλεγχος με άλλες εξετάσεις, προκειμένου να γίνει πλήρης κλινική εκτίμηση (Fleischer και συν.,1982a Bernardino και Dodd, 1981 Sanders και συν., 1983). Για παράδειγμα, εάν κλινικά και υπερηχογραφικά υπάρχει υπόνοια παρουσίας μιας κακοήθους μάζας, ένας βαριούχος υποκλυσμός μπορεί να βοηθήσει στην αξιολόγηση τυχόν προσβολής του εντέρου από τη νόσο, ενώ μπορεί να διενεργηθεί ενδοφλέβια πυελογραφία για να αποκλεισθεί η απόφραξη των ουρητήρων. Η αξονική τομογραφία είναι πάρα πολύ χρήσιμη για τον έλεγχο τυχόν λεμφαδενικών διογκώσεων ή προσβολής του σκελετού από τον όγκο (Ginaldi και Wallace, 1981). Επειδή η διόγκωση των λεμφαδένων μπορεί να οφείλεται σε απλή υπερπλασία, ή λεμφογραφία μπορεί να βοηθήσει διαφορική διάγνωση μεταξύ υπερπλαστικών αδένων και αδένων που έχουν προσβληθεί από μεταστατική νόσο.

Ενδείξεις

Οι καθιερωμένες κλινικές ενδείξεις της υπερηχογραφίας σε γυναικολογικές ανωμαλίες είναι οι εξής:

  1. Εκτίμηση μαζών της μήτρας ή της πυέλου.
  2. Παρακολούθηση των ωοθυλακίων της ωοθήκης και των μεταβολών του ενδομητρίου ασθενών που λαμβάνουν ορμόνες για την πρόκληση ωορρηξίας.
  3. Καθορισμός της θέσης του αντισυλληπτικού σπειράματος.
  4. Καθοδήγηση για την αναρρόφηση των ωαρίων.
  5. Αξιολόγηση των ανωμαλιών του ενδομητρίου.
  6. Αξιολόγηση μαζών των ωοθηκών, ειδικότερα σε ασθενείς υψηλού κινδύνου.

Τεχνική και ανατομία

Η real time υπερηχογραφία είναι επαρκής για τη μελέτη των περισσότερων παθολογικών καταστάσεων της πυέλου. Σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως σε παρουσία μιας μεγάλης πυελοκοιλιακής μάζας, μπορεί να χρειαστεί η διενέργεια ενός στατικού υπερηχογραφήματος.

Η διάταση της ουροδόχου κύστης είναι απαραίτητη για την ικανοποιητική υπερηχογραφική αξιολόγηση μιας μάζας της πυέλου. Αυτό δεν είναι απαραίτητο σε ασθενείς με πολύ μεγάλες πυελοκοιλιακές μάζες, όπου η διάταση της ουροδόχου κύστης μπορεί να είναι και επώδυνη. Στο διακολπικό υπερηχογράφημα δεν χρειάζεται η πλήρης διάταση της ουροδόχου κύστης. Η διάταση της ουροδόχου κύστης μετατοπίζει τις έλικες του εντέρου που περιέχουν αέρα έξω από το πρόσθιο τμήμα της πυέλου και συμβάλλει στην ευθυγράμμιση της μήτρας, η οποία παίρνει μια περισσότερο οριζόντια θέση. Η ανατομική αυτή διάταξη επιτρέπει την καλύτερη απεικόνιση της μήτρας και των διαφόρων ανατομικών μορίων των εξαρτημάτων. Επιπρόσθετα, η έλλειψη ηχητικών ανακλάσεων από το περιεχόμενο της ουροδόχου κύστης χρησιμοποιείται σαν σημείο αναφοράς για την εκτίμηση της ηχογένειας και άλλων ανατομικών σχηματισμών οι οποίοι είναι γεμάτοι με υγρό. Σε προβολές του υπερηχογραφήματος, όπου φαίνονται τόσο η μάζα όσο και η ουροδόχος κύστη, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν artifacts από αντανακλάσεις, όπως συμβαίνει και με άλλες μεγάλες κυστικές μάζες.

Η διάταση της ουροδόχου κύστης της ασθενούς επιτυγχάνεται με τη χορήγηση 2-4 ποτηριών νερού ή τσαγιού περίπου μια ώρα πριν την εξέταση. Στην περίπτωση που η χορήγηση υγρών από το στόμα είναι περιορισμένη, κρίνεται απαραίτητος ο καθετηριασμός της ουροδόχου κύστης.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, από υπερδιάταση της ουροδόχου κύστης μετατοπίζονται οι ωοθήκες ή η περιοχή που ενδιαφέρει βρίσκεται έξω από την ακτίνα δράσης του ηχοβολέα. Σ΄αυτές τις περιπτώσεις η εξέταση επαναλαμβάνεται μετά από μερική κένωση της ουροδόχου κύστης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε άτομα που έχουν πάρει μεγάλες ποσότητες ύδατος από το στόμα τους προκειμένου να διαταθεί η ουροδόχος κύστη τους,παρουσιάζουν πολλαπλές έλικες λεπτού εντέρου γεμάτες με υγρό (Sukov και Whiteonik, 1981). Οι περισταλτικές κινήσεις του εντέρου είναι επίσης δυνατόν να εκτιμηθούν με το real time υπερηχογράφημα (Fleischer και συν.,1982b).

Με την ουροδόχο κύστη της ασθενούς γεμάτη με ούρα, εξετάζεται η περιοχή της πυέλου και λαμβάνονται εικόνες κάθε 1-2 εκ. τόσο κατά τoν επιμήκη όσο και τον εγκάρσιο άξονα. Σαν σημείο αναφοράς για τις εικόνες κατά τον επιμήκη άξονα λαμβάνεται ο επιμήκης άξονας της μήτρας. Η χαρακτηριστική ηχογένεια του ενδομητρίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναγνώριση της θέσης και της κάμψης της μήτρας (Callen και συν.,1979).

Μετά τη λήψη των συνήθων εικόνων διενεργείται ένα real time υπερηχογράφημα τόσο της περιοχής της πυέλου όσο και των άλλων περιοχών που μπορούν να προσβληθούν από μια μάζα της πυέλου. Ειδικά σε περίπτωση παρουσίας μιας μάζας της πυέλου θεωρείται σκόπιμος ο έλεγχος των παρακολικών κολπωμάτων για την ύπαρξη ενδοπεριτοναϊκού υγρού και των δύο νεφρών για τον αποκλεισμό μεταστάσεων και των περιτοναϊκών επιφανειών για τον έλεγχο τυχόν παρουσίας περιτοναϊκών μεταστάσεων. Οι περιτοναϊκές μεταστάσεις απεικονίζονται καλύτερα με το υπερηχογράφημα όταν περιβάλλονται από ασκιτικό υγρό. Η αλλαγή της θέσης του ασθενούς ορισμένες φορές βοηθά στη μετατόπιση του υγρού γύρω από αυτές τις μάζες.

Σε αδύνατους ασθενείς, καθώς και κατά την παιδική ηλικία, ένας ηχοβολέας των 3,5 ή 5 MHz με μέση ή μακρά εστία (5-11 εκ.) είναι ικανοποιητικός για την εξέταση της πυέλου.Σε μερικούς παχύσαρκους ασθενείς και σε ασθενείς οι οποίοι έχουν μάζες δύσκολα διαπερατές με τον ηχοβολέα, κρίνεται σκόπιμη η χρησιμοποίηση ηχοβολέων χαμηλότερης συχνότητας. Οι ηχοβολείς τύπου τομέα (sector) με μηχανικούς παλμούς ή με κυκλική διάταξη προτιμώνται για την εκτίμηση της πυέλου, επειδή οι ηχοβολείς αυτοί επιτρέπουν την άριστη απεικόνιση των εξαρτημάτων και των πλάγιων τοιχωμάτων της πυέλου. Σε αντίθεση με τον real time ηχοβολέα γραμμικής διάταξης, οποίος απεικονίζει καλύτερα τις επιφάνειες που φέρονται κάθετα προς τον ηχοβολέα, οι real time ηχοβολείς τύπου sector είναι περισσότερο ευαίσθητοι στις μη κάθετες επιφάνειες των πλάγιων τοιχωμάτων της πυέλου και τα εξαρτήματα και ως εκ τούτου επιτρέπουν την καλύτερη απεικόνιση αυτών των περιοχών. Η ανάπτυξη ειδικών ηχοβολέων έχει δώσει τη δυνατότητα μιας περισσότερης ευέλικτης προσπέλασης στην απεικόνιση των οργάνων της πυέλου. Για παράδειγμα, η διακολπική προσπέλαση δίνει τη δυνατότητα στον ηχοβολέα να είναι πιο κοντά στα όργανα της πυέλου σε σύγκριση με το διακοιλιακό υπερηχογράφημα. Αυτό είναι πάρα πολύ χρήσιμο σε παχύσαρκα άτομα ή σε άτομα τα οποία δεν μπορούν να διατείνουν την ουροδόχο κύστη. Το διακολπικό υπερηχογράφημα επίσης βοηθά στην καλύτερη εκτίμηση του δουγλασσείου σε ασθενείς με οπίσθια κάμψη της μήτρας, Παρ’ όλα αυτά, λόγω του περιορισμένου πεδίου απεικόνισης, το συμβατικό διακοιλιακό υπερηχογράφημα προτιμάται σαν εξέταση ρουτίνας της περιοχής της πυέλου. Το διακολπικό υπερηχογράφημα αποτελεί μια υποβοηθητική εξέταση.

Μερικοί διακολπικοί ηχοβολείς μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την υπερηχογραφική εκτίμηση με έγχρωμα Doppler. Η υπερηχογραφική αξιολόγηση με τη χρήση της τέχνης Doppler επιτρέπει τη φυσιολογική και ανατομική ανάλυση και ειδικά είναι πολύ χρήσιμη στην αξιολόγηση της πιθανότητας μια κακοήθους μάζας στην πύελο και στην αξιολόγηση υποψίας συστροφής του εξαρτήματος.

Σε περίπτωση που υπάρχει διάσταση μεταξύ των υπερηχογραφικών ευρημάτων και της εξέτασης της πυέλου, η real time υπερηχογραφία μπορεί να διενεργηθεί κατά τη διάρκεια της εξέτασης της πυέλου προκειμένου να αναγνωρισθούν ανατομικά μόρια, τα οποία είναι ψηλαφητά με τη δακτυλική εξέταση (Bluth και συν.,1984).

Η εφαρμογή της real time υπερηχογραφίας έχει επιτρέψει τη συχνότερη απεικόνιση των ωοθηκών με υπερηχογράφημα στη μετεφηβική και την προεμμηνοπαυσιακή περίοδο και σε ασθενείς με μάζες των εξαρτημάτων (Fleischer,1982). Σε μερικές παχύσαρκες γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση είναι δύσκολη η απεικόνιση των ωοθηκών με το υπερηχογράφημα. Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως στο μικρό μέγεθος των ωοθηκών, στη υφή των ωοθηκών που είναι παρόμοια με τα γειτονικά όργανα και στη διάχυτη στην οποία προκαλεί το λίπος σε παχύσαρκες γυναίκες στην εμμηνόπαυση.

Η ποικιλία στη χαλαρότητα της πρόσφυσης των ωοθηκών στο περιτόναιο με τον μέσο ωοθηκικό και ωοθηκικό σύνδεσμο έχει σαν αποτέλεσμα την αδυναμία απεικόνισης και των δύο ωοθηκών στο ίδιο επίπεδο. Συνήθως η μια από τις ωοθήκες εντοπίζεται πλάγια της μήτρας στη μια πλευρά και στο δουγλάσσειο ή μπροστά από το θόλο στην άλλη πλευρά. Ωοθυλάκια 5-15 χιλ. είναι δυνατόν να αναγνωριστούν μέσα στην ωοθήκη σαν μικρά μορφώματα, τα οποία στερούνται ήχων πριν την ωορρηξία. Το ώριμο ωοθυλάκιο εμφανίζεται σαν ένα σφαιρικό ή επίμηκες μόρφωμα εντός της ωοθήκης και έχει μέγεθος περίπου 20 χιλ. στη μεγαλύτερη διάσταση (Fleischer και συν.,1981c). Σε ορισμένες περιπτώσεις ο ωοφόρος δίσκος του ωοθυλακίου, ο οποίος είναι μια μάζα από κύτταρα τα οποία περιβάλλουν το ωοκύτταρο, είναι δυνατόν να απεικονιστεί σαν μια προεξοχή διαστάσεων 1-2 χιλ. στο τοίχωμα του ωοθυλακίου.

Όπως και με τη μήτρα, έτσι και το μέγεθος της ωοθήκης ποικίλλει ανάλογα με τον κύκλο της περιόδου της ασθενούς και την ενδοκρινολογική της κατάσταση. Οι ωοθήκες κοριτσιών κατά την προεφηβική ηλικία συνήθως απεικονίζονται με δυσκολία στο υπερηχογράφημα, λόγω του μικρού τους μεγέθους (Sample, 1977).

Κατά τη μετεφηβική περίοδο και κατά τη διάρκεια της ωορρηξίας οι διαστάσεις των ωοθηκών είναι 3 cm στη μεγαλύτερη εγκάρσια διάμετρο, 2 cm στην προσθιοπίσθια και 1-2 cm στην επίμηκη διάμετρο. Παρ’ ότι υπάρχει μια ποικιλία στο μέγεθος των ωοθηκών σύμφωνα με την ηλικία της ασθενούς, ο όγκος των φυσιολογικών ωοθηκών είναι περίπου 10 ml. Το μέγεθος της ωοθήκης ποικίλλει ανάλογα με την παρουσία ή απουσία ώριμων ωοθυλακίων. Οι ωοθήκες σε γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση είναι συνήθως μικρότερες από αυτές κατά την προεμμηνοπαυσιακή περίοδο και συνήθως κυμαίνονται στα 2-3 εκ. στη μεγάλη διάμετρο, αλλά 15 ml και έχουν σχήμα σφαιρικό, πρέπει μα θεωρηθούν ότι είναι παθολογικά διογκωμένες (Nicolini και συν., 1985).

Δεδομένου ότι οι ωοθήκες σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση είναι ατροφικές, είναι δύσκολο να ψηλαφηθούν και να απεικονισθούν με το υπερηχογράφημα. Μετά την εμμηνόπαυση περίπου μόνο το 60% των ωοθηκών είναι δυνατόν να απεικονισθούν (Rodrigues και συν. Fleischer και συν.,1989). Μικρές κύστεις (5 εκ. και παρουσιάζει αύξηση του μεγέθους σε μια σειρά από υπερηχογραφήματα. Ο καθορισμός του όγκου της ωοθήκης υποβοηθά στη διάκριση μεταξύ του φυσιολογικού μεγέθους και των διογκωμένων ωοθηκών. Ο όγκος των ωοθηκών υπολογίζεται ως εξής:

Όγκος (ml) = μακρύς Χ βραχύς Χ Ε-Ο άξονας Χ 0.5

Η φυσιολογική ωοθήκη σε άτομα κατά την περίοδο της αναπαραγωγής είναι περίπου 10 cc σε ασθενείς μετά την εμμηνόπαυση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 8 cc. Ο όγκος της ωοθήκης μπορεί να επηρεαστεί από την παρουσία ενός ή περισσότερων ώριμων ωοθυλακίων.

Το μέγεθος και το σχήμα της μήτρας ποικίλλουν επίσης ανάλογα με την ηλικία της ασθενούς και την ενδοκρινολογική της κατάσταση (Sample, 1977). Σε κορίτσια κατά την προεφηβική ηλικία ο τράχηλος και το σώμα της μήτρας είναι μεγαλύτερα σε σύγκριση με τον θόλο το μήκος της μήτρας ανέρχεται περίπου σε 3 εκ., ενώ το προσθιοπίσθιο και το εγκάρσιο εύρος ανέρχονται περίπου σε 2 εκ.

Πριν από την εφηβεία η μήτρα αποτελείται κυρίως από τον τράχηλο και το σώμα και έχει περισσότερο σωληνοειδές σχήμα. Στην εφηβεία ο θόλος της μήτρας έχει βολβώδες σχήμα και παρουσιάζει μια αύξηση κατά την εμπροσθοπίσθια διάμετρο. Κατά τη μετεφηβική περίοδο σε κοπέλες που δεν έχουν γεννήσει η μήτρα έχει διαστάσεις περίπου 6χ3χ3 εκ., ενώ σε γυναίκες που έχουν γεννήσει το μέγεθος της μήτρας είναι περίπου 8χ6χ5 εκ. Η μήτρα μετά την εμμηνόπαυση μικραίνει και το μέγεθός της είναι περίπου 4χ2χ2 εκ. Μια μικρή ποσότητα αίματος ή ορώδους υγρού (περίπου 5-10 ml) μπορεί να ανευρίσκεται πίσω από τη μήτρα στο Δουγλάσσειο κατά το μέσο του κύκλου.Αυτό προφανώς αντιπροσωπεύει αίμα και υγρό του ωοθυλακίου εντός του Δουγλασσείου τα οποία ελευθερώνονται κατά την ωορρηξία (Hall και συν., 1979). Μια μικρή ποσότητα ενδοπεριτοναϊκου υγρού (3-5 εκ.) μπορεί επίσης να παρατηρηθεί στον οπίσθιο δουγλάσσειο χώρο κατή τη διάρκεια της έμμηνου ρύσεως. Μικρή ποσότητα ενδοπεριτοναϊκού υγρού ( Το ενδομήτριο υπόκειται σε σημαντικές αλλαγές της σύστασης κατά τη διάρκεια του φυσιολογικού εμμηνορυσιακού κύκλου. Στη φάση της εμμήνου ρύσεως το ενδομήτριο εμφανίζει λεπτές διακεκομμένες ηχογενείς γραμμές, οι οποίες αντιπροσωμπεύουν τα αποπεπτοκώτα στρώματα του ενδομητρίου και θρόμβους. Κατά την αυξητική φάση το ενδομήτριο έχει την ίδια ηχογένεια, όπως και το παρακείμενο μυομήτριο. Κατά την περίοδο της ωορρηξίας έχει μια πολυστιβαδωτή εμφάνιση που αντιπροσωπεύει την εξωτερική ηχογενή βασική στιβάδα και την έσω υποηχογενή λειτουργική στιβάδα που διαχωρίζονται με μια ηχογενή επιφάνεια, η οποία αντιπροσωπεύει βλέννη. Η τελείως εσωτερική επιφάνεια ονομάζεται μέσος ήχος. Μετά την ωορρηξία η υποηχογενής λειτουργική στιβάδα γίνεται περισσότερο ηχογενής, πιθανώς λόγω του οιδήματος το οποίο δημιουργεί διάφορες ανακλαστικές επιφάνειες και λόγω διόγκωσης και ελίκωσης των ενδομήτριων αδένων.Η μέτρηση του πάχους του ενδομητρίου επιτυγχάνεται μετά την έμμηνο ρύση. Υπάρχει μια υποηχογενής στιβάδα (ή άλως), η οποία περιβάλλει το ενδομήτριο. Η άλως αυτή αντιπροσωπεύει την έσω στιβάδα του μυομητρίου, η οποία είναι σχετικά αγγειοβριθής και συμπαγής.

Κατά την όψιμη αυξητική και την πρώιμη εκκριτική φάση το ενδομήτριο είναι ηχογενές και έχει πάχος 5-6 χιλ. (απλή στιβάδα). Μερικές φορές κατά τη διάρκεια της ωορρηξίας απεικονίζεται εντός του ενδομητρίου μια υποηχογενής περιοχή. Αυτή πιθανώς είναι το αποτέλεσμα μιας μικρής ποσότητας εκκρίσεων στην κοιλότητα και το σχετικό οίδημα της συμπαγούς στιβάδας του ενδομητρίου. Μερικοί έχουν εκλάβει αυτό σαν μια ένδειξη ότι έχει λάβει χώρα η ωορρηξία (Hackeloer, 1984). Παρ’ όλα αυτά, η ευαισθησία και η ακρίβεια αυτού του ευρήματος δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί πλήρως.

Το ενδομήτριο έχει το μέγιστο πάχος κατά το μέσο της εκκριτικής φάσης. Σε γυναίκες κατά την περίοδο της αναπαραγωγής το ενδομήτριο φτάνει μέχρι και 7 χιλ. Πάχος η μια στιβάδα. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό από τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση στις οποίες το ενδομήτριο είναι λεπτό και ατροφικό ( Εκτός σπό τα όργανα που συνιστούν τον γενετικό άξονα υπάρχουν και άλλα πολλά ανατομικά μόρια, τα οποία είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν εντός της πυέλου με το υπερηχογράφημα. Είναι πάρα πολύ σπουδαίο να αναγνωριστούν αυτά τα μόρια, ειδικότερα το έντερο επειδή μπορούν να προσομοιάσουν υπερηγραφικά με φυσιολογικά ή παθολογικά μόρια της πυέλου.

Σε μερικά άτομα το τυφλό βρίσκεται σε χαμηλή θέση, με αποτέλεσμα να εντοπίζεται στην περιοχή του δεξιού εξαρτήματος. Το τυφλό μπορεί να προσομοιάσει υπερηχογραφικά με μια μάζα της πυέλου, ειδικά όταν είναι γεμάτο με κόπρανα. Στις περιπτώσεις που μια φαινομενική μάζα της πυέλου θεωρείται ότι δημιουργείται από κόπρανα που περιέχονται στο τυφλό, κρίνεται σκόπιμη η διενέργεια ενός βαριούχου υποκλεισμού προκειμένου να τεκμηριωθεί η χαμηλή θέση του τμήματος αυτού του παχέος εντέρου. Παρομοίως με τη χαμηλή θέση του τυφλού έλικες λεπτού εντέρου μπορούν να καταλάβουν την περιοχή του δεξιού εξαρτήματος. Οι έλικες του λεπτού εντέρου που είναι γεμάτες με υγρό αναγνωρίζονται εύκολα με το real time υπερηχογράφημα από τις περισταλτικές κινήσεις και το χαρακτηριστικό βλεννογόνο ( Fleisher και συν., 1982b). Οι έλικες του εντέρου που είναι γεμάτες με υγρό μπορεί να ανευρεθούν σε μερικά άτομα μετά από την κατάποση ύδατος, η οποία γίνεται προκειμένου να πληρωθεί η ουροδόχος κύστη με ούρα (Sukov και whiteonik, 1981). Σε σπάνιες περιπτώσεις άλλα ανατομικά μόρια, όπως ένας διατεταμένος ουρητήρας, μπορούν στο υπερηχογράφημα να δώσουν εικόνα παρόμοια με μια μάζα της πυέλου. Μια φλεγμαίνουσα σκωληκοειδίτιδα μπορεί επίσης να μιμηθεί μια μάζα της πυέλου. Αυτή εμφανίζεται σαν ένα ατρακτοειδές μόρφωμα στο δεξιό κάτω τεταρτημόριο άνωθεν της μήτρας και της ωοθήκης . Είναι δυνατόν να απεικονισθεί μια ηχογενής εστία η οποία αντιπροσωπεύει ένα λίθο εντός της σκωληκοειδίτιδας. Σε περίπτωση ρήξης, υγρό μπορεί να απεικονισθεί γύρω από τη φλεγμαίνουσα έλικα του εντέρου.

Η διάταση του ορθού και ορθοσιγμοειδούς με νερό (ένεμα με νερό) κατά τη διάρκεια του real time υπερηχογραφήματος μπορεί να αποδειχθεί πάρα πολύ χρήσιμη στην απεικόνιση μιας μάζας της πυέλου η οποία δεν ήτα δυνατόν να απεικονισθεί με το αρχικό υπερηγράφημα ή μιας μάζας η οποία βρίσκεται πίσω βρίσκεται πίσω από τη μήτρα (Rubin και συν., 1977). Το ένεμα με νερό είναι πάρα πολύ χρήσιμο στην αξιολόγηση ασθενών, οι οποίες έχουν υποβληθεί σε υστερεκτομή και στις οποίες δεν πρέπει να υπάρχει μάζα μεταξύ της ουροδόχου κύστης και του ορθοσιγμοειδούς. Η τεχνική η οποία χρησιμοποιεί τι ένεμα με νερό υποβοηθά στην απεικόνιση των φαινομενικών μαζών οι οποίες δημιουργούνται από του ορθοσιγμοειδές ή το κολόβωμα του τραχήλου σε ασθενείς, οι οποίες έχουν υποβληθεί σε υστερεκτομή (Parulekar, 1982 Kurtz και συν., 1979). Η τεχνική με το ένεμα με νερό είναι παρόμοια μ΄αυτή που χρησιμοποιείται για τη διενέργεια του βαριούχου υποκλισμού. Περίπου 100-200 ml ελαφρώς χλιαρού νερού εισάγονται βραδέως εντός του ορθού.

Προκειμένου να επιτευχθεί ικανοποιητική απεικόνιση των ανατομικών μορίων της πυέλου, κρίνεται σκόπιμη και η μέτρια διάταση της ουροδόχου κύστης κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Οι φυσαλίδες αέρα, οι οποίες δημιουργούνται στο νερό της βρύσης λειτουργούν σαν υπερηχογραφικό contrast και μπορεί να αναγνωρισθούν κατά τη διάρκεια της real time εξέτασης.

Ο υπερηχογραφικός έλεγχος αρχίζει κατά τον επιμήκη άξονα, όπου γίνεται αναγνώριση της μήτρας και της πορείας του ορθοσιγμοειδούς. Μόλις επιτευχθεί η πλήρωση του ορθοσιγμοειδούς, ακολουθεί η εξέταση κατά τον εγκάρσιο άξονα, όπου αναγνωρίζεται πάλι η μήτρα, και σε περίπτωση που αυτή έχει αφαιρεθεί, τα διάφορα ανατομικά μόρια στο οπίσθιο τμήμα της πυέλου. Η συχνότερη χρήση του ενέματος νερού συμπεριλαμβάνει την περαιτέρω απεικόνιση μαζών της πυέλου, οι οποίες μπορεί να περιβάλλονται από έντερο και την επιπλέον απεικόνιση των υπόλοιπον ανατομικών μορίων. Δεδομένου ότι χρησιμοποιείται μόνο μέτρια ποσότητα νερού, είναι δύσκολο να απεικονιστούν μάζες στην περιοχή του τυφλού, το οποίο βρίσκεται σε χαμηλή θέση. Στις περιπτώσεις αυτές συνίσταται η διενέργεια ενός συμβατικού βαριούχου υποκλυσμού.

Άλλα ανατομικά μόρια, τα οποία υπερηχογραφικώς μπορεί να μιμηθούν την ωοθήκη σε εγκάρσια υπερηχογραφήματα είναι ο ηβοκοκκυγικός μυς και το κάτω έσω τμήμα του λαγονοψοϊτη μυός. Στο υπερηχογράφημα κατά τον επιμήκη άξονα οι μύες αυτοί αναγνωρίζονται από το χαρακτηριστικό ατρακτοειδές σχήμα και κατ’ αυτό τον τρόπο διαχωρίζονται από τις ωοθήκες (Sample. 1977).

Περιγραφή και ορισμός

Η διακολπική υπερηχοϋστερογραφία (SHG) χρησιμοποιείται ως επικουρική μέθοδος για την καλύτερη αξιολόγηση του ενδομήτριου περιβάλλοντος επειδή ενισχύει περισσότερο την απεικόνιση της ενδομήτριας κοιλότητας που επιτυγχάνεται με το τυπικό διακολπικό υπερηχογράφημα (TVS). 1 , 2 Η μέθοδος της SHG συνιστά την διατραχηλική ενστάλαξη φυσιολογικού ορού στη μήτρα, ως μέσο αντίθεσης για να ενισχυθεί η ανίχνευση της ενδομήτριας παθολογίας και να προσδιοριστούν περαιτέρω οι πιθανές ανωμαλίες που ανιχνεύθηκαν αρχικά με το τυπικό TVS, όπως π.χ αυτό της πάχυνσης ενδομητρίου. 3 Με την SHG, μπορούν επίσης να αξιολογηθούν τα ανατομικά αίτια της υπογονιμότητας όπως υποβλεννογόνια ινομυώματα, ενδομήτριοι πολύποδες, διαπλαστικές ανωμαλίες της μήτρας και ενδομήτριες συμφύσεις. 4 - 7 Η διάταση της κοιλότητας της μήτρας που επιτυγχάνεται με την ενστάλαξη του φυσιολογικού ορού μπορεί να επιτρέψει στον εξεταστή να απεικονίσει και να χαρακτηρίσει καλύτερα αυτές τις παθολογίες.

Ενδείξεις και αντενδείξεις

Η SHG πέρα από την αναγνώριση των ενδοκοιλοτικών ανωμαλιών μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον εντοπισμό ύποπτων περιοχών που χρήζουν περαιτέρω βιοψία όπως της πάχυνσης ενδομητρίου που ανιχνεύεται σε προ- ή μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς και αναγνωρίζεται στο σύνηθες υπερηχογράφημα. 8 Πάχος ενδομητρίου < 5,2 και < 2,8mm με το TVS σε προ- και μετεμμηνοπαυσιακούς ασυμπτωματικούς ασθενείς, αντίστοιχα μπορεί να αποκλείσει την εστιακή ενδομήτρια παθολογία. 9 Επίσης, πάχος ενδομητρίου ≤ από 4mm σε μετεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς με ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας ιστολογικά συνδέεται με φυσιολογικό ατροφικό ενδομήτριο και δεν χρήζει περεταίρω ελέγχου. 10 , 11 Το TVS συνήθως είναι αρκετό για μια αρχική αξιολόγηση της μετεμμηνοπαυσιακής αιμορραγίας εάν το πάχος του ενδομητρίου είναι ≤ 4mm, δεδομένου ότι ένα πάχος ενδομητρίου ≤ από 4mm έχει αρνητική προγνωστική αξία μεγαλύτερη από 99% για καρκίνο του ενδομητρίου. 12

Η SHG μπορεί να καθορίσει αν η πάχυνση αυτή είναι εστιακή ή διάχυτος και συνεπώς να βοηθήσει στην διάγνωση ή να συμβάλει στην επιλογή της καταλληλότερης τεχνικής για την λήψη του υλικού της βιοψίας. 13 Ως εστιακές βλάβες ορίζονται οι βλάβες που καταλαμβάνουν λιγότερο από το 25% της επιφάνειας του ενδομητρίου και διάχυτες οι βλάβες που περιλαμβάνουν μεγαλύτερο ποσοστό ενδομήτριας επιφάνειας. Το διάχυτα πεπαχυσμένο ενδομήτριο, μπορεί να ελεγχθεί με λήψη ιστού μέσω τυφλής βιοψίας (βιοψία γραφείου ή με διαστολή και απόξεση στο μαιευτήριο) ενώ ενδέχεται να χρειαστεί υστεροσκόπηση για την εκτέλεση της βιοψίας ή την αφαίρεση των εστιακών βλαβών. Αυτό καθίσταται ιδιαίτερα σημαντικό σε ασθενείς με μετεμμηνοπαυσιακή μητρορραγία καθώς διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του ενδομητρίου. Επιπλέον, η SHG καθίσταται ένα πολύτιμο εργαλείο αξιολόγησης της ενδομήτριας κοιλότητας σε προεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς με δυσλειτουργική αιμορραγία της μήτρας, ιστορικό καθ’ έξιν αποβολών και κατακράτησης προϊόντων σύλληψης. Οι κύριες αντενδείξεις της SHG περιλαμβάνουν την εγκυμοσύνη, την φλεγμονώδη νόσο της πυέλου και την υπερβολική κολπική αιμορραγία.

Ενδείξεις και αντενδείξεις υπερηχοϋστερογραφίας

Ενδείξεις

Ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας

Υπογονιμότητα και καθ’ έξιν αποβολές

Συγγενής ανωμαλίες της μήτρας

Προεγχειρητική ή μετεγχειρητική αξιολόγηση ινομυωμάτων, πολυπόδων, κύστεων

Υποψία συμφύσεων

Περαιτέρω αξιολόγηση ύποπτων ενδομητρικών ανωμαλιών που ανιχνεύονται με TVS

Ανεπαρκής απεικόνιση του ενδομητρίου με TVS

Αντενδείξεις

Εγκυμοσύνη

Φλεγμονώδης νόσος της πυέλου

Σοβαρή αιμορραγία

Υπερηχοϋστερογραφία σε προ- και μετεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς

Η SHG ως διαγνωστικό μέσο εκτελείται σχετικά εύκολα, γρήγορα, είναι καλά ανεκτή και οικονομικά αποδοτική σε προ- και μετεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς με αιμορραγία. Στους προεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς, η SHG θα πρέπει να πραγματοποιείται κατά προτίμηση στην πρώιμη παραγωγική φάση (4η-6η ημέρα) του καταμήνιου κύκλου και πριν από την 10η μέρα 14 όταν το ενδομήτριο είναι λεπτότερο από αυτό της εκκριτικής φάσης και η πιθανότητα εγκυμοσύνης πάρα πολύ μικρή. 15 Οι μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς μπορούν να εξεταστούν οποιαδήποτε στιγμή, εκτός εάν υποβάλλονται σε κυκλική θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, οπότε η SHG θα πρέπει να πραγματοποιείται περίπου 5-10 ημέρες μετά την λήψη του τελευταίου δισκίου της προγεστερόνης. 16 Αν και δεν υπάρχει καθιερωμένο φυσιολογικό όριο, προεμμηνοπαυσιακού πάχους ενδομητρίου, το φυσιολογικό ενδομήτριο θα πρέπει να έχει ομοιόμορφα κατανεμημένο πάχος, ομοιογένεια ηχοσύστασης και να μην μετατοπίζεται/παρεκτοπίζεται από υποβλεννογόνιες ή άλλες ανωμαλίες του μυομητρίου. Το φυσιολογικό ατροφικό ενδομήτριο σε μετεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς θα πρέπει να είναι < από 4mm σε πάχος διπλής στιβάδας με το TVS και < από 2,5mm σε πάχος μονής στιβάδας με το SHG. Επιπλέον, το φυσιολογικό ατροφικό ενδομήτριο θα πρέπει να είναι λείο με ομοιόμορφη ηχοσύσταση και να μην μετατοπίζεται/παρεκτοπίζεται από τυχόν υποβλεννογόνιες ή άλλες ανωμαλίες του μυομητρίου. 17 Ως απεικονιστική μέθοδος πληθυσμιακού ελέγχου η SHG μπορεί αξιόπιστα να διακρίνει την εστιακή από τη διάχυτη ενδομήτρια παθολογία σε ασθενείς με ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας με ευαισθησία και ειδικότητα 95,1 και 83,3%, αντίστοιχα, θετική προγνωστική αξία 95,1% και αρνητική προγνωστική αξία 83,3%. 18 Οι πολύποδες και τα υποβλεννογόνια ινομυώματα αποτελούν τα πιο συχνά εστιακά ευρήματα. Ο πρωταρχικός στόχος της SHG σε μετεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς είναι ίσως η ανίχνευση και ο ακριβής εντοπισμός της βλάβης παρά ο χαρακτηρισμός της. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι εστιακές βλάβες σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών απαιτούν διάγνωση με ιστολογική εξέταση, ακόμη και όταν τα απεικονιστικά χαρακτηριστικά υποδηλώνουν καλοήθεια. 19

Τεχνική υπερηχοϋστερογραφίας

Για την τοποθέτηση του καθετήρα της SHG ενδομήτρια ή ενδοτραχηλικά αναισθησία ή αναλγησία δεν απαιτείται καθώς η διαδικασία συχνά είναι ανώδυνος και καλά ανεκτή στην πλειονότητα των ασθενών. Ωστόσο, μια μικρή μειοψηφία ασθενών μπορεί να παρουσιάσει κράμπες, οι οποίες μπορούν να αντιμετωπιστούν με ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο (ΜΣΑΦ) όπως η ιβουπροφαίνη (ibuprofen). 400mg ιβουπροφαίνης per os μπορεί να χορηγηθούν 30 λεπτά πριν από την εξέταση. Εναλλακτικά, σε ασθενείς αλλεργικούς στην ιβουπροφαίνη, συνταγογραφείται κετορολάκη (ketorolac). Αφού αποκλειστεί η εγκυμοσύνη, εξηγείται η διαδικασία της υπερηχοϋστερογραφίας ώστε να καμφθεί το άγχος και αφού απαντηθούν όλες οι απορίες λαμβάνεται γραπτή συναίνεση της ασθενούς πριν από την έναρξη της εξέτασης. Στην συνέχεια, η ασθενής τοποθετείται θέση λιθοτομής. Προτιμάται η τοπική αντισηψία για την πρόληψη της φλεγμονώδους νόσου της πυέλου (PID) και χημειοπροφύλαξη από τη συστηματική βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα (SBE), αν χρειάζεται. Εισάγεται στον κόλπο ένα μητροσκόπιο, εντοπίζεται και καθαρίζεται το τραχηλικό στόμιο με διάλυμα γλυκονικής χλωρεξιδίνης. Πριν την εισαγωγή του καθετήρα, ο αυλός πρέπει να ξεπλυθεί με φυσιολογικό ορό για να αφαιρεθεί όλος ο αέρας. Στη συνέχεια, ο καθετήρας προωθείται στην κοιλότητα της μήτρας, περνώντας από το έσω στόμιο του τραχήλου, αλλά με προσοχή να μην αγγίξει το πυθμένα, επειδή μπορεί να προκληθεί πόνος και παρασυμπαθητικοτονία. Κάποιοι καθετήρες (π.χ. Inzector plus) φέρουν στο ένα τους άκρο μπαλονάκι σταθεροποίησης το οποίο πληρούται με 1–2,5mL φυσιολογικού ορού, ανάλογα με την ανοχή της ασθενούς στον πόνο. Ο καθετήρας μπορεί να σταθεροποιηθεί στην ενδομήτρια ή την ενδοτραχηλική κοιλότητα. Η τοποθέτηση ενδοτραχηλικού καθετήρα οδηγεί σε σημαντικά λιγότερο πόνο κατά τη διάρκεια της υπερηχοϋστερογραφίας ορού και απαιτεί το ήμισυ του όγκου φυσιολογικού ορού για να πραγματοποιηθεί. 20 , 21 Κατά καιρούς έχουν χρησιμοποιηθεί καθετήρες παιδιατρικοί (Foleycath), σπερματέγχυσης, Goldstein, PBN Balloon (PBN Medicals). Ακολούθως, αφαιρείται το μητροσκόπιο προσεκτικά ώστε να αποφευχθεί η έξοδος του καθετήρα και εισάγεται ο κολπικός ηχοβολέας του υπερηχογράφου. Επειδή ο καθετήρας έχει μήκος 36cm, θα συνεχίσει να εκτείνεται έξω από τον κόλπο μετά την σταθεροποίησή του, στον τράχηλο. Η κοιλότητα της μήτρας διαστέλλεται με αποστειρωμένο φυσιολογικό ορό υπό άμεση παρακολούθηση. Ένας αργός ρυθμός έγχυσης φυσιολογικού ορού θα μειώσει τις κράμπες. Μόλις επιτευχθεί επαρκής διάταση, εκτελείται πολυεπίπεδο 2D-TVS, με έγχρωμο Doppler εάν χρειάζεται, καθώς και τρισδιάστατη λήψη όγκου της μήτρας. Όταν το άνω τμήμα της μήτρας αξιολογηθεί ικανοποιητικά, το μπαλόνι ξεφουσκώνεται και εγχέεται επιπλέον στείρος φυσιολογικός ορός για την αξιολόγηση του κάτω τμήματος της μήτρας. 22

Δυσκολίες σταθεροποίησης του καθετήρα ενίοτε απαντώνται λόγω σύμμυσης τραχήλου, μεταβλητής θέσης της μήτρας ή μη φυσιολογικού μήκους τραχήλου. Η ανύψωση της λεκάνης με ένα μαξιλάρι ή βάζοντας την ασθενή να τοποθετήσει τα χέρια της κάτω από τους γοφούς της μπορεί να βελτιώσει τη οπτικοποίηση του κολπικού θόλου, καθιστώντας τη λεκάνη πιο προσιτή και τον τράχηλο προσπελάσιμο. Μερικές φορές η αλλαγή της θέσης του μητροσκοπίου, μετακινώντας τη λαβή έλξης προς τα πάνω ή προς τα κάτω, μπορεί να μεταβάλει την γωνία του τραχήλου σε σχέση με τον πυθμένα της μήτρας και να επιτρέψει την επιτυχή εισαγωγή του καθετήρα. Εάν το τραχηλικό στόμιο φαίνεται αλλά ο καθετήρας δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε αυτό, δύο χειρισμοί μπορεί να βοηθήσουν. Η διαστολή του ενδοτραχήλου και εάν αυτό δεν επιτρέψει τη διέλευση του καθετήρα ίσως είναι εφικτό να περάσει ένα οδηγό σύρμα μέσα από το έξω στόμιο και στη συνέχεια να προωθηθεί ένας καθετήρας χωρίς μπαλόνι σταθεροποίησης πάνω από το σύρμα στον ενδοτράχηλο. Μόλις τοποθετηθεί ο καθετήρας, προσαρμόζεται προγεμισμένη σύριγγα με 10mL αποστειρωμένου φυσιολογικού ορού στο ελεύθερο στόμιο του καθετήρα και ακολουθεί ενστάλαξη του φυσιολογικού ορού αργά και σταθερά. Η ποσότητα ενστάλαξης του φυσιολογικού ορού ποικίλλει, ανάλογα με τη διάταση της ενδομήτριας κοιλότητας και την ανοχή του ασθενούς στον πόνο (μπορεί να εμφανιστούν κράμπες). Κάθε τμήμα της ενδομητρικής κοιλότητας θα πρέπει να απεικονίζεται, συμπεριλαμβανομένου του τραχηλικού αυλού σε στεφανιαία και οβελιαία σάρωση, για να αποκλειστεί οποιαδήποτε εστιακή ανωμαλία, όπως πολύποδες, ινομύωμα, υπερπλασία και καρκίνος. 23

3D τεχνική υπερηχοϋστερογραφίας

Η 3D τεχνική εκτέλεσης της SHG είναι παρόμοια με αυτή της συμβατικής SHG. Όταν επιτευχθεί η μέγιστη διάταση της ενδομήτριας κοιλότητας επιλέγεται το κατάλληλο πλαίσιο όγκου (VOL) και ενεργοποιείται ο τρόπος πρόσκτησης όγκου. Κατά τη διάρκεια της πρόσκτησης όγκου σε λειτουργία 3D, ο ηχοβολέας παραμένει ακινητοποιημένος και ο ασθενής υποχρεωτικά δεν μετακινείται καθώς ο ηχοβολέας πραγματοποιεί την σάρωση. Τυπικά, λαμβάνονται 1-3 όγκοι διαδοχικά ώστε η διάρκεια της διάτασης της μήτρας να είναι μικρότερη από 2 λεπτά με αποτέλεσμα την μειωμένη ενόχληση της ασθενούς. 24 Η ενδομήτρια κοιλότητα καθώς είναι διατεταμένη μπορεί να απεικονιστεί και να αποθηκευτεί σε στεφανιαίο επίπεδο ως Video clips και Cine Sequence 3D για αναπαραγωγή ή και επεξεργασία αργότερα. 25 Με την 4D τεχνική είναι δυνατή η απεικόνιση και η καταγραφή δυναμικών συμβάντων, όπως η εισαγωγή και η απομάκρυνση του καθετήρα κατά τη διάρκεια της διάτασης του κατώτερου τμήματος του τραχηλικού σωλήνα. Επιπλέον, η υπερηχογραφία 4D μπορεί να είναι χρήσιμη στην αξιολόγηση των σαλπίγγων ή μετά από χειρουργική επέμβαση. Ωστόσο, απαιτούνται πρόσθετες μελέτες για την αξιολόγηση του πιθανού ρόλου αυτής της πιο πρόσφατης εξέλιξης. Οι Lev-Toaff και οι συνεργάτες τους συνέκριναν το 3D-SHG με το συμβατικό 2D-SHG και την κλασική σαλπιγγογραφία (HSG). Το 3D-SHG φάνηκε να πλεονεκτεί συγκριτικά με το 2D-SHG καθώς παρείχε πρόσθετες πληροφορίες σε 9/13 γυναίκες (69%). Όταν συγκρίθηκε με την σαλπιγγογραφία (HSG) το 3D-SHG φάνηκε να πλεονεκτεί σε 11/12 γυναίκες (92%). Δεν υπήρχαν περιπτώσεις στις οποίες το 3D-SHG ήταν κατώτερο από το 2D-SHG ή την κλασική HSG. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα κύρια πλεονεκτήματα του 3D-SHG ήταν η βελτιωμένη απεικόνιση των πολυπόδων, των ινομυωμάτων και των συμφύσεων. 26 Την διαγνωστική ανωτερότητα του 3D-SHG έναντι του συμβατικού 2D-SHG περιέγραψε και μια άλλη μελέτη. 27 Σύμφωνα με κάποιες μελέτες, τα σημαντικά πλεονέκτημα της τρισδιάστατης απεικόνισης σε σχέση με τη συμβατική δισδιάστατη υπερηχογραφία είναι: α) η δυνατότητα ανασύνθεσης εικόνων σε οποιοδήποτε από τα τρία ορθογώνια επίπεδα 28 και β) η βελτίωση της αναγνωσιμότητας των ανωμαλιών του περιγράμματος του πυθμένα της μήτρας. 29 Γενικά, η προσθήκη τεχνικών 3D στην διαδικασία SHG βοηθά στην διάκριση μεταξύ ενδο- και μυομητρικών αλλοιώσεων, απεικονίζει την ανατομία της μήτρας και παρέχει ακριβέστερη διάγνωση. 30

Επιπλοκές

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες και οι επιπλοκές που σχετίζονται με τη διαδικασία της SHG είναι ασυνήθης και ήπιες. Μια προοπτική μελέτη που περιελάβανε 1153 ασθενείς οι οποίες υποβλήθηκαν σε SHG ανέφερε συνολική αποτυχία ολοκλήρωσης της διαδικασίας (7%), πυελικό πόνο (3,8%), διέγερση πνευμονογαστρικού (3,5%), ναυτία (1%) και πυρετό (0,8%). 31 Τα αίτια αποτυχίας της διαδικασίας αποδόθηκαν στην παρουσία στένωσης του ενδοτραχήλου που δεν επέτρεπε την εισαγωγή του ενδομήτριου καθετήρα και στον ανεπαρκή πωματισμό του τραχήλου με συνέπεια την παλινδρόμηση του φυσιολογικού υγρού στον κόλπο και την πλημμελή απεικόνιση. Ο κίνδυνος διασποράς κακοήθων κυττάρων στην περιτοναϊκή κοιλότητα διαμέσου των εξαρτημάτων υπήρξε αυξημένος σε ασθενείς με καρκίνο ενδομητρίου οι οποίοι υποβλήθηκαν σε SHG και ήταν 7-11,3%. 32 - 34

Υπερηχοϋστερογραφικές εκδηλώσεις ενδομήτριας παθολογίας

Το SHG επιτρέπει την αξιολόγηση πολυπόδων, υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων και συμφύσεων της μήτρας.35 Οι πολύποδες αποτελούν υπεραναπτύξεις των ενδομητρικών αδένων που τυπικά προβάλουν στην ενδομήτρια κοιλότητα και απεικονίζονται ως ηχογενείς μάζες με ομαλά όρια. 36 , 37 Ο μίσχος ενός πολύποδα είναι δυνατόν να αναγνωριστεί σχετικά εύκολα όταν περιβάλλεται από υγρό. Μερικά βλεννογόνια ή υποβλεννογόνια ινομυώματα απεικονίζονται δύσκολα επειδή εμφανίζονται σαν υποηχογενείς ή ετερογενείς συμπαγείς μάζες που προβάλλουν στην κοιλότητα της μήτρας. Οι ινώδεις συμφύσεις ως επί συνδρόμου Asherman, εμφανίζονται σαν γραμμικές δομές που διατρέχουν την κοιλότητα της μήτρας. Τα πολυποειδή καρκινώματα διαθέτουν πιο γενικευμένη πάχυνση και ανώμαλη εμφάνιση συγκριτικά με τους καλοήθεις πολύποδες. Ο καρκίνος του ενδομητρίου μπορεί να εμφανιστεί είτε ως εστιακή περιοχή αυξημένου πάχους, είτε ως διάχυτα πεπαχυσμένο μη φυσιολογικό και ανεπαρκώς κατανεμημένο ενδομήτριο.

Πολύποδες ενδομητρίου

Η τυπική υπερηχογραφική εμφάνιση ενός ενδομήτριου πολύποδα είναι αυτή μιας καλά περιγεγραμμένης ομοιογενούς βλάβης με το ενδομήτριο (έχουν την ίδια ηχογένεια) η οποία διατηρεί την ενδομυομητρική συμβολή και προβάλει στην λειτουργική στοιβάδα του ενδομήτριου αδένα. Χρησιμοποιώντας το Color Doppler κατά την διάρκεια του SHG συχνά μπορεί να απεικονιστεί ένα μονήρες τροφοφόρο αγγείο. Όμως, αυτό το εύρημα δεν είναι ειδικό επειδή κάποια ινομυώματα αλλά και ο καρκίνος του ενδομητρίου μπορεί να έχουν παρόμοια εμφάνιση. Σύμφωνα με μια μελέτη, στο 92.2% των περιπτώσεων οι πολύποδες έχουν μονήρες τροφοφόρο αγγείο και στο 57.1% των περιπτώσεων τα υποβλεννογόνια ινομυώματα έχουν πολλαπλά αγγεία. 38 Συχνά οι πολύποδες έχουν μαλακή σύσταση, είναι κινητοί, μπορεί να εμφανίζονται ως μεμονωμένες ή πολλαπλές βλάβες, συνήθως όμως ανευρίσκονται στον πυθμένα ή το κέρας της μήτρας. Κυμαίνονται σε μέγεθος από περίπου 0,5-3cm, μπορούν να βρεθούν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, όμως πιο συχνά μεταξύ ηλικίας 40-50 ετών. 39 Έχουν μίσχο ή είναι άμισχοι. Μια λιγότερο συχνή εκδήλωση είναι ένας πολύποδας με ευρεία βάση προσκόλλησης, ένας πολύποδας με κυστική σύσταση ή ένας πολύποδας μικτής σύστασης με υποηχογενείς αλλά και ετερογενείς περιοχές. Συνήθως οι πολύποδες είναι καλοήθεις, 40 όμως ένα πολύ μικρό ποσοστό περίπου 1% μπορεί να γίνει υπερπλαστικό ή να παρουσιάσει άτυπη μετάλλαξη. 41 Η SHG δεν να μπορεί να αποκλείσει την κακοήθεια σε οποιαδήποτε πολυποειδική βλάβη. Το 2D Mode TVS έχει χαμηλή ευαισθησία στην διάγνωση του ενδομήτριου πολύποδα, μόλις 0,51% και ως εκ τούτου δεν πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο του ως διαγνωστική μέθοδος σε ασθενείς με ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας. 42 Επίσης, τo Color Doppler 2D-TVS που απεικονίζει το συνοδό τροφοφόρο αγγείου του πολύποδα έχει χαμηλή ευαισθησία διάγνωσης 40%. Η ευαισθησία και η ειδικότητα της SHG στην διάγνωση του ενδομήτριου πολύποδα σαφώς είναι μεγαλύτερες 75% και 100%, αντίστοιχα θετική προγνωστική αξία (PPV) 75% και αρνητική προγνωστική αξία (NPV) 72%. Ο συνδυασμός της Color Doppler SHG με την απεικόνιση του τροφοφόρου αγγείου του πολύποδα έχει ευαισθησία και ειδικότητα 84% και 95%, αντίστοιχα θετική PPV 96% και NPV 89%. 43

Υποβλεννογόνια ινομυώματα

Τα υποβλεννογόνια ινομυώματα αποτελούν μια συχνή αιτία μη φυσιολογικής αιμορραγίας της μήτρας και σχετίζονται με μειωμένη αναπαραγωγική ικανότητα συμπεριλαμβανομένων των καθ’ έξιν αποβολών, της υπογονιμότητος, του πρόωρου τοκετού, των ανώμαλων προβολών του εμβρύου και των επιπλοκών του τοκετού. 44 Συσχετίζονται επίσης με μετεμμηνοπαυσιακή αιμορραγία, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 10% αυτών των περιπτώσεων. Η SHG επιτρέπει την ταξινόμηση των ινομυωμάτων εύκολα και με σαφήνεια όσων αφορά την θέση, το μέγεθος και βαθμό ενδοτοιχωματικής επέκτασης. Το κύριο πλεονέκτημα της SHG σε σχέση με άλλες μεθόδους απεικόνισης είναι ότι μπορεί να απεικονίσει με ακρίβεια το ποσοστό του ινομυώματος που προβάλλει στην ενδομήτρια κοιλότητα. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι σημαντικό γιατί μόνο εκείνα τα ινομυώματα στα οποία τουλάχιστον το 50% της μάζας προεξέχει στην ενδομήτρια κοιλότητα μπορούν να αφαιρεθούν υστεροσκοπικά. Συνεπώς τα υποβλεννογόνια ινομυώματα θα πρέπει να ταξινομούνται ως ποσοστό προβολής ≥ από 50% ή ≤ από 50% στην ενδομήτρια κοιλότητα.

Τυπικά, τα υποβλεννογόνια ινομυώματα είναι σαφώς καθορισμένες, συμπαγείς μάζες με ευρεία βάση και υποηχογενή ηχοδομή παρόμοια με εκείνην του παρακείμενου μυομητρίου. 45 Συνήθως έχουν ένα υπερκείμενο στρώμα ηχογενούς ενδομητρίου, το οποίο βοηθά στην επιβεβαίωση της υπενδομήτριας θέσης τους και στη διάκρισή τους από τους ενδομήτριους πολύποδες, οι οποίοι προέρχονται αμιγώς από το ενδομήτριο. Επιπλέον, σε αντίθεση με τους πολύποδες, τα υποβλεννογόνια ινομυώματα συχνά παραμορφώνουν την υπενδομήτρια (ενδομυομητρική) συμβολή και παρουσιάζουν εξασθένηση της ακουστικής σκίασης. 46 Σπανίως, φέρουν μίσχο ή είναι πολυλοβώδη. 47

Αδενομύωση

Η αδενομύωση είναι μια καλοήθης πάθηση του σώματος της μήτρας που χαρακτηρίζεται από μετανάστευση των αδένων της βασικής στιβάδας του ενδομητρίου στο μυομήτριο, η οποία συχνά σχετίζεται με υπερπλασία των λείων μυϊκών ινών. Η αδενομύωση εμφανίζεται πιο συχνά σε πολύτοκες ασθενείς με συμπτώματα ανώμαλης κολπικής αιμορραγίας και δυσμηνόρροιας. Οι έκτοποι αδένες βρίσκονται σε απόσταση τουλάχιστον 2-3mm από τη συμβολή ενδομήτριου-μυομητρίου. Η αδενομύωση μπορεί να προκαλέσει ασύμμετρη πάχυνση των τοιχωμάτων του μυομητρίου. Η σφαιρική διάχυτος διάταση της μήτρας αποτελεί μια κοινή υπερηχογραφική εκδήλωση της αδενομύωσης. Η εστιακή αδενομύωση τυπικά εκδηλώνεται στο υπερηχογράφημα με την παρουσία μικρών κυστικών περιοχών στην υπενδομήτρια συμβολή του μυομητρίου. Σε προεμμηνοπαυσιακούς ασθενείς με ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας, η ευαισθησία και η ειδικότητα της SHG στη διάγνωση όλων των παθολογιών του ενδομητρίου ήταν 94% και 95%, αντίστοιχα, η PPV 96% και η NPV 90%. 48 Τα ανωτέρω ποσοστά επιβεβαίωσαν και άλλοι ερευνητές. 49 , 50

Ενδομήτριες συμφύσεις

Οι ενδομήτριες συμφύσεις (IUAs) ή συνέχειες (IUSs) συνήθως εμφανίζονται όταν σχηματίζεται ουλώδης ιστός στη μήτρα 51 και απεικονίζονται ως κινητές, λεπτές, ηχογενείς ταινίες που διασχίζουν την ενδομήτρια κοιλότητα. Λιγότερο συχνά, εμφανίζονται ως παχιές, ευρείας βάσης ζώνες γεφύρωσης. Η διάταση της ενδομήτριας κοιλότητας μπορεί να είναι δύσκολη σε περιπτώσεις που περιλαμβάνουν σοβαρές συμφύσεις. Οι συμφύσεις μπορεί να σχετίζονται με ουλές, οι οποίες μπορεί να κυμαίνονται από μικρές ηχογενείς περιοχές εστιακής πάχυνσης έως μεγάλες περιοχές απογυμνωμένου ενδομητρίου. Οι IUAs είναι συχνά αίτιο υπογονιμότητας ή καθ΄ έξιν αποβολών. Επειδή είναι πιθανό να συμπιέζονται εντός της ενδομήτριας κοιλότητας, δεν ανιχνεύονται εύκολα στο διακολπικό υπερηχογράφημα.

Οστική μεταπλασία μήτρας

Είναι μια σπάνια ανωμαλία που περιλαμβάνει το σχηματισμό οστού μέσα στη μήτρα. Συνήθως σχετίζεται με πρόσφατες αποβολές ή χρόνια ενδομητρίτιδα. Στην SHG, η οστική μεταπλασία εμφανίζεται συχνά ως διάχυτη ηχογενής προβολή του ενδομητρίου με οπίσθια ακουστική σκιά. 52

Ψευδοπολυποειδές αδενοκυστικό ενδομήτριο

Η κιτρική ταμοξιφαίνη είναι ένας εκλεκτικός ρυθμιστής των υποδοχέων οιστρογόνων που χρησιμοποιείται ευρέως για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού. 53 Η μακροχρόνια θεραπεία με ταμοξιφαίνη σχετίζεται με αυξημένο αριθμό ενδομήτριων ανωμαλιών, συμπεριλαμβανομένων των πολυπόδων, των ινομυωμάτων, της υπερπλασίας, του καρκινώματος και της αδενομύωσης. 54 – 57 Ο Benson και συνεργάτες του παρατήρησαν υπερηχογραφικά εκτεταμένες κυστικές μεταβολές στο ενδομήτριο ή γύρω από την ενδο-μυομητρική συμβολή. 58 Οι μεταβολές ήταν μοναδικές και χαρακτηριστικές όπως αυτή δίκην "τυριού γραβιέρας" κατά την διέγερση με ταμοξιφαίνη (Tamoxifen) και θεωρήθηκαν ύποπτες γιατί ενώ εμφάνιζαν ατροφικό ενδομήτριο και ανεπαρκή ιστό για διάγνωση, το ενδομήτριο έδειχνε πεπαχυσμένο με πολλαπλές μικρές κυστικές περιοχές. Αυτά τα ευρήματα αποδόθηκαν σε υπερπλασία ή αδενοκυστικού τύπου πολύποδα. 59 , 60 Αργότερα, θεμελιώθηκε η άποψη ότι, η ετερογενής και παράξενη εμφάνιση του ενδομητρίου πραγματικά οφειλόταν στην υπενδομήτρια κυστική αλλαγή που συνέβαινε στο επίπεδο του μυομητρίου και αφορούσε το 90% των μετεμμηνοπαυσιακών ασθενών που ελάμβαναν θεραπεία με ταμοξιφαίνη. 61 , 62 Από την άποψη της στρατηγικής διαχείρισης, εάν μία ασθενής λαμβάνει ταμοξιφαίνη και διαπιστωθεί πεπαχυσμένο ενδομήτριο > από 8mm, μπορεί να ενδείκνυται βιοψία. Μια εστιακή ανωμαλία θα πρέπει να οδηγήσει σε υστεροσκοπική εκτομή, ενώ μια διάχυτη ανωμαλία μπορεί να αντιμετωπιστεί με τυφλή βιοψία (διαστολή και απόξεση) ενναλακτικά στην υστεροσκοπικά κατευθυνόμενη βιοψία. 63

  1. Bronz L, Suter T, Rusca T. The value of transvaginal sonography with and without saline instillation in the diagnosis of uterine pathology in pre- and post-menopausal women with abnormal bleeding or suspect sonographic findings. Ultrasound Obstet Gynecol. 1997 Jan;9(1): 53–58. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar 
  2. Bernard JP, Lecuru F, Darles C, et al. Saline contrast sonohysterography as first-line investigation for women with uterine bleeding. Ultrasound Obstet Gynecol. 1997 Aug; 10: 121–125. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar 
  3. Goldstein RB, Bree RL, Benson CB, et al. Evaluation of the woman with postmenopausal bleeding: Society of Radiologists in Ultrasound-Sponsored Consensus Conference statement. J Ultrasound Med. 2001 Oct; 20(10):1025-36. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  4. Salle B, Gaucherand P, de Saint Hilaire P, et al. Transvaginal sonohysterographic evaluation of intrauterine adhesions. J Clin Ultrasound. Mar-Apr 1999;27(3):131-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  5. Darwish AM, Youssef AA. Screening sonohysterography in infertility. Gynecol Obstet Invest. 1999;48(1):43-7. PubMed | Karger | Google Scholar
  6. Alborzi S, Dehbashi S, Parsanezhad ME. Differential diagnosis of septate and bicornuate uterus by sonohysterography eliminates the need for laparoscopy. Fertil Steril. 2002 Jul;78(1):176-8. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  7. Valenzano MM, Mistrangelo E, Lijoi D, et al. Transvaginal sonohysterographic evaluation of uterine malformations. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2006 Feb 1;124(2):246-9. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  8. Abdelazim I A, AbuFaza M, Bekmukhambetov Y, et al. Is transvaginal ultrasound an appropriate screening tool for endometrial cancer in asymptomatic postmenopausal women? A case report. J Family Med Prim Care. 2020 Feb 28;9(2):1257-1259. PubMed | Full Text PMC | Full Text JFMPC | PDF | Google Scholar
  9. Dreisler E, Sorensen SS, Ibsen PH, et al. Value of endometrial thickness measurement for diagnosing focal intrauterine pathology in women without abnormal uterine bleeding. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Mar;33(3):344-8. PupMed | Obstetrics & Gynaecology | PDF | Google Scholar
  10. Nijkang NP, Anderson L, Markham R, et al. Endometrial polyps: Pathogenesis, sequelae and treatment. SAGE Open Med. 2019 May 2;7:2050312119848247. PubMed | Full Text PMCSAGE Journals | PDF | Google Scholar
  11. Nasri MN, Shepherd JH, Setchell ME, et al. The role of vaginal scan in measurement of endometrial thickness in postmenopausal women. Br J Obstet Gynaecol. 1991 May;98(5):470-5. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  12. ACOG Committee Opinion No 734. The Role of Transvaginal Ultrasonography in Evaluating the Endometrium of Women With Postmenopausal Bleeding. Obstet Gynecol. 2018 May;131(5):e124-e129. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  13. Goldstein SR, Zeltser I, Horan CK, et al. Ultrasonography-based triage for perimenopausal patients with abnormal uterine bleeding. Am J Obstet Gynecol. 1997 Jul; 177(1):102-8. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  14. Wolman I, Groutz A, Gordon D, et al. Timing of sonohysterography in menstruating women. Gynecol Obstet Invest. 1999;48(4):254-8. PubMed | Karger | Google Scholar
  15. Cullinan JA, Fleischer AC, Kepple DM, et al. Sonohysterography: a technique for endometrial evaluation. Radiographics. 1995 May;15(3):501-14. PubMed | Full Text RadioGrafics | PDF | Google Scholar
  16. Omodei U, Ferrazzi E, Ramazzotto F, et al. Endometrial evaluation with transvaginal ultrasound during hormone therapy: a prospective multicenter study. Fertil Steril. 2004 Jun;81(6):1632-7. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  17. Davis PC, O’Neill MJ, Yoder IC, et al. Sonohysterographic Findings of Endometrial and Subendometrial Radiographics. Jul-Aug 2002;22(4):803-16. PubMed | Full Text Radiographics | PDF | Google Scholar
  18. Ryu JA, Kim B, Lee J, et al. Comparison of transvaginal ultrasonography with hysterosonography as a screening method in patients with abnormal uterine bleeding. Korean J Radiol. Jan-Mar 2004;5(1):39-46. PubMed | Full Text PMC | Full Text KJR | PDF | Google Scholar
  19. O'Neill MJ. Sonohysterography. Radiol Clin North Am. 2003 Jul;41(4):781-97. PubMed | Radiologic Clinics | Google Scholar
  20. Spieldoch RL, Winter TC, Schouweiler C, et al. Optimal catheter placement during sonohysterography: a randomized controlled trial comparing cervical to uterine placement. Obstet Gynecol. 2008 Jan;111(1):15-21. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  21. Ahmadi F, Jahangiri N, Zafarani F, et al. Pain Perception and Side Effects During Saline Infusion Sonohysterography With a Balloon Catheter: A Randomized Comparative Study of Cervical Versus Intrauterine Catheter Placement. J Ultrasound Med. 2020 Sep;39(9):1829-1837. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  22. Lindheim SR, Sprague C, Winter TC 3rd. Hysterosalpingography and sonohysterography: lessons in technique. AJR Am J Roentgenol. 2006 Jan;186(1):24-9. PubMed | Full Text AJR | PDF | Google Scholar
  23. Elsayes KM, Pandya A, Platt JF, et al. Technique and diagnostic utility of saline infusion sonohysterography. Int J Gynaecol Obstet. 2009 Apr;105(1):5-9. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar
  24. Weinraub Z, Maymon R, Shulman A, et al. Three-dimensional saline contrast hysterosonography and surface rendering of uterine cavity pathology. Ultrasound Obstet Gynecol. 1996 Oct;8(4):277-82. PubMed | Obstetrics & Genecology | PDF | Google Scholar
  25. Benacerraf BR, Benson CB, Abuhamad AZ, et al. Three- and 4-dimensional ultrasound in obstetrics and gynecology: proceedings of the American Institute of Ultrasound in Medicine Consensus Conference. J Ultrasound Med2005 Dec;24(12):1587-97. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  26. Lev-Toaff AS, Pinheiro LW, Bega G, et al. Three-dimensional multiplanar sonohysterography: comparison with conventional two-dimensional sonohysterography and x-ray hysterosalpingography. J Ultrasound Med. 2001 Apr; 20: 295–306. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  27. Nieuwenhuis LL, Hermans FJ, Bij de Vaate AJM, et al. Three-dimensional saline infusion sonography compared to two-dimensional saline infusion sonography for the diagnosis of focal intracavitary lesions. Cochrane Database Syst Rev. 2017 May 5;5(5):CD011126. PubMed | Full Text PMC | Cochrane Library | PDF | Google Scholar
  28. Jurkovic D, Geipel A, Gruboeck K, et al. Three-dimensional ultrasound for the assessment of uterine anatomy and detection of congenital anomalies: a comparison with hysterosalpingography and two-dimensional sonography. Ultrasound Obstet Gynecol. 1995 Apr;5(4):233-7. PubMed | Obstetrics & Gynecology | PDF | Google Scholar 
  29. Ghate SV, Crockett MM, Boyd BK, et al. Sonohysterography: Do 3D Reconstructed Images Provide Additional Value? AJR Am J Roentgenol. 2008 Apr;190(4):W227-33. PubMed | Full Text AJR | PDF | Google Scholar
  30. Sabry ASA, Fadl SA, Szmigielski W, et al. Diagnostic value of three-dimensional saline infusion sonohysterography in the evaluation of the uterus and uterine cavity lesions. Pol J Radiol. 2018 Nov 30;83:e482-e490. PubMed | Full Text PMC | Full Text PJR | PDF | Google Scholar
  31. Dessole S, Farina M, Rubattu G, et al. Side effects and complications of sonohysterosalpingography. Fertil Steril. 2003 Sep;80(3):620-4. PubMed | Fertility and Sterility | PDF | Google Scholar
  32. Alcazar JL, Errasti T, Zornoza A. Saline infusion sonohysterography in endometrial cancer: assessment of malignant cells dissemination risk. Acta Obstet Gynecol Scand. 2000 Apr;79(4):321-2. PubMed | Google Scholar
  33. Takac I. Saline infusion sonohysterography and the risk of malignant extrauterine spread in endometrial cancer. Ultrasound Med Biol. 2008 Jan;34(1):7-11. PubMed | Full Text UMB | Google Scholar
  34. Berry E, Lindheim SR, Connor JP, et al. Sonohysterography and endometrial cancer: incidence and functional viability of disseminated malignant cells. Am J Obstet Gynecol. 2008 Sep;199(3):240.e1-8. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  35. Parsons A, Lense J. Sonohysterography for endometrial abnormalities: Preliminary results. J Clin Ultrasound. 1993 Feb; 21(2):87-95. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  36. Botsis D, Kassanos D, Pyrgiotis E, et al. Vaginal sonography of the endometrium in postmenopausal women. Clin Exp Obstet Gynecol. 1992;19(3):189-92. PubMed | Google Scholar
  37. Fong K, Causer P, Atri M, et al. Transvaginal US and Hysterosonography in Postmenopausal Women with Breast Cancer Receiving Tamoxifen: Correlation with Hysteroscopy and Pathologic Study. Radiographics. Jan-Feb 2003;23(1):137-50; PubMed | Full Text RadioGrafics | PDF | Google Scholar
  38. Ogutcuoglu B, Karadag C, Inan C, et al. Diagnostic utility of saline infusion doppler sonohysterography in endometrial mass lesions. Pak J Med Sci. Mar-Apr 2016;32(2):284-8. PubMed | Full Text PMC | PDF | Google Scholar
  39. Lieng M, Istre O, Sandvik L, et al. Prevalence, 1-year regression rate, and clinical significance of asymptomatic endometrial polyps: cross-sectional study. J Minim Invasive Gynecol. 2009 Jul-Aug; 16(4):465-71. PubMed | Full Text JMIG | PDF | Google Scholar
  40. Chaudhry S, Reinhold C, Guermazi A, et al. Benign and malignant diseases of the endometrium. Top Magn Reson Imaging. 2003 Aug; 14(4):339-57. PubMed  | Full Text TMRI | Google Scholar
  41. Antunes Jr A, Costa-Paiva L, Arthuso M, et al. Endometrial polyps in pre- and postmenopausal women: factors associated with malignancy. Maturitas. 2007 Aug 20;57(4):415-21. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  42. Maheux-Lacroix S, Li F, Laberge PY, et al. Imaging for Polyps and Leiomyomas in Women With Abnormal Uterine Bleeding: A Systematic Review. Obstet Gynecol. 2016 Dec;128(6):1425-1436. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  43. Anioł M, Dec G, Wojda K, et al. Usefulness of saline infusion sonohysterography and feeding artery imaging in endometrial polyp diagnosis. Ginekol Pol. 2017;88(6):285-288. PubMed | Ginecologia Polska | PDF | Google Scholar
  44. Gronlund L, Hertz J, Helm P, et al. Transvaginal sonohysterography and hysteroscopy in the evaluation of female infertility, habitual abortion, or metrorrhagia: a comparative study. Acta Obstet Gynecol Scand. 1999 May;78(5):415-8. PubMed | Google Scholar
  45. Jorizzo JR, Chen MY, Riccio GJ, et al. Endometrial polyps: sonohysterographic evaluation. AJR Am J Roentgenol. 2001 Mar;176(3):617-21. PubMed | Full Text AJR | PDF | Google Scholar
  46. Dubinsky TJ, Parvey HR, Gormaz G, et al. Transvaginal hysterosonography in the evaluation of small endoluminal masses. J Ultrasound Med. 1995 Jan;14(1):1-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  47. Sohaey R, Woodward P. Sonohysterography: technique, endometrial findings, and clinical applications. Semin Ultrasound CT MR. 999 Aug;20(4):250-8. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  48. Alborzi S, Parsanezhad ME, Mahmoodian N, et al. Sonohysterography versus transvaginal sonography for screening of patients with abnormal uterine bleeding. Int J Gynaecol Obstet. 2007 Jan; 96(1):20-3. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  49. Dueholm M, Forman A, Jensen ML, et al. Transvaginal sonography combined with saline contrast sonohysterography in evaluating the uterine cavity in premenopausal patients with abnormal uterine bleeding. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Jul;18(1):54-61. PubMed | Obstetrics & Gynaecology | PDF | Google Scholar
  50. Nanda S, Chadha N, Sen J, et al. Transvaginal sonography and saline infusion sonohysterography in the evaluation of abnormal uterine bleeding. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 2002 Nov;42(5):530-4. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  51. Smikle C, Yarrarapu SNS, Khetarpal S. Asherman Syndrome. Book. PubMed | Full Text PMC | Google Scholar
  52. Yang T, Pandya A, Marcal L, et al. Sonohysterography: Principles, technique and role in diagnosis of endometrial pathology. World J Radiol. 2013 Mar 28;5(3):81-7. PubMed | Full Text PMC | Full Text WJR | PDF | Google Scholar
  53. Osborne CK. Tamoxifen in the treatment of breast cancer. N Engl J Med. 1998 Nov 26;339(22):1609-18. PubMed  | Full Text NEJM | Google Scholar
  54. Fisher B, Costantino JP, Wickerham DL, et al. Tamoxifen for the prevention of breast cancer: report of the National Surgical Adjuvant Breast and Bowel Project P-1 Study. J Natl Cancer Inst. 1998 Sep 16;90(18):1371-88. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  55. Cohen I, Beth Y, Tepper R, et al. Adenomyosis in postmenopausal breast cancer patients treated with tamoxifen: a new entity? Gynecol Oncol. 1995 Jul;58(1):86-91. PubMed | Google Scholar
  56. Berliere M, Carles A, Galant C, et al. Uterine side effects of tamoxifen: a need for systematic pretreatment screening. Obstet Gynecol. 1998 Jan;91(1):40-4. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  57. Nomikos IN, Elemenoglou J, Papatheophanis J. Tamoxifen-induced endometrial polyp. A case report and review of the literature. Eur J Gynaecol Oncol. 1998;19(5):476-8. PubMed | Google Scholar
  58. Benson C, Arger P, Bluth E. Ultrasonography in Obstetrics and Gynecology. A Practical Approach to Clinical Problems. Second Edition. Thieme. 2000 New York Stuttgart. Docshare Tips | Google Scholar
  59. Kedar RP, Bourne TH, Powles TJ, et al. Effects of Tamoxifen on the uterus and ovaries of women involved in a randomized breast cancer prevention trial. Lancet. 1994 May 28;343(8909):1318-21. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  60. Corley D, Rowe J, Curtis MT, et al. Postmenopausal bleeding from unusual endometrial polyps in women on chronic Tamoxifen therapy. Obstet Gynecol. 1992 Jan;79(1):111-6. PubMed | Google Scholar
  61. Goldstein SR. Unusual ultrasonographic appearance of the uterus in patients receiving Tamoxifen. Am J Obstet Gynecol. 1994 Feb;170(2):447-51. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  62. Anteby EY, Yagel S, Hochner-Celnikier D. Unusual ultrasonographic appearance of uterus in postmenopausal patients receiving tamoxifen. Am J Obstet Gynecol. 1995 Feb;172(2 Pt 1):717-8. PubMed | PDF | Google Scholar
  63. O'Connell LP, Fries MH, Zeringue E, et al. Triage of abnormal postmenopausal bleeding: a comparison of endometrial biopsy and transvaginal sonohysterography versus fractional curettage with hysteroscopy. Am J Obstet Gynecol. 1998 May;178(5):956-61. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar 

Περιγραφή και ορισμός

Ο όρος: επιλεκτικός τερματισμός εμβρύου υποδηλώνει την θανάτωση ενός ή περισσοτέρων παθολογικών εμβρύων μιας πολύδυμης κύησης με σκοπό να επιτρέψει την ανάπτυξη τα απολύτως φυσιολογικά και συγχρόνως να βελτιώσει το προσδόκιμο επιβίωσης στα εναπομείναντα έμβρυα. 1 - 3

Ιστορικά στοιχεία

Η παρουσία μιας δίδυμης κύησης με το ένα έμβρυο να πάσχει από κάποια συγγενή ανωμαλία θέτει ένα περίπλοκο ιατρικό και ηθικό ζήτημα ειδικά εάν το άλλο δίδυμο είναι υγιές. Στο παρελθόν, τα ζευγάρια είχαν την επιλογή της διατήρησης και των δύο εμβρύων, ένα από τα οποία ήταν παθολογικό, ή του τερματισμού ολόκληρης της εγκυμοσύνης, συμπεριλαμβανομένου και του φυσιολογικού εμβρύου. Η ανάπτυξη της διαδικασίας του επιλεκτικού τερματισμού έδωσε τη δυνατότητα της επιλογής στα μελλοντικά ζευγάρια του τερματισμού του πάσχοντος εμβρύου και τη συνέχιση της εγκυμοσύνης με το υγιές έμβρυο. Η διαδικασία του επιλεκτικού τερματισμού, ενός παθολογικού διδύμου, πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1978, από τον Aberg. 4 To 1981, πραγματοποιήθηκε επιλεκτικός τερματισμός ενός δίδυμου εμβρύου με σύνδρομο Down, στις 20 εβδομάδες της κύησης. Στις 40 εβδομάδες της κύησης, η ίδια έγκυος ασθενής, γέννησε ένα ζωντανό άρρεν έμβρυο, βάρους 2980 gr και ένα μικρό, ινώδες, μουμιοποιημένο έμβρυο, 120 gr (δίδυμο Β). 5 Έκτοτε έχουν δημοσιευτεί πολλές επιτυχημένες περιπτώσεις στην βιβλιογραφία. 6 , 7

Διάγνωση

Η βιοψία τροφοβλάστης (CVS) στο πρώτο τρίμηνο είναι μία ακριβής και αποτελεσματική μέθοδος προγεννητικής διάγνωσης παθολογικού διδύμου, προσφέροντας, μία εβδομάδα μετά, επιλεκτικό τερματισμό του πάσχοντος εμβρύου σε περίπτωση ανευπλοειδίας σε ένα από τα δύο έμβρυα. Το βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα της χρωμοσωμικής ανάλυσης είναι διαθέσιμο εντός 24-72 ωρών. 8 Σε περιπτώσεις ανάμιξης μητρικών και πλακουντιακών κυττάρων, απαιτείται το αποτέλεσμα της καλλιέργειας των πλακουντιακών κυττάρων, το οποίο χρήζει διαστήματος μιας-δύο εβδομάδων. 9 Αν, δεν μπορεί να διακριθεί ένα αληθώς φυσιολογικό έμβρυο από ένα ανευπλοειδικό, όπως σε περίπτωση μωσαϊκισμού, θα απαιτηθεί αμνιοπαρακέντηση σε μεταγενέστερο χρόνο. 10

Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε μια μετάβαση από την χρήση των επεμβατικών μεθόδων προγεννητικού ελέγχου (CVS, AMNIO) σε μη επεμβατικές στρατηγικές. Κατά συνέπεια, ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος (NIPT) ο οποίος χρησιμοποιεί ελεύθερο εμβρυϊκό DNA στο μητρικό πλάσμα, αντί κυτταρικό υλικό, έχει αποκτήσει σημαντικό ενδιαφέρον επειδή βρέθηκε αποτελεσματικός για τον έλεγχο τρισωμίας 13, 18 και 21, μετά τις 10 εβδομάδες και στις δίδυμες κυήσεις. 11 , 12 Η συνδυασμένη ευαισθησία και ειδικότητα του NIPT στις δίδυμες κυήσεις ήταν 100 και 99,7%, αντίστοιχα. Το συνδυασμένο ψευδώς θετικό ποσοστό (FPR) για την τρισωμία 18 ήταν 0,28%, ενώ δεν παρατηρήθηκε ψευδώς αρνητικό ποσοστό (FNR). 13 , 14

Πότε γίνεται

Χρησιμοποιώντας τις τρέχουσες συμβατικές προγεννητικές τεχνικές (NIPT, AMNIO, ULTRASOUND), η ανίχνευση ενός παθολογικού δίδυμου με δομική ή χρωμοσωμική ανωμαλία πρακτικά επιβεβαιώνεται στο δεύτερο τρίμηνο. Ο επιλεκτικός τερματισμός εμβρύου συνήθως είναι μια διαδικασία δεύτερου τριμήνου. 15 - 19

Στατιστικά στοιχεία-αποτελεσματικότητα

Ο επιλεκτικός τερματισμός σε διχοριακά δίδυμα ήταν τεχνικά επιτυχής στο 100% των περιπτώσεων και είχε ως αποτέλεσμα την γέννηση ενός φυσιολογικού υγιούς εμβρύου σε ποσοστό > 90%. 20 Η ηλικία κύησης κατά τον τοκετό δεν επηρεάστηκε από την τεχνική που χρησιμοποιήθηκε (χλωριούχου κάλιο ή εμβολισμός με αέρα) ούτε και από την ένδειξη τερματισμού αλλά συσχετίστηκε αρνητικά με την ηλικία κύησης, κατά τον επιλεκτικό τερματισμό. 16 Πάντως, τα δεδομένα δείχνουν ότι οι διαδικασίες οι οποίες εκτελούνται νωρίς κατά την κύηση έχουν καλύτερα μαιευτικά αποτέλεσμα. 21

Επιλεκτικός τερματισμός σε διχοριακά δίδυμα πραγματοποιήθηκε σε 14 (50%) περιπτώσεις εμβρύων με δομικές ανωμαλίες και φυσιολογικό καρυότυπο και σε 14 (50%) περιπτώσεις με χρωμοσωμικές ανωμαλίες εκ των οποίων, 13 (92,8%) από αυτές είχαν τρισωμία 21. Η μέση ηλικία κύησης κατά τη διαδικασία του επιλεκτικού τερματισμού ήταν 17,8 εβδομάδες (εύρος 14,5-24, SD 2.3) και 12 (42,8%) πραγματοποιήθηκαν πριν από τις 18 εβδομάδες, είχε ως αποτέλεσμα την γέννηση ενός βιώσιμου μωρού σε 27/28 περιπτώσεις (96,4%). Απώλεια εγκυμοσύνης εμφανίστηκε σε 1 περίπτωση (3,6%), τοκετός πριν από τις 24 εβδομάδες. Η μέση ηλικία κύησης κατά τον τοκετό ήταν 38 εβδομάδες (εύρος 24.1-40.1, SD 3.8). Είκοσι τέσσερα έμβρυα (88,9%) γεννήθηκαν > 34 εβδομάδες, δύο έμβρυα (7,1%) γεννήθηκαν μεταξύ 28 και 34 εβδομάδων και 1 έμβρυο (3,7%) πριν από τις 28 εβδομάδες. 22 Σε ένα άλλο νοσοκομειακό ίδρυμα το συνολικό ποσοστό απώλειας της εγκυμοσύνης ήταν 4% (τερματισμός σε ένα ή περισσότερα έμβρυα) και ήταν σχεδόν 5 φορές υψηλότερο σε ασθενείς με 3 ή περισσότερα έμβρυα (11,1%) από ό, τι σε εκείνους με δίδυμα (2,4%). 23

Ο επιλεκτικός τερματισμός εμβρύου σε μονοχοριακά δίδυμα είχε ποσοστά αποβολής > από 80%. 24

Η διαδικασία

Μετά την επιβεβαίωση της/των ανωμαλίας/(-ιών) μιας πολύδυμης κύησης σχετικά με ανατομικές ή χρωμοσωμικές ανωμαλίες, τρεις είναι οι διαθέσιμες επιλογές: 1) τερματισμός της κύησης, 2) επιλεκτικός τερματισμός του παθολογικού εμβρύου και 3) συνέχιση της κύησης. 25 , 26

Τεχνική

Ο επιλεκτικός τερματισμός εμβρύου τεχνικά είναι εφικτός τόσο στις μονο- όσο και στις διχοριονικές κυήσεις, αν και ο κίνδυνος αποβολής στις μονοχοριακές κυήσεις είναι υψηλότερος.  27 Η μείωση του πάσχοντος εμβρύου, επιτυγχάνεται με ενδοκαρδιακή ή περικαρδιακή έγχυση 1-2ml KCI, με υπερηχογραφικά καθοδηγούμενη βελόνα, προσέχοντας να μην εισέλθει ή διαπεράσει τους σάκους των άλλων εμβρύων. 16 , 24 Στα διχοριονικά δίδυμα, η διέλευση βλαπτικών ουσιών από το ένα δίδυμο στην κυκλοφορία του άλλου-δίδυμου πρακτικά είναι απίθανο να συμβεί λόγω της έλλειψης αγγειακών αναστομώσεων μεταξύ των πλακούντων, επομένως το KCI μπορεί να εγχυθεί με ασφάλεια στην κυκλοφορία του προσβεβλημένου δίδυμου για την επίτευξη της εμβρυϊκής ασυστολίας.

Στα μονοχοριακά δίδυμα, ο επιλεκτικός τερματισμός πρέπει να πραγματοποιείται αφού διασφαλιστεί η πλήρης και μόνιμη θρόμβωση/απολίνωση των ομφαλικών αγγείων του προσβεβλημένου δίδυμου, προκειμένου να αποφευχθεί η οξεία αιμορραγία του ζωντανού εμβρύου προς τον πλακούντα του νεκρού, το οποίο μπορεί να έχει ως κατάληξη τον εμβρυϊκό θάνατο ή την οργανική βλάβη. Η απόφραξη των ομφαλικών αγγείων μπορεί και πραγματοποιείται με διπολική διαθερμία, υπερηχογραφικά καθοδηγούμενη, και, σχετίζεται με ποσοστό επιβίωσης περίπου 70-80%. 28

Κίνδυνοι από την διαδικασία

Θεωρητικά υπάρχουν κίνδυνοι που συσχετίζονται με την διαδικασία του επιλεκτικού τερματισμού του/των εμβρύου/(-ων) μιας πολύδυμης κύησης. Οι συχνότεροι από αυτούς είναι:

  1. αποβολή των παραμενόντων εμβρύων
  2. αποβολή του/των φυσιολογικού(-ών) εμβρύου(-ων)
  3. κατακράτηση των χρωμοσωμικά ή ανατομικά παθολογικών εμβρύων μετά την θανάτωση του/των εμβρύων
  4. βλάβη χωρίς θανάτωση κάποιου εμβρύου
  5. πρόωρος τοκετός
  6. έμβρυα λιποβαρή ή με υπολειπόμενη ανάπτυξη
  7. λοίμωξη, αιμορραγία ή σπάνια διάχυτη ενδαγγειακή πήξη της μητέρας, λόγω διαταραχής του μηχανισμού της πηκτικότητας.

Μηχανισμοί με τους οποίους γίνονται επιπλοκές

Ο άμεσα συσχετιζόμενος κίνδυνος της επέμβαση είναι αυτός της πρώιμης αμνιοπαρακέντησης (2-3%) και συμβαίνει τις πρώτες δύο εβδομάδες από την εμβρυϊκή μείωση. Οι περισσότερες εμβρυϊκές απώλειες συμβαίνουν συνήθως αρκετές εβδομάδες μετά την επέμβαση της μείωσης, οι οποίες μαζί με το αυξημένο ποσοστό πρόωρου τοκετού ως συνέπεια των συσπάσεων της μήτρας εξαιτίας του απορροφούμενου νεκρού εμβρυοπλακουντιακού ιστού. Στις πολύδυμες κυήσεις μετά από την εκλεκτική μείωση παρατηρείται αύξηση στην συγκέντρωση της α-εμβρυϊκής σφαιρίνης στον ορό της μητέρας η οποία είναι ανάλογη με την ποσότητα του νεκρωμένου εμβρυοπλακουντιακού ιστού. Η αύξηση αυτή επιμένει για αρκετούς μήνες μετά την επέμβαση.

Ένας άλλος μηχανισμός πρόκλησης σοβαρού πρόωρου τοκετού είναι η πτώση της ορμονικής υποστήριξης της κύησης η οποία παρατηρείται μετά την εμβρυϊκή μείωση στα επιζώντα δίδυμα που έχουν μικρότερους πλακούντες, και γι αυτό το λόγο μειονεκτούν σε σχέση με τα δίδυμα που προκύπτουν αυτόματα. Η μείωση μιας πολύδυμης κύησης σε δίδυμα, συσχετίζεται με μία σχετική ελάττωση στην συγκέντρωση στον ορό της μητέρας των πλακουντιακών ορμονών όπως της προγεστερόνης και της οιστριόλης οι οποίες παρατηρούνται 2 εβδομάδες μετά την μείωση και παραμένουν για τουλάχιστον 3 μήνες.

Στην βιβλιογραφία περιγράφεται μία περίπτωση ινωδογονοπενίας μετά από θεραπευτικό τερματισμό μιας δίδυμης μονοχοριακής-διαμνιακής κύησης, λόγω συνδρόμου μετάγγισης από δίδυμο σε δίδυμο έμβρυο. Μετά την μείωση του ενός διδύμου, στις 20 εβδομάδες της κύησης, παρατηρήθηκε ινωδογονοπενία και η έγκυος παρουσίασε διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη και μαζική αιμορραγία κατά τη διάρκεια της καισαρικής τομής. Οι διαταραχές του μηχανισμού της πήξης επιλύθηκαν μετά τον τοκετό. 29

Στρατηγική διαχείρισης

Όταν εντοπιστεί συγγενής ανωμαλία σε μια δίδυμη εγκυμοσύνη, ενδέχεται να χρειαστεί να ληφθούν δύσκολες και ψυχικά τραυματικές αποφάσεις, ειδικά εάν το ένα δίδυμο δεν επηρεάζεται καθόλου και είναι απολύτως φυσιολογικό. Σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτούνται ειδικές δεξιότητες του παρόχου υγείας για να σταθμιστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι από την διαδικασία και να διασφαλιστεί ένα καλό περιγεννητικό αποτέλεσμα. Ο επαγγελματίας υγείας, παρέχει επαρκείς πληροφορίες, ψυχολογική στήριξη, εκεί όπου χρειάζεται, και, βέλτιστη ιατρική περίθαλψη. 30 Ο επιλεκτικός τερματισμός στα διχοριακά δίδυμα είναι ασφαλέστερος κατά το πρώτο τρίμηνο και το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη της έγκαιρης προγεννητικής διάγνωσης.31

Ο επιλεκτικός τερματισμός ενός δίδυμου παθολογικού εμβρύου που βρίσκεται κοντά στον τράχηλο έχει χειρότερα περιγεννητικά αποτελέσματα: αυξημένο κίνδυνο τοκετού πριν από τις 37 εβδομάδες και χαμηλότερο βάρος γέννησης, από το δίδυμο που βρίσκεται ψηλότερα. Επιπλέον, εάν η διαδικασία πραγματοποιηθεί στις 20 εβδομάδες ή αργότερα αυξάνεται μόνο ο κίνδυνος της πρόωρης ρήξης των εμβρυϊκών υμένων (PROM) ή του πρόωρου τοκετού (PD) από ότι αν εκτελεστεί πριν από τις 20 εβδομάδες. 32 Ωστόσο, επιλεκτικός τερματισμός πάσχοντος εμβρύου δίδυμης διχοριακής κύησης, επιχειρήθηκε επιτυχώς στις 32 εβδομάδες ή μετά και είχε ως αποτέλεσμα την γέννηση του υγιούς διδύμου σε διάστημα από 2 ημέρες έως 4 εβδομάδες μετά το πέρας της διαδικασίας καθώς και την γέννηση του τερματισμένου εμβρύου. 33 , 34

  1. Committee on Ethics. Multifetal pregnancy reduction and selective fetal termination. ACOG committee opinion. Number 94-April 1991. Int J Gynaecol 1992 Jun; 38(2): 140-2. PubMed | Wiley Online Library
  2. Berkowitz RL, Stone JL, Eddleman KA. One hundred consecutive cases of selective termination of an abnormal fetus in a multifetal gestation. Obstet Gynecol. 1997 Oct; 90 (4 Pt 1): 606-10. PubMed | Elsevier Science
  3. Taylor DM, Thum MY, Abdalla H. Dichorionic triamniotic triplet pregnancy with monozygotic twins discordant for trisomy 13 after preimplantation genetic screening: case report. Fertil Steril. 2008 Nov; 90(5): 2017. e5-9. PubMed | Fertility and Sterility
  4. Aberg A., Metelman F, Cantz M. et al. Cardiac puncture of fetus with Hurler’s disease avoiding abortion of unaffected co-twin. Lancet. 1978 Nov 4; 2 (8097): 990-1. PubMed | The Lancet
  5. Kerenyi T, Chitkara U. Selective birth in twin pregnancy with discordancy for Down’s syndrome. N Engl J Med. 1981 Jun 18; 304 (25): 1525-7. PubMed | Full Text NEJM
  6. Chou MM, Ho YP, Ho ES. Second trimester selective termination in a dizygotic twin pregnancy with discordancy for Down's syndrome: a case report. Zhonghua Yi Xue Za Zhi (Taipei). 1998 Mar; 61(3): 159-63. PubMed
  7. Chang SD, Chao AS, Lai YM, et al. Interphase FISH--assisted second-trimester termination of a trisomy 21 fetus in an IVF-ET twin pregnancy. A case report. J Reprod Med. 2001 Dec; 46(12): 1063-6. PubMed
  8. Gibas LM, Grujic S, Barr MA, et al. A simple technique for obtaining high quality chromosome preparations from chorionic villus samples using FdU synchronization. Prenat Diagn. 1987 Jun; 7(5): 323-7. PubMed | Wiley Online Library
  9. Yu MT, Yu CY, Yu CX, et al. Improved methods of direct and cultured chromosome preparations from chorionic villous samples. Am J Hum Genet. 1986 Apr; 38(4): 576-81. PubMed | Full Text PMC
  10. De Catte L, Liebaers I, Foulon W, et al. Outcome of twin gestations after first trimester chorionic villus sampling. Obstet Gynecol. 2000 Nov; 96 (5 Pt 1): 714-20. PubMed | PDF
  11. Fosler L, Winters P, Jones KW, et al. Aneuploidy screening by non-invasive prenatal testing in twin pregnancy. Ultrasound Obstet Gynecol. 2017 Apr; 49(4): 470-477. PubMed | Full Text PMC | Full Text ResearchGate
  12. Yu W, Lv Y, Yin S, et al. Screening of fetal chromosomal aneuploidy diseases using noninvasive prenatal testing in twin pregnancies. Expert Rev Mol Diagn. 2019 Feb; 19(2): 189-196. PubMed | Taylor & Francis Online
  13. Yang J, Qi Y, Hou Y, et al. Performance of non-invasive prenatal testing for trisomies 21 and 18 in twin pregnancies. Mol Cytogenet. 2018 Aug 22; 11: 47. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC
  14. Motevasselian M, Gargari SS, Younesi S, et al. Non-invasive prenatal test to screen common trisomies in twin pregnancies. Mol Cytogenet. 2020 Feb 5; 13: 5. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC
  15. Chitkara U, Berkowitz RL, Wilkins IA, et al. Selective second-trimester termination of the anomalous fetus in twin pregnancies. 1989 May; 73 (5 Pt 1): 690-4. Obstet Gynecol. PubMed
  16. Evans MI, Goldberg JD, Dommergues M, et al. Efficacy of second-trimester selective termination for fetal abnormalities: international collaborative experience among the world’s largest centers. J. Obstet Gynecol. 1994 Jul; 171 (1): 90-4. PubMed | Full Text AJOG
  17. Stewart KS, Johnson MP, Quintero RA, et al. Congenital abnormalities in twins: selective termination. Curr Opin Obstet Gynecol. 1997 Apr; 9(2): 136-9. PubMed
  18. Lipitz S, Peltz R, Achiron R, et al. Selective second-trimester termination of an abnormal fetus in twin pregnancies. J Perinatol. Jul-Aug 1997; 17(4): 301-4. PubMed
  19. Dorfman SA, Robins RM, Jewell WH, et al. Second trimester selective termination of a twin with ruptured membranes: elimination of fluid leakage and preservation of pregnancy. Fetal Diagn Ther. May-Jun 1995; 10(3): 186-8. PubMed | Karger
  20. Evans MI, Goldberg JD, Horenstein J, et al. Selective termination for structural, chromosomal, and mendelian anomalies: international experience. Am J Obstet Gynecol. 1999 Oct; 181 (4): 893-7. PubMed | Full Text AJOG
  21. Yaron Y, Johnson KD, Bryant-Greenwood PK, et al. Selective termination and elective reduction in twin pregnancies: 10 years experience at a single centre. Hum Reprod. 1998 Aug; 13(8): 2301-4. PubMed | Oxford Academic | PDF
  22. Alvarado EA, Pacheco RP, Alderete FG, et al. Selective termination in dichorionic twins discordant for congenital defect. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2012 Mar; 161 (1): 8-11. PubMed | Full Text EJOG
  23. Eddleman KA, Stone JL, Lynch L, et al. Selective termination of anomalous fetuses in multifetal pregnancies: two hundred cases at a single center. Am J Obstet Gynecol. 2002 Nov; 187 (5): 1168-72. PubMed | Full Text AJOG
  24. Golbus MS, Cunningham N, Goldberg JD, et al. Selective termination of multiple gestations. Am J Med Genet. 1988 Oct; 31(2): 339-48. PubMed | Elsevier
  25. Heller RH, Palmer LS. Trisomy 21 in one of twin fetuses. Pediatrics. 1978 Jul; 62(1): 52-3. PubMed | Full Text Pediatrics
  26. Bush MC, Malone FD. Down syndrome screening in twins. Clin Perinatol. 2005 Jun; 32(2): 373-86. PubMed | Elsevier
  27. Bhide A, Thilaganathan B. What prenatal diagnosis should be offered in multiple pregnancy? Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2004 Aug; 18(4): 531-42. PubMed | Elsevier
  28. Rustico MA, Baietti MG, Coviello D,et al. Managing twins discordant for fetal anomaly. Prenat Diagn. 2005 Sep; 25(9): 766-71. Pubmed | Wiley Online Library
  29. Hackney DN, Williams M, Landon MB, et al. Disseminated Intravascular Coagulation Following Selective Termination in a Twin Pregnancy. A Case Report. Fetal Diagn Ther. 2006; 21 (2: 228-31. PubMed | Karger
  30. Edozien LC, Mayers FN, Gowland MR. Difficulties and dilemmas in the management of congenital anomalies in twin pregnancy. Int J Clin Pract. Jul-Aug 1997; 51(5): 305-7. PubMed
  31. Picone O, Dommergues M. Strategies of antenatal diagnosis and management of pathologies related to multiple pregnancies. Gynecol Obstet Fertil. 2004 Feb; 32(2): 153-9. PubMed | Elsevier
  32. Lynch L, Berkowitz RL, Stone J, et al. Preterm delivery after selective termination in twin pregnancies. Obstet Gynecol. 1996 Mar; 87(3): 366-9. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  33. Hern WM. Selective termination for fetal anomaly/genetic disorder in twin pregnancy at 32+ menstrual weeks. Report of four cases. Fetal Diagn Ther. May-Jun 2004; 19(3): 292-5. PubMed | Karger
  34. Vannerum M, Clouqueur E. Perinatal issues of biamniotic twin pregnancies depending on gestational ages of selective termination. Gynecol Obstet Fertil Senol. 2019 Mar; 47(3): 281-285. PubMed | Elsevier

Περιγραφή και επιδημιολογικά στοιχεία

Η αυξημένη συχνότητα της πολυχοριονικής πολύδυμης κύησης είναι αποτέλεσμα της ευρείας διάδοσης των τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Αυτές οι κυήσεις έχουν αυξημένο κίνδυνο για αποβολές αλλά και περιγεννητικούς θανάτους, κυρίως όμως σαν αποτέλεσμα σοβαρής προωρότητας. Η νεογνική και περιγεννητική θνησιμότητα σε μονήρεις κυήσεις είναι 1 στις 100 γεννήσεις, σε δίδυμες 4 στις 100 και σε κυήσεις με περισσότερα έμβρυα, τουλάχιστον 15 στις 100 γεννήσεις.

Ενδείξεις

Σε κυήσεις με περισσότερα από τρία έμβρυα όπως τετράδυμες, πεντάδυμες κ.λ.π. μπορεί και δικαιολογείται η χρήση της μείωσης εμβρύου/(-ων). Ο στόχος της ιατρογενούς μείωσης είναι να βελτιώσει την έκβαση της κύησης ελαττώνοντας τις επιπλοκές και αποτελεί μία καθιερωμένη τεχνική για την αντιμετώπιση τέτοιων κυήσεων.

Πότε γίνεται

Τεχνικά είναι δυνατό να γίνει εμβρυική μείωση από τις 7 εβδομάδες της κύησης και όσο νωρίτερα εφαρμοστεί τόσο μικρότερη είναι η νεκρή εμβρυοπλακουντιακή μάζα και θεωρητικά υπάρχει το πλεονέκτημα χαμηλότερου ποσοστού αποβολής. Όμως, προτιμάται η επέμβαση να μην γίνεται πριν τις 11 με 13 εβδομάδες της κύησης διότι αρκετά από αυτά τα έμβρυα πεθαίνουν μόνα τους. Επιπλέον, σ’ αυτήν την ηλικία κύησης είναι δυνατόν να διαγνωστούν αφενός μεγάλες ανατομικές ανωμαλίες και αφετέρου με την μέτρηση της εμβρυϊκής αυχενικής διαφάνειας να εντοπισθούν τα έμβρυα με αυξημένο κίνδυνο χρωμοσωμικής βλάβης.

Η διαδικασία επιλογής

Αρχικά ελέγχονται όλα τα έμβρυα ως προς τη χοριονικότητα, τη θέση και την ανατομία τους. Στην συνέχεια, αξιολογούνται τα έμβρυα που βρίσκονται μακρύτερα από τον τράχηλο της μήτρας με τη μέθοδο της αυχενικής διαφάνειας για να εντοπιστούν και να επιλεχθούν αυτά με τη μεγαλύτερη πιθανότητα να πάσχουν από κάποια χρωμοσωμική ανωμαλία. Εάν όλα τα έμβρυα φαίνονται φυσιολογικά, τελικά αυτά που επιλέγονται για μείωση, είναι τα πιο απομακρυσμένα από τον τράχηλο για να αποφευχθεί ο κίνδυνος ρήξης των εμβρυικών υμένων και της ανιούσας λοίμωξης από το κατώτερο γεννητικό σύστημα της μητέρας.

Τεχνική

Η μείωση του κάθε επιλεγμένου εμβρύου, επιτυγχάνεται με παρακέντηση της καρδιάς διακοιλιακά ή διακολπικά, κάτω από συνεχή υπερηχογραφική παρακολούθηση, με έγχυση 3-5 ml χλωριούχου καλίου, προσέχοντας ώστε η βελόνα να μην εισέλθει ή διαπεράσει τους σάκους των άλλων εμβρύων. Κατά την διάρκεια 3 έως 4 μηνών μετά τη μείωση υπάρχει βαθμιαία απορρόφηση των νεκρών εμβρύων και των πλακούντων τους, ώστε να μην απεικονίζονται στο υπερηχογράφημα.

Κίνδυνοι από την επέμβαση

Θεωρητικά υπάρχουν κίνδυνοι που συσχετίζονται με τις διαδικασίες της μείωσης του/των εμβρύου/(-ων) μιας πολύδυμης κύησης. Οι συχνότεροι από αυτούς είναι:

  1. έκτρωση των παραμενόντων εμβρύων
  2. έκτρωση του/των φυσιολογικού(-ών) εμβρύου(-ων)
  3. κατακράτηση των χρωμοσωμικά ή ανατομικά παθολογικών εμβρύων μετά την μείωση του/των αριθμού των εμβρύων
  4. βλάβη χωρίς θανάτωση κάποιου εμβρύου
  5. πρόωρος τοκετός
  6. έμβρυα λιποβαρή ή με υπολειπόμενη ανάπτυξη
  7. λοίμωξη, αιμορραγία ή πιθανή διάχυτη ενδαγγειακή πήξη της μητέρας λόγω κατακράτησης προϊόντων της σύλληψης.

Έκβαση της κύησης

Βιβλιογραφικές αναφορές καταδεικνύουν ότι σε μονήρεις κυήσεις ο κίνδυνος αποβολής στις 12 με 24 εβδομάδες είναι περίπου 1% και η πιθανότητα προωρότητας μεταξύ 24 και 32 εβδομάδες 1%. Τα ανάλογα ποσοστά για διχοριονικά δίδυμα είναι 2% και 5% αντίστοιχα και για τα τρίδυμα 3% και 20%. Στα τρίδυμα που μειώθηκαν σε δίδυμα το ποσοστό αποβολής αυξάνει περίπου στο 8% (ήταν 3% πριν την μείωση) και ο κίνδυνος σοβαρής προωρότητας υποχωρεί στο 10% (ήταν 20% πριν την μείωση). Από την άλλη μεριά η συνολική πιθανότητα επιτυχούς εγκυμοσύνης με ένα τελικά επιζών έμβρυο (αν μειώθηκαν δύο έμβρυα) μπορεί να είναι ελάχιστα μειωμένη, χωρίς όμως την τέλεση της μείωσης η πιθανότητα αναπηρίας που προκύπτει από την προωρότητα θα ήταν σημαντικά αυξημένη. Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα πιθανά πλεονεκτήματα της μείωσης στην περίπτωση των τρίδυμων κυήσεων θεωρούνται αβέβαια. Στη περίπτωση κυήσεων με 4 ή περισσότερα έμβρυα η μείωση είναι ωφέλιμη λόγω του πολύ υψηλού κινδύνου για αποβολή (υπολογίζεται 15% στα τετράδυμα και περισσότερο από 30% στα πεντάδυμα) ή για μεγάλη προωρότητα.

Μηχανισμοί με τους οποίους γίνονται οι επιπλοκές

Ο άμεσα συσχετιζόμενος κίνδυνος της επέμβαση είναι αυτός της πρώιμης αμνιοπαρακέντησης (2-3%) και συμβαίνει τις πρώτες δύο εβδομάδες από την εμβρυϊκή μείωση. Οι περισσότερες εμβρυϊκές απώλειες συμβαίνουν συνήθως αρκετές εβδομάδες μετά την επέμβαση της μείωσης, οι οποίες μαζί με το αυξημένο ποσοστό πρόωρου τοκετού είναι η συνέπεια των συσπάσεων του απορροφούμενου νεκρού εμβρυοπλακουντιακού ιστού. Σε πολύδυμες εγκυμοσύνες μετά από την μείωση παρατηρείται αύξηση στην συγκέντρωση της α-εμβρυϊκής σφαιρίνης στον ορό της μητέρας η οποία είναι ανάλογη με την ποσότητα του νεκρωμένου εμβρυοπλακουντιακού ιστού. Η αύξηση αυτή επιμένει για αρκετούς μήνες μετά την επέμβαση. Ένας άλλος μηχανισμός πρόκλησης σοβαρού πρόωρου τοκετού είναι η πτώση της ορμονικής υποστήριξης της κύησης η οποία παρατηρείται μετά την εμβρυϊκή μείωση στα επιζώντα δίδυμα που έχουν μικρότερους πλακούντες, και γι αυτό το λόγο μειονεκτούν σε σχέση με τα δίδυμα που προκύπτουν αυτόματα. Η μείωση μιας πολύδυμης κύησης σε δίδυμα, συσχετίζεται με μία σχετική ελάττωση στην συγκέντρωση στον ορό της μητέρας των πλακουντιακών ορμονών όπως της προγεστερόνης και της οιστριόλης οι οποίες παρατηρούνται 2 εβδομάδες μετά την μείωση και παραμένουν για τουλάχιστον 3 μήνες.

Η σημασία της χοριονικότητας

Επειδή οι μονοχοριονικές κυήσεις διαθέτουν αγγειακές αναστομώσεις μεταξύ των εμβρυοπλακουντιακών κυκλοφοριών η θανάτωση του ενός από αυτά τα έμβρυα μπορεί να συνεπάγεται την θανάτωση ή την νευρολογική βλάβη του άλλου. H απόφαση για μείωση μιας τέτοιας πολύδυμης κύησης είναι δύσκολη και συγχρόνως σκληρή. Η μέλλουσα μητέρα μπορεί να κυριαρχείται από ηθικούς και θρησκευτικούς φραγμούς και ωστόσο να καλείται να αποφασίσει με τον σύντροφό της πόσα και ποια έμβρυα θα πρέπει να θανατωθούν. Π.χ. σε μια τριαμνιακή διχοριονική κύηση, οι επιλογές θα ήταν η μείωση των μονοχοριονικών διδύμων αφήνοντας ζωντανό μόνο το ένα έμβρυο ή η μείωση του ενός εμβρύου αφήνοντας τα μονοχοριακά δίδυμα με ένα υψηλό κίνδυνο αποβολής λόγω της πιθανότητας μετάγγισης από δίδυμο σε δίδυμο.

Τεχνικοί προσανατολισμοί

Το υπερηχογράφημα αποτελεί ένα σημαντικό διαγνωστικό όπλο στην αξιολόγηση του τραχήλου κατά τη διάρκεια της κύησης. Το μήκος, η διαστολή, και η θέση του έσω στομίου είναι σημαντικοί προγνωστικοί παράγοντες πρόωρου τοκετού και μπορούν ακίνδυνα και επακριβώς να αξιολογηθούν με τρεις κυρίως τρόπους, από την κοιλιά, το περίνεο και τον κόλπο.

Διακοιλιακή προσέγγιση

Η εκτίμηση του τραχήλου της μήτρας από την κοιλιά πραγματοποιείται με ηχοβολέα 2 - 5ΜΗΖ και είναι λιγότερο ακριβής μέθοδος από ότι η διακολπική ή την διαπερινεϊκή. Ο τράχηλος απεικονίζεται ανεπαρκώς όταν η ουροδόχος κύστη της μητέρας είναι κενή ή όταν λόγω της υπερπλήρωσής της αυξάνεται τεχνητά το μήκος του τραχήλου, κρύβοντας με τον τρόπο αυτό την παρουσία ενδεχόμενης βράχυνσης και διαστολής του. Μια πλήρης ούρων κύστη μιμείται ψευδώς την εικόνα χοάνης (funneling) στο έσω τραχηλικό στόμιο επειδή το κατώτερο τμήμα της μήτρας συμπιέζεται από το βάρος της γεμάτης κύστης. Η ίδια εικόνα αυτή της χοάνης μπορεί να αναπαραχθεί από την παρουσία κύστεων Naboth. Το αυξημένο σωματικό λίπος της μητέρας, η παρουσία χαμηλά στον ισθμό της μήτρας κάποιου εμβρυϊκού μέλους, τα ινομυώματα και οι συσπάσεις είναι δυνατόν να περιορίσουν σημαντικά την απεικόνιση του τραχήλου. Με βάση τα φυσικά αυτά προβλήματα που ανακύπτουν διακοιλιακά, η αξιολόγηση και απεικόνιση του τραχήλου εκτελείται καλύτερα είτε διακολπικά είτε διαπερινεϊκά.

Διαπερινεϊκή προσέγγιση

Εκτελείται με ηχοβολέα 3,5 - 5ΜΗΖ ο οποίος καλύπτεται με ένα πλαστικό γάντι για λόγους υγιεινής και για προφύλαξη από την μόλυνση. Ο ηχοβολέας τοποθετείται κατά τον επιμήκη άξονά του στο περίνεο, πάνω από τα μικρά χείλη, η σάρωση έχει κατεύθυνση προς τον κόλπο και τον τράχηλο, ενώ η ουροδόχος κύστη πρέπει να είναι μερικώς γεμάτη (Callen PW, M.D: Ultrasonography in Obstetrics and Gynecology, 4th ed, pp 580, 2000). Η διαπερινεϊκή προσέγγιση του τραχήλου εξαρτάται περισσότερο από την ικανότητα του εξεταστή και λιγότερο από τα διαγνωστικά σφάλματα τα οποία συμπεριλαμβάνουν:

  • την μη απεικόνιση (θολερότητα) του τραχήλου από τον αέρα του ορθού
  • την ακουστική σκιά που προκύπτει από τα οστά της πυέλου
  • την ανεπαρκή απεικόνιση του έξω τραχηλικού στομίου από την άμεση επαφή του με το τοίχωμα του κόλπου.

Ο Hertzberg και οι συνεργάτες του (Hertzberg BS, Kliewer MA, Baumeister LA. Optimizing transperineal sonographic imaging of the cervix: the hip elevation techique. J Ultrasound Med 1994; 13:933-936) θεμελίωσαν την άποψη ότι η ανύψωση της μέσης της εγκύου σε ψηλότερο επίπεδο, με την βοήθεια μαλακού στρώματος, μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την απεικόνιση του τραχήλου τουλάχιστον όπως διαπίστωσαν σε 19 από τις 23 περιπτώσεις που μελέτησαν εκεί όπου η κλασική διαπερινεϊκή εξέταση ήταν ανεπαρκής. Η διαπερινεϊκή προσπέλαση στην εκτίμηση του τραχήλου παρουσιάζει ένα πλεονέκτημα συγκριτικά με την διακολπική δεδομένου ότι ο ηχοβολέας δεν εισάγεται στον κόλπο. Σε ασθενείς με ενεργή αιμορραγία αλλά και σε αυτούς με πρόωρη ρήξη εμβρυικών υμένων η διαπερινεϊκή μέθοδος είναι ίσως η καλύτερη προσέγγιση μιας και η εξέταση θεωρείται άνετη και περισσότερο αποδεκτή από την πληθώρα των ασθενών, χωρίς επιπλέον να παράγονται artifactis από την πίεση που ασκείται στον τράχηλο. 

Οι Kurtzman και συν., επιβεβαίωσαν συναφή αποτελέσματα μεταξύ μετρήσεων στην εκτίμηση του μήκους του τραχήλου, οι οποίες ελήφθησαν χρησιμοποιώντας διακολπική και διαπερινεϊκή υπερηχογραφία. Ωστόσο, διατύπωσαν την άποψη ότι το διαπερινεϊκό υπερηχογράφημα είναι τεχνικά δυσκολότερο από το διακολπικό. Μετά την οβελιαία σάρωση του περινέου ο ηχοβολέας περιστρέφεται κατά την φορά των δεικτών του ρολογιού (λοξά δεξιά) ή αντίθετα, ώστε να ελαχιστοποιήσει την σκίαση η οποία επικαλύπτει την απεικόνιση του έσω, προπαντός όμως του έξω στομίου του τραχήλου από την ύπαρξη αέρα στο ορθό με αποτέλεσμα να δημιουργείται εσφαλμένη μέτρηση στον προσδιορισμό του μήκους του (Kurtzman JT, Goldsmith LJ, Gall SA, et al: Transvaginal versus transperineal ultrasonography: A blinded comparison in the assessment of cervical length at midgestation. Am J Obstet Gynecol 179:852, 1998).

Διακολπική προσέγγιση

Πραγματοποιείται με ηχοβολέα που εκπέμπει σε συχνότητα 5-10-ΜΗΖ, ενώ η ουροδόχος κύστη πρέπει να κενώνεται πριν από την έναρξη της εξέτασης. Στην συνέχεια ο ηχοβολέας τοποθετείται με προσοχή στον κόλπο, όχι απότομα, άτσαλα ή πάρα πολύ βαθιά, κάτω από την άμεση παρατήρηση του τραχήλου σε πραγματικό χρόνο (real time). Με τον τρόπο αυτόν μπορεί προληφθεί πιθανός τραυματισμός όταν οι εμβρυϊκοί υμένες προβάλλουν στον κόλπο ή όταν ο πλακούντας εντοπίζεται χαμηλά στον ισθμό. Αφού προσδιοριστεί ο τράχηλος, ο ηχοβολέας ανασύρεται ελαφρά προς τα έξω προκειμένου να ληφθεί μια περισσότερο ακριβής εικόνα του έσω στομίου, του έξω στομίου, και του μήκους του τραχήλου (Confino E, Mayden K, Giglia R, et al. Pitfalls in sonographic imaging of the incompetent uterine cervix. Acta Obstet Gynecol Sand 1986; 65:593-597).

Κατά τον Burger η απεικόνιση του τραχήλου πρέπει να ικανοποιεί τα ακόλουθα κριτήρια:

  1. Το έσω στόμιο να εμφανίζεται είτε επίπεδο ή ως ισοσκελές τρίγωνο.
  2. Ολόκληρο το μήκος του τραχηλικού αυλού πρέπει να απεικονίζεται.
  3. Το έξω στόμιο πρέπει να απεικονίζεται συμμετρικά.
  4. Το ενδοτραχηλικό κανάλι να είναι στο μέσο της απόστασης μεταξύ προσθίου και οπισθίου χείλους (Burger Μ, Weber-Rossler T, Willman M. Measurement of the pregnant cervix by transvaginal sonography: an interobserver study and new standards to improve the interobserver variability. Ultrasound Obstet Gynecol 1977; 9: 188-193).

Διαγνωστικά σφάλματα

  1. Δεν πρέπει να ασκείται έντονη πίεση στον τράχηλο από τον ηχοβολέα. Ένας ανοιχτός τράχηλος μπορεί να συμπιεστεί και να κλείσει όταν ασκηθεί πίεση από την κεφαλή του υπερηχογράφου, και αυτό οδηγεί σε αδυναμίας ορθής διάγνωσης.
  2. Επιπλέον μια υπερβολική πίεση του ηχοβολέα στο πρόσθιο τμήμα του τραχήλου οδηγεί σε ψευδώς αυξημένο μήκος τραχήλου, λόγω σύσπασης του πρόσθιου κατώτερου τμήματος της μήτρας.
  3. Το μήκος και το σχήμα του τραχήλου ενδέχεται να αλλάξουν κατά την λήψη του υπερηχογραφήματος αυτόματα. Ως εκ τούτου θα πρέπει να παρατηρείται επί αρκετά λεπτά ο τράχηλος και να αποκαλύπτεται η δυναμική ισορροπία μεταξύ έσω στομίου και μήκους τραχήλου.
  4. Η τοποθέτηση της εγκύου σε θέση trendelenburg ή η άσκηση πίεσης με το χέρι στον πυθμένα της μήτρας ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζουν σωστά το πραγματικό μήκος και σχήμα του τραχήλου.
Σελίδα 1 από 2

Ποιοι είμαστε

Η ιστοσελίδα emvriomitriki.gr σχεδιάστηκε αρχικά για να καλύψει τις απορίες και τις ανάγκες των εγκύων γυναικών. Όμως, λόγω του υψηλού επιστημονικού υλικού που περιέχει (άρθρα, βίντεο, φωτογραφίες, βιβλιογραφία) καθίσταται χρήσιμο επαγγελματικό εργαλείο σε φοιτητές, μαιευτήρες και άλλους επαγγελματίες υγείας που επιθυμούν να ανανεώσουν τις γνώσεις τους. Το έργο επιμελήθηκε ο ιατρός Αναστάσιος Κοκοβίδης.

Στοιχεία επικοινωνίας

Διαδρομή

Λεωφόρος Κηφισίας 26
Αθήνα, 115 26


info@emvriomitriki.gr
210 7771300










Κλείστε το ραντεβού σας Online!




Πριν ξεκινήσετε, Cookies
Πρόκειται για μικρά αρχεία/εργαλεία που μας βοηθάνε να οργανώσουμε καλύτερα την περιήγηση στην σελίδα μας καθώς και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδας μας.