• Slider4
  • Slider5
  • Slider 9
Δρ Αναστάσιος Κοκοβίδης

Δρ Αναστάσιος Κοκοβίδης

Περιγραφή και ορισμός

Ο κάθετος αστράγαλος αποτελεί μια σπάνια παραμόρφωση του άκρου πόδα που χαρακτηρίζεται από προεξέχουσα φτέρνα, αναστροφή του κοίλου της ποδικής καμάρας και ραχιαία κάμψη στο πρόσθιο τμήμα του. Μπορεί να ετερόπλευρος ή αμφίπλευρος.

Παθογένεια

Ο αστράγαλος είναι ένα μικρό οστό μεταξύ κνήμης, περόνης και φτέρνας που συνδέει το κάτω μέρος τού ποδιού με το πέλμα και έχει κατεύθυνση προς τα δάκτυλα. Στον κάθετο αστράγαλο το οστό κατευθύνεται προς το έδαφος, δηλαδή είναι κάθετα τοποθετημένο και τα οστά του ταρσού μετατοπίζονται οπίσθια. Η εξωτερική εμφάνιση του ποδιού είναι όμοια με εκείνη μιας κυρτής πελματιαίας επιφάνειας με οπίσθια διόγκωση της φτέρνας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα άκαμπτο πόδι με εξαφάνιση της ποδικής καμάρας γνωστό και ως "rocker bottom foot".

Επιδημιολογικά στοιχεία

Παρόλο που η ακριβής συχνότητα εμφάνισης του συγγενούς κάθετου αστράγαλου παραμένει άγνωστη, ο εκτιμώμενος επιπολασμός της ανωμαλίας είναι 1/10.000 γεννήσεις ζωντανών εμβρύων. 1

Αιτιοπαθολογία

Στις περισσότερες περιπτώσεις η αιτιολογία του συγγενούς κάθετου αστράγαλου παραμένει άγνωστη, ενώ στο 20-50% των περιπτώσεων του μεμονωμένου κάθετου αστράγαλου υπάρχει οικογενής προδιάθεση.

Σύνδεση με άλλες παθήσεις

Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι περίπου το ήμισυ του συνόλου των περιπτώσεων του κάθετου αστράγαλου συνδέεται με ανωμαλίες του νευρικού σωλήνας ή γενετικά σύνδρομα. Οι πιο συνηθισμένες νευρικές ανωμαλίες συμπεριλαμβάνουν την αρθρογρύπωση και την μηνιγγομυελοκήλη.

Ο κάθετος αστράγαλος (rocker bottom foot) συνδέεται με ανώμαλο καρυότυπο, ιδίως με τρισωμία 13, 18 αν και μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μεμονωμένη ανωμαλία. Ενίοτε, συνδέεται με ανωμαλίες του νευρικού σωλήνα: αρθρογρύπωση, μηνιγγομυελοκήλη, νευρομυϊκές διαταραχές και ως τμήμα της ακολουθίας Potter.

Κληρονομικότητα

Ο συγγενής κάθετος αστράγαλος ως μεμονωμένο εύρημα κληρονομείται στους απογόνους ως αυτοσωματικό κυρίαρχο χαρακτηριστικό με μεταβλητή έκφραση και ατελή διείσδυση. 2 - 5 Το 50% των ασθενών με κάθετο αστράγαλο ως μεμονωμένο εύρημα είχε θετικό οικογενειακό ιστορικό παραμόρφωσης των ποδιών στους συγγενείς πρώτου βαθμού. Η γενετική ετερογένεια των μεταλλάξεων στα γονίδια HOXD10, D2S1353, M319K, 956T > A φαίνεται πως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αιτιολογία της οντότητας αυτής. 6 , 7

Υπερηχογραφική ευρήματα

Τα υπερηχογραφικά ευρήματα συνιστούν: αναστροφή της ποδικής καμάρας του άκρου πόδα και προεξοχή της φτέρνας η οποία σε ευθεία γραμμή βρίσκεται πίσω από την γαστροκνημία. 8 , 9 Η αναστροφή της ποδικής καμάρας ανιχνεύεται στο 10% - 52% των εμβρύων με τρισωμία 18. 10 - 12

Στρατηγική διαχείρισης

Όταν διαγιγνώσκεται κάθετος αστράγαλος απαιτείται διεξοδικός υπερηχογραφικός έλεγχος για επιπλέον συγγενείς ανωμαλίες. Η μαγνητική τομογραφία (MRI) μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για την επιβεβαίωση της διάγνωσης ή και να προσδιορίσει περαιτέρω ανωμαλίες στον εγκέφαλο και την σπονδυλική στήλη.13 Η προγεννητική διάγνωση της ανωμαλίας δίνει την δυνατότητα στους μελλοντικούς γονείς για πρόσθετη απεικόνιση, γενετικές εξετάσεις και παροχή πληροφοριών σχετικά με την στρατηγική διαχείρισης. Η γονική συμβουλευτική από ορθοπεδικούς χειρουργούς είναι σημαντική για την ενημέρωση της οικογένειας σχετικά με τις προοπτικές και τις επιλογές της θεραπείας. Η ακριβής ενημέρωση και συμβουλευτική βοηθά τους γονείς να κατανοήσουν τη φύση του προβλήματος του παιδιού τους, βοηθά τους κλινικούς γιατρούς στον προγραμματισμό των αλγορίθμων της θεραπείας και βελτιστοποιεί την οικογενειακή ετοιμότητα. 14 , 15

Φυσική ιστορία και έκβαση

Χωρίς θεραπεία ο κάθετος αστράγαλος προκαλεί σημαντική αναπηρία με άλγος και λειτουργικούς περιορισμούς στην βάδιση.16,17 Στόχος της χειρουργικής επέμβασης είναι η αποκατάσταση της ορθής θέσης των οστών του ποδιού. Η κλασική χειρουργική αντιμετώπιση πραγματοποιείται συνήθως πριν από την ηλικία του ενός έτους, είναι αποτελεσματική, μακρά και σχετίζεται με βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπλοκές. 18 Το τελευταία χρόνια η θεραπευτική προσέγγιση του κάθετου αστράγαλου άλλαξε ριζικά με την εισαγωγή μίας ελάχιστα επεμβατικής μεθόδου η οποία βασίζεται στη διόρθωση κυρίως του εκμαγείου του ποδιού και υπόσχεται καλά και πρώιμα αποτελέσματα. 19 - 23

  1. Jacobsen ST, Crawford AH. Congenital vertical talus. J Pediatr Orthop. 1983 Jul; 3(3): 306-10. PubMed | Full Text Wolters Kluwer | Google Scholar
  2. Stern HJ, Clark RD, Stroberg AJ, et al. Autosomal dominant transmission of isolated congenital vertical talus. Clin Genet. 1989 Dec; 36(6): 427-30. PubMed | Google Scholar
  3. Shrimpton AE, Levinsohn EM, Yozawitz JM, et aL. A HOX gene mutation in a family with isolated congenital vertical talus and Charcot-Marie-Tooth disease. Am J Hum Genet. 2004 Jul; 75(1): 92-6. PubMed | Google Scholar
  4. Levinsohn EM, Shrimpton AE, Cady RB, et al. Congenital vertical talus in four generations of the same family. Skeletal Radiol. 2004 Nov; 33(11): 649-54. PubMed | Full Text PMC | Full Text AJHG | Google Scholar
  5. Dobbs MB, Gurnett CA, Robarge J, et al. Variable hand and foot abnormalities in family with congenital vertical talus and CDMP-1 gene mutation. J Orthop Res. 2005 Nov; 23(6): 1490-4. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  6. Ogata K, Schoenecker PL, Sheridan J. Congenital vertical talus and its familial occurrence: an analysis of 36 patients. Clin Orthop Relat Res. 1979 Mar-Apr; (139): 128-32. PubMed | Google Scholar
  7. Dobbs MB, Gurnett CA, Pierce B, et al. HOXD10 M319K mutation in a family with isolated congenital vertical talus. J Orthop Res. 2006 Mar; 24(3): 448-53. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  8. Jeanty P, Romero R, d'Alton M, et al. In utero sonographic detection of hand and foot deformities. J Ultrasound Med. 1985 Nov;4(11):595-601. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google scholar
  9. Ryu JK, Cho JY, Choi JS. Prenatal sonographic diagnosis of focal musculoskeletal anomalies. Korean J Radiol. 2003 Oct-Dec; 4(4): 243-51. PubMed | Full Text PMC | Full Text KJR | Google Scholar
  10. Isaksen CV, Eik-Nes SH, Blaas HG, et al. A correlative study of prenatal ultrasound and post-mortem findings in fetuses and infants with an abnormal karyotype. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 Jul; 16(1): 37-45. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  11. Yeo L, Guzman ER, Day-Salvatore D, et al. Prenatal detection of fetal trisomy 18 through abnormal sonographic features. J Ultrasound Med. 2003 Jun; 22(6): 581-90. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  12. Hsiao CC, Tsao LY, Chen HN, et al. Changing clinical presentations and survival pattern in trisomy 18. Pediatr Neonatol. 2009 Aug; 50(4): 147-51. PubMed | Full Text Pediatrics and Neonatology | ScienceDirect | PDF | Google Scholar
  13. Rubio EI, Mehta N, Blask AR, et al. Prenatal congenital vertical talus (rocker bottom foot): a marker for multisystem anomalies. Pediatr Radiol. 2017 Dec; 47(13): 1793-1799. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  14. Oetgen ME, Kelly SM, Sellier LS, et al. Prenatal diagnosis of musculoskeletal conditions. J Am Acad Orthop Surg. 2015 Apr; 23(4): 213-21. PubMed | Full Text AAOS | Google Scholar
  15. Edwards L, Hui L. First and second trimester screening for fetal structural anomalies. Semin Fetal Neonatal Med. 2018 Apr; 23(2): 102-111. PubMed | Full Text Fetal & Neonatal Medicine | Google Scholar
  16. Miller M, Dobbs MB. Congenital Vertical Talus: Etiology and Management. J Am Acad Orthop Surg. 2015 Oct; 23 (10): 604-11. PubMed | Full Text AAOS | Google Scholar
  17. McKie J, Radomisli T. Congenital vertical talus: a review. Clin Podiatr Med Surg. 2010 Jan; 27(1): 145-56. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  18. Zorer G, Bagatur AE, Dogan A. Single stage surgical correction of congenital vertical talus by complete subtalar release and peritalar reduction by using the Cincinnati incision. J Pediatr Orthop B. 2002; 11(1): 60–67. PubMed | Full Text Wolters Kluwer | Google Scholar
  19. Dobbs MB, Purcell DB, Nunley R, et al. Early results of a new method of treatment for idiopathic congenital vertical talus. J Bone Joint Surg Am. 2006 Jun; 88(6): 1192-200. PubMed | Full Text JBJS | Google Scholar
  20. Dobbs MB, Purcell DB, Nunley R, et al. Early results of a new method of treatment for idiopathic congenital vertical talus. Surgical technique. J Bone Joint Surg Am. 2007 Mar; 89 Suppl 2 Pt. 1: 111-21. PubMed | Full Text JBJSGoogle Scholar
  21. Arbab D, Rath B, Quack V, et al. Vertical talus: current diagnostic and therapy options. Orthopade. 2013 Jun; 42(6): 402-8. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  22. Yang JS, Dobbs MB. Treatment of Congenital Vertical Talus: Comparison of Minimally Invasive and Extensive Soft-Tissue Release Procedures at Minimum Five-Year Follow-up. J Bone Joint Surg Am. 2015 Aug 19; 97(16): 1354-65. PubMed | Full Text JBJSGoogle Scholar
  23. Chan Y, Selvaratnam V, Garg N. A comparison of the Dobbs method for correction of idiopathic and teratological congenital vertical talus. J Child Orthop. 2016 Apr; 10(2): 93-9. PubMed | Full Text PMC | Full Text Children's | PDF | Google Scholar

Σύντομα κοντά σας με νέο υλικό σχετικά με την Πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια.

Μείνετε συντονισμένοι!

 

Περιεμμηνόπαυση

Μαρτίου 29, 2020 |

Περιγραφή και ορισμός

Περιεμμηνόπαυση ή μεταβατική εμμηνόπαυση είναι η χρονική περίοδος κατά την οποία οι γυναίκες μεταβαίνουν από την αναπαραγωγή στην εμμηνόπαυση που σηματοδοτείται με το οριστικό σταμάτημα της περιόδου. 1

Διάρκεια

Η μέση διάρκεια της περιεμμηνόπαυσης εκτιμάται μεταξύ 4 και 11 ετών από το έτος που εμφανίστηκε ο τελευταίος κύκλος της περιόδου. 2 , 3 Τα συμπτώματα της περιεμμηνόπαυσης εμφανίζονται κάποια στιγμή στην ηλικία των 40 ή ακόμη και από την ηλικία των 50 ετών. 4 Ωστόσο, επιδημιολογικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι ένα ποσοστό 10% των γυναικών ηλικίας 30 ετών θα μπορούσε να βρίσκεται κοντά στην περιεμμηνόπαυση. 5

Παθοφυσιολογία

Η περιεμμηνόπαυση είναι η ασαφής χρονική περίοδος της γυναίκας άνω των 40 ετών από την στιγμή της εμφάνισης των πρώτων αλλαγών στον καταμήνιο κύκλο της μέχρι την οριστική παύση της εμμήνου ρύσεως. 6 Οι πρώτες ενδοκρινολογικές διαταραχές του άξονα υπόφυση-ωοθήκη εμφανίζονται στην ηλικία των 40 ετών περίπου καθώς η εκλεκτική αύξηση των επιπέδων της θυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) συμβαίνει την ίδια περίπου χρονικά στιγμή με την έντονη επιτάχυνση της απώλειας των αρχέγονων ωοθυλακίων της ωοθήκης. 7  Η λειτουργία των αρχέγονων ωοθυλακίων αρχίζει στην εμβρυϊκή ωοθήκη κατά τη διάρκεια της 20ής εβδομάδας της κύησης και συνεχίζεται μέχρι και μετά την εμμηνόπαυση. 8

Στην περιεμμηνόπαυση λαμβάνει χώρα η διαλείπουσα ωορρηξία καθώς και η χρόνια ανωοθυλακιορρηξία. Επομένως, τα επίπεδα της προγεστερόνης είναι χαμηλά αφού δεν δημιουργείται ωχρό σωμάτιο. Ωστόσο, οι ωοθήκες παράγουν ακόμη οιστρογόνα γεγονός που επιτρέπει τον συνεχή πολλαπλασιασμό του ενδομητρίου. Το παχύ ενδομήτριο αυξάνεται πολύ με την παροχή αίματος, υφίσταται εστιακή νέκρωση και ξεκινά η απόπτωσή του. Η απόπτωση δεν είναι ομοιόμορφη, η αιμορραγία τείνει να είναι ακανόνιστη, παρατεταμένη και βαριά. Η χρόνια ενδογενής διέγερση του ενδομητρίου με οιστρογόνα, χωρίς την ύπαρξη της αντιρροπιστικής δράσης της προγεστερόνης, μπορεί να οδηγήσει σε υπερπλασία και καρκίνο του ενδομητρίου. 9

Η ηλικία είναι ένας αρκετά καλός δείκτης πρόβλεψης της ωοθηκικής λειτουργίας το διάστημα της περιεμμηνόπαυσης και την περίοδο της μετάβασης στην εμμηνόπαυση. Οι παραδοσιακές μέθοδοι σταδιοποίησης της περιεμμηνόπαυσης παρείχαν κατηγοριοποιημένους προσδιορισμούς της αναπαραγωγικής ηλικίας (προ-, περι-, και μετεμμηνόπαυση) έχοντας ως βάση δείκτες όπως π.χ. ορμόνες που μπορεί να ήταν αναξιόπιστοι ή να μην είχαν μεταβληθεί μέχρι να επηρεαστεί σοβαρά η ωοθηκική λειτουργία.

Η απόκριση του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση στους μηχανισμούς ανάδρασης των οιστρογόνων (positive or negative feedback) σε γυναίκες μεγαλύτερης αναπαραγωγικής ηλικίας έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση της εμμηνόπαυσης. 10 Τα μέσα επίπεδα της FSH αυξάνονται δύο χρόνια πριν το διάστημα της τελευταίας έμμηνης ρήσης (FMP) ενώ η σημαντική αύξηση των επιπέδων της FSH εμφανίζεται σχετικά αργά, δύο χρόνια μετά την εγκατάσταση της εμμηνόπαυσης. 11 Στο αρχικό στάδιο της περιεμμηνόπαυσης, τα επίπεδα της οιστραδιόλης (E2) παραμένουν φυσιολογικά ή και αυξημένα λόγω της αυξημένης δράσης της αρωματάσης, τα επίπεδα της προγεστερόνης (PRG) μειώνονται και μπορεί να εμφανιστούν περιστασιακά αυτόματες ωορρηξίες. Σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, αυξάνονται οι μη τακτικοί ή ακανόνιστοι κύκλοι ενώ το ορμονικό προφίλ αποκαλύπτει διακύμανση των επιπέδων της FSH, της ινχιμπίνης ή ανασταλτίνης Β, της οιστραδιόλης και των επιπέδων της anti-Mullerian ορμόνης (AMH). Η AMH αποτελεί τον ακριβέστερο δείκτη γήρανσης των ωοθηκών κατά το διάστημα αυτής της περιόδου σύμφωνα με κάποιες μελέτες. 12 - 14  Επίπεδα AMH < 0,92ng/ml συνδέονταν με την έλευση της εμμηνόπαυσης εντός διαστήματος 3-5 ετών. 15 , 16  Επίσης, η ΑΜΗ θεωρείται καταλληλότερη ως εξέταση μαζικού ελέγχου σε πρωτόκολλα IVF (ΑΜΗ ≤1,26 ng/ml) και μπορεί να αντικαταστήσει την FSH η οποία παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο κατά την περιεμμηνόπαυση. 17

Ιστοπαθολογία

Οι ιστολογικές μεταβολές στο περιεμμηνοπαυσιακό ενδομήτριο μπορούν να ταξινομηθούν: α) ως μη πολλαπλασιαστικές βλάβες (ατροφικό, αδρανές, εκκριτικό, φλεγμονώδες, μεταπλαστικό), β) ως πολλαπλασιαστικές καλοήθεις αλλοιώσεις (πολύποδες, υπερπλασία στρώματος) και γ) ως κακοήθεις, διηθητικός καρκίνος ενδομητρίου. 18 Η υπερπλασία και ο καρκίνος του ενδομητρίου είναι πιο συχνά σε γυναίκες περιεμμηνοπαυσιακής και μετεμμηνοπαυσιακής ηλικίας. 19 , 20 Μια λιγότερο συχνή παθολογική διάγνωση είναι η ενδομητρίτιδα η οποία παρατηρείται στο 7,9-18% των περιπτώσεων. Πολλαπλοί μικρο-πολύποδες μεγέθους ≤ 1mm σε συνδυασμό με τα κλινικά συμπτώματα, το στρωματικό οίδημα και την τοπική υπεραιμία του μικρο-πολύποδα συνθέτουν μια περίπτωση χρόνιας ενδομητρίτιδας. 21 , 22 Η ενδομητρίτιδα ευθύνεται για το 5-15% της ανώμαλης αιμορραγίας της μήτρας. 23

Αιτιοπαθολογία

Τα αίτια της ανώμαλης αιμορραγίας της μήτρας (AUB) σε μη έγκυες γυναίκες περιεμμηνοπαυσιακής ηλικίας τυποποιήθηκαν από την Διεθνή Ομοσπονδία Γυναικολόγων Μαιευτήρων (FIGO) σε ένα νέο σύστημα ταξινόμησης (PALM-COEIN). 24 , 25 Η ομάδα PALM περιλαμβάνει πέντε δομικές οντότητες (πολύποδα, αδενομύωση, ινομύωμα, κακοήθεια και υπερπλασία) οι οποίες μπορούν να διαγνωσθούν με διαγνωστικές απεικονιστικές τεχνικές ή και ιστοπαθολογία. Η ομάδα COEIN περιλαμβάνει μη δομικές οντότητες (διαταραχές πηκτικότητας, δυσλειτουργία ωορρηξίας, δυσλειτουργία ενδομητρίου, ιατρογενής και αταξινόμητη) οι οποίες δεν διαγιγνώσκονται με απεικονιστικές τεχνικές ή και ιστοπαθολογία. 26

Η πιο συχνή ηλικιακή ομάδα με AUB ήταν 41-50 έτη (33,5%) και το πιο κοινό ιστοπαθολογικό πρότυπο σε αυτούς τους ασθενείς ήταν το φυσιολογικό ενδομήτριο (28,4%). Η συνηθέστερη παθολογία ανεξάρτητα από την ηλικιακή ομάδα ήταν διαταραγμένο παραγωγικό ενδομήτριο (20,5%). Άλλες αιτίες που εντοπίστηκαν ήταν καλοήθεις ενδομήτριοι πολύποδες (11,2%), υπερπλασίες ενδομητρίου (6,1%), καρκινώματα (4,4%) και χρόνια ενδομητρίτιδα (4,2%). 27 Τα λειομυώματα ή ινομυώματα της μήτρας είναι καλοήθεις όγκοι των λείων μυϊκών ινών με εξαιρετικά χαμηλό κακοήθες δυναμικό. 28 Η επίπτωση των ινομυωμάτων αυξάνει με την μικρή ηλικία εμμηναρχής έως την περιεμμηνόπαυση, ενώ στην εμμηνόπαυση φθίνει. Ανεξάρτητα από τον γενικά καλοήθη νεοπλαστικό χαρακτήρα τους, τα ινομυώματα είναι υπεύθυνα για σημαντική νοσηρότητα σε μεγάλο ποσοστό γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. 29 , 30

Συμπτωματολογία

A. Φυσικά συμπτώματα

Στις περισσότερες γυναίκες παρατηρούνται αγγειοκινητικά συμπτώματα (VMS) του τύπου εξάψεις και νυχτερινές εφιδρώσεις. 31 , 32 Τα πιο ενοχλητικά συμπτώματα του προεμμηνορροϊκού συνδρόμου (τάση μαστού, ημικρανία, κεφαλαλγία, άγχος, έλλειψη συγκέντρωσης και ευερεθιστότητα) μπορούν να αυξηθούν σε σοβαρότητα και διάρκεια. 33 , 34  Η προϋπάρχουσα ημικρανία μπορεί να παραμείνει αμετάβλητη, να βελτιωθεί ή και να επιδεινωθεί. 35 , 36

Οι γυναίκες στην περιεμμηνόπαυση μπορεί να εμφανίσουν ταχεία απώλεια οστικής μάζας η οποία συμβάλλει στην ανάπτυξη οστεοπόρωσης και έχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων (CVD). 37 - 39 Επίσης, έχει αποδειχθεί η συσχέτιση μεταξύ αγγειοκινητικών συμπτωμάτων (VMS) και μεταβολικού συνδρόμου (διαβήτης τύπου 2 και αντίσταση στην ινσουλίνη). 40 Θα πρέπει επίσης να τονισθεί ότι το υπερβολικό βάρος/παχυσαρκία, αλλά και η ισχνή σωματική μάζα συμβάλλουν σημαντικά στην μείωση της οστικής πυκνότητας του μηριαίου οστού κατά το διάστημα της περιεμμηνόπαυσης. 41 , 42

Τα συμπτώματα της ουρογεννητικής οδού σχετίζονται με τη μείωση των οιστρογόνων και των άλλων στεροειδών ορμονών του φύλου και συνεπάγονται μεταβολές στα μεγάλα ή τα μικρά χείλη, την κλειτορίδα, την είσοδο του κόλπου και τον κόλπο, την ουρήθρα και την ουροδόχο κύστη. Οι ασθενείς παρατηρούν: κολπική ξηρότητα, έλλειψη λίπανσης, δυσφορία ή πόνο κατά την σεξουαλική επαφή, έπειξη προς ούρηση, δυσουρία και υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. 43 , 44

B. Ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας

Ορολογία και ορισμοί

Παγκοσμίως υπήρξε μια σύγχυση στη χρήση του ορισμού και της ορολογίας στην Αγγλική γλώσσα γύρω από το σύμπτωμα της ανώμαλης αιμορραγίας της μήτρας (AUB). Αυτό, οδηγούσε όλο και περισσότερο σε μεγαλύτερες δυσκολίες στη δημιουργία πολυεθνικών κλινικών ερευνών αλλά και στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων από μελέτες που πραγματοποιούνταν σε μεμονωμένα κέντρα. Μετά από εκτεταμένες διαβουλεύσεις με συναφείς διεθνείς και εθνικούς οργανισμούς υπήρξε σχεδόν καθολική συναίνεση στην ομάδα εμπειρογνωμόνων (35 έμπειροι κλινικοί γιατροί και επιστήμονες από όλο τον κόσμο) οι οποίοι συμφώνησαν ότι οι κλασικοί όροι μηνορραγία, μητρορραγία, μηνομητρορραγία και δυσλειτουργική μητρορραγία της μήτρας πρέπει να εγκαταλειφθούν επειδή προκαλούν σύγχυση. Η σύγχυση στην ομάδα προερχόταν από το γεγονός ότι κάποιοι αντιλαμβάνονταν αυτούς τους όρους ως σύμπτωμα, ενώ κάποιοι άλλοι ως διάγνωση ή περιγραφικό όρο. Η μεγαλύτερη διαφωνία αφορούσε την έννοια της δυσλειτουργικής αιμορραγίας της μήτρας (DUB). Το 59% θεωρούσε ότι ήταν ένας διαγνωστικός όρος, το 33% θεώρησε ότι θα μπορούσε να είναι διάγνωση ή περιγραφικός όρος, ενώ το υπόλοιπο 8% το θεώρησε ως σημάδι ή σύμπτωμα αλλά όχι διάγνωση. 45 - 48

Ένα δεύτερο επίτευγμα της ομάδας μελέτης των εμπειρογνωμόνων ήταν να ξεκινήσει η ανάπτυξη ενός πλαισίου για την περιγραφή των ορίων της φυσιολογικής αιμορραγίας του καταμήνιου ή εμμηνορροϊκού κύκλου. Συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθούν τέσσερις βασικοί παράμετροι στον χαρακτηρισμό της φυσιολογικής και της μη φυσιολογικής αιμορραγίας, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας των κύκλων, της κανονικότητας της εμμήνου ρύσεως, της διάρκειας ροής και τον όγκο της μηνιαίας απώλειας αίματος. Ένα φυσιολογικό εύρος για κάθε παράμετρο καθορίστηκε με βάση προηγούμενες μελέτες. Αν και οι τρεις πρώτοι βασικοί όροι μπορούν να μετρηθούν με ακρίβεια, ωστόσο οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η ποσότητα της απώλειας του αίματος που γίνεται αντιληπτή από οποιαδήποτε γυναίκα είναι εξαιρετικά υποκειμενική. 49 Οι όροι που συνήθως συνδέονται με την αιμορραγία λόγω ανωορρηξίας συμπεριλαμβάνουν την αμηνόρροια (απουσία περιόδων για περισσότερους από τρεις κύκλους), την ολιγομηνόρροια (εμμηνόρροια που εμφανίζεται σε διαστήματα μεγαλύτερα των 35 ημερών), την μητρορραγία (εμμηνόρροια σε ακανόνιστα διαστήματα με υπερβολική αιμορραγία και με διάρκεια άνω των επτά ημερών). Η μηνορραγία είναι ο όρος που συνδέει την ωορρηξία με την AUB (αιμορραγία σε τακτά χρονικά διαστήματα κάθε 24 έως 35 ημέρες, αλλά με υπερβολικό όγκο ή διάρκεια μεγαλύτερη των επτά ημερών). 50

Ταξινόμηση

Ο φυσιολογικός εμμηνορροϊκός κύκλος ξεκινά όταν η υποφυσιακή ορμόνη FSH διεγείρει τα ωοθυλάκια στις ωοθήκες για τον σχηματισμό του κυρίαρχου ωοθυλακίου και την παραγωγή οιστρογόνων. Τα οιστρογόνα διεγείρουν τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων του ενδομητρίου. Στην συνέχεια, μια αύξηση της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH) προκαλεί ωορρηξία. Tο προκύπτον ωχρό σωμάτιο παράγει προγεστερόνη, προκαλώντας ένα εκκριτικό ενδομήτριο. Σε περίπτωση απουσίας εγκυμοσύνης, τα επίπεδα οιστρογόνου και προγεστερόνης μειώνονται και η αιμορραγία λόγω της απόσυρσης των στεροειδών ορμονών εμφανίζεται 13 - 15 ημέρες μετά την ωοθυλακιορρηξία. 51 Διαταραχή της φυσιολογίας, ανατομικές μεταβολές στο ενδομήτριο ή καρκίνος του ενδομητρίου μπορεί να οδηγήσουν σε μη φυσιολογική αιμορραγία της μήτρας.

Κλινικά, το μοντέλο της αιμορραγίας με βάση τον αλγόριθμο της διαχείρισης ταξινομήθηκε σε 4 τύπους: α) ακανόνιστη (μη τακτική) αιμορραγία, β) βαριά αλλά τακτική αιμορραγία (μηνορραγία), γ) οξεία (σοβαρή) αιμορραγία και δ) ανώμαλη αιμορραγία που σχετίζεται με αντισυλληπτική μέθοδο. Ακανόνιστη (μη τακτική) ή υπερβολικά βαριά εμμηνορρυσία εμφανίζεται σε ποσοστό έως 14% των γυναικών. 52 , 53

α) Η ακανόνιστη αιμορραγία είναι μια ετερογενής κατηγορία που περιλαμβάνει την μηνορραγία, την μηνομητρορραγία, την ολιγομηνόρροια και την παρατεταμένη αιμορραγία που μπορεί να διαρκέσει εβδομάδες ή μήνες ενώ το πρότυπο αιμορραγίας είναι ασύμμετρο β) Η μηνορραγία θεωρείται βαριά όταν η ολική απώλεια αίματος είναι > 80ml ανά εμμηνορρυσία. Ο υποκειμενικός αυτός τρόπος εκτίμησης της εμμηνορρυσίας έχει περιορισμένη κλινική χρησιμότητα επειδή οι περισσότερες γυναίκες δεν είναι σε θέση να μετρήσουν την απώλεια αίματος. 54 - 57 Για τη διάκριση μεταξύ μηνορραγίας και φυσιολογικής απώλειας αίματος προτάθηκε μια ημιποσοτική μέθοδος πολύ εύκολη στη χρήση που βασίζεται στην τεχνική της οπτικής αξιολόγησης της εμμηνορρυσίας από τις ίδιες τις γυναίκες. Ως υπερβολική αιμορραγία (μηνορραγία) ορίζεται η ανάγκη αλλαγής ταμπόν ή σερβιετών κάθε μία έως δύο ώρες, η απώλεια θρόμβων αίματος μεγαλύτερων από 1 ίντσα (2,54 cm) και η εμφάνιση αναιμίας (αιμοσφαιρίνη μικρότερη από 12,0 g/dL). 58 - 60 Η βαριά μηνορραγία αποτελεί σημαντική αιτία αναιμίας στις γυναίκες κατά την περιεμμηνόπαυση. Γενικά, η βαριά μηνορραγία μπορεί να οφείλεται σε διαταραχές ωορρηξίας, σε πρωτοπαθείς διαταραχές του ενδομητρίου, σε καλοήθεις παθήσεις όπως ινομυώματα, αδενομύωση, ενδομητρίωση ή σε κακοήθεια των γεννητικών οργάνων 61 , 62 γ) Η σοβαρή αιμορραγία της μήτρας (από την εμμηναρχή ως την εμμηνόπαυση σε μη έγκυο ασθενή) εμφανίζεται συνήθως σε μία από τις τρεις κάτωθι περιπτώσεις: στην έφηβο με διαταραχές της πηκτικότητας του αίματος (συνήθως η νόσος von Willebrand), στον ενήλικα με υποβλεννογόνια ινομυώματα ή ως αποτέλεσμα αντιπηκτικής αγωγής 63 δ) Η ανώμαλη αιμορραγία που σχετίζεται με κάποια αντισυλληπτική μέθοδο όπως τα από του στόματος αντισυλληπτικά δισκία χαμηλής δοσολογίας, συνδυασμός γονόρροιας, χλαμυδίων με αντισυλληπτικά δισκία και συνύπαρξη ενδομητρίτιδας με ενδομήτριες συσκευές.

Γ. Ψυχολογικά συμπτώματα

Η συνολική ποιότητα της ζωής των γυναικών μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από διάφορα ψυχολογικά συμπτώματα κατά την περιεμμηνόπαυση: άγχος, ευερεθιστότητα, χαμηλή συγκέντρωση, κατάθλιψη, διακυμάνσεις στην διάθεση και άλλες αλλαγές που μπορεί να έχουν προσωπικές ή κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. 64 , 65  Ωστόσο, τα ψυχολογικά συμπτώματα σχετίζονταν περισσότερο με τα τρέχοντα γεγονότα και τις δυσκολίες της ενδοοικογενειακή ζωής, το εργασιακό άγχος παρά από την αλλαγή των ορμονικών επιπέδων. 66 , 67 Επιπλέον, η σχέση μεταξύ VMS και καταθλιπτικών συμπτωμάτων δεν έχει αποσαφηνιστεί επακριβώς. 68 Η περιεμμηνοπαυσιακή κατάθλιψη αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως νέος υποτύπος κατάθλιψης με συγκεκριμένα κλινικά χαρακτηριστικά.69- 74

Διαγνωστική προσέγγιση

Α. Αιματολογικός έλεγχος

Αρχικά, θα πρέπει να αποκλειστεί η παρουσία εγκυμοσύνης με τεστ ούρων/ορού και να μετρηθεί η β-υπομονάδα ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης. 75 Ο έλεγχος της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα και ο έλεγχος των διαταραχών της πήξεως του αίματος όπως η νόσος von Willebrand 76 πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο εάν υπάρχουν ενδείξεις. Ορμονικός έλεγχος σε γυναίκες με βαριά μηνορραγία δεν συνιστάται. 77

Β. Διακολπικός υπέρηχος

Η αξία της διακολπικής υπερηχογραφίας στην ανίχνευση της γυναικολογικής νόσου έχει αποσαφηνιστεί από καιρό. 78 - 83 Το διακολπικό υπερηχογράφημα (TVS) είναι ένα εργαλείο πρώτης γραμμής στην απεικόνιση της μήτρας σε γυναίκες με ανώμαλη αιμορραγία, όμως δεν μπορεί να διακρίνει πάντα αξιόπιστα το καλοήθη πολλαπλασιαστικό ενδομήτριο, την υπερπλασία, τους πολύποδες και τον καρκίνο. 84 - 86 Στην κλινική πρακτική είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ αραιομηνόρροιας που παρατηρείται το διάστημα της μεταβατικής εμμηνόπαυσης και της μητρορραγίας που παρατηρείται στην οριστική εμμηνόπαυση. 87 Πάχος ενδομητρίου 5 mm σε μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς με μητρορραγία είναι λιγότερο πιθανό να συσχετιστεί με κακοήθεις παθολογίες. 88 - 90

Το Αμερικανικό Κολέγιο Μαιευτήρων Γυναικολόγων εξέδωσε κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με το ρόλο της διακολπικής υπερηχογραφίας στην αξιολόγηση των γυναικών με μετεμμηνοπαυσιακή αιμορραγία. Η προσπέλαση σε αυτές τις γυναίκες μπορεί να γίνει είτε με δειγματοληψία ενδομήτριου είτε με υπερηχογραφική αξιολόγηση. Η αρχική αυτή αξιολόγηση δεν απαιτεί την εκτέλεση και των δύο δοκιμασιών μαζί. Η διαγνωστική υπερηχογραφία μπορεί να είναι χρήσιμη στην ταξινόμηση των ασθενών στους οποίους διεξήχθη δειγματοληψία ενδομητρίου, αλλά ο ιστός ήταν ανεπαρκής στην διάγνωση. Όταν το πάχος του ενδομητρίου ≤ 4 mm η πιθανότητα κακοήθειας είναι 1/917 και δεν απαιτείται βιοψία. 91 , 92 Ωστόσο, στο 5%-10% των περιπτώσεων δεν είναι εφικτή η εκτίμηση του ενδομητρίου και σε αυτούς τους ασθενείς απαιτείται πρόσθετος διαγνωστικός έλεγχος. 93 Δυστυχώς, δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ των ερευνητών σχετικά με το φυσιολογικό πάχος του ενδομητρίου σε περιεμμηνοπαυσιακές ασθενείς ή σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. 94

Γ. Ελαστουπερηχογραφία

H ελαστο-υπερηχογραφία (SEG) είναι μια νέα απεικονιστική μέθοδος που βασίζεται στην μέτρηση της σκληρότητας των ιστών και περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1991. 95 Σήμερα, η ελαστογραφία χρησιμοποιείται ως διαγνωστική τεχνική της υπερηχογραφίας και είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στη γυναικολογία. Μπορεί να αποσαφηνίσει τις παθολογικές οντότητες του ενδομητρίου από το φυσιολογικό ή το ατροφικό ενδομήτριο σε περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με πάχος ενδομητρίου > των 5mm. 96 Επειδή η ελαστογραφία μπορεί να εκτιμήσει τον βαθμό σκληρότητας των ενδομήτριων μαζών οι οποίες ανιχνεύτηκαν με υπερηχογράφημα καθίσταται χρήσιμη τεχνική στην διάκριση μεταξύ πολυπόδων και υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων. 97 Ωστόσο, η ελαστογραφία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαγνωστικό μέσο για τη διαφοροποίηση μεταξύ υπερπλασίας του ενδομητρίου και πολυπόδων ενδομητρίου. 98

Δ. Υστερουπερηχογράφημα

Το υστερουπερηχογράφημα (SIS) είναι μια απλή, σχετικά ανώδυνη τεχνική που πραγματοποιείται τοποθετώντας ένα μικρό καθετήρα στον ενδομητρικό σωλήνα εγχύοντας μικρή ποσότητα αλατούχου διαλύματος υπό υπερηχογραφική απεικόνιση. 99 Σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, το SIS είναι ακριβέστερο ως διαγνωστικό μέσο από ότι το TVS στην αξιολόγηση των ενδοκοιλοτικών ανωμαλιών της μήτρας σε περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με ανώμαλη αιμορραγία. 100 - 103

Το SIS ήταν επίσης ακριβές στη διάγνωση των πολυπόδων και των υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων με ευαισθησία 87,8% και 89,6% και ειδικότητα 90,7% και 95%, αντίστοιχα. 104 Στη διάγνωση των εστιακών βλαβών, είχε ευαισθησία, ειδικότητα, θετική προγνωστική αξία (PPV) και η αρνητική προγνωστική αξία (SNA) του SIS ήταν 79,6, 89,1, 89,6 και 78,8%, αντίστοιχα. 105 Μια συνδυασμένη προσέγγιση που χρησιμοποιεί τη μέτρηση πάχους ενδομητρίου από το TVS και η οποία κρατά το SIS για ασθενείς με αυξημένο πάχος ενδομητρίου (> 5mm) ή ενδομήτριο ανεπαρκώς ορατό στο TVS, είναι η βέλτιστη μέθοδος για τη μείωση του ρυθμού διαγνωστικής υστεροσκόπησης. 106 Επίσης το SIS ήταν καλύτερα ανεκτό για τους ασθενείς από την διαγνωστική υστεροσκόπηση στην διερεύνηση της ανώμαλης αιμορραγίας της μήτρας. 107

Ε. Δειγματοληψία ενδομητρίου

Η δειγματοληψία (βιοψία) του ενδομητρίου (ES) είναι μια τεχνική που εφαρμόζεται ως επί το πλείστον στο ιατρείο και έχει αποκτήσει ευρεία αποδοχή στις Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ). Είναι εξίσου ακριβής με την κλασική διαστολή και απόξεση (D&C) στη διάγνωση της ατυπίας του ενδομητρίου και του καρκίνου. 108 Η αξιολόγηση του ενδομητρίου με ιστολογική εξέταση πρέπει να αναζητάτε σε όλους τους ασθενείς στους οποίους υπάρχει υποψία καρκίνου του ενδομητρίου. Μια ποικιλία οργάνων έχει αναπτυχθεί για την βιοψία ενδομητρίου για χρήση στο γραφείο ως εναλλακτικές λύσεις στην D&C. Οι δύο συσκευές που χρησιμοποιούνται πιο συχνά είναι η βιοψία Pipelle (Unimar, CT, USA) και η βιοψία αναρρόφησης Vabra (Berkeley Medevices , Berkeley, CA, USA). Η βιοψία ενδομητρίου με ή χωρίς υστεροσκόπηση ενδείκνυται σε περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με πάχος ενδομητρίου > των 5 mm όταν: α) δεν διαπιστωθεί παθολογία στο υπερηχογράφημα σε γυναίκες ηλικίας > των 35 ετών με υποτροπιάζουσα ανωοθυλακιορρηξία, β) σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο νεοπλασίας ενδομητρίου και γ) σε γυναίκες με υπερβολική αιμορραγία που δεν ανταποκρίνεται στην ιατρική θεραπεία. 109 Η βιοψία του ενδομητρίου είναι άμεσα διαθέσιμη, δεν απαιτεί γενική αναισθησία και έχει λιγότερες επιπλοκές από την διαστολή και την απόξεση (D&C). 110

ΣΤ. Διαγνωστική υστεροσκόπηση

Η διαγνωστική υστεροσκόπηση επιτρέπει την πλήρη απεικόνιση της ενδομητρικής κοιλότητας και του ενδοτραχήλου και βοηθά στη διάγνωση των εστιακών βλαβών που χάνονται με τη δειγματοληψία ενδομητρίου. Λεπτά και λειτουργικά υστεροσκόπια, με μέγεθος εξωτερικής διαμέτρου από 3 - 5 mm, μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα και άνετα στο γραφείο χωρίς την ανάγκη διαστολής ή τοπικής αναισθησίας του τραχήλου της μήτρας. 111 Η ταχεία μακροσκοπική εξέταση επιτρέπει την ακριβή διάγνωση της ατροφίας, της υπερπλασίας, των πολυπόδων, των ινομυωμάτων, των παρακρατηθέντων προϊόντων σύλληψης και του καρκίνου του ενδομητρίου. Οι κατευθυνόμενες βιοψίες ενδομητρίου είναι δυνατές με ορισμένα υστεροσκόπια. Η υστεροσκόπηση γραφείου διαγιγνώσκει με ακρίβεια πολλές καταστάσεις που συνδέονται με την ανώμαλη αιμορραγία. Η πιθανότητα διάγνωσης του καρκίνου του ενδομητρίου μετά από αρνητικό αποτέλεσμα υστεροσκόπησης είναι 0,4% έως 0,5%. Η βέλτιστη απεικόνιση μπορεί να επιτευχθεί, στην θυλακική φάση του κύκλου. Σε υστεροσκοπική εξέταση θα πρέπει να υποβάλλονται οι ασθενείς με επιμένουσα αιμορραγία της μήτρας και καλοήθη δειγματοληψία ενδομητρίου ή ανεπαρκή δειγματοληψία ενδομητρίου μετά από υπερηχογραφική έλεγχο. 112 Η διαγνωστική υστεροσκόπηση είναι μία ακριβής μέθοδος στην ανίχνευση των ενδομήτριων ανωμαλιών με ευαισθησία και ειδικότητα 94% και 89%, αντίστοιχα. 113

Ζ. Διαστολή και απόξεση

Η διαστολή και η απόξεση (D&C), είναι η κλασική μέθοδος της εξέτασης του ενδομητρίου. Παρότι θεωρήθηκε ως το "χρυσό πρότυπο" η D&C δεν ερευνά ολόκληρη την κοιλότητα της μήτρας. 114 Δεδομένου ότι το D&C είναι ουσιαστικά μια τυφλή διαδικασία, μπορεί να χάσει βλάβες όπως οι πολύποδες, τα υποβλεννογόνια ινομυώματα, την υπερπλασία και το καρκίνωμα. 115 Εκτιμάται ότι σε περισσότερο από το 50% των περιπτώσεων η D&C δεν αποκαλύπτει την παθολογία του ενδομητρίου. 116 , 117 Για πολλά χρόνια η D&C θεωρήθηκε λανθασμένα ως θεραπευτική και διαγνωστική διαδικασία. Ο λόγος παραδοσιακά είναι ότι μετά από οποιαδήποτε γυναικολογική διαδικασία η παρακολούθηση είναι στις 6 εβδομάδες όταν οι περισσότερες γυναίκες θα είχαν μόνο μία μετεγχειρητική περίοδο. Η αντικειμενική μέτρηση της απώλειας αίματος κατά την εμμηνορρυσία έδειξε ότι ενώ η πρώτη περίοδος μετά το D&C είναι ελαφρύτερη, οι επόμενες δεν είναι διαφορετικές. 118

H D&C απαιτεί γενική αναισθησία και σχετίζεται με χειρουργικές επιπλοκές συμπεριλαμβανομένης της διάτρησης της μήτρας στο 0,6-1,3% των περιπτώσεων, αιμορραγία στο 0,4% των περιπτώσεων, μόλυνση στο 0,3-0,5% των περιπτώσεων και τραυματισμό τραχήλου. Η εκτεταμένη απόξεση μπορεί να προκαλέσει ενδομήτριες συμφύσεις. 119 Επομένως, η D&C αντικαθίσταται ολοένα και περισσότερο από διαδικασίες εξωτερικών ασθενών που αποφεύγουν τη γενική αναισθησία και είναι λιγότερο δαπανηρές. Τα διαθέσιμα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η παραδοσιακή θεραπεία με D&C δεν έχει πλέον καμία θέση ούτε στη θεραπεία ούτε στη διερεύνηση της ανώμαλης αιμορραγίας της μήτρας. Η D&C πρέπει να προσφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου η βιοψία γραφείου ή η κατευθυνόμενη υστεροσκοπική βιοψία δεν είναι εφικτές.

Στρατηγική διαχείρισης

Ο βαθμός της μηνορραγίας της ασθενούς, ο συνδυασμένος πόνος, η επιθυμία για εγκυμοσύνη, οι ταυτόχρονες ιατρικές παθήσεις και οι παρενέργειες της θεραπείας και το επίπεδο άνεσης του γιατρού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με τη διαχείριση

I. ΜΗ ΟΡΜΟΝΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

α) Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα

Η μηνορραγία που σχετίζεται με ωορρηκτικούς κύκλους μπορεί να αντιμετωπιστεί με ή χωρίς ορμονική θεραπεία. 120 , 121 Η θεραπευτική δράση των φαιναμικών ενώσεων συνίσταται στο γεγονός της αναστολής της σύνθεσης των προσταγλανδινών, μέσω της σύνδεσής τους με τους υποδοχείς της προσταγλανδίνης, οι οποίοι είναι σημαντικά αυξημένοι σε γυναίκες με μηνορραγία. 122 Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (NSAIDs) μεφαιναμικό οξύ (mefenamic acid, ponstan forte, dolfenal) και ναπροξένη (naproxen, naprosyn) έχουν μελετηθεί πιο εκτεταμένα και είναι εξίσου αποτελεσματικά στη μείωση της μηνορραγίας. 123 , 124 Εάν η θεραπευτική αγωγή ξεκινήσει την πρώτη ημέρα του εμμηνορρυσιακού κύκλου και συνεχίσει για 5 ημέρες ή μέχρι να σταματήσει η περίοδος τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα μπορούν να μειώσουν την απώλεια αίματος κατά 22% σε 46%. 125 , 126 Η μακροχρόνια θεραπεία με μεφαιναμικό οξύ, 12-15 μήνες μετά την έναρξη της αγωγής, ήταν αποτελεσματική στον έλεγχο της μηνορραγίας. 127 Ωστόσο, η μειωμένη απώλεια αίματος της περιόδου τεκμηριώθηκε και με άλλα NSAIDs όπως η ναπροξένη, η ιβουπροφαίνη, η νατριούχος δικλοφενάκη και η φλουρβιπροφαίνη (naproxen, ibuprofen, sodium diclofenac and flurbiprofen) η οποία κυμαινόταν από 25-47% ανάλογα με τον παράγοντα και τη δοσολογία που χρησιμοποιήθηκε. 128 , 129

Το μεφαιναμικό οξύ και η ναπροξένη συνταγογραφούνται συνήθως σε δόση 250-500mg δύο έως τέσσερις φορές την ημέρα, η ιβουπροφαίνη μελετήθηκε σε δόσεις που κυμαίνονται από 600-1200mg την ημέρα. Μια κοινή παρενέργεια των NSAIDs είναι τα γαστρεντερικά συμπτώματα. 123 Τα NSAIDs είναι αποτελεσματικά ως θεραπεία πρώτης γραμμής σε γυναίκες με μηνορραγία. Ο βαθμός μείωσης της απώλειας αίματος είναι μέτριος, ωστόσο τα NSAIDs έχουν χαμηλό προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών σε υγιείς γυναίκες. Επιπλέον, τα NSAIDs είναι αποτελεσματικά σε γυναίκες με ενδομήτριες αντισυλληπτικές συσκευές χαλκού. Ένα επιπλέον ευεργετικό αποτέλεσμα των NSAIDs  ήταν η ανακούφιση της δυσμηνόρροιας. 130

β) Αντιϊνωδολυτικά φάρμακα

Η ινωδολυτική δραστηριότητα στη μήτρα είναι υψηλότερη σε γυναίκες με μηνορραγία από αυτή των γυναικών με φυσιολογική απώλεια αίματος κατά την εμμηνορρυσία. Αυτή η αυξημένη ινωδόλυση πιθανότατα οφείλεται σε υψηλότερα επίπεδα πλασμίνης και ενεργοποιητών πλασμινογόνου που προέρχονται από το ενδομήτριο. 131 - 134 Τα αντιϊνωδολυτικά φάρμακα, οι αναστολείς των ενεργοποιητών του πλασμινογόνου έχουν προταθεί επομένως ως θεραπεία της μηνορραγίας. Το τρανεξαμικό οξύ (tranexamic acid) είναι ένα συνθετικό παράγωγο της λυσίνης ενός αμινοξέος, το οποίο ασκεί την αντιϊνωδολυτική του δράση μέσω μπλοκαρίσματος των υποδοχέων των ενεργοποιητών του πλασμινογόνου με αποτέλεσμα την αποτροπή της αποδόμησης του ινώδους. 135 , 136 Το τρανεξαμικό οξύ μειώνει το αίμα της εμμήνου ρύσεως έως και 50%, 137 , 138 και είναι ανώτερο από τα NSAIDs. 139

Τα επίπεδα των ενεργοποιητών του πλασμινογόνου στο ενδομήτριο (t-PA) ήταν σημαντικά χαμηλότερα μετά από τρεις κύκλους θεραπείας από ότι πριν από τη θεραπεία σε 12 γυναίκες που έλαβαν tranexamic acid 500mg τέσσερις φορές ημερησίως για 5 ημέρες, λόγω μηνορραγίας. Η συνιστώμενη από του στόματος δοσολογία είναι 1-1,5g τρεις έως τέσσερις φορές ημερησίως για 3-4 ημέρες. Η συνολική ημερήσια από του στόματος δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 4g και η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινά μόλις αρχίσει η βαριά αιμορραγία. 140

Ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται από την χρήση των αντιϊνωδολυτικών φαρμάκων αναφέρονται στο ένα τρίτο περίπου των ασθενών, αφορούν κυρίως γαστρεντερικά ενοχλήματα (ναυτία, έμετο, διάρροια, δυσπεψία, ορθοστατική υπόταση, κόπωση και μυϊκές κράμπες) και εξαρτώνται από τη δοσολογία. 141 Οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν να μειωθούν περιορίζοντας τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες λαμβάνεται το φάρμακο, π.χ τις πρώτες 3 ημέρες της εμμηνορρυσίας που το 90% των γυναικών παρατηρεί μεγαλύτερη ροή. Μία παράμετρος που περιορίζει την ευρεία αποδοχή της αντιϊνωδολυτικής θεραπείας είναι ο φόβος αυξημένης θρομβωτικής δραστηριότητας που τροφοδοτείται από μεμονωμένες βιβλιογραφικές αναφορές περί θρομβώσεων, εγκεφαλικών επεισοδίων, αμφιβληστροειδοπάθειας και κεντρικής φλεβικής στάσης. 142 Μακροπρόθεσμες μελέτες στη Σκανδιναβία, ωστόσο, έδειξαν ότι η συχνότητα εμφάνισης θρόμβωσης σε γυναίκες που έλαβαν tranexamic acid είναι συγκρίσιμη με την αυτόματη συχνότητα της κατάστασης στον γυναικείο πληθυσμό. 143

II. ΟΡΜΟΝΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

α) Προγεσταγόνα

Η χρήση προγεσταγόνων σε γυναίκες με μηνορραγία και ανωορρηκτικούς κύκλους βασίστηκε κατά κύριο λόγο στην αντίληψη ότι τα προγεσταγόνα συμβάλλουν στην ρύθμιση φυσιολογικού κύκλου όταν χορηγούνται συμπληρωματικά κατά την ωχρινική φάση από την 15η-26η ημέρα του κύκλου. 144 Ωστόσο, πολλές μελέτες έδειξαν ότι οι περισσότερες γυναίκες με μηνορραγία έχουν φυσιολογικούς ωορρηκτικούς κύκλους. Σε αυτούς τους ασθενείς η χρήση προγεσταγόνων ως συμπληρωματική θεραπεία κατά την ωχρινική φάση παραμένει αμφιλεγόμενη. 145 Τα προγεσταγόνα που χορηγούνται από την 15η ή 19η έως την 26η ημέρα του κύκλου δεν προσφέρουν κανένα πλεονέκτημα έναντι άλλων ιατρικών θεραπειών όπως τα NSAIDs, το τρανεξαμικό οξύ, η δαναζόλη και οι IUS στη θεραπεία της μηνορραγίας σε γυναίκες με ωορρηκτικούς κύκλους. 146

Υπάρχουν ποικίλες οδοί χορήγησης και χρονοδιαγράμματα δοσολογίας, που κυμαίνονται από την διαλείπουσα χορήγηση ωχρινικής φάσης από του στόματος, μέσω ενδομυϊκής ένεσης, έως τη συνεχή τοπική χορήγηση από μία ενδομήτρια συσκευή (IUD), καθένα από τα οποία έχει διαφορετική αποτελεσματικότητα σε ξεχωριστές κλινικές καταστάσεις. Λόγω της έλλειψης αντικειμενικών τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων μελετών, η χρήση συνθετικών προγεσταγόνων ήταν προηγουμένως σε μεγάλο βαθμό εμπειρική. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η συνεισφορά των προγεσταγόνων για τη θεραπεία της μηνορραγίας, καθώς δεν υπάρχουν τυχαιοποιημένες μελέτες που να συγκρίνουν αυτούς τους παράγοντες με το εικονικό φάρμακο. Ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός δοκιμών τους συγκρίνει με άλλες ιατρικές θεραπείες.

Η από του στόματος κυκλική χορήγηση προγεσταγόνων βραχείας διάρκειας (5 έως 10 ημέρες ήταν αναποτελεσματική στον έλεγχο της μηνορραγίας συγκριτικά με τα NSAIDs, το tranexamic acid, την danazol και τα IUDs. 147 , 148 Η μακροχρόνια θεραπεία με νορεθιστερόνη (norethisterone) 5 mg τρεις φορές την ημέρα από την 5η έως την 26η ημέρα του κύκλου σε γυναίκες με ωορρηκτικούς κύκλους οδήγησε σε σημαντική μείωση της αιμορραγίας στο 87% των περιπτώσεων σε σύγκριση με τα προ θεραπείας επίπεδα. 149 , 150

Μεγάλες δόσεις προγεσταγόνων, 30 mg/ημέρα από του στόματος, μπορούν να εφαρμοστούν επιτυχώς για τον έλεγχο της κατακλυσμιαίας αιμορραγίας. Το σχήμα αυτό, συνήθως είναι αποτελεσματικό εντός 24-48 ωρών, όταν η δόση μπορεί να μειωθεί και στη συνέχεια να αντικατασταθεί με ένα συνδυασμένο από του στόματος αντισυλληπτικό.

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες των προγεσταγόνων ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο, τη δόση, τη διάρκεια χορήγησης και συμπεριλαμβάνουν την αύξηση του βάρους, ναυτία, οίδημα, πονοκέφαλο, κατάθλιψη, απώλεια λίμπιντο, ευαισθησία μαστών και μεταβολές στο λιπιδικό προφίλ. 151

β) Ενδομήτριες συσκευές

Η μηνορραγία είναι ένας σημαντικός λόγος υστερεκτομής ακόμα και μεταξύ των γόνιμων γυναικών. 152 , 153 Η τοποθέτηση ενδομήτριων συσκευών που αποδεσμεύουν προγεσταγόνα είναι μια καλή και αποτελεσματική, μη χειρουργική, εναλλακτική λύση σε σχέση με τις παραδοσιακές ιατρικές και χειρουργικές θεραπείες σε γυναίκες με βαριά μηνορραγία ή AUB. 154 - 156 Ο χαμηλός ρυθμός της ημερήσιας απελευθέρωσης προγεσταγόνων καταστέλλει την ανάπτυξη του ενδομητρίου. 157 Οι ενδομητρικοί αδένες γίνονται ατροφικοί και το ενδομητρικό επιθήλιο καθίσταται αδρανές. 158 , 159 Αρχικά, τα συστήματα αυτά αναπτύχθηκαν για λόγους αντισύλληψης, 160 , 161 ήταν καλά ανεκτά ακόμη και σε άτοκες γυναίκες και είχαν εξαιρετική αποτελεσματικότητα, λιγότερο από 1 εγκυμοσύνη/ ανά 100 γυναίκες-χρόνια χρήσης. 162 Ωστόσο, βρέθηκε ότι μειώνουν την ποσότητα και τη διάρκεια της ροής της φυσιολογικής εμμηνορρυσίας. 163 Τα αποτελέσματα μιας μελέτης έδειξαν μείωση της απώλειας αίματος της εμμηνορρυσίας κατά 86% σε γυναίκες με μηνορραγία στους 3 μήνες ενώ σημειώθηκε περαιτέρω μείωση στο 97%, 12 μήνες μετά την εισαγωγή της συσκευής. 164

H συσκευή φαρμάκου που συνήθως χρησιμοποιείται είναι η ενδομήτρια συσκευή λεβονοργεστρέλης (LNG-IUS) (MirenaR, Shering, Germany). Η LNG-IUS απελευθερώνει 20 μg λεβονοργεστρέλης, κάθε 24 ώρες, σε μια συσκευή βραδείας αποδέσμευσης διάρκειας έως και 5 έτη.

Τα απλά χαρακτηριστικά του σχεδιασμού και το επαναστατικό σύστημα αγκίστρωσης ελαχιστοποιούν την εμφάνιση επιπλοκών όπως πόνος και εκβολή. Οι κυριότερες ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρούνται μετά την τοποθέτηση της LNG-IUS είναι οι αλλαγές στο μοτίβο της αιμορραγίας του τύπου spotting και συχνά αιμορραγία, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες χρήσης. 165.

Η LNG-IUS ήταν ανώτερη ως θεραπεία συγκριτικά με τα από του στόματος προγεσταγόνα (norethisterone) τα οποία ελήφθησαν κυκλικά από την 19η-26η, είτε από την 5η-26η ημέρα του κύκλου για την μείωση της ροής του αίματος της περιόδου. 166 - 168

Το (LNG-IUS) είναι ευεργετικό στη θεραπεία ινομυωμάτων της μήτρας, στην ενδομητρίωση, την αδενομύωση και την υπερπλασία του ενδομητρίου. 169 - 174 Επίσης, αποτελεί μια καλή συντηρητική εναλλακτική λύση πριν την υστερεκτομή, λόγω μηνορραγίας, και θα πρέπει να εξετάζεται πριν από κάθε επεμβατική θεραπεία. 175

γ) Συνδυασμοί οιστρογόνου/προγεσταγόνου

Τα συνδυασμένα από του στόματος αντισυλληπτικά χάπια (COC) αποτελούνται από ένα συνδυασμό οιστρογόνων/προγεστερόνης και χρησιμοποιούνται συχνά για τη μείωση της ροής του αίματος της περιόδου ή για την διόρθωση των διαταραχών της εμμηνορρυσίας. 176 , 177 Η χρήση COCs σε υγιείς γυναίκες άνω των 40 ετών χωρίς διαταραχές της εμμήνου ρύσεως μπορεί να μειώσει τους γυναικολογικούς καρκίνους (ενδομητρίου, ωοθηκών), την απώλεια οστικής μάζας και να αποτρέψει την διακοπή της ωοθηκικής λειτουργίας. Άλλες πιθανές ευεργετικές επιδράσεις είναι στην κατάθλιψη και στις καρδιαγγειακές παθήσεις. 178 - 182 Επίσης, τα COCs θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μέχρι την εμμηνόπαυση ως αντισυλληπτικά έχοντας απόλυτη αποτελεσματικότητα, καλή ανοχή και έλλειψη παρενεργειών εάν στο ιστορικό δεν υπάρχουν παράγοντες κινδύνου όπως κάπνισμα, παχυσαρκία ή υπέρταση. 183 , 184

Τα COCs δεν αποτελούν θεραπεία εκλογής στην αντιμετώπιση της μηνορραγίας, εκτός εάν απαιτείται αντισύλληψη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στον φόβο θρομβοεμβολικών επεισοδίων, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες. 185 - 189 Ωστόσο, η ηλικία μόνο, ελλείψει καπνίσματος ή άλλων παραγόντων προδιάθεσης για θρομβοεμβολική νόσο (προηγούμενο επεισόδιο ή θετικό οικογενειακό ιστορικό), δεν αποτελεί αντένδειξη για τη χρήση COCs χαμηλής δοσολογίας.

δ) Ανδρογόνα

Η δαναζόλη (danazol) είναι ένα στεροειδές παράγωγο της ισοξαζόλης, 17α-αιθινυλ-τεστοστερόνης, η οποία δρα στον άξονα υποθάλαμος - υπόφυση - ωοθήκες καταστέλλοντας την ωορρηξία και με απευθείας δράση στο ενδομήτριο καθιστώντας το ατροφικό. 190 - 193

Η δαναζόλη μπορεί να μειώσει την ροή αίματος της εμμηνορρυσίας μέχρι 80% με τρόπο δοσοεξαρτώμενο, 200 mg ημερησίως. Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι 200 mg danazol ημερησίως είναι το πιο αποδεκτό κλινικό σχήμα, καθώς μείωσε σημαντικά την απώλεια αίματος της εμμηνορρυσίας και συσχετίστηκε με σχετικά χαμηλή επίπτωση ανεπιθύμητων ενεργειών. 194 , 195 Συνήθως, οδηγεί σε αμηνόρροια σε δόσεις μεγαλύτερες από 400 mg ημερησίως. 196 Η δαναζόλη είχε καλύτερη αποτελεσματικότητα στην μείωση της μηνορραγίας από τα NSAIDs, τα προγεσταγόνα ή το μεφαιναμικό οξύ. 197

Η αποτελεσματικότητα της δαναζόλης, περιορίζεται από την κλινική της χρήση εξαιτίας των ανδρογονικών παρενεργειών που παρουσιάζουν έως και τα τρία τέταρτα των ασθενών. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν την αύξηση βάρους, την λιπαρότητα του δέρματος, την ακμή και το βράγχος της φωνής. 198 Δεδομένων αυτών των παρενεργειών, η χρήση της δαναζόλης πιθανώς περιορίζεται καλύτερα σε γυναίκες πριν την αναμενόμενη χειρουργική επέμβαση.

ε) Ανάλογα γοναδοεκλυτίνης (GnRH)

Η συνεχής χορήγηση αγωνιστών γοναδοεκλυτίνης (GnRH) δημιουργεί αναστρέψιμο υπογοναδοτροπικό υπογοναδισμό, παρεμποδίζοντας την ωοθηκική λειτουργία με συνέπεια υποοιστρογοναιμία. 199 - 201 Τα GnRH ανάλογα μειώνουν τον όγκο της μήτρας κατά 40-60% και πολλοί ερευνητές περιέγραψαν την αποτελεσματικότητά τους στη θεραπεία της ανώμαλης αιμορραγίας της μήτρας που σχετίζεται με τα ινομυώματα. 202 - 204 Οι αγωνιστές της γοναδοεκλυτίνης προκαλούν συχνά αμηνόρροια. 205

Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά μειονεκτήματα στη χρήση των GnRH αναλόγων. Η διάρκεια της θεραπείας περιορίζεται σε 6 μήνες λόγω της ταχείας αφαλάτωσης των οστών που σχετίζεται με την απόσυρση των οιστρογόνων. Επιπλέον, η εμφάνιση παρενεργειών που σχετίζεται με υποοιστρογοναιμία είναι του τύπου εξάψεις και ξηρότητα κόλπου που μειώνουν την ποιότητα ζωής. 206 , 207 Μετά τη διακοπή της θεραπείας, παρατηρήθηκε επαναφορά του όγκου της μήτρας αλλά και των ινομυωμάτων σχεδόν στο αρχικό τους μέγεθος και στην επανάληψη των προβλημάτων της μηνορραγίας στις περισσότερες γυναίκες. 208 , 209 Οι παρενέργειες των GnRH αναλόγων συνήθως αποκλείουν τη μακροχρόνια χρήση τους. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά σε βραχυχρόνιες θεραπείες, π.χ. για την προεγχειρητική λέπτυνση του ενδομητρίου ή τη συρρίκνωση των ινομυωμάτων. Τα GnRH ανάλογα μπορούν, ωστόσο, να θεωρηθούν ως μέση ή μακροπρόθεσμη επιλογή σε γυναίκες στις οποίες η χειρουργική επέμβαση αντενδείκνυται. 210

στ) Αντιπρογεστερονικοί παράγοντες

Οι αντιπρογεστίνες αναπτύχθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του '80, αποτελούν μια ομάδα ενώσεων που δεσμεύουν ισχυρά τους υποδοχείς της προγεστερόνης και των γλυκοκορτικοειδών και εμφανίζουν περιστασιακά αγωνιστικές και αντιοιστρογονικές ιδιότητες. 211 Η μιφεπριστόνη (mifepristone) σχετικά πρόσφατα αποδείχθηκε ότι δρα ως αντισυλληπτικός παράγοντας, αναστέλλει την δράση της προγεστερόνης και προκαλεί αμηνόρροια σε δοσολογικό σχήμα 5 mg/ημέρα στην πλειοψηφία των γυναικών που μελετήθηκαν. 212 Σε δοσολογία 25 ή 50 mg/ημέρα, για 3 μήνες, μείωσε το μέγεθος των ινομυωμάτων της μήτρας κατά 50%. 213 - 215 Οι γυναίκες με ινομυώματα διαμέτρου > 2,5 cm, οι οποίες υποβλήθηκαν σε θεραπεία με χαμηλές δόσεις μιφεπριστόνης, 2,5 mg για 6 μήνες, έδειξαν σημαντική μείωση στον όγκο της μήτρας, μικρότερη αιμορραγία και πόνο, γεγονός που της οδήγησε σε αύξηση της συνολικής ποιότητας της ζωής τους. 216 Η πιο συνηθισμένη κλινική χρήση της μιφεπριστόνης ήταν η πρόκληση φαρμακευτικής έκτρωσης κατά τα πρώτα στάδια της κύησης. 217

  1. Harlow SD, Gass M, Hall JE, et al. Executive summary of the Stages of Reproductive Aging Workshop + 10: addressing the unfinished agenda of staging reproductive aging. Menopause. 2012 Apr; 19(4): 387–395. PubMed
  2. McKinlay SM, Brambilla DJ, G Posner J. The Normal Menopause Transition. Maturitas. 1992 Jan; 14 (2): 103-15. PMID: 1565019
  3. Harlow SD, Paramsothy P. Menstruation and the Menopausal Transition. Obstet Gynecol Clin North Am. 2011 Sep; 38 (3): 595-607. PMID: 21961722
  4. Hardy R, Kuh D. Reproductive Characteristics and the Age at Inception of the Perimenopause in a British National Cohort. Am J Epidemiol. 1999 Apr; 149 (7): 612-20. PMID: 10192308
  5. Nikolaou D, Templeton A. Early Ovarian Ageing: A Hypothesis. Detection and Clinical Relevance. Hum Reprod. 2003 Jun; 18 (6): 1137-9. PMID: 12773436
  6. Mendoza N, Sánchez-Borrego R, Cancelo MJ, et al. Position of the Spanish Menopause Society Regarding the Management of Perimenopause. Maturitas. 2013 Mar; 74 (3): 283-90. PMID: 23332610
  7. Burger HG. The Endocrinology of the Menopause. Maturitas. 1996 Mar; 23 (2): 129-36. PMID: 8735351
  8. Nilsson L. The Hormonal Situation in the Perimenopausal Period. Acta Obstet Gynecol Scand Suppl. 1985; 130: 9-11. PMID: 3925705
  9. Duckitt K. Managing perimenopausal menorrhagia. Maturitas. 2010 Jul; 66(3): 251-6. PMID: 20399041
  10. Weiss G, Skurnick JH, Goldsmith LT, et al. Menopause and hypothalamic-pituitary sensitivity to estrogen. JAMA. 2004 Dec ; 292(24): 2991-6. PMID: 15613667
  11. Burger HG, Dudley EC, Hopper JL, et al. Prospectively measured levels of serum follicle-stimulating hormone, estradiol, and the dimeric inhibins during the menopausal transition in a population-based cohort of women. J Clin Endocrinol Metab. 1999 Nov; 84: 4025–4030. PMID: 10566644
  12. Fanchin R, Schonäuer LM, Righini C, et al. Serum anti-Müllerian Hormone Is More Strongly Related to Ovarian Follicular Status Than Serum Inhibin B, Estradiol, FSH and LH on Day 3. Hum Reprod. 2003 Feb; 18 (2): 323-7. PMID: 12571168
  13. Burger HG, Hale GE, Dennerstein L, et al. Cycle and Hormone Changes During Perimenopause: The Key Role of Ovarian Function. Menopause. 2008 Jul-Aug; 15 (4 Pt 1): 603-12. PMID: 18574431
  14. Su HI, Freeman EW. Hormone Changes Associated With the Menopausal Transition. Minerva Ginecol. 2009 Dec; 61 (6): 483-9. PMID: 19942836
  15. de Vet A, Laven JS, de Jong FH, et al. Antimüllerian Hormone Serum Levels: A Putative Marker for Ovarian Aging. Fertil Steril. 2002 Feb; 77 (2): 357-62. PMID: 11821097
  16. van Rooij IA, den Tonkelaar I, Broekmans FJ, et al. Anti-müllerian Hormone Is a Promising Predictor for the Occurrence of the Menopausal Transition. Menopause. 2004 Nov-Dec; 11 (6 Pt 1): 601-6. PMID: 15545787
  17. Gnoth C, Schuring AN, Friol K, et al. Relevance of anti-Mullerian Hormone Measurement in a Routine IVF Program. Hum Reprod. 2008 Jun; 23 (6): 1359-65. PMID: 18387961
  18. Boon J, van de Putte SC, Scholten PC, et al. Histological Patterns in Endometrial Samples From Perimenopausal Women. Maturitas. 1999 Aug; 32 (3): 155-9. PMID: 10515672
  19. Vaidya S, Lakhey M, Vaidya S, et al. Histopathological Pattern of Abnormal Uterine Bleeding in Endometrial Biopsies. Nepal Med Coll J. 2013 Mar; 15 (1): 74-7. PMID: 24592801
  20. Jetley S, Rana S, Jairajpuri ZS. Morphological Spectrum of Endometrial Pathology in Middle-Aged Women With Atypical Uterine Bleeding: A Study of 219 Cases. J Midlife Health. 2013 Oct; 4 (4): 216-20. PMID: 24381462
  21. Abid M, Hashmi AA, Malik B, et al. Clinical Pattern and Spectrum of Endometrial Pathologies in Patients With Abnormal Uterine Bleeding in Pakistan: Need to Adopt a More Conservative Approach to Treatment. BMC Womens Health. 2014 Nov; 14: 132. PMID: 25370003
  22. Khadim MT, Zehra T, Ashraf HM. Morphological Study of Pipelle Biopsy Specimens in Cases of Abnormal Uterine Bleeding. J Pak Med Assoc. 2015 Jul; 65 (7): 705-9. PMID: 26160077
  23. Kotdawala P, Kotdawala S, Nagar N. Evaluation of endometrium in peri-menopausal abnormal uterine bleeding. J Midlife Health. 2013 Jan; 4(1): 16–21. PMID: 23833528
  24. Munro MG, Critchley HO, Broder MS, Fraser IS FIGO Working Group on Menstrual Disorders. FIGO classification system (PALM-COEIN) for causes of abnormal uterine bleeding in nongravid women of reproductive age. Int J Gynaecol Obstet. 2011 Apr; 113(1): 3–13. PMID: 21345435
  25. Sun Y, Wang Y, Mao L, et al. Prevalence of Abnormal Uterine Bleeding According to New International Federation of Gynecology and Obstetrics Classification in Chinese Women of Reproductive Age: A Cross-Sectional Study. Medicine. 2018 Aug; 97 (31): e11457. PMID: 30075511
  26. Khrouf M, Terras K. Diagnosis and Management of Formerly Called “Dysfunctional Uterine Bleeding” According to PALM-COEIN FIGO Classification and the New Guidelines. J Obstet Gynaecol India. 2014 Dec; 64(6): 388–393. PMID: 25489140
  27. Doraiswami S, Johnson T, Rao S, et al. Study of endometrial pathology in abnormal uterine bleeding. J Obstet Gynaecol India. 2011 Aug; 61(4): 426–430. PMID: 22851826
  28. Mehine M, Mäkinen N, Heinonen HR, et al. Genomics of Uterine Leiomyomas: Insights From High-Throughput Sequencing. Fertil Steril. 2014 Sep; 102 (3): 621-9. PMID: 25106763
  29. Ross RK, Pike MC, Vessey MP, et al. Risk factors foruterine fibroids: reduced risk associated with oral contraceptives. Br Med J (Clin Res Ed). 1986 Aug; 293: 359–362. PMID: 3730804
  30. Ciarmela P, Ciavattini A, Giannubilo SR, et al. Management of leiomyomas in perimenopausal women. Maturitas. 2014 Jul; 78(3): 168–173. PMID: 24835002
  31. Gold EB, Colvin A, Avis N, et al. Longitudinal analysis of vasomotor symptoms and race/ethnicity across the menopausal transition: Study of Women’s Health Across the Nation (SWAN). Am J Public Health. 2006 Jul; 96: 1226–1235. PMID: 16735636
  32. Assadi SN. Risk of early menopausal symptoms in clinical workers. Iran J Nurs Midwifery Res. 2014 Nov; 19(6): 569–573. PMID: 25558252
  33. Chung SH, Kim TH, Lee HH, et al. Premenstrual syndrome and premenstrual dysphoric disorder in perimenopausal women. J Menopausal Med. 2014 Aug; 20(2): 69–74. PMID: 25371896
  34. Ibrahimi K, Couturier EGM, MaassenVanDenBrink A. Migraine and perimenopause. Maturitas. 2014 Aug; 78: 277–280. PMID: 24954701
  35. Hodson J, Thompson J, al-Azzawi F. Headache at menopause and in hormone replacement therapy users. Climacteric. 2000 Jun; 3: 119–124. PMID: 11910652
  36. MacGregor EA, Barnes D. Migraine in a Specialist Menopause Clinic. Climacteric. 1999 Sep; 2 (3): 218-23. PMID: 11910600
  37. Lloyd-Jones D, Adams RJ, Brown TM, et al. Heart disease and stroke statistics--2010 update: a report from the American Heart Association. Circulation. 2010 Feb; 121(7): e46–e215. PMID: 20019324
  38. El Khoudary SR, Wildman RP, Matthews K, et al. Progression rates of carotid intima-media thickness and adventitial diameter during the menopausal transition. Menopause. 2013 Jan; 20(1): 8–14. PMID: 22990755
  39. Khan A, Dubois S, Khan AA, et al. A randomized, double-blind, placebo-controlled study to evaluate the effects of alendronate on bone mineral density and bone remodelling in perimenopausal women with low bone mineral density. J Obstet Gynaecol Can. 2014 Nov; 36(11): 976–982. PMID: 25574674
  40. van Dijk GM, Maneva M, Colpani V, et al. The association between vasomotor symptoms and metabolic health in peri- and postmenopausal women: A systematic review. Maturitas. 2015 Feb; 80(2): 140–147. PMID: 25532993
  41. Li S, Wagner R, Holm K, et al. Relationship between soft tissue body composition and bone mass in perimenopausal women. Maturitas. 2004 Feb; 47(2): 99–105. PMID: 14757268
  42. Sayón-Orea C, Santiago S, Cuervo M, et al. Adherence to Mediterranean dietary pattern and menopausal symptoms in relation to overweight/obesity in Spanish perimenopausal and postmenopausal women. Menopause. 2014 Dec; 22 (7): 750-7. PMID: 25513984
  43. Dennerstein L, Dudley EC, Hopper JL, et al. A prospective population-based study of menopausal symptoms. Obstet Gynecol. 2000 Sep; 96(3): 351–358. PMID: 10960625
  44. Portman DJ, Gass MLS. Genitourinary syndrome of menopause: New terminology for vulvovaginal atrophy from the International Society for the Study ofWomen’s Sexual Health and The North American Menopause Society. Maturitas. 2014 Nov; 79: 349–354. PMID: 25179577
  45. Fraser IS, Critchley HO, Munro MG, et al. A Process Designed to Lead to International Agreement on Terminologies and Definitions Used to Describe Abnormalities of Menstrual Bleeding. Fertil Steril. 2007 Mar; 87 (3): 466-76. PMID: 17362717
  46. Deneris A. PALM-COEIN Nomenclature for Abnormal Uterine Bleeding. J Midwifery Womens Health. 2016 May; 61 (3): 376-9. PMID: 26969858
  47. Töz E, Sancı M, Özcan A, et al. Comparison of Classic Terminology With the FIGO PALM-COEIN System for Classification of the Underlying Causes of Abnormal Uterine Bleeding. Int J Gynaecol Obstet. 2016 Jun; 133 (3); 325-8. PMID: 26952349
  48. Munro MG. Practical Aspects of the Two FIGO Systems for Management of Abnormal Uterine Bleeding in the Reproductive Years. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2017 Apr; 40: 3-22. PMID: 27836285
  49. Bayer SR. Standardizing the Descriptive Terminology of Abnormal Menstrual Bleeding: It Is Time We Talk the Same Talk. Fertil Steril. 2007 Mar; 87 (3): 477-8. PMID: 17362718
  50. Speroff L, Fritz MA. Clinical Gynecologic Endocrinology and Infertility. 7th ed. Philadelphia, Pa. Lippincott Williams & Wilkins. 2005; 402: 547, 549, 553–556, 560–561, 566, 569, 628–629, 808, 811.
  51. Channing CP, Schaerf FW, Anderson LD, et al. Ovarian Follicular and Luteal Physiology. Int Rev Physiol. 1980; 22: 117-201. PMID: 6248477
  52. Ely JW, Kennedy CM, Clark EC, et al. Abnormal uterine bleeding: a management algorithm. J Am Board Fam Med. 2006 Nov-Dec; 19(6): 590–602. PMID: 17090792
  53. Sweet MG, Schmidt-Dalton TA, Weiss PM, et al. Evaluation and management of abnormal uterine bleeding in premenopausal women. Am Fam Physician. 2012 Jan; 85(1): 35–43. PMID: 22230306
  54. Hallberg L, Högdahl AM, Nilsson L, et al. Menstrual blood loss - a population study. Variation at different ages and attempts to define normality. Acta Obstet Gynecol Scand. 1966 Jan; 45: 320–351. PMID: 5922481
  55. Oehler MK, P Rees MC. Menorrhagia: An Update. Acta Obstet Gynecol Scand. 2003 May, 82 (5): 405-22. PMID: 12752071
  56. Warner PE, Critchley HO, Lumsden MA, et al. Menorrhagia I: Measured Blood Loss, Clinical Features, and Outcome in Women With Heavy Periods: A Survey With Follow-Up Data. Am J Obstet Gynecol. 2004 May; 190 (5): 1216-23. PMID: 15167821
  57. Diaz A, Laufer MR, Breech LL; American Academy of Pediatrics Committee on Adolescence, American College of Obstetricians and Gynecologists Committee on Adolescent Health Care. Menstruation in girls and adolescents: using the menstrual cycle as a vital sign. Pediatrics. 2006 Nov; 118(5): 2245–2250. PMID: 17079600
  58. Janssen CA, Scholten PC, Heintz AP. A Simple Visual Assessment Technique to Discriminate Between Menorrhagia and Normal Menstrual Blood Loss. Obstet 1995 Jun; 85 (6): 977-82. PMID: 7770270
  59. Warner PE, Critchley HO, Lumsden MA, et al. Menorrhagia II: Is the 80-mL Blood Loss Criterion Useful in Management of Complaint of Menorrhagia? Am J Obstet Gynecol. 2004 May; 190 (5): 1224-9. PMID: 15167822
  60. Janssen CA. Menorrhagia: The 80 mL Criterion and the Usefulness in Clinical Practice. Am J Obstet Gynecol. 2005 Jun; 192 (6): P2093. DOI: 10.1016/j.ajog.2005.01.086
  61. Desai RM. Efficacy of levonorgestrel releasing intrauterine system for the treatment of menorrhagia due to benign uterine lesions in perimenopausal women. J Midlife Health. 2012 Jan; 3(1): 20–23. PMID: 22923975
  62. Munro MG. Classification of Menstrual Bleeding Disorders. Rev Endocr Metab Disord. 2012 Dec; 13 (4): 225-34. PMID: 22851041
  63. Shankar M, Lee CA, Sabin CA, et al. Von Willebrand Disease in Women With Menorrhagia: A Systematic Review. BJOG. 2004 Jul; 111 (7): 734-40. PMID: 15198765
  64. Kumari M, Stafford M, Marmot M. The menopausal transition was associated in a prospective study with decreased health functioning in women who report menopausal symptoms. J Clin Epidemiol. 2005 Jul; 58: 719–727. PMID: 15939224
  65. Nayak G, Kamath A, Kumar PN, et al. Effect of yoga therapy on physical and psychological quality of life of perimenopausal women in selected coastal areas of Karnataka, India. J Midlife Health. 2014 Oct; 5(4): 180–185. PMID: 25540568
  66. Kuh DL, Wadsworth M, Hardy R. Women's Health in Midlife: The Influence of the Menopause, Social Factors and Health in Earlier Life. Br J Obstet Gynaecol. 1997 Aug; 104 (8): 923-33. PMID: 9255084
  67. Hardy R, Kuh D. Change in Psychological and Vasomotor Symptom Reporting During the Menopause. Soc Sci Med. 2002 Dec; 55 (11): 1975-88. PMID: 12406465
  68. Worsley R, Bell R, Kulkarni J, et al. The association between vasomotor symptoms and depression during perimenopause: A systematic review. Maturitas. 2014 Feb; 77: 111–117. PMID: 24365649
  69. Schmidt PJ. Mood, Depression, and Reproductive Hormones in the Menopausal Transition. Am J Med. 2005 Dec; 118: 54-8. PMID: 16414327
  70. Freeman EW, Sammel MD, Liu L, et al. Hormones and Menopausal Status as Predictors of Depression in Women in Transition to Menopause. Arch Gen Psychiatry. 2004 Jan; 61 (1): 62-70. PMID: 14706945
  71. Freeman EW, Sammel MD, Lin H, et al. Associations of Hormones and Menopausal Status With Depressed Mood in Women With No History of Depression. Arch Gen Psychiatry. 2006 Apr; 63 (4): 375-82. PMID: 16585466
  72. Cohen LS, Soares CN, Vitonis AF, et al. Risk for New Onset of Depression During the Menopausal Transition: The Harvard Study of Moods and Cycles. Arch Gen Psychiatry. 2006 Apr; 63 (4): 385-90. PMID: 16585467
  73. Soares NC. Menopausal Transition and Depression: Who Is at Risk and How to Treat It?. Expert Rev Neurother. 2007 Oct; 7 (10): 1285-93. PMID: 17939767
  74. Worsley R, Davis SR, Gavrilidis E, et al. Hormonal therapies for new onset and relapsed depression during perimenopause. Maturitas. 2012 Oct; 73(2): 127–133. PMID: 22824374
  75. Singh S, Best C, Dunn S, et al. Clinical Practice – Gynaecology Committee. Abnormal uterine bleeding in premenopausal women. J Obstet Gynaecol Can. 2013 May; 35(5): 473–479. PMID: 23756279
  76. Ewenstein BM. The Pathophysiology of Bleeding Disorders Presenting as Abnormal Uterine Bleeding. Am J Obstet Gynecol. 1996 Sep; 175 (3 Pt 2): 770-7. PMID: 8828560
  77. Abnormal vaginal bleeding in pre- and peri-menopausal women. A diagnostic guide for General Practitioners and Gynaecologists. Available from file pdf
  78. Mendelson EB, Bohm-Velez M, Joseph N, et al. Endometrial Abnormalities: Evaluation With Transvaginal Sonography. AJR Am J Roentgenol. 1988 Jan; 150 (1): 139-42. PMID: 3275446
  79. Schurz B, Metka M, Heytmanek G, et al. Sonographic Changes in the Endometrium of Climacteric Women During Hormonal Treatment. Maturitas. 1988 Mar; 9 (4): 367-74. PMID: 2837621
  80. Nasri MN, Coast GJ. Correlation of Ultrasound Findings and Endometrial Histopathology in Postmenopausal Women. Br J Obstet Gynaecol. 1989 Nov; 96 (11): 1333-8. PMID: 2692699
  81. Nasri MN, Shepherd JH, Setchell ME, et al. Sonographic Depiction of Postmenopausal Endometrium With Transabdominal and Transvaginal Scanning. Ultrasound Obstet Gynecol. 1991 Jul; 1 (4): 279-83. PMID: 12797060
  82. Lin MC, Gosink BB, Wolf SI, et al. Endometrial Thickness After Menopause: Effect of Hormone Replacement. Radiology. 1991 Aug; 180 (2): 427-32. PMID: 1829843
  83. Sheth S, Hamper UM, Kurman RJ. Thickened Endometrium in the Postmenopausal Woman: Sonographic-Pathologic Correlation. Radiology. 1993 Apr; 187 (1): 135-9. PMID: 8451399
  84. Varner RE, Sparks JM, Cameron CD, et al. Transvaginal Sonography of the Endometrium in Postmenopausal Women. Obstet Gynecol. 1991 Aug; 78 (2): 195-9. PMID: 2067762
  85. Kupfer MC, Schiller VL, Hansen GC, et al. Transvaginal sonographic evaluation of endometrial polyps. J Ultrasound Med. 1994 Jul; 13: 535–539. PMID: 7933016
  86. Davidson KG, Dubinsky TJ. Ultrasonographic evaluation of the endometrium in postmenopausal vaginal bleeding. Radiol Clin North Am. 2003 Jul; 41(4): 769–780. PMID: 12899491
  87. Munro MG, Southern California Permanente Medical Group’s Abnormal Uterine Bleeding Working Group. Investigation of Women With Postmenopausal Uterine Bleeding: Clinical Practice Recommendations. Perm J. 2014; 18 (1): 55-70. PMID: 24377427
  88. Smith P, Bakos O, Heimer G, et al. Transvaginal ultrasound for identifying endometrial abnormality. Acta Obstet Gynecol Scand. 1991; 70: 591–594. PMID: 1785276
  89. Granberg S, Ylöstalo P, M Wikland, et al. Endometrial Sonographic and Histologic Findings in Women With and Without Hormonal Replacement Therapy Suffering From Postmenopausal Bleeding. Maturitas. 1997 May; 27 (1): 35-40. PMID: 9158075
  90. Getpook C, Wattanakumtornkul S. Endometrial Thickness Screening in Premenopausal Women With Abnormal Uterine Bleeding. J Obstet Gynaecol Res. 2006 Dec; 32 (6): 588-92. PMID: 17100821
  91. American College of Obstetricians and Gynecologists. Committee Opinion No. 426: The role of transvaginal ultrasonography in the evaluation of postmenopausal bleeding. Obstet Gynecol. 2009 Feb; 113(2 Pt 1): 462–464. PMID: 19155921
  92. Goldstein SR. The Role of Transvaginal Ultrasound or Endometrial Biopsy in the Evaluation of the Menopausal Endometrium. Am J Obstet Gynecol. 2009 Jul; 201 (1): 5-11. PMID: 19576369
  93. Goncharenko VM, Beniuk VA, Kalenska OV, et al. Predictive Diagnosis of Endometrial Hyperplasia and Personalized Therapeutic Strategy in Women of Fertile Age. EPMA J. 2013 Dec; 4 (1): 24. PMID: 24314145
  94. DiSaia P, Creasman W, Mannel R, editors. Adenocarcinoma of the uterus. In Clinical Gynecologic Oncology. 9th ed. ELVESIER: Philadelphia; 2012. pp. 121–184. Link to Book
  95. Ophir J, Cespedes I, Ponnekanti H ,et al. Elastography: a quantitative method for imaging the elasticity of biological tissues. Ultrason Imaging. 1991 Apr; 13: 111–134. PMID: 1858217
  96. Preis K, Zielinska K, Swiatkowska-Freund M, et al. The role of elastography in the differential diagnosis of endometrial pathologies–preliminary report. Ginekol Pol. 2011 Jul; 82(7): 494–497. PMID: 21913425
  97. Czuczwar P, Wozniak S, Szkodziak P, et al. Elastography Improves the Diagnostic Accuracy of Sonography in Differentiating Endometrial Polyps and Submucosal Fibroids. J Ultrasound Med. 2016 Nov; 35 (11): 2389-2395. PMID: 27629761
  98. Gultekin IB, Imamoglu GI, Turgal M, et al Elastosonographic Evaluation of Patients With a Sonographic Finding of Thickened Endometrium. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2016 Mar; 198: 105-109. PMID: 26803388
  99. Dubinsky TJ, Parvey HR, Gormaz G, et al. Transvaginal Hysterosonography in the Evaluation of Small Endoluminal Masses. J Ultrasound Med. 1995 Jan; 14 (1): 1-6. PMID: 7707470
  100. de Vries LD, Dijkhuizen FP, Mol BW, et al. Comparison of transvaginal sonography, saline infusion sonography, and hysteroscopy in premenopausal women with abnormal uterine bleeding. J Clin Ultrasound. 2000 Jun; 28(5): 217–223. PMID: 10799999
  101. Bradley LD, Falcone T, Magen AB. Radiographic Imaging Techniques for the Diagnosis of Abnormal Uterine Bleeding. Obstet Gynecol Clin North Am. 2000 Jun; 27 (2): 245-76. PMID: 10857118
  102. Dueholm M, Forman A, Jensen ML, et al. Transvaginal sonography combined with saline contrast sonohysterography in evaluating the uterine cavity in premenopausal patients with abnormal uterine bleeding. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Jul; 18(1): 54–61. PMID: 11489227
  103. Kazandi M, Akşehirli S, Cirpan T, et al. Transvaginal Sonography Combined With Saline Contrast Sonohysterography to Evaluate the Uterine Cavity in Patients With Abnormal Uterine Bleeding and Postmenopausal Endometrium More Than 5 mm. Eur J Gynaecol Oncol. 2003; 24 (2): 185-90. PMID: 12701976
  104. Bernard JP, Lécuru F, Darles C, et al. Saline Contrast Sonohysterography as First-Line Investigation for Women With Uterine Bleeding. Ultrasound Obstet Gynecol. 1997 Aug; 10 (2): 121-5. PMID: 9286021
  105. Moradan S, Darzi SN, Ghorbani R. Diagnostic Value of Saline Infusion Sonohysterography for Detecting Endometrial Focal Lesion. Pan Afr Med J. 2019 Jul; 33: 211. PMID: 31693718
  106. Dijkhuizen FP, De Vries LD, Mol BW, et al. Comparison of Transvaginal Ultrasonography and Saline Infusion Sonography for the Detection of Intracavitary Abnormalities in Premenopausal Women. Ultrasound Obstet Gynecol. 2000 May; 15 (5): 372-6. PMID: 10976476
  107. Widrich T, Bradley LD, Mitchinson AR, et al. Comparison of Saline Infusion Sonography With Office Hysteroscopy for the Evaluation of the Endometrium. Am J Obstet Gynecol. 1996 Apr; 174 (4): 1327-34. PMID: 8623865
  108. Shapley M, Redman CW. Endometrial Sampling and General Practice. Br J Gen Pract. 1997 Jun; 47 (419): 387-91. PMID: 9231477
  109. ACOG Committee on Practice Bulletins—Gynecology. American College of Obstetricians and Gynecologists. ACOG practice bulletin: management of anovulatory bleeding. Int J Gynaecol Obstet. 2001 Mar; 72(3): 263–271. PMID: 11296797
  110. Endometrial Biopsy: American College of Nurse-Midwives. J Midwifery Womens Health. 2017 Jul; 62 (4): 502-506. PMID: 2871913
  111. Apgar BS, DeWitt D. Diagnostic Hysteroscopy. Am Fam Physician. 1992 Nov; 46 (5 Suppl) : 19S-24S, 29S-32S, 35S-36S. PMID: 1442472
  112. Renaud MC, Le T, Bentley J, et al. Epidemiology and investigations for suspected endometrial cancer. J Obstet Gynaecol Can. 2013 April; 35(4): 380–383. PMID: 23660050
  113. van Dongen H, de Kroon CD, Jacobi CE, et al. Diagnostic hysteroscopy in abnormal uterine bleeding: a systematic review and meta-analysis. 2007 Jun; 114(6): 664–675. PMID: 17516956
  114. Stock RJ, Kanbour A. Prehysterectomy curettage. Obstet Gynecol. 1975 May; 45: 537–41. PMID: 1124168
  115. Stovall TG, Solomon SK, Ling FW. Endometrial Sampling Prior to Hysterectomy. Obstet Gynecol. 1989 Mar; 73 (3 Pt 1): 405-9. PMID: 2915864
  116. Bettochi S, Ceci O, Vicino M, et al. Diagnostic Inadequacy of Dilatation and Curettage. Fertil Steril. 2001 Apr; 75: 803–5. PMID: 11287038
  117. Moradan S, Ghorbani R, Lotfi A. Agreement of Histopathological Findings of Uterine Curettage and Hysterectomy Specimens in Women With Abnormal Uterine Bleeding. Saudi Med J. 2017 May; 38 (5): 497-502. PMID: 28439599
  118. Haynes PJ, Hodgson H, Anderson AB, et al. Measurement of menstrual blood loss in patients complaining of menorrhagia. Br J Obstet Gynaecol. 1977 Oct; 84: 763–8. PMID: 921913
  119. Grimes DA. Diagnostic dilation and curettage: a reappraisal. Am J Obstet Gynecol. 1982 Jan; 142: 1–6. PMID: 7055159
  120. Oehler MK, Rees MC. Menorrhagia: An Update. Acta Obstet Gynecol Scand. 2003 May; 82 (5): 405-22. PMID: 12752071
  121. Duckitt K. Medical Management of Perimenopausal Menorrhagia: An Evidence-Based Approach. Menopause Int. 2007 Mar; 13 (1): 14-8. PMID: 17448262
  122. Adelantado JM, Rees MCP, Lopez‐Bernal A, et al. Increased uterine prostaglandin E receptors in menorrhagic women. Br J Obstet Gynaecol 1988 Feb; 95: 162–5. PMID: 2894838
  123. Lethaby A, Augood C, Duckitt K. Nonsteroidal Anti-Inflammatory Drugs for Heavy Menstrual Bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2000; (2): CD000400. PMID: 10796714
  124. Rodriguez MB, Lethaby A, Farquhar C. Non-steroidal Anti-Inflammatory Drugs for Heavy Menstrual Bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2019 Sep; 19, 9 (9): CD000400. PMID: 31535715
  125. Cameron IT, Haining R, Lumsden MA, et al. The effects of mefenamic acid and norethisterone on measured menstrual blood loss. Obstet Gynecol. 1990 Jul; 76: 85–8. PMID: 2359570
  126. Bonnar J, Sheppard BL. Treatment of Menorrhagia During Menstruation: Randomised Controlled Trial of Ethamsylate, Mefenamic Acid, and Tranexamic Acid. BMJ. 1996 Sep; 313 (7057): 579-82. PMID: 8806245
  127. Fraser IS, McCarron G, Markham R, et al. Long‐term treatment of menorrhagia with mefenamic acid. Obstet Gynecol. 1983 Jan; 61: 109–12. PMID: 6337354
  128. Milsom I, Andersson K, Andersch B, et al. A comparison of flurbiprofen, tranexamic acid, and a levonorgestrel‐releasing intrauterine contraceptive device in the treatment of idiopathic menorrhagia. Am J Obstet Gynecol. 1991 Mar; 164: 879–83. PMID: 1900665
  129. Fraser IS, McCarron G. Randomized trial of 2 hormonal and 2 prostaglandin‐inhibiting agents in women with a complaint of menorrhagia. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 1991 Feb; 31: 66–70. PMID: 1872778
  130. Guillebaud J, Anderson AB, Turnbull AC. Reduction by mefenamic acid of increased menstrual blood loss associated with intrauterine contraception. Br J Obstet Gynaecol. 1978 Jan; 85: 53–62. PMID: 341963
  131. Dockeray CJ, Sheppard BL, Daly L, et al. The Fibrinolytic Enzyme System in Normal Menstruation and Excessive Uterine Bleeding and the Effect of Tranexamic Acid. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1987 Apr; 24 (4): 309-18. PMID: 2953634
  132. Cameron IT. Dysfunctional Uterine Bleeding. Baillieres Clin Obstet Gynaecol. 1989 Jun; 3 (2): 315-27. PMID: 2692922
  133. Gleeson N, Devitt M, Sheppard BL, et al. Endometrial Fibrinolytic Enzymes in Women With Normal Menstruation and Dysfunctional Uterine Bleeding. Br J Obstet Gynaecol. 1993 Aug; 100 (8): 768-71. PMID: 8399019
  134. Gleeson NC. Cyclic Changes in Endometrial Tissue Plasminogen Activator and Plasminogen Activator Inhibitor Type 1 in Women With Normal Menstruation and Essential Menorrhagia. Am J Obstet Gynecol. 1994 Jul; 171 (1): 178-83. PMID: 8030696
  135. Callender ST, Warner GT, Cope E. Treatment of menorrhagia with tranexamic acid. A double‐blind trial. Br Med J. 1970 Oct; 4: 214–6. PMID: 4919554
  136. Gleeson NC, Buggy F, Sheppard BL, et al. The effect of tranexamic acid on measured menstrual loss and endometrial fibrinolytic enzymes in dysfunctional uterine bleeding. Acta Obstet Gynecol Scand. 1994 Mar; 73: 274–7. PMID: 8122512
  137. Edlund M, Andersson K, Rybo G, et al. Reduction of menstrual blood loss in women suffering from idiopathic menorrhagia with a novel antifibrinolytic drug (Kabi 2161). Br J Obstet Gynaecol. 1995 Nov; 102: 913–7. PMID: 8534629
  138. Lee JY, Hahn PM, Van Dijk JP, et al. Treatment of menorrhagia with tranexamic acid. J Soc Obstet Gynaecol. Can 2000 Oct; 22: 794–8. DOI: https://doi.org/10.1016/S0849-5831(16)31019-9
  139. Lethaby A, Farquhar C, Cooke I. Antifibrinolytics for heavy menstrual bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2000 Oct; 4: CD000249. PMID: 11034679
  140. Wellington K, Wagstaff AJ. Tranexamic Acid: A Review of Its Use in the Management of Menorrhagia. Drugs. 2003 Sep; 63 (13): 1417-33. PMID: 12825966
  141. Irvine GA, Cameron IT. Medical management of dysfunctional uterine bleeding. Baillieres Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 1999 Jun; 13: 189–202. PMID: 10755037
  142. Agnelli G, Gresele P, De Cunto M, et al. Tranexamic acid, intrauterine contraceptive devices and fatal cerebral arterial thrombosis. Case report. Br J Obstet Gynaecol. 1982 Aug; 89: 681–2. PMID: 7104262
  143. Rybo G. Tranexamic acid therapy is effective treatment in heavy menstrual bleeding. Clin Update Safety Ther Adv. 1991; 4: 1–8. Google Scholar
  144. Bishop PM, De Almeida JC. Treatment of functional menstrual disorders with norethisterone. Br Med J. 1960 Apr; 1: 1103–5. PMID: 13800996
  145. Lethaby A, Irvine G, Cameron I. Cyclical progestogens for heavy menstrual bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2000; 2: CD001016. PMID: 10796587
  146. Lethaby A, Irvine G, Cameron I. Cyclical Progestogens for Heavy Menstrual Bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2008 Jan; (1): CD001016. PMID: 18253983
  147. Cameron IT, Leask R, Kelly RW, et al. The effects of danazol, mefenamic acid, norethisterone and a progesterone‐impregnated coil on endometrial prostaglandin concentrations in women with menorrhagia. Prostaglandins. 1987 Jul; 34: 99–110. PMID: 3685399
  148. Preston JT, Cameron IT, Adams EJ, et al. Comparative study of tranexamic acid and norethisterone in the treatment of ovulatory menorrhagia. Br J Obstet Gynaecol. 1995 May; 102: 401–6. PMID: 7612535
  149. Fraser IS. Treatment of ovulatory and anovulatory dysfunctional uterine bleeding with oral progestogens. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 1990 Nov; 30: 353–6. PMID: 2150587
  150. Irvine GA, Campbell‐Brown MB, Lumsden MA, et al. Randomised comparative trial of the levonorgestrel intrauterine system and norethisterone for treatment of idiopathic menorrhagia. Br J Obstet Gynaecol. 1998 Jun; 105: 592–8. PMID: 9647148
  151. Duckitt K. Managing Perimenopausal Menorrhagia. Maturitas. 2010 Jul; 66 (3): 251-6. PMID: 20399041
  152. Vessey MP, Villard-Mackintosh L, McPherson K, et al. The Epidemiology of Hysterectomy: Findings in a Large Cohort Study. Br J Obstet Gynaecol. 1992 May; 99 (5): 402-7. PMID: 1622913
  153. Milsom I. The Levonorgestrel-Releasing Intrauterine System as an Alternative to Hysterectomy in Peri-Menopausal Women. Contraception. 2007 Jun; 75 (6 Suppl): S152-4. PMID: 17531608
  154. Wildemeersch D, Schacht E. Treatment of Menorrhagia With a Novel 'Frameless' Intrauterine Levonorgestrel-Releasing Drug Delivery System: A Pilot Study. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2001 Jun; 6 (2): 93-101. PMID: 11518454
  155. Wildemeersch D, Janssens D, Andrade A. The Femilis LNG-IUS: Contraceptive Performance-An Interim Analysis. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2009 Apr; 14 (2): 103-10. PMID: 19340705
  156. Yoo HJ, Lee MA, Ko YB, et al. The Efficacy of the Levonorgestrel-Releasing Intrauterine System in Perimenopausal Women With Menorrhagia or Dysmenorrhea. Arch Gynecol Obstet. 2012 Jan; 285 (1): 161-6. PMID: 21671063
  157. Sheppard BL. Endometrial Morphological Changes in IUD Users: A Review. Contraception. 1987 Jul; 36 (1): 1-10. PMID: 3117492
  158. Nilsson CG, Luukkainen T, Arko H. Endometrial Morphology of Women Using a D-Norgestrel-Releasing Intrauterine Device. Fertil Steril. 1978 Apr; 29 (4): 397-401. PMID: 648644
  159. Silverberg SG, Haukkamaa M, Arko H, et al. Endometrial Morphology During Long-Term Use of Levonorgestrel-Releasing Intrauterine Devices. Int J Gynecol Pathol. 1986; 5 (3): 235-41. PMID: 3093395
  160. Nilsson CG, Johansson ED, Luukkainen T. A D-norgestrel-releasing IUD. Contraception. 1976 Apr; 13 (4): 503-14. PMID: 1253602
  161. Luukkainen T, Lähteenmäki P, Toivonen J. Levonorgestrel-releasing Intrauterine Device. Ann Med. 1990 Apr; 22 (2): 85-90. PMID: 2113816
  162. Prager S, Darney PD. The Levonorgestrel Intrauterine System in Nulliparous Women. Contraception. 2007 Jun; 75 (6 Suppl): S12-5. PMID: 17531602
  163. Nilsson CG. Comparative Quantitation of Menstrual Blood Loss With a D-Norgestrel-Releasing Iud and a Nova-T-copper Device. 1977 Apr; 15 (4): 379-87. PMID: 880815
  164. Andersson JK, Rybo G. Levonorgestrel-releasing Intrauterine Device in the Treatment of Menorrhagia. Br J Obstet Gynaecol. 1990 Aug; 97 (8): 690-4. PMID: 2119218
  165. Andersson K. The levonorgestrel intrauterine system: more than a contraceptive. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2001 Jan; 6: 15–22. PMID: 11336429
  166. Kaunitz AM, Bissonnette F, Monteiro I, et al. Levonorgestrel-releasing Intrauterine System or Medroxyprogesterone for Heavy Menstrual Bleeding: A Randomized Controlled Trial. Obstet Gynecol. 2010 Sep; 116 (3): 625-32. PMID: 20733445
  167. Lethaby AE, Cooke I, Rees M. Progesterone/progestogen Releasing Intrauterine Systems Versus Either Placebo or Any Other Medication for Heavy Menstrual Bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2000; (2): CD002126. PMID: 10796865
  168. Rodriguez MB, Lethaby A, Low C, et al. Cyclical Progestogens for Heavy Menstrual Bleeding. Cochrane Database Syst Rev. 2019 Aug; 8 (8): CD001016. PMID: 31425626
  169. Starczewski A, Iwanicki M, et al. Intrauterine Therapy With Levonorgestrel Releasing IUD of Women With Hypermenorrhea Secondary to Uterine Fibroids. Ginecol Pol. 2000 Sep; 71 (9): 1221-5. PMID: 11083008
  170. Wildemeersch D, Schacht E. The Effect on Menstrual Blood Loss in Women With Uterine Fibroids of a Novel "Frameless" Intrauterine Levonorgestrel-Releasing Drug Delivery System: A Pilot Study. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2002 Apr; 102 (1): 74-9. PMID: 12039094
  171. Grigorieva V, Chen-Mok M, Tarasova M, et al. Use of a Levonorgestrel-Releasing Intrauterine System to Treat Bleeding Related to Uterine Leiomyomas. Fertil Steril. 2003 May; 79 (5): 1194-8. PMID: 12738516
  172. Brun JL, Descat E, Boubli B, et al. Endometrial Hyperplasia: A Review. J Gynecol Obstet Biol Reprod. 2006 Oct; 35 (6): 542-50. PMID: 17003742
  173. Buttini MJ, Jordan SJ, Webb PM. The Effect of the Levonorgestrel Releasing Intrauterine System on Endometrial Hyperplasia: An Australian Study and Systematic Review. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 2009 Jun; 49 (3): 316-22. PMID: 19566568
  174. Rodriguez MI, Darney PD. Non-contraceptive Applications of the Levonorgestrel Intrauterine System. Int J Womens Health. 2010 Aug; 2: 63-8. PMID: 21072298
  175. Lahteenmaki P, Haukkamaa M, Puolakka J, et al. Open randomised study of use of levonorgestrel releasing intrauterine system as alternative to hysterectomy. BMJ. 1998 Apr; 316: 1122–6. PMID: 9552948
  176. Larsson G, Milsom I, Lindstedt G, et al. The influence of a low dose combined oral contraceptive on menstrual blood loss and iron status. Contraception. 1992 Oct; 46: 327–334. PMID: 1486771
  177. Cianci A, De Leo V. [Individualization of Low-Dose Oral Contraceptives. Pharmacological Principles and Practical Indications for Oral Contraceptives]. Minerva Ginecol. 2007 Aug; 59 (4): 415-25. PMID: 17923832
  178. Khoo SK. Cancer Risks and the Contraceptive Pill. What Is the Evidence After Nearly 25 Years of Use? Med J Aust. 1986 Feb; 144 (4): 185-90. PMID: 3511357
  179. Grimes DA. Results of Oral Contraceptive Epidemiologic Studies Regarding Neoplastic and Cardiovascular Effects. Int J Fertil. 1989; 34 Suppl: 27-33. PMID: 2576254
  180. Derman RJ. Oral Contraceptives and Cardiovascular Risk. Taking a Safe Course of Action. Postgrad Med. 1990 Sep; 88 (4): 119-22. PMID: 2204902
  181. Stenchever MA. Risks of Oral Contraceptive Use in Women Over 35. J Reprod Med. 1993 Dec; 38 (12 Suppl: 1030-5. PMID: 8120860
  182. Mendoza N, Sánchez-Borrego R. Non-contraceptive benefits of hormonal contraceptive use during perimenopause? Maturitas. 2014 May;78: 72. PMID: 24630129
  183. Volpe A, Silferi M, Genazzani AD, et al. Contraception in Older Woman. Contraception. 1993 Mar; 47 (3): 229-39. PMID: 8462314
  184. Fioretti P, Fruzzetti F, Navalesi R, et al. Clinical and Metabolic Study of a New Pill Containing 20 Mcg Ethinylestradiol Plus 0.150 Mg Desogestrel. Contraception. 1987 Mar; 35 (3): 229-43. PMID: 2956055
  185. Jick H, Jick SS, Gurewich V, et al. Risk of Idiopathic Cardiovascular Death and Nonfatal Venous Thromboembolism in Women Using Oral Contraceptives With Differing Progestagen Components. Lancet. 1995 Dec; 346 (8990): 1589-93. PMID: 7500750
  186. Spitzer WO, Lewis MA, Heinemann LA, et al. Third generation oral contraceptives and risk of venous thromboembolic disorders: an international case‐control study. Transnational Research Group on Oral Contraceptives and the Health of Young Women. BMJ. 1996 Jan; 312: 83–8. PMID: 8555935
  187. Lewis MA, MacRae KD, Kuhl‐Habichl D, et al. The differential risk of oral contraceptives: the impact of full exposure history. Hum Reprod. 1999 Jun; 14: 1493–9. PMID: 10359554
  188. Dayan N, Holcroft CA, Tagalakis V. The Risk of Venous Thrombosis, Including Cerebral Vein Thrombosis, Among Women With Thrombophilia and Oral Contraceptive Use: A Meta-Analysis. Clin Appl Thromb Hemost. 2011 Nov-Dec; 17 (6): E141-52. PMID: 21220364
  189. Brynhildsen J. Combined Hormonal Contraceptives: Prescribing Patterns, Compliance, and Benefits Versus Risks. Ther Adv Drug Saf. 2014 Oct; 5 (5): 201-13. PMID: 25360241
  190. Dmowski WP. Endocrine Properties and Clinical Application of Danazol. Fertil Steril. 1979 Mar; 31 (3): 237-51. PMID: 374128
  191. Barbieri RL, Ryan KJ. Danazol. Endocrine Pharmacology and Therapeutic Applications. Am J Obstet Gynecol. 1981 Oct; 141 (4): 453-63. PMID: 7025640
  192. Milwidsky A, Besch NF, Besch PK, et al. Evidence of a Possible Direct Action of Danazol on the Human Ovary. Acta Obstet Gynecol Scand. 1983; 62 (2): 187-90. PMID: 6868971
  193. Tamaya T, Wada K, Fujimoto J, et al. Danazol Binding to Steroid Receptors in Human Uterine Endometrium. Fertil Steril. 1984 May; 41 (5): 732-5. PMID: 6714450
  194. Need JA, Forbes KL, Milazzo L, et al. Danazol in the treatment of menorrhagia: the effect of a 1 month induction dose (200 mg) and 2 month's maintenance therapy (200 mg, 100 mg, 50 mg or placebo). Aust N Z J Obstet Gynaecol. 1992 Nov; 32: 346–52. PMID: 1290434
  195. Higham JM, Shaw RW. A comparative study of danazol, a regimen of decreasing doses of danazol, and norethindrone in the treatment of objectively proven unexplained menorrhagia. Am J Obstet Gynecol. 1993 Nov; 169: 1134–9. PMID: 8238173
  196. Chimbira TH, Anderson AB, Cope E, et al. Preliminary results on clinical and endocrine studies in the treatment of menorrhagia with danazol. Postgrad Med J. 1979; 55: 90–4. PMID: 395527
  197. Bonduelle M, Walker JJ, Calder AA. A comparative study of danazol and norethisterone in dysfunctional uterine bleeding presenting as menorrhagia. Postgrad Med J. 1991 Sep; 67: 833–6. PMID: 1835005
  198. Dockeray CJ, Sheppard BL, Bonnar J. Comparison between mefenamic acid and danazol in the treatment of established menorrhagia. Br J Obstet Gynaecol. 1989 Jul; 96: 840–4. PMID: 2765430
  199. Yen SS. Clinical Applications of Gonadotropin-Releasing Hormone and Gonadotropin-Releasing Hormone Analogs. Fertil Steril. 1983 Mar; 39 (3): 257-66. PMID: 6130985
  200. Andreyko JL, Marshall LA, Dumesic DA, et al. Therapeutic Uses of Gonadotropin-Releasing Hormone Analogs. Obstet Gynecol Surv. 1987 Jan; 42 (1): 1-21. PMID: 3543765
  201. Moghissi KS. A clinician's guide to the use of gonadotropin‐releasing hormone analogues in women. Medscape Womens Health. 2000 Jan; 5: 5. PMID: 10792849
  202. Friedman AJ, Hoffman DI, Comite F, et al. Treatment of leiomyomata uteri with leuprolide acetate depot: a double‐blind, placebo‐controlled, multicenter study. The Leuprolide Study Group. Obstet Gynecol. 1991 May; 77: 720–5. PMID: 1901638
  203. Serra GB, Panetta V, Colosimo M, et al. Efficacy of leuprorelin acetate depot in symptomatic fibromatous uteri: the Italian Multicentre Trial. Clin Ther. 1992; 14: 57–73. PMID: 1606594
  204. Crosignani PG, Vercellini P, Meschìa M, et al. GnRH Agonists Before Surgery for Uterine Leiomyomas. A Review. J Reprod Med. 1996 Jun; 41 (6): 415-21. PMID: 8799917
  205. Candiani GB, Vercellini P, Fedele L, et al. Use of Goserelin Depot, a Gonadotropin-Releasing Hormone Agonist, for the Treatment of Menorrhagia and Severe Anemia in Women With Leiomyomata Uteri. Acta Obstet Gynecol Scand. 1990; 69 (5): 413-5. PMID: 2148663
  206. Thomas EJ, Okuda KJ, Thomas NM. The combination of a depot gonadotrophin releasing hormone agonist and cyclical hormone replacement therapy for dysfunctional uterine bleeding. Br J Obstet Gynaecol. 1991 Nov; 98: 1155–9. PMID: 1836959
  207. Cirkel U, Ochs H, Schneider HP, et al. Experience With Leuprorelin Acetate Depot in the Treatment of Fibroids: A German Multicentre Study. Clin Ther. 1992; 14 Suppl A: 37-50. PMID: 1606593
  208. Friedman AJ, Harrison-Atlas D, Barbieri RL, et al. A Randomized, Placebo-Controlled, Double-Blind Study Evaluating the Efficacy of Leuprolide Acetate Depot in the Treatment of Uterine Leiomyomata. Fertil Steril. 1989 Feb; 51 (2): 251-6. PMID: 2492232
  209. Schlaff WD, Zerhouni EA, Huth JA, et al. A Placebo-Controlled Trial of a Depot Gonadotropin-Releasing Hormone Analogue (Leuprolide) in the Treatment of Uterine Leiomyomata. Obstet Gynecol. 1989 Dec; 74 (6): 856-62. PMID: 2511532
  210. Irvine GA, Cameron IT. Medical management of dysfunctional uterine bleeding. Baillieres Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol 1999 Jun; 13: 189–202. PMID: 10755037
  211. Goyeneche AA, Telleria CM. Antiprogestins in Gynecological Diseases. Reproduction. 2015 Jan; 149 (1): R15-33. PMID: 25252652
  212. Brown A, Cheng L, Lin S, et al. Daily Low-Dose Mifepristone Has Contraceptive Potential by Suppressing Ovulation and Menstruation: A Double-Blind Randomized Control Trial of 2 and 5 Mg Per Day for 120 Days. J Clin Endocrinol Metab. 2002 Jan; 87 (1): 63-70. PMID: 11788624
  213. Murphy AA, Kettel LM, Morales AJ, et al. Regression of Uterine Leiomyomata in Response to the Antiprogesterone RU 486. J Clin Endocrinol Metab. 1993 Feb; 76 (2); 513-7. PMID: 8432797
  214. Murphy AA, Morales AJ, Kettel LM, et al. Regression of Uterine Leiomyomata to the Antiprogesterone RU486: Dose-Response Effect. Fertil Steril. 1995 Jul; 64 (1): 187-90. PMID: 7789557
  215. Eldar‐Geva T, Healy DL. Other medical management of uterine fibroids. Baillieres Clin Obstet Gynaecol. 1998 Jun; 12: 269–88. PMID: 10023422
  216. Eisinger SH, Fiscella J, Bonfiglio T, et al. Open-label Study of Ultra Low-Dose Mifepristone for the Treatment of Uterine Leiomyomata. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2009 Oct; 146 (2): 215-8. PMID: 19586708
  217. Spitz IM, Croxatto HB, Robbins A. Antiprogestins: Mechanism of Action and Contraceptive Potential. Annu Rev Pharmacol Toxicol. 1996; 36: 47-81. PMID: 8725382

Περιγραφή και ορισμός

Οι ορολογίες, φαρμακευτική μέθοδος διακοπής της κύησης ή ιατρική έκτρωση/άμβλωση ή ιατρική μέθοδος διακοπής της κύησης αναφέρονται στη χρήση ενός ή περισσοτέρων φαρμάκων για τον τερματισμό μιας ανεπιθύμητης κύησης.

Ιστορικά στοιχεία

Η διακοπή της κύησης γινόταν χειρουργικά με την χρήση αναρρόφησης κενού ή με διαστολή και απόξεση υπό γενική αναισθησία και ήταν οι μέθοδοι επιλογής από τη δεκαετία του 1960. Ο κλασικός τρόπος τερματισμού μιας ανεπιθύμητης κύησης έως 13Wks που πραγματοποιείται με χειρουργική εκκένωση της μήτρας δια αναρρόφησης έχει αποτελεσματικότητα 94,6% 1 και ποσοστό επιπλοκών (παθολογική αιμορραγία, πυρετό, πυελική φλεγμονή, τραυματισμό τραχήλου, συνέχιση της κύησης, διάτρηση μήτρας, συμφύσεις), 6,1%. 2 Η φαρμακευτική έκτρωση εισήλθε ως εναλλακτική μέθοδος τερματισμού της κύησης μετά από την ευρεία διαθεσιμότητα των προσταγλανδινών στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και με τους αντι-προγεστερονικούς παράγοντες (RU-486) τη δεκαετία του 1980. 3 - 5 Ακόμα, η μεθοτρεξάτη (MTX) χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 για την διακοπή της ενδομήτριας αλλά και της εξωμήτριας κύησης. 6

Επιδημιολογικά στοιχεία

Εκτιμάται ότι, 19 εκατομμύρια γυναίκες κάθε χρόνο υποβάλλονται σε μη ασφαλείς εκτρώσεις παγκοσμίως. Στη Βραζιλία, όπως και στην πλειοψηφία των περιφερειών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, στην Αφρική και στην Ασία η έκτρωση είναι εξαιρετικά περιορισμένη νομικά. Ο ποινικός κώδικας της Βραζιλίας που χρονολογείται από το 1940 υποδηλώνει ότι η έκτρωση είναι παράνομη εκτός από την περίπτωση που εκτελείται για να σωθεί η ζωή μιας γυναίκας ή στην περίπτωση βιασμού. Παρόλο που δεν επιτρέπεται ρητά από το νόμο, οι εκτρώσεις σε περίπτωση εμβρυϊκής δυσπλασίας ασύμβατης με τη νεογνική ζωή μπορούν να εγκριθούν κατά περίπτωση με δικαστική απόφαση, μια διαδικασία που απαιτεί την αίτηση δικηγόρου και τις γνωμοδοτήσεις τριών ιατρών και ψυχολόγου. Παρά τους νομικούς αυτούς περιορισμούς, κάθε χρόνο 1,4 εκατομμύρια παράνομες εκτρώσεις πραγματοποιούνται στη Βραζιλία με αποτέλεσμα 300.000 περίπου νοσηλείες λόγω επιπλοκών. 7 , 8

Η μισοπροστόλη, αποτελεί το πλέον δημοφιλές φαρμακευτικό μέσο πρόκλησης έκτρωσης στη Βραζιλία. Όμως, η αναζήτηση πρόσθετης βοήθειας σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, λόγω αποτυχίας, επισημαίνει τον αυξημένο κίνδυνο που διατρέχει η υγεία της μητέρας. 9 Εκτός από τη μισοπροστόλη, και άλλα φάρμακα που περιέχουν οιστρογόνα και προγεστερόνη χρησιμοποιήθηκαν ως εκτρωτικά μέσα. 10 , 11

Σύμφωνα με ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές, οι φαρμακευτικές εκτρώσεις με μισοπροστόλη μπορούν να οδηγήσουν σε αποτυχημένο αποτέλεσμα σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 10% των περιπτώσεων, απαιτώντας τη χρήση συμπληρωματικής εκτρωτικής μεθόδου. Η χρήση της μισοπροστόλης ως μονοθεραπεία, είναι σημαντικά λιγότερο αποτελεσματική από τους συνδυασμούς με μιφεπριστόνη, μεθοτρεξάτη ή ταμοξιφένη και δεν συνιστάται σε περιπτώσεις φαρμακευτικών εκτρώσεων πρώτου τριμήνου. 12 Σε περιπτώσεις όπου η εκτρωτική διαδικασία εκτελείται χωρίς την επαρκή φροντίδα και σε ανεπαρκείς δόσεις η χρήση της μισοπροστόλης ενδέχεται να μην διακόψει την εγκυμοσύνη δημιουργώντας έτσι ένα πρόσθετο άγχος, στην μητέρα, επειδή αυξάνεται ο κίνδυνος συγγενών ανωμαλιών στο έμβρυο. 13 , 14

Μέθοδοι φαρμακευτικής έκτρωσης

Οι χρησιμοποιούμενες φαρμακευτικές μέθοδοι για τον τερματισμό μιας ανεπιθύμητης κύησης προσφέρουν μια εναλλακτική λύση στις γυναίκες έναντι της κλασικής χειρουργικής εκκένωσης της μήτρας. Οι γυναίκες πλέον έχουν τη δυνατότητα παγκοσμίως να βελτιώσουν την πρόσβαση σε μια ασφαλή έκτρωση μια και οι νόμοι σε πολλές χώρες είναι εξαιρετικά περιοριστικοί. 15 Σήμερα, χρησιμοποιούνται αρκετά θεραπευτικά σχήματα ποικίλης αποτελεσματικότητας, συμπεριλαμβανομένης της μισοπροστόλης ως μονοθεραπείας ή σε συνδυασμό με μιφεπριστόνη ή μεθοτρεξάτη. 16 Πιο συχνά χρησιμοποιείται η συνδυασμένη θεραπεία μιφεπριστόνης/μισοπροστόλης που είναι εξαιρετικά αποτελεσματική. 17 , 18

Προσταγλανδίνες

Η μισοπροστόλη είναι ένα συνθετικό ανάλογο της προσταγλανδίνης Ε1, ανήκει στην κατηγορία των αντιόξινων φαρμάκων και διατίθεται στο εμπόριο για τη θεραπεία του γαστρικού και δωδεκαδακτυλικού έλκους. 19 Ωστόσο, σήμερα χρησιμοποιείται στην καθημερινή μαιευτική και γυναικολογική πρακτική λόγω της δράσης της στην αύξηση του τόνου του μυομητρίου και στην ωρίμανση του τραχήλου. 20 Η μισοπροστόλη χρησιμοποιείται για φαρμακευτική έκτρωση, 21 - 23 στην προετοιμασία του τραχήλου πριν από τις χειρουργικές εκτρώσεις, 24 στην πρόκληση τοκετού 25 και στον έλεγχο της αιμορραγίας μετά τον τοκετό. 26 - 30

Φυσιολογία και φαρμακοκινητική δράση

Κλινικές έρευνες απέδειξαν ότι η μισοπροστόλη είναι ένα φαρμακευτικό μέσο ικανό να προκαλέσει αποβολή που μπορεί να χορηγηθεί από το στόμα, υπογλώσσια, κολπικά ή από το ορθό. Όταν η μισοπροστόλη χορηγείται από το στόμα απορροφάται ταχέως και μετατρέπεται στον δραστικό μεταβολίτη, το οξύ της μισοπροστόλης. Οι συγκεντρώσεις του μισοπροστολικού οξέος στο πλάσμα κορυφώνονται σε 30 λεπτά περίπου και στη συνέχεια ελαττώνονται ταχέως. 31 Η βιοδιαθεσιμότητα της μισοπροστόλης μειώνεται με την ταυτόχρονη λήψη τροφής ή αντιόξινων. Η μισοπροστόλη μεταβολίζεται κυρίως στο ήπαρ και λιγότερο από το 1% του ενεργού βιολογικά μεταβολίτη της απεκκρίνεται στα ούρα. Οι ασθενείς με ηπατική νόσο πρέπει να λαμβάνουν μειωμένη δόση, ενώ η προσαρμογή της δόσης είναι περιττή για ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια που δεν χρειάζονται αιμοκάθαρση. 32

Τα μέχρι στιγμής φαρμακοκινητικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η υπογλώσσια χορήγηση μισοπροστόλης έχει ταχεία έναρξη δράσης (7,8±3,0min), την υψηλότερη συγκέντρωση στο πλάσμα σε (25,5±5,0min) και τη μεγαλύτερη βιοδιαθεσιμότητα μεταξύ οδών χορήγησης. Επίσης οι υπογλώσσιες, κολπικές και ορθικές οδοί χορήγησης έχουν το πλεονέκτημα παρατεταμένης δραστικότητας. Η χορήγηση κολπικής μισοπροστόλης είναι περισσότερο αποτελεσματική από την ισόποση του στόματος δοσολογία και έχει λιγότερες γαστρεντερικές ανεπιθύμητες ενέργειες. Ο τόνος της μήτρας αυξάνεται κατά μέσο χρόνο σε 20,9±5,3min και οι συγκεντρώσεις του μισοπροστολικού οξέος στο πλάσμα κορυφώνονται 46,3±20,7min. Ωστόσο, η κολπική οδός συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο υπερδιέγερσης της μήτρας λόγω παρατεταμένης δραστικότητας και μεγαλύτερης βιοδιαθεσιμότητας. 33 - 37 Η υπογλώσσια χορήγηση μισοπροστόλης είναι εξίσου αποτελεσματική ως εναλλακτική λύση στην χορήγηση κολπικής μισοπροστόλης. Ωστόσο, ο επιπολασμός των ανεπιθύμητων ενεργειών (διάρροια, ρίγη, δυσάρεστη γεύση στόματος) είναι υψηλότερος με αυτόν τον τρόπο χορήγησης. 38

Η αυξημένη βιοδιαθεσιμότητα των μη-από του στόματος οδών θεωρείται ότι συμβάλλει στην αποφυγή της πρώτης διέλευσης της εντεροηπατικής κυκλοφορίας. Καθώς η κάθαρση του φαρμάκου είναι πιθανόν να είναι ταχεία, ανεξάρτητα από την οδό χορήγησης, η παρατεταμένη δραστηριότητα των κολπικών και υπογλώσσιων οδών πιθανώς οφείλεται σε συνεχή απορρόφηση για παρατεταμένη περίοδο. Συνεπώς, η διάρκεια απορρόφησης πιθανά συσχετίζεται με τη συγκράτηση του δισκίου στην αντίστοιχη θέση με την πάροδο του χρόνου. Αυτό μπορεί να είναι ένας περιορισμός της υπογλώσσιας οδού σε μη συνεργάσιμο ασθενή. Μερικές φορές, η κολπική οδός είναι ακατάλληλη λόγω δυσκολίας στην διασφάλιση της συγκράτησης της μισοπροστόλης στον κόλπο και της απορρόφησης της, λόγω κολπικής αιμορραγίας. 39

Φαρμακευτική έκτρωση αποκλειστικά με μισοπροστόλη

Δεδομένα από 42 μελέτες που περιελάμβαναν σχεδόν 13.000 γυναίκες έδειξαν ότι η μισοπροστόλη μπορεί να είναι αποτελεσματική και ασφαλής όταν χρησιμοποιείται μόνη της για την πρόκληση έκτρωσης στο πρώτο τρίμηνο. Σε όλες τις μελέτες, περίπου το 78% των γυναικών είχαν πλήρεις αποβολές και τελικά η κύηση τερματίστηκε σε περισσότερο από το 94%, χωρίς να χρειαστεί χειρουργική παρέμβαση. Η συχνότητα εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών που απαιτούσε νοσηλεία ή μετάγγιση ήταν το πολύ 0,2% και οι περισσότερες γυναίκες ήταν ικανοποιημένες με τη φαρμακευτική θεραπεία.40 - 47 Τα χαρακτηριστικά της θεραπείας που σχετίζονται με υψηλότερη αποτελεσματικότητα εντοπίστηκαν μεταξύ των γυναικών στις οποίες: α) η δόση ήταν 800mcg κολπικά, β) η χειρουργική παρέμβαση ήταν ουσιαστικά λιγότερο συχνή εάν οι γυναίκες είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν τουλάχιστον τέσσερις δόσεις, γ) αν αυτές οι δόσεις, είχαν ληφθεί σε διάστημα μεγαλύτερο των 48 ωρών και, δ) εάν τα δισκία υγράνθηκαν πριν την εισαγωγή. Μεταξύ των γυναικών που έλαβαν φαρμακευτική θεραπεία με τουλάχιστον τρεις δόσεις και, με πρώτη δόση 800mcg κολπικής μισοπροστόλης, υπογλώσσια ή από του στόματος, η επιτυχής έκβαση ήταν 87%. 48 Η εμπότιση των δισκίων μισοπροστόλης με φυσιολογικό ορό ή οξικό οξύ 5% βελτιώνει αποδεδειγμένα την κολπική απορρόφηση του φαρμάκου, 49 μειώνει τον κίνδυνο χειρουργικής επέμβασης 50, 51 και ενισχύει την διαστολή του τραχήλου της μήτρας πριν από την χειρουργική έκτρωση. 52

Συνδυασμένη θεραπεία

Ο συνδυασμός ενός αναλόγου προσταγλανδίνης που χρησιμοποιείται ως διαδοχική θεραπεία μετά από τη μιφεπριστόνη ή τη μεθοτρεξάτη έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού επιτυχίας στο 95% των περιπτώσεων και επιταχύνει την αποβολή του κυήματος συγκριτικά με τη μονοθεραπεία με μισοπροστόλη ή μιφεπριστόνη. 53

α) Μιφεπριστόνη/μισοπροστόλη

Η μιφεπριστόνη είναι ένα αντιπρογεσταγόνο που δρα αναστέλλοντας τις δράσεις της προγεστερόνης μιας ορμόνης απαραίτητης για τη συνέχιση της κύησης. 54 Η μονο-θεραπεία με αντιπρογεσταγόνα κατά την πρώιμη κύηση, προκαλεί αποτελεσματικά αποβολή, αλλά η συχνότητα πλήρους έκτρωσης είναι πολύ χαμηλή για να είναι κλινικά αποδεκτή. Η χορήγηση μιφεπριστόνης σε δοσολογία μεγαλύτερη ή ίση με 1mg/kg σωματικού βάρους προκαλεί συστολές της μήτρας και αυξάνει την ευαισθησία του μυομητρίου στις προσταγλανδίνες. Αυτές οι επιδράσεις επέτρεψαν την ανάπτυξη της συνδυασμένης θεραπείας μιφεπριστόνης/μισοπροστόλης χρησιμοποιώντας ως προ-θεραπεία την μιφεπριστόνη σε δοσολογία 200-600mg και στην συνέχεια, 36-48 ώρες μετά τη λήψη της μιφεπριστόνης, ενδοκολπική χορήγηση μισοπροστόλης σε δοσολογία 800mcg. Η συνδυασμένη θεραπεία έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματική, συχνότητα πλήρους έκτρωσης μεταξύ 95-100% και φαινομενικά συνδέεται με χαμηλότερη συχνότητα παρενεργειών απ ότι εάν το ανάλογο προσταγλανδίνης (PG) χρησιμοποιείται μόνο του. 55 - 57

Διακοπή κύησης έως 49 ημέρες (7Wks). Στο 91-97% των γυναικών ≤ από 49 ημέρες κυοφορίας, 600mg από του στόματος μιφεπριστόνης, ακολουθούμενης 48 ώρες αργότερα με 400mcg από στόματος μισοπροστόλης, οδήγησαν σε πλήρη αποβολή. 58 , 59 Στις γυναίκες με κυοφορία ≤ από 56 ημέρες, το ποσοστό επιτυχίας κυμάνθηκε μεταξύ 84% και 95% σε διάφορες χώρες όπου πραγματοποιήθηκαν οι μελέτες, 16% ήταν οι αποτυχημένες προσπάθειες στην Κούβα και 5,2% στην Ινδία. 60 Ωστόσο, η μείωση της δόσης της μιφεπριστόνης στα 200mg δεν μείωσε την αποτελεσματικότητα της συνδυασμένης θεραπείας. 61 Η ταυτόχρονη χορήγηση από του στόματος μιφεπριστόνης 200mg και μισοπροστόλης 800mcg κολπικώς είναι ένα θεραπευτικό σχήμα σε κυήσεις ≤ από τις 49 ημέρες με αποτελεσματικότητα 97,8%, εντός διαστήματος 5,5 ωρών και μέση διάρκεια αιμορραγίας 11,8 ημέρες. 62 Η από του στόματος χορήγηση μιφεπριστόνης 200mg ακολουθούμενη 48 ώρες μετά από υπογλώσσια χορήγηση μισοπροστόλης 600mcg, είχε επιτυχή έκβαση (πλήρης έκτρωση) στο 98,3% των περιπτώσεων σε κυήσεις έως 49 ημερών. 63

Διακοπή κύησης 50-63 ημέρες (7-9Wks). Μία από του στόματος δόση 600mg μιφεπριστόνης ακολουθούμενη 48 ώρες αργότερα με 800mcg κολπικής μισοπροστόλης είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αποβολή στο 95% των γυναικών, εντός τεσσάρων ωρών από τη λήψη της μισοπροστόλης και στο 98% των γυναικών εντός πέντε ημερών, όταν η ηλικία κύησης ήταν ≤ από 63 ημέρες (9Wks). 64 , 65  Η μείωση της δόσης της μιφεπριστόνης στα 200mg δεν μείωσε την αποτελεσματικότητα της συνδυασμένης θεραπείας που ήταν 97 ή 98%.66 - 68 Κάποιες πιλοτικές μελέτες κατέδειξαν ότι η λήψη 200mg per os μιφεπριστόνης ακουλουθούμενη την ίδια ημέρα, 6-8 ώρες μετά, από την χορήγηση κολπικής μισοπροστόλης 800mcg, προκάλεσαν επιτυχώς έκτρωση σε γυναίκες 50-63 ημερών κυοφορίας σε ποσοστά συγκρίσιμα με τα σχήματα που χρησιμοποιούσαν μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα δοσολογίας μεταξύ των φαρμάκων. 69 , 70

Διακοπή κύησης 63-83 ημέρες (9-12Wks). Η συνδυασμένη θεραπευτική αγωγή μιφεπριστόνη/μισοπροστόλη, οδήγησε σε πλήρη αποβολή το 94-95% των εγκύων ασθενών 9-13Ws. Κάθε έγκυος ασθενής έλαβε μία εφάπαξ από του στόματος δόση μιφεπριστόνης 200mg και 36-48 ώρες αργότερα μισοπροστόλη 800mcg κολπικώς. Όπου χρειάστηκε, δόθηκαν δύο επιπλέον δόσεις 400mcg μισοπροστόλης (κολπικώς ή από το στόμα) κάθε 3 ώρες. Η μέση δόση προσταγλανδίνης ήταν 1200mcg (εύρος 800-1600mcg). Ωστόσο, η συχνότητα εμφάνισης βαριάς κολπικής αιμορραγίας ήταν υψηλότερη σε σχέση με τις ασθενείς με λιγότερο προχωρημένη εγκυμοσύνη. 71 , 72 Ο συνδυασμός μιφεπριστόνης και μισοπροστόλης είναι αποτελεσματικός στον τερματισμό της κύησης για κυήσεις 63-83 ημερών. 73

β) Μεθοτρεξάτη/μισοπροστόλη

H MTX είναι ένας ειδικός ανταγωνιστής του φυλλικού οξέος, αναστέλλει την δράση της διϋδροφολικής ρεδουκτάσης και, επομένως, παρεμβαίνει στην σύνθεση του DNA μειώνοντας την προσφορά πουρίνης και πυριμιδίνης στα ταχέως διαιρούμενα κύτταρα. Η αντι-πολλαπλασιαστική αυτή δράση επιτυγχάνεται μέσω των σχημάτων που χρησιμοποιούν μεγάλες δόσεις για την θεραπεία των κακοήθων όγκων. Η μεθοτρεξάτη είναι κυτταροτοξική για την τροφοβλάστη και, σε χαμηλές δόσεις, έχει ελάχιστες παρενέργειες. Ωστόσο, χρησιμοποιείται στη θεραπεία της τροφοβλαστικής νεοπλασίας και της έκτοπης κύησης.

Διακοπή κύησης έως 56 ημέρες (8Wks). Μία εφάπαξ δόση, ενδομυϊκά ή από του στόματος, MTX 50mg/m2 σωματικής επιφάνειας ακολουθήθηκε από τρείς έως επτά ημέρες αργότερα με 800mcg κολπικής μισοπροστόλης. Η δόση της μισοπροστόλης επαναλήφθηκε την επόμενη ημέρα εάν δεν συνέβη αποβολή. Η πλήρης αποβολή πραγματοποιήθηκε σε 38/46 (83%) ασθενείς στην ομάδα 1 και σε 39/40 (98%) στην ομάδα 2 (p = 0,033). Από τις γυναίκες με πλήρεις εκτρώσεις, 30/46 (65%) στην ομάδα 1 και 27/40 (68%) στην ομάδα 2 απέβαλαν την ίδια ημέρα με την πρώτη ή τη δεύτερη δόση μισοπροστόλης (p = 0,823). Η κολπική αιμορραγία διήρκεσε 14±5days (μέση ± SD) στην ομάδα 1 και 17±9days στην ομάδα 2 και το επίπεδο της β-hCG ήταν ≤ 25IU/L στις 22±7days και 19±9days, αντίστοιχα. Οι υπόλοιπες γυναίκες διέκοψαν την θεραπεία μετά από καθυστέρηση 24±6days στην ομάδα 1 και 28±13days στην ομάδα 2. Η αποτυχία της θεραπείας στην ομάδα 1 ήταν τέσσερις συνεχόμενες κυήσεις (9%), δύο ατελείς εκτρώσεις (4%) και δύο γυναίκες που ζήτησαν χειρουργική διακοπή μετά από την λήψη και των δύο φαρμάκων (4%). Η αποτυχία της θεραπείας στην ομάδα 2 ήταν μια ατελής έκτρωση. 74 - 78

Διακοπή κύησης έως 63 ημέρες (9Wks). Προκειμένου να αξιολογηθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του συνδυασμού της μεθοτρεξάτης/μισοπροστόλης σε κύηση ≤ 63 ημερών, 300 έγκυες έλαβαν μεθοτρεξάτη 50 mg από του στόματος και ακολούθησε η χορήγηση μισοπροστόλης 800mcg κολπικώς 3, 4 ή 5 ημέρες μετά τη την λήψη της μεθοτρεξάτης. Η δόση της μισοπροστόλης επαναλήφθηκε 48 και 96 ώρες αργότερα εάν δεν συνέβη η έκτρωση. Η πλήρης αποβολή πραγματοποιήθηκε σε 273/300 ασθενείς (91%, 95%, CI 87, 94%). Τα ποσοστά επιτυχούς έκτρωσης ήταν 72% (216 περιπτώσεις) μετά από μία μόνο δόση μισοπροστόλης. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές στατιστικές διαφορές στα ποσοστά επιτυχίας όταν δόθηκε μισοπροστόλη 3, 4 ή 5 ημέρες μετά τη χορήγηση μεθοτρεξάτης (p = 0,69). Η κολπική αιμορραγία διήρκεσε 7,1±3,8 ημέρες, το spotting 4,1±2,5 ημέρες και η συνολική αιμορραγία 11,2±4,1 ημέρες. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της μεθοτρεξάτης περιελάμβαναν ναυτία (9,7%), έμετο (6,7%), ζάλη (10,3%), κόπωση (6,3%), πονοκέφαλο (5,3%) και ρίγη (5,3%). Για τη μισοπροστόλη, οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιελάμβαναν ναυτία (23,0%), έμετο (25,3%), διάρροια (51,7%), ζάλη (18,3%), πονοκέφαλο (18,0%), ρίγη (60,0%) και πυελικό πόνο (97,3%). 79

Παλίνδρομος κύηση

Η χορήγηση μιφεπριστόνης ή μεθοτρεξάτης "αποσταθεροποιεί" την συνεχιζόμενη εγκυμοσύνη και στη συνέχεια η μισοπροστόλη βοηθά στην αποβολή των προϊόντων της σύλληψης. Σε καταστάσεις ανεμβρυϊκής κύησης, ή πρώιμου εμβρυϊκού θανάτου η εγκυμοσύνη ήδη έχει αποσταθεροποιηθεί και οι φυσιολογικές μεταβολές που τελικά οδηγούν σε αποβολή βρίσκονται σε διαδικασία εξέλιξης (π.χ. εκφυλιστικές αλλοιώσεις πλακούντα, μειωμένη αγγείωση και απόπτωση χοριοφθαρτού). Εάν καθυστερήσει η αυτόματη αποβολή, ίσως ενδείκνυται φαρμακευτική θεραπεία για την εκκένωση της μήτρας, για να αποφευχθεί η χειρουργική επέμβαση ή το άγχος της εγκύου από την αναμονή μιας καθυστερημένης χρονικά αποβολής.

Διακοπή κύησης έως 63 ημέρες (9Wks). Είκοσι γυναίκες με παλίνδρομο κύηση (ανεμβρυϊκή κύηση ή πρώιμο εμβρυϊκό θάνατο) έως 8 εβδομάδων έλαβαν είτε 400mcg από στόματος μισοπροστόλη είτε 800mcg κολπικώς. Εάν 24 ώρες αργότερα, η υπερηχογραφία αποκάλυπτε παραμένοντα προϊόντα σύλληψης, η δόση επαναλαμβάνονταν. Το ποσοστό αποβολής εντός 48 ωρών, μετά την πρώτη δόση μισοπροστόλης, ήταν 25% στην ομάδα της από στόματος-μισοπροστόλης και 88% στην ομάδα της κολπικής-μισοπροστόλης. Έμετος εμφανίστηκε στο 30% και 13%, αντίστοιχα και διάρροια στο 50% και 38%, αντίστοιχα. Έτσι, τα 800mcg μισοπροστόλης που χορηγήθηκαν κολπικά μία ή δύο φορές (με τη δεύτερη δόση χορηγούμενη 24 ώρες μετά την πρώτη) ήταν πιο αποτελεσματικά στην εκκένωση της μήτρας. Δεν υπήρξαν περιπτώσεις υπερβολικής αιμορραγίας ή ατελούς έκτρωσης που απαιτούσαν χειρουργική επέμβαση. 80 , 81

Ένα άλλο θεραπευτικό σχήμα αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα μίας δόσης κολπικής μισοπροστόλης 600mcg, η οποία επαναλήφθηκε 4 ώρες αργότερα εάν ήταν απαραίτητο. Η χειρουργική θεραπεία διεξήχθη όταν η πλήρης έκτρωση δεν τεκμηριώθηκε με υπερηχογράφημα 10-12 ώρες μετά την χορήγηση της αγωγής. Πλήρης φαρμακευτική εκκένωση εμφανίστηκε σε 42/74 γυναίκες (56,8%), σε 11 (14,9%) απαιτήθηκε μόνο μία δόση. Εβδομήντα γυναίκες (94,6%) εμφάνισαν κοιλιακό πόνο, 73 (98,6%) κολπική αιμορραγία, 10 (13,5%) ναυτία, 4 (5,4%) έμετο, 5 (6,8%) διάρροια και 4 (5,4%) παροδική υπερθερμία. Υπήρξε μία περίπτωση βαριάς κολπικής αιμορραγίας που απαιτούσε επείγουσα χειρουργική εκκένωση και μία εισαγωγή για ατελή έκτρωση σε 30 ημέρες. Όλες οι γυναίκες εκτός από 4 (5,4%) είχαν διαστολή τραχήλου κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης. 82 Κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν πολλά σχήματα μισοπροστόλης για τη θεραπεία της παλίνδρομης κύησης ως εναλλακτική λύση στη χειρουργική θεραπεία, με διαφορετικά ποσοστά ανεπιθύμητων ενεργειών και επιτυχίας. 83 - 86 Η συνολική επιτυχία της φαρμακευτικής θεραπείας με ενδοκολπική μισοπροστόλη αποδεικνύει ότι η θεραπεία είναι ασφαλής σε περιβάλλον εξωτερικών ασθενών. 87

Δεύτερο τρίμηνο της κύησης

Διακοπή κύησης 14-28Wks. Στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης, η εκκένωση της μήτρας μπορεί να πραγματοποιηθεί λόγω μητρικών ιατρικών ενδείξεων, συγγενών ανωμαλιών του εμβρύου, εμβρυϊκού θανάτου ή εξαιτίας επιλεκτικού τερματισμού της κύησης. Οι εκτρώσεις που διεξάγονται νωρίς στο δεύτερο τρίμηνο επιτυγχάνονται συνήθως με αναρρόφηση και απόξεση, ενώ οι διαδικασίες που εκτελούνται πιο αργά απαιτούν την διαστολή του τραχήλου και του έξοδο εμβρύου ή την πρόκληση τοκετού. Αρκετές μελέτες αξιολόγησαν τη χρήση της μισοπροστόλης στην πρόκληση τοκετού κατά το δεύτερο τρίμηνο. 88 - 94 Ωστόσο, η σύγκριση αυτών των μελετών είναι δύσκολη επειδή υπάρχει μεγάλη ετερογένεια ως προς την ηλικία της κύησης. Συνήθως, η μήτρα γίνεται πιο ευαίσθητη στους μητροτονικούς παράγοντες με την αύξηση της ηλικία κύησης. Έτσι, μια δόση μισοπροστόλης που δόθηκε νωρίς στο δεύτερο τρίμηνο μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματική όσο η ίδια, ισόποση δόση, που δίνεται αργότερα στο ίδιο τρίμηνο. Επιπλέον, κάποιες μελέτες συμπεριλαμβάνουν έγκυες που κυοφορούσαν νεκρά έμβρυα στις οποίες ο τοκετός μπορεί να προκληθεί πιο γρήγορα από ότι σε άλλες που υποβάλλονται σε έκτρωση για διαφορετικούς λόγους. 89 , 90 , 94 Πιθανολογείται ότι η ηλικία κύησης σε νεκρό έμβρυο επηρεάζει τόσο τα ποσοστά των επιτυχημένων προκλήσεων τοκετού αλλά και την χρονική διάρκεια του τοκετού. Ο ορισμός της επιτυχούς έκτρωσης, ποικίλοι. Κάποιοι ερευνητές όρισαν την επιτυχή έκτρωση ως την αποβολή του εμβρύου και του άθικτου πλακούντα, έτσι ώστε να μην απαιτείται χειρουργική απόξεση, ενώ άλλοι, μόνο, ως την αποβολή του εμβρύου. Επιπλέον, οι μελέτες αυτές συμπεριλαμβάνουν και ένα ευρύ φάσμα πρόσθετων παρεμβάσεων. Για παράδειγμα, σε μερικές μελέτες, όλα τα έμβρυα με θετική καρδιακή δραστηριότητα έλαβαν ενδοκαρδιακά χλωριούχο κάλιο πριν από την πρόκληση τοκετού. 89 , 90 , 94

Αν και, στο πρώτο τρίμηνο της κύησης 800mcg κολπικής μισοπροστόλης μπορούν και προκαλούν με επιτυχία έκτρωση, στο τρίτο τρίμηνο δόσεις μεταξύ 25-50mcg είναι αποτελεσματικές στην πρόκληση τοκετού, η καλύτερη δόση κολπικής μισοπροστόλης για την πρόκληση έκτρωσης στο δεύτερο τρίμηνο πιθανότατα βρίσκεται μεταξύ των δόσεων 50-800mcg. Με βάση αυτό το εύρος δόσεων, μπορεί να απαιτηθούν υψηλότερες δόσεις μισοπροστόλης, νωρίτερα στο δεύτερο τρίμηνο από ότι αργότερα. Το σύνηθες σχήμα πρόκλησης τοκετού είναι 200mcg μισοπροστόλης, τοποθετημένα στον κόλπο, κάθε 12 ώρες. Με αυτό το θεραπευτικό σχήμα, τα ποσοστά επιτυχημένης έκτρωσης (τοκετός εντός 48 ωρών) κυμαίνονται από 71-100%. 88 , 90 - 92 , 94 Η αύξηση της συχνότητας χορήγησης της μισοπροστόλης θα περίμενε κανείς να αυξήσει την αποτελεσματικότητα, ωστόσο, σε μία τυχαιοποιημένη μελέτη με 100 γυναίκες, 200mcg κολπικής μισοπροστόλης κάθε 6 ώρες, δεν ήταν περισσότερο αποτελεσματικά από την ισόποση δόση που χορηγήθηκε κάθε 12 ώρες. 94

Αν και, η ιδανική αγωγή δεν έχει προσδιοριστεί επακριβώς, φαίνεται όμως ότι δόση φόρτισης 200-600mcg κολπικής μισοπροστόλης κάθε 12 ώρες (σχήμα 1) ή η δόση φόρτισης ακολουθούμενη από 400mcg κολπικής μισοπροστόλης κάθε 3 ώρες (σχήμα 2), μπορούν και προκαλούν επιτυχώς τοκετό στο δεύτερο τρίμηνο. 95 - 98 Η χορήγηση 400mcg κολπικής μισοπροστόλης κάθε 3 ώρες (maximum πέντε δόσεις/24h), είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αποβολή στο 91% των γυναικών που υποβάλλονταν σε πρόκληση τοκετού εντός διαστήματος 48 ωρών 91 Κολπικές δόσεις μισοπροστόλης, 200mcg, 400mcg και 600mcg που χορηγήθηκαν κάθε 12h σε γυναίκες, στο δεύτερο τρίμηνο, οδήγησαν σε ποσοστό αποβολών 71%, 82% και 96%, αντίστοιχα. 92 Οι υψηλότερες δόσεις συσχετίστηκαν με υψηλότερα ποσοστά ανεπιθύμητων ενεργειών, συμπεριλαμβανομένου του πυρετού ˃ των 38° C (0%, 2% και 28%), ναυτία και έμετο (4%, 12% και 20%) και διάρροια (0%, 6% και 22%), αντίστοιχα. 92 Όπως και με την φαρμακευτική διακοπή της κύησης στο πρώτο τρίμηνο, η πρόκληση τοκετού στο δεύτερο τρίμηνο με μισοπροστόλη είναι πιο επιτυχημένη αν η μιφεπριστόνη χορηγηθεί 36-48 ώρες πριν από τη χορήγηση μισοπροστόλης. 99 - 101

Τα ποσοστά επιτυχημένης πρόκλησης, τοκετός μέσα σε 24 ώρες, κυμαίνονται από 90-97% μεταξύ των γυναικών που έλαβαν 200mg μιφεπριστόνης και ακολούθησαν 36-48 ώρες αργότερα με 200mcg κολπικής μισοπροστόλης, κάθε 3 ώρες 99 και των γυναικών που έλαβαν την ίδια δόση μιφεπριστόνης (200mg) μία δόση 800 mcg κολπικής μισοπροστόλης και στη συνέχεια 400mcg από στόματος-μισοπροστόλη κάθε 3 ώρες (maximum τέσσερεις δόσεις), αντίστοιχα. 99

Ενδομήτριος θάνατος

Διακοπή κύησης > από 14Wks. Η μισοπροστόλη είναι ιδανική στην πρόκληση τοκετού σε περίπτωση εμβρυϊκού θανάτου, επειδή δεν υπάρχει ανησυχία για τις δυσμενείς επιπτώσεις από την υπερδιέγερση της μήτρας στο έμβρυο. Διεξήχθη μια συστηματική μελέτη από το 1987 έως το 2008, συγκρίνοντας μόνο τη μισοπροστόλη (κολπική, στοματική/υπογλώσσια) με άλλες μεθόδους, χρησιμοποιώντας τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, τα οφέλη και τους κινδύνους που συνδέονται με τη χορήγηση μισοπροστόλης για τον τερματισμό της κύησης λόγω εμβρυϊκού θανάτου κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο. Ως εμβρυϊκός θάνατος ορίστηκε το νεκρό έμβρυο άνω των 14 εβδομάδων της κύησης. Συμπεριλήφθηκαν δεκατέσσερις μελέτες για τη σύγκριση διαφόρων παρεμβάσεων. Τα σχήματα πρόκλησης ποίκιλαν σημαντικά ως προς τον αριθμό των δόσεων, και των χρονικών διαστημάτων μεταξύ των δόσεων του φαρμάκου. Το κύριο αποτέλεσμα ήταν η φαρμακευτική έκτρωση της μήτρας στις 48 ώρες. Σε όλες τις μελέτες που αξιολογήθηκαν, τόσο η κολπική όσο και η στοματική μισοπροστόλη έδειξαν ποσοστό επιτυχίας 100% στην επίτευξη της εκκένωσης της μήτρας στις 48 ώρες. Αν και οι διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές και παρατηρήθηκε ανομοιογένεια, η κολπική μισοπροστόλη ήταν εξίσου αποτελεσματική με την στοματική, επιτυγχάνοντας την εκκένωση της μήτρας μέσα σε 48 ώρες. Η στοματική χορήγηση συνδέθηκε με περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες από ότι η κολπική χορήγηση. Τα μέσα χρονικά διαστήματα από την πρόκληση έως τον τοκετό δεν ήταν σημαντικά διαφορετικά μεταξύ των ομάδων κολπικής και στοματικής θεραπείας [-1,97 (95% CI = -3,22 έως 0,72)], έτσι ώστε το κλινικό όφελος της από του στόματος χορήγησης και της αποφυγής της επαναλαμβανόμενης κολπικής χορήγησης είναι πιθανόν οριακός. Η κολπική μισοπροστόλη ήταν λιγότερο αποτελεσματική στην επίτευξη φαρμακευτικής έκτρωσης της μήτρας στις 24 ώρες σε σύγκριση με την κολπική μισοπροστόλη συν την ωκυτοκίνη. 102 Με βάση τα αποτελέσματα κάποιων μελετών, μια δόση 100 mcg κολπικής μισοπροστόλης που χορηγείται κάθε 12 ώρες οδηγεί σε ποσοστά επιτυχίας που προσεγγίζουν το 100%. 103 , 104

Η συνολική δόση της μισοπροστόλης που απαιτείται στις αρχές τρίτου τριμήνου, (> από τις 28Ws της κύησης), είναι όπως και στο δεύτερο τρίμηνο, 200 mcg κολπικής μισοπροστόλης χορηγούμενη κάθε 12 ώρες. Για κυήσεις 24-34Ws, χορηγήθηκαν 200mcg κολπικής μισοπροστόλης ακολουθούμενα από τέσσερις δόσεις στοματικής μισοπροστόλης 200mcg σε διαστήματα τριών ωρών. Στις κυήσεις πάνω από 34 εβδομάδες χορηγήθηκε παρόμοιο σχήμα αλλά με μειωμένη δόση, 100mcg μισοπροστόλης. Το μέσο χρονικό διάστημα πρόκλησης έως τον τοκετό, ήταν 8,5 ώρες. Ενενήντα πέντε γυναίκες (98,9%) γέννησαν εντός 72 ωρών από τη χορήγηση της πρώτης δόσης μισοπροστόλης, το 66,7%, 87,5%, 92,7% και 95,8% των γυναικών εντός 12, 24, 36 και 48 ωρών, αντίστοιχα. 105 Μία χαμηλή δόση 50mcg κολπικής μισοπροστόλης, κάθε 12 ώρες, μπορεί να είναι επαρκής στην πρόκληση τοκετού στο τελειόμηνο νεκρό έμβρυο.

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίζονται συχνά με την χρήση της μισοπροστόλης είναι πυρετός/ρίγη, ναυτία, ίλιγγος, έμετοι, διάρροια και το πυελικό άλγος τα οποία εξαρτώνται από τη δόση και την οδό χορήγησης. 106 , 107 Φυσιολογικά, οι προσταγλανδίνες απελευθερώνονται ως απάντηση στην ιστική καταστροφή και προκαλούν πυρετό. Επιπλέον, η PGΕ δρα στα θερμορυθμιστικά κέντρα του εγκεφάλου, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει την ύπαρξη πυρετού από την χρήση της μισοπροστόλης. Συχνότερα εμφανίστηκε πυρετός κατά την υπογλώσσια οδό χορήγησης (15%), λιγότερο στην από του στόματος (11,4%) και ακόμα πιο λίγο στην πρωκτική οδό χορήγησης, (4%). 108 Πενήντα οκτώ από 163 γυναίκες (35,6%) στο Quito του Ecuador που έλαβαν υπογλώσσια μισοπροστόλη εμφάνισαν πυρετό ≥ 40ᵒ C. 109 Ο πυρετός ήταν περισσότερο από δύο φορές πιο συχνός μεταξύ των γυναικών που έλαβαν > 600 mcg αντί για 400 mcg μισοπροστόλης. 110 - 113 Σε πολυάριθμες τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες, υπήρξε σημαντικά υψηλότερη συχνότητα ρίγους σε γυναίκες που έλαβαν μισοπροστόλη για τη θεραπεία ή την πρόληψη της αιμορραγίας μετά τον τοκετό.114 Το ρίγος κορυφώθηκε εντός 1 ώρας, παρέμεινε για διάστημα 2-6 ώρες και ήταν ανεξάρτητο από την επισκληρίδιο αναλγησία. 115

Επιπλοκές

Παρόλο που άλλες προσταγλανδίνες (PGΕ2 και PGF2α) μπορούν να προκαλέσουν έμφραγμα μυοκαρδίου και βρογχόσπασμο, η μισοπροστόλη (PGΕ1) όχι. 116 Τοξικές δόσεις μισοπροστόλης δεν έχουν προσδιοριστεί. Ωστόσο, αθροιστικές δόσεις έως και 2200mcg χορηγούμενες σε χρονική περίοδο 12 ωρών είναι ανεκτές από τις έγκυες γυναίκες χωρίς σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. 117 Υπερτονία είναι μια σοβαρή επιπλοκή της μήτρας που μπορεί να συμβεί κατά την διάρκεια της πρόκλησης τοκετού. Υπερτονία ορίζεται ως μία μόνο συστολή με διάρκεια 2 λεπτά ή περισσότερο ή πέντε ή περισσότερες συστολές σε χρονική περίοδο 10 λεπτών, για 2 περιόδους. Υπερτονία μπορεί να συμβεί με δόσεις μισοπροστόλης μικρότερης από 50mcg στο τρίτο τρίμηνο, και είναι πιο συχνή στην από του στόματος έναντι της κολπικής χορήγησης με ποσοστά εμφάνισης, 8,5% έναντι 7,4%, αντίστοιχα.  118

Η ρήξη μήτρας αναφέρθηκε ως επιπλοκή σε γυναίκες που υποβλήθηκαν σε φαρμακευτική έκτρωση με μισοπροστόλη κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης. 119 - 123 Στο ιστορικό κάποιων από αυτές τις γυναίκες αναφέρονταν προηγούμενες καισαρικές τομές και κατά συνέπειαν υπήρχαν μετεγχειρητικές ουλές στο μυομήτριο. Όμως, σε δύο περιπτώσεις δεν υπήρχε ιστορικό χειρουργείου είτε τραχήλου, είτε μήτρας. 118 , 121 Ο κίνδυνος ρήξης της μήτρας σε γυναίκες με μία προϋπάρχουσα χαμηλή εγκάρσια καισαρική τομή, ήταν 0,43%. 124 Εντούτοις, σχεδόν όλες οι κλινικές δοκιμές που αφορούσαν πρόκληση τοκετού με μισοπροστόλη, στο δεύτερο τρίμηνο, απέκλεισαν τις γυναίκες με ουλές στην μήτρα. Το αναφερόμενο ποσοστό φλεγμονής στατιστικά ήταν μικρό και κυμάνθηκε μεταξύ των διαφόρων ερευνητικών ομάδων από 0,09-0,55% έναντι 0,1-4,7% της χειρουργικής έκτρωσης. 125 , 126

Τερατογένεση

Το 1993, έγινε γνωστή για πρώτη φορά η τερατογόνος δράση της μισοπροστόλης, όταν μητέρες εφτά βρεφών από την Βραζιλία προσπάθησαν να αποβάλουν ανεπιτυχώς χρησιμοποιώντας μισοπροστόλη κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης. Τα βρέφη τους, γεννήθηκαν με ελλείματα των άκρων και τέσσερα από αυτά είχαν σύνδρομο Möbius (πάρεση κρανιακών νεύρων VI, VI, VII, XII με ή χωρίς ελλείματα των άκρων). 127 Η εμβρυοτοξικότητα της μισοπροστόλης ακόμη και με χαμηλή δοσολογία υποστηρίχτηκε και από άλλες μελέτες, με μικρό όμως αριθμό περιστατικών. 128 , 129 Οι εμβρυϊκές δυσπλασίες που εκδηλώθηκαν, συμπεριλαμβανομένης και της αρθρογρύπωσης είχαν παρόμοιο μοτίβο με τις παραμορφώσεις που παρατηρήθηκαν σε σύνδρομα αγγειακής διαταραχής 130 , 131 ή μετά από τη δειγματοληψία της χοριακής λάχνης (CVS). 132 Ως παθογενετικοί μηχανισμοί η οποίοι δυνητικά προκαλούν αγγειακή βλάβη, ισχαιμία του εγκεφαλικού στελέχους και εν τέλη απόφραξη προτάθηκαν, οι έντονες συσπάσεις της μήτρας από την δράση της μισοπροστόλης, οι εμβρυομητρικές μεταγγίσεις (FMTs) και διάσπαση του πλακουντιακού φραγμού με τη μεταφορά αγγειοδραστικών ουσιών από τις κατεστραμμένες περιοχές του πλακούντα στην εμβρυϊκή κυκλοφορία. 133 , 134 Σε μια προοπτική ελεγχόμενη μελέτη 236 γυναικών που εκτέθηκαν στην μισοπροστόλη το ποσοστό των συγγενών ανωμαλιών ήταν 4% και ήταν διπλάσιο από αυτό της ομάδας ελέγχου. 135 Παρόλα αυτά, μελέτες σε πειραματόζωα δεν επιβεβαίωσαν την τοξικότητα της μισοπροστόλης. 136 , 137

Επί του παρόντος, η τερατογόνος δράση της μιφεπριστόνη δεν έχει πλήρως αποδειχθεί. Σποραδικές αναφορές που είδαν το φως της δημοσιότητας, αναφέρουν μια περίπτωση συνδρόμου αμνιακής ταινίας με ακρωτηριασμό άκρου μετά από έκθεση στη μιφεπριστόνη στην αρχή της κύησης. 138

Η σχέση μεταξύ μεθοτρεξάτης και συγγενών γενετικών ανωμαλιών από καιρό έχει επιβεβαιωθεί σε αρκετές μελέτες. Η εμβρυοπάθεια της μεθοτρεξάτης περιλαμβάνει μια σειρά από εμβρυϊκές ανωμαλίες που ανιχνεύονται σε πολλά συστήματα μέσω υπερηχογραφίας όπως, ολοπροσεγκεφαλία, 139 διαταραχές ανάπτυξης, μικροκεφαλία, κρανιοσυνοστέωση, υποπλασία άνω γνάθου, 140 πολλαπλές σκελετικές ανωμαλίες και αμφίβολα γεννητικά όργανα, 141 απόντα ή κοντά μακρά οστά, συνδακτυλία, μη φυσιολογική θέση χεριών, μικρογναθία και μονή ομφαλική αρτηρία. 142 Επιπλέον, σε άλλες αναφορές περιστατικών υποδηλώνονται συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες (CHD), τετραλογία του Fallot, ανώμαλη έκφυση πνευμονικών φλεβών, διαφραγματικά ελλείμματα. 143

  1. Child TJ, Thomas J, Rees Μ, et al. Morbidity of first trimester aspiration termination and the seniority of the surgeon. Hum Reprod. 2001 May; 16:875-878. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  2. Heisterberg L, Kringelbach M. Early complications after induced first-trimester abortion. Acta Obstet Gynecol Scand. 1987;66(3):201-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  3. Kovacs L, Sas M, Resch BA, et al. Termination of Very Early Pregnancy by RU 486--an Antiprogestational Compound. Contraception. 1984 May; 29 (5): 399-410. PubMed | Google Scholar
  4. Haspels AA. Interruption of Early Pregnancy by an Anti-Progestational Compound, RU 486. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1985 Sep; 20 (3): 169-75. PubMed | PDF | Google Scholar
  5. Couzinet Β, Le Strat V, Ulmann Α, et al. Termination of early pregnancy by the progesterone antagonist RU 486 V. Engl J Med. 1986 Dec; 315: 1565-1570. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  6. Creinin MD. Methotrexate for abortion at < or = 42 days gestation. Contraception 1993 Dec; 48 (6): 519-525. PubMed | Google Scholar
  7. Guttmacher Institute. Facts on abortion in Latin America and the Caribbean January 2012. Guttmacher Institute
  8. Shah I, Ahman E. Age Patterns of Unsafe Abortion in Developing Country Regions. Reprod Health Matters. 2004 Nov; 12 (24 Suppl): 9-17. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  9. Coêlho HL, Teixeira AC, Santos AP, et al. Misoprostol and Illegal Abortion in Fortaleza, Brazil. Lancet. 1993 May; 341 (8855): 1261-3. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  10. Misago C, Fonseca W, Correia L, et al. Determinants of abortion among women admitted to hospitals in Fortaleza, North Eastern Brazil. Int J Epidemiol. 1998 Oct; 27 (5): 833-9. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  11. Mengue SS, Schenkel EP, Duncan BB, et al. Prevalence and clinical correlates of unsuccessful use of drugs to induce menstruation. Contraception. 1998 Feb; 57 (2): 93-7. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  12. Kulier R, Gülmezoglu AM, Hofmeyr GJ, et al, Campana A. Medical methods for first trimester abortion. Cochrane Database Syst Rev. 2004 (2); CD002855: PubMed | Cochrane Library | Google Scholar
  13. Norman JE, Thong KJ, Baird DT. Uterine contractility and induction of abortion in early pregnancy by misoprostol and mifepristone. Lancet. 1991 Nov; 338 (8777): 1233-6. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  14. Dal Pizzol T, Sanseverino MT, Mengue SS. Exposure to Misoprostol and Hormones During Pregnancy and Risk of Congenital Anomalies. Cad Saude Publica. 2008 Jun; 24 (6): 1447-53. PubMed | Scielo | Google Scholar
  15. Goldman LA, García SG, Díaz J, et al. Brazilian Obstetrician-Gynecologists and Abortion: A Survey of Knowledge, Opinions and Practices. Reprod Health. 2005 Nov; 2:10. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC | Google Scholar
  16. Bartz D, Goldberg A. Medication Abortion. Clin Obstet Gynecol. 2009 Jun; 52 (2): 140-50. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  17. Creinin MD. Current Medical Abortion Care. Curr Womens Health Rep. Dec 2003; 3 (6): 461-9. PubMed | Google Scholar
  18. Marions L. Mifepristone Dose in the Regimen With Misoprostol for Medical Abortion. Contraception. 2006 Jul; 74 (1): 21-5. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  19. Blanchard Κ, Winikoff Β, Ellertson C. Misoprostol used alone for the termination of pregnancy. Α review of the evidence. Contraception. 1999 Apr; 59 (4): 209-217. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  20. Wing DA, Rahall A, Jones MM, et al. Misoprostol: An Effective Agent for Cervical Ripening and Labor Induction. Am J Obstet Gynecol. 1995 Jun; 172 (6): 1811-6. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  21. Costa SH, Vessey ΜΡ. Misoprostol and illegal abortion in Rio de Janeiro, Brazil. Lancet. 1993 May; 341 (8855): 1258-1261. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  22. Barbosa RM, Arilha M. The Brazilian Experience With Cytotec. Stud Fam Plann. 1993 Jul-Aug; 24 (4): 236-40. PubMed | Google Scholar
  23. Costa SH. Commercial Availability of Misoprostol and Induced Abortion in Brazil. Int J Gynaecol Obstet. 1998 Dec; 63 Suppl 1: S131-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  24. Goldberg AB, Greenberg MB, Darney PD. Misoprostol and Pregnancy. N Engl J Med. 2001 Jan; 344 (1): 38-47. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  25. Fletcher HM, Mitchell S, Simeon D, et al. Intravaginal Misoprostol as a Cervical Ripening Agent. Br J Obstet Gynaecol. 1993 Jul; 100 (7): 641-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  26. Hofmeyr GJ, Nikodem VC, de Jager M, et al. A randomised placebo controlled trial of oral misoprostol in the third stage of labour. Br J Obstet Gynaecol. 1998 Sep; 105: 971-975. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  27. Bamigboye AA, Hofmeyr GJ, Merrell DA. Rectal misoprostol in the prevention of postpartum hemorrhage: a placebo-controlled trial. Am J Obstet Gynecol. 1998 Oct; 179: 1043-1046. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  28. Surbek DV, Fehr PM, Hosli I, et al. Oral misoprostol for third stage of labor: a randomized placebo-controlled trial. Obstet Gynecol. 1999 Aug; 94: 255-258. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  29. Blum J, Alfirevic Z, Walraven G, et al. Treatment of Postpartum Hemorrhage With Misoprostol. Int J Gynaecol Obstet. 2007 Dec; 99 Suppl 2: S202-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  30. Alfirevic Z, Blum J, Walraven G, et al. Prevention of Postpartum Hemorrhage With Misoprostol. Int J Gynaecol Obstet. 2007 Dec; 99 Suppl 2: S198-201. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  31. Zieman M, Fong SK, Benowitz NL, et al. Absorption kinetics of misoprostol with oral or vaginal administration. Obstet Gynecol. 1997 Jul; 90: 88-92. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  32. Foote EF, Lee DR, Karim A, et al. Disposition of misoprostol and its active metabolite in patients with normal and impaired renal function. J Clin Pharmacol. 1995 Apr; 35 (4): 384-389. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  33. Creinin MD, Darney PD. Methotrexate and misoprostol for early abortion. Contraception. 1993 Oct; 48 (4): 339-48. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  34. Toppozada MK, Anwar MY, Hassan HA, et al. Oral or vaginal misoprostol for induction of labor. Int J Gynaecol Obstet. 1997 Feb; 56 (2): 135-139. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  35. Danielsson KG, Marions L, Rodriguez A, et al. Comparison between oral and vaginal administration of misoprostol on uterine contractility. Obstet Gynecol. 1999 Feb; 93(2): 275-80. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  36. Bartusevicius A, Barcaite E, Nadisauskiene R. Oral, Vaginal and Sublingual Misoprostol for Induction of Labor. Int J Gynaecol Obstet. 2005 Oct; 91(1): 2-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  37. Tang OS, Ho PC. The Pharmacokinetics and Different Regimens of Misoprostol in Early First-Trimester Medical Abortion. Contraception. 2006 Jul; 74(1): 26-30. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  38. Hamoda H, Ashok PW, Flett GMM, et al. A randomised controlled trial of mifepristone in combination with misoprostol administered sublingually or vaginally for medical abortion up to 13 weeks of gestation. BJOG. 2005 Aug;112(8):1102-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  39. Hofmeyr GJ, Walraven G, Gülmezoglu AM, et al. Misoprostol to Treat Postpartum Haemorrhage: A Systematic Review. BJOG. 2005 May; 112(5): 547-53. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  40. Carbonell JL, Varela L, Velazco Α, et al. Τhe use of misoprostol for termination of early pregnancy. Contraception 1997 Mar; 55(3): 165-168. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  41. Carbonell JLL, Varela L, Velazco A, et al. The use of misoprostol for abortion of ≤ 9 weeks gestation. Eur J Contracept Reprod Health Care. 1997 Sep;2: 181-185. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  42. Carbonell JL, Varela L, Velazco A, et al. Vaginal Misoprostol for Late First Trimester Abortion. Contraception. 1998 May; 57(5): 329-33. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  43. Carbonell JL, Varela L, Velazco A, et al. Early Abortion With 800 Micrograms of Misoprostol by the Vaginal Route. Contraception. 1999 Apr; 59(4): 219-25. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  44. Carbonell JL, Rodriguez J, Aragón S, et al. Vaginal Misoprostol 1000 Microg for Early Abortion. Contraception. 2001 Mar; 63(3): 131-6. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  45. Salakos N, Kountouris A, Botsis D, et al. First-trimester Pregnancy Termination With 800 Microg of Vaginal Misoprostol Every 12 H. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2005 Dec; 10(4): 249-54. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  46. Carbonell JL, Rodríguez J, Velazco A, et al. Oral and Vaginal Misoprostol 800 Microg Every 8 H for Early Abortion. Contraception. 2003 Jun; 67(6): 457-62. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  47. Moreno-Ruiz NL, Borgatta L, Yanow S, et al. Alternatives to Mifepristone for Early Medical Abortion. Int J Gynaecol Obstet. 2007 Mar; 96(3): 212-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  48. Raymond EG, Harrison MS, Weaver MA. Efficacy of Misoprostol Alone for First-Trimester Medical Abortion: A Systematic Review. Obstet Gynecol. 2019 Jan; 133(1): 137-147. PubMed | Full Text PMC | Google Scholar
  49. Lee VC, Yung SS, Li RH, et al. A Randomized Comparison of Pharmacokinetics of a Single Vaginal Dose of Dry Misoprostol or Misoprostol Moistened With Normal Saline or With Acetic Acid. Hum Reprod. 2011 Nov; 26(11): 2981-7. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  50. Ngai SW, Tang OS, Chan YM, et al. Vaginal Misoprostol Alone for Medical Abortion Up to 9 Weeks of Gestation: Efficacy and Acceptability. Hum Reprod. 2000 May; 15(5): 1159-62. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  51. Harwood B, Mishell JR. Use of Vaginal Misoprostol for Abortion. Hum Reprod. 2000 Dec; 15(12): 2686-8. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  52. Elati A, Weeks A. Risk of Fever After Misoprostol for the Prevention of Postpartum Hemorrhage: A Meta-Analysis. Obstet Gynecol. 2012 Nov; 120(5): 1140-8. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  53. Kulier R, Kapp N, Gülmezoglu AM, et al. Medical methods for first trimester abortion. Cochrane Database Syst Rev. 2011 Nov 9; 2011(11): CD002855. PubMed | Full Text PMC | Cochrane Library | Google Scholar
  54. Bygdeman M, Swahn ML. Prostaglandins and Antiprogestins. Acta Obstet Gynecol Scand Suppl. 1989;149: 13-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  55. Rodger MW, Baird DT. Induction of Therapeutic Abortion in Early Pregnancy With Mifepristone in Combination With Prostaglandin Pessary. Lancet. 1987 Dec;2 (8573): 1415-8. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  56. Bygdeman M, Van Look PF. Anti-progesterones for the Interruption of Pregnancy. Baillieres Clin Obstet Gynaecol. 1988 Sep; 2(3): 617-29. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  57. Sinha P, Suneja A, K Guleria, et al. Comparison of Mifepristone Followed by Misoprostol with Misoprostol Alone for Treatment of Early Pregnancy Failure: A Randomized Double-Blind Placebo-Controlled Trial. J Obstet Gynaecol India. 2018 Feb; 68(1): 39-44. PubMed | Full Text PMC | SpringerLink | Google Scholar
  58. Spitz IM, Bardin CW, Benton L, et al. Early pregnancy termination with mifepristone and misoprostol in the United States. N Engl J Med. 1998 Apr; 338(18): 1241-7. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  59. Singh K, Fong YF, Prasad RN, et al. Does an Acidic Medium Enhance the Efficacy of Vaginal Misoprostol for Pre-Abortion Cervical Priming? Hum Reprod. 1999 Jun; 14(6): 1635-7. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  60. Winikoff B, Sivin I, Coyaji KJ, et al. Safety, efficacy, and acceptability of medical abortion in China, Cuba, and India: a comparative trial of mifepristone-misoprostol versus surgical abortion. Am J Obstet Gynecol. 1997 Feb; 176(2): 431-437. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  61. McKinley C, Thong KJ, Baird DT. The effect of dose of mifepristone and gestation on the efficacy of medical abortion with mifepristone and misoprostol. Hum Reprod. 1993 Sep; 8(9): 1502-5. PubMed | Oxford Academic | Google Scholar
  62. Li YT, Chen FM, Chen TH, et al. Concurrent Use of Mifepristone and Misoprostol for Early Medical Abortion. Taiwan J Obstet Gynecol. 2006 Dec; 45(4): 325-8. PubMed | Elsevier | PDF | Google Scholar
  63. Lin M, Li YT, Chen FM, et al. Use of Mifepristone and Sublingual Misoprostol for Early Medical Abortion. Taiwan J Obstet Gynecol. 2006 Dec; 45(4): 321-4. PubMed | Elsevier | PDF | Google Scholar
  64. Schaff EA, Stadalius LS, Eisinger SH, et al. Vaginal Misoprostol Administered at Home After Mifepristone (RU486) for Abortion. J Fam Pract. 1997 Apr; 44(4): 353-60. PubMed | Google Scholar
  65. El-Refaey H, Rajasekar D, Abdalla M, et al. Induction of Abortion With Mifepristone (RU 486) and Oral or Vaginal Misoprostol. N Engl J Med. 1995 Apr; 332(15): 983-7. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  66. Ashok PW, Penney GC, Flett GM, et al. An effective regimen for early medical abortion: a report of 2000 consecutive cases. Hum Reprod. 1998 Oct; 13(10): 2962-2965. PubMed | Oxford Academic | PDF | Google Scholar
  67. Schaff EA, Eisinger SH, Stadalius LS, et al. Low-dose Mifepristone 200 Mg and Vaginal Misoprostol for Abortion. 1999 Jan; 59(1): 1-6. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  68. Schaff EA, Fielding SL, Eisinger SH, et al. Low-dose Mifepristone Followed by Vaginal Misoprostol at 48 Hours for Abortion Up to 63 Days. Contraception. 2000 Jan; 61(1): 41-6. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  69. Fox MC, Creinin MD, Harwood B. Mifepristone and Vaginal Misoprostol on the Same Day for Abortion From 50 to 63 Days' Gestation. Contraception. 2002 Oct; 66(4): 225-9. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  70. Pymar HC, Creinin MD, Schwartz JL. Mifepristone Followed on the Same Day by Vaginal Misoprostol for Early Abortion. Contraception. 2001 Aug; 64(2): 87-92. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  71. Ashok PW, Flett GM, Templeton A. Termination of pregnancy at 9-13 weeks' amenorrhoea with mifepristone and misoprostol. Lancet. 1998 Aug; 352 (9127): 542-543. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  72. Gouk EV, Lincoln K, Khair A, et al. Medical termination of pregnancy at 63 to 83 days gestation. Br J Obstet Gynaecol. 1999 Jun;106(6): 535-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  73. Hausknecht RU. Methotrexate and misoprostol to terminate early pregnancy. N Engl J Med. 1995 Aug; 333(9): 537-540. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  74. Creinin MD, Vittinghoff E, Galbraith S, et al. A randomized trial comparing misoprostol three and seven days after methotrexate for early abortion. Am J Obstet Gynecol. 1995 Nov; 173(5): 1578-1584. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  75. Carbonell Esteve JL, Varela L, et al. 25 mg Or 50 mg of oral methotrexate followed by vaginal misoprostol 7 days after for early abortion: a randomized trial. Gynecol Obstet Invest. 1999; 47(3): 182-7. PubMed | Karger | Google Scholar
  76. Creinin MD. Oral methotrexate and vaginal misoprostol for early abortion. Contraception. 1996 Jul; 54(1): 15-18. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  77. Creinin MD, Vittinghoff E, Schaff E, et al. Medical abortion with oral methotrexate and vaginal misoprostol. Obstet Gynecol. 1997 Oct; 90 (4 Pt 1): 611-616. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  78. Creinin MD, Vittinghoff E, Keder L, et al. Methotrexate and misoprostol for early abortion: a multicenter trial. I. Safety and efficacy. Contraception. 1996 Jun; 53(6): 321-327. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  79. Carbonell JL, Varela L, Velazco A, et al. Oral methotrexate and vaginal misoprostol for early abortion. Contraception. 1998 Feb; 57(2): 83-88. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  80. Creinin MD, Moyer R, Guido R. Misoprostol for medical evacuation of early pregnancy failure. Obstet Gynecol. 1997 May; 89 (5 Pt 1): 768-772. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  81. Herabutya Y, O-Prasertsawat P. Misoprostol in the management of missed abortion. Int J Gynaecol Obstet. 1997 Mar; 56(3): 263-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  82. Ayres-de-Campos D, Teixeira-da-Silva J, Campos I, et al. Vaginal Misoprostol in the Management of First-Trimester Missed Abortions. Int J Gynaecol Obstet. 2000 Oct; 71(1): 53-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  83. Henshaw RC, Cooper K, El-Refaey H, et al. Medical management of miscarriage: non-surgical uterine evacuation of incomplete and inevitable spontaneous abortion. BMJ. 1993 Apr; 306 (6882): 894-895. Full Text PMC | Google Scholar
  84. Sifakis S, Angelakis E, Vardaki E, et al. High-dose Misoprostol Used in Outpatient Management of First Trimester Spontaneous Abortion. Arch Gynecol Obstet. 2005 Sep; 272(3): 183-6. PubMed | SpingerLink | Google Scholar
  85. Kutlu T, Tuğrul S, Aran T, et al. Combined Administration of Misoprostol in the First and Second Trimester Missed Abortion Cases. Clin Exp Obstet Gynecol. 2006; 33(4): 226-8. PubMed | Google Scholar
  86. Gemzell-Danielsson K, Ho PC, de León RG, et al. Winikoff. Misoprostol to treat missed abortion in the first trimester. International Journal of Gynecology and Obstetrics. 2007 Dec; 99 (supp 2): S182-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  87. Barceló F, De Paco C, López-Espín JJ, et al. The Management of Missed Miscarriage in an Outpatient Setting: 800 Versus 600 μg of Vaginal Misoprostol. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 2012 Feb; 52(1): 39-43. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  88. Bugalho A, Bique C, Almeida L, et al. The effectiveness of intravaginal misoprostol (Cytotec) in inducing abortion after eleven weeks of pregnancy. Stud Fam Plann. 1993 Sep-Oct; 24(5): 319-323. PubMed | Google Scholar
  89. Jain JK, Mishell DR Jr. A comparison of intravaginal misoprostol with prostaglandin E2 for termination of second-trimester abortion. N Engl J Med. 1994 Aug; 331(5): 290-293. PubMed | Full Text NEJM | Google Scholar
  90. Jain JK, Mishell DR Jr. A comparison of misoprostol with and without laminaria tents for induction of second-trimester abortion. Am J Obstet Gynecol. 1996 Jul; 175(1): 173-177. PubMed  | Elsevier | Google Scholar
  91. Nuutila M, Toivonen J, Ylikorkala O, et al. A comparison between two doses of intravaginal misoprostol and gemeprost for induction of second-trimester abortion. Obstet Gynecol. 1997 Dec; 90(6): 896-900. PubMed | Google Scholar
  92. Herabutya Y, O-Prasertsawat P. Second trimester abortion using intravaginal misoprostol. Int J Gynaecol Obstet. 1998 Feb; 60(2): 161-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  93. Wong KS, Ngai CS, Wong AY, et al. Vaginal misoprostol compared with vaginal gemeprost in termination of second trimester pregnancy: a randomized trial. Contraception. 1998 Oct; 58(4): 207-210. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  94. Jain JK, Kuo J, Mishell DR Jr. A comparison of two dosing regimens of intravaginal misoprostol for second-trimester pregnancy termination. Obstet Gynecol. 1999 Apr; 93(4): 571-575. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  95. Pongsatha S, Tongsong T, Suwannawut O. Therapeutic Termination of Second Trimester Pregnancy With Vaginal Misoprostol. J Med Assoc Thai. 2001 Apr; 84(4): 515-9. PubMed | Google Scholar
  96. Herabutya Y, Chanrachakul B, Punyavachira P. A Randomised Controlled Trial of 6 and 12 Hourly Administration of Vaginal Misoprostol for Second Trimester Pregnancy Termination. BJOG. 2005 Sep; 112(9): 1297-301. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  97. Prachasilpchai N, Russameecharoen K, Borriboonhirunsarn D. Success Rate of Second-Trimester Termination of Pregnancy Using Misoprostol. J Med Assoc Thai. 2006 Aug; 89(8): 1115-9. PubMed | Google Scholar
  98. Bhattacharyya SK, Mukherji J, Kamilya GS, et al. Two Regimens of Vaginal Misoprostol in Second Trimester Termination of Pregnancy: A Prospective Randomised Trial. Acta Obstet Gynecol Scand. 2006; 85(12): 1458-62. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  99. Ho PC, Chan YF, Lau W. Misoprostol is as effective as gemeprost in termination of second trimester pregnancy when combined with mifepristone: a randomised comparative trial. Contraception. 1996 May; 53(5): 281-3. PubMed | Google Scholar
  100. Webster D, Penney GC, Templeton A. A comparison of 600 and 200 mg mifepristone prior to second trimester abortion with the prostaglandin misoprostol. Br J Obstet Gynaecol. 1996 Jul; 103(7): 706-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  101. Pluchon M, Winer N. Misoprostol in Case of Termination of Pregnancy in the Second and Third Trimesters. Trials. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris). 2014 Feb; 43(2): 162-8. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  102. Ponce de León RG, Wing DA. Misoprostol for Termination of Pregnancy With Intrauterine Fetal Demise in the Second and Third Trimester of Pregnancy - A Systematic Review. Contraception. 2009 Apr; 79(4): 259-71. PubMed | Contraception Journal | Google Scholar
  103. Bugalho A, Bique C, Machungo F, et al. Induction of labor with intravaginal misoprostol in intrauterine fetal death. Am J Obstet Gynecol 1994 Aug; 171(2): 538-541. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  104. Bugalho A, Bique C, Machungo F, et al. Vaginal misoprostol as an alternative to oxytocin for induction of labor in women with late fetal death. Acta Obstet Gynecol Scand. 1995 Mar; 74(3): 194-198. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  105. Wagaarachchi PT, Ashok PW, Narvekar NN, et al. Medical Management of Late Intrauterine Death Using a Combination of Mifepristone and Misoprostol. BJOG. 2002 Apr; 109(4): 443-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  106. Chong YS, Chua S, Shen L, et al. Does the route of administration of misoprostol make a difference? The uterotonic effect and side effects of misoprostol given by different routes after vaginal delivery. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2004 Apr 15; 113(2): 191-8. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  107. Honkanen H, Piaggio G, Hertzen H, et al. WHO multinational study of three misoprostol regimens after mifepristone for early medical abortion. BJOG. 2004 Jul; 111(7): 715-25. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  108. Durocher J Bynum, J, León W, et al. High Fever Following Postpartum Administration of Sublingual Misoprostol. BJOG. 2010 Jun; 117(7): 845-52. PubMed | Full Text PMC | Wiley Online Library | Google Scholar
  109. Lumbiganon P, Hofmeyr J, Gülmezoglu AM, et al. Misoprostol dose-related shivering and pyrexia in the third stage of labour. WHO Collaborative Trial of Misoprostol in the Management of the Third Stage of Labour. Br J Obstet Gynaecol. 1999 Apr; 106(4): 304-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  110. Ulmann A, Silvestre L. RU486: the French experience. Hum Reprod. 1994 Jun; 9:Suppl 1:126-130. PubMed | Oxford Academic | Google Scholar
  111. El-Refaey H, Templeton A. Induction of abortion in the second trimester by a combination of misoprostol and mifepristone: a randomized comparison between two misoprostol regimens. Hum Reprod. 1995 Feb; 10(2): 475-8. PubMed | Oxford Academic | Google Scholar
  112. Gonzalez CH, Marques-Dias MJ, Kim CA, et al. Congenital Abnormalities in Brazilian Children Associated With Misoprostol Misuse in First Trimester of Pregnancy. Lancet. 1998 May ; 351 (9116): 1624-7. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  113. Hofmeyr GJ, Ferreira S, Nikodem VC, et al. Misoprostol for treating postpartum haemorrhage: a randomized controlled trial [ISRCTN72263357]. BMC Pregnancy Childbirth. 2004 Aug; 4(1): 16. PubMed | Full Text PMCFull Text BMC | Google Scholar
  114. Walraven G, Dampha Y, Bittaye B, et al. Misoprostol in the treatment of postpartum haemorrhage in addition to routine management: a placebo randomised control trial. Br J Obstet Gynaecol. 2004 Sep; 111(9): 1014–1017. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  115. Hofmeyr GJ, Gülmezoglu AM, Novikova N, et al. Misoprostol to Prevent and Treat Postpartum Haemorrhage: A Systematic Review and Meta-Analysis of Maternal Deaths and Dose-Related Effects. Bull World Health Organ. 2009 Sep; 87(9): 666-77. PubMed | Full Text PMC | Google Scholar
  116. Patted SS, Goudar SS, Naik VA, et al. Side Effects of Oral Misoprostol for the Prevention of Postpartum Hemorrhage: Results of a Community-Based Randomised Controlled Trial in Rural India. J Matern Fetal Neonatal Med. 2009 Jan; 22(1): 24-8. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  117. Carbonell JL, Velazco A, Varela L, et al. Misoprostol for Abortion at 9-12 Weeks' Gestation in Adolescents. Eur J Contracept Reprod Health Care. 2001 Mar; 6(1): 39-45. PubMed | Google Scholar
  118. Alfirevic Z. Oral misoprostol for induction of labour. Cochrane Pregnancy and Childbirth Group. Cochrane Database Syst Rev. 2001;(2): CD001338. PubMed | Cochrane Library | Google Scholar
  119. Phillips K, Berry C, Mathers AM. Uterine rupture during second trimester termination of pregnancy using mifepristone and a prostaglandin. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 1996 Apr; 65(2): 175-6. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  120. Letourneur B, Parant O, Tofani V, et al. [Uterine Rupture on Unscarred Uterus Following Labor Induction for 2(nd) Trimester Termination of Pregnancy With Oral Misoprostol: Conservative Management]. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris). 2002 Jun; 31(4): 371-3. PubMed | Google Scholar
  121. Petri AL. Uterine Rupture During Second Trimester Abortion Induced With Misoprostol. Ugeskr Laeger. 2003 Jul; 165(29): 2894-5. PubMed | Google Scholar
  122. Syed S, Noreen H, Kahloon LE, et al. Uterine Rupture Associated With the Use of Intra-Vaginal Misoprostol During Second-Trimester Pregnancy Termination. J Pak Med Assoc. 2011 Apr; 61(4): 399-401. PubMed | Full Text JPMA | Google Scholar
  123. Stitely ML, Craw S, Africano E, et al. Uterine Scar Dehiscence Associated With Misoprostol Cervical Priming for Surgical Abortion: A Case Report. J Reprod Med. 2015 Sep-Oct; 60(9-10): 445-8. PubMed | Google Scholar
  124. Berghella V, Airoldi J, O'Neill AM, et al. Misoprostol for Second Trimester Pregnancy Termination in Women With Prior Caesarean: A Systematic Review. BJOG. 2009 Aug; 116(9): 1151-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  125. Cleland K, Creinin MD, Nucatola D, et al. Significant adverse events and outcomes after medical abortion. Obstet Gynecol. 2013 Jan; 121(1): 166-71. PubMed | Full Text PMC | Wolters KluwerGoogle Scholar
  126. Niinimäki M, Suhonen S, Mentula M, et al. Comparison of rates of adverse events in adolescent and adult women undergoing medical abortion: population register based study. BMJ. 2011 Apr 19;342: d2111. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | Google Scholar
  127. Gonzalez CH, Vargas FR, Perez AB, et al. Limb deficiency with or without Möbius sequence in seven Brazilian children associated with misoprostol use in the first trimester of pregnancy. Am J Med Genet. 1993 Aug 1;47(1):59-64. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  128. Auffret M, Bernard-Phalippon N, Dekemp J, et al. Misoprostol exposure during the first trimester of pregnancy: Is the malformation risk varying depending on the indication? Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2016 Dec;207:188-192. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  129. Coelho KE, Sarmento MF, Veiga CM, et al. Misoprostol embryotoxicity: clinical evaluation of fifteen patients with arthrogryposis. Am J Med Genet. 2000 Dec 11;95(4):297-301. PubMed | Google Scholar
  130. Vargas FR, Schuler-Faccini L, Brunoni D, et al. Prenatal exposure to misoprostol and vascular disruption defects: a case-control study. Am J Med Genet. 2000 Dec 11;95(4):302-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  131. Gonzalez CH, Marques-Dias MJ, Kim CA, et al. Congenital abnormalities in Brazilian children associated with misoprostol misuse in first trimester of pregnancy. Lancet. 1998 May 30;351: 1624-1627. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  132. Los FJ, Brandenburg H, Niermeijer MF. Vascular disruptive syndromes after exposure to misoprostol or chorionic villus sampling. Lancet. 1999 Mar 6;353(9155):843-4. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  133. Los FJ, Noomen P, Vermeij-Keers C, et al. Chorionic villus sampling and maternofetal transfusions: an immunological pathogenesis of vascular disruptive syndromes? Prenat Diagn. Mar;16(3):193-8. PubMed | Prenatal Diagnosis | Google Scholar
  134. Holmes LB. Teratogen-induced limb defects. Am J Med Genet. 2002 (112), pp. 297-303PubMed | Wiley Online Library | PDFGoogle Scholar
  135. Vauzelle C, Beghin D, Cournot MP, et al. Birth defects after exposure to misoprostol in the first trimester of pregnancy: prospective follow-up study. Reprod Toxicol. 2013 Apr;36:98-103. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  136. Kotsonis FN, Dodd DC, Regnier B, et al. Preclinical toxicology profle of misoprostol. Dig Dis Sci. 1985 Nov;30(11 Suppl):142S-146S. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  137. Paumgarten FJR, Souza CAM, Carvalho RR, et al. Embryotoxic effects of misoprostol in the mouse. Braz J Med biol Res. 1995 Mar;28(3):355-61. PubMed | Google Scholar
  138. Sentilhes L, Patrier S, Chouchene S, et al. Amniotic band syndrome with limb amputation after exposure to mifepristone in early pregnancy. Fetal Diagn Ther. 2007;22(1):51-4. PubMed | Karger |  Google Scholar
  139. Seidahmed MZ, Shaheed MM, Abdulbasit OB, et al. A case of methotrexate embryopathy with holoprosencephaly, expanding the phenotype. Birth Defects Res A Clin Mol Teratol. 2006 Feb;76(2):138-42. PubMed | Wiley Online Library | PDFGoogle Scholar
  140. Hyoun SC, Obican SG, Scialli AR. Teratogen update: methotrexate. Birth Defects Res A Clin Mol Teratol. 2012 Apr;94(4):187-207. PubMed | Wiley Online Library | PDFGoogle Scholar
  141. Addar MH. Methotrexate embryopathy in a surviving intrauterine fetus after presumed diagnosis of ectopic pregnancy: case report. J Obstet Gynaecol Can. 2004 Nov;26(11):1001-3. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  142. Chapa JB, Hibbard JU, Weber EM, et al. Prenatal diagnosis of methotrexate embryopathy. Obstet Gynecol. 2003 May;101(5 Pt 2):1104-7. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  143. Poggi SH, Ghidini A. Importance of timing of gestational exposure to methotrexate for its teratogenic effects when used in setting of misdiagnosis of ectopic pregnancy. Fertil Steril. 2011 Sep;96(3):669-71. PubMed | Elsevier | Google Scholar 

Σύντομα περισσότερο υλικό για το Σύμπλεγμα σωματικού τοιχώματος μελών...

Μείνετε συντονισμένοι!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αν και η εγκυμοσύνη αποτελεί μια φυσιολογική κατάσταση δεν παύει να είναι μια δυναμικά εξελισσόμενη περίοδος στη ζωή της γυναίκας, η οποία μπορεί να επιπλακεί από διάφορες μαιευτικές ή παθολογικές καταστάσεις. Για αυτούς τους λόγους, αλλά και επειδή κανένας σε ολόκληρο τον κόσμο δεν μπορεί να εγγυηθεί σε ένα ζευγάρι, ότι θα γεννήσει ένα εντελώς υγιές παιδί, μια και η ενδομήτρια ζωή ενός παιδιού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με απρόβλεπτους κινδύνους, καθίσταται αναγκαία η παρακολούθηση της κύησης με εξετάσεις. Σήμερα η μοντέρνα Μαιευτική, εξασφαλίζει επαρκώς με μια σειρά εξετάσεων ένα ζευγάρι, για αρρώστιες ή επιπλοκές που δυνητικά μπορεί να απειλήσουν την υγεία του εμβρύου ή της μητέρας.

Φυσιολογικά η εγκυμοσύνη διαρκεί 9 μήνες ή 266 ημέρες από τη στιγμή της σύλληψης όπως υπολογίζουν οι περισσότερες γυναίκες και 40 εβδομάδες ή 280 ημέρες από την πρώτη ημέρα της τελευταίας περιόδου της γυναίκας, όπως υπολογίζει ο ιατρικός κόσμος. Για πολλές γυναίκες το πρώτο σημάδι της εγκυμοσύνης είναι η καθυστερημένη περίοδος.

 

Ο μήνας της προσδοκίας (ελπίδας)

images/xronologio/1os-minas.jpg

Κάθε μήνα σε μία από τις δύο ωοθήκες μεγαλώνουν ωοθυλάκια που περιέχουν ωάρια. Προς το τέλος της 2ης εβδομάδας περί την 14η ημέρα ενός καταμήνιου κύκλου 28 ημερών πραγματοποιείται ωορρηξία στο κυρίαρχο ωοθυλάκιο και ελευθερώνεται ένα ωάριο σε μία από τις δύο σάλπιγγες. Μετά από 12 έως 24 ώρες ένα από τα εκατομμύρια σπερματοζωάρια θα γονιμοποιήσει το ωάριο μέσα στην σάλπιγγα και τις επόμενες 10 με 30 ώρες, ο πυρήνας του σπερματοζωαρίου θα συγχωνευθεί με αυτόν του ωαρίου και θα ενώσουν το γενετικό υλικό τους. Τρεις - τέσσερις ημέρες αργότερα το γονιμοποιημένο ωάριο κατέρχεται από την σάλπιγγα στη μήτρα και μία ή δύο ημέρες μετά θα εμφυτευτεί στο φιλόξενο περιβάλλον της μήτρας περί την 21η ημέρα του κύκλου ή στο τέλος της 3ης εβδομάδας. Αν μετά από 7 ημέρες (4η εβδομάδα) δεν έρθει περίοδος, πιθανώς υπάρχει εγκυμοσύνη.

Στο πρώιμο αυτό στάδιο, η διάγνωση της εγκυμοσύνης βασίζεται στην μέτρηση της β-χοριακής γοναδοτροπίνης (β-hCG) στο αίμα ή στο τέστ εγκυμοσύνης του φαρμακείου με ούρα. Την 5η-6η εβδομάδα το υπερηχογράφημα επιβεβαιώνει την κύηση επιτυχώς.

1ος μήνας
(3η - 6η εβδομάδα)

Ο μήνας των εξετάσεων

images/xronologio/2os-mhnas.jpg

1. Αιματολογικές εξετάσεις. Με τις εξετάσεις αίματος που γίνονται συνήθως σε μία αιμοληψία ελέγχονται:

  1. H ομάδα αίματος και αν το αίμα είναι Rhesus-θετικό ή Rhesus-αρνητικό. Στην περίπτωση που η έγκυος είναι Rhesus-αρνητικό, ενώ ο σύζυγος είναι Rhesus-θετικό, θα γίνει και έλεγχος αντισωμάτων με την έμμεσο Coombs.
  2. H παρουσία ή μη αναιμίας στο αίμα της εγκύου. Θα μετρηθεί ο αιματοκρίτης και η αιμοσφαιρίνη που μεταφέρει στο έμβρυο το οξυγόνο, όπως και ο σίδηρος και η φερριτίνη που είναι οι αποθήκες σιδήρου και συνήθως η μέτρηση θα επαναλαμβάνεται κάθε δύο με τρεις μήνες.
  3. Το ύψος των τιμών του σακχάρου στο αίμα της εγκύου.
  4. Οι μετρήσεις της ουρίας, της κρεατινίνης και το ουρικού οξέος ελέγχεται την λειτουργία των νεφρών.
  5. Εξετάζεται η πιθανή επαφή και μόλυνση της εγκύου από την ηπατίτιδα Β ή C, τον ιό της ανοσοανεπάρκειας και από λιστέρια.
  6. Αν κατά την παρούσα κύηση ή στο παρελθόν η έγκυος έχει μολυνθεί από ερυθρά (Rubella), τοξόπλασμα (Toxoplasma), κυτταρομεγαλοϊό (CMV) και παρβοϊό Β19 (B19V). Αν υπάρχει μόλυνση από το παρελθόν ή έχει εμβολιαστεί τότε η έγκυος συνήθως δεν κινδυνεύει να νοσήσει στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ο έλεγχος γίνεται με εξέταση αίματος όπου αναζητούνται ειδικά αντισώματα παρασίτων και ιών. Τα αντισώματα IgG σημαίνουν παλαιά μόλυνση, ενώ τα αντισώματα IgM σημαίνουν πρόσφατη. Έτσι αν στο αίμα βρεθούν αντισώματα IgG θετικά σημαίνει μόλυνση στο παρελθόν και άρα δεν υπάρχει κίνδυνος για νόσο, ενώ αν βρεθούν αντισώματα IgM θετικά σημαίνει πρόσφατη μόλυνση και άρα πιθανόν να κινδυνεύει η υγεία του εμβρύου. Ενίοτε, Τα ειδικά αντισώματα IgG avidity μπορούν να καθορίσουν την ένταση της αλληλεπίδρασης μεταξύ αντιγόνου - αντισώματος και κατ αυτόν τον τρόπο να χρησιμοποιηθούν στην ανίχνευση της οξείας ή της χρόνιας λοίμωξης της μητέρας.
  7. Ακόμη θα ελεγχθεί το ζευγάρι αν κάποιος είναι φορέας μεσογειακής και δρεπανοκυτταρικής αναιμίας ή φορέας κυστικής ίνωσης. Η μεσογειακή αναιμία είναι μία κληρονομική διαταραχή του αίματος συχνή στην Ελλάδα (περίπου το 10%-12% των Ελλήνων έχουν στίγμα, δηλαδή είναι φορείς μεσογειακής αναιμίας). Αν μόνο το ένα μέλος του ζευγαριού (δηλαδή η έγκυος ή ο σύζυγος) είναι φορέας, δεν υπάρχει πρόβλημα για το έμβρυο. Στην περίπτωση όμως, που και ο πατέρας και η μητέρα έχουν στίγμα, πρέπει να ελεγχθεί η υγεία του εμβρύου με ειδική προγεννητική εξέταση (ομφαλοκέντηση, αμνιοπαρακέντηση ή τροφοβλάστη) μια και 25% των νεογνών θα πάσχουν από μεσογειακή αναιμία, νόσος που είναι πρακτικά ασυμβίβαστη με τη ζωή.
  8. Θα ελεγχθεί η λειτουργία του θυρεοειδή αδένα (T3, FT4, TSH).
  9. Μερικές φορές συνίσταται έλεγχος της πηκτικότητας του αίματος, ιδίως όταν διαπιστώνονται αποκολλήσεις κατά το υπερηχογράφημα ή όταν στο ατομικό ιστορικό της εγκύου υπάρχουν αποβολές, ενδομήτριος θάνατος, υπέρταση κύησης, τότε ζητείτε μέτρηση στο ινοδωγόνο του αίματος.
  10. Σπάνια απαιτούνται πιο ειδικές εξετάσεις (π.χ. έλεγχος θρομβοφιλίας).

2. Εξέταση ούρων. Η εξέταση ούρων μας δίνει αξιόπιστες πληροφορίες για τη φυσιολογική λειτουργία των νεφρών της εγκύου. Στα ούρα αναζητείται η παρουσία:

  1. πρωτεΐνης (λευκώματος)
  2. αιμοσφαιρίνης
  3. κετονών
  4. σακχάρου
  5. οξόνης
  6. λευκοκυττάρων
  7. μικροβίων (π.χ., μύκητες)
  8. και μετράται το pH των ούρων

Σπάνια όπως σε ενδείξεις ουρολοίμωξης μπορεί να χρειαστεί και καλλιέργεια ούρων.

3. Καλλιέργεια κόλπου/τραχήλου. Συχνά απαιτείται να γίνει μικροβιολογικός έλεγχος κόλπου/τραχήλου και να αναζητηθούν μικρόβια όπως:

  1. το μυκόπλασμα
  2. τα χλαμύδια
  3. ο στρεπτόκοκκος τύπου Β
  4. διάφοροι ιοί, όπως του έρπητα των γεννητικών οργάνων.

4. Κυτταρολογικός έλεγχος τραχήλου. Κάποιες φορές απαιτείται κυτταρολογικός έλεγχος κολποτραχηλικού εκκρίματος (Παπ - τεστ) για έλεγχο HPV μόλυνσης.

5. Υπερηχογράφημα. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος θα επιβεβαιώσει την διάγνωση της εγκυμοσύνης και θα διαπιστωθεί το μέγεθος και η θέση του σάκου ή του εμβρύου. Επίσης ξεκινούν οι πρώτες μετρήσεις του τραχήλου της μήτρας έτσι ώστε να είναι γνωστό το αρχικό μήκος του και θα εκτιμηθεί το κατώτερο τμήμα της μήτρας όπου βρίσκεται η ουλή της καισαρικής τομής στις γυναίκες με καισαρική τομή. Η 8η εβδομάδα θεωρείται ιδανική και αναγνωρίζεται ως η πλέον αξιόπιστη για τον προσδιορισμό επακριβώς της ηλικίας κύησης.

2ος μήνας
(7η - 10η εβδομάδα)

Ο μήνας των αποφάσεων

images/xronologio/3os-mhnas.jpg

Οι εξετάσεις που γίνονται αυτόν το μήνα είναι:

1. Μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος. Ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος cFDNA-test είναι μια απλή ως διαδικασία εξέταση που ανιχνεύει το ελεύθερο εμβρυϊκό DNA (cFDNA) στο αίμα της εγκύου και μπορεί να διαγνώσει αξιόπιστα, ανώδυνα και ακίνδυνα αν το μωράκι πάσχει από σύνδρομο 8 σύνδρομα: Down, σύνδρομο Patau, σύνδρομο Edwards, Τριπλοειδία, σύνδρομο Turner, σύνδρομο τριπλού X, σύνδρομο ΧΧΥ και σύνδρομο Kleinelfelter.

2. Προσδιορισμός Rhesus D εμβρύου. Οι Rh (-) γυναίκες με σύντροφο/σύζυγο Rh (+) μπορούν να ξέρουν το Rh του εμβρύου που κυοφορούν με μια απλή εξέταση αίματος. Αν το έμβρυο είναι Rhesus (-), τότε δεν χρειάζεται έλεγχος κάθε μήνα με Έμμεσο Coombs, ούτε προληπτικός εμβολιασμός με ειδική ανοσοσφαιρίνη στις 28 εβδομάδες της κύησης και εντός 72 ωρών από τον τοκετό.

3. Υπερηχογράφημα 11-14 εβδομάδων. Είναι γνωστό και ως υπερηχογράφημα για την μέτρηση της αυχενικής διαφάνειας που μαζί με τον βιοχημικό έλεγχο, δηλαδή την μέτρηση της PAPP-A και της free βhG στο αίμα της εγκύου, υπολογίζει στατιστικά την πιθανότητα το έμβρυο να έχει προσβληθεί από σύνδρομο Down, σύνδρομο Patau ή σύνδρομο Edwards.

4. Μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος χωρίς βιοχημικό έλεγχο. Ένα άλλο πιθανό σενάριο θα ήταν να αποκλείσει η έγκυος την πιθανότητα συνδρόμου Down με μη επεμβατικό έλεγχο (cFDNA-test) και να επικεντρωθεί στο υπερηχογράφημα της αυχενικής διαφάνειας που θα δώσει πολλές πληροφορίες για την αρτιμέλεια και την υγεία του μωρού. Άλλωστε ο συνδυασμός υπερηχογραφήματος και βιοχημικού ελέγχου στην καλύτερη περίπτωση έχει θετική προγνωστική αξία 95% και ψευδώς θετικό ποσοστό 2-3%. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πιθανότητα 5% να μείνει αδιάγνωστο ένα προσβεβλημένο μωρό με σύνδρομο Down και 2-3% ένα φυσιολογικό μωρό να εμφανίζεται στην εξέταση ότι μπορεί να είναι πάσχον.

3ος μήνας
(11η - 14η εβδομάδα)

Ο μήνας του άγχους

images/xronologio/4os-mhnas.jpg

1. Εξετάσεις αίματος/ούρων. Επαναλαμβάνονται κάποιες εξετάσεις όπως η γενική αίματος, το σάκχαρο, αντί για γενική ούρων ζητείται καλλιέργεια και έμμεσος Coombs.

2. Υπερηχογράφημα. Το υπερηχογράφημα είναι προαιρετικό. Πραγματοποιείται συνήθως όταν υπάρχουν υπερηχογραφικά ευρήματα από τον προηγούμενο μήνα όπως αυξημένη αυχενική διαφάνεια, αποκολλήσεις, ινομυώματα, ουρολοίμωξη, κ.λ.π ή όταν είναι επιθυμία της εγκύου.

3. Πρώιμο υπερηχογράφημα β' επιπέδου. Πραγματοποιείται στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες υπάρχουν ευρήματα στο υπερηχογράφημα 11-14 εβδομάδων όπως για παράδειγμα αυξημένη αυχενική διαφάνεια, μικρή ανατομική ανωμαλία.

4. Alpha test. Το Alpha test είναι ένας συνδυασμός εξετάσεων: υπερηχογράφημα και εξέταση αίματος που αφορά την μέτρηση στο αίμα της εγκύου τριών ορμονών (β' χοριακής γοναδοτροπίνης, οιστριόλης και α-εμβρυϊκής σφαιρίνης). Οι μετρήσεις των εξετάσεων αίματος σε συνδυασμό με την ηλικία της μητέρας και την ηλικία της κύησης που προσδιορίζεται από το υπερηχογράφημα υπολογίζει την πιθανότητα κινδύνου για σύνδρομο Down και την πιθανότητα για ανοιχτή βλάβη στην εμβρυϊκή σπονδυλική στήλη (δισχιδής ράχη). Το Alpha test είναι προαιρετική εξέταση και απευθύνεται στις έγκυες γυναίκες που έχασαν τον βιοχημικό έλεγχο και το υπερηχογράφημα 11-14 εβδομάδων ή τον μη επεμβατικό έλεγχο cFDNA-test του 3ου μηνός.

5. Αμνιοπαρακέντηση. Είναι μία επεμβατική εξέταση, σχετικά ακίνδυνη για το έμβρυο με την οποία μπορεί να διερευνηθεί το εμβρυϊκό DNA στο αίμα ή το αμνιακό υγρό για την ύπαρξη χρωμοσωμικών ανωμαλιών, γενετικών συνδρόμων, μικροελλειπτικών συνδρόμων, συγγενών μολύνσεων από λοιμώδη νοσήματα της μητέρας, αναιμίας, μονογονιδιακών νοσημάτων, γονιδιακών μεταλλάξεων κ.λ.π. Η εξέταση αφορά συγκεκριμένη κατηγορία εγκύων στις οποίες πρέπει να ελεγχθεί κάτι από τα ανωτέρω.

4ος μήνας
(15η - 18η εβδομάδα)

Ο μήνας της αγωνίας

images/xronologio/5os-mhnas.jpg

1. Εξετάσεις αίματος/ούρων. Νέες εξετάσεις αυτόν τον μήνα δεν υπάρχουν. Επαναλαμβάνονται κάποιες εξετάσεις αίματος και ούρων όπως η γενική αίματος, το σάκχαρο, αντί για γενική ούρων ζητείται καλλιέργεια και έμμεσος Coombs στις γυναίκες που δεν έκαναν εξετάσεις τον προηγούμενο μήνα.

2.Υπερηχογράφημα β΄επιπέδου. Η βασική εξέταση αυτού του μήνα είναι το υπερηχογράφημα β'  επιπέδου που πραγματοποιείται από την 20η εβδομάδα στις πιο αδύνατες έως την 24η στις υπόλοιπες έγκυες. Η εξέταση αυτή ελέγχει την αρτιμέλεια του εμβρύου, δηλαδή εξετάζεται ολόκληρη η εμβρυϊκή ανατομία κατά συστήματα και πραγματοποιούνται πολλές μετρήσεις. Συνήθως οι περισσότερες έγκυες ανησυχούν αν όλα θα είναι καλά και είναι αγχωμένες κατά την διάρκεια της εξέτασης. Χρειάζεται υπομονή και συνεργασία την ώρα της εξέτασης. Με σχολαστικότητα ο γιατρός δίνει έμφαση σε όλα ανεξαιρέτως τα εμβρυϊκά όργανα μια και οπουδήποτε θα μπορούσε να σημειωθεί κάποιου είδους παθολογία. Στο τέλος της εξέτασης μετριέται και πάλι ο τράχηλος μήπως εμφανίζει σημεία ανεπάρκειας.

5ος μήνας
(19η - 22η εβδομάδα)

Ο μήνας της ξεγνοιασιάς

images/xronologio/6os-mhnas.jpg

Υπερηχογράφημα. Το υπερηχογράφημα είναι προαιρετικό και πραγματοποιείται συνήθως αν η κύηση είναι δίδυμος ή υπάρχουν υπερηχογραφικά ευρήματα όπως αποκολλήσεις, ινομυώματα, ενοχλήσεις χαμηλά στα γεννητικά όργανα.

6ος μήνας
(23η - 26η εβδομάδα)

Ο μήνας της καμπύλης σακχάρου

images/xronologio/7os-mhnas.jpg

1. Εξετάσεις αίματος/ούρων. Οι εξετάσεις που πραγματοποιούνται συνήθως είναι: γενική αίματος, ουρικό οξύ, SGOT/SGPT, γGT, γλυκοζυλίωση αιμοσφαιρίνης, έμμεσος Coombs σε Rh-αρνητικές, anti Toxo IgG, anti CMV IgG, anti B19V IgM, γενική ούρων/καλλιέργεια ούρων.

2. Μέτρηση του σακχάρου. Για την μέτηση του σακχάρου  στις 26 - 28 εβδομάδες της κύησης θα χρειαστεί ειδικός τρόπος μέτρησης ως εξής: α) σάκχαρο προ και μετά φαγητό β) ή σάκχαρο μετά φαγητό γ) πλήρης καμπύλη σακχάρου με λήψη γλυκόζης 50, 75 ή 100 γραμμάρια και αιμοληψία σε 0΄, 60', 120', 180΄ από την πόση του διαλύματος (ζαχαρόνερο). Σε πλήρη καμπύλη υποβάλλονται συνήθως οι γυναίκες που έχουν πάρει πολλά κιλά στην εγκυμοσύνη ή έχουν προδιάθεση για σακχαρώδη διαβήτη.

3. Καλλιέργεια κολπικού υγρού. Λαμβάνονται καλλιέργειες κολπικού υγρού για μικροβιακός έλεγχος από αερόβια και αναερόβια μόλυνση, ιδίως από τον β’ αιμολυτικό στρεπτόκοκκο.

4. Συμπληρωματικές εξετάσεις. Επί υποψίας ενδομήτριας φλεγμονής (βράχυνση τραχήλου) μετράται η CRP, η ΤΚΕ, τα λευκά αιμοσφαίρια στο αίμα της εγκύου και λαμβάνονται συμπληρωματικές καλλιέργειες τραχήλου για μυκόπλασμα / χλαμύδια για τον έλεγχο της μόλυνσης του αμνιακού υγρού. Τέλος διενεργείται υπερηχογράφημα και αναζητούνται ειδικοί δείκτες φλεγμονής στο έμβρυο.

5. Υπερηχογράφημα δεν είναι απαραίτητο. Ωστόσο οι γυναίκες υψηλού κινδύνου με υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, μεγάλα ινομυώματα, δίδυμη κύηση, προδρομικό πλακούντα, βράχυνση τραχήλου, περίδεση τραχήλου, υπερδραστηριότητα του εμβρύου, κ.λ.π., πρέπει και επιβάλλεται να ελέγχονται.

7ος μήνας
(27η - 30η εβδομάδα)

Ο μήνας της προσμονής και της υπομονής

images/xronologio/8os-mhnas.jpg

1. Εξετάσεις αίματος/ούρων. Νέες εξετάσεις αυτόν τον μήνα δεν υπάρχουν. Στις έγκυες με αναιμία, ουρολοίμωξη, σακχαρώδη διαβήτη επαναλαμβάνονται κάποιες εξετάσεις αίματος ή ούρων όπως: γενική αίματος, σάκχαρο, γενική ούρων.

2.Doppler υπερηχογράφημα. Στις 31-32 εβδομάδες πραγματοποιείται το υπερηχογράφημα doppler με το οποίο ελέγχεται η κυκλοφορία του αίματος προς την μήτρα, προς το έμβρυο και μέσα στο έμβρυο. Η εξέταση αυτή θα αποκλειστεί την πιθανότητα της εμβρυϊκής δυσφορίας (fetal stress) και της μέτριας ή βαριάς αναιμίας που παρατηρείται στα έμβρυα που υπολείπονται σε ανάπτυξη ή αυτά που έχουν αναπτύξει ύδρωπα.

8ος μήνας
(31η - 34η εβδομάδα)

Ο μήνας της προετοιμασίας για το μαιευτήριο

images/xronologio/9os-mhnas.jpg

1. Καλλιέργεια κολπικού υγρού. Σε κάποιες γυναίκες θα χρειαστεί καλλιέργεια κολπικού υγρού και μικροβιακός έλεγχος για αερόβια και αναερόβια μόλυνση, ιδίως από β’ αιμολυτικό στρεπτόκοκκο.

2. Υπερηχογράφημα. Δεν είναι απαραίτητο, ωστόσο οι γυναίκες υψηλού κινδύνου: με υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, μεγάλα ινομυώματα, δίδυμη κύηση, προδρομικό πλακούντα, υπερδραστηριότητα του εμβρύου, κ.λ.π., πρέπει και επιβάλλεται να ελέγχονται.

3. Καρδιοτοκογράφημα ηρεμίας ή NST (Non Stress Test). Είναι μια ανώδυνη και αβλαβής μέθοδος παρακολούθησης της εμβρυϊκής καρδιακής λειτουργίας και των πρόωρων συσπάσεων της μήτρας. Παρέχει πληροφορίες σχετικά με την καλή κατάσταση της υγείας του εμβρύου και συνάμα ελέγχει την δραστηριότητα της μήτρας. Ο καρδιοτοκογραφικός έλεγχος μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την 28η εβδομάδα της κύησης μόνος του ή σε συνδυασμό με το Doppler υπερηχογράφημα ή με το Βιοφυσικό προφίλ.

4. Βιοφυσικό προφίλ. Είναι το ειδικό υπερηχογράφημα που αξιολογεί τους βιοφυσικούς παραμέτρους του εμβρύου, δηλαδή τις αναπνευστικές και σωματικές κινήσεις, τον μυϊκό τόνο, την ωριμότητα του πλακούντα και τον όγκο του αμνιακού υγρού και παρέχει πληροφορίες σχετικές με την καλή ή κακή κατάσταση του εμβρύου (fetal stress). Μπορεί να συνδυαστεί με το υπερηχογράφημα Doppler ή και με το καρδιοτοκογράφημα ηρεμίας (NST).

9ος μήνας
(35η - 38η εβδομάδα)

Ο μήνας της προετοιμασίας για το μαιευτήριο

1. Καλλιέργεια κολπικού υγρού. Σε κάποιες γυναίκες θα χρειαστεί καλλιέργεια κολπικού υγρού και μικροβιακός έλεγχος για αερόβια και αναερόβια μόλυνση, ιδίως από β’ αιμολυτικό στρεπτόκοκκο.

2. Υπερηχογράφημα. Δεν είναι απαραίτητο, ωστόσο οι γυναίκες υψηλού κινδύνου: με υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, μεγάλα ινομυώματα, δίδυμη κύηση, προδρομικό πλακούντα, υπερδραστηριότητα του εμβρύου, κ.λ.π., πρέπει και επιβάλλεται να ελέγχονται.

3. Καρδιοτοκογράφημα ηρεμίας ή NST (Non Stress Test). Είναι μια ανώδυνη και αβλαβής μέθοδος παρακολούθησης της εμβρυϊκής καρδιακής λειτουργίας και των πρόωρων συσπάσεων της μήτρας. Παρέχει πληροφορίες σχετικά με την καλή κατάσταση της υγείας του εμβρύου και συνάμα ελέγχει την δραστηριότητα της μήτρας. Ο καρδιοτοκογραφικός έλεγχος μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την 28η εβδομάδα της κύησης μόνος του ή σε συνδυασμό με το Doppler υπερηχογράφημα ή με το Βιοφυσικό προφίλ.

4. Βιοφυσικό προφίλ. Είναι το ειδικό υπερηχογράφημα που αξιολογεί τους βιοφυσικούς παραμέτρους του εμβρύου, δηλαδή τις αναπνευστικές και σωματικές κινήσεις, τον μυϊκό τόνο, την ωριμότητα του πλακούντα και τον όγκο του αμνιακού υγρού και παρέχει πληροφορίες σχετικές με την καλή ή κακή κατάσταση του εμβρύου (fetal stress). Μπορεί να συνδυαστεί με το υπερηχογράφημα Doppler ή και με το καρδιοτοκογράφημα ηρεμίας (NST).

 

> Επιστροφή στο Χρονολόγιο εξετάσεων στην κύηση

Ο μήνας της προσμονής και της υπομονής

1. Εξετάσεις αίματος/ούρων. Νέες εξετάσεις αυτόν τον μήνα δεν υπάρχουν. Στις έγκυες με αναιμία, ουρολοίμωξη, σακχαρώδη διαβήτη επαναλαμβάνονται κάποιες εξετάσεις αίματος ή ούρων όπως: γενική αίματος, σάκχαρο, γενική ούρων.

2.Doppler υπερηχογράφημα. Στις 31-32 εβδομάδες πραγματοποιείται το υπερηχογράφημα doppler με το οποίο ελέγχεται η κυκλοφορία του αίματος προς την μήτρα, προς το έμβρυο και μέσα στο έμβρυο. Η εξέταση αυτή θα αποκλειστεί την πιθανότητα της εμβρυϊκής δυσφορίας (fetal stress) και της μέτριας ή βαριάς αναιμίας που παρατηρείται στα έμβρυα που υπολείπονται σε ανάπτυξη ή αυτά που έχουν αναπτύξει ύδρωπα.

 

> Επιστροφή στο Χρονολόγιο εξετάσεων στην κύηση

Ο μήνας της καμπύλης σακχάρου

1. Εξετάσεις αίματος/ούρων. Οι εξετάσεις που πραγματοποιούνται συνήθως είναι: γενική αίματος, ουρικό οξύ, SGOT/SGPT, γGT, γλυκοζυλίωση αιμοσφαιρίνης, έμμεσος Coombs σε Rh-αρνητικές, anti Toxo IgG, anti CMV IgG, anti B19V IgM, γενική ούρων/καλλιέργεια ούρων.

2. Μέτρηση του σακχάρου. Για την μέτηση του σακχάρου  στις 26 - 28 εβδομάδες της κύησης θα χρειαστεί ειδικός τρόπος μέτρησης ως εξής: α) σάκχαρο προ και μετά φαγητό β) ή σάκχαρο μετά φαγητό γ) πλήρης καμπύλη σακχάρου με λήψη γλυκόζης 50, 75 ή 100 γραμμάρια και αιμοληψία σε 0΄, 60', 120', 180΄ από την πόση του διαλύματος (ζαχαρόνερο). Σε πλήρη καμπύλη υποβάλλονται συνήθως οι γυναίκες που έχουν πάρει πολλά κιλά στην εγκυμοσύνη ή έχουν προδιάθεση για σακχαρώδη διαβήτη.

3. Καλλιέργεια κολπικού υγρού. Λαμβάνονται καλλιέργειες κολπικού υγρού για μικροβιακός έλεγχος από αερόβια και αναερόβια μόλυνση, ιδίως από τον β’ αιμολυτικό στρεπτόκοκκο.

4. Συμπληρωματικές εξετάσεις. Επί υποψίας ενδομήτριας φλεγμονής (βράχυνση τραχήλου) μετράται η CRP, η ΤΚΕ, τα λευκά αιμοσφαίρια στο αίμα της εγκύου και λαμβάνονται συμπληρωματικές καλλιέργειες τραχήλου για μυκόπλασμα / χλαμύδια για τον έλεγχο της μόλυνσης του αμνιακού υγρού. Τέλος διενεργείται υπερηχογράφημα και αναζητούνται ειδικοί δείκτες φλεγμονής στο έμβρυο.

5. Υπερηχογράφημα δεν είναι απαραίτητο. Ωστόσο οι γυναίκες υψηλού κινδύνου με υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, μεγάλα ινομυώματα, δίδυμη κύηση, προδρομικό πλακούντα, βράχυνση τραχήλου, περίδεση τραχήλου, υπερδραστηριότητα του εμβρύου, κ.λ.π., πρέπει και επιβάλλεται να ελέγχονται.

 

> Επιστροφή στο Χρονολόγιο εξετάσεων στην κύηση

Ο μήνας της ξεγνοιασίας

Υπερηχογράφημα. Το υπερηχογράφημα είναι προαιρετικό και πραγματοποιείται συνήθως αν η κύηση είναι δίδυμος ή υπάρχουν υπερηχογραφικά ευρήματα όπως αποκολλήσεις, ινομυώματα, ενοχλήσεις χαμηλά στα γεννητικά όργανα.

 

> Επιστροφή στο Χρονολόγιο εξετάσεων στην κύηση

Ποιοι είμαστε

Η ιστοσελίδα emvriomitriki.gr σχεδιάστηκε αρχικά για να καλύψει τις απορίες και τις ανάγκες των εγκύων γυναικών. Όμως, λόγω του υψηλού επιστημονικού υλικού που περιέχει (άρθρα, βίντεο, φωτογραφίες, βιβλιογραφία) καθίσταται χρήσιμο επαγγελματικό εργαλείο σε φοιτητές, μαιευτήρες και άλλους επαγγελματίες υγείας που επιθυμούν να ανανεώσουν τις γνώσεις τους. Το έργο επιμελήθηκε ο ιατρός Αναστάσιος Κοκοβίδης.

Στοιχεία επικοινωνίας

Διαδρομή

Λεωφόρος Κηφισίας 26
Αθήνα, 115 26


info@emvriomitriki.gr
210 7771300










Κλείστε το ραντεβού σας Online!




Πριν ξεκινήσετε, Cookies
Πρόκειται για μικρά αρχεία/εργαλεία που μας βοηθάνε να οργανώσουμε καλύτερα την περιήγηση στην σελίδα μας καθώς και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδας μας.