Όγκος αμνιακού υγρού σε μονήρη κύηση
Στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, το άμνιο παραμένει ανέπαφο με τον πλακούντα και το φθαρτοποιημένο ενδομήτριο, η δε αμνιακή κοιλότητα περιβάλλεται από το έξω σπλαχνικό κοίλωμα και είναι γεμάτη με υγρό. 1 Το υγρό αυτό του έξω σπλαχνικού κοιλώματος συμμετέχει στην ανταλλαγή μορίων, μεταξύ μητέρας και εμβρύου. Στην πρώιμη αυτή περίοδο της κύησης, η λειτουργία του αμνιακού υγρού (AF), θεωρείται αβέβαιη. Μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου, το έξω σπλαχνικό κοίλωμα εξαλείφεται προοδευτικά, η αμνιακή κοιλότητα, αποτελεί την μόνη σημαντική αποθήκη υγρού, εξωεμβρυϊκά, ενώ ο όγκος του αμνιακού υγρού (AFV), αυξάνεται λογαριθμικά. 2
Αρχικά, ο όγκος του αμνιακού υγρού (AFV) εκτιμήθηκε, στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης με τη χρήση τεχνικών αραίωσης χρωστικής 3 και τα ποσοτικά ευρήματα, υποστηρίχτηκαν από ημιποσοτικές μετρήσεις του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV), με υπερήχους. Όλες αυτές οι μέθοδοι υπολογισμού έδειξαν επίσης ότι ο όγκος αμνιακού υγρού (AFV) αυξάνεται προοδευτικά μεταξύ 10ης και 30ης εβδομάδας κύησης. Τυπικά, ο όγκος αυξάνεται λιγότερο από 10 mL στις 8 εβδομάδες, 2 έως 630 mL στις 22 εβδομάδες και 770 mL στις 28 εβδομάδες κύησης. 4 Μετά από τις 30 εβδομάδες, η αύξηση, επιβραδύνεται, και ο όγκος αμνιακού υγρού (AFV) μπορεί να παραμείνει αμετάβλητος, έως τις 36 με 38 εβδομάδες, όταν τείνει να μειωθεί. Όταν η κύηση ξεπεράσει την ημερομηνία τοκετού, ο όγκος αμνιακού υγρού (AFV) μειώνεται σύντομα με μέσο όρο 515 mL στις 41 εβδομάδες, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μείωση 33% ανά εβδομάδα. 5 - 7 Η κατάσταση αυτή είναι συμβατή με την αυξημένη συχνότητα εμφάνισης ολιγοϋδραμνίου κατά την παράταση της κύησης.
Παραγωγή
Στην αρχή της εγκυμοσύνης, το αμνιακό υγρό έχει την ίδια ωσμωτικότητα (ισότονο διάλυμα) με αυτή του μητρικού και εμβρυϊκού πλάσματος 8 και περιέχει μικρή ποσότητα πρωτεϊνών. Εντούτοις, πιθανή θεωρείται η ενεργή μεταφορά διαλυμένων ουσιών διαμέσου της αμνιακής μεμβράνης στον αμνιακό χώρο με το νερό να μετακινείται παθητικά κάτω από οσμωτική πίεση από την χοριακή κοιλότητα. Στην πρώιμη επίσης κύηση, μετακίνηση μητρικού πλάσματος μπορεί να εμφανιστεί σε μη κερατινοποιημένο εμβρυϊκό δέρμα διαμέσου του φθαρτοποημένου ενδομητρίου ή της επιφάνειας του πλακούντα και μπορεί να συνεισφέρει στον όγκο του αμνιακού υγρού (AFV). 9 Τέλος την περίοδο αυτή, σημαντική ποσότητα νερού προς το αμνιακό υγρό, πραγματοποιείται διαμέσου του εξαιρετικά διαπερατού εμβρυϊκού δέρματος. 10 Το εμβρυϊκό δέρμα κερατινοποιείται στις 22 έως 25 εβδομάδες της κύησης εμποδίζοντας την περαιτέρω μετακίνηση νερού στο δέρμα του εμβρύου. Με την πρόοδο της κύησης, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης παραγωγής αραιωμένων εμβρυϊκών ούρων, μειώνεται η ωσμωτικότητα του αμνιακού υγρού (AF) αποκλίνοντας έτσι από την ωσμωτικότητα του μητρικού ορού. Συγκεκριμένα, μειώνεται η οσμωτικότητα του αμνιακού υγρού (AF) κατά 20 έως 30 mOsm/kg και φτάνει τα 250 έως 260 mOsm/mL, σε επίπεδα 85% έως 90% περίπου της ωσμωτικότητας του μητρικού ορού. Προς το τέλος της κύησης, η εμβρυϊκή οσμωτικότητα (≈278mOsm/mL), είναι παραπλήσια της μητρικής οσμωτικότητας (280mOsm/mL), περιορίζοντας έτσι την ποσότητα μεταφοράς νερού μεταξύ εμβρυϊκής και μητρικής κυκλοφορίας σε κανονικές συνθήκες. 11
Διούρηση εμβρύου
Την σημαντικότερη συνεισφορά στον όγκο του αμνιακού υγρού (AFV) στο δεύτερο ήμισυ της κύησης παρέχουν τα ούρα του εμβρύου. Την θεωρία αυτή τεκμηριώνει η σχεδόν πλήρης απουσία αμνιακού υγρού σε περίπτωση νεφρικής αγενεσίας ή απόφραξης του ουροποιητικού συστήματος. Εμβρυϊκά ούρα εισέρχονται για πρώτη φορά στον αμνιακό χώρο από την 8η έως 11η εβδομάδα και συνεχώς αυξάνονται σε όλη τη διάρκεια της κύησης. 12 Στις 25 εβδομάδες κύησης, η παραγωγή εμβρυϊκών ούρων φτάνει τα 110mL/kg (σωματικού βάρους)/24 ώρες και αυξάνεται σε περίπου 190mL/kg (σωματικού βάρους)/24 ώρες στις 39 εβδομάδες της κύησης. 13 Με βάση υπερηχογραφικές μελέτες που αφορούσαν μετρήσεις της ουροδόχου κύστης σε τακτά χρονικά διαστήματα, η ημερήσια παραγωγή ούρων στο ανθρώπινο έμβρυο εκτιμήθηκε μεταξύ 700 και 900mL. Το έμβρυο, συμμετέχει στη ρύθμιση του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV), ρυθμίζοντας την ροή των ούρων του. Οι Thurlow και Brace, συσχέτισαν την εμβρυϊκή υποξία με την αυξημένη διούρηση, σε αντίθεση με την χρόνια υποξία που συχνά συνδέεται με χαμηλό όγκο αμνιακού υγρού.14 Ο Gagnon και συνεργάτες, παρόμοια διαπίστωσαν πως η συνολική μείωση του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV), στη ρύθμιση της χρόνιας σοβαρής ανεπάρκειας του πλακούντα σε πρόβατα, οφειλόταν σε αυξημένη ενδομεμβρανική απορρόφηση αμνιακού υγρού και όχι σε μειωμένη παραγωγή του εμβρυϊκού ουροποιητικού συστήματος. Το εύρημα αυτό, υποδεικνύει πως, η ρύθμιση του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV) στον άνθρωπο, πέραν της ενδομεμβρανικής απορρόφησης, συντελείται επιπρόσθετα και από αλλαγές της διούρησης που οφείλονται σε περιόδους υποξίας. 15
Εκκρίσεις υγρού πνευμόνων
Η έκκριση υγρού από τον εμβρυϊκό πνεύμονα στην αμνιακή κοιλότητα έχει επαρκώς τεκμηριωθεί. Η αντίληψη αυτή, στηρίζεται στο γεγονός της ύπαρξης φωσφολιπιδίων στο αμνιακό υγρό (AF), τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως διαγνωστικό μέσο εξέτασης της ωρίμανσης των εμβρυϊκών πνευμόνων. Τα φωσφολιπίδια είναι πνευμονικής προέλευσης, επειδή δεν υπάρχουν σε σημαντικές ποσότητες, στα εμβρυϊκά ούρα. Η ενδομήτρια απολίνωση τραχείας, σε άλλα ζωικά είδη, είχε ως αποτέλεσμα την διεύρυνση του εμβρυϊκού πνεύμονα, που οφειλόταν στη συνεχιζόμενη παραγωγή υγρού του πνεύμονα. 10 Η έκκριση υγρού από τον εμβρυϊκό πνεύμονα, επιτρέπει την επέκταση του, η οποία προάγει την περαιτέρω ανάπτυξη των πνευμόνων. 9 Τα νεογέννητα πρόβατα, εμφανίζουν εκροή υγρού από τους πνεύμονες 200 έως 400mL/ημέρα. 16 Με βάση δημοσιευμένες πληροφορίες που αφορούν την έκκριση υγρού από τον εμβρυϊκό πνεύμονα, κατά μέσο όρο 50% του υγρού που εξέρχεται από την εμβρυϊκή τραχεία, καταπίνεται, και, το υπόλοιπο αναμιγνύεται με το αμνιακό υγρό, με αποτέλεσμα την καθαρή έκκριση 100 έως 200mL/ημέρα. 17 Η ροή έκκρισης υγρού από τον πνεύμονα, είναι πιθανόν αποτέλεσμα, της ενεργού μεταφοράς ιόντων χλωρίου, κατά μήκος της έσω στοιβάδας του επιθηλίου των αναπτυσσόμενων πνευμόνων. Η εμβρυϊκή γλωττίδα, χρησιμεύει στην αποφυγή παλίνδρομης ροής, αμνιακού υγρού, στην τραχεία. Έτσι, φαίνεται να υπάρχει, μικρή οσμωτική ανταλλαγή, μεταξύ αμνιακού υγρού και εμβρυικού πλάσματος, στον πνεύμονα. Η έκκριση υγρού από τον πνεύμονα στο αμνιακό υγρό, είναι πιθανά βασικός παράγοντας συντήρησης του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV), αν και οι παράγοντες που ρυθμίζουν την έκκριση του υγρού του εμβρυϊκού πνεύμονα δεν έχουν πλήρως διευκρινιστεί. Ωστόσο, η ακριβής ποσότητα που εκκρίνεται στην αμνιακή κοιλότητα, στο ανθρώπινο έμβρυο, ακόμη, δεν έχει ποσοτικοποιηθεί. Περίπου, 400mL περίσσευμα, θα παραμείνουν εντός της αμνιακής κοιλότητας, συνυπολογίζοντας και την ποσότητα που "αφαιρείται" μέσω της κατάποσης του εμβρύου. Επιπλέον, καθώς προχωράει η κύηση, αυξάνεται η παραγωγή εμβρυϊκών ούρων καθώς και το εκκρινόμενο υγρό του πνεύμονα. Η διαδικασία με την οποία αντισταθμίζεται αυτός ο υπερβολικός όγκος, για να διατηρηθεί το ισοζύγιο του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV), αναφέρεται ως ενδομεμβρανική οδός.
Απορρόφηση διαμέσου εμβρυϊκής κατάποσης
Η εμβρυϊκή κατάποση, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση σταθερού όγκου στο αμνιακό υγρό (AF) και αρχίζει περίπου την ίδια χρονική στιγμή που τα εμβρυϊκά ούρα εισέρχονται πρώτη φορά στον αμνιακό χώρο, στις 8 με 11 εβδομάδες της κύησης. Το ανθρώπινο έμβρυο, καταπίνει 210 έως 760 ml/ημέρα στις 38 με 40 εβδομάδες της κύησης, 18 , 19 σημαντικά μικρότερο όγκο, από τον όγκο των ούρων που παράγεται καθημερινά. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές μπορεί να είναι αναξιόπιστες, επειδή η κατάποση του εμβρύου μπορεί να μειωθεί λίγο πριν τον τοκετό. 20 Η υποξία, φαίνεται επίσης πως καταστέλλει την κατάποση του εμβρύου, όπως αποδείχθηκε σε έμβρυα προβάτων,17 ενώ, η μείωση της ωσμωτικότητας του αμνιακού υγρού και η αύξηση της ωσμωτικότητας του εμβρυϊκού πλάσματος θα αυξήσουν την κατάποση του εμβρύου. 21 Η απολίνωση οισοφάγου, στον άνθρωπο, οδηγεί σε ανάπτυξη υδράμνιου. Ωστόσο, ο όγκος αμνιακού υγρού (AFV) επιστρέφει στο φυσιολογικό, πριν τον τοκετό. 22 Η διατήρηση σταθερού όγκου αμνιακού υγρού (AFV), παρά την απολίνωση οισοφάγου, αποδίδεται στην παρουσία της αυξανόμενης ενδομεμβρανικής απορρόφησης λόγω της συνεχιζόμενης παραγωγής ούρων. 23 Με βάση τις μελέτες αυτές, φαίνεται πως το ανθρώπινο έμβρυο είναι σε θέση να μεταβάλει την κατάποσή του, σε ορισμένο βαθμό και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Ωστόσο, η λειτουργία της εμβρυϊκής κατάποσης, θεωρείται απίθανο να αντιπροσωπεύει τον βασικό ρυθμιστικό μηχανισμό, με βάση τον οποίο, το έμβρυο διατηρεί τον όγκο του αμνιακού υγρού (AFV).
Ενδομεμβρανική οδός απορρόφησης
Εκτιμάται πως, 200 έως 500 ml/ημέρα αμνιακού υγρού απορροφώνται διάμεσου της ενδομεμβρανικής οδού, στο τελειόμηνο έμβρυο προβάτου. 24 Μελέτες σε άλλα ζωικά είδη, έδειξαν, ότι ο όγκος του αμνιακού υγρού (AFV), επιστρέφει σε ομοιοστατική κατάσταση, ακόμα και μετά την έγχυση μεγάλου όγκου υγρών στην αμνιακή κοιλότητα ή μετά την απολίνωση του οισοφάγου. Αυτό το εύρημα, υποδηλώνει ότι υπάρχει συνεχής ροή νερού και διαλυμένων ουσιών, από το αμνιακό υγρό, προς την εμβρυϊκή κυκλοφορία. Ο βαθμός όσμωσης μεταξύ εμβρυϊκής κυκλοφορίας και αμνιακού υγρού, φαίνεται να επηρεάζει την ενδομεμβρανική διακίνηση νερού και διαλυμένων ουσιών, στο επίπεδο των αγγείων της εμβρυϊκής επιφάνειας του πλακούντα. Ωστόσο, σε μία μελέτη που αφορούσε πρόβατα, δείχθηκε ότι, μόνο το 35% περίπου της ενδομεμβρανικής διακίνησης υγρού εξαρτάται από την οσμωτική διαφορά μεταξύ αμνιακού υγρού και εμβρυϊκής κυκλοφορίας. 25 Κατά συνέπεια πρέπει να υπάρχουν και άλλοι μη παθητικοί μηχανισμοί που να συμβάλλουν σε αυτήν την οδό.
Η κατάσταση των υγρών της μητέρας, μπορεί να επηρεάσει την ισορροπία υγρών, μεταξύ εμβρυϊκής κυκλοφορίας και του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV). Σε περιόδους αφυδάτωσης της μητέρας, η ενδομεμβρανική οδός παίζει πιθανώς κάποιο ρόλο στη διόρθωση της κατάστασης του όγκου υγρών, στο έμβρυο. Με την αφυδάτωση της εγκύου, αυξάνεται η ωσμωτικότητα στον μητρικό ορό, με επακόλουθο, μετακίνηση νερού, από την εμβρυϊκή, στη μητρική κυκλοφορία. Βαθμιαία, η διαδικασία αυτή, θα έχει ως αποτέλεσμα την αφυδάτωση του εμβρύου. Η εμβρυϊκή αφυδάτωση με την σειρά της, προκαλεί αυξημένη ωσμωτικότητα στο έμβρυο, προωθώντας έτσι την μετακίνηση νερού από το αμνιακό υγρό πίσω στην εμβρυϊκή κυκλοφορία για να αντισταθμισθεί ο απολεσθέντας ενδοαγγειακός όγκος. Η κατάσταση αυτή, οδηγεί σε μείωση του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV). Ισχύει όμως και το αντίστροφο. Κατά τους Magann και συνεργάτες, η ενδοφλέβια ενυδάτωση της μητέρας, με 1 λίτρο (lt) υγρών, αύξησε τόσο την πραγματική όσο και την υπερηχογραφική εκτίμηση του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV), στο έμβρυο, με μια μέση αύξηση του πραγματικού όγκου του αμνιακού υγρού (AFV) της τάξης των 188mL. 26 Όμοια, ο Kilpatrick και συνεργάτες, απέδειξαν ότι, σε μια ασθενή με χαμηλό όγκο αμνιακού υγρού (AFV), η ενυδάτωση της μητέρας με 2 λίτρα (lt) υγρών, δύναται να αυξήσει τον δείκτη αμνιακού υγρού (AFI) έως και 31%. 27 Υπάρχουν λίγα βιβλιογραφικά στοιχεία, που υποστηρίζουν την άποψη της μετακίνησης υγρού της διαμεμβρανικής οδού ως σημαντικό παράγοντα για τον συνολικό όγκο του αμνιακού υγρού (AFV). Μελέτες σε πρόβατα, επισημαίνουν απορρόφηση 10mL/ημέρα από τη μήτρα, προς το τέλος της κύησης, με ρύθμιση φυσιολογικής ωσμωτικότητας. 28 Δεδομένης της μεγάλης επιφάνειας του αμνίου και του χορίου, είναι προφανής ο λόγος που η διαπερατότητα της μεμβράνης έχει προταθεί ως ρυθμιστής του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV). Ωστόσο, πολύ λίγα είναι σήμερα γνωστά για τα χαρακτηριστικά της διαπερατότητας και της διήθησης των μεμβρανών, καθώς αυτά σχετίζονται με τη δυναμική του αμνιακού υγρού.
Όγκος αμνιακού υγρού σε δίδυμο κύηση
Μία μελέτη μέχρι σήμερα είδε το φώς της δημοσιότητας, Magann και συνεργάτες 1995, η οποία καθόρισε τον όγκο αμνιακού υγρού (AFV) στην δίδυμο κύηση, παραθέτοντας τα ευρήματά της από 45 διαμνιακά δίδυμα τρίτου τριμήνου. Από τα 45 ζεύγη διδύμων που αξιολογήθηκαν, κανένα δεν βρέθηκε να έχει εμβρυϊκές ανωμαλίες, υπολειπόμενη ανάπτυξης, ασυμφωνία ανάπτυξης ή σύνδρομο μετάγγισης από δίδυμο-σε δίδυμο. Ο μέσος όγκος αμνιακού υγρού (MAFV) κάθε διδύμου ήταν 877mL 26 και το 90% των όγκων, βρισκόταν μεταξύ 215-2500mL. 26 Ο όγκος αμνιακού υγρού (AFV) του κάθε διδύμου χωριστά, ήταν παρόμοιος με τον όγκο αμνιακού υγρού (AFV) μονήρους κυήσεως τρίτου τριμήνου 26 και δεν σχετίστηκε ούτε με την εμβρυϊκή θέση, ούτε με το βάρος του εμβρύου, αλλά αναπτυσσόταν ανεξάρτητα, χωρίς σχέση, με την άλλη αμνιακή κοιλότητα. 29 Ο όγκος αμνιακού υγρού (AFV) προσδιορίστηκε με αμνιοκέντηση και τεχνικές αραίωσης χρωστικής. 30
Υπερηχογραφική εκτίμηση
Ο όγκος αμνιακού υγρού (AFV) στα δίδυμα, εκτιμάται όπως και στην μονήρη κύηση, με υπερηχογράφημα. Παρόλο που κάποιοι ερευνητές, υποστήριξαν τη χρήση της τεχνικής του δείκτη του αμνιακού υγρού (AFI), στην εκτίμηση του όγκου των διδύμων, 31 - 33 φαίνεται ότι παρόμοιες μέθοδοι θα αποτύχουν να εντοπίσουν πολλές δίδυμες κυήσεις που επιπλέκονται από ασυνήθιστους ή μη φυσιολογικούς όγκους αμνιακού υγρού (AFVs). Η μέθοδος του δείκτη του αμνιακού υγρού (AFI), εκτιμά τον όγκο αμνιακού υγρού (AFV) μετρώντας την μεγαλύτερη κάθετη διάμετρο (DVP) σε κάθε τεταρτημόριο χωριστά, αθροίζοντας στην συνέχεια τις τέσσερις μετρήσεις για να προσδιορίσει τον συνολικό δείκτη, σε εκατοστά. Ο υπολογισμός αυτός όμως, δεν λαμβάνει υπόψιν του, την θέση των υμένων.
Σίγουρα, η αξιολόγηση με υπερήχους πρέπει να συμπεριλαμβάνει τεκμηριωμένα την θέση των υμένων μεταξύ των διδύμων, και, μέτρηση σε κάθε σάκο, προκειμένου να εντοπιστούν οι κυήσεις με παθολογικό όγκο αμνιακού υγρού (AFV), ολιγοϋδράμνιο ή πολυϋδράμνιο. Χρησιμοποιήθηκαν όμως και άλλες υπερηχογραφικές τεχνικές για την εκτίμηση του αμνιακού υγρού (AF) σε κάθε δίδυμο χωριστά. Οι Gerson και συνεργάτες, αναγνώρισαν τον υμένα διαχωρισμού των διδύμων και έπειτα έκαναν μέτρηση του μεγαλύτερου θύλακα του αμνιακού υγρού σε κάθε σάκο, τόσο πάνω, όσο και κάτω, από το επίπεδο του εμβρυϊκού διαφράγματος. Μέτρηση δύο τεταρτημορίων. 34 Ο Hill και συνεργάτες, αφού εντόπισαν τον υμένα διαχωρισμού, χρησιμοποίησαν τον επιμήκη άξονα του εμβρύου για να χωρίσουν κάθε αμνιακό σάκο, σε δεξί και αριστερό ήμισυ, και τον οριζόντιο άξονα του εμβρυϊκού διαφράγματος, σε άνω και κάτω ήμισυ. Μέτρηση τεσσάρων τεταρτημορίων. 35 Ο Magann και συνεργάτες, αφού αναγνώρισαν τον υμένα διαχωρισμού των διδύμων υπερηχογραφικά, μέτρησαν τον βαθύτερο κάθετο θύλακο (DVP) του αμνιακού υγρού (AF) σε κάθε ένα από τα τέσσερα τεταρτημόρια της μητρικής κοιλιάς, όπως χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του δείκτη αμνιακού υγρού (AFI) σε μονήρεις κυήσεις. Διαφορετική μέθοδος δύο τεταρτημορίων. 36 Μόνο η μελέτη του Magann και συνεργατών συγκρίθηκε με την τεχνική της αραίωσης χρωστικής, η οποία αποκάλυψε: 35 δίδυμα με χαμηλό όγκο αμνιακού υγρού, 48 με φυσιολογικό όγκο αμνιακού υγρού και 7 με υψηλό όγκο αμνιακού υγρού. Η τεχνική δύο τεταρτημορίων του Magann, εντόπισε το 98% των διδύμων με φυσιολογικό όγκο και μόνο το 20% αυτών με χαμηλό όγκο αμνιακού υγρού.
Η υποκειμενική εκτίμηση του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV), βρέθηκε να είναι εξίσου ακριβής μέθοδος, όσο και ο ποσοτικός προσδιορισμός του δείκτη αμνιακού υγρού (AFI) ή του βαθύτερου κάθετου θύλακου (DVP), στην σωστή ταυτοποίηση διδύμων με φυσιολογικό όγκο αμνιακού υγρού, ολιγοϋδράμνιο ή πολυϋδράμνιο, τα αποτελέσματα των οποίων επιβεβαιώθηκαν με τεχνικές αραίωσης χρωστικής. 34 Αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί από μελέτες τεχνικής της χρωστικής, στην δίδυμο και στις πολύδυμες κυήσεις, χρησιμοποιείται ο βαθύτερος κάθετος θύλακος (DVP) στην απόδοση του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV), σε κάθε αμνιακό σάκο, ακολουθώντας την ίδια προσέγγιση όπως στις μονήρεις κυήσεις. 37 Βαθύτερος κάθετος θύλακος (DVP) ≤ 2 cm, ορίζει το ολιγοϋδράμνιο και ≥ από 8 cm, το πολυϋδράμνιο.
Έκβαση
Είναι σημαντικό να εξεταστεί εάν παθολογικός όγκος αμνιακού υγρού (AFV) στο υπερηχογράφημα συσχετίζεται με δυσμενή έκβαση στην κύηση. Ωστόσο, υπάρχουν περιορισμένες βιβλιογραφικές αναφορές με αυτό το θέμα. Μία μελέτη αξιολόγησε το νεογνικό αποτέλεσμα φυσιολογικών διαχοριακών διδύμων με γνωστό όγκο αμνιακού υγρού (AFV) που προσδιορίστηκε εμπειρικά και κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο όγκος του αμνιακού υγρού (AFV), χαμηλός, φυσιολογικός, αυξημένος δεν επηρέαζε σημαντικά το νεογνικό αποτέλεσμα, ενώ ηλικία κύησης ήταν ο μόνος σημαντικός καθοριστικός παράγοντας της συχνότητας των νεογνικών επιπλοκών. 38
Μια άλλη μελέτη, αξιολόγησε 299 φυσιολογικές διχοριακές/διαμνιακές και μονοχοριακές/διαμνιακές δίδυμες κυήσεις, παρακολουθούμενες με επαναλαμβανόμενα υπερηχογραφήματα. Ο τελευταίος καταγεγραμμένος εκτιμώμενος όγκος αμνιακού υγρού (AFV), με βάση τον βαθύτερο μονήρη θύλακο (SDP), συσχετίστηκε με ενδομήτρια και νεογνικά αποτελέσματα. Οι κυήσεις με πολυϋδράμνιο στον ένα σάκο, πιθανά είχαν μη φυσιολογικό εμβρυϊκό καρδιακού ρυθμό και ενδεχομένως εξαιτίας αυτού να υποβάλλονταν σε καισαρική τομή. Επιπλέον, τα έμβρυα με πολυϋδράμνιο, είχαν Apgar scores στα 5 λεπτά ˂ από 7, pH ομφαλικής αρτηρίας ˂ από 7, σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας και παροδική νεογνική ταχύπνοια σε σύγκριση με έμβρυα που είχαν ολιγοϋδράμνιο ή φυσιολογικό όγκο υγρού.39 Άλλοι συγγραφείς, παρατήρησαν αυξημένο κίνδυνο πρόωρου τοκετού, αυξημένη περιγεννητική απώλεια και νεογνικό θάνατο, συσχετιζόμενα με πολυϋδράμνιο, σε δίδυμες κυήσεις. 40 , 41
Στρατηγική διαχείρισης
Όπως και στις μονήρεις κυήσεις, όταν ανιχνεύεται παθολογικός όγκος αμνιακού υγρού (AFV) σε δίδυμο ή πολλαπλή κύηση, πρέπει να γίνεται περαιτέρω αξιολόγηση για να εκτιμηθούν πιθανές καταστάσεις, όπως: πρόωρη ρήξη υμένων (PROM), σύνδρομο μετάγγισης από δίδυμο σε δίδυμο, δομικές εμβρυϊκές ανωμαλίες, ανωμαλίες ανάπτυξης ή σε μητρικές συνθήκες όπως: υπέρταση και διαβήτης. Επιπλέον συνιστάται συμβουλευτική από ειδικό εμβρυομητρικής ιατρικής.