Περιγραφή και ορισμός
Ολιγοϋδράμνιο καλείται ο όγκος αμνιακού υγρού (AFV) που βρίσκεται κάτω από 200mL1 ή κάτω από 500mL.2 Με τεχνικές υπερήχων, ολιγοϋδράμνιο ορίστηκε ως ο βαθύτερος κάθετος θύλακος (SDP) < από 2cm,3 δείκτης αμνιακού υγρού (AFI) < από 5cm 4 , 5 ή AFI που βρίσκεται κάτω από την 5η εκατοστιαία θέση για την αντίστοιχη ηλικία κύησης 6 , 7 ή ένας υποκειμενικά χαμηλός AFV. 8 Ως οριακός AFV, ορίστηκε AFI μεταξύ 5cm-8cm ή 5cm-10cm και συσχετίστηκε μαζί με το ολιγοϋδράμνιο με αυξημένο κίνδυνο για εμβρυϊκές δυσπλασίες, υπολειπόμενη ανάπτυξη και πρόωρο τοκετό, εάν διαγνωστεί στις 24-34 εβδομάδες κύησης. 9 , 10
Δημογραφικά στοιχεία
Η συχνότητα εμφάνισης του ολιγοϋδράμνιου, αναφέρεται επίσης ως ολιγάμνιο, κυμαίνεται από 0,5% έως 8% του συνόλου των κυήσεων.
Αιτιοπαθογένεια
Ο χαμηλός όγκος αμνιακού υγρού (AFV) μπορεί να οφείλεται σε ελαττωμένη παραγωγή υγρών, σε απώλεια, ή, μπορεί τα αίτια να είναι ιδιοπαθή. Η ελαττωμένη παραγωγή υγρών μπορεί να είναι το αποτέλεσμα, απουσίας ή δυσλειτουργίας νεφρών, απόφραξης ουροποιητικού συστήματος, μη φυσιολογικής λειτουργίας πλακούντα ή αφυδάτωσης της μητέρας. Η απώλεια του αμνιακού υγρού (AF), μπορεί να οφείλεται σε πρόωρη ρήξη των εμβρυϊκών υμένων (PPROM).
Χαμηλός όγκος αμνιακού υγρού (AFV), μπορεί επίσης να συμπεραίνεται, λόγω έκθεσης της μητέρας σε φάρμακα, όπως: αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (Angiotensin Converting Enzyme), αναστολείς υποδοχέων αγγειοτενσίνης (Angiotensin Receptor Blockers) 11 ή μη στεροειδείς παράγοντες όπως, ινδομεθακίνη. 12
Πρόωρη ρήξη εμβρυϊκών υμένων
Η πρόωρη ρήξη των εμβρυϊκών υμένων (PPROM), συμβαίνει στο 1,7% έως 6% των κυήσεων μεταξύ 24ης και 34ης εβδομάδας και εμφανίζεται στο 1% περίπου των κυήσεων μεταξύ 16ης και 26ης εβδομάδας. Η πρόωρη ρήξη των εμβρυϊκών υμένων (PPROM) σχετίζεται με άμεσο κίνδυνο αποβολής στο 40% των περιπτώσεων. Αυτό οφείλεται συνήθως σε εγκατεστημένη χοριοαμνιονιτιδα και σε διάστημα 5 ημερών μετά την απώλεια υγρού. 13 Πενήντα τοις εκατό (50%) των εναπομενουσών κυήσεων που επιπλέκονται με πρόωρη ρήξη των εμβρυϊκών υμένων (PPROM) πριν τις 24 εβδομάδες, θα έχουν ως επακόλουθο εμβρυϊκή πνευμονική υποπλασία. Προϋπόθεση για την τελική φάση της ανάπτυξης (σωληνοειδής) των εμβρυϊκών πνευμόνων, είναι η παρουσία φυσιολογικής ποσότητας αμνιακού υγρού η οποία πραγματοποιείται μεταξύ 16ης και 25ης εβδομάδας της κύησης και έχει απολεσθεί.
Υπάρχει αξιοσημείωτη διαφορά στο ποσοστό περιγεννητικής επιβίωσης μεταξύ, πρόωρης ρήξης των εμβρυϊκών υμένων (9%) και ρήξης υμένων μετά αμνιοκέντηση (91%). Αυτό, εξηγείται από το γεγονός της αναπλήρωσης του αμνιακού υγρού, στα φυσιολογικά επίπεδα, εντός διαστήματος 2 εβδομάδων μετά την επέμβαση. 14 Φτωχά προγνωστικά σημεία μετά από πρόωρη ρήξη των εμβρυϊκών υμένων (PPROM) θεωρούνται: α) έναρξη ολιγοϋδράμνιου πριν τις 24 εβδομάδες, ειδικότερα μεταξύ 16-18 εβδομάδες, β) η διάρκεια σοβαρού ολιγάμνιου είναι μεγαλύτερη από 2 εβδομάδες γ) η παρουσία σοβαρού ολιγοϋδράμνιου (ολιγάμνιου), δηλαδή δείκτης αμνιακού υγρού (AFI) <5cm, οριζόμενο με οποιαδήποτε μέθοδο μέτρησης. Η ύπαρξη τέτοιων σημείων προσδίδουν ποσοστό θνησιμότητας > 50% έως 60%. 14 , 15
Ενδομήτρια υπολειπόμενη ανάπτυξη
Υπάρχει μια άμεση σχέση μεταξύ ελαττωμένου όγκου αμνιακού υγρού (AFV) και ενδομήτριας υπολειπόμενης ανάπτυξης. 16 , 17 Η σχέση αυτή είναι γνωστή από παλιά και αντικατοπτρίζει εκείνες τις κυήσεις στις οποίες η χρόνια υποξία ανακατένειμε το εμβρυϊκό αίμα στα πιο ζωτικά όργανα: εγκέφαλο, καρδιά και επινεφρίδια, εις βάρος άλλων οργάνων όπως: νεφροί, πνεύμονες με συνέπεια μειωμένη παραγωγή εμβρυϊκών ούρων και πνευμονικών εκκρίσεων που συμβάλουν στην διατήρηση του πραγματικού όγκου του αμνιακού υγρού (AFV).
Εμβρυϊκές ανωμαλίες
Συγγενείς ανωμαλίες αποκαλύπτονται στο 4,5% έως 37% των εμβρύων με ολιγοϋδράμνιο. Οι ασθενείς που προσβάλλονται από ολιγοϋδράμνιο στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης εμφανίζουν υψηλότερο επιπολασμό εμβρυϊκών δομικών δυσμορφιών από αυτούς που προσβάλλονται στο τρίτο τρίμηνο (50,7% έναντι 22,1%) και έχουν αντίστοιχα χαμηλότερα ποσοστά εμβρυϊκής επιβίωσης (10,2% έναντι 85,3%), ως συνέπεια της σοβαρότητας αυτών των καταστάσεων. 18 Οι εμβρυϊκές ανωμαλίες που σχετίζονται με ολιγάμνιο συμπεριλαμβάνουν παθήσεις των ουροφόρων οδών:
- Αμφοτερόπλευρος νεφρική αγενεσία. Ο βαθμός ολιγοϋδράμνιο σχετίζεται με την σοβαρότητα των νεφρικών ανωμαλιών, ιδίως η νεφρική αγενεσία στην οποία παρατηρείται ανυδράμνιο. Επιπλέον, το έμβρυο με νεφρική αγενεσία στις 20 ή περισσότερες εβδομάδες θα έχει καρδιομεγαλία και ειδικότερα υπερτροφία της δεξιάς κοιλίας. Η υποτιθέμενη αιτιολογία αυτού του καρδιακού χαρακτηριστικού είναι η έλλειψη παραγωγής προλίνης από τον νεφρό που οδηγεί σε πνευμονική υποπλασία και προκύπτουσα πνευμονική υπέρταση. 29
- Αμφοτερόπλευροι πολυκυστικοί δυσπλαστικοί νεφροί με ή χωρίς ανευπλοειδία.
- Απόφραξη της εξόδου της ουροδόχου κύστης με τον μηχανισμό της οπίσθιας βαλβίδας ή της ατρησίας της ουρήθρας.
- Βρεφική πολυκυστική νεφρική νόσος και σύνδρομο κυστικών νεφρών όπως στο σύνδρομο Meckel-Gruber.
Η σχέση με την ανευπλοειδία
Η ανευπλοειδία είναι παρούσα μέχρι 4% των εμβρύων με ολιγάμνιο. Η συμμετρικά υπολειπόμενος ανάπτυξη με παρουσία έντονου ολιγοϋδράμνιου στο πρώτο και πρώιμο δεύτερο τρίμηνο θα πρέπει πάντα να εγείρει την πιθανότητα τρισωμίας 18 ή τριπλοειδίας. 29
Πρόγνωση
Έχει αποδειχθεί, αυξημένος κίνδυνος σε εγκυμοσύνες και νεογνά, με μη ενεργητική δοκιμασία στο τεστ μη καταπόνησης (NST), σε επιβραδύνσεις του εμβρυϊκού καρδιακού ρυθμού, σε κεχρωσμένο αμνιακό λόγω μηκωνίου, σε τοκετό που διεκπεραιώθηκε με καισαρική λόγω δυσανεξίας και σε χαμηλή βαθμολογία Apgar score σε γυναίκες με δείκτη αμνιακού υγρού (AFI) ≤ 5 cm. 19 - 21 Ωστόσο, δεν συνάδουν όλες οι μελέτες και όλοι οι ερευνητές με την άποψη ότι δείκτης αμνιακού υγρού (AFI) ≤ 5cm, σχετίζεται με δυσμενή περιγεννητικά αποτελέσματα κατά την κύηση. Σε άλλες μελέτες στις οποίες αξιολόγησαν ασθενείς χαμηλού κινδύνου, το ολιγοϋδράμνιο δεν συνδέθηκε με δυσμενή έκβαση εγκυμοσύνης ή φτωχό περιγεννητικό αποτέλεσμα 22 και ασθενείς υψηλού κινδύνου. 23 - 26 Πάντως, οι εκτιμήσεις του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV) πρέπει να είναι ακριβείς, να συσχετίζονται με το αποτέλεσμα ώστε να είναι χρήσιμες στη διαχείριση κυήσεων υψηλού κινδύνου. Επομένως, οι αντιφατικές μελέτες σχετικά με το κατώφλι ολιγοϋδραμνίου, η συσχέτιση του ολιγοϋδραμνίου με ενδομήτρια και περιγεννητικά συμβάματα, καθιστούν δύσκολη την ερμηνεία και τη λήψη αποφάσεων στον κλινικό ιατρό.
Η Casey και συνεργάτες, αξιολόγησαν τις αρνητικές επιπτώσεις κυήσεων με ολιγοϋδράμνιο, μετά τις 34 εβδομάδες. Ως ολιγάμνιο, ορίστηκε δείκτης αμνιακού υγρού (AFI)≤ 5cm. Τα περιγεννητικά αποτελέσματα των κυήσεων με ολιγοϋδράμνιο συγκρίθηκαν με εκείνα με δείκτη αμνιακού υγρού (AFI)>5cm. Η μελέτη περιελάμβανε συνολικά 6.423 κυήσεις από τις οποίες 147 (2,3%) είχαν ολιγοϋδράμνιο. Αυτή η επιπλοκή συσχετίστηκε με αυξημένη πρόκληση τοκετού (42% έναντι 18%, P<.001), θνησιμότητα (1,4% έναντι 0,3%, P<.03), μη ανακουφιστικό εμβρυϊκό καρδιακό ρυθμό (48% έναντι 39%), είσοδος στην μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών (7% έναντι 2%, P <.001), σύνδρομο εισρόφησης μηκωνίου (1% έναντι 0,1%, P<.001) και νεογνικό θάνατο (5% έναντι 0,3%. Ρ<.001). Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ολιγοϋδράμνιο σχετίζεται με αυξημένη περιγεννητική νοσηρότητα και θνησιμότητα. 20 Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως στις μελέτες που συγκρίνουν τις εγκυμοσύνες με δείκτες αμνιακού υγρού (AFIs) ≤5cm, με αυτές με δείκτες αμνιακού υγρού (AFIs) ˃ από 5cm όπως και πολλά από τα ενδομήτρια αποτελέσματα που αξιολογήθηκαν, π.χ., η παρακολούθηση του εμβρυϊκού καρδιακού ρυθμού που δυνητικά επηρέαζε τον τοκετό, τοκετός με καισαρική λόγω δυσανεξίας εμβρύου και οι βαθμολογίες Apgar scores, είναι υποκειμενικές εκτιμήσεις. Ως μόνες αντικειμενικές εκτιμήσεις θεωρούνται: παρουσία ή απουσία κεχρωσμένου αμνιακού υγρού λόγω μηκωνίου και το αρτηριακό ρΗ του ομφάλιου λώρου. Σε μια μετα-ανάλυση από τον Chauhan και συνεργάτες, αυξημένος κίνδυνος καισαρικής τομής λόγω δυσανεξίας εμβρύου και βαθμολογία Apgar score ˂ από 7 στα 5', αποδείχθηκε μεγαλύτερη στην ομάδα με δείκτη αμνιακού υγρού (AFI) ≤5cm συγκριτικά με αυτή με δείκτη αμνιακού υγρού (AFI) ˃ από 5cm. Ωστόσο, μεταξύ των δύο αυτών ομάδων δεν παρατηρήθηκε καμία διαφορά στον κίνδυνο νεογνικής οξέωσης (αρτηριακό pH ομφάλιου λώρου <7,0), που είναι ένα αντικειμενικό αποτέλεσμα. 27
Ο Chamberlain και συνεργάτες, μελέτησαν 7.582 ασθενείς υψηλού κινδύνου για μείζονες συγγενείς ανωμαλίες, και αξιολόγησαν τις μετρήσεις του βαθύτερου κάθετου θύλακου (DVP) στην πρόβλεψη περιγεννητικής θνησιμότητας. Η περιγεννητική θνησιμότητα ήταν 1,97/1000 (~0,2%) για μέτρηση βαθύτερου κάθετου θύλακου (DVP) ˃ από 2cm έως ˂ 8cm, 37,74/1000 (~3,8%) για (DVP) ≥1cm έως ≤ 2cm και 109,4/1000 (~11%) για (DVP) ˂1cm. 3 Το 2008, μια αναθεωρημένη μελέτη συνέκρινε τη χρήση της μέτρησης του δείκτη του αμνιακού υγρού (AFI) και τη μέτρηση του βαθύτερου κάθετου θύλακου (DVP) ως δοκιμασίες διαλογής για την πρόβλεψη κακού περιγεννητικού αποτελέσματος. Σε αυτή την μελέτη δεν εντοπίστηκαν σημαντικές διαφορές στα αρχικά αποτελέσματα εισαγωγών στις ΜΕΘ ή στους περιγεννητικούς θανάτους. Ωστόσο, υπήρχαν περισσότερες γυναίκες με διάγνωση ολιγοϋδράμνιου, περισσότερες προκλήσεις τοκετού και περισσότερες καισαρικές τομές λόγω μη ανακουφιστικού εμβρυϊκού καρδιακού ρυθμού κατά τη χρήση του δείκτη του αμνιακού υγρού (AFI). Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στον αριθμό του μη καθησυχαστικού εμβρυϊκού καρδιακού ρυθμού, του υποβοηθούμενου κολπικού τοκετού με ή χωρίς μη καθησυχαστικό εμβρυϊκό καρδιακό παλμό, ρΗ ομφαλικής αρτηρίας ˂ από 7,1, Apgar score ˂ από 7 στα 5΄, παρουσία μηκωνίου. 28 Οι συγγραφείς της ανασκόπησης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μέτρηση βαθύτερου κάθετου θύλακου (DVP) ήταν προτιμότερη επειδή η χρήση του δείκτη αμνιακού υγρού (AFI) αύξησε τη διάγνωση του ολιγοϋδράμνιου και των προκλήσεων τοκετού χωρίς να βελτιωθεί το περιγεννητικό αποτέλεσμα. Όμοια, στην μετα-ανάλυση 2009 που συμπεριελάμβανε τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μετρήσεις γυναικών σε μονήρη κύηση, οι έγκυες υποβάλλονταν σε υπερηχογράφημα μέτρησης όγκου αμνιακού υγρού (AFV), ως επιβεβαίωση της καλής εμβρυϊκής κατάστασης, και συνέκριναν τον δείκτη αμνιακού υγρού (AFI) με τη μέτρηση του βαθύτερου κάθετου θύλακου (DVP). Και οι δύο συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μέτρηση του βαθύτερου κάθετου θύλακου (DVP) είναι η μέθοδος επιλογής στην αξιολόγηση του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV).
Στρατηγική διαχείρισης
Μόλις εντοπιστεί ελαττωμένος όγκος αμνιακού υγρού (AFV), διερευνάται σχολαστικά το έμβρυο για ανατομικές ανωμαλίες και αξιολογείται η ανάπτυξή του. Είναι αναγκαίο να ληφθεί λεπτομερές ιστορικό της μητέρας και να ακολουθήσει φυσική εξέταση για να εκτιμηθούν συγκεκριμένες καταστάσεις που συσχετίζονται με ολιγοϋδράμνιο (π.χ. υπερτασικές διαταραχές, PROM). Ανάλογα με την ηλικία κύησης, μπορεί να αξιολογηθεί το έμβρυο με τις διαθέσιμες εξετάσεις (π.χ. εμβρυϊκό NST, βιοφυσικό προφίλ [BPP]) και να ακολουθήσει συμβουλευτική από τον ειδικό της εμβρυο - μητρικής ιατρικής. Διενεργούνται επαναληπτικά υπερηχογραφήματα για την εκτίμηση της εμβρυικής ανάπτυξης ανά 3-4 εβδομάδες, ενώ ποσοτικοποίηση του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV) πραγματοποιείται κάθε εβδομάδα όταν η ηλικία κύησης είναι ˂ από 41 εβδομάδες, δύο φορές την εβδομάδα όταν η ηλικία κύησης ηλικίας είναι ˃ από 41 εβδομάδες ή σε περίπτωση υπολειπόμενης ανάπτυξης (FGR) διενεργούνται μελέτες ροής Doppler (π.χ. Doppler ομφαλικής αρτηρίας ιδίως στη ρύθμιση του FGR). Οι εγκυμοσύνες που επιπλέκονται με χρόνιο ολιγοϋδράμνιο νωρίς κατά την πρώιμη περίοδο της κύησης, μπορεί να οδηγήσουν σε εμβρυϊκές παραμορφώσεις (π.χ. ακολουθία Potter ή ακολουθία ολιγοϋδραμνίου) και πνευμονική υποπλασία η οποία μπορεί να είναι θανατηφόρα. Δυστυχώς, η θεραπεία του ολιγοϋδραμνίου (π.χ., αμνιοέκχυση), δεν έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τα νεογνά αποτελέσματα. Το ολιγοϋδράμνιο γενικά, θεωρείται όρος ταυτόσημος ή και ένδειξη για τοκετό.