ΒΑΡΦΑΡΙΝΗ
Το αντιπηκτικό φάρμακο βαρφαρίνη (Warfarin), που ανήκει στην ομάδα της κουμαρίνης, είναι ανταγωνιστή ς της βιταμίνης Κ και χρησιμοποιείται ευρύτατα στη θεραπεία των θρομβοεμβολικών επεισοδίων, καθώς και σε ασθενείς με πρόσθετες καρδιακές βλάβες. Είναι γνωστό από το 1968, ότι η βαρφαρίνη διέρχεται τον πλακούντα και προκαλεί αρκετές επιπτώσεις στο αναπτυσσόμενο έμβρυο, ανάλογα με το χρόνο και τη διάρκεια έκθεσης κατά την κύηση (Kerber και συν 1968, Warkany 1976), τα επίπεδα προθρομβίνης στον ορό της μητέρας στον τελευταίο μήνα της κύησης και πιθανόν τη λήψη άλλου φαρμάκου και την κατάσταση θρέψης της μητέρας (Warkany, 1976).
Η χορήγηση βαρφαρίνης κατά τα τελευταία στάδια της κύησης προκαλεί στο νεογνό αιμορραγία και για το λόγο αυτό συνήθως διακόπτεται η χορήγησή της μετά την 36η εβδομάδα της κύησης. Αυξημένη συχνότητα αποβολών έχει παρατηρηθεί μετά τη χορήγηση βαρφαρίνης στο πρώτο ή το δεύτερο τρίμηνο της κύησης.
Εμβρυοπάθεια
Η εμβρυοπάθεια από βαρφαρίνη χαρακτηρίζεται από ρινική υποπλασία και ασβεστοποιό στίξη του σκελετού, του εγγύς τμήματος των μηριαίων οστών και της πτέρνης (Chondrodysplasia punctata), ενώ σπανιότερα παρατηρείται μικροκεφαλία, ατροφία του οπτικού νεύρου, σύνδρομο Dandy-Walker, κώφωση, βραχυδακτυλία και καρδιοπάθεια (Warkany, 1976).
Τα προσβεβλημένα παιδιά εμφανίζουν επίσης καθυστέρηση στην ενδομήτρια σωματική ανάπτυξη, ανεπαρκή πρόσληψη βάρους μετά τη γέννηση, ψυχοκινητική καθυστέρηση και υποτονία, σπασμούς και άλλες νευρολογικές διαταραχές.
Ο κίνδυνος εμβρυοπάθειας κυμαίνεται από 4% έως και 30% (Hall και συν 1980, Pauli 1988) και αφορά την έκθεση του εμβρύου μεταξύ της 6ης και 9ης εβδομάδας της κύησης, σε δόση 2,5-10mg/24ωρο. Σε λίγες περιπτώσεις έκθεσης κατά το δεύτερο ή το τρίτο τρίμηνο της κύησης, έχουν περιγραφεί διάφορες ετερογενείς ανωμαλίες του ΚΝΣ (όπως υδροκέφαλος).
Παθογένεια
Οι σκελετικές ανωμαλίες αποδίδονται σε μειωμένη σύνθεση γγλουταμινικού οξέος, μέσω αναστολής της καρβοξυλίωσης της γλουταμάτης, με αποτέλεσμα τη μειωμένη παραγωγή ορισμένων βασικών πρωτεϊνών για την ανάπτυξη των οστών, όπως της καλσιτονίνης (Hall και συν 1980, Pauli και συν 1987).
Οι ανωμαλίες του ΚΝΣ θεωρούνται δευτεροπαθείς, σε έδαφος αιμορραγίας και ουλοποίησης (Hall και συν 1980, Howe και Webster 1990) ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ως άμεση επίπτωση στην οργανογένεση κατά το πρώτο τρίμηνο (Kaplan, 1985).
Πρόληψη
Η βαρφαρίνη, στο πρώτο τρίμηvο της κύησης πρέπει vα υποκαθίσταται από ηπαρίvη, η οποία δεv διέρχεται τοv πλακούvτα (Iturbe-Alessio και συν, 1986). Δεν έχουν διαπιστωθεί συγγενείς ανωμαλίες μετά από χορήγηση ηπαρίνης στην έγκυο (Hall και συν, 1980), αλλά οι πιθανότητες απώλειας του εμβρύου λόγω αιμορραγιών, ανέρχονται σε 1/8 και προώρου τοκετού σε 1/5 (Pauli και Hall1975, 1979). Η χορήγηση χαμηλών δόσεων ηπαρίνης προσφέρει ικανοποιητική προφύλαξη για τα θρομβωτικά νοσήματα, τόσο σε εγκύους όσο και σε μη εγκύους, αλλά έχει το μειονέκτημα της υποδόριας χορήγησης (Stillman και συν, 1977). Εκτός της ηπαρίνης για τους υπόλοιπους αντιπηκτικούς παράγοντες δεν έχουν γίνει προς το παρόν αρκετές μελέτες, ώστε να αποκλειστεί πιθανή τερατογόνος δράση τους (Hanson, 1990).
Εάν η αντιπηκτική αγωγή με βαρφαρίνη κρίνεται απαραίτητη πρέπει να ενημερωθεί η γυναίκα για τους κινδύνους και στην περίπτωση κατά την οποία προκύψει εγκυμοσύνη, πρέπει να συζητηθεί η δυνατότητα θεραπευτικής αποβολής για προνοητικούς λόγους. Στην περίπτωση όμως που η έγκυος αποφασίσει να συνεχίσει την κύηση, πρέπει να γίνεται προσπάθεια ώστε τα επίπεδα προθρομβίνης να διατηρούνται στο 40-60% των φυσιολογικών, διότι με αυτό το τρόπο ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι (Kort καιCassel, 1981).