• Slider4
  • Slider5
  • Slider 9
Δρ Αναστάσιος Κοκοβίδης

Δρ Αναστάσιος Κοκοβίδης

 

Επιδημιολογικά στοιχεία

Η κύστη ομφάλιου λώρου συναντάται στο 2,1% έως 3,4% των υπερηχογραφημάτων πρώτου τριμήνου ενώ τείνει να υποχωρεί στο δεύτερο τρίμηνο.1,2 Επιμένει σε ποσοστό πάνω από 20%,1 ιδίως στις περιπτώσεις των πολλαπλών κύστεων οι οποίες σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο αποβολής και ανευπλοειδίας.2

Αιτιολογία

Οι κύστεις ομφάλιου λώρου διακρίνονται σε ψευδοκύστεις και σε αληθείς κύστεις. Οι ψευδοκύστεις οφείλονται σε εντοπισμένο οίδημα της ουσίας Wharton (Wharton's jelly) και σε ρευστοποίηση αιματωμάτων ή θρόμβων του ομφάλιου λώρου. Είναι συχνότερες από τις αληθείς κύστεις και μπορούν να εντοπιστούν σε οποιοδήποτε σημεί του ομφαλίου λώρου. Σε αντίθεση με την αληθή κύστη, η ψευδοκύστη δεν καλύπτεται από επιθήλιο. Οι Sciesser και συν. το 2003, παρουσίασαν μια περίπτωση σταδιακώς αυξανόμενου οιδήματος στην ουσία του Wharton, ορατού από την 14η εβδομάδα, την οποία ακολούθησε ο σχηματισμός ψευδοκύστεων στο εγγύς τμήμα του ομφάλιου λώρου που οφειλόταν σε διαβατό ουραχό.3 Οι αληθείς κύστεις προέρχονται από εμβρυϊκά υπολείμματα της αλλαντοϊδας ή του ομφαλομεσεντερικού πόρου, εντοπίζονται συχνότερα κοντά στο εμβρυϊκό άκρο του ομφάλιου λώρου και έχουν μέγεθος 4-60mm.4

Συσχετιζόμενες ανωμαλίες / ανευπλοειδία

H παρουσία επίμονων κυστικών μαζών, στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης, σχετίζεται έντονα (18/23) με δομικές και χρωμοσωμικές ανωμαλίες.5 Οι συχνότερες χρωμοσωμικές ανωμαλίες ήταν η τρισωμία 18 και η τρισωμία 13.5 Η κλινική σημασία κύστεων ομφάλιου λώρου που ανιχνεύθηκαν νωρίς κατά την πρώιμη κύηση εξακολουθεί να είναι αμφιλεγόμενη.2,6 Οι ψευδοκύστες του ομφάλιου λώρου, συσχετίστηκαν έντονα με χρωμοσωμικές και δομικές ανωμαλίες, ανεξάρτητα από την εμφάνιση, τον αριθμό ή το μέγεθος τους.6

Επιπλοκές

Έχει αναφερθεί η ανάπτυξη συμπίεσης στα αγγεία του ομφάλιου λώρου με συνοδό αποτέλεσμα την μειωμένη παροχή αίματος προς το έμβρυο, σαν επιπλοκή, μιας μεγάλης κύστης του ομφάλιου λώρου.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Οι Ross και συν. το 1997, κατέγραψαν φυσιολογική πορεία και έκβαση στο 74% εμβρύων με κύστη ομφάλιου λώρου κατά το 1ο τρίμηνο.1 Για τους Ghezzi και συν., αλλά και Sepulveda και συν., η φυσιολογική πορεία και έκβαση ήταν 100% για τις μονήρεις κύστεις. Οι πολλαπλές κύστεις συσχετίστηκαν με φτωχότερη έκβαση, αφού ποσοστό 83% κατέληξε σε αυτόματη αποβολή ή σε ανευπλοειδία (χρωμοσωμική ανωμαλία).2,6

Στρατηγικές διαχείρισης

Η εύρεση μιας μεμονωμένης κυστικής μάζας του ομφάλιου λώρου θα πρέπει να οδηγήσει σε περαιτέρω λεπτομερή υπερηχογραφική αξιολόγηση.5 Όταν τα υπερηχογραφικά ευρήματα συνοδεύονται από επιπλέον ανωμαλίες, η συσχέτιση με την ανευπλοειδία είναι εμφανής, και θα πρέπει να αποτελεί ένδειξη για τον έλεγχο του εμβρυϊκού καρυότυπου.8

  1. Ross JA, Jurlovic D, Zosmer N, et al. Umbilical cord cysts early in pregnancy. Obstet Gynecol. 1997 Mar; 89 (3): 442-5. PubMed | Elsevier Science
  2. Ghezzi F, Raio L, Di Naro E, et al. Single and multiple umbilical cord cysts in early gestation: two different entities. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Mar; 21 (3): 215-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  3. Schiesser M, Lapaire O, Holzgreve W, et al. Umbilical cord edema associated with patent urachus. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Dec; 22 (6): 646-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF 
  4. Heifetz SA, Rueda-Pedraza ME. Omphalomesenteric duct cysts of the umbilical cord. Pediatr Pathol. Jul-Sep 1983; 1(3): 325-35. PubMed | Full Text Taylor & Francis
  5. Smith GN, Walker M, Johnston S, et al. The sonographic finding of persistent umbilical cord cystic masses is associated with lethal aneuploidy and/or congenital anomalies. Prenat Diagn. 1996 Dec; 16 (12): 1141-7. PubMed | Wiley Online Library
  6. Sepulveda W, Leible S, Ulloa A, et al. Clinical significance of first trimester umbilical cord cysts. J Ultrasound Med. 1999 Feb; 18 (2): 95-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  7. Sepulveda W, Guitierrez J, Sanchez J, et al. Pseudocyst of the umbilical cord: prenatal sonographic appearance and clinical significance. Obstet Gynecol. 1999 Mar; 93 (3): 377-81. PubMed | Elsevier Science
  8. Zangen R, Boldes R, Yaffe H, et al. Umbilical cord cysts in the second and third trimesters: significance and prenatal approach. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Sep; 36 (3): 296-301. PubMed | Wiley Online Library | PDF

Περιγραφή και ορισμός

Η συχνότερη συγγενής ανωμαλία του προσώπου είναι η σχιστία του χείλους (Cleft Lip) ή λαγώχειλο. Η CL αποτελεί λειτουργικό και ανατομικό έλλειμμα του άνω χείλους το οποίο δύναται να επεκτείνεται στο σύστοιχο ρώθωνα και συχνά να συμπεριλαμβάνει την άνω γνάθο οπότε καλείται σχιστία της υπερώας (Cleft Ρalate) ή λυκόστομα. Μια στοματοπροσωπική σχιστία (Orofacial Cleft) που δεν περιλαμβάνει την άνω γνάθο χαρακτηρίζεται ως ατελής, ενώ όταν συμπεριλαμβάνει το χείλος, το φατνίο και την υπερώα λέγεται πλήρης και συνιστά σοβαρότερη και μεγαλύτερη ανωμαλία. Ωστόσο, υπάρχουν υποκλινικές περιπτώσεις OFCs οι οποίες αντιπροσωπεύουν την ηπιότερη μορφή βλάβης χωρίς κανένα απολύτως ορατό λειτουργικό έλλειμμα. 1 , 2

Επιδημιολογικά και δημογραφικά στοιχεία

Οι OFCs μπορούν να εμφανιστούν ως μονόπλευρη ατέλεια στο 64% των περιπτώσεων, ως αμφίπλευρη στο 34% ή όταν αφορούν μεγαλύτερο έλλειμμα της μέσης γραμμής, ακριβώς κάτω από την μύτη, στο 3% των περιπτώσεων. Μονόπλευρη χειλεοσχιστία με επέκταση στην υπερώα (CL+CP) συνυπάρχει σε ποσοστό 42% ενώ αμφίπλευρα η βλάβη εντοπίζεται σε ποσοστό 27%. 3

Η χειλεοσχιστία με ή χωρίς επέκταση στην υπερώα (CL±CP) επηρεάζει περίπου 1/700 ζώντα έμβρυα και εμφανίζει μεγάλη διακύμανση σε σχέση με την γεωγραφική κατανομή, τις φυλετικές και εθνοτικές ομάδες, την έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Γενικά, τα υψηλότερα ποσοστά επιπολασμού παρατηρούνται στους πληθυσμούς της Αμερικής και της Ασίας (3,6/1000 και 1,5-2/1000 γεννήσεις, αντίστοιχα), στην Καυκάσια φυλή ο επιπολασμός είναι 1/1000 γεννήσεις ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά επικράτησης παρατηρούνται στους πληθυσμούς που προέρχονται από την Αφρική, περίπου 1/2500 γεννήσεις. 4 , 5 Επίσης, η CL±CP ανιχνεύεται συχνότερα στα άρρενα από ότι στα θήλυ έμβρυα σε αναλογία 2:1, ενώ σε περίπτωση ετερόπλευρης ανωμαλίας η θέση της βλάβης είναι συνήθως αριστερά. Η αναλογία αριστερής προς την δεξιά θέση, είναι 2:1. 6 , 7

Αιτιοπαθογένεια

Στις περισσότερες περιπτώσεις η αιτιολογία αυτής της ανωμαλίας είναι πολυπαραγοντική και οφείλεται σε ένα συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. 6 , 8, 9

Συσχέτιση με άλλες συγγενείς ανωμαλίες

Οι OFCs με ή χωρίς επέκταση στην υπερώα συνυπάρχουν σε συνδυασμό με άλλες συγγενείς ανωμαλίες ως μέρος ενός υποκείμενου αναγνωρίσιμου συνδρόμου, σε ποσοστό 3% ενώ στο 97% των περιπτώσεων αποτελούν μεμονωμένη συγγενή ανωμαλία. 10 , 11 Μέχρι σήμερα, έχουν περιγραφεί περισσότερα από 150 γεννητικά σύνδρομα στα οποία συνυπάρχει χειλεοσχιστία. 12

Συχνά γεννητικά σύνδρομα που σχετίζονται με CL
  1. Χρωμοσωμικές ανωμαλίες
    1. Deletion 4p (Wolf-Hirschhorn syndrome)
    2. Trisomy 9
    3. Trisomy 10
    4. Trisomy 13
    5. Trisomy 18
    6. Trisomy 22
  2. Διαπλαστικές ανωμαλίες και ακολουθίες
    1. Amniotic bands
    2. Arthrogryposis
    3. Camptomelic dysplasia
    4. Caudal regression syndrome/syrenomelia
    5. CHARGE association
    6. Diastrophic dysplasia
    7. Ectrodactyly, ectodermal dysplasia, clefting
    8. Holoprosencephaly
    9. Hydrolethalus
    10. Majewski (short rib polydactyly) syndrome, type 2
    11. Median cleft face (frontonasal dysplasia)
    12. Pierre Robin sequence
  3. Σύνδρομα
    1. Crouzon
    2. Femoral hypoplasia, unusual facies
    3. Fryns
    4. Goldenhar
    5. Gorlin
    6. Klippel-Feil
    7. Larsen
    8. Marfan
    9. Meckel-Gruber
    10. Multiple pterygium
    11. MURCS association
    12. Nager
    13. Neu-Laxova
    14. Oral-facial-digital (Mohr)
    15. Pena Shokeir
    16. Roberts
    17. Shprintzen
    18. Stickler
    19. Smith-Lemli-Opitz
    20. Treacher Collins
    21. Van der Woude
    22. Walker-Warburg

CHARGE: coloboma of the eye, heart anomaly, choanal atresia, retardation, and genital and ear anomalies; MURCS: müllerian duct aplasia, renal agenesis, and cervicothoracic somite dysplasia.

Η συχνότητα εμφάνισης συσχετιζόμενων συγγενών ανωμαλιών ποικίλλει ανάλογα με τον ανατομικό τύπο της OFC. H μονόπλευρος CL±CP ανιχνεύτηκε στο 9,8% των περιπτώσεων (19/194) με συνοδές ανωμαλίες, η αμφίπλευρος CL±CP στο 25% (11/44) και εκείνο του μέσου χείλους και της υπερώας, στο 100% (11/11). 13

Έκθεση σε τερατογόνα

Η έκθεση της μητέρας σε διάφορες χημικές ουσίες όπως glutathione-S-transferase M1, glutathione-S-transferase T1, και N-acetyltransferases 1 & 2 δεν αύξησε τον κίνδυνο ανάπτυξης σχιστιών. 14 , 15 Τα αντιεπιληπτικά φάρμακα παλαιότερης γενιάς όπως: διαζεπάμη, φαινυτοΐνη, φαινοβαρβιτάλη καθώς και μερικά από τα φάρμακα νεότερης γενιάς όπως τοπιραμάτη και λαμοτριγίνη συσχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης χειλεοσχιστίας σε κάποιες μελέτες. 16 - 18  H έκθεση της μητέρας-κατά το πρώτο τρίμηνο-σε ρετινοειδή φάρμακα (ανάλογα της βιταμίνης Α) και σε κορτικοστεροειδή συνδέθηκε με OFCs. 19 - 21 Κάποιες άλλες μελέτες επιβεβαίωσαν την μέτρια συσχέτιση μεταξύ καπνίσματος και OFCs. 22 - 27  Ωστόσο, ασαφή παραμένουν τα βιβλιογραφικά δεδομένα σχετικά με την συσχέτιση της ανεπάρκειας φολικού οξέος και OFCs. 28 , 29 Όμως, η κατανάλωση συμπληρωμάτων διατροφής, φυλλικού οξέος την περίοδο της σύλληψης, μείωσε τον κίνδυνο υποτροπής των OFCs κατά 25% για CL ± CP και 12% για CP. 30 - 33

Κληρονομικότητα

Οι OFCs συμπεριλαμβανομένης της CL±CP και η CP εμφανίζουν υψηλό ποσοστό οικογενειακής υποτροπής σε σύγκριση με άλλες γενετικές ανωμαλίες. 34 Ο κίνδυνος επανεμφάνισης σχιστιών σε επόμενες κυήσεις εξαρτάται από την παρουσία και τον αριθμό των προσβεβλημένων γονέων ή αδελφών. Εάν δύο φυσιολογικοί γονείς γεννήσουν πάσχον παιδί, υπάρχει 4% πιθανότητα το επόμενο παιδί να παρουσιάζει το ίδιο πρόβλημα. Εάν στην οικογένεια υπάρχουν δύο πάσχοντα παιδιά, ο κίνδυνος ανέρχεται στο 10%. Εάν ο ένας από τους γονείς παρουσιάζει λαγόχειλο ή λυκόστομα υπάρχει μόνο 2% πιθανότητα το ζευγάρι να αποκτήσει παιδί με το ίδιο πρόβλημα. Σε οικογένειες με ένα γονέα κι ένα παιδί με λαγώχειλο ή και λυκόστομα, ο κίνδυνος επανεμφάνισης σε μελλοντικές κυήσεις είναι 14%. 35

Η σοβαρότητα της ανατομικής βλάβης αυξάνει τον κίνδυνο υποτροπής σε συγγενείς πρώτου βαθμού και ο τύπος της σχιστίας είναι προγνωστικός για τον τύπο υποτροπής. 36 , 37 Άλλες μελέτες υποστηρίζουν το πολυπαραγοντικό μοντέλο της αιτιώδους συνάφειας σχετικά με τον κίνδυνο επανάληψης των OFCs, ιδίως σε CLs, ενώ η σοβαρότητα της ανατομικής βλάβης δεν φάνηκε να επηρεάζει τον κίνδυνο επανάληψης. 38 Η γενετική βάση των μεμονωμένων OFCs είναι πολύπλοκη και μη κατανοητή πλήρως. Οι αλληλεπιδράσεις γονιδίου-γονιδίου και γονιδίου-περιβάλλοντος παίζουν πιθανά σημαντικούς ρόλους. 39 Οι γονιδιακές μεταλλάξεις ορισμένων κυρίαρχων γονιδίων, συμπεριλαμβανομένων των MSX1 και IRF6, εμπλέκονται σε όλες τις μορφές των OFCs 40 - 43

Η σχέση με την ανευπλοειδία και τα φάρμακα

Χρωμοσωμικές ανωμαλίες, κυρίως τρισωμία 13 και 18 βρίσκονται στο 1-2% των περιπτώσεων χειλεοσχιστίας, ενώ έκθεση σε τερατογόνα όπως αντιεπιληπτικά φάρμακα σε περίπου 5% των περιπτώσεων.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η πρώτη δημοσιευμένη αναφορά υπερηχογραφικής διάγνωσης OFCs πραγματοποιήθηκε το 1981. 44 Από τότε, το ποσοστό ανίχνευσης των OFCs βελτιώθηκε με την πάροδο του χρόνου. Την περίοδο 1987-1995 το ποσοστό ανίχνευσης των OFCs ήταν 34%, την περίοδο 1996-2004, 58% και την περίοδο 2005-2011, 63%. 45 - 47

Οι OFCs συνήθως μπορούν να ανιχνευτούν από τα μέσα του δεύτερου τριμήνου. Το CL±CP και το CP μπορεί να εντοπιστούν σχετικά εύκολα σε πρόσθιο στεφανιαίο επίπεδο μύτης-χειλέων. Το CL αναγνωρίζεται ως δερματικό έλλειμμα εκτεινόμενο από τον ένα ρώθωνα προς το σύστοιχο χείλος του στόματος. Αυτού του είδους τα ελλείμματα δύναται να προκαλέσουν παραμόρφωση του άνω χείλους και της μύτης τα οποία απεικονίζονται καλύτερα με την πρόσκτηση τρισδιάστατης εικόνας. Η 3D υπερηχογραφία συχνά μπορεί να προσφέρει ακριβέστερη και ταχύτερη απεικόνιση της ανατομίας του προσώπου αξιολογώντας την σκληρή και μαλακή υπερώα. 48 - 55 Η περιστροφή ή η κλίση των αξονικών, οβελιαίων και στεφανιαίων επιπέδων της κεφαλής του εμβρύου επιτρέπει την οπτικοποίηση των διαφόρων πτυχών της σκληρής και μαλακής υπερώας, με την σταφυλή ως χρήσιμο σημείο αναφοράς. 56 , 57 Κάθε φορά που εντοπίζεται ένα δερματικό έλλειμμα στο άνω χείλος πρέπει να ελέγχεται η φατνιακή ακρολοφία στην γνάθο σε εγκάρσιο αξονικό επίπεδο για να καθοριστεί η έκταση της βλάβης και αν η ανωμαλία αποτελεί μεμονωμένο εύρημα ή συνεχίζει και στην μαλακή υπερώα αποτελώντας σοβαρότερο πρόβλημα. Η φατνιακή ακρολοφία φυσιολογικά έχει ομαλό περίγραμμα σχήματος C, καθίσταται όμως ασυνεχής, παραμορφωμένη, λοξή ή έντονα κυρτή, σε περίπτωση CP. 58 , 59 Επίσης, η αναζήτηση της δυσμορφίας του προσώπου θα πρέπει να ελέγχεται και σε μέσο οβελιαίο ή παραοβελιαίο επίπεδο επειδή σε ένα αρκετά υψηλό ποσοστό δομές όπως CLs μπορούν να απεικονιστούν επιτυχώς με 2D υπερηχογραφία. 60 , 61

Η προγεννητική διάγνωση των OFCs στο πρώτο τρίμηνο παραμένει δύσκολη. 62 Κάποιοι, ερευνητές αναφέρουν επιτυχή διάγνωση εξετάζοντας διεξοδικά το οπισθο-ρινικό τρίγωνο (RNT). 63 - 65

Στρατηγικές διαχείρισης

Η προγεννητική διάγνωση OFCs θα πρέπει να εφιστά την προσοχή για συνοδές υπερηχογραφικές ανωμαλίες ειδικά όταν η ποσότητα αμνιακού υγρού είναι αυξημένη. Οι σχιστίες της μέσης γραμμής του προσώπου συχνά συμπεριλαμβάνουν υπερτελορισμό, απουσία μύτης και αγενεσία μεσολόβιου 66, 67 ή υποτελορισμό και βαριές ενδοκρανιακές ανωμαλίες όπως ολοπροσεγκεφαλία. 68 - 70 Ο καρυοτυπικός έλεγχος του εμβρύου δεν είναι απαραίτητος στην περίπτωση της μεμονωμένης OFC, εκτός από τις περιπτώσεις που έχουν διαγνωστεί συνοδές υπερηχογραφικές ανωμαλίες. 71 , 72 Η προσβολή της μαλακής υπερώας είναι δύσκολο να διαπιστωθεί κατά την διάρκεια της κύησης. 73 Ωστόσο, η μαγνητική τομογραφία μπορεί να οπτικοποίηση καλύτερα την έκταση της στοματικής διάσπασης σε σχέση με την υπερηχογραφία καθώς επιτρέπει την καλύτερη απεικόνιση της σκληρής και της μαλακής υπερώας. 74 , 75

Πρόγνωση

Η πρόγνωση των OFCs εξαρτάται πρωτίστως από την παρουσία συσχετιζόμενων ανωμαλιών ή γενετικών συνδρόμων. Η σίτιση, η αναπνευστική λειτουργία και η επίτευξη της ομιλίας μπορεί να επηρεαστούν σε όλες τις OFCs, ιδίως δε σε αυτές που αφορούν την υπερώα. Η αισθητική εμφάνιση μπορεί επίσης να είναι επιβαρυντική για την ψυχική διάθεση και την κοινωνική ανάπτυξη ενός παιδιού. Η προσέγγιση του προβλήματος από διεπιστημονική ομάδα ειδικών θεωρείται αναγκαία και επιβεβλημένη με τη συμμετοχή πλαστικού χειρουργού, γναθοχειρουργού, ωτορινολαρυγγολόγου, λογοθεραπευτή, ακτινολόγου, γενετιστή, ορθοδοντικού και οδοντίατρου. 76.

Η πρόγνωση των OFCs της μέσης γραμμής που σχετίζονται με ολοπροσεγκεφαλία είναι γενικά κακή. Η πάθηση είναι θανατηφόρα και οι λίγοι επιζήσαντες θα έχουν σημαντική νευροαναπτυξιακή ανικανότητα. 77

Φυσική ιστορία και έκβαση

Η CL±CP είναι θεραπεύσιμη χειρουργικά, η πλαστική αποκατάσταση λαμβάνει χώρα την πρώτη εβδομάδα της ζωής με εξαιρετικά συνήθως αποτελέσματα. 78 Ωστόσο, λόγω των πολλών και διαφορετικών τύπων ανωμαλιών η πρόγνωση ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με την υποκείμενη ανωμαλία. Η ανίχνευση μεμονωμένης, μονόπλευρης ή αμφίπλευρης χειλεοσχιστίας που δεν επεκτείνεται στην άνω γνάθο, συνήθως προκαλεί δυσλειτουργικές ανωμαλίες που έχουν άμεση επίπτωση στην διατροφή και την ομιλία. Από την άλλη μεριά υπάρχει πρόβλημα κυρίως αισθητικής φύσης. Σχεδόν πάντα, στις περιπτώσεις αυτές, συνυπάρχει και δυσμορφία της μύτης του τύπου της ανώμαλης θέσης του ρώθωνα. Αυτές οι βλάβες μπορούν να διορθώνονται ταυτόχρονα όταν το νεογνό αποκτήσει ικανοποιητικό βάρος και μπορεί ασφαλώς να υποβληθεί σε αναισθησία, δηλαδή στην ηλικία των τριών περίπου μηνών.

Άτυπες σχιστίες προσώπου

Οι πλάγιες σχιστίες του προσώπου αποτελούν μια άλλη μορφή σχιστίας οι οποίες συχνά ξεκινούν από τις γωνίες του στόματος και εκτείνονται προς τα έξω, με τις πιο σοβαρές μορφές να φτάνουν μέχρι το αυτί. Η επέκταση της στοματικής σχισμής ετερόπλευρα ή αμφοτερόπλευρα λόγω της πλάγιας σχιστίας καλείται μακροστομία. 79

Αυτές οι ανωμαλίες εμφανίζονται με συχνότητα 1/50.000 - 1/175.000 ζωντανές γεννήσεις και απεικονίζονται καλύτερα με το υπερηχογράφημα σε πρόσθια στεφανιαία άποψη προσώπου, ως ασυμμετρία στόματος. 80 Οι πλάγιες σχιστίες του προσώπου, όπως οι τυπικές μορφές OFCs (CL, CP), μπορεί να αναπτυχθούν ως σφάλματα κατά την εμβρυογένεση ή να οφείλονται σε διαταραχές από τις επιπτώσεις του συνδρόμου της αμνιακής ταινίας και εμφανίζονται αργότερα κατά την εμβρυική ανάπτυξη. 81, 82

Η θεραπεία της μακροστομίας είναι χειρουργική και συνήθως έχει καλά αισθητικά και λειτουργικά αποτελέσματα όταν πρόκειται για μεμονωμένη ανωμαλία. Ωστόσο, η αποκατάσταση αυτού του τύπου OFC είναι μια δύσκολη και μακροχρόνια διαδικασία. 83 - 86

  1. Weinberg S, Brandon CA, McHenry TH, et al. Rethinking isolated cleft palate: Evidence of occult lip defects in a subset of cases. Am J Med Genet Part A. 2008; 146A: 1670–1675. PubMed | Wiley Online Library
  2. Reiter R, Haase S, Brosch S. [Orofacial clefts]. Laryngorhinootologie. 2012 Feb; 91 (2): 84-95. PubMed | Full Text Thieme Connect
  3. Walker S, Babcook CJ, Ball RH, et al. Prevalence of aneuploidy and additional anatomic abnormalities in fetuses and neonates with cleft lip with or without cleft palate: a population-based study in Utah. J Ultrasound Med. 2001 Nov; 20 (11): 1175-80; PubMed 
  4. Bernheim N, Georges M, Malevez C, et al. Embryology and epidemiology of cleft lip and palate. B-ENT. 2006; 2 Suppl 4:11-9. PubMed
  5. Mossey P, Little J, Munger RG, et al. Cleft lip and palate. Lancet. 2009 Nov; 374 (9703): 1773–1785. PubMed | Full Text The Lancet
  6. Fraser FC. The genetics of cleft lip and cleft palate. Am J Hum Genet. 1970 May; 22 (3): 336–352. PubMed | Full Text PMC
  7. Dixon MJ, Marazita ML, Beaty TH, et al. Cleft lip and palate: understanding genetic and environmental influences. Nat Rev Genet. 2011 Mar; 12 (3): 167-78. PubMed | Full Text Nature Reviews Genetics | Full Text PMC
  8. Jugessur A, Murray JC. Orofacial clefting: recent insights into a complex trait. Curr Opin Genet Dev. 2005 Jun; 15 (3): 270-8. PubMed | Elsevier Science | Full Text PMC
  9. Eppley BL, van Aalst JA, Robey A, et al. The spectrum of orofacial clefting. Plast Reconstr Surg. 2005 Jun; 115 (7): 101e-114e. PubMed | Full Text JASPS 
  10. Wantia N, Rettinger G. The current understanding of cleft lip malformations. Facial Plast Surg. 2002 Aug; 18 (3): 147-53. PubMed | Full Text The Connect 
  11. Gritli-Linde A. The etiopathogenesis of cleft lip and cleft palate: usefulness and caveats of mouse models. Curr Top Dev Biol. 2008; 84: 37-138. PubMed | Elsevies Science 
  12. Cohen MM. Syndromes with cleft lip and cleft palate. Cleft Palate J. 1978 Oct; 15 (4): 306-28. PubMed
  13. Gillham J, Anand S, Bullen P. Antenatal detection of cleft lip with or without cleft palate: incidence of associated chromosomal and structural anomalies. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Oct; 34 (4): 410-5. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  14. Gordon JE, Shy CM. Agricultural chemical use and congenital cleft lip and/or palate. Arch Environ Health. 1981 Sep-Oct; 36 (5): 213-21. PubMed | Full Text Taylor & Francis
  15. Shaw M, Nelson V, Iovannisci DM, et al. Maternal occupational chemical exposures and biotransformation genotypes as risk factors for selected congenital anomalies. Am J Epidemiol. 2003 Mar 15; 157 (6): 475-84. PubMed | Full Text Oxford Academic | PDF
  16. Holmes LB, Hernandez-Diaz S. Newer anticonvulsants: lamotrigine, topiramate and gabapentin. Birth Defects Res A Clin Mol Teratol. 2012 Aug; 94 (8): 599-606. PubMed | Wiley Online Library 
  17. Tomson T, Battino D. Teratogenic effects of antiepileptic drugs. Lancet Neurol. 2012 Sep; 11 (9): 803-13. PubMed | Full Text The Lancet
  18. Margulis AV, Mitchell AA, Gilboa SM, et al. Use of topiramate in pregnancy and risk of oral clefts. Am J Obstet Gynecol. 2012 Nov; 207 (5): 405. e1-7. PubMed | Full Text AJOG | Full Text PMC
  19. Lammer EJ, Chen DT, Hoar RM, et al. Retinoic acid embryopathy. N Engl J Med. 1985 Oct 3; 313 (14): 837-41. PubMed | Full Text NEJM
  20. Rodríguez-Pinilla E, Martínez-Frías ML. Corticosteroids during pregnancy and oral clefts: a case-control study. Teratology. 1998 Jul; 58 (1): 2-5. PubMed | Wiley Online Library
  21. Park-Wyllie L, Mazzotta P, Pastuszak A, et al. Birth defects after maternal exposure to corticosteroids: prospective cohort study and meta-analysis of epidemiological studies. Teratology. 2000 Dec; 62 (6): 385-92. PubMed | Wiley Online Library
  22. Shaw GM, Wasserman CR, Lammer EJ, et al. Orofacial clefts, parental cigarette smoking, and transforming growth factor-alpha gene variants. Am J Hum Genet. 1996 Mar; 58 (3): 551-61. PubMed | Full Text PMC
  23. Little J, Cardy A, Munger RG. Tobacco smoking and oral clefts: a meta-analysis. Bull World Health Organ. 2004 Mar; 82 (3): 213-8. PubMed | Full Text PMC
  24. Deacon S. Maternal smoking during pregnancy is associated with a higher risk of non-syndromic orofacial clefts in infants. Evid Based Dent. 2005; 6 (2): 43-4. PubMed | Full Text NPG
  25. Honein MA, Rasmussen SA, Reefhuis J, et al. Maternal smoking and environmental tobacco smoke exposure and the risk of orofacial clefts. Epidemiology. 2007 Mar; 18 (2): 226-33. PubMed | Full Text Wolters Kluwer
  26. Xuan Z, Zhongpeng Y, Yanjun G, et al. Maternal active smoking and risk of oral clefts: a meta-analysis. Oral Surg Oral Med Oral Pathol Oral Radiol. 2016 Dec; 122 (6) :680-690. PubMed | Full Text Oral Surgery Oral Medicine
  27. Crossan E, Duane B. Is there an association between maternal smoking and oral clefts? Evid Based Dent. 2018 Mar 23; 19 (1): 24-25. PubMed | Full Text NPG
  28. Bianchi F, Calzolari E, Ciulli L, et al. Environment and genetics in the etiology of cleft lip and cleft palate with reference to the role of folic acid. Epidemiol Prev. Jan-Feb 2000; 24 (1): 21-7. PubMed
  29. Johnson CY, Little J. Folate intake, markers of folate status and oral clefts: is the evidence converging?. Int J Epidemiol. 2008 Oct; 37 (5): 1041-58. PubMed | Full Text Oxford Academic | PDF
  30. Wilcox AJ, Lie RT, Solvoll K, et al. Folic acid supplements and risk of facial clefts: national population based case-control study. BMJ. 2007 Mar 3; 334 (7591): 464. PubMed | Full Text BMJ | Full Text PMC
  31. O'Neill J. Do folic acid supplements reduce facial clefts? Evid Based Dent. 2008; 9 (3): 82-3. PubMed | Full Text NPG
  32. Wehby GL, Murray JC. Folic acid and orofacial clefts: a review of the evidence. Oral Dis. 2010 Jan; 16 (1): 11-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Full Text PMC
  33. Jahanbin A, Shadkam E, Miri HH, et al. Maternal Folic Acid Supplementation and the Risk of Oral Clefts in Offspring. J Craniofac Surg. 2018 Sep; 29 (6): e534-e541. PubMed | Full Text Wolters Kluwer | Google Scholar
  34. Lie RT, Wilcox AJ, Skjaerven R. A population-based study of the risk of recurrence of birth defects. N Engl J Med. 1994 Jul 7; 331 (1): 1-4. PubMed | Full Text NEJM
  35. Habib Z. Genetic counselling and genetics of cleft lip and cleft palate. Obstet Gynecol Surv. 1978 Jul; 33 (7): 441-7. PubMed | Full Text Obstetrical & Gynecological Survey | Google Scholar
  36. Grosen D, Chevrier C, Skytthe A, et al. A cohort study of recurrence patterns among more than 54,000 relatives of oral cleft cases in Denmark: support for the multifactorial threshold model of inheritance. J Med Genet. 2010 Mar; 47 (3): 162-8. PubMed | Full Text BMJ | Full Text PMC
  37. Kot M, Kruk-Jeromini J. Analysis of family incidence of cleft lip and/or palate. Med Sci Monit. 2007 May; 13 (5): CR231-4. PubMed | Full Text MSM
  38. Sivertsen A, Wilcox AJ, Skjaerven R, et al. Familial risk of oral clefts by morphological type and severity: population based cohort study of first degree relatives. BMJ. 2008 Feb 23; 336 (7641): 432-4. PubMed | Full Text BMJ | Full Text PMC
  39. Lees M. Familial risks of oral clefts. BMJ. 2008 Feb 23; 336 (7641): 399. PubMed | Full Text BMJ | Full Text PMC
  40. Blanco R, Chakraborty R, Barton SA, et al. Evidence of a sex-dependent association between the MSX1 locus and nonsyndromic cleft lip with or without cleft palate in the Chilean population. Hum Biol. 2001 Feb; 73 (1): 81-9. PubMed | Full text Human Biology
  41. Zucchero TM, Cooper ME, Maher BS, et al. Interferon regulatory factor 6 (IRF6) gene variants and the risk of isolated cleft lip or palate. N Engl J Med. 2004 Aug 19; 351 (8): 769-80. PubMed | Full Text NEJM | PDF
  42. Chakravarti A. Finding needles in haystacks--IRF6 gene variants in isolated cleft lip or cleft palate. N Engl J Med. 2004 Aug 19; 351 (8): 822-4. PubMed | Full Text NEJM
  43. Kousa YA, Schutte BC. Toward an orofacial gene regulatory network. Dev Dyn. 2016 Mar; 245 (3): 220-32. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Full Text PMC
  44. Christ JE, Meininger MG. Ultrasound diagnosis of cleft lip and cleft palate before birth. Plast Reconstr Surg. 1981 Dec; 68 (6): 854-9. PubMed | Full Text Plastic and Reconstructive Surgery
  45. Offerdal K, Jebens N, Syvertsen T, et al. Prenatal ultrasound detection of facial clefts: a prospective study of 49,314 deliveries in a non-selected population in Norway. Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Jun; 31 (6): 639-46. PubMed |Wiley Online Library | PDF
  46. Maarse W, Bergé SJ, Pistorius L, et al. Diagnostic accuracy of transabdominal ultrasound in detecting prenatal cleft lip and palate: a systematic review. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Apr; 35 (4): 495-502. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  47. Guyot A, Soupre V, Vazquez M-P, et al. Prenatal diagnosis of cleft lip with or without cleft palate: retrospective study and review. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris). 2013 Apr; 42 (2): 151-8. PubMed | Full Text Elsevier Science
  48. Johnson DD, Pretorius DH, Budorick NE, et al. Fetal lip and primary palate: three-dimensional versus two-dimensional US. Radiology. 2000 Oct; 217 (1): 236-9. PubMed | Full Text Radiology
  49. Rotten D, Levaillant JM. Two- and three-dimensional sonographic assessment of the fetal face. 2. Analysis of cleft lip, alveolus and palate. Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 Sep; 24 (4): 402-11. PubMed | Wiley Online Library PDF
  50. Campbell S, Lees C, Moscoso G, et al. Ultrasound antenatal diagnosis of cleft palate by a new technique: the 3D "reverse face" view. Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Jan; 25 (1): 12-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  51. Pilu G, Segata M. A novel technique for visualization of the normal and cleft fetal secondary palate: angled insonation and three-dimensional ultrasound. Ultrasound Obstet Gynecol. 2007 Feb; 29 (2): 166-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  52. Faure J, Captier G, Bäumler M, et al. Sonographic assessment of normal fetal palate using three-dimensional imaging: a new technique. Ultrasound Obstet Gynecol. 2007 Feb; 29 (2): 159-65. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  53. Faure JM, Bäumler M, Boulot P, et al. Prenatal assessment of the normal fetal soft palate by three-dimensional ultrasound examination: is there an objective technique? Ultrasound Obstet Gynecol. 2008 Jun; 31 (6): 652-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  54. Sommerlad M, Patel N, Vijayalakshmi B, et al. Detection of lip, alveolar ridge and hard palate abnormalities using two-dimensional ultrasound enhanced with the three-dimensional reverse-face view. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Nov; 36 (5): 596-600. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  55. Hassan WA, Lees CC. Facial cleft detected: is the palate normal? Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2014 Apr; 28 (3): 379-89. PubMed | Full Text Elsevier Science
  56. Wong HS, Tait J, Pringle KC. Viewing of the soft and the hard palate on routine 3-D ultrasound sweep of the fetal face--a feasibility study. Fetal Diagn Ther. 2008; 24 (2): 146-54. PubMed | Full Text Karger
  57. Wong HS, Tait J, Pringle KC, et al. Examination of the secondary palate on stored 3D ultrasound volumes of the fetal face. Ultrasound Obstet Gynecol. 2009 Apr; 33 (4): 407-11. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  58. Babcook CJ, McGahan JP. Axial ultrasonographic imaging of the fetal maxilla for accurate characterization of facial clefts. J Ultrasound Med. 1997 Sep; 16 (9): 619-25. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  59. Babcook CJ, McGahan JP, Chong BW, et al. Evaluation of fetal midface anatomy related to facial clefts: use of US. Radiology. 1996 Oct; 201(1): 113-8. PubMed | Full Text Radiology
  60. Rotten D, Levaillant JM. Two- and three-dimensional sonographic assessment of the fetal face. 1. A systematic analysis of the normal face. Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 Mar; 23 (3): 224-31. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  61. Wilhelm L, Borgers H. The 'equals sign': a novel marker in the diagnosis of fetal isolated cleft palate. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Oct; 36 (4): 439-44. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  62. Mak ASL, Leung KY. Prenatal ultrasonography of craniofacial abnormalities. Ultrasonography. . 2019 Jan; 38 (1): 13-24. PubMed | Full Text PMC | Full Text Ultrasonography
  63. Sepulveda W, Wong AE, Martinez-Ten P, et al. Retronasal triangle: a sonographic landmark for the screening of cleft palate in the first trimester. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Jan; 35 (1): 7-13. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  64. Martinez-Ten P, Adiego B, Illescas T, et al. First-trimester diagnosis of cleft lip and palate using three-dimensional ultrasound. Ultrasound Obstet Gynecol. 2012 Jul; 40 (1): 40-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  65. Lakshmy SR, Deepa S, Rose N, et al. First-Trimester Sonographic Evaluation of Palatine Clefts: A Novel Diagnostic Approach. J Ultrasound Med. 2017 Jul; 36 (7): 1397-1414. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  66. Fox JW, Golden GT, Edgerton MT. Frontonasal dysplasia with alar clefts in two sisters: genetic considerations and surgical correction. Plast Reconstr Surg. 1976 May; 57 (5): 553-61. PubMed | Full Text JASPS
  67. Guion-Almeida ML, Richieri-Costa A, Saavedra D, et al. Frontonasal dysplasia: analysis of 21 cases and literature review. Int J Oral Maxillofac Surg. 1996 Apr; 25 (2): 91-7. PubMed | Full Text Oral & Maxillofacial Surgery
  68. DeMyer W, Zeman W, Palmer CG. The face predicts the brain: diagnostic significance of median facial anomalies for holoprosencephaly (arhinencephaly). Pediatrics. 1964 Aug; 34: 256-63. PubMed | Full Text Pediatrics
  69. Bergé SJ, Plath H, Van de Vondel PT, et al. Fetal cleft lip and palate: sonographic diagnosis, chromosomal abnormalities, associated anomalies and postnatal outcome in 70 fetuses. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Nov; 18 (5): 422-31. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  70. Blaas HG, Eriksson A, Salvesen K, et al. Brains and faces in holoprosencephaly: pre- and postnatal description of 30 cases. Ultrasound Obstet Gynecol. 2002 Jan; 19 (1): 24-38. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  71. Fischer N, Perrotin F, Tranquart F, et al. Management of cleft lip and/or palate diagnosed in utero. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris). 1999 Sep; 28 (5): 446-55. PubMed | Full Text EMConsulte
  72. Perrotin F, de Poncheville LM, Marret H, et al. Chromosomal defects and associated malformations in fetal cleft lip with or without cleft palate. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2001 Nov; 99 (1): 19-24. PubMed  | Full Text EJOG
  73. Perrotin F, Lardy H, Marret H, et al. Problems posed by the diagnosis and prenatal management of facial clefts. Rev Stomatol Chir Maxillofac. 2001 Jun; 102 (3-4): 143-52. PubMed
  74. Ghi T, Tani G, Savelli L, et al. Prenatal imaging of facial clefts by magnetic resonance imaging with emphasis on the posterior palate. Prenat 2003 Dec 15; 23 (12): 970-5. PubMed | Wiley Online Library
  75. Mailáth-Pokorny M, Worda C, Krampl-Bettelheim E, et al. What does magnetic resonance imaging add to the prenatal ultrasound diagnosis of facial clefts?. Ultrasound Obstet Gynecol 2010 Oct; 36 (4): 445-51. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  76. Vargervik K, Oberoi S, Hoffman WY. Team care for the patient with cleft: UCSF protocols and outcomes. J Craniofac Surg. 2009 Sep; 20 Suppl 2: 1668-71. PubMed | Full Text Worters Kluwer | Google Scholar
  77. Leoncini E, Baranello G, Orioli IM, et al. Frequency of holoprosencephaly in the International Clearinghouse Birth Defects Surveillance Systems: searching for population variations. Birth Defects Res A Clin Mol Teratol. 2008 Aug; 82(8): 585-91. PubMed | Wiley Online Library
  78. A Moss. Controversies in cleft lip and palate management. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Nov; 18 (5): 420-1. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  79. Pilu G, Visentin A, Ambrosini G, et al. Three-dimensional sonography of unilateral Tessier number 7 cleft in a mid-trimester fetus. Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Jul; 26 (1): 98-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  80. Presti F, Celentano C, Marcazzò L, et al. Ultrasound prenatal diagnosis of a lateral facial cleft (Tessier number 7). Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 Jun; 23 (6): 606-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  81. Stelnicki EJ, Hoffman WY, Vanderwall K, et al. A new in utero model for lateral facial clefts. J Craniofac Surg. 1997 Nov; 8 (6): 460-5. PubMed | Full Text Wolters Kluwer | Google Scholar
  82. Muraskas JK, McDonnell JF, Chudik RJ, et al. Amniotic band syndrome with significant orofacial clefts and disruptions and distortions of craniofacial structures. J Pediatr Surg. 2003 Apr; 38 (4): 635-8. PubMed | Full Text Pediatric Surgery
  83. Nathani NK, Bariar LM, Ahmad I, et al. An isolated bilateral pure macrostomia in a 2-year-old girl. J Craniofac Surg. 2008 Sep; 19 (5): 1409-10. PubMed | Full Text Wolters Kluwer | Google Scholar
  84. Chen J, Shen W, Cui J, et al. Mucosa Z-plasty for correction of transverse facial cleft. J Craniofac Surg. 2009 May; 20 (3): 903-4. PubMed
  85. Gunturu S, Nallamothu R, Kodali RM, et al. Macrostomia: a review of evolution of surgical techniques. Case Rep Dent. 2014; 2014: 471353. PubMed | Full Text PMC
  86. Pacheco YD, Lorca-García C, Berenguer B, et al. Isolated bilateral macrostomia: case report and literature review. Cir Pediatr. 2016 Jan 25; 29 (1): 41-44. PubMed

 

Περιγραφή και ορισμός

Στρεβλοποδία (Talipes) ή ραιβοϊπποποδία (Equinovarus) ή ευρύτερα γνωστή ως Clubfoot καλείται η σκελετική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από παραμορφωμένο αστράγαλο και φτέρνα δίνοντας στο πόδι την χαρακτηριστική όψη "μπαστούνι του γκολφ". 1 Κλινικά, το βρεφικό πόδι έχει μια κυρτή κλίση προς τα έσω έτσι ώστε μόνο το έξω και πλάγιο μέρος του πέλματος να ακουμπά στο έδαφος κατά το περπάτημα ή την ορθοστασία.

Δημογραφικά στοιχεία

Η στρεβλοποδία/ραιβοϊπποποδία (TEV) εμφανίζεται είτε ως ιδιοπαθής μεμονωμένη σκελετική ανωμαλία είτε ως σύνθετη ανωμαλία ως μέρος ενός συνδρόμου με συνοδές νευρομυϊκές και χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Ο επιπολασμός της TEV εκτιμάται σε 0,05-0,2% γεννήσεις αν και αυτό το ποσοστό ποικίλλει μεταξύ των διαφορετικών χωρών ανά τον κόσμο. 2 - 5 H TEV είναι συχνότερη στα άρρενα από ότι στα θήλεα έμβρυα με αναλογία άρρεν προς θήλυ 2-2,7:1 6 - 9 και στο 50% των περιπτώσεων προσβάλει και τα δύο πόδια. 10 Από τα 233 έμβρυα με TEV που εξετάστηκαν στο Harris Birthright Centre for Fetal Medicine, μόνο στο 22% των περιπτώσεων ήταν μεμονωμένο εύρημα. Στο άλλο 78% των περιπτώσεων, η ραιβοποδία σχετιζόταν με α) χρωμοσωματικές ανωμαλίες, β) ανωμαλίες του νωτιαίου σωλήνα ή του εγκεφάλου, γ) ελαττωμένο αμνιακό υγρό λόγω νεφρικών ανωμαλιών ή πρόωρης ρήξης των υμένων, δ) σκελετικές δυσπλασίες όπως η ατελής οστεογένεση, ε) αρθρογρύπωση.

Αιτιοπαθογένεια

Παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη των ποδιών συμπεριλαμβάνουν νευρομυϊκές καταστάσεις, γενετικά σύνδρομα, ανευπλοειδία, όγκο αμνιακού υγρού, πολλαπλή κύηση και κληρονομικούς παράγοντες. 11 , 12 Αν και έχουν πραγματοποιηθεί εκτεταμένες επιδημιολογικές και γενετικές μελέτες για την εύρεση της αιτιοπαθογένειας της TEV, οι ακριβείς μηχανισμοί σε μεγάλο βαθμό παραμένουν άγνωστοι. Γενικά, η TEV θεωρείται μια πολυπαραγοντική ανωμαλία καθώς ο συνδυασμός γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων συντελούν στην ανάπτυξή της. 13 Ωστόσο, αντιφατικά παραμένουν τα αποτελέσματα μεταξύ των ερευνητών για το εάν η TEV μπορεί να προκύψει λόγω της περιορισμένης κίνησης του μέλους στη μήτρα, όπως σε σοβαρό ολιγοϋδράμνιο.14, 15 Επίσης, γενετικοί παράγοντες έχουν εμπλακεί σε πληθυσμιακές και οικογενειακές μελέτες 16 , 17 και το μητρικό κάπνισμα έχει αναγνωριστεί ως περιβαλλοντικός παράγοντας κινδύνου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. 18 - 20

Κληρονομικότητα

Η γονιδιακή συμμετοχή στην αιτιοπαθογένεια της ιδιοπαθούς TEV καταδείχθηκε για πρώτη φορά το 2005 από τον Heck και τους συνεργάτες του σύμφωνα με τους οποίους η έλλειψη στην χρωμοσωμική περιοχή 2q31-33 βρέθηκε να συνυπάρχει σε οικογένειες με ιδιοπαθή στρεβλοποδία/ραιβοποδία. 21 Νεότερες μελέτες επιβεβαίωσαν την αρχική διαπίστωση και μάλιστα οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η γονιδιακή συμμετοχή στην αιτιολογία και την ανάπτυξη της ιδιοπαθούς TEV είναι σημαντική. 22

Η σχέση της με την ανευπλοειδία

Η TEV συσχετίζεται με αριθμητικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες κυρίως τρισωμία 18 και 13. 23 Σε τρείς μελέτες από ένα σύνολο 127 περιπτώσεων TEV με προγεννητική διάγνωση το 33% αφορούσε χρωμοσωμικές ανωμαλίες, κυρίως τρισωμία 18, ενώ ταυτόχρονα συνυπήρχαν και πολλαπλές ανατομικές ανωμαλίες. Κατά τον Canto και τους συνεργάτες του, ποσοστό μέχρι και 7,1% των εμβρύων με μοναδικό υπερηχογραφικό εύρημα τη στρεβλοποδία/ραιβοποδία βρέθηκαν να έχουν κάποια χρωμοσωμική ανωμαλία, 24 ενώ άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι, TEV και χρωμοσωμική ανωμαλία συνυπάρχουν σε πολύ μικρότερο ποσοστό από αυτό.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η υπερηχογραφική διάγνωση της TEV συνήθως τίθεται από τις 12 εβδομάδες και 3 μέρες έως τις 39 εβδομάδες και 2 μέρες, μέσος όρος 22,2 εβδομάδες όταν τα μετατάρσια και οι φάλαγγες του ποδιού απεικονίζονται στο ίδιο επίπεδο με την κνήμη και την περόνη. 25 Το συνολικό ποσοστό της διάγνωσης βελτιώθηκε σημαντικά με την πάροδο του χρόνου από 23% (1987-1992) στο 81% (1999–2004), η ανίχνευση ήταν υψηλότερη όταν η ανωμαλία αφορούσε και τα δύο πόδια καθώς και όταν υπήρχαν πρόσθετες ανωμαλίες. 26 Το ψευδώς θετικό ποσοστό διάγνωσης (FPR) στην ιδιοπαθή ετερόπλευρο TEV κυμαίνεται από 11,8-40%. 26 - 28 Επαναληπτικά υπερηχογραφήματα μπορούν να επιβεβαιώσουν την διάγνωση και να μειώσουν το ποσοστό της ψευδώς θετικής ή αρνητικής διάγνωσης. 29, 30

Στρατηγικές διαχείρισης

H TEV συνήθως σχετίζεται με διαπλαστικές ανωμαλίες του εμβρύου και ανευπλοειδία. 28 Επομένως, κάθε φορά που γίνεται διάγνωση στρεβλοποδίας/ραιβοϊπποποδίας, πρέπει να πραγματοποιείται προσεκτική ανατομική έρευνα με το υπερηχογράφημα για την εύρεση πρόσθετων ανατομικών ανωμαλιών. 31 , 32 Επιπλέον, ο κίνδυνος της ανευπλοειδίας θα πρέπει να συζητείται με τους ασθενείς και θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο ανίχνευσης του εμβρυϊκού καρυότυπου, επί παρουσίας πρόσθετων ανωμαλιών, δεδομένου του υψηλού ποσοστού ανευπλοειδίας σε αυτούς τους ασθενείς. 33 Η μεμονωμένη ιδιοπαθής TEV σχετίζεται με χαμηλό κίνδυνο ανευπλοειδίας, 34 - 36 παρότι κάποιες μελέτες αναφέρουν αυξημένο κίνδυνο 37 ενώ υπάρχει πάντα η πιθανότητα τυχόν πρόσθετες ανωμαλίες να μην εντοπιστούν προγεννητικά. 38 , 39 H 3D υπερηχογραφική απεικόνιση μπορεί να βοηθήσει το ζευγάρι να κατανοήσει την φύση της ανωμαλίας προκειμένου να λάβει συνειδητοποιημένη απόφαση σχετικά με τη συνέχιση της εγκυμοσύνης ώστε να σχεδιάσει τη μεταγεννητική διαχείριση. 40 Επίσης, οι γονείς θα πρέπει να ενημερώνονται για τη μικρή πιθανότητα της ψευδώς θετικής διάγνωσης και της ασυμφωνίας μεταξύ υπερήχου και μεταγεννητικής διάγνωσης. 41 - 43

Φυσική ιστορία και έκβαση

Η σύνθετη TEV (στρεβλοποδία/ραιβοϊπποποδία με παρουσία πρόσθετων δομικών ανωμαλιών) σχετίζεται με κακό περιγεννητικό αποτέλεσμα. 44 , 45 Αντίθετα, η σοβαρότητα της ιδιοπαθούς μεμονωμένης TEV είναι δύσκολο να αποδειχθεί πριν από τον τοκετό. 46 Ορισμένοι ασθενείς είναι πιθανό να χρειαστούν χειρουργική θεραπεία και κάποιο ποσοστό θα έχει τόσο ήπια στρεβλοποδία/ραιβοϊπποποδία που δεν θα απαιτηθεί καμιά θεραπεία. 47 , 48 Μεταγεννητικές ακτινογραφίες μπορούν να βοηθήσουν στην επιβεβαίωση της διάγνωσης και στη διαπίστωση της σοβαρότητας της κατάστασης. 49 H αμφοτερόπλευρος TEV θεωρείται σοβαρότερη από την ετερόπλευρο και εμφανίζει παρόμοια χαρακτηριστικά στο δεξί και το αριστερό πόδι. Αυτό θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα διαφορετικών παθογόνων μηχανισμών, πιθανώς σε γενετική βάση. Το φύλο και το οικογενειακό ιστορικό δεν φαίνεται να επηρεάζουν τη σοβαρότητα της TEV. 50

  1. Kyzer SP, Stark SL. Congenital idiopathic clubfoot deformities. AORN J. 1995 Mar; 61(3): 492-506. PubMed | Wiley Online Library
  2. Canto MJ, Cano S, Palau J, et al. Prenatal diagnosis of clubfoot in low-risk population: associated anomalies and long-term outcome. Prenat Diagn. 2008 Apr; 28(4): 343-6. PubMed | Wiley Online Library
  3. Lochmiller C, Johnston D, Scott A, et al. Genetic epidemiology study of idiopathic talipes equinovarus. Am J Med Genet. 1998 Sep 1; 79(2): 90-6. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  4. Smythe T, Kuper H, Macleod D, et al. Birth prevalence of congenital talipes equinovarus in low- and middle-income countries: a systematic review and meta-analysis. Trop Med Int Health. 2017 Mar; 22(3): 269-285. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  5. Ansar A, Rahman AE, Romero L, et al. Systematic review and meta-analysis of global birth prevalence of clubfoot: a study protocol. BMJ Open. 2018 Mar 6; 8(3): e019246. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ
  6. Yamamoto H. A clinical, genetic and epidemiologic study of congenital club foot. Jinrui Idengaku Zasshi. 1979 Mar; 24(1): 37-44. PubMed | Full Text Human Genetics
  7. Pavone V, Bianca S, Grosso G. Congenital talipes equinovarus: an epidemiological study in Sicily. Acta Orthop. 2012 Jun; 83(3): 294-8. PubMed | Full text PMC | Full Text Taylor & Francis Online | Google Scholar
  8. McConnell L, Cosma D, Vasilescu D, et al. Descriptive epidemiology of clubfoot in Romania: a clinic-based study. Eur Rev Med Pharmacol Sci. 2016; 20(2): 220-4. PubMed | Full Text European Review
  9. Wijayasinghe SR, Abeysekera WY, Dharmaratne TS. Descriptive Epidemiology of Congenital Clubfoot Deformity in Sri Lanka. J Coll Physicians Surg Pak. 2018 Feb; 28(2): 166-168. PubMed | Google Scholar
  10. Zionts LE, Jew MH, Ebramzadeh E, et al. The Influence of Sex and Laterality on Clubfoot Severity. J Pediatr Orthop. 2017 Mar; 37(2): e129-e133. PubMed | Full Texte Wolters Kluwer | Google Scholar
  11. Tredwell SJ, Wilson D, Wilmink MA. Review of the effect of early amniocentesis on foot deformity in the neonate. J Pediatr Orthop. Sep-Oct 2001; 21(5): 636-41. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  12. Furdon SA, Donlon CR. Examination of the newborn foot: positional and structural abnormalities. Adv Neonatal Care. 2002 Oct;2(5): 248-58. PubMed | Google Scholar
  13. Bacino CA, Hecht JT. Etiopathogenesis of equinovarus foot malformations. Eur J Med Genet. 2014 Aug; 57(8): 473-9. PubMed | Elsevier
  14. Cardy AH, Barker S, Chesney D, et al. Pedigree analysis and epidemiological features of idiopathic congenital talipes equinovarus in the United Kingdom: a case-control study. BMC Musculoskelet Disord. 2007 Jul 5; 8: 62. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC
  15. Christianson C, Huff D, McPherson E. Limb deformations in oligohydramnios sequence: effects of gestational age and duration of oligohydramnios. Am J Med Genet. 1999 Oct 29; 86(5): 430-3. PubMed
  16. Yong BC, Xun FX, Zhao LJ, et al. A systematic review of association studies of common variants associated with idiopathic congenital talipes equinovarus (ICTEV) in humans in the past 30 years. Springerplus. 2016 Jun 27; 5(1): 896. PubMed | Full Text PMC | SpringerLink
  17. Basit S, Khoshhal KI. Genetics of clubfoot; recent progress and future perspectives. Eur J Med Genet. 2018 Feb; 61(2): 107-113. PubMed | Elsevier
  18. Hecht JT, Ester A, Scott A, et al. NAT2 variation and idiopathic talipes equinovarus (clubfoot). Am J Med Genet A. 2007 Oct 1; 143A(19): 2285-91. PubMed | Wiley Online Library
  19. Palma M, Cook T, Segura J, et al. Descriptive epidemiology of clubfoot in Peru: a clinic-based study. Iowa Orthop J. 2013; 33: 167-71. PubMed | Full Text PMC
  20. Liu YB, Zhao L, Ding J, et al. Association between maternal age at conception and risk of idiopathic clubfoot. Acta Orthop. 2016 Jun; 87(3): 291-5. PubMed | Full Text PMC | Full Text Taylor & Francis Online
  21. Heck AL, Bray MS, Scott A, et al. Variation in CASP10 gene is associated with idiopathic talipes equinovarus. J Pediatr Orthop. Sep-Oct 2005; 25(5): 598-602. PubMed | Full Text Wolters Kluwer | Google Scholar
  22. Ester AR, Tyerman G, Wise CA, et al. Apoptotic gene analysis in idiopathic talipes equinovarus (clubfoot). Clin Orthop Relat Res. 2007 Sep; 462: 32-7. PubMed
  23. Benacerraf BR. Antenatal sonographic diagnosis of congenital clubfoot: a possible indication for amniocentesis. J Clin Ultrasound. Nov-Dec 1986; 14(9): 703-6. PubMed | Wiley Online Library
  24. Canto MJ, Cano S, Palau J, et al. Prenatal diagnosis of clubfoot in low-risk population: associated anomalies and long-term outcome. Prenat Diagn. 2008 Apr; 28(4): 343-6. PubMed | Wiley Online Library
  25. Mammen L, Benson CB. Outcome of fetuses with clubfeet diagnosed by prenatal sonography. J Ultrasound Med. 2004 Apr; 23(4): 497-500. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  26. Offerdal K, Jebens N, Blaas HG, et al. Prenatal ultrasound detection of talipes equinovarus in a non‐selected population of 49 314 deliveries in Norway. Ultrasound Obstet Gynecol. 2007 Nov; 30(6): 838-44. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  27. Treadwell MC, Stanitski CL, King M. Prenatal sonographic diagnosis of clubfoot: implications for patient counseling. J Pediatr Orthop. Jan-Feb 1999; 19(1): 8-10. PubMed | Full Text Wolters Kluwer | Google Scholar
  28. Shipp TD, Benacerraf BR. The significance of prenatally identified isolated clubfoot: is amniocentesis indicated. Am J Obstet Gynecol. 1998 Mar; 178(3): 600-2. Pubmed | Full Text AJOG | Google Scholar
  29. Keret D, Ezra E, Lokiec F, et al. Efficacy of prenatal ultrasonography in confirmed club foot. J Bone Joint Surg Br. 2002 Sep; 84(7): 1015-9. PubMed | The Bone & Ioint Journal
  30. Hartge DR, Gaertner S, Weichert J. Prenatal detection and postnatal outcome of congenital talipes equinovarus in 106 fetuses. Arch Gynecol Obstet. 2012 Oct; 286(4): 831-42. PubMed | SpringerLink
  31. Benacerraf BR, Frigoletto FD. Prenatal ultrasound diagnosis of clubfoot. Radiology. 1985 Apr; 155(1): 211-3. PubMed | Full Text Radiology
  32. Hashimoto BE, Filly RA, Callen PW. Sonographic diagnosis of clubfoot in utero. J Ultrasound Med. 1986 Feb; 5(2): 81-3. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  33. Faldini C, Fenga D, Sanzarello I, et al. Prenatal Diagnosis of Clubfoot: A Review of Current Available Methodology. Folia Med (Plovdiv). 2017 Sep 1; 59(3): 247-253. PubMed | Full Text Sciendo
  34. Woodrow N, Tran T, Umstad M, et al. Mid‐trimester ultrasound diagnosis of isolated talipes equinovarus: accuracy and outcome for infants. Aust NZ J Obstet Gynaecol. 1998 Aug; 38(3): 301-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  35. Malone FD, Marino T, Bianchi DW, et al. Isolated clubfoot diagnosed prenatally: is karyotyping indicated? Obstet Gynecol. 2000 Mar; 95(3): 437-40. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  36. Bar‐On E, Mashiach R, Inbar O, et al. Prenatal ultrasound diagnosis of club foot: outcome and recommendations for counselling and follow‐up. J Bone Joint Surg Br. 2005 Jul; 87(7): 990-3. | PubMed | The Bone & Joint Journal | Google Scholar
  37. Carroll SG, Lockyer H, Andrews H, et al. Outcome of fetal talipes following in utero sonographic diagnosis. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Nov; 18(5): 437-40. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  38. Lauson S, Alvarez C, Patel MS, et al. Outcome of prenatally diagnosed isolated clubfoot. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Jun; 35(6): 708-14. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  39. Bakalis S, Sairam S, Homfray T, et al. Outcome of antenatally diagnosed talipes equinovarus in an unselected obstetric population. Ultrasound Obstet Gynecol. 2002 Sep; 20(3): 226-9. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  40. Mohammed NB, Biswas A. Three-dimensional ultrasound in prenatal counselling of congenital talipes equinovarus. Int J Gynaecol Obstet. 2002 Oct; 79(1): 63-5. PubMed | Wiley Online Library
  41. Rijhsinghani A, Yankowitz J, Kanis AB, et al. Antenatal sonographic diagnosis of club foot with particular attention to the implications and outcomes of isolated club foot. Ultrasound Obstet Gynecol. 1998 Aug; 12(2): 103-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  42. Barry M. Prenatal assessment of foot deformity. Early Hum Dev. 2005 Oct; 81(10): 793-6. PubMed | Elsevier
  43. Rosselli P, Nossa S, Huérfano E, et al. Prenatal Ultrasound Diagnosis of Congenital Talipes Equinovarus in Bogota (Colombia) Between 2003 and 2012. Iowa Orthop J. 2015; 35: 156-9. PubMed | Full Text PMC
  44. Sharma R, Stone S, Alzouebi A, et al. Perinatal outcome of prenatally diagnosed congenital talipes equinovarus. Prenat Diagn. 2011 Feb; 31(2): 142-5. PubMed | Wiley Online Library
  45. Viaris de le Segno B, Gruchy N, Bronfen C, et al. Prenatal diagnosis of clubfoot: Chromosomal abnormalities associated with fetal defects and outcome in a tertiary center. J Clin Ultrasound. 2016 Feb; 44(2): 100-5. PubMed | Wiley Online Library
  46. Glotzbecker MP, Estroff JA, Spencer SA, et al. Prenatally diagnosed clubfeet: comparing ultrasonographic severity with objective clinical outcomes. J Pediatr Orthop. 2010 Sep;30(6):606-11. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  47. Rodgveller B. Talipes equinovarus. Clin Podiatry. 1984 Dec; 1(3): 477-99. PubMed
  48. Tillett RL, Fisk NM, Murphy K, et al. Clinical outcome of congenital talipes equinovarus diagnosed antenatally by ultrasound. J Bone Joint Surg Br. 2000 Aug; 82(6): 876-80. PubMed | Full Text BJJ | Google Scholar
  49. Roye DP, Roye BD. Idiopathic congenital talipes equinovarus. J Am Acad Orthop Surg. Jul-Aug 2002; 10(4): 239-48. PubMed | Full Text AAOS | Google Scholar
  50. Salvatori G, Bettuzzi C, Abati CN, et al. The influence of laterality, sex and family history on clubfoot severity. J Child Orthop. 2020 Apr 1; 14(2): 145-150. PubMed | Full Text PMC | Full Text Journal of Children's Orthopaedics | PDF

Περιγραφή και ορισμός

Το σύνδρομο Roberts (Roberts Syndrome-RBS) είναι μια σπάνια αυτοσωματική υπολειπόμενη διαταραχή που χαρακτηρίζεται από καθυστέρηση της ανάπτυξης, μικροκεφαλία, κρανιοπροσωπικές ανωμαλίες, νοητική υστέρηση και τετραφωκομέλια (συμμετρική μείωση των άκρων) σε διάφορους βαθμούς προσβολής, καρδιακές και νεφρικές ανωμαλίες. 1 , 2 Το RBS προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο ESCO2 το οποίο βρίσκεται στο τόπο 8p21.1 του χρωμοσώματος 8, το οποίο κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη απαραίτητη για την χρωματική συνοχή κατά την φάση S της μίτωσης. 3 , 4

To σύνδρομο της φωκομελίας (Phocomelia Syndrome-PCS) έχει λιγότερο σοβαρή συμμετρική μείωση των άκρων, καμπτικές συσπάσεις διαφόρων αρθρώσεων των άκρων, μικρές ανωμαλίες του προσώπου, καθυστέρηση ανάπτυξης και περιστασιακά διανοητική υστέρηση. Και τα δύο αυτά σύνδρομα μπορούν να θεωρηθούν ως μέρος ενός ευρύτερου φάσματος ανωμαλιών, με το RBS να αντιπροσωπεύει το πιο σοβαρό μέρος του στο οποίο τα σοβαρά προσβεβλημένα βρέφη μπορεί να γεννηθούν θνησιγενή ή να πεθάνουν στη μεταγεννητική περίοδο, ενώ τα άτομα με το PCS αντιπροσωπεύουν το ηπιότερο μέρος του φάσματος και συνήθως επιβιώνουν έως την ενηλικίωση. 5

Δημογραφικά στοιχεία

Η συνολική επίπτωση της παθολογικής αυτής κατάστασης στο γενικό πληθυσμό είναι 0,15%.

Αίτια

Οι πιo αποδεκτές θεωρίες σχηματισμού του RBS-φωκομελίας είναι κυρίως τρείς. Το σύνδρομο αμνιακών ταινιών, η δράση τερατογόνων όπως η θαλιδομίδη και το αγγειακό επεισόδιο. 6 - 8 Οι ενδοαμνιακές ινώδεις ταινίες που σχηματίζονται μετά την 45η ημέρα της κύησης λόγω ρήξης του αμνιακού σάκου προκαλούν συμπίεση ή εγκλωβισμό στα δάκτυλα ή σε περιφερικά τμήματα των άκρων με επακόλουθο "ακρωτηριασμούς" ή σε ελαφρότερες περιπτώσεις την εμφάνιση συνδακτυλίας. 9 Η τερατογόνος δράση στην έκθεση θαλιδομίδης έχει ιστορικό ενδιαφέρον. Χρησιμοποιήθηκε σαν ηρεμιστικό-αντιεμετικό από έγκυες την δεκαετία του 60, για να αποσυρθεί το 1961 μετά τις πρώτες αναφορές τερατογέννεσης το 1959. Τα θύματα της θαλιδομίδης υπολογίστηκαν σε 10.550 παιδιά που γεννήθηκαν με σοβαρές σκελετικές ανωμαλίες οι οποίες αφορούσαν κυρίως τα άνω και τα κάτω άκρα, το πρόσωπο, την καρδιά, κ.λ.π. 10 - 13 Το RBS-φωκομελίας μπορεί να προκληθεί επίσης από αγγειακό επεισόδιο (θρόμβωση, απόφραξη, ρήξη), με επακόλουθη διακοπή της κυκλοφορίας του προσβεβλημένου μέλους που καταλήγει σε ποικίλους βαθμούς ανεπάρκειας των μακρών οστών.

Κληρονομικότητα

To RBS έχει ένα αυτοσωματικό υπολειπόμενο πρότυπο κληρονομικότητας με ποικίλη διεισδυτικότητα και διαφορετικούς βαθμούς φαινοτυπικής έκφρασης. 14 , 15

Ανωμαλίες ανιχνεύσιμες μέσω υπερηχογραφίας

Α. Συνήθη ευρήματα

λαγώχειλο με ή χωρίς λυκόστομα

υπερτελορισμός

μικρογναθία

μικροκεφαλία

βαριά υπομελία, πιο βαριά στα άνω άκρα, με ποικίλους βαθμούς μείωσης των άνω άκρων που αφορούν το βραχιόνιο, την κερκίδα και την ωλένη

απουσία ή υποπλασία του βραχιόνιου, του μηριαίου, της κνήμης και της περόνης

ολιγοδακτυλία

συνδακτυλία

καμπτικές συσπάσεις όλων των αρθρώσεων των άκρων

υπολειπόμενη ενδομήτρια ανάπτυξη (IUGR)

κρυψορχία

Β. Περιστασιακά ευρήματα

εγκεφαλοκήλη

κρανιοσυνοστέωση

κοιλιομεγαλία

κυστικό ύγρωμα

μικροφθαλμία

καταρράκτης

καρδιακές ανωμαλίες

νεφρικές ανωμαλίες

ανωμαλίες γεννητικών οργάνων

υδράμνιο

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η διάγνωση του RBS-φωκομελίας μπορεί να τεθεί μέσω υπερηχογραφίας ήδη από τις 12 εβδομάδες της κύησης και άλλες φορές λίγο αργότερα με βάση τις ανωμαλίες των μελών και του προσώπου. 16 - 18 Τα κυστικά υγρώματα και το υδράμνιο αποτελούν ανιχνεύσιμα χαρακτηριστικά αυτού του συνδρόμου. Η 3D απεικόνιση των μακρών οστών μπορεί να συμβάλει στην διάγνωση των παραμορφώσεων του τύπου της φωκομελίας και να κατανοήσει η οικογένεια την κατάσταση του εμβρύου στην μήτρα. 19 , 20 Η διάγνωση, μπορεί, επίσης να τεθεί σε οικογένειες υψηλού κινδύνου για το RBS-φωκομελίας με δειγματοληψία χοριακής λάχνης (CVS) και αμνιοπαρακέντηση. 21 - 23 Οι κυτταρικές μεταβολές και στα δύο σύνδρομα (RBS-PCS) περιλαμβάνουν έλλειψη συνοχής στις ετεροχρωμικές περιοχές γύρω από τα κεντρομερή στα χρωμοσώματα 1, 9, 16 και στο άπω τμήμα του μακρύ βραχίονα του Y χρωμοσώματος. 24- 28

Διαφορική διάγνωση

Το σύνδρομο RBS θα πρέπει να διαφοροδιαγνωστεί από το σύνδρομο Grebe και την αναιμία Fanconi. Το σύνδρομο Grebe απαντάται μεταξύ των Ινδιάνων της Βραζιλίας και χαρακτηρίζεται από έντονη βράχυνση των άνω και κάτω άκρων, με πιο βαριά υπομελία στα κάτω άκρα. 29 Η αναιμία Fanconi χαρακτηρίζεται από υποπλασία της κερκίδας, απουσία αντιχείρων και τάση για λευχαιμία. 30

Φυσική ιστορία και έκβαση

Πολλά από τα έμβρυα με RBS γεννιούνται νεκρά ή πεθαίνουν κατά την βρεφική ηλικία. 31 Εκείνα που επιβιώνουν έχουν βαριά νοητική υστέρηση και καθυστέρηση της ανάπτυξης.

  1. Freeman MV, Williams DW, Schimke RN, et al. The Roberts syndrome. Clin Genet. 1974 Jan; 5(1): 1-16. PubMed | Wiley Online Library
  2. Maheshwari A, Kumar P, Dutta S, et al. Roberts-SC phocomelia syndrome. Indian J Pediatr. 2001 Jun; 68(6): 557-9. PubMed | SpringerLink
  3. Gordillo M, Vega H, Trainer AH, et al. The molecular mechanism underlying Roberts syndrome involves loss of ESCO2 acetyltransferase activity. Hum Mol Genet. 2008 Jul 15; 17(14): 2172-80. PubMed | Full Text Oxford Academic | PDF
  4. Afifi HH, Abdel-Salam GM, Eid MM, et al. Expanding the mutation and clinical spectrum of Roberts syndrome. Congenit Anom (Kyoto). 2016 Jul; 56(4): 154-62. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  5. Goh ES, Li C, Horsburgh S, et al. The Roberts syndrome/SC phocomelia spectrum--a case report of an adult with review of the literature. Am J Med Genet A. 2010 Feb; 152A (2): 472-8. PubMed | Wiley Online Library
  6. Newman CG. Teratogen update: clinical aspects of thalidomide embryopathy--a continuing preoccupation. Teratology. 1985 Aug; 32(1): 133-44. PubMed | Wiley Online Library
  7. Froster UG, Baird PA. Amniotic band sequence and limb defects: data from a population-based study. Am J Med Genet. 1993 Jun 15; 46(5): 497-500. PubMed | Wiley Online Library
  8. Gold NB, Westgate MN, Holmes LB. Anatomic and etiological classification of congenital limb deficiencies. Am J Med Genet A. 2011 Jun; 155A (6): 1225-35. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  9. Higginbottom MC, Jones KL, Hall BD, et al. The amniotic band disruption complex: timing of amniotic rupture and variable sprecta of consecutive defects. J Pediatr. 1979 Oct; 95(4): 544-9. PubMed | Full Text J Pediatrics
  10. Smithells RW. Defects and disabilities of thalidomide children. Br Med J. 1973 Feb 3; 1 (5848): 269-72. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ
  11. Miller MT. Thalidomide embryopathy: a model for the study of congenital incomitant horizontal strabismus. Trans Am Ophthalmol Soc. 1991; 89: 623-74. PubMed | Full Text PMC
  12. Smithells RW, Newman CG. Recognition of thalidomide defects. J Med Genet. 1992 Oct; 29(10): 716-23. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF
  13. Vargesson N. Thalidomide-induced teratogenesis: history and mechanisms. Birth Defects Res C Embryo Today. 2015 Jun; 105 (2): 140-56. PubMed | Full Text PMC | Wiley Online Library | PDF
  14. Freeman MV, Williams DW, Schimke RN, et al. The Roberts syndrome. Birth Defects Orig Artic Ser. 1974; 10(5): 87-95. PubMed
  15. Kucheria K, Bhargava SK, Bamezai R, et al. A familial tetraphocomelia syndrome involving limb deformities, cleft lip, cleft palate, and associated anomalies--a new syndrome. Hum Genet. 1976 Aug 30; 33(3): 323-6. PubMed | SpringerLink
  16. Robins DB, Ladda RL, Thieme GA, et al. Prenatal detection of Roberts-SC phocomelia syndrome: report of 2 sibs with characteristic manifestations. Am J Med Genet. 1989 Mar; 32(3): 390-4. PubMed | Wiley Online Library
  17. Trombly JF, Sergeant S, Yeomans ER, et al. Diagnosis of phocomelia by transvaginal sonography. J Ultrasound Med. 1992 Jun; 11(6): 309-11. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  18. Paladini D, Palmieri S, Lecora M, et al. Prenatal ultrasound diagnosis of Roberts syndrome in a family with negative history. Ultrasound Obstet Gynecol. 1996 Mar; 7(3): 208-10. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  19. Lee A, Kratochwil A, Deutinger J, et al. Three-dimensional ultrasound in diagnosing phocomelia. Ultrasound Obstet Gynecol. 1995 Apr; 5(4): 238-40. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  20. Dulnuan DJ, Matsuoka M, Uketa E, et al. Antenatal three-dimensional sonographic features of Roberts syndrome. Arch Gynecol Obstet. 2011 Jul; 284 (1): 241-4. PubMed | SpringerLink
  21. Stioui S, Privitera O, Brambati B, et al. First-trimester prenatal diagnosis of Roberts syndrome. Prenat Diagn. 1992 Feb; 12(2): 145-9. PubMed | Wiley Online Library
  22. Benzacken B, Savary JB, Manouvrier S, et al. Prenatal diagnosis of Roberts syndrome: two new cases. Prenat Diagn. 1996 Feb; 16(2): 125-30. PubMed | Wiley Online Library
  23. Schulz S, Gerloff C, Ledig S, et al. Prenatal diagnosis of Roberts syndrome and detection of an ESCO2 frameshift mutation in a Pakistani family. Prenat Diagn. 2008 Jan; 28(1): 42-5. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  24. Judge C. A sibship with the pseudothalidomide syndrome and an association with Rh incompatibility. Med J Aust. 1973 Aug 11; 2(6): 280-1. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  25. German J. Roberts' syndrome. I. Cytological evidence for a disturbance in chromatid pairing. Clin Genet. 1979 Dec; 16(6): 441-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  26. Tomkins D, Hunter A, Roberts M. Cytogenetic findings in Roberts-SC phocomelia syndrome(s). Am J Med Genet. 1979; 4(1): 17-26. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  27. Louie E, German J. Roberts's syndrome. II. Aberrant Y-chromosome behavior. Clin Genet. 1981 Jan; 19(1): 71-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  28. Gerkes EH, van der Kevie-Kersemaekers AM, Yakin M, et al. The importance of chromosome studies in Roberts syndrome/SC phocomelia and other cohesinopathies. Eur J Med Genet. Jan-Feb 2010; 53(1): 40-4. PubMed | Elsevier
  29. Rao N, Joseph B. Grebe syndrome with bilateral fibular hemimelia and thumb duplication. Skeletal Radiol. 2002 Mar; 31(3): 183-7. PubMed | SpingerLink
  30. Auerbach AD. Fanconi anemia and its diagnosis. Mutat Res. 2009 Jul 31; 668(1-2): 4-10. PubMed | Full Text PMC | Elsevier
  31. da Costa Almeida CB, Welter AT, Abech GD, et al. Report of the Phenotype of a Patient with Roberts Syndrome and a Rare ESCO2 Variant. J Pediatr Genet. 2020 Mar; 9(1): 58-62. PubMed | Thieme

 

Περιγραφή και ορισμός 

Η καμπτομελική δυσπλασία αποτελεί νόσο του σκελετικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από βραχυμελία, κύρτωση των μακρών οστών "δίκην ακουστικού τηλεφώνου", ιδίως των κάτω άκρων και συνήθως είναι θανατηφόρος.

Δημογραφικά στοιχεία

Η καμπτομελική δυσπλασία εμφανίζεται με συχνότητα 1 ανά 150.000 γεννήσεις. Στο 50% των περιπτώσεων παρατηρείται φαινότυπος θήλεος αλλά ο καρυότυπος είναι 46XY και οι γονάδες είναι όρχεις.

 

Ανωμαλίες ανιχνεύσιμες μέσω υπερηχογραφίας

Πολλές από τις περισσότερο συχνές ανατομικές ανωμαλίες που παρατηρούνται σε αυτά τα προσβεβλημένα έμβρυα μπορούν να ανιχνευτούν με το υπερηχογράφημα λόγω της βαρύτητας των ατελειών αλλά και του πλήθους των συστημάτων και των οργάνων που εμπλέκονται. Τα συνήθη ευρήματα συμπεριλαμβάνουν:

 

Κεντρικό νευρικό σύστημα

κοιλιομεγαλία

 

Πρόσωπο

υπερτελορισμός

λυκόστομα

μικρογναθία

 

Θώρακας

κωνοειδούς σχήματος, στενός θώρακας

 

Σκελετικό σύστημα

βραχυμελική δυσπλαστική κλίση ιδίως των κάτω άκρων, η οποία στο μηριαίο οστό και την κνήμη μπορεί να μιμηθεί κάταγμα

υποπλαστική περόνη

υποπλαστικές ωμοπλάτες

 

Ουροποιογεννητικό σύστημα

αμφίβολα γεννητικά όργανα στα άρρενα έμβρυα

 

Περιστασιακά ευρήματα

αυξημένο πάχος αυχενικής διαφάνειας

μεγάλη αμφιβρεγματική διάμετρος

επιπεδωμένη μύτη

καρδιακές ανωμαλίες

ευμεγέθεις νεφροί

υδρονέφρωση

στρεβλοποδία

 

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η καμπτομελική δυσπλασία γίνεται αντιληπτή με το υπερηχογράφημα συνήθως από τις 17 με 18 εβδομάδες τις εγκυμοσύνης, με βάσει τις μετρήσεις στα σμικρυσμένα μακρά οστά τα οποία εμφανίζουν έντονη καμπυλότητα. Εκτός από την κάμψη των μεγάλων οστών τα υπόλοιπα υπερηχογραφικά ευρήματα στο σκελετικό σύστημα μπορούν να συμπεριλαμβάνουν: υποπλασία πτέρνας, ραιβοποδία, συχνά υπάρχει εξάρθρωμα ισχίου με στενά λαγόνια οστά, υποπλαστικές ωμοπλάτες, βραχείες πλευρές και στενός θώρακας σε σχήμα καμπάνας. Στο πρόσωπο παρατηρείται: υπερτελορισμός, επιπέδωση της γέφυρας της μύτης, μικρογναθία, λυκόστομα. Επίσης λιγότερο συχνά μπορεί να ανιχνευτεί μεγάλη αμφιβρεγματική διάμετρος, υδροκεφαλία, καρδιαγγειακές ανωμαλίες, υδρονέφρωση και αμφίβολα γεννητικά όργανα στα άρρενα έμβρυα.

Κληρονομικότητα

Το πρότυπο κληρονομικότητας θεωρείται ότι είναι το αυτοσωματικό επικρατές, τις περισσότερες φορές η ύπαρξη της νόσου αποδίδεται σε νέες μεταλλαγές του γονιδίου SOX9 το οποίο βρίσκεται στον βραχίονα 17q, του αντίστοιχου χρωμοσώματος. Το γονίδιο αυτό ρυθμίζει την έκφραση του COL2A1 που συμμετέχει στην ανάπτυξη των οστών, του χόνδρου και των όρχεων.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Τα περισσότερα έμβρυα εμφανίζουν ασύμμετρου τύπου υπολειπόμενη ενδομήτρια ανάπτυξη και συχνά αλλά όχι πάντα, η καμπτομελική δυσπλασία είναι θανατηφόρος λόγω αναπνευστικής ανεπάρκειας κατά την διάρκεια της νεογνικής περιόδου. Τα υπόλοιπα βρέφη δεν μπορούν να αναπτυχθούν και συνήθως πεθαίνουν μέσα στον 1ο χρόνο της ζωής τους.

Περιγραφή και αίτια

Η αδυναμία ανάπτυξης της ουρητηρικής ταινίας, νωρίς στην εμβρυογένεση θα καταλήξει σε νεφρική αγενεσία, που μπορεί να είναι ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη. Αμφοτερόπλευρη αγενεσία παρατηρείται σε συχνότητα μία έως τέσσερις ανά 10.000 γεννήσεις, συμβαίνει πιο συχνά σε άνδρες παρά σε γυναίκες, με αναλογία 2,5:1 και είναι θανατηφόρος. Η αμφοτερόπλευρη νεφρική αγενεσία (ΑΝΑ) μπορεί να αποτελεί μεμονωμένο εύρημα ή να εντάσσεται στα πλαίσια του συνδρόμου (Potter), του οποίου αποτελεί αναγνωρίσιμο σημείο. Το σύνδρομο Potter χαρακτηρίζεται από αγενεσία νεφρών και διάφορες συνοδές δομικές ανωμαλίες όπως: σειρηνομελία, ραιβοιπποποδία, απουσία κερκίδας, ανωμαλίες σπονδύλων, ατρησία πρωκτού, ατρησία 12-δακτύλου, τραχειοοισοφαγικό συρίγγιο, μονήρη ομφαλική αρτηρία, κοιλιομεγαλία, διάφορες καρδιακές ανωμαλίες.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Η υπερηχογραφική διάγνωση της αμφοτερόπλευρης νεφρικής αγενεσίας (ΑNA), μπορεί να τεθεί συνήθως μετά από την 16η εβδομάδα της κύησης με την εγκατάσταση βαριού ολιγάμνιου. Βέβαια η διακοιλιακή απεικόνιση καθίσταται δύσκολη από την έλλειψη αμνιακού υγρού και την συνεπακόλουθη δυσχερή απεικόνιση του εμβρύου. Η διάγνωση επαληθεύεται από την μη απεικόνιση των νεφρών και της ουροδόχου κύστεως, ενώ η έγχρωμη Doppler τεχνολογία μπορεί να ενισχύσει την διάγνωση με την απουσία ροής, στις νεφρικές αρτηρίες. Άλλα υπερηχογραφικά ευρήματα, που συχνά συνοδεύουν την (ΑΝΑ), συμπεριλαμβάνουν δολιχοκεφαλία και στενό θώρακα, λόγω της πίεσης που ασκείται στο σώμα του εμβρύου από την μητρική κοιλότητα η οποία στερείται από αμνιακό υγρό.

Κληρονομικότητα

9% των συγγενών πρώτου βαθμού, εμβρύων με νεφρική ανωμαλία άμφω, έχουν νεφρικές διαμαρτίες άμφω, πολλές από τις οποίες είναι ασυμπτωματικές. Με ιστορικό ενός προσβεβλημένου εμβρύου, ο κίνδυνος επανεμφάνισης αγενεσίας νεφρού σε επόμενες κυήσεις είναι 3%. Εάν οι γονείς έχουν δύο πάσχοντα νεογνά, ό κίνδυνος σιωπηλής νεφρικής ανωμαλίας μεταξύ των συγγενών πρώτου βαθμού αυξάνεται στο 30%. 1

Φυσική ιστορία και έκβαση

Τα μισά περίπου έμβρυα με (ΑNA) γεννιούνται νεκρά, ενώ τα υπόλοιπα θα πεθάνουν λίγο μετά την γέννησή τους από αναπνευστική ανεπάρκεια, σαν αποτέλεσμα πνευμονικής υποπλασίας, η οποία σχετίζεται με το χρόνιο υδράμνιο.

  1. Benacerraf B, Harvard Medical School. Υπερηχογραφία Εμβρυϊκών Συνδρόμων. Εκδόσεις Παρισιάνος. 2009, pp 427.

Συχνότητα εμφάνισης και αίτια

Η κατάσταση αυτή εμφανίζεται σποραδικά 1 ανά 40.000 γεννήσεις και είναι αποτέλεσμα απόφραξης των ουροφόρων οδών-που συμβαίνει σε οποιοδήποτε επίπεδο εντός της λεκάνης-νωρίς στην εγκυμοσύνη, μετά από την 10η εβδομάδα της κύησης. Οι νεφροί είναι συνήθως διογκωμένοι και η διόγκωση είναι ανάλογη με τον βαθμό της νεφρικής προσβολής. Παρατηρείται διόγκωση των πόρων του μυελού και κυλινδρικές κύστεις των πόρων, οι οποίες φτάνουν σε μέγεθος 1-2 χιλ. και εκτείνονται από τις νεφρικές θηλές ως το φλοιό σε ακτινωτή κατανομή. Παρατηρείται πολλαπλασιασμός και διάταση των εγγύς αθροιστικών σωληναρίων χωρίς στοιχεία δυσπλασίας. Πάντως, η εμβρυολογία της νόσου δεν είναι ακόμη ακριβώς γνωστή.

Ταξινόμηση

Η νόσος χαρακτηρίζεται από πολλαπλές μικροσκοπικές κύστεις των νεφρών και του ήπατος του εμβρύου οι οποίες όμως (ηπατικές) δεν μπορούν να διαγνωστούν προγεννητικά. Έχουν διακριθεί 4 τύποι: περιγεννητικός, νεογνικός, παιδικός και εφηβικός, ανάλογα με το χρόνο που παρουσιάζονται τα κλινικά σημεία και το βαθμό της νεφρικής προσβολής.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Προγεννητικά είναι δυνατόν να διαγνωστούν οι τύποι που εμφανίζονται νωρίτερα (περιγεννητικός και πιθανός νεογνικός) και η διάγνωση βασίζεται στην απεικόνιση υπερηχογενών νεφρών αμφοτερόπλευρα. Ο δυσπλαστικός νεφρός αρχικά διατηρεί το σχήμα του και οι μεγάλες κύστες που χαρακτηρίζουν τον πολυκυστικό δυσπλαστικό νεφρό (potter typ lΙ) απουσιάζουν. Πρώιμα υπερηχογραφικά ευρήματα δυσπλασίας αρχικά σε υδρονεφρωσικό νεφρό είναι οι παρεγχυματικές κύστεις ή ο λεπτός ηχογενής νεφρικός φλοιός. Όσο η δυσπλασία επιδεινώνεται και η εκροή ούρων από τον συγκεκριμένο νεφρό μειώνεται, η υδρονέφρωση θα μειωθεί ή θα αποκατασταθεί, αφήνοντας έναν συρρικνωμένο ηχογενή νεφρό που βαθμιαία να μικρύνει ακόμη περισσότερο ή και να απολεσθεί όλος ο νεφρικός ιστός. Πολλά από τα υπερηχογραφικά αυτά σημεία μπορεί να μην είναι εμφανή, πριν τις 24 εβδομάδες της κύησης, και γι' αυτό στις περιπτώσεις που τίθεται υπόνοια δυσπλαστικού νεφρού θα πρέπει να γίνονται διαδοχικά υπερηχογραφήματα για να αποκλειστεί η νόσος. Συνήθως συνυπάρχει ολιγάμνιο.

Κληρονομικότητα

Η νόσος εμφανίζεται σποραδικά αλλά μπορεί και να κληρονομείται με τον αυτοσωματικό υπολειπόμενο χαρακτήρα. 'Έχουν περιγραφεί 4 διαφορετικές παραλλαγές τής νόσου. Όταν αυτή επανεμφανίζεται στην ίδια οικογένεια, συνήθως είναι η ίδια υποκατηγορία που είχε εμφανιστεί στο παρελθόν. Βιβλιογραφικά δεδομένα πάντως περιγράφουν μια οικογένεια στην οποία οι 4 υποδιαιρέσεις της νόσου παρουσιάστηκαν στα 4 προσβεβλημένα παιδιά τους.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί με ένα ευρύ φάσμα νεφρικής και ηπατικής προσβολής, η πορεία της νόσου εξαρτάται από την βαρύτητα της προσβολής, ενώ στις σοβαρές μορφές της είναι θανατηφόρος.

 

Περιγραφή και ορισμός

Η διάταση της ουροφόρου οδού (UTD) είναι ένα συχνό εύρημα της προγεννητικής υπερηχογραφίας που επηρεάζει το 1-2% όλων των κυήσεων και συνδέεται με ένα ευρύ φάσμα πιθανών αποφρακτικών ανωμαλιών που αιτιολογούν την ουροπάθεια. Η λογική της προγεννητικής ανίχνευσης είναι ο εντοπισμός της παθολογίας πριν από την ανάπτυξη επιπλοκών όπως ουρολοίμωξη, η λιθίαση και νεφρική δυσλειτουργία. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το εύρημα της ενδομήτριας UTD, είναι παροδικό ή φυσιολογικό και δεν έχει κλινική σημασία. Σε άλλες περιπτώσεις, αντιπροσωπεύει αποφρακτικές καταστάσεις όπως λ.χ οπίσθιες βαλβίδες της ουρήθρας (PUVs) με αποτέλεσμα σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα. Σε αρκετές περιπτώσεις, η αιτιολογία της διάτασης δεν μπορεί να προσδιοριστεί προγεννητικά, και, διαγιγνώσκεται μεταγεννητικά με πρόσθετες μεθόδους απεικόνισης, συμπεριλαμβανομένης της υπερηχογραφίας και της κυστεοουρηθρογραφίας.

Επιδημιολογικά στοιχεία

Η ακριβής επίπτωση της UTD είναι συγκεχυμένη στην βιβλιογραφία και αυτό εξηγείται από το γεγονός της διαφορετικής ορολογίας που χρησιμοποιήθηκε στην περιγραφή της, συμπεριλαμβανομένης της υδρονέφρωσης, της πυελεκτασίας, της πυελοκαλυκικής και νεφρικής διάτασης. Σήμερα, ο πλέον αποδεκτός όρος είναι, διάταση της ουροφόρου οδού (UTD). Γενικά, η επίπτωση της UTD προγεννητικά κυμαίνεται από 0,17-2,3%, παρότι υπήρξε μεγάλη ανομοιογένεια μεταξύ των μελετών σχετικά με τον σχεδιασμό, την μέθοδο και την σκοπιμότητά τους. 1 - 6

Η σχέση με την ανευπλοειδία

Η εμβρυϊκή UTD σχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο συνδρόμου Down σε ποσοστό, 1,1-3,3% στα μέσα του δεύτερου τριμήνου7 - 11 Το εύρημα της UTD θα πρέπει να οδηγήσει σε στοχευμένη ανατομική αξιολόγηση του εμβρύου, και ως μεμονωμένο εύρημα, φέρει αναλογία πιθανότητας 1,5-1,6 για το σύνδρομο Down 10 και πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο του a priori κινδύνου για την τρισωμία 21 με βάση ένα αποδεκτό πρωτόκολλο ελέγχου μαζικού πληθυσμού.

Αίτια

Μεγάλη ποικιλία συγγενών ανωμαλιών των ουροφόρων οδών αλλά και άλλες μη παθολογικές καταστάσεις μπορεί να δώσουν την εικόνα της UTD οι οποίες περιγράφονται στον παρακάτω πίνακα.

Αίτια UTD

Αίτια Επίπτωση
Παροδική διάταση 41-88%
Απόφραξη πυελοουρητηρικής συμβολής (PUJ) 10-30%
Κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση (VUR) 10-20%
Απόφραξη κυστεοουρητηρικής συμβολής (VUJ) 5-10%
Διπλασιασμός του ανώτερου συστήματος συλλογής/ουρητηροκήλη 5-7%
Πολυκυστικός δυσπλαστικός νεφρός (MCDK) 4-6%
Απόφραξη του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος (LUTO) 1-2%

 

Παροδική διάταση

Μεταγεννητικά, τα περισσότερα έμβρυα με προγεννητική διάγνωση νεφρικής διάτασης έχουν φυσιολογικά νεφρικά ευρήματα. Πιστεύεται, ότι η παροδική διάταση προκύπτει από στένωση ή φυσική πτύχωση του ουροποιητικού συστήματος κατά τη διάρκεια της πρώιμης φάσης ανάπτυξης, η οποία τελικά υποχωρεί. Επειδή η παροδική διάταση αποτελεί μια αναδρομική διάγνωση, είναι δύσκολο να γίνει σαφής διάκριση από άλλες αιτίες διάτασης του ουροποιητικού συστήματος. Γενικά, τα έμβρυα με παροδική διάταση τείνουν να έχουν προσθοπίσθιες (AP) διαμέτρους < από 6mm και 8mm στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης, αντίστοιχα. 12 , 13

Απόφραξη πυελοουρητηρικής συμβολής

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της απόφραξης της πυελοουρητηρικής συμβολής (PUJ) περιλαμβάνει το εύρημα της διατεταμένης νεφρικής πυέλου και των καλύκων χωρίς την διάταση των ουρητήρων. 14 Αυτή η οντότητα επηρεάζει 1/2000 γεννήσεις και ευθύνεται για το 10-30% όλων των περιπτώσεων της προγεννητικής νεφρικής διάτασης. Η αιτία της απόφραξης της PUJ παραμένει άγνωστη, παρατηρείται συχνότερα στα άρρενα από τα θήλεα με αναλογία άρρενα/θήλεα 2,7, είναι ετερόπλευρος στο 60% των περιπτώσεων και συνήθως προσβάλει την αριστερή πλευρά. 15 Διαγνωστικό όριο ήπιας, μέτριας και μεγάλης διάτασης είναι 7mm, 7-15mm και > από 15mm αντίστοιχα έως τις 32wks της κύησης. Όσο πιο διατεταμένο είναι το ουροποιητικό σύστημα, τόσο πιο πιθανό είναι να διαταραχθεί η νεφρική λειτουργία μετά τη γέννηση. Εκτός από τη μέτρηση της νεφρικής πυέλου, είναι σημαντικό να προσδιοριστεί και να τεκμηριωθεί εάν οι κεντρικοί ή περιφερειακοί κάλυκες είναι διατεταμένοι. Η αξιολόγηση των νεφρών πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την εμφάνιση της φλοιώδης μοίρας του νεφρού. Λεπτός, υπερηχογενής νεφρικός φλοιός και παρουσία κύστεων συχνά αντιπροσωπεύει αποφρακτική δυσπλασία και μειωμένη νεφρική λειτουργία. Αν και, υπάρχει μια ασυνεπής συσχέτιση μεταξύ προγεννητικής νεφρικής εμφάνισης και της μεταγεννητικής λειτουργίας, η παρουσία κύστεων συνήθως υποδηλώνει την παρουσία δυσπλασίας και μειωμένης νεφρικής λειτουργίας. 16 , 17

Η διαφορική διάγνωση της απόφραξης PUJ περιλαμβάνει την παροδική διάταση, τον πολυκυστικό δυσπλαστικό νεφρό (MCDK) και την απόφραξη της κυστεοουρητηρικής συμβολής (UVJ). Λιγότερο συχνά θα πρέπει να διαφοροδιαγνωστεί από την μη αποφρακτική καλυκική διάταση της νεφρικής πυέλου λόγω μυελικής υποπλασίας στην οποία οι κάλυκες είναι πιο διατεταμένοι από τη νεφρική πύελο, από την δυσλειτουργική στένωση χωρίς την ύπαρξη μυελικής υποπλασίας, αλλά η καλυκική διάταση εξακολουθεί να υπάρχει και από τις μεμονωμένες κύστες νεφρού.

Στο 12-25% των περιπτώσεων η PUJ συσχετίζεται με νεφρικές ή εξωφρενικές ανωμαλίες. 18 Μόλις διαγνωστεί διάταση PUJ κατά το δεύτερο τρίμηνο, συνιστάται παρακολούθηση μέχρι τις 32wks ή και μετά για να αποκλειστούν οι περιπτώσεις παροδικής διάτασης οι οποίες μπορεί να επιλυθούν αυτόματα (ισχύει επί διατάσεων <7mm). Η συσχέτιση μεταξύ ήπιας μεμονωμένης νεφρικής διάτασης και ανευπλοειδίας είναι ασθενής. Μεταγεννητικά, στο 19-25% των επίμονων διατάσεων (3ου βαθμού υδρονέφρωση) θα απαιτηθεί κάποια μορφή χειρουργικής επέμβασης. 19 , 20

Απόφραξη κυστεοουρητηρικής συμβολής

Η απόφραξη της κυστεοουρητηρικής συμβολής (UVJ) ευθύνεται για το 5-10% όλων των περιπτώσεων διάτασης του ουροποιητικού συστήματος η οποία προκαλείται από τον μεγαουρητήρα, την ουρητηροκήλη ή τον έκτοπο ουρητήρα. 21 Περίπου, στο 25% των περιπτώσεων επηρεάζεται επίσης ο αντίπλευρος νεφρός. Η διάγνωση της απόφραξης της UVJ βασίζεται στην διάταση του ουρητήρα παρουσία διατεταμένης νεφρικής πυέλου και φυσιολογικής κύστης. 22 , 23 Συχνά ο περισταλτισμός του ουρητήρα μεταβάλει την διάμετρο του αυλού. Η διάταση του ουρητήρα βρίσκεται αυξημένη ενδομήτρια αλλά συνήθως μειώνεται μεταγεννητικά. Η υποκείμενη αιτία της απόφραξης της UVJ φαίνεται να είναι μια εντοπισμένη δυσλειτουργία στην περιοχή του κατώτερου τμήματος του ουρητήρα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ της δευτεροπαθούς διάτασης της UVJ και της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης (VUR). Μια ένδειξη για τη σαφή διάγνωση είναι η μεταβλητότητα στη διάμετρο της νεφρικής πυέλου κατά τη διάρκεια μίας μόνο εξέτασης, η οποία ευνοεί τη διάγνωση του VUR. Επίσης είναι σημαντικό να γίνει διάκριση του συνήθως ελικοειδούς και διατεταμένου ουρητήρα από τις εντερικές έλικες. Η πρόγνωση της απόφραξη της UVJ γενικά είναι καλή και ο βαθμός διάτασης του ουρητήρα μπορεί να προσφέρει κάποια ένδειξη για τη μακροπρόθεσμη πρόγνωση και την ανάγκη για μεταγεννητική χειρουργική επέμβαση. Αν η διάμετρος του ουρητήρα είναι < από 6mm προβλέπονται καλά μεταγεννητικά αποτελέσματα, ενώ αν η διάμετρος του ουρητήρα είναι > από 10mm προβλέπονται κακά μεταγεννητικά αποτελέσματα. 24 Ο αποκλεισμός της VUR συνάδει με καλά μεταγεννητικά αποτελέσματα. 25

Διπλασιασμός του ανώτερου συστήματος συλλογής και ουρητηροκήλη

Η διάταση της νεφρικής πυέλου δευτερογενώς από ουρητηροκήλη ή έκτοπη εμφύτευση του ουρητήρα προκαλεί διάταση του ουροποιητικού συστήματος σε ποσοστό 5-7%, προγεννητικά. Είναι ετερόπλευρος στο 83-90% των περιπτώσεων και επηρεάζει περισσότερο τα θήλεα από τα άρρενα έμβρυα σε αναλογία 2/1. 26 , 27 Ο νεφρικός διπλασιασμός προκύπτει όταν ο νεφρός χωρίζεται σε δύο ξεχωριστά πυελοκαλυκικά συστήματα, ή τμήματα, με πλήρη ή μερική επανάληψη των ουρητήρων. Ο ουρητήρας του άνω πόλου μπορεί να καταλήξει στην ουροδόχο κύστη, ή εκτοπικά, συνήθως στον κόλπο ή στην ουρήθρα. Όταν καταλήγει στην ουροδόχο κύστη σχηματίζει ουρητηροκήλη στο 50% των περιπτώσεων. Με ουρητηροκήλη ή έκτοπο ουρητήρα συχνά υπάρχει δυσπλασία του άνω πόλου. Ο ουρητήρας του άνω πόλου αποστραγγίζεται περισσότερο ουραία και κεντρικά από τη συνήθη θέση εισόδου στην ουροδόχο κύστη. Ο ουρητήρας του κάτω πόλου αποστραγγίζεται πλευρικά στο τρίγωνο της ουροδόχου κύστης και είναι επιρρεπής σε κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση (VUR). Ο νεφρικός διπλασιασμός μπορεί να συμβεί χωρίς διάταση, ωστόσο ανιχνεύεται ευκολότερα μόλις αναπτυχθεί η διάταση. 28 Η προγεννητική διάγνωση του διπλασιασμού των νεφρών μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού της κύησης (20-38wks) από την παρουσία δύο ή περισσότερων από τα ακόλουθα σημεία: υδρονέφρωση που περιορίζεται σε έναν πόλο, σε έναν νεφρό με δύο ξεχωριστές νεφρικές πυέλους που δεν επικοινωνούν, ετερόπλευρο μεγαουρητήρα και ουρητηροκήλη. 29  Η ουρητηροκήλη απεικονίζεται ως διάφραγμα ή κύστη εντός της ουροδόχου κύστης, αν και η εκτοπική, εξωκυστική ουρητηροκήλη μπορεί να είναι δύσκολο να διαγνωστεί ενδομητρίως. 30 , 31 Σε ορισμένες περιπτώσεις, το νεφρικό παρέγχυμα της παρεμποδισμένης πλευράς μπορεί να είναι λεπτό και δυσπλαστικό. Αν και οι περισσότερες περιπτώσεις ουρητηροκήλης είναι ορατές στην προγεννητική υπερηχογραφία, οι εξεταστές πρέπει να γνωρίζουν ότι μια πλήρης ουροδόχος κύστη μπορεί μερικές φορές να συμπιέσει την κύστη και να αποτρέψει την οπτικοποίηση της ουρητηροκήλης. Για να αυξηθεί το ποσοστό ανίχνευσης του διπλασιασμού των νεφρών κατά την προγεννητική υπερηχογραφία, συνιστάται συστηματική αναζήτηση για τα ακόλουθα: α) το μήκος του νεφρού σε οβελιαίο επίπεδο (συμπεριλαμβανομένου του άνω πόλου), β) απεικονιζόμενες κύστες στον άνω πόλο οι οποίες περιβάλλονται από νεφρικό παρέγχυμα, γ) νεφρός με δύο νεφρικές πυέλους που δεν επικοινωνούν, δ) διατεταμένος ουρητήρας, ο οποίος συνήθως αποστραγγίζει τον άνω πόλο και ε) κύστες που ανιχνεύονται στην ουροδόχο κύστη (ουρητηροκήλη). Και οι τέσσερις περιπτώσεις που περιγράφονται σε μια μελέτη, περιελάμβαναν τα ευρήματα: κύστες απεικονισμένες στον άνω πόλο, νεφρός με δύο νεφρικές πυέλους που δεν επικοινωνούσαν και διατεταμένος ουρητήρας. Μια ουρητηροκήλη ήταν παρούσα σε δύο περιπτώσεις. 32 Η πρόγνωση είναι γενικά καλή, αλλά εξαρτάται από τον βαθμό της σχετικής νεφρικής δυσπλασίας που επηρεάζει τον κάθε πόλο. Στην προγεννητική περίοδο, ενδείκνυνται οι εξετάσεις υπερήχων για την τεκμηρίωση της επιδείνωσης της διάτασης του ουροποιητικού συστήματος. Μεταγεννητικά, συνιστάται περαιτέρω έλεγχος με ειδικές δοκιμασίες για υπολειμματική νεφρική λειτουργία και παλινδρόμηση.

Κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση

Η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση (VUR) αποτελεί το 10-20% όλων των περιπτώσεων της διάτασης του ουροποιητικού συστήματος, προγεννητικά. Η διάγνωση της VUR μπορεί να είναι δύσκολο να τεθεί προγεννητικά και θα πρέπει να υπονοείται επί παρουσίας με διαφόρου βαθμού διάτασης της νεφρικής πυέλου η οποία συσχετίζεται με ετερόπλευρο ή αμφοτερόπλευρο διατεταμένο ουρητήρα. Τα αίτια VUR περιλαμβάνουν: την παροδική απόφραξη της οπίσθιας ουρήθρας ή της ουροδόχου κύστεως που επιλύεται αυτόματα πριν από τον τοκετό, 33 την υψηλή πίεση κενού που οδηγεί σε παραμόρφωση της κυστεοουρητηρικής συμβολής και κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση. 34 Φαίνεται επίσης να υπάρχει ισχυρή οικογενής προδιάθεση, αυξάνοντας την πιθανότητα γενετικής αιτίας σε ορισμένες περιπτώσεις. 35 , 36 Περίπου το 45-50% των παιδιών με VUR προέρχονται από οικογένειες όπου τουλάχιστον ένα επιπλέον μέλος είναι επηρεασμένο. 37 , 38 Η νόσος, συχνά εμφανίζεται σε δύο ή περισσότερες γενιές με ποσοστό μετάδοσης έως και 65% από τους γονείς στα παιδιά, 39 , 40 και 34-45% μεταξύ των αδελφών. 41 - 43 Επίσης, VUR μπορεί να ανιχνευτεί στο 80% των μονοζυγωτικών και στο 35% των διζυγωτικών διδύμων. 38 Αυτά τα δεδομένα υποστηρίζουν έντονα το γενετικό υπόστρωμα της VUR και συνάδουν με έναν αυτοσωματικό κυρίαρχο τρόπο μεταδοτικότητας με ατελή διείσδυση. 44 Η διάγνωση της VUR είναι σημαντικό να επιβεβαιωθεί, καθώς μέχρι και το 40% των προσβεβλημένων βρεφών θα εμφανίσουν ουλές στα νεφρά και μακροχρόνια βλάβη εάν δεν ανιχνευθούν. Μεταγεννητικά, το εύρημα ενός φυσιολογικού νεφρού υπερηχογραφικά δεν αποκλείει τη διάγνωση της VUR και μπορεί να ενδείκνυται κυστεοουρηθρογραφία για αν τεθεί οριστική διάγνωση. 45

Απόφραξη του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος (LUTO)

Η πιο συχνή αιτία σοβαρής απόφραξης του τμήματος εξόδου της ουροδόχου κύστης είναι οι βαλβίδες της οπίσθιας ουρήθρας (PUVs). Οι PUVs είναι μεμβράνες στο οπίσθιο μέρος της ουρήθρας. Αυτή η κατάσταση επηρεάζει τα άρρενα έμβρυα και συνήθως εμφανίζεται με μια διατεταμένη ουροδόχο κύστη και διατεταμένη ουρήθρα, παράγοντας το κλασικό σημείο κλειδαρότρυπας (key hole sign) που φαίνεται με το υπερηχογράφημα. Οι ουρητήρες και οι νεφρικές πύελοι συνήθως είναι διατεταμένοι. Με την επιδείνωση της απόφραξης, το τοίχωμα της ουροδόχου κύστεως καθίσταται πεπαχυσμένο (10-15mm) λόγω ανάπτυξης δοκιδώσεων, αναπτύσσεται κυστική δυσπλασία εξαιτίας της χρόνιας απόφραξης με αποτέλεσμα το νεφρικό παρέγχυμα να καταστρέφεται και να ατροφεί. Σε σοβαρές περιπτώσεις, τα επιπλέον ευρήματα περιλαμβάνουν σοβαρό ολιγοϋδράμνιο και σε περίπτωση ρήξης, περινεφρικό ουρίνωμα και ασκίτης. Η πιο σημαντική συνέπεια του ολιγοϋδραμνίου είναι η ανάπτυξη πνευμονικής υποπλασίας, που συμβάλλει σημαντικά στον αυξημένο κίνδυνο βρεφικής νοσηρότητας και θνησιμότητας. Η απόφραξη της ουρήθρας συνυπάρχει σε ποσοστό 25% με άλλες συγγενείς ανωμαλίες του ουροποιητικού συστήματος όπως υποσπαδίας, κρυψορχία, μεγαουρητήρας, διπλή ουρήθρα. Η ανεύρεση μεγακύστης στο πρώτο τρίμηνο της κύησης (επιμήκης διάμετρος 7-15mm) αποτελεί ένδειξη για καρυοτυπικό εμβρυϊκό έλεγχο, επειδή σε ποσοστό 25% έχουν αναφερθεί χρωμοσωμικές ανωμαλίες, κυρίως τρισωμία 13, 18 και 47XXY. Εάν η διάμετρος της ουροδόχου κύστης είναι > 15mm, ο κίνδυνος χρωμοσωμικών ανωμαλιών είναι περίπου 10% και τα ευπλοειδικά έμβρυα σχεδόν πάντα συνδέονται με αποφρακτική ουροπάθεια. 46

Η διαφορική διάγνωση θα γίνει από το σύνδρομο μεγακύστη - μικρόκολο –υποπερισταλτισμός εντέρου το οποίο χαρακτηρίζεται από μαζική διάταση της ουροδόχου κύστεως και υδρονέφρωση, όμως η ποσότητα του αμνιακού υγρού είναι φυσιολογική ή αυξημένη και παρατηρείται κυρίως σε θήλεα έμβρυα. Η προγεννητική αντιμετώπιση συνεπάγεται την διάγνωση της διάτασης της ουροδόχου κύστης και δευτερεύοντος των αιτίων της. Το εύρημα της μαζικής διάτασης της ουροδόχου κύστης που σχετίζεται με ολιγοϋδράμνιο σε άρρεν έμβρυο υποδηλώνει έντονα απόφραξη από PUVs.

 

Αίτια διάτασης ουροδόχου κύστης
  • Βαλβίδες οπίσθιας ουρήθρας (PUVs)
  • Βαλβίδες πρόσθιας ουρήθρας (AUVs)
  • Ατρησία ουρήθρας
  • Συγγενής μεγαουρήθρα
  • Πρόπτωση ουρητηροκήλης
  • Σύνδρομο Prune Belly
  • Σύνδρομο μεγακύστης - μικρόκολου – εντερικού υποπερισταλτισμού
  • Ανωμαλίες κλοάκης

 

Ατρησία ουρήθρας

Η ατρησία της ουρήθρας έχει παρόμοια υπερηχογραφική εμφάνιση με εκείνη των οπίσθιων βαλβίδων της ουρήθρας (PUVs) και θα πρέπει να υπονοείται σε όλες τις περιπτώσεις LUTO με κυοφορία θήλεων εμβρύων. Το ολιγοϋδράμνιο συνυπάρχει σε ποσοστό 67%. 47 Σε αντίθεση με τις PUVs, η απόφραξη λόγω ατρησίας της ουρήθρας συνήθως είναι πλήρης και μπορεί να οδηγήσει σε ανίχνευση μεγακύστης, κατά το πρώτο τρίμηνο.48 Συχνά, η πρόγνωση είναι κακή. 49

Συγγενής μεγαουρήθρα

Ως συγγενής μεγαουρήθρα CM, ορίστηκε η διάταση και η επιμήκυνση της ουρήθρας του πέους δίκην "σχήματος λουκάνικου," σε συνέχεια με μια απομακρυσμένη κύστη στην προγεννητική υπερηχογραφία. Η CM είναι μια σπάνια ανωμαλία της ουρήθρας που αναπτύσσεται εξαιτίας της δυσγενεσίας ή της υποπλασίας του στυτικού ιστού του πέους και μπορεί να οδηγήσει σε λειτουργική αποφρακτική ουροπάθεια. 50 Η CM πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη σε όλα τα άρρενα έμβρυα που παρουσιάζουν προγεννητικά μεγακύστη και η λεπτομερής υπερηχογραφία του εμβρύου θα πρέπει να αναζητά μια επιμήκη ή/και εκτεταμένη φαλλική δομή, αλλά και τυχόν συσχετιζόμενες ανωμαλίες. Τα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά της CM είναι ευρήματα της LUTO, συμπεριλαμβανομένης μιας απομακρυσμένης ουροδόχου κύστης με ή χωρίς υδροουρητήρα και υδρονέφρωση και μια κυστική δομή στην περινεϊκή χώρα. Είναι σημαντικό να εξεταστεί προσεκτικά η κοιλιακή και η περινεϊκή χώρα, καθώς μια διατεταμένη ουρήθρα με λεπτά τοιχώματα μπορεί εύκολα να εκληφθεί ως έλικα του ομφάλιου λώρου. Το έγχρωμο υπερηχογράφημα Doppler είναι πολύ χρήσιμο στη διαφοροποίηση αυτών των δύο οντοτήτων. 51 - 53 Κάποιοι ερευνητές περιέγραψαν την σύνδεση της CM και του συνδρόμου Prune-Belly. 54 , 55 Η επιβίωση είναι καλή στο 70% των περιπτώσεων, όμως ποσοστό 41,9% θα έχει νεφρική δυσλειτουργία η οποία συσχετίστηκε με την παρουσία ολιγοϋδράμνιου ή/και ανυδράμνιου, την αμφοτερόπλευρη υδρονέφρωση και την πρώιμη ηλικία τοκετού. 56

Σύνδρομο Prune Belly

Το σύνδρομο Prune-Belly (PBS), είναι μια σπάνια συγγενής διαταραχή η οποία απαντάται στο 95% των περιπτώσεων στα άρρενα έμβρυα και χαρακτηρίζεται από την τριάδα: διάταση του κοιλιακού τοιχώματος με υποπλασία ή απλασία των μυών της κοιλιάς, απόφραξης της UT και αμφοτερόπλευρη κρυψορχία. 57 - 62 Το δέρμα του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος είναι λεπτό, χαλαρό και ρυτιδωμένο, το οποίο επίσης καλείται σύνδρομο Eagle-Barrett (EBS) και εξηγεί την εμφάνιση "κοιλιά δίκην δαμάσκηνου." Το σύνδρομο χαρακτηρίζεται από ένα φάσμα ανωμαλιών και οι ασθενείς μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ανάλογα με τη σοβαρότητα των νεφρικών και πνευμονικών δυσπλασιών. Προοδευτική διάταση της ουροδόχου κύστεως οδηγεί σε νεφρική ανεπάρκεια αποφρακτικού τύπου, ολιγοϋδράμνιο, πνευμονική υποπλασία, προσωπείο Potter, και τελικά ενδομήτριο (ή νεογνικό) θάνατο, που χαρακτηρίζει τις πιο σοβαρές μορφές του PBS. 63 Συνοδές ανωμαλίες του συνδρόμου είναι αναστροφή σπλάχνων, διάταση στομάχου, ατρησία/στένωση παχέος εντέρου, ατρησία ορθού, ραιβοϊπποποδία, συγγενές εξάρθρωμα ισχίου, υποπλασία κάτω άκρων, απλασία δακτύλων, χωνοειδής θώρακας, σκολίωση, άλλες θωρακικές και καρδιακές δυσπλασίες. 64 , 65

Διαφορική διάγνωση θα πρέπει να περιλαμβάνει τις οπίσθιες ουρηθρικές βαλβίδες (PUVs) και το σύνδρομο μεγακύστης-μικρόκολου-υποπερισταλτικότητας εντέρου (MMIHS). Η απεικόνιση της ουρήθρας και της ουροδόχου κύστης είναι ουσιώδης για τη διαφορική διάγνωση του PBS από τις PUVs. Στο σύνδρομο Prune-Belly η στένωση της ουρήθρας αφορά όλο της το μήκος, το "σημείο κλειδαρότρυπας" που παρατηρείται στο κατώτερο τμήμα της ουροδόχου κύστης είναι απών, η ουροδόχος κύστη έχει λεπτό τοίχωμα καθώς η μυϊκή στοιβάδα στερείται δοκίδωσης. Στις PUVs, η στένωση της ουρήθρας εντοπίζεται στο κατώτερο τοίχωμα της ουροδόχου κύστεως, το χαρακτηριστικό "σημείο κλειδαρότρυπας" είναι παρών, η ουροδόχος κύστη έχει παχύ τοίχωμα 10-15mm και η πάθηση αφορά κυρίως τα άρρενα έμβρυα. 66 Στο σύνδρομο MMIHS πέραν της μεγακύστης, της υδρονέφρωσης, του μεγαουρητήρα και της υποπερίσταλσης, το αμνιακό υγρό είναι φυσιολογικό ή αυξημένο και υπάρχει μία αυξημένη συχνότητα εμφάνισης του συνδρόμου στα θήλεα έμβρυα, σε αναλογία 4/1. 67 , 68

Σύνδρομο μεγακύστης-μικρόκολου-υποπερισταλτικότητας εντέρου

Το σύνδρομο μεγακύστης-μικρόκολου-υποπερίσταλσης εντέρου (MMIHS) είναι μια σπάνια συγγενής διαταραχή άγνωστης προέλευσης η οποία εμφανίζεται συχνότερα στα θήλεα έμβρυα και είναι θανατηφόρος κατά την νεογνική ηλικία. 69 - 73 Χαρακτηρίζεται από διάταση της ουροδόχου κύστης, μη αποφρακτικής αιτιολογίας, υδρονέφρωση, μεγαουρητήρα, λειτουργικό υποπερισταλτισμό των εντερικών ελίκων και μικρόκολο. 74 , 75 Ο υποκείμενος μηχανισμός πιστεύεται ότι είναι μυοπάθεια των κοιλιακών οργάνων, η οποία οδηγεί σε μειωμένο μυϊκό τόνο της ουροδόχου κύστης και του εντέρου με αποτέλεσμα ψευδο-απόφραξη της ουροφόρου και της γαστρεντερικής οδού. Τα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά για την διάγνωση του MMIHS περιλαμβάνουν μεγακύστη, μεγαουρητήρα, υδρονέφρωση, AFI φυσιολογικό ή αυξημένο και περιστασιακά διάταση στομάχου/εντέρου, κυρίως σε θήλεα έμβρυα. 76 , 77 Όσον αφορά την κληρονομικότητα, υπάρχει μια οικογενής προδιάθεση και το πρότυπο μεταδοτικότητας έχει έναν αυτοσωματικό υπολειπόμενο χαρακτήρα. 78 Η πρόγνωση του MMIHS γενικά είναι κακή και η θεραπεία είναι κυρίως υποστηρικτική. Μέχρι σήμερα, η μεταμόσχευση εντέρου παραμένει η μόνη βιώσιμη θεραπεία για την αποκατάσταση της κινητικότητας του εντέρου. 79

Ανωμαλίες κλοάκης

Η δυσπλασία της κλοάκης είναι μια σπάνια αιτία απόφραξης της εξόδου της ουροδόχου κύστης που επηρεάζει 1/50.000 κυήσεις. Προκαλείται από την αποτυχία διαφοροποίησης της ουρο-ορθικής πτυχής που συνήθως διαχωρίζει το ορθό από το γεννητικό σωλήνα. Κατά συνέπεια, θα λάβει χώρα άμεση σύγκλιση της γαστρεντερικής και της ουρογεννητικής οδού, με αποτέλεσμα ένα κοινό άνοιγμα στο περίνεο. Η προγεννητική διάγνωση είναι δύσκολη λόγω της μη οπτικοποίησης της επικοινωνίας των γαστρεντερικών και των γεννητικών δομών. Οι ανωμαλίες της κλοάκης παρατηρούνται κυρίως στα θήλεα έμβρυα και μπορεί να καταλήξουν σε συλλογή ούρων στη μήτρα και στον κόλπο (υδρομητρόκολπος) καθώς και σε απόφραξη του τμήματος εξόδου της ουροδόχου κύστης και στην διάταση των ουρητήρων. 80 - 84 Λόγω των εμπλεκόμενων σύνθετων εμβρυολογικών ανωμαλιών, η δυσπλασία της κλοάκης μπορεί να εμφανιστεί με διαφορετική φαινοτυπική έκφραση και συναφείς ανωμαλίες, όπως έκτοπο ουρητήρα, διπλασιασμό της ουροδόχου κύστης, νεφρική αγενεσία, αγενεσία ιερού οστού, ανοικτές ανωμαλίες νωτιαίου σωλήνα και σπονδυλικές ανωμαλίες. Η εύρεση υπερηχογραφικών χαρακτηριστικών που υποδηλώνουν ανωμαλίες απόφραξης του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος π.χ, (PUVs) σε ένα θήλυ έμβρυο αναμένεται να αυξήσει την υπόνοια της δυσπλασίας της κλοάκης. Σε περιπτώσεις επίμονης κλοάκης, μπορεί να υπάρχει παροδικός ασκίτης και διατεταμένες κυστικές δομές στην εμβρυϊκή πύελο. 85 Ο ασκίτης δημιουργείται από τον χημικό ερεθισμό του περιτοναίου εξαιτίας της εισόδου των ούρων στο κύτος της εμβρυϊκής κοιλιάς, διαμέσου των σαλπίγγων. 86 Ακόμη, μπορεί να ανιχνευτούν, ενδοκοιλιακές αποτιτανώσεις, περιτονίτιδα από μηκώνιο, ασαφή γεννητικά όργανα και ενδομήτρια βραδύτητα ανάπτυξης. Ανάλογα με τον βαθμό απόφραξης του τμήματος εξόδου της ουροδόχου κύστης, ενδέχεται να υπάρχει ολιγοϋδράμνιο. 87 - 90

Στρατηγική διαχείρισης της UTD

Η ποικιλομορφία της κλινικής διαχείρισης της ενδομήτριας UTD οφείλεται στην έλλειψη τεκμηριωμένων πληροφοριών που συνδέουν τη σοβαρότητα της προγεννητικής διάτασης με την μεταγεννητική ουροπάθεια. Επιπλέον, αυτή η έλλειψη το προηγούμενο διάστημα, υπήρξε προβληματική μεταξύ των επαγγελματιών υγείας σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της έλλειψης συναίνεσης και ομοιομορφίας στον καθορισμό και την ταξινόμηση της UTD. Κατά συνέπεια, δημιουργήθηκε η ανάγκη για ένα ενιαίο σύστημα ταξινόμησης με αποδεκτή τυπική ορολογία στην διάγνωση και την διαχείρισης της ενδομήτριας UTD. Το 2014, στο Maryland των ΗΠΑ, συγκλήθηκε μία επιτροπή συναίνεσης, για να προτείνει: α) μια ολοκληρωμένη περιγραφή της UTD που θα μπορούσε να εφαρμοστεί τόσο προγεννητικά όσο και μεταγεννητικά και β) ένα τυποποιημένο σχήμα περιγεννητικής αξιολόγησης αυτών των ασθενών με βάση τα υπερηχογραφικά κριτήρια, δηλαδή το σύστημα ταξινόμησης. Την επιτροπή συγκροτούσε ένα 12-μελές πάνελ και ο πρόεδρος οι οποίοι είχαν εξειδικευμένη κλινική και ερευνητική εμπειρία στην προγεννητική UTD. Τα μέλη, της ομάδας του πάνελ, διορίστηκαν από τις αντίστοιχες εταιρείες τους και ήταν εκπρόσωποι πολλών ιατρικών κλάδων, συμπεριλαμβανομένου του, Αμερικανικού Κολλεγίου Ακτινολογίας (ACR), του Αμερικανικού Ινστιτούτου Υπερήχων της Ιατρικής (AIUM), της Αμερικανικής Εταιρείας Παιδιατρικής Νεφρολογίας (ASPN), της Ένωσης Εμβρυϊκής Ουρολογίας (SFU), της Ένωσης Εμβρυο-Μητρικής Ιατρικής (SMFM, της Εταιρείας Παιδιατρικής Ουρολογίας (SPU), της Εταιρείας Παιδιατρικής Ακτινολογίας (SPR) και της Εταιρείας Ακτινολόγων Υπερήχων (SRU). Οι συστάσεις της επιτροπής συναίνεσης βασίστηκαν στη λεπτομερή ανάλυση της τρέχουσας βιβλιογραφίας και στην εμπειρογνωμοσύνη της κοινής κλινικής πρακτικής. Το προτεινόμενο σύστημα ταξινόμησης της UTD είχε ως βάση έξι κατηγορίες υπερηχογραφικών ευρημάτων: 1) πρόσθια-οπίσθια διάμετρος νεφρικής πυέλου (APRPD). 2) καλυκική διάταση 3) πάχος νεφρικού παρεγχύματος. 4) εμφάνιση νεφρικού παρεγχύματος. 5) ανωμαλίες της ουροδόχου κύστης και 6) διαταραχές του ουρητήρα. 91

 

Σύστημα ταξινόμησης της διάτασης της ουροφόρου οδού (UTD)

Υπερηχογραφικοί παράμετροι Μετρήσεις/Ευρήματα Σημείωση
Προσθιοπίσθια διάμετρος νεφρικής πυέλου (APRPD) AP σε mm Μέτρηση της μεγίστης διαμέτρου της ενδονεφρικής πυέλου σε εγκάρσιο επίπεδο
Καλυκική διάταση Κεντρικά
(μεγάλος κάλυκας)
Ναι/Όχι  
Περιφερικά
(μικρός κάλυκας)
Νεφρικό παρέγχυμα Πάχος Φυσιολογικό/Μη φυσιολογικό Υποκειμενική εκτίμηση
Εμφάνιση *Αξιολόγηση της ηχογένειας, διάκριση φλοιού-μυελού, και φλοιώδεις κύστες
Ουρητήρας/ες Η διάταση του ουρητήρα είναι μη φυσιολογική προγεννητικά, αν και η παροδική απεικόνιση του ουρητήρα θεωρείται φυσιολογική μεταγεννητικά
Κύστη Αξιολόγηση του πάχους του τοιχώματος για την παρουσία ουρητηροκήλης και της διάτασης της οπίσθιας ουρήθρας
*προσδιορίζεται υποκειμενικά με σύγκριση με το παρακείμενο ήπαρ ή σπλήνα
Τροποποιημένος πίνακας από Nguyen HT, Benson CB, Bromley B, et al 91

 

Στην συνέχεια, το σύστημα ταξινόμησης της UTD παραμετροποιήθηκε με βάση την ηλικία κύησης και το χρονικό διάστημα ανίχνευσης της διάτασης, προγεννητικά ή μεταγεννητικά. Τα όρια αποκοπής για την διάγνωση της UTD εξαρτήθηκαν τον χρόνο εμφάνισής της. Η νεφρική πύελος θεωρείται φυσιολογική όταν η APRPD είναι < 4mm σε ηλικία κύησης < 28wks, < 7mm σε ηλικία κύηση ≥28wks και < 10mm, μεταγεννητικά. Στο φυσιολογικό έμβρυο, απουσιάζει η διάταση του κάλυκα, το νεφρικό παρέγχυμα έχει φυσιολογικό πάχος και εμφάνιση, ο ουρητήρας φυσιολογικά δεν ηχογραφείται και η ουροδόχος κύστη είναι φυσιολογική. Επιπλέον, δεν υπάρχει ανεξήγητο ολιγοϋδράμνιο.

 

Φυσιολογικές τιμές στο σύστημα ταξινόμησης της UTD

Υπερηχογραφικά ευρήματα Χρόνος εμφάνισης
16-27.9 Wks ≥28 Wks Μεταγεννητικά (>48 Hours)
Προσθιοπίσθια διάμετρος νεφρικής πυέλου <4 mm <7 mm <10 mm
Καλυκική διάταση Κεντρικά Όχι
Περιφερικά Όχι
Νεφρικό παρέγχυμα Πάχος Φυσιολογικό
Εμφάνιση
Ουρητήρας/ες
Κύστη
Ανεξήγητο ολιγοϋδράμνιο Όχι Όχι NA*
*N/A, δεν ισχύει
Τροποποιημένος πίνακας από Nguyen HT, Benson CB, Bromley B, et al 91

 

Οι κατευθυντήριες οδηγίες του Αμερικανικού Κολεγίου Ακτινολογίας συνιστούν την αξιολόγηση των εμβρυϊκών νεφρών και της ουροδόχου κύστης ως απαραίτητο συστατικό μιας πλήρους εξέτασης.92 Οι εμβρυϊκοί νεφροί και η ουροδόχος κύστη μπορούν να απεικονιστούν αξιόπιστα υπερηχογραφικά, μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου. 93 , 94 Το 91% των ειδικών (μαιευτήρες, ουρολόγοι, ακτινολόγοι) προτιμά τη μέτρηση της προσθιοπίσθιας διαμέτρου της νεφρικής πυέλου (APRPD) για να χαρακτηρίσει τη σοβαρότητα της UTD. 95 Η μέτρηση της APRPD θα πρέπει να πραγματοποιείται στο ύψος της οσφυϊκής μοίρας της ΣΣ κατά την εγκάρσια άποψη. Η σπονδυλική στήλη να είναι στις θέσεις 12 ή 6 και η μέτρηση να λαμβάνεται στη μέγιστη διάμετρο της διάτασης της νεφρικής πυέλου  96 Κάποιες μελέτες καθόρισαν τις φυσιολογικές τιμές της APRPD σε συνάρτηση με την ηλικίας κύηση. Στη διάγνωση της UTD, το κατώτατο όριο αποκοπής βάση της APRPD συνήθως κυμαίνεται ανάλογα με την ηλικία κύησης του εμβρύου. Στη συνήθη κλινική πρακτική χρησιμοποιούνται δύο ομάδες ηλικίας κύησης, με την πρώτη συνήθως να ξεκινά το δεύτερο τρίμηνο (16-20wks) και τη δεύτερη στο τρίτο τρίμηνο (28–32wks). Στο πρώτο εύρος ηλικίας, μια APRPD ≥ 4mm και ≥7mm στο δεύτερο εύρος ηλικίας κύησης είναι τα πιο συχνά κατώτερα όρια διάγνωσης της UTD. 97

Σχετικά με την διαχείριση των ευρημάτων η επιτροπή συναίνεσης πρότεινε την κατηγοριοποίηση των ευρημάτων σε δύο ομάδες πρόβλεψης μεταγεννητικής ουροπάθειας, στην ομάδα χαμηλού κινδύνου (UTD A1) και στην ομάδα υψηλού κινδύνου (UTD A2–3). Η προγεννητικά ανιχνεύσιμη UTD υποδηλώνεται ως Α (antenatal). Σε έμβρυα κατηγορίας UTD A1, η APRPD πρέπει να είναι από 4-6,9mm σε ηλικία κύησης <28wks και από 7-9,9 mm σε ηλικία κύησης ≥ 28wks. Η κατηγορία UTD A1 μπορεί επίσης να έχει κεντρική καλυκική διάταση, αλλά η παρουσία περιφερικής διάτασης των καλύκων θεωρείται ότι αυξάνει τον κίνδυνο μεταγεννητικής ουροπάθειας. Το νεφρικό παρέγχυμα έχει φυσιολογικό πάχος και εμφάνιση, ο ουρητήρας δεν απεικονίζεται φυσιολογικά και η ουροδόχος κύστη είναι φυσιολογική. Δεν πρέπει να υπάρχει ανεξήγητο ολιγοϋδράμνιο. Τα έμβρυα κατηγορίας UTD A2–3, θεωρούνται αυξημένου κίνδυνου για μεταγεννητική ουροπάθεια, με βάση την APRPD ≥ 7mm σε < 28wks και ≥10mm σε ≥28wks ή οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ευρήματα: περιφερική διάταση των καλύκων, μη φυσιολογικό πάχος ή εμφάνιση παρεγχύματος, διατεταμένος ουρητήρας και μη φυσιολογική ουροδόχος κύστη ή παρουσία ολιγοϋδραμνίου που αποδίδεται σε ουρολογικά αίτια. Ένα έμβρυο με 4-6,9mm στις 16-27wks και διάταση των καλύκων περιφερικά κατατάσσεται στην κατηγορία UTD A2–3. Η αρχική πρόταση ήταν να δημιουργηθεί και τρίτη ομάδα ενδιάμεσου κινδύνου (Α2), όμως συχνά είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ κεντρικής και περιφερειακής διάτασης του κάλυκα και τελικά επικράτησε η ιδέα μιας ενιαίας κατηγορίας αυξημένου κινδύνου (Α2-3), Πίνακας.

 

Διαστρωμάτωση κινδύνου μεταγεννητικής ουροπάθειας, προγεννητικά

16-27wks
APRPD
4-6,9mm
≥28wks
APRPD
7-9,9mm
16-27wks
APRPD
≥ 7mm
≥28wks
APRPD
≥ 10mm
Καλυκική διάταση*
κεντρικά ή όχι
Καλυκική διάταση*
περιφερικά
Νεφρικό παρέγχυμα
πάχος φυσιολογικό
Νεφρικό παρέγχυμα
πάχος μη φυσιολογικό
Νεφρικό παρέγχυμα
εμφάνιση φυσιολογική
Νεφρικό παρέγχυμα
εμφάνιση μη φυσιολογική
Ουρητήρας
φυσιολογικός
Ουρητήρας
μη φυσιολογικός
Κύστη
φυσιολογική
Κύστη
μη φυσιολογική
Ολιγοϋδράμνιο
μη ανεξήγητο
Ολιγοϋδράμνιο**
ανεξήγητο
UTD A1
Χαμηλό ρίσκο
UTD A2-3
Υψηλό ρίσκο

*Η κεντρική και η περιφερική διάταση του κάλυκα μπορεί να είναι δύσκολο να εκτιμηθεί στην αρχή της κύησης

**Ολιγοϋδράμνιο που οφείλεται σε γυναικολογικά αίτια

 

Με βάση τον παραπάνω πίνακα, η επιτροπή πρότεινε ένα σχέδιο παρακολούθησης της UTD. Για UTD A1 που έχει διαγνωστεί πριν από τις 32wks, συνιστάται υπερηχογραφική παρακολούθηση μετά από τις ≥32wks. Εάν ο υπέρηχος μετά τις ≥32wks αποκαλύψει την επίλυση της διάτασης με φυσιολογικό νεφρικό παρέγχυμα, ουροδόχο κύστη και ουρητήρες, δεν απαιτείται περαιτέρω προγεννητική ή μεταγεννητική παρακολούθηση. Εάν υπάρχει επίμονο UTD A1 ή UTD A2–3, συνιστάται αξιολόγηση μετά τη γέννηση. Η μεταγεννητική αξιολόγηση πρέπει να περιλαμβάνει δύο αξιολογήσεις με υπερηχογράφημα: η 1η σε > 48 ώρες αλλά λιγότερο από 1 μήνα μετά τη γέννηση και η 2η σε 1-6 μήνες αργότερα. Σε έμβρυα που θεωρούνται αυξημένου κίνδυνου για μεταγεννητική ουροπάθεια (UTD A2-3), συνιστάται παρακολούθηση προγεννητικά με τακτικά υπερηχογραφήματα κάθε 4-6 εβδομάδες από την αρχική διάγνωση της UTD ή ανάλογα με τις συστάσεις του κλινικού ιατρού. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ουσιαστικός κίνδυνος χειρουργικής επέμβασης ή νεφρικής δυσλειτουργίας, συνιστάται προγεννητική συμβουλευτική από παιδο-ουρολόγο ή/και παιδο-νεφρολόγο. Μετά τη γέννηση, συνιστάται υπερηχογραφική παρακολούθηση σε > 48 ώρες ζωής αλλά πριν από 1 μήνα. Η παρακολούθηση θα πρέπει να πραγματοποιείται νωρίτερα για αποφρακτικές ουροπάθειες, όπως υποψία PUV (όπως προτείνεται από το εύρημα μιας ουροδόχου κύστης με παχύ τοίχωμα, με επίμονη διάταση ή/και διάταση της οπίσθιας ουρήθρας σε προγεννητικά υπερηχογραφήματα) ή σε αμφοτερόπλευρες καταστάσεις.

Εκτίμηση της βαρύτητας της UTD και προγνωστική αξία

Επειδή η απόφραξη του ουροποιητικού συστήματος προγεννητικά μπορεί να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στον εμβρυϊκό νεφρό, 98 η άποψη πολλών μαιευτήρων και παιδίατρων είναι ότι όσο πιο μεγαλύτερη είναι η διάταση της νεφρικής πυέλου προγεννητικά, τόσο πιο σοβαρή θα είναι η απόφραξη του ουροποιητικού συστήματος και η λειτουργική βλάβη του προσβεβλημένου νεφρού, μεταγεννητικά. Μία μέτρηση APRPD < από 7mm μετά από τις 32wks προβλέπει φυσιολογική μεταγεννητική νεφρική λειτουργία. 99 , 100 Όμως, όσο μεγαλύτερη είναι η APRPD, τόσο πιθανό είναι το ενδεχόμενο η απόφραξη να προκαλείται από ανωμαλίες της UT, 101 - 103 να χρειαστεί μεταγεννητική αντιβιοτική θεραπεία ή/και χειρουργική επέμβαση της βλάβης 103 , 104 - 107 και το ποσοστό αυτόματης λύσης της διάτασης να είναι χαμηλό. 103 , 108 Μια μελέτη ανέφερε υψηλή ευαισθησία και η ειδικότητα στην πρόβλεψη σημαντικής ουροπάθειας που απαιτούσε χειρουργική επέμβαση, μεταγεννητικά. Για APRPD 6mm στις 20wks η ευαισθησία και ειδικότητα ήταν 100% και 84,3%, αντίστοιχα ενώ για APRPD 10mm στις 30wks, η ευαισθησία και ειδικότητα ήταν 100% και 91,9% αντίστοιχα. 109.

Τα πιθανά σενάρια της UTD είναι τρία. Υποχώρηση, σταθερότητα και επιδείνωση της κατάστασης. Η πιθανότητα υποχώρησης σχετίζεται με τη σοβαρότητα της APRPD κατά την αρχική διάγνωση. Υποχώρηση της UTD, εμφανίστηκε περίπου στο 80% των περιπτώσεων εάν η APRPD ήταν μεταξύ 4 και 7-8 mm και λιγότερο από 15% εάν η APRPD ήταν > από 9mm κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης. 110 - 112 Συνεπώς, η υπερηχογραφική παρακολούθηση κατά το τρίτο τρίμηνο εκείνων των εμβρύων που η διάταση της UT ήταν ήπια (4-6mm πριν από την κύηση των 28wks και 7-9mm μετά από την κύηση των 28wks) θα εντοπίσει εκείνα τα έμβρυα στα οποία η διάταση υποχώρησε και επομένως αυτά δεν απαιτούν περαιτέρω προγεννητική ή μεταγεννητική αξιολόγηση. Όμως, η παρακολούθηση δικαιολογείται, στις περιπτώσεις μέτριας UTD (7-10mm πριν από την κύησης των 28wks και 10-15mm μετά) και σοβαρής διάτασης (> από 10mm πριν από την κύηση των 28wks και > από 15mm, μετά). 99 , 111 , 112 , 113 Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, αρκεί η υπερηχογραφική παρακολούθηση. Η μαγνητική τομογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματική μέθοδος σε περιπτώσεις με ασαφή ή διφορούμενα υπερηχογραφικά ευρήματα και να παρέχει πρόσθετες πληροφορίες στη διάγνωση της διάτασης της UT. 114 , 115

Μεταγεννητική διαχείριση της UTD

Στην τρέχουσα κλινική πρακτική, είναι σύνηθες φαινόμενο τα υπερηχογραφικά ευρήματα της προγεννητικής περιόδου να μην είναι διαθέσιμα στους νεογνολόγους. Συχνά, αναφέρεται μόνο ότι υπάρχει ιστορικό νεφρικού προβλήματος προγεννητικά, χωρίς πρόσθετες λεπτομέρειες που να χαρακτηρίζουν την έκταση και τη σοβαρότητά του. Ο μεταγεννητικός υπέρηχος αποτελεί την πλέον κοινή μέθοδο απεικόνισης που αξιολογεί αυτούς τους ασθενείς. Σε μια πρόσφατη σχετικά έρευνα που αποτελούνταν από 284 παιδο-ακτινολόγους με εμπειρία στην ερμηνεία της μεταγεννητικής UTD, το 66,2% χρησιμοποιούσε περιγραφική ορολογία μέτρια-σοβαρή, το 35,9% συνήθως μετρούσε την APRPD και το 35,6% έκανε χρήση του συστήματος βαθμολόγησης της Ένωσης Εμβρυϊκής Ουρολογίας (SFU) για να χαρακτηρίσει τη σοβαρότητα της διάτασης. 116 Αυτή η έλλειψη συναίνεσης σχετικά με την μεταγεννητική προσέγγιση στην διερεύνηση της UTD παραμένει ένα θέμα αμφιλεγόμενο. Η χρονική στιγμή της πραγματοποίησης του υπερηχογραφήματος είναι σημαντική. 117 Μέχρι και 48 ώρες μετά τη γέννηση υπάρχει η τάση να υποτιμάται η σοβαρότητα της UTD, εν μέρει λόγω της αφυδάτωσης του νεογνού. 118 Ένα φυσιολογικό υπερηχογράφημα μετά τον τοκετό δεν αποκλείει την παρουσία ανωμαλίας του ουροποιητικού συστήματος. 119  Περίπου, το 45% των παιδιών με φυσιολογικό αρχικό υπερηχογράφημα είχε στον επανέλεγχο επίσης φυσιολογικό υπερηχογράφημα και το 21-28%, παθολογικό. 120 Σε μια άλλη μελέτη, το 5% των νεογνών που χρειάστηκε χειρουργική επέμβαση για αποφρακτική ουροπάθεια είχε φυσιολογικό υπερηχογράφημα σε ηλικία μιας εβδομάδας και παθολογικό σε ηλικία ενός μήνα. 121 Κατά συνέπεια, πολλοί υποστηρίζουν ότι, σε νεογνά με ιστορικό UTD, θα πρέπει να πραγματοποιείται ένα δεύτερο μεταγεννητικό υπερηχογράφημα ακόμη και αν το πρώτο ήταν φυσιολογικό. Γενικά, το αρχικό υπερηχογράφημα συνιστάται 7-10 ημέρες μετά τη γέννηση, εκτός από τις περιπτώσεις ολιγοϋδραμνίου, απόφραξης της ουρήθρας, αμφοτερόπλευρης διάτασης υψηλού βαθμού και ανησυχίας συμμόρφωσης του ασθενούς σχετικά με τη μεταγεννητική αξιολόγηση. 122

Συγκεκριμένες οδηγίες ενυδάτωσης πριν από την υπερηχογραφική εξέταση δεν υπάρχουν, μέχρι σήμερα. Η από του στόματος ενυδάτωση επηρεάζει το μήκος, τον όγκο και την ηχογένεια του νεφρού στα νεογνά, με αποτέλεσμα την διάταση της πυέλου. 123 Η οξεία διάταση της ουροδόχου κύστης, μετά από ενυδάτωση προκαλεί μείωση της παραγωγής ούρων ή "συγκέντρωση ούρων" στο άνω ουροποιητικό σύστημα σε υγιείς ανθρώπους. Ο μηχανισμός είναι άγνωστος. 124 , 125 Κάποιες φορές, λόγω της μεγάλης ενδοκυστικής πίεσης από την πληρότητα της ουροδόχου κύστεως αναπτύσσεται κυστεο-ουρητηρική παλινδρόμηση. 126 Ορισμένα παιδιά μετά από κένωση της ουροδόχου κύστης ανέπτυξαν διάταση της νεφρικής πυέλου στο υπερηχογράφημα ενώ η κυστεοουρηθρογραφία (VCUG) έδειξε κυστεο-ουρητηρική παλινδρόμηση. 127 Πάντως, επί παρουσίας UTD συνιστάται ο ασθενής να επανεξετάζεται με υπερηχογράφημα μετά από την κένωση της ουροδόχου κύστεως στην ίδια θέση, ώστε να εκτιμηθεί με ακρίβεια η UTD. 128 Η ευαισθησία του μεταγεννητικού υπέρηχου στην διάγνωση της διάτασης της νεφρικής πυέλου, είναι 98%. 129

Μεταγεννητικά η διαστρωμάτωση κινδύνου κατατάσσει την UTD, με βάσει τα υπερηχογραφικά ευρήματα σε 3 κατηγορίες, UTD P1 (χαμηλού κινδύνου), UTD P2 (ενδιάμεσου κινδύνου) και UTD P3 (υψηλού κινδύνου) για ουροπάθειες. Η μεταγεννητικά ανιχνεύσιμη UTD υποδηλώνεται ως P (postnatal). Η διαστρωμάτωση βασίζεται στο πιο ανησυχητικό εύρημα των υπερήχων. Για παράδειγμα, εάν η APRPD βρίσκεται στην περιοχή UTD P1, αλλά υπάρχει περιφερειακή διάταση του κάλυκα, η ταξινόμηση είναι UTD P2. Παρομοίως, η παρουσία παρεγχυματικών ανωμαλιών υποδηλώνει ταξινόμηση UTD P3, ανεξάρτητα από τη μέτρηση APRPD.

 

Διαστρωμάτωση κινδύνου μεταγεννητικά

> 48hours
APRPD
10-14,9mm
> 48hours
APRPD
≥15mm
> 48hours
APRPD
≥15mm
Καλυκική διάταση*
κεντρικά ή όχι
Καλυκική διάταση*
περιφερικά
Καλυκική διάταση*
περιφερικά
Νεφρικό παρέγχυμα
πάχος φυσιολογικό
Νεφρικό παρέγχυμα
πάχος φυσιολογικό
Νεφρικό παρέγχυμα
πάχος μη φυσιολογικό
Νεφρικό παρέγχυμα
εμφάνιση φυσιολογική
Νεφρικό παρέγχυμα
εμφάνιση φυσιολογική
Νεφρικό παρέγχυμα
εμφάνιση μη φυσιολογική
Ουρητήρας
φυσιολογικός
Ουρητήρας
μη φυσιολογικός
Ουρητήρας
μη φυσιολογικός
Κύστη
φυσιολογική
Κύστη
φυσιολογική
Κύστη
μη φυσιολογική
UTD P1
Χαμηλό ρίσκο
UTD P2
Υψηλό ρίσκο
UTD P2
Υψηλό ρίσκο
Τροποποιημένος πίνακας από Nguyen HT, Benson CB, Bromley B, et al 91

 

Για UTD P1, συνιστάται υπερηχογραφική παρακολούθηση σε 1-6 μήνες. Επειδή υπάρχει σημαντική διαμάχη σχετικά με την κλινική σημασία της διάγνωσης της VUR και την αποτελεσματικότητα της προληπτικής αντιβιοτικής θεραπείας, οι συστάσεις για αξιολόγηση με κυστεοουρηθρογραφίας (VCUG) και η χρήση αντιβιοτικών αφήνονται στη διακριτική ευχέρεια του κλινικού ιατρού. Για UTD P2, συνιστάται η υπερηχογραφική παρακολούθηση σε 1-3 μήνες. Όπως και με το UTD 1, οι συστάσεις για αξιολόγηση με VCUG και η χρήση αντιβιοτικών αφήνονται στη διακριτική ευχέρεια του κλινικού ιατρού. Υπάρχει σημαντική μεταβλητότητα στην πρακτική της εκτέλεσης λειτουργικών σαρώσεων σε παιδιά με SFU Βαθμού 3. Κατά συνέπεια, οι συστάσεις για λειτουργικές σαρώσεις σε ασθενείς με UTD P2 αφήνονται στη διακριτική ευχέρεια του κλινικού ιατρού. Για UTD P3, συνιστάται υπερηχογραφική παρακολούθηση εντός 1 μηνός. Σε αυτή την ομάδα συνιστάται αξιολόγηση με VCUG και χρήση αντιβιοτικών, ανάλογα με την υποψία της παθολογίας. Όπως και με το UTD P2, η σύσταση για λειτουργικές σαρώσεις σε ασθενείς με UTD P3 αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του κλινικού ιατρού.

Πρόγνωση και ενδομήτρια θεραπεία LUTO

Σε περιπτώσεις LUTO, τα χαρακτηριστικά της κακής πρόγνωσης περιλαμβάνουν πρώιμη διάγνωση, αμφοτερόπλευρη νεφρική διάταση, επίμονη απόφραξη ουροδόχου κύστης, ολιγοϋδράμνιο και δευτερογενή υποπλασία του πνεύμονα. Η συνύπαρξη αμφοτερόπλευρης νεφρική διάταση και απόφραξης του LUTO ενέχει αυξημένο κίνδυνο χρωμοσωμικών ανωμαλιών και, επομένως, μπορεί να απαιτηθεί εμβρυϊκός καρυότυπος. Τα συνοδά ευρήματα, της υπερηχογένειας και των κύστεων του νεφρικού παρεγχύματος, συνδέονται συχνά με κακή μεταγεννητική νεφρική λειτουργία, και έχουν θετική και αρνητική προγνωστική αξία 59% και 56%, αντίστοιχα. Παρόλο που η παρουσία κύστεων στο νεφρικό φλοιό υποδηλώνει κακή πρόγνωση, η φυσιολογική νεφρική ηχογένεια του φλοιού δεν αποκλείει την παρουσία δυσπλασίας. Η μέτρηση του όγκου του αμνιακού υγρού και η εμφάνιση του νεφρικού φλοιού κατά την διάγνωση της LUTO είχε μικρή προγνωστική ακρίβεια, 0,57% στην πρόβλεψη της κακής μεταγεννητικής νεφρικής λειτουργίας. 130

 

Πρόγνωση κακής μεταγεννητικής νεφρικής λειτουργίας σε περιπτώσεις LUTO

Κριτήριο Ευαισθησία Ειδικότητα AUC
Ολιγοϋδράμνιο 0.63 (0.51-0.74) 0.76 (0.65-0.85) 0.74
Εμφάνιση νεφρικού φλοιού 0.57 (0.37-0.76) 0.84 (0.71-0.94) 0.78
Ηλικία κύησης κατά τη διάγνωση <24 wks 0.48 (0.26-0.70) 0.82 (0.66-0.92) 0.68 (P = 0.14)
AUC, περιοχή κάτω από την καμπύλη
Morris R, Malin G, Khan K, et al 130

 

Η σημασία της μέτρησης των ηλεκτρολυτών στα εμβρυϊκά ούρα που λαμβάνονται μέσω διαδερμικής αναρρόφησης της ουροδόχου κύστεως για την πρόβλεψη της μεταγεννητικής νεφρικής λειτουργίας παραμένει ένα αμφιλεγόμενο θέμα μεταξύ των ερευνητών. Η διαδικασία περιλαμβάνει την επαναλαμβανόμενη αποστράγγιση της ουροδόχου κύστες του εμβρύου με ούρα που αποστέλλονται για βιοχημική ανάλυση. Αρχικά, το δείγμα ούρων που λαμβάνεται μπορεί να μην είναι αξιόπιστο για την πρόγνωση της νεφρικής λειτουργίας, καθώς τα ούρα μπορεί να παραμένουν στάσιμα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, υπάρχουν διαφορές στην προγνωστική αξία του βιοχημικού ελέγχου των ούρων στις διάφορες δημοσιευμένες μελέτες με απόφραξη του LUTO λόγω του μικρού δείγματος μελέτης, των διακυμάνσεων των ορίων αποκοπής που χρησιμοποιούνται, της ηλικίας κύησης στην εξέταση και της συχνότητας της δειγματοληψίας. 131 - 133 Τα έμβρυα με νεφρική βλάβη δείχνουν μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης ηλεκτρολυτών στα ούρα, ειδικά νατρίου και ασβεστίου. 134 Οι μετρήσεις της β2-μικροσφαιρίνης στα εμβρυϊκά ούρα προτάθηκε ως μέτρηση με καλύτερη προγνωστική αξία από τους ηλεκτρολύτες κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε σε μια μελέτη ανασκόπησης. 135 Η τεκμηρίωση της καλής λειτουργίας των εμβρυϊκών νεφρών πιστοποιείται εάν το νάτριο είναι μικρότερο από 100mg/dL, το χλωριούχο λιγότερο από 90mg/dL, η ωσμωτικότητα μικρότερη από 210mg/dL, το συνολικό λεύκωμα λιγότερο από 20mg/dL, το ασβέστιο λιγότερο από 8mg/dL και δεν υπάρχουν υπερηχογραφικοί δείκτες δυσπλασίας στην φλοιώδη μοίρα του νεφρού. 136 Σε περιπτώσεις LUTO, η προσεκτική αξιολόγηση μπορεί να εντοπίσει τα έμβρυα με δυνατότητα να επωφεληθούν από την προγεννητική παρέμβαση.

 

Ευνοϊκά προγνωστικά χαρακτηριστικά σε περιπτώσεις LUTO

Χαρακτηριστικά Επίπεδα/ευρήματα
Νάτριο <100  mg/dL
Χλώριο <90 mg/dL
Ωσμωτικότητα <210 mg/dL
Ασβέστιο <8 mg/dL
β2-Μικροσφαιρίνη <4 mg/dL
Ολικό λεύκωμα <20 mg/dL
Όγκος αμνιακού υγρού Φυσιολογικός
Εμφάνιση νεφρικού φλοιού Όχι κυστικός ή ηχογενής
Ηλικία κύησης κατά την διάγνωση >24 wks
Crombleholme TM, Harrison MR, Longaker MT, et al 136

 

Οι στόχοι της προγεννητικής παρέμβασης στις περιπτώσεις αμφοτερόπλευρης υδρονέφρωσης που συσχετίζεται με απόφραξη της ουροδόχου κύστης και ολιγοϋδράμνιο είναι η αποφυγή της περαιτέρω νεφρικής βλάβης και η πρόληψη της πνευμονικής υποπλασίας. 137 Η εκτροπή των ούρων από την αποφραγμένη ουροδόχο κύστη στην αμνιακή κοιλότητα (κυστεοαμνιακή επικοινωνία, VAS) υπήρξε η κύρια επεμβατική διαδικασία η οποία χρησιμοποιήθηκε προγεννητικά εδώ και αρκετά χρόνια. Η παροχέτευση των ούρων από την εμβρυϊκή ουροδόχο κύστη στην αμνιακή κοιλότητα θα αποτρέψει την δημιουργία ανάπτυξης νεφρικής βλάβης και θανατηφόρου πνευμονικής υποπλασίας, 138 εντούτοις, όμως, τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα δεν ήταν πειστικά. 139 - 143 Τα άρρενα έμβρυα που υποβλήθηκαν σε εκτροπή της ουροδόχου κύστης προγεννητικά ήταν νευροαναπτυξιακά φυσιολογικά. Το ένα τρίτο των επιζώντων μωρών χρειάστηκε αιμοκάθαρση και μεταμόσχευση, τα περισσότερα είχαν αποδεκτή λειτουργία νεφρών και κύστεως και ανέφεραν ικανοποιητική ποιότητα ζωής. 144 Πιο πρόσφατες μελέτες ανέδειξαν τη σκοπιμότητα της εμβρυοσκοπικής τοποθέτησης ενδουρηθρικών stent σε έμβρυα με LUTO, όμως λόγω του μικρού αριθμού των περιστατικών δεν παρείχαν αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα. 145 , 146

  1. Helin I, Persson PH. Prenatal diagnosis of urinary tract abnormalities by ultrasound. Pediatrics. 1986 Nov;78(5):879-83. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  2. Livera LN, Brookfield DSK, Egginton JA, et al. Antenatal ultrasonography to detect fetal renal abnormalities: a prospective screening programme. BMJ. 1989 May 27;298(6685):1421-3. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | Google Scholar
  3. Scott JES, Renwick M. Urological anomalies in the Northern Region Fetal Abnormality Survey. Arch Dis Child. 1993 Jan;68(1 Spec No):22-6. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF | Google Scholar
  4. Gunn TR, Mora D, Pease P. Antenatal diagnosis of urinary tract abnormalities by ultrasonography after 28 weeks' gestation: incidence and outcome. Am J Obstet Gynecol. 1995 Feb;172(2 Pt 1):479-86. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  5. Dudley JA, Haworth JM, McGraw ME, et al. Clinical relevance and implications of antenatal hydronephrosis. Arch Dis Child Fetal Neonatal Ed. 1997 Jan;76(1):F31-4. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF | Google Scholar
  6. Leader J, Letshwiti J, Stuart B, Turner MJ, et al. Fetal hydronephrosis: optimal renal pelvic measurement to increase detection rate for renal pathology. Ir Med J. 2012 Jun;105(6):180-2. PubMed | Full Text IMO | Google Scholar
  7. Benacerraf BR, Mandell J, Estroff JA, et al. Fetal pyelectasis: a possible association with Down syndrome. Obstet Gynecol. 1990 Jul;76(1):58-60. PubMed | Google Scholar
  8. Corteville JE, Dicke JM, Crane JP. Fetal pyelectasis and Down syndrome: is genetic amniocentesis warranted? Obstet Gynecol. 1992 May;79(5 ( Pt 1)):770-2. PubMed | Google Scholar
  9. Nyberg DA, Souter VL, El-Bastawissi A, et al. Isolated sonographic markers for detection of fetal Down syndrome in the second trimester of pregnancy. J Ultrasound Med. 2001 Oct;20(10):1053-63. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  10. Bromley B, Lieberman E, Shipp TD, et al. The genetic sonogram: a method of risk assessment for Down syndrome in the second trimester. J Ultrasound Med. 2002 Oct;21(10):1087-96; quiz 1097-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  11. Carbone JF, Tuuli MG, Dicke JM, et al. Revisiting the risk for aneuploidy in fetuses with isolated pyelectasis. Prenat Diagn. 2011 Jun;31(6):566-70. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  12. Maizels M, Wang E, Sabbagha RE, et al. Late second trimester assessment of pyelectasis (SERP) to predict pediatric urological outcome is improved by checking additional features. J Matern Fetal Neonatal Med. 2006 May;19(5):295-303. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  13. Mallik M, Watson AR. Antenatally detected urinary tract abnormalities: more detection but less action. Pediatr Nephrol. 2008 Jun;23(6):897-904. PubMed | SpingerLink | Google Scholar
  14. Gunn TR, Mora J, Pease P, et al Outcome after antenatal diagnosis of upper urinary tract dilatation by ultrasonography. Arch Dis Child. 1988 Oct;63(10):1240-3. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMJ | PDF | Google Scholar
  15. Karnak I, Woo LL, Shah SN, et al. Results of a practical protocol for management of prenatally detected hydronephrosis due to ureteropelvic junction obstruction. Pediatr Surg Int. 2009 Jan;25(1):61-7. PubMed | SpingerLink | Google Scholar
  16. Anderson N, Claudice-Engle T, Allau R, et al. Detection of obstruction uropathy in the fetus. AJR Am J Roentgenol. 1995 Mar;164(3):719-23. PubMed | Full Text AJR | Google Scholar
  17. Stocks A, Richards D, Freutzen B, et al. Correlation of prenatal renal pelvic antero-posterior diameter with postnatal outcome. J Urol. 1996 Mar;155(3):1050-2. PubMed | Google Scholar
  18. Bosman G, Reuss A, Nijman JM, et al. Prenatal diagnosis, management and outcome of fetal uretero-pelvic junction obstruction. Ultrasound Med Biol. 1991;17(2):117-20. PubMed | Full Text UMB | PDF) | Google Scholar
  19. Dhillon HK. Prenatally diagnosed hydronephrosis: the Great Ormond Street experience. Br J Urol. Br J Urol. 1998 Apr;81 Suppl 2:39-44 PubMed | Full Text BJUI | Google Scholar
  20. Palmer LS, Maizels M, Cartwright PC, et al. Surgery versus observation for managing obstructive grade 3 to 4 unilateral hydronephrosis: a report from the Society for Fetal Urology. J Urol. 1998 Jan;159(1):222-8. Pubmed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  21. Ring E, Petritsch P, Riccabona M, et al. Prenatal diagnosis of primary megaureter. Klin Padiatr. Sep-Oct 1992;204(5):382-5. PubMed | Thieme Connect | Google Scholar
  22. Zhou Q, JD Cardoza, R Barth. Prenatal ultrasound of congenital renal malformations. AJR Am J Roentgenol. 1999 Nov;173(5):1371-6. PubMed | Full Text AJR | PDF | Google Scholar
  23. Shukla AR, Cooper J, Patel RP, et al. Prenatally detected primary megaureter: a role for extended follow-up. J Urol. 2005 Apr;173(4):1353-6. PubMed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  24. Liu HY, HK Dhillon, CK Yeung, et al. Clinical outcome and management of prenatally diagnosed megaureters. J Urol. 1994 Aug;152(2 Pt 2):614-7. PubMed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  25. Baskin LS, Zderic SA, Snyder HM, et al. Primary dilated megaureter: long term follow up. J Urol. 1994 Aug;152(2 Pt 2):618-21. PubMed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  26. Mackie GG, Stephens FD. Duplex kidneys: a correlation of renal dysplasia with position of the ureteral orifice. J Urol. 1975 Aug;114(2):274-80. PubMed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  27. Whitten SM, McHoney M, Wilcox DT, et al. Accuracy of antenatal fetal ultrasound in the diagnosis of duplex kidneys. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Apr;21(4):342-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  28. Abuhamad AZ, Horton CE, Evans AT. Renal duplication anomalies in the fetus: clues to prenatal diagnosis. Ultrasound Obstet Gynecol. 1996 Mar;7(3):174-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  29. Vergani P, Ceruti P, Locatelli A, et al. Accuracy of prenatal ultrasonographic diagnosis of duplex renal system. J Ultrasound Med. 1999 Jul;18(7):463-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  30. Jee LD, Rickwood AM, Williams MP, et al. Experience with duplex system anomalies detected by prenatal ultrasonography. J Urol. 1993 Apr;149(4):808-10. PubMed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  31. Austin PF, MP Cain, AJ Casale, et al. Prenatal outlet obstruction secondary to ureterocele. Urology. 1998 Dec;52(6):1132-5. PubMed | Urology | Google Scholar
  32. Queiroga EED Jr, Martins MG, Rios LT, et al. Antenatal diagnosis of renal duplication by ultrasonography: report on four cases at a referral center. Urol J. 2014 Jan 4;10(4):1142-6. PubMed | PDF | Google Scholar
  33. Avni EF, Sopulman CC. The origins of vesico-ureteric reflux in male newborns: further evidence in favour of a transient urethral obstruction. Br J Urol. 1996 Sep;78(3):454-9. PubMed | Full Text BJUI | Google Scholar
  34. Koff SA. Relationship between dysfunctional voiding and reflux. J Urol. 1992 Nov;148(5 Pt 2):1703-5. PubMed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  35. Puri P, Cascio S, Lakshmandass G, et al. Urinary tract infection and renal damage in sibling vesicoureteral reflux. J Urol. 1998 Sep;160(3 Pt 2):1028-30; PubMed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  36. Menezes M, Puri P. Familial vesicoureteral reflux--is screening beneficial? J Urol. 2009 Oct;182(4 Suppl):1673-7. PubMed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  37. Van den Abbeele AD, Treves ST, Lebowitz RL, et al. Vesicoureteral reflux in asymptomatic siblings of patients with known reflux: radionuclide cystography. Pediatrics. 1987 Jan;79(1):147-53. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  38. Kaefer M, Curran M, Treves ST, et al. Sibling vesicoureteral reflux in multiple gestation births. Pediatrics. 2000 Apr;105(4 Pt 1):800-4. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  39. Noe HN, Wyatt RJ, Peeden JN Jr, et al. The transmission of vesicoureteral reflux from parent to child. J Urol. 1992 Dec;148(6):1869-71. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  40. Scott JE, Swallow V, Coulthard MG, et al. Screening of newborn babies for familial ureteric reflux. Lancet. 1997 Aug 9;350(9075):396-400. PubMed | The Lancet | Google Scholar
  41. Peeden JN Jr, Noe HN. Is it practical to screen for familial vesicoureteral reflux within a private pediatric practice? Pediatrics. 1992 Apr;89(4 Pt 2):758-60. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  42. Noe HN. The long-term results of prospective sibling reflux screening. J Urol. 1992 Nov;148(5 Pt 2):1739-42. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  43. Connolly LP, Treves ST, Connolly SA, et al. Vesicoureteral reflux in children: incidence and severity in siblings. J Urol. 1997 Jun;157(6):2287-90. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  44. Feather SA, Malcolm S, Woolf AS, et al. Primary, nonsyndromic vesicoureteric reflux and its nephropathy is genetically heterogeneous, with a locus on chromosome 1. Am J Hum Genet. 2000 Apr;66(4):1420-5. PubMed | Full Text PMC | Full Text AJHG | Google Scholar
  45. Gloor JM, Ramsey PS, Ogburn PL, et al. The association of isolated mild fetal hydronephrosis with postnatal vesicoureteral reflux. J Matern Fetal Neonatal Med. 2002 Sep;12(3):196-200. Pubmed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  46. Liao AW, Sebire NJ, Geerts L, et al. Megacystis at 10-14 weeks of gestation: chromosomal defects and outcome according to bladder length. Ultrasound Obstet Gynecol. 2003 Apr;21(4):338-41. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  47. González R, De Filippo R, Jednak R, et al. Urethral atresia: long-term outcome in 6 children who survived the neonatal period. J Urol. 2001 Jun;165(6 Pt 2):2241-4. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  48. Robyr R, Benachi A, Daikha-Dahmane F, et al. Correlation between ultrasound and anatomical findings in fetuses with lower urinary tract obstruction in the first half of pregnancy. Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 May;25(5):478-82. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  49. Reinberg Y, Chelimsky G, Gonzalez R. Urethral atresia and the prune-belly syndrome. Report of 6 cases. Br J Urol. 1993 Jul;72(1):112-4. PubMed | Google Scholar
  50. Kester RR, Mooppan UM, Ohm HK, et al. Congenital megalourethra. J Urol. 1990 Jun;143(6):1213-5. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  51. Promsonthi P, Viseshsindh W. Case report and review: prenatal diagnosis of congenital megalourethra. Fetal Diagn Ther. 2010;28(2):123-8. PubMed | Karger | Google Scholar
  52. Amsalem H, Fitzgerald B, Keating S, et al. Congenital megalourethra: prenatal diagnosis and postnatal/autopsy findings in 10 cases. Ultrasound Obstet Gynecol. 2011 Jun;37(6):678-83. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  53. Chao AS, Chang YL, Hsieh PCC. Prenatal diagnosis of congenital megalourethra with imperforate anus. BMC Pediatr. 2019 Apr 23;19(1):123. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC | Google Scholar
  54. Fisk NM, Dhillon HK, Ellis CE, et al. Antenatal diagnosis of megalourethra in a fetus with the prune belly syndrome. J Clin Ultrasound. 1990 Feb;18(2):124-8. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  55. Perrotin F, Ayeva-Derman M, Lardy H, et al. Prenatal diagnosis and postnatal outcome of congenital megalourethra. Report of two cases. Fetal Diagn Ther. PubMed | Karger | Google Scholar
  56. Moaddab A, Sananes N, Hernandez-Ruano S, et al. Prenatal Diagnosis and Perinatal Outcomes of Congenital Megalourethra: A Multicenter Cohort Study and Systematic Review of the Literature. J Ultrasound Med. 2015 Nov;34(11):2057-64. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  57. Moerman P, Fryns JP, Goddeeris P, et al. Pathogenesis of the prune-belly syndrome: a functional urethral obstruction caused by prostatic hypoplasia. Pediatrics. 1984 Apr;73(4):470-5. PubMed | Pediatrics | Google Scholar
  58. Hubinois P, Valayer J, Cendron J. A series of 34 cases of prune belly syndrome in children. Sem Hop. 1983 Nov 3;59(40):2769-77. PubMed | Google Scholar
  59. Bogart MM, Arnold HE, Greer KE. Prune-belly syndrome in two children and review of the literature. Pediatr Dermatol. Jul-Aug 2006;23(4):342-5. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  60. Woods AG, Brandon DH. Prune belly syndrome. A focused physical assessment. Adv Neonatal Care. 2007 Jun;7(3):132-43; quiz 144-5. PubMed | Wolters Kluwer | Google Scholar
  61. Tonni G, Ida V, Alessandro V, et al. Prune-belly syndrome: case series and review of the literature regarding early prenatal diagnosis, epidemiology, genetic factors, treatment, and prognosis. Fetal Pediatr Pathol. 2013 Feb;31(1):13-24. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  62. Alkhamis WH, Abdulghani SH, Altaki A. Challenging diagnosis of prune belly syndrome antenatally: a case report. J Med Case Rep. 2019 Jun 29;13(1):198. PubMed | Full Text PMC | Full Text BMC | Google Scholar
  63. Herman TE, Siegel MJ. Prune belly syndrome. J Perinatol. 2009 Jan;29(1):69-71. PubMed | Nature Publishing Group | Google Scholar
  64. Papantoniou N, Papoutsis D, Daskalakis G. Prenatal diagnosis of prune-belly syndrome at 13 weeks of gestation: case report and review of literature. J Matern Fetal Neonatal Med. 2010 Oct;23(10):1263-7. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  65. Yoshida M, Matsumura M, Shintaku Y, et al. Prenatally diagnosed female prune belly syndrome associated with tetralogy of Fallot. Gynecol Obstet Invest. 1995;39(2):141-4. PubMed | Karger | Google Scholar
  66. Osborne NG, Bonilla-Musoles F, Machado LE, et al. Fetal megacystis: differential diagnosis. J Ultrasound Med. 2011 Jun;30(6):833-41. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  67. Hellmeyer L, Herz K, Maslovar S, et al. Megacystis-microcolon intestinal hypoperistalsis syndrome (MMIHS) as a rare differential diagnosis of foetal megacystis on ultrasonography. Z Geburtshilfe Neonatol. 2013 Feb;217(1):35-7. PubMed | Thieme | Google Scholar
  68. Machado L, Matias A, Rodrigues M, et al. Fetal megacystis as a prenatal challenge: megacystis-microcolon-intestinal hypoperistalsis syndrome in a male fetus. Ultrasound Obstet Gynecol. 2013 Mar;41(3):345-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  69. Berdon WE, Baker DH, Blanc WA, et al. Megacystis–microcolon–intestinal hypoperistalsis syndrome. A new cause of intestinal obstruction in the newborn: report of radiologic findings in five newborn girls. AJR Am J Roentgenol. 1976 May;126(5):957-64. PubMed | Full Text AJR | Google Scholar
  70. White SM, Chamberlains R, Hitchcock PB, et al. Megacystis–microcolon–intestinal hypoperistalsis syndrome: the difficulties with antenatal diagnosis. Case report and review of the literature. Prenat Diagn. 2000 Sep;20(9):697-700. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  71. Cuillier F, Cartault F, Rivière JP, et al. Antenatal discovery of megacystis-microcolon-intestinal hypoperistalsis syndrome (MMIHS) at 12 weeks gestation. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris). 2004 Sep;33(5):444-9. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  72. Gosemann J, Puri P. Megacystis microcolon intestinal hypoperistalsis syndrome: systematic review of outcome. Pediatr Surg Int. 2011 Oct;27(10):1041-6. | PubMed | SpingerLink | Google Scholar
  73. Soh H, Fukuzawa M, Kubota A, et al. Megacystis microcolon intestinal hypoperistalsis syndrome: A report of a nationwide survey in Japan. J Pediatr Surg. 2015 Dec;50(12):2048-50. PubMed | Full Text JPS | Google Scholar
  74. Chen CP, Wang TY, Chuang CY. Sonographic findings in a fetus with megacystis-microcolon-intestinal hypoperistalsis syndrome. J Clin Ultrasou 1998 May;26(4):217-20. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  75. Tarlan S, Mahyar A, Chegini V, et al. Megacystis Microcolon Intestinal Hypoperistalsis Syndrome: Report of a Rare Case in Newborn. Acta Med Iran. 2015 Aug;53(8):518-22. PubMed | Full Text AMI | PDF | Google Scholar
  76. Hidaka N, Kawamata K, Chiba Y. Megacystis-microcolon-intestinal hypoperistalsis syndrome: in utero sonographic appearance and the contribution of vesicocentesis in antenatal diagnosis. J Ultrasound Med. 2006 Jun;25(6):765-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  77. Tuzovic L, Anyane-Yeboa K, Mills A, et al. Megacystis-microcolon-intestinal hypoperistalsis syndrome: case report and review of prenatal ultrasonographic findings. Fetal Diagn Ther. 2014;36(1):74-80. PubMed | Karger | Google Scholar
  78. Annerén G, Meurling S, Olsen L. Megacystis-microcolon-intestinal hypoperistalsis syndrome (MMIHS), an autosomal recessive disorder: clinical reports and review of the literature. Am J Med Genet. 1991 Nov 1;41(2):251-4. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  79. De Sousa J, Upadhyay V, Stone P. Megacystis Microcolon Intestinal Hypoperistalsis Syndrome: Case Reports and Discussion of the Literature. Fetal Diagn Ther. 2016;39(2):152-7. PubMed | Karger | Google Scholar
  80. Cilento BG Jr, Benacerraf BR, Mandell J. Prenatal diagnosis of cloacal malformation. Urology. 1994 Mar;43(3):386-8. PubMed | Urology | Google Scholar
  81. Odibo AO, Turner GW, Borgida AF, et al. Late prenatal ultrasound features of hydrometrocolpos secondary to cloacal anomaly: case reports and review of the literature. Ultrasound Obstet Gynecol. 1997 Jun;9(6):419-21. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  82. Respondek-Liberska M, Krason A, Kaczmarek P, et al. Fetal hydrometrocolpos: not only diagnostic but also therapeutic dilemmas. Ultrasound Obstet Gynecol. 1998 Feb;11(2):155-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  83. Witters I, Meylaerts L, Peeters H, et al. Fetal hydrometrocolpos, uterus didelphys with low vaginal and anal atresia: difficulties in differentiation from a complex cloacal malformation: a case report. Genet Couns. 2012;23(4):513-7. PubMed | PDF | Google Scholar
  84. Khanna K, Sharma S, Gupta DK. Hydrometrocolpos etiology and management: past beckons the present. Pediatr Surg Int. 2018 Mar;34(3):249-261. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  85. Suzumori N, Obayashi S, Hattori Y, et al. Prenatal diagnosis of persistent cloaca. Congenit Anom. 2009 Sep;49(3):116-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  86. Petrikovsky BM, Walzak MP Jr, D'Addario PF. Fetal cloacal anomalies: prenatal sonographic findings and differential diagnosis. Obstet Gynecol. 1988 Sep;72(3 Pt 2):464-9. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar
  87. Warne S, Chitty LS, Wilcox DT. Prenatal diagnosis of cloacal anomalies. BJU Int. 2002 Jan;89(1):78-81. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  88. Chaubal N, Dighe M, Shah M, et al. Calcified meconium: an important sign in the prenatal sonographic diagnosis of cloacal malformation. J Ultrasound Med. 2003 Jul;22(7):727-30. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  89. Morikawa M, Yamada T, Cho K, et al. Prenatal diagnosis and therapy of persistent cloaca: a case report. Fetal Diagn Ther. 2006;21(4):343-7. PubMed | Karger | Google Scholar
  90. Hamada T, Hirose R, Kosaka T, et al. Giant cystic meconium peritonitis associated with a cloacal anomaly: case report. J Pediatr Surg. 2008 Mar;43(3):E21-3. PubMed | Full Text JPS | Google Scholar
  91. Nguyen HT, Benson C, Bromley B, et al. Multidisciplinary consensus on the classification of prenatal and postnatal urinary tract dilation (UTD classification system). J Pediatr Urol. 2014 Dec;10(6):982-98. PubMed | Full Text JPU | Google Scholar
  92. American Institute of Ultrasound in Medicine. AIUM practice guideline for the performance of obstetric ultrasound examinations. J Ultrasound Med. 2013 Jun;32(6):1083-101. PubMed  | Wiley Online Library | Google Scholar
  93. Souka AP, Pilalis A, Kavalakis Y, et al. Assessment of fetal anatomy at the 11-14-week ultrasound examination. Ultrasound Obstet Gynecol. 2004 Dec;24(7):730-4. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  94. Dias T, Sairam S, Kumarasiri S, et al. Ultrasound diagnosis of fetal renal abnormalities. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol. 2014 Apr;28(3):403-15. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  95. Zanetta VC, Rosman BM, Bromley B, et al. Variations in management of mild prenatal hydronephrosis among maternal-fetal medicine obstetricians, and pediatric urologists and radiologists. J Urol. 2012 Nov;188(5):1935-9. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  96. Corteville JE, Gray DL, Crane JP. Congenital hydronephrosis: correlation of fetal ultrasonographic findings with infant outcome. Am J Obstet Gynecol. 1991 Aug;165(2):384-8. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  97. Odibo AO, Marchiano D, Quinones JN, et al. Mild pyelectasis: evaluating the relationship between gestational age and renal pelvic anterior-posterior diameter. Prenat Diagn. 2003 Oct;23(10):824-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  98. Peters CA, Carr MC, Lais A, et al. The response of the fetal kidney to obstruction. J Urol. 1992 Aug;148(2 Pt 2):503-9. PubMed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  99. Chitty LS, Altman DG. Charts of fetal size: kidney and renal pelvis measurements. Prenat Diagn. 2003 Nov;23(11):891-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  100. Odibo AO, Raab E, Elovitz M, et al. Prenatal mild pyelectasis: evaluating the thresholds of renal pelvic diameter associated with normal postnatal renal function. J Ultrasound Med. 2004 Apr;23(4):513-7. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  101. Coplen DE, Austin PF, Yan Y, et al. The magnitude of fetal renal pelvic dilatation can identify obstructive postnatal hydronephrosis, and direct postnatal evaluation and management. J Urol. 2006 Aug;176(2):724-7; PubMed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  102. Psooy K, Pike J. Investigation and management of antenatally detected hydronephrosis. Can Urol Assoc J. 2009 Feb;3(1):69-72. PubMed | Full Text PMC | Google Scholar
  103. Duin LK, Willekes C, Koster-Kamphuis L, et al. Fetal hydronephrosis: does adding an extra parameter improve detection of neonatal uropathies? J Matern Fetal Neonatal Med. 2012 Jul;25(7):920-3. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  104. Dicke JM, Blanco VM, Yan Y, et al. The type and frequency of fetal renal disorders and management of renal pelvis dilatation. J Ultrasound Med. 2006 Aug;25(8):973-7. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  105. Barbosa JABA, Chow JS, Benson CB, et al. Postnatal longitudinal evaluation of children diagnosed with prenatal hydronephrosis: insights in natural history and referral pattern. Prenat Diagn. 2012 Dec;32(13):1242-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  106. Dias CS, Silva JMP, Pereira AK, et al. Diagnostic accuracy of renal pelvic dilatation for detecting surgically managed ureteropelvic junction obstruction. J Urol. 2013 Aug;190(2):661-6. PubMed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  107. Wollenberg A, Neuhaus TJ, Willi UV, et al. Outcome of fetal renal pelvic dilatation diagnosed during the third trimester. Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 May;25(5):483-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  108. Coelho GM, Bouzada MCF, Pereira AK, et al. Outcome of isolated antenatal hydronephrosis: a prospective cohort study. Pediatr Nephrol. 2007 Oct;22(10):1727-34. PubMed | SpingerLink | Google Scholar
  109. Bassanese G, Travan L, D'Ottavio G, et al. Prenatal anteroposterior pelvic diameter cutoffs for postnatal referral for isolated pyelectasis and hydronephrosis: more is not always better. J Urol. 2013 Nov;190(5):1858-63. PubMed | Full Text AUA Journals | Google Scholar
  110. Podevin G, Mandelbrot L, Vuillard E, et al. Outcome of urological abnormalities prenatally diagnosed by ultrasound. Fetal Diagn Ther. May-Jun 1996;11(3):181-90. PubMed | Karger | Google Scholar
  111. Sairam S, Al-Habib A, Sasson S, et al. Natural history of fetal hydronephrosis diagnosed on mid-trimester ultrasound. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Mar;17(3):191-6. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  112. Feldman DM, DeCambre M, Kong E, et al. Evaluation and follow-up of fetal hydronephrosis. J Ultrasound Med. 2001 Oct;20(10):1065-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  113. Nguyen HT, Herndon CDA, Cooper C, et al. The Society for Fetal Urology consensus statement on the evaluation and management of antenatal hydronephrosis. J Pediatr Urol. 2010 Jun;6(3):212-31. PubMed | Full Text JPU | Google Scholar
  114. Abdelazim IA, Abdelrazak KM, Ramy ARM, et al. Complementary roles of prenatal sonography and magnetic resonance imaging in diagnosis of fetal renal anomalies. Aust N Z J Obstet Gynaecol. 2010 Jun;50(3):237-41. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  115. Abdelazim IA, Belal MM. The role of magnetic resonance imaging in refining the diagnosis of suspected fetal renal anomalies. Turk Ger Gynecol Assoc. 2013 Mar 1;14(1):6-10. PubMed | Full Text PMC | PDF | Google Scholar
  116. Swenson DW, Darge K, Ziniel SI, et al. Characterizing upper urinary tract dilation on ultrasound: a survey of North American pediatric radiologists’ practices. Pediatr Radiol. 2015 Apr;45(5):686-94. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  117. Dejter SW Jr, Gibbons MD. The fate of infant kidneys with fetal hydronephrosis but initially normal postnatal sonography. J Urol. 1989 Aug;142(2 Pt 2):661-2. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  118. Laing FC, Burke VD, Wing VW, et al. Postpartum evaluation of fetal hydronephrosis: optimal timing for follow-up sonography. Radiology. 1984 Aug;152(2):423-4. PubMed | Radiology | Google Scholar
  119. Matsui F, Shimada K, Matsumoto F, et al. Late recurrence of symptomatic hydronephrosis in patients with prenatally detected hydronephrosis and spontaneous improvement. J Urol. 2008 Jul;180(1):322-5. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  120. Aksu N, Yavaşcan O, Kangin M, et al. Postnatal management of infants with antenatally detected hydronephrosis. Pediatr Nephrol. 2005 Sep;20(9):1253-9. PubMed | SpingerLink | Google Scholar
  121. Signorelli M, Cerri V, Taddei F, et al. Prenatal diagnosis and management of mild fetal pyelectasis: implications for neonatal outcome and follow-up. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol. 2005 Feb 1;118(2):154-9. PubMed | Full Text EJOG | Google Scholar
  122. Wiener JS, O'Hara SM. Optimal timing of initial postnatal ultrasonography in newborns with prenatal hydronephrosis. J Urol. 2002 Oct;168(4 Pt 2):1826-9. PubMed | Elsevier | Google Scholar
  123. Peerboccus M, Damry N, Pather S, et al. The impact of hydration on renal measurements and on cortical echogenicity in children. Pediatr Radiol. 2013 Dec;43(12):1557-65. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  124. Jones DA, Lupton EW, George NJ. Effect of bladder filling on upper tract urodynamics in man. Br J Urol. 1990 May;65(5):492-6. PubMed | Full Text BJUI | Google Scholar
  125. Hvarness H, Jakobsen H, Hermansen F, et al. Effect of a full bladder on urine production in humans. Scand J Urol Nephrol. 1999 Dec;33(6):386-91. PubMed | Taylor & Francis Online | Google Scholar
  126. Angell SK, Pruthi RS, Shortliffe LD. The urodynamic relationship of renal pelvic and bladder pressures, and urinary flow rate in rats with congenital vesicoureteral reflux. J Urol. 1998 Jul;160(1):150-6. PubMed | Google Scholar
  127. Evans ED, Meyer JS, Harty MP, et al. Assessment of increase in renal pelvic size on post-void sonography as a predictor of vesicoureteral reflux. Pediatr Radiol. 1999 Apr;29(4):291-4. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  128. Sharma G, Sharma A, Maheshwari P, et al. Predictive value of decreased renal pelvis anteroposterior diameter in prone position for prenatally detected hydronephrosis. J Urol. 2012 May;187(5):1839-43. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  129. Ellenbogen PH, Scheible FW, Talner LB, et al. Sensitivity of gray scale ultrasound in detecting urinary tract obstruction. AJR Am J Roentgenol. 1978 Apr;130(4):731-3. PubMed | Full Text AJR | Google Scholar
  130. Morris R, Malin G, Khan K, et al. Antenatal ultrasound to predict postnatal renal function in congenital lower urinary tract obstruction: systematic review of test accuracy. Br J Obstet Gynaecol. 2009 Sep;116(10):1290-9. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  131. Glick PL, Harisson MR, Golbus MS, et al. Management of the fetus with congenital hydronephrosis. II. Prognostic criteria and selection for treatment. J Pediatr S 1985 Aug;20(4):376-87. PubMed | Full Text JPS | Google Scholar
  132. Mandelbrot L, Dumez Y, Muller F, et al. Prenatal prediction of renal function in fetal obstructive uropathies. J Perinat Med. 1991;19 Suppl 1:283-7. PubMed | Google Scholar
  133. Nicolaides KH, Cheng HH, Snijders RJ, et al. Fetal urine biochemistry in the assessment of obstructive uropathy. Am J Obstet Gynecol. 1992 Mar;166(3):932-7. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  134. Spitzer A. The current approach to the assessment of fetal renal function: fact or fiction. Pediatr Nephrol. 1996 Apr;10(2):230-5. PubMed | SpingerLink | Google Scholar
  135. Morris RK, Quinlan-Jones E, Kilby MD, et al. Systematic review of accuracy of fetal urine analysis to predict poor postnatal renal function in cases of congenital urinary tract obstruction. Prenat Diagn. 2007 Oct;27(10):900-11. PubMed | Wiley Online Library | Google Scholar
  136. Crombleholme TM, Harrison MR, Longaker MT, et al. Prenatal diagnosis and management of bilateral hydronephrosis. Pediatr Nephrol. 1988 Jul;2(3):334-42. PubMed | SpingerLink | Google Scholar
  137. Crombleholme TM, Harrison MR, Golbus MS, et aL. Fetal intervention in obstructive uropathy: prognostic indicators and efficacy of intervention. Am J Obstet Gynecol. 1990 May;162(5):1239-44. PubMed | Full Text AJOG | Google Scholar
  138. Peters CA, Docimo SG, Luetic T, et al. Effect of in utero vesicostomy on pulmonary hypoplasia in the fetal lamb with bladder outlet obstruction and oligohydramnios: a morphometric analysis. J Urol. 1991 Oct;146(4):1178-83. PubMed | Full Text AUA | Google Scholar
  139. McLorie G, Farhat W, Klouwy A, et al. Outcome analysis of vesicoamniotic shunting in a comprehensive population. J Urol. 2001 Sep;166(3):1036-40. PubMed | Google Scholar
  140. Makino Y, Kobayashi H, Kyono K, et al. Clinical results of fetal obstructive uropathy treated by vesico-amniotic shunting. Urology. 2000 Jan;55(1):118-22. PubMed | Urology | Google Scholar
  141. Ethun CG, Zamora IJ, Roth DR, et al. Outcomes of fetuses with lower urinary tract obstruction treated with vesicoamniotic shunt: a single-institution experience. J Pediatr Surg. 2013 May;48(5):956-62. PubMed | Full Text JPS | Google Scholar
  142. Morris RK, Malin GL, Quinlan-Jones E, et al. Percutaneous vesicoamniotic shunting versus conservative management for fetal lower urinary tract obstruction (PLUTO): a randomised trial. Lancet. 2013 Nov 2;382(9903):1496-506. PubMed | Full Text PMC | The Lancet | Google Scholar
  143. Clayton DB, Brock JW. Current State of Fetal Intervention for Lower Urinary Tract Obstruction. Curr Urol Rep. 2018 Feb 22;19(1):12. PubMed | SpringerLink | Google Scholar
  144. Biard JM, Johnson MP, Carr MC, et al. Long-term outcomes in children treated by prenatal vesicoamniotic shunting for lower urinary tract obstruction. Obstet Gynecol. 2005 Sep;106(3):503-8. PubMed | Obstetrics & Gynecology | Google Scholar 
  145. Ruano R, Yoshizaki CT, Giron AM, et al. Fetal cystoscopic placement of transurethral stent in a fetus with urethral stenosis. Ultrasound Obstet Gynecol. 2014 Aug;44(2):238-40. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar
  146. Ruano R, Sananes N, Sangi-Haghpeykar H, et al. Fetal intervention for severe lower urinary tract obstruction: a multicenter case-control study comparing fetal cystoscopy with vesicoamniotic shunting. Ultrasound Obstet Gynecol. 2015 Apr;45(4):452-8. PubMed | Wiley Online Library | PDF | Google Scholar

Έκτοπος νεφρός

Μαρτίου 25, 2015 |

Περιγραφή και κλινικά χαρακτηριστικά

Η παρουσία του ενός ή και των δύο νεφρών σε θέση έξω από το νεφρικό βοθρίο, παρασπονδυλικά όπου φυσιολογικά θα έπρεπε να βρίσκεται, καλείται νεφρική εκτοπία και εμφανίζεται με συχνότητα 1 στις 1.200 γεννήσεις. Ο έκτοπος νεφρός μπορεί να είναι πυελικός, λαγόνιος, ενδοπεριτοναϊκός, θωρακικός, ομόπλευρος ή ετερόπλευρος, συνήθως ασυμπτωματικός και εμφανίζεται με την ίδια συχνότητα στα δύο φύλα. Λιγότερο συχνές μορφές εκτοπίας είναι: α) ο πεταλοειδής νεφρός, στον οποίο οι κάτω πόλοι και των δύο νεφρών συνενώνονται και εκτείνονται πάνω από την μέση γραμμή του κατώτερου τμήματος της κοιλίας β) η εκτοπία διασταυρούμενης συνένωσης στην οποία ο ένας νεφρός συνενώνεται με τον κάτω πόλο του αντίπλευρου νεφρού. Οι έκτοποι νεφροί έχουν μικρότερο μέγεθος από ότι συνήθως, αρδεύονται από ανώμαλα αγγεία που δεν είναι κλάδοι της αορτής και παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο απόφραξης.

Υπερηχογραφικά ευρήματα

Προγεννητικά υποψία διάγνωσης τίθεται όταν ένα νεφρικό βοθρίο είναι κενό και υπάρχει μάζα στο εσωτερικό της πυέλου με τα χαρακτηριστικά του νεφρού, δηλ., ελλειψοειδές σχήμα, ηχογενής φλοιός και υπερηχογενείς πυραμίδες. 'Ο όγκος του αμνιακού υγρού και η ουροδόχος κύστη έχουν φυσιολογική απεικόνιση. Μονός "πεταλοειδής" νεφρός διαγιγνώσκεται όταν το νεφρικό παρέγχυμα φαίνεται να επεκτείνεται πάνω από τη μέση κοιλιακή γραμμή, μπροστά από την σπονδυλική στήλη. Στην περίπτωση της "διασταυρούμενης συνένωσης" το ένα νεφρικό βοθρίο είναι κενό και ο αντίπλευρος νεφρός πολύ μακρύς, με ασυνήθιστο σχήμα του κάτω πόλου. Σε οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, υπάρχει απόφραξη των ουροφόρων οδών, ο ένας ή και οι δύο νεφροί θα εμφανίζονται υδρονεφρωσικοί, με ενδεχόμενη παρεγχυματική δυσπλασία.

Ομφαλοκήλη

Μαρτίου 25, 2015 |

 

Περιγραφή και ορισμός

Εξώμφαλος ή ομφαλοκήλη, αποτελεί έλλειμμα της μέσης γραμμής του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, το οποίο παρουσιάζει έλλειψη της μυϊκής στιβάδας, της περιτονίας και του δέρματος στον ομφαλό του εμβρύου, με αποτέλεσμα να εξέρχονται ενδοκοιλιακά σπλάχνα στην βάση του ομφάλιου λώρου η οποία καλύπτεται από μία αμνιοπεριτοναική ανάγγειο μεμβράνη. Ο κηλικός σάκος συνήθως απεικονίζεται ως στιλπνός, διαφανής, λεπτός και αποτελείται από δύο στιβάδες, μια εξωτερική από αμνιακό σάκο και μια εσωτερική από περιτόναιο η οποία συνέχεται με το τοιχωματικό περιτόναιο. Μεταξύ των δύο στιβάδων δύναται να υπάρχει μικρή ποσότητα ουσίας του Wharton. Η είσοδος του ομφάλιου λώρου λαμβάνει χώρα ανώμαλα στη κορυφή του σάκου. Το έλλειμμα διαφέρει ως προς την έκταση του και περιλαμβάνει σε όλο τους το πάχος τους μύες και το δέρμα στην περιοχή του ομφαλικού δακτυλίου, ενώ παρατηρείται και διάσταση των ορθών κοιλιακών μυών κατά το σημείο έκφυση τους.

Συνήθως το μέγεθος της ομφαλοκήλης, 2-4cm, ποικίλει ανάλογα με τα σπλάγχνα που προπίπτουν. Η ανεύρεση λεπτού και παχέως εντέρου είναι σταθερή, ενώ η παρουσία επιπλέον οργάνων όπως ήπαρ, στόμαχος, σπλήνας, χοληδόχος κύστη και ουροδόχος κύστη αναφέρθηκε λιγότερο συχνά. Οι άρρηκτες μεμβράνες του σάκου ομφαλοκήλης μπορεί να ειναι συνυφασμένες με την παρουσία ασκιτικού υγρού. Η επίπτωση της ραγείσης ομφαλοκήλης είναι 1/10.000, χαρακτηρίζεται από ρήξη του μεμβρανώδους σάκου με αποτέλεσμα τα διάφορα όργανα να επιπλέουν ελεύθερα στην αμνιακή κοιλότητα. 1

Αιτιοπαθογένεια 

Εμβρυολογικά η αποτυχία της ένωσης των πλάγιων μεσοδερμικών πτυχών κατά την μέση γραμμή, την 4η εβδομάδα της κύησης, έχει σαν αποτέλεσμα τον σχηματισμό ομφαλοκήλης. Η αποτυχία περιστροφής του ουριαίου τμήματος θα σχηματίσει υπογαστρική ομφαλοκήλη με εκστροφή συνήθως του οπίσθιου τοιχώματος της ουροδόχου κύστης ή της κλοάκης, ενώ παρατηρείται και ευρεία διάσταση της ηβικής σύμφυσης. Ο ομφαλός είναι συνήθως χαμηλά, στα αγόρια παρατηρείται μικρό πέος και ατελής κάθοδος των όρχεων, στα θήλεα η κλειτορίδα είναι δισχιδής. Συνυπάρχει ατρησία ή στένωση του ορθού. Η αποτυχία περιστροφής του κεφαλικού τμήματος θα σχηματίσει επιγαστρική ομφαλοκήλη γνωστή ως πενταλογία Cantrell.

Η εξωστροφή της κλοάκης πιστεύεται ότι είναι αποτέλεσμα της ανεπαρκούς ανάπτυξης του υμένα της κλοκάκης που εμποδίζει την φυσιολογική μετανάστευση του μεσεγχυματικού ιστού.

Eπιδημιολογικά στοιχεία

Η ομφαλοκήλη συναντάται από 2 έως 2,9 ανά 10.000 σε ζώντα, θνησιγενή ή αποβληθέντα με έκτρωση έμβρυα και η σχέση μεταξύ άρρενων και θήλεων, αν και εμφανίζει διακυμάνσεις στις διάφορες μελέτες, παραμένει 1:1. 2 - 5 Η εκστροφή της ουροδόχου κύστης απαντάται με συχνότητα 1 στις 30.000 γεννήσεις, ενώ η εκστροφή της κλοάκης είναι πιο σπάνια και απαντάται με συχνότητα 1 στις 300.000 γεννήσεις. Η πενταλογία Cantrell συναντάται με συχνότητα 1 στις 4.000 γεννήσεις.

Κληρονομικότητα

Στις περισσότερες περιπτώσεις η εμφάνιση της ανωμαλίας είναι σποραδική, ενώ ο κίνδυνος επανεμφάνισης σε επόμενη εγκυμοσύνη είναι <1%. Έχουν περιγραφή περιπτώσεις στις οποίες η νόσος μπορεί να κληρονομείται είτε με αυτοσωματικά είτε με χρωμοσωμικά γονιδιακές μεταλλάξεις όπως στο σύνδρομο Beckwith-Wiedemann καθώς και με άλλους πολυγενικούς τρόπους κληρονομικότητας.

Η σχέση με την ανευπλοειδία

Ο λόγος ανευπλοειδίας/ομφαλοκήλης σχετίζεται αντιστρόφως ανάλογα με την ηλικία κύησης κατά τη διάγνωση και συνδέεται άμεσα με την παρουσία πρόσθετων δομικών ανωμαλιών. Η συχνότερη χρωμοσωμική ανωμαλία με την οποία συνυπάρχει η ομφαλοκήλη είναι η τρισωμία 18 και αντιπροσωπεύει το 62%-75% των ευρισκόμενων ανευπλοειδιών. 5 Το μέγεθος του σάκου ομφαλοκήλης (<3 cm) και η εύρεση ταυτόχρονων δυσπλασιών συσχετίστηκε σε μεγάλο βαθμό με παθολογικό καρυότυπο. 6 Η θέση του σάκου ομφαλοκήλης συνδέθηκε έντονα με παθολογικό καρυότυπο. Όταν ο κηλικός σάκος ήταν κεντρικά τοποθετημένος συνδέθηκε σε ποσοστό 69% με την ανευπλοειδία, συγκριτικά με 12,5%, όταν ο σάκος ήταν ακραίος (επιγαστρική ομφαλοκήλη). 5 , 19 Το περιεχόμενο του σάκου ομφαλοκήλης συνδέθηκε επίσης με ανευπλοειδία σε κάποιες μελέτες. Άν το περιεχόμενο ήταν ήπαρ, η πιθανότητα χρωμοσωμικής ανωμαλίας ήταν χαμηλή 6%, και αν το περιεχόμενο ήταν έντερο η πιθανότητα ανευπλοειδίας ήταν υψηλή, 67%. 7 - 9

Πιο πρόσφατες μελέτες που αφορούσαν κυρίως το πρώτο τρίμηνο της κύησης, έδειξαν ότι ο κίνδυνος τρισωμίας ήταν ανεξάρτητος από το περιεχόμενο του κηλικού σάκου (έντερο ή ήπαρ) και ότι ο κίνδυνος ανευπλοειδίας αυξανόταν κατά 4-5 φορές με την αύξηση του πάχους της αυχενικής διαφάνειας. 7 Η τρισωμία 13 είναι επίσης συχνή και αντιπροσωπεύει το 11% έως το 24%. Μαζί, και οι δύο τρισωμίες αντιπροσωπεύουν το 86% όλων των ανευπλοειδιών που βρέθηκαν σε περιπτώσεις ομφαλοκήλης. Το σύνδρομο Down, η τριπλοειδία και οι φυλετικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες παρατηρήθηκαν λιγότερο συχνά.

Στα νεογνά που γεννιούνται με αδιάγνωστη ομφαλοκήλη, η συχνότητα χρωμοσωμικών ανωμαλιών, κυρίως τρισωμία 18 και 13, είναι περίπου 10%. Οι διαπλαστικές ανωμαλίες του τύπου της συγγενούς καρδιοπάθειας, της βλάβης της σπονδυλικής στήλης και οι νεφρικές ανωμαλίες παρατηρούνται σε ποσοστό 46% σε έμβρυα με χρωμοσωμικές ανωμαλίες, ενώ στα έμβρυα που εμφανίζουν μεμονωμένο εξώμφαλο και φυσιολογικό καρυότυπο, οι παραπάνω ανωμαλίες απαντώνται στο 8%.

Συσχέτιση με γενετικά σύνδρομα

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 περιγράφηκε από τους Beckwith και Wiedemann ένα σύνδρομο εμβρυϊκής υπερανάπτυξης που χαρακτηρίζεται από γενική μακροσωμία, μακρογλωσσία, ομφαλοκήλη και μεγεθυσμένους ηχογενείς νεφρούς. Το σύνδρομο Beckwith και Wiedemann(BWS) συσχετίστηκε σε ποσοστό 4% με  ομφαλοκήλη. 2 Ωστόσο, καί αρκετά άλλα γενετικά σύνδρομα έχουν συνδεθεί με ομφαλοκήλη όπως, σύνδρομο Goltz, σύνδρομο Marshall-Smith, σύνδρομο Meckel-Gruber, σύνδρομο Oto-palato-digital type II, σύνδρομο CHARGE και σύνδρομο fetal valproate; ακολουθίες δυσπλασίας, καρδιακή εκτοπία, ανωμαλίες Body Stalk, εκστροφή ουροδόχου κύστεως, εκστροφή κλοάκης και σύμπλεγμα OEIS (ομφαλοκήλη, εκστροφή ουροδόχου κύστεως, ατρησία πρωκτού, ανωμαλίες νωτιαίου σωλήνα), σύνθετες ανωμαλίες συμπεραλαμβανομένης της πενταλογίας Cantrell (εξόμφαλος, έκτοπος καρδιά, δισχιδές στέρνο, διαφραγματοκήλη, συγγενής καρδιοπάθεια) και τέλος, άλλες γενετικές ανωμαλίες που δεν ταξινομούνται σε σύνδρομα (MCA), σε ποσοστό 30.2%. 10 , 11

Συσχέτιση με ανατομικές δυσμορφίες

Η ομφαλοκήλη μπορεί να αποτελεί μεμονωμένο εύρημα, ωστόσο, συνδέεται με μια μεγάλη ποικιλία ανατομικών δυσμορφιών που συμπεριλαμβάνει, σχεδόν, κάθε σύστημα οργάνων. 2 , 12 Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι καρδιακές ανωμαλίες (κολποκοιλιακά ελλείμματα, στένωση/ατρησία πνευμονικής αρτηρίας, μετάθεση μεγάλων αγγείων, τετραλογία Fallot) με ποσοστό εμφάνισης 36% επί του συνόλου των περιπτώσεων, όπως επισημαίνεται σε αυτά τα δύο άρθρα.

Υπερηχογραφική διάγνωση

Υπερηχογραφικά, η ομφαλοκήλη εμφανίζεται ως προβάλλουσα στρογγυλή μάζα εντός της αμνιακής κοιλότητας σε συνέχεια με το πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα, η οποία καλύπτεται από μια λεπτή μεμβράνη προερχόμενη από το τοιχωματικό περιτόναιο και το άμνιο. Η προβάλλουσα αυτή μάζα, είναι σαφώς περιγεγραμμένη επειδή περιέχει ενδοκοιλιακά εμβρυϊκά όργανα, και εύκολα αναγνωρίσιμη, επειδή αποτελεί την φυσική συνέχεια του ομφάλιου λώρου ο οποίος φαίνεται να εισχωρεί στην βάση του κηλικού σάκου. Τα ελλείμματα του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος είναι δυνατόν να απεικονιστούν ασφαλώς με το υπερηχογράφημα 11-14 εβδομάδων σε ποσοστό που προσεγγίσει το 100%. 13  Βέβαια, η μελέτη αυτή έρχεται σε αντίθεση με αυτήν του Barisic (Barisic και συνερ., 2001), οι οποίοι ανέφεραν ευαισθησία 75% (103/137), με μέση ηλικία κύησης κατά την πρώτη ανίχνευση της ανωμαλίας, 18 εβδομάδες +/- 6,0 ημέρες κύησης. 13 Οι δυνητικές διαφορές ανάμεσα στις δύο μελέτες, μάλλον αντικατοπτρίζουν διαφορετικές πολιτικές, εξοπλισμό και εμπειρία των εμπλεκόμενων φορέων υγείας.

Η συχνότητα εμφάνισης της ομφαλοκήλη εξαρτάται κυρίως από την ηλικία κύησης κατά την οποία εξετάζεται το έμβρυο. 14 Όσο μικρότερη είναι η ηλικία κύησης τόσο συχνότερα απεικονίζεται ομφαλοκήλη. 14 Στα αρχεία μιας βάσης δεδομένων που συμπεριελάμβανε 57.119 μονήρεις κυήσεις, οι οποίες υποβλήθηκαν σε ηχόγραμα μεταξύ 11 και 14 εβδομάδων, ανιχνεύθηκαν 150 έμβρυα με ομφαλοκήλη, συχνότητα εμφάνισης 26/10.000 υπερηχογραφήματα. 15 Ο επιπολασμός της νόσου στην μελέτη αυτή ήταν 10 φορές μεγαλύτερος από αυτήν της EUROCAT (European Registry of Congenital Anomalies and Twins) στην οποία η συχνότητα εμφάνισης της ομφαλοκήλης ήταν 2,6/10.000. Δύο θεωρίες προτάθηκαν για να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό: α) πολλά από τα έμβρυα με ομφαλοκήλη είναι ανευπλοειδικά τα οποία πεθαίνουν ενδομητρίως και η κύηση τερματίζεται και β) συχνά εικάζεται "ομφαλοκήλη" η οποία στην συνέχεια επιλύεται καθώς ανατάσσεται αυτόματα. Στην παραπάνω μελέτη η εμφανής και αυτόματη υποχώρηση σημειώθηκε υπερηχογραφικά στις 20 εβδομάδες σε 59 ευπλοειδικά έμβρυα, ποσοστό 39%, και σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα έμβρυα γεννήθηκαν υγιή. Το εύρημα μιας φυσιολογικής κήλης εντέρου στη βάση του ομφάλιου λώρου νωρίς στην κύηση δεν πρέπει να αποδίδεται λανθασμένα σε ομφαλοκήλη. 14

Οι περισσότερες φυσιολογικές ομφαλοκήλες (εντέρου) υποχωρούν αυτόματα στις 11 εβδομάδες, όταν το κεφαλουραίο μήκος του εμβρύου είναι 44-45mm, ωστόσο υπάρχουν εξαιρέσεις. Ως εκ τούτου, μια μεμονωμένη μικρή ομφαλοκήλη (εντέρου), χωρίς επιπλέον ανατομικές ανωμαλίες, με αποδεκτή αυχενική διαφάνεια στις 11-12 εβδομάδες μπορεί να αντιπροσωπεύει την αργοπορημένη ανάταξη της φυσιολογικής ομφαλοκήλης. Όπως συμβαίνει και με άλλες εμβρυϊκές λειτουργίες, ο μη συγχρονισμός στην όψιμη ανάπτυξη των εμβρυϊκών λεμφαγγείων θα έχει ως αποτέλεσμα το οίδημα αυχένος, η καθυστερημένη οστεοποίηση την υποπλασία ρινικού οστού και ο αργοπορημένος συντονισμός στην διούρηση την μεγακύστη. Συνεπώς, νωρίς στην κύηση, η ομφαλοκήλη αποτελεί ένα παροδικό εύρημα και καλύτερα να θεωρείται ως ένας ήπιος δείκτης αυξημένου κίνδυνου χρωμοσωμικών ή άλλων γενετικών ανωμαλιών, παρά ως  πραγματική δομική ανωμαλία.

Διαφορική διάγνωση

Το μέγεθος, η θέση, το περιεχόμενο και η σύνδεση ατέλειας του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος με άλλες δυσπλασίες, είναι χαρακτηριστικά που μπορούν να διαγνωσθούν ενδομήτρια με υπερηχογράφημα, και επιτρέπουν τη διαφορική διάγνωση από καταστάσεις με παρόμοια εικόνα. Βασικό χαρακτηριστικό στην διάκριση τέτοιων καταστάσεων, αποτελεί η θέση της ατέλειας, σε σχέση με την είσοδο του ομφάλιου λώρου στο κοιλιακό τοίχωμα. 16 Η ορθή διάγνωση είναι εξαιρετικά σημαντική για τη διαχείριση αυτών των ασθενών. 16 Η διαφορική διάγνωση συμπεριλαμβάνει κυρίως άλλου τύπου ελλείμματα της μυϊκής στοιβάδας όπως, κήλη ομφαλίου λώρου, γαστρόσχιση, εκστροφή ουροδόχου κύστης, εκστροφή κλοάκης, σύμπλεγμα OEIS, πενταλογία Cantrell, κύστη ουραχού και σύνδρομο αμνιακής ταινίας.

Η κήλη ομαφαλίου λώρου αποτελεί ξεχωριστή οντότητα από αυτήν της ομφαλοκήλης και συνήθως θεωρείται λανθασμένα ως μικρή ομφαλοκήλη. 17 Ο λώρος στην κήλη ομφαλίου περιβάλεται από υγρού και εισέρχεται απευθείας στην περιοχή του ομφαλικού δακτυλίου, ενώ στην ομφαλοκήλη η είσοδος του ομφάλιου λώρου λαμβάνει χώρα ανώμαλα στη κορυφή του σάκου. 17

Στην γαστρόσχιση, οι ελεύθερες έλικες του εντέρου, σπάνια περιλαμβάνουν ήπαρ, προβάλουν δεξιά του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, ενώ η είσοδος του ομφαλίου λώρου στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα είναι φυσιολογική. Ωστόσω, επιτυχής διάκριση μεταξύ ομφαλοκήλης και γαστρόσχισης φτάνει το 75% (18/24). 18 Σημαντικές δυσκολίες παρουσιάζει επίσης, η διάκριση μεταξύ ερρηγμένης ομφαλοκήλης και γαστρόσχισης, ιδίως αν δεν παρατηρείται συμμετοχή ήπατος. Η πενταλογία Cantrell, αποτελεί ατέλεια που αφορά το ανώτερο κοιλιακό τοίχωμα και το διάφραγμα, ώστε τμήμα της καρδιάς να προβάλει έξω από το κύτος της κοιλιάς.

Η εκστροφή της ουροδόχου κύστης αποτελεί ατέλεια του κατώτερου κοιλιακού τοιχώματος. Το 1995 ο  Gearhart και οι συνεργάτες του καθόρισαν 5 υπερηχογραφικά κριτήρια προγεννητικής διάγνωσης της κλασικής εκστροφής της ουροδόχου κύστης τα οποία συμπεριλαμβάνουν: 1) απουσία ουροδόχου κύστης στην πύελο (71%), 2) προβάλλουσα μάζα μαλακού ιστού στο κατώτερο κοιλιακό τοίχωμα (47%), 3) χαμηλή είσοδος του ομφάλιου λώρου (29%), 4) μη φυσιολογικά εξωτερικά γεννητικά όργανα σε άρρενα έμβρυα (μικρός φαλλός με κρημνώδες αποκλίνον όσχεο, 57%) 5) μη φυσιολογική διεύρυνση των κορυφών των λαγόνιων οστών στο 18% των περιπτώσεων. 19 Ωστόσο, η προγεννητική διάγνωση είναι σπάνια, 20 η ακρίβεια είναι χαμηλή και κυμαίνεται σε ποσοστά 10%-25%, 21 , 22 ενώ η συνεπικουρία της μαγνητικής τομογραφίας (MRI) μπορεί να βελτιώσει την ακρίβεια της υπερηχογραφικής διάγνωσης. 23

Η εκστροφή της κλοάκης έχει διαφορετικές υπερηχογραφικές εμφανίσεις στο πρώτο από ότι στο δεύτερο τρίμηνο. Όπως είναι γνωστό, ο υμένας (μεμβράνη) της κλοάκης διαχωρίζει το σπλαχνικό περιτόναιο από τον αμνιακό χώρο κατά την πρώιμη ανάπτυξη. Ανάλογα με το χρονικό διάστημα διάσπασης του υμένα της κλοάκης, προκύπτουν διάφορες πολύπλοκες εμβρυϊκές ανωμαλίες. Στην κλασική της μορφή, συμπεριλαμβάνει: εκστροφή ειλεού, ατρησία πρωκτού, δύο εκστροφικές ουροδόχες κύστες με ξεχωριστό ουρητήρα η κάθε μία, ομφαλοκήλη, ανωμαλίες  σπονδύλων και ανωμαλίες έξω γεννητικών οργάνων. Το σύνολο των ανωμαλιών αυτών είναι γνωστό ως σύμπλεγμα OEIS (ομφαλοκήλη, εκστροφή ουροδόχου κύστεως, ατρησία πρωκτού, ανωμαλίες νωτιαίου σωλήνα και σπονδυλικής στήλης). To 1998, o Austin και οι συνεργάτες του καθόρισαν υπερηχογραφικά κριτήρια διάγνωσης της εκστροφής της κλοάκης. Τα κύρια κριτήρια συμπεριελάμβαναν απουσία ουροδόχου κύστεως (έλλειψη οπτικοποίησης), μεγάλη υπομφάλια ατέλεια πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος μέσης γραμμής ή κυστική δομή του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος (επιμένουσα κλοακική μεμβράνη), ομφαλοκήλη και οσφυοϊερές ανωμαλίες. Τα λιγότερο συχνά ή επικουρικά κριτήρια συμπεριλάμβαναν ατέλειες των κάτω άκρων, νεφρικές ανωμαλίες, ασκίτη, διευρυμένα ηβικά τόξα, στενό θώρακα, υδροκέφαλο και μονήρη ομφαλική αρτηρία. 24 Επί αμφιβολίας η μαγνητική τομογραφία (MRI) μπορεί να θέση ασφαλώς οριστική διάγνωση. 25

Στην κύστη ουραχού του μετέπειτα μέσου στηρικτικού συνδέσμου της ουροδόχου κύστης, που αποτελεί υπόλειμμα της ομφαλικής φλέφας, ο ουραχός συχνά επικοινωνεί με την ουροδόχο κύστη και περιέχει ούρα.

Το σύνδρομο της αμνιακής ταινίας χαρακτηρίζεται από σοβαρές ανωμαλίες της σπονδυλικής στήλης, της κοιλιάς αλλά και των άκρων.

Στρατηγικές διαχείρισης

Εάν το υπερηχογράφημα 11-14 εβδομάδων είναι ύποπτο για ατέλεια στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην διαχείριση του αποτελέσματος αυτού, καθώς τα περισσότερα έμβρυα έχουν πτωχή πρόγνωση λόγω της ανευπλοειδίας ή των πρόσθετων ανωμαλιών που συνυπάρχουν. Ωστόσο ένα σημαντικό ποσοστό, ίσως και 1 στα 5 έμβρυα, οδηγείται στη γέννηση ενός υγιούς μωρού στο οποίο δεν απαιτείται χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης. Το τελευταίο αυτό σενάριο, διαδραματίζεται στην πλειονότητα των εμβρύων με μικρή, μεμονωμένη ομφαλοκήλη και αποδεκτή αυχενική διαφάνεια. Στις επιλογές διαχείρισης, συμπεριλαμβάνονται ο μη επεμβατικός έλεγχος της ανευπλοειδίας από το αίμα της εγκύου ή εάν ο σχετικός βιοχημικός έλεγχος των πρωτεϊνών του πλάσματος Α (PAPP-A) και η χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG), είναι θετικός, υπάρχουν διαθέσιμες επεμβατικές τεχνικές με δειγματοληψία χοριακής λάχνης (CVS) ή αμνιοπαρακέντηση καθώς και η υπερηχογραφική παρακολούθηση στις 16 με 20 εβδομάδες.

Η απεικόνιση της φυσιολογικής κήλης του μέσου εντέρου κατέστη εφικτή, νωρίς, στο πρώτο τρίμηνο, αν και η απόσυρσή της ολοκληρώνεται την 11η εβδομάδα. Για το λόγο αυτό υπερηχογραφική διάγνωση πριν από τις 12 εβδομάδες θεωρείται αδύνατος, εκτός εάν στον σάκο ομφαλοκήλης προβάλει ήπαρ, οπότε, η διάγνωση μπορεί να τεθεί με ακρίβεια νωρίτερα, καθώς πολλά από αυτά τα έμβρυα θα έχουν φυσιολογική έκβαση. Αν στον σάκο ομφαλοκήλης υπάρχει ήπαρ, αυξημένη αυχενική διαφάνεια, πρόσθετες ανωμαλίες ή αν επιμένει η ομφαλοκήλη πέρα από το πρώτο τρίμηνο, θα πρέπει να προσφέρεται η αξιολόγηση της ανευπλοειδίας με καρυοτύπηση του εμβρύου. Αν ακολουθήσει λήψη χοριακής λάχνης (CVS) ή αμνιοπαρακέντηση, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον έλεγχο μικροελλείψεων, διπλασιασμών, μεταθέσεων και δομικών ανωμαλιών των χρωμοσωμάτων εκτός από τον κλασικό καρυότυπο, μοριακός καρυότυπος. Εάν αρνείται τις διαγνωστικές αυτές εξετάσεις η έγκυος, τότε θα πρέπει να της προσφέρεται ο μη επεμβατικός χρωμοσωμικών έλεγχος που μπορεί να εντοπίσει την πλειοψηφία των τρισωμιών που σχετίζονται με την ομφαλοκήλη.

Όταν ανιχνεύεται κάποια ατέλεια στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα, θα πρέπει να αξιολογείται η θέση εισόδου του λώρου ως προς τα κοιλιακά τοιχώματα με το έγχρωμο υπερηχογράφημα doppler καθώς μπορεί να είναι χρήσιμο στην διάκριση μεταξύ ομφαλοκήλης και γαστρόσχισης. Μερικές φορές η διάκριση αυτή είναι αδύνατος και θα πρέπει να αναβάλλεται έως το επόμενο υπερηχογράφημα, συνήθως στις 16 περίπου εβδομάδες. Επειδή η ομφαλοκήλη συνδέεται σε υψηλό ποσοστό με χρωμοσωμικές και κατασκευαστικές ανωμαλίες γίνεται προσπάθεια έγκαιρης διάγνωσης. Οπότε, διενεργείται σχολαστικός υπερηχογραφικός έλεγχος για την εμβυϊκή αρτιμέλεια στις 16 εβδομάδες και επαναλαμβάνεται στις 20 εβδομάδες. Ζητείται υπερηχοκαρδιογράφημα και εάν η καρδιά εμφανίζεται φυσιολογική πραγματοποιείται υπερηχογράφημα β επιπέδου στις 22-24 εβδομάδες. Ο ρόλος της μαγνητικής τομογραφίας στην αξιολόγηση αυτών των εμβρύων δεν έχει θεμελιωθεί πλήρως ωστόσο  θεωρείται υποβοηθητικός, ιδίως σε ασυνήθεις ή δύσκολες περιπτώσεις. 26 Επίσης προτείνεται, οι μελλοντικοί γονείς να συναντηθούν με κάποιον παιδοχειρουργό σε εύθετο χρόνο, συνήθως μετά από τις 20 εβδομάδες, όταν η αναζήτηση πρόσθετων ανωμαλιών θα έχει ολοκληρωθεί, ή νωρίτερα, εάν η έγκυος είναι ανήσυχη ή προτίθεται να προβεί σε τερματισμό της κύησης. Μερικοί μελετητές συνιστούν καισαρική τομή, για την αποφυγή τραυματισμού του ήπατος, της ρήξης του σάκου της κήλης ή στην περίπτωση μεγάλης ομφαλοκήλης. Σε κάθε περίπτωση ο τοκετός πρέπει να διενεργείται σε οργανωμένο μαιευτικό κέντρο που διαθέτει μονάδα εντατικής παρακολούθησης νεογνών και παιδοχειρουργικό τμήμα.

Φυσική ιστορία και έκβαση

Γενικά η έκβαση εμβρύων με ομφαλοκήλη είναι κακή, ανεξάρτητα από τον τύπο της ομφαλοκήλης. Η εμβρυϊκή θνησιμότητα συνδέθηκε έντονα με την ύπαρξη ταυτόχρονων δυσπλασιών. 27 Η μεμονωμένη ομφαλοκήλη που διαγνώστηκε στα πρώτα στάδια της κύησης συνήθως έχει καλή πρόγνωση. 28 Σε περιπτώσεις μικρού ελλείμματος, η ανωμαλία μπορεί να αποσυρθεί αργότερα κατά τη διάρκεια της κύησης. 27 Μια σπάνια επιπλοκή της ομφαλοκήλης αποτελεί η ραγείσα ομφαλοκήλη που συνοδεύται από ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης, κήλη ήπατος και συσχετίστηκε με δυσμορφία σπονδυλικής στήλης, ατέλειες διαφράγματος, κυστεοεντερικά συρίγγεια και μηνιγγοκήλη. 29

Η έκβαση των εβρύων εξαρτάται κυρίως από την παρουσία ή όχι πρόσθετων ανωμαλιών. Γενικά το ποσοστό επιβίωσης είναι περίπου 50% και η πρόγνωση είναι σημαντικά χειρότερη στις περιπτώσεις της επιγαστρικής παρά σε αυτές της υπογαστρικής ομφαλοκήλης. Στα νεογνά με πενταλογία Cantrell το ποσοστό επιβίωσης είναι 20%, ενώ στο σύνδρομο Beckwith-Wiedemann 80%. Τα έμβρυα με σύνδρομο Beckwith-Wiedemann γεννιούνται πρόωρα λόγω υδράμνιου, εμφανίζουν δυσκολίες στην κατάποση και την αναπνοή ενώ θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για την ανάπτυξη όγκων της παιδικής ηλικίας.

Η χειρουργική προσέγγιση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος της βλάβης. Μικρή ομφαλοκήλη είναι κατάλληλη για πρωτογενή αποκατάσταση. Ποικίλες χειρουργικές τεχνικές χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν για να αποκαταστήσουν μεγάλες ομφαλοκήλες. Πέρα από το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχουν προβλήματα γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, αναπνευστικής δυσχέρειας και δυσκολία σίτισης η μακροπρόθεσμη έκβαση αυτών των επεμβάσεων καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία ή την απουσία πρόσθετων ανωμαλιών.

Πρόγνωση

Παρά τις προόδους στη περιγεννητική φροντίδα και την χειρουργική αποκατάσταση η πρόγνωση της συγγενούς ομφαλοκήλης θεωρείται μάλλον φτωχή, ανεξάρτητα από τον τύπο της ομφαλοκήλης. 30 Σε μια μελέτη που αφορούσε 90 περιπτώσεις ομφαλοκήλης στη Νορβηγία κατά το διάστημα 1985-2004, 49 κυήσεις (54%) τερματίστηκαν λόγω επιθυμίας των γονέων με τεχνητή διακοπή της κύησης, 6 έμβρυα κατέληξαν ενδομήτρια, 5 έμβρυα πέθαναν κατά την διάρκεια του τοκετού και 9 μετά από αυτόν. Από τα 21 έμβρυα που τελικά επέζησαν, τα 13 είχαν πρόσθετες συγγενείς ανωμαλίες ή άλλες δυσπλασίες και μόνο 8 παιδιά, (9%) της αρχικής ομάδας, θεωρήθηκαν υγιή καθώς παρακολουθήθηκαν και αξιολογήθηκαν από την ηλικία του 1 έως 17 ετών.29 Παρόμοια ευρήματα αναφέρθηκαν σε μια μελέτη που αφορούσε 445 περιπτώσεις ομφαλοκήλης που αντιμετωπίστηκαν στο Λονδίνο κατά το διάστημα 1991-2002. 29 Οι περισσότερες ανευπλοειδικές κυήσεις, 250 (56%), είτε τερματίστηκαν με διακοπή της κύησης ή τα έμβρυα πέθαναν πριν από τον τοκετό ή αμέσως μετά κατά την νεογνική περίοδο. Από τα 176 έμβρυα με φυσιολογικό ή άγνωστο καρυότυπο, 96 (55%) τερματίστηκαν με διακοπή της κύησης, 27 πέθαναν ενδομήτρια και 9 κατέληξαν ως νεογνά. Τα υπόλοιπα 44 παιδιά υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης της βλάβης, ποσοστό 10% της αρχικής ομάδας, και όλα τους επέζησαν. 31 Τα φτωχά αποτελέσματα της ομφαλοκήλης μάλλον σχετίζονται με την υψηλή συχνότητα εμφάνισης συγγενών ανωμαλιών, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες που η ομφαλοκήλη συσχετίζεται με ανευπλοειδία.

Η πρόγνωση στις περιπτώσεις μεμονωμένης ομφαλοκήλης είναι πολύ καλύτερη. Μετά τη γέννηση, τα βρέφη αυτά έχουν συχνά πιο εύκολη μετεγχειρητική πορεία σε σύγκριση με εκείνα λόγω γαστρόσχισης, προφανώς επειδή η ομφαλοκήλη προστατεύεται από την μεμβράνη η οποία περιβάλλει το έντερο που αναδύεται από την κοιλιά. Ωστόσο, τα έμβρυα με μεγάλη ομφαλοκήλη-συνήθως ο σάκος τους περιέχει ήπαρ-μπορεί να αντιμετωπίσουν επιπλέον επιπλοκές συμπεριλαμβανομένης της αναπνευστικής δυσχέρειας αλλά και σύνθετες ή και εκτεταμένες χειρουργικές επεμβάσεις για την αποκατάσταση της βλάβης. Ως μεγάλες ομφαλοκήλες καθορίζονται συχνά αυτές στις οποίες το 75% και πλέον του ήπατος βρίσκεται εξωτερικά του κύτους της κοιλιάς. Όπως είναι αναμενόμενο η πρόγνωση σε αυτά τα έμβρυα είναι πολύ χειρότερη από ότι σε εκείνα με μικρότερες και μεμονωμένες ομφαλοκήλες. Σε μια αναδρομική μελέτη που συμπεριελάμβανε 17 κυήσεις με μεγάλη ομφαλοκήλη: 8 έμβρυα γεννήθηκαν ζωντανά, 4 τερματίστηκαν μετά από επιθυμία των γονέων, σημειώθηκαν 2 ενδομήτριοι θάνατοι, ενώ 3 χάθηκαν από την παρακολούθηση. Επέζησαν συνολικά 6 έμβρυα (2 βρεφικοί θάνατοι), από τα οποία 4 εμφάνισαν αναπνευστική δυσχέρεια, 2 καθυστέρηση ανάπτυξης ενώ όλα χρειάστηκαν διασωλήνωση. 32

Η διάγνωση της εκστροφής της ουροδόχου κύστης είναι πολύ σημαντική για τη προγεννητική συμβουλευτική καθώς και για τον προγραμματισμό της χειρουργικής αποκατάστασης. Σε ιδανικές συνθήκες η σύγκλειση της ουροδόχου κύστης στην κοιλιακή κοιλότητο πραγματοποιείται εντός 48 ωρών από τη γέννηση. Επιπλέον, οι γονείς θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για πιθανές μακροχρόνιες επιπτώσεις του τύπου της ακράτειας των ούρων, της υπογονιμότητας και των επαναλαμβανόμενων ουρογεννητικών χειρουργείων.

  1. Densler JF. Gastroschisis and ruptured omphalocele. J Natl Med Assoc. 1982 Jul; 74 (7): 693-6. PubMed | Full Text PMC
  2. Calzolari E, Bianchi F, Dolk H, et al. EUROCAT Working Group: Omphalocele and gastroschisis in Europe: a survey of 3 million births 1980-1990. Am J Med Genet. 1995 Aug 28; 58 (2): 187-194. PubMed | Wiley Online Library
  3. Benjamin B, Wilson G. Anomalies associated with gastroschisis and omphalocele: analysis of 2825 cases from the Texas Birth Defects Registry. J Pediatr Surg. 2014 Apr; 49 (4): 514-9. PubMed | Full Text Pediatric Surgery
  4. Byron-Scott R, Haan E, Chan A, et al. A population-based study of abdominal wall defects in South Australia and Western Australia. Paediatr Perinat Epidemiol. 1998 Apr; 12 (2): 136-51. PubMed | Wiley Online Library
  5. Brantberg A, Blaas HG, Haugen SE, et al. Characteristics and outcome of 90 cases of fetal omphalocele. Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Oct; 26 (5): 527-37. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  6. De Veciana M, Major CA, Porto M. Prediction of an abnormal karyotype in fetuses with omphalocele. Prenat Diagn. 1994 Jun; 14 (6): 487-92. PubMed | Wiley Online Library
  7. Getachew MM, Goldstein RB, Edge V, et al. Correlation between omphalocele contents and karyotypic abnormalities: sonographic study in 37 cases. AJR. 1992 Jan; 158 (1): 133-6. PubMed | Full Text AJR
  8. Benacerraf BR, Saltzman DH, Estroff JA, et al. Abnormal karyotype of fetuses with omphalocele: prediction based on omphalocele contents. Obstet Gynecol. 1990 Mar; 75 (3 Pt 1): 317-9. PubMed
  9. van Zalen-Sprock RM, Vugt JM, van Geijn HP. First-trimester sonography of physiological midgut herniation and early diagnosis of omphalocele. Prenat Diagn. 1997 Jun; 17 (6): 511-8. PubMed | Wiley Online Library
  10. Iacovella C, Contro E, Ghi T , et al. The effect of the contents of exomphalos and nuchal translucency at 11-14 weeks on the likelihood of associated chromosomal abnormality. Prenat Diagn. 2012 Nov; 32 (11): 1066-70. PubMed | Wiley Online Library
  11. Stoll C, Alembik Y, Dott B, Roth MP. Omphalocele and gastroschisis and associated malformations. Am J Med Genet A. 2008 May 15; 146A (10): 1280-5. PubMed | Wiley Online Library
  12. Hurst J, Firth HV, Chitty LS. Syndromic associations with congenital anomalies of the fetal thorax and abdomen. Prenat Diagn. 2008 Jul; 28 (7): 676-84. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  13. Barisic I, Clementi M, Häusler M, et al. Euroscan Study Group: Evaluation of prenatal ultrasound diagnosis of fetal abdominal wall defects by 19 European registries. Ultrasound Obstet Gynecol. 2001 Oct; 18 (4): 309-16. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  14. Syngelaki A, Chelemen T, Dagklis T, et al. Challenges in the diagnosis of fetal non-chromosomal abnormalities at 11-13 weeks. Prenat Diagn. 2011 Jan; 31 (1): 90-102. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  15. Kagan KO, Staboulidou I, Syngelaki A, et al. The 11-13-week scan: diagnosis and outcome of holoprosencephaly, exomphalos and megacystis. Ultrasound Obstet Gynecol. 2010 Jul; 36 (1): 10-4. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  16. Emanuel PG, Garcia GI, Angtuaco TL. Prenatal detection of anterior abdominal wall defects with US.Radiographics. 1995 May; 15 (3): 517-30. PubMed | Full Text RadioGraphics | PDF
  17. Achiron R, Soriano D, Lipitz S, et al. Fetal midgut herniation into the umbilical cord: improved definition of ventral abdominal anomaly with the use of transvaginal sonography. Ultrasound Obstet Gynecol. 1995 Oct; 6 (4): 256-60. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  18. Bair JH, Russ PD, Pretorius DH, et al. Fetal omphalocele and gastroschisis: a review of 24 cases. AJR Am J Roentgenol. 1986 Nov; 147 (5): 1047-51. PubMed | Full Text AJR
  19. Gearhart JP, Ben-Chaim J, Jeffs RD, et al. Criteria for the prenatal diagnosis of classic bladder exstrophy. Obstet Gynecol. 1995 Jun; 85 (6): 961-4. PubMed | Elsevier Science
  20. Cacciari A, Pilu GL, Mordenti M, et al. Prenatal diagnosis of bladder exstrophy: what counseling? J Urol. 1999 Jan; 161 (1): 259-61. PubMed
  21. Jayachandran D, Bythell M, Platt MW, et al. Register based study of bladder exstrophy-epispadias complex: prevalence, associated anomalies, prenatal diagnosis and survival. J Urol. 2011 Nov; 186 (5): 2056-60. PubMed | Full Text AUA
  22. Goyal A, Fishwick J, Hurrell R, et al. Antenatal diagnosis of bladder/cloacal exstrophy: challenges and possible solutions. J Pediatr Urol. 2012 Apr; 8 (2): 140-4. PubMed | Full Text Pediatric Urology
  23. Goldman S, Szejnfeld PO, Rondon A, et al. Prenatal diagnosis of bladder exstrophy by fetal MRI. J Pediatr Urol. 2013 Feb; 9 (1): 3-6. PubMed | Full Text Pediatric Urology
  24. Austin PF, Homsy YL, Gearhart JP, et al. The prenatal diagnosis of cloacal exstrophy. J Urol. 1998 Sep; 160 (3 Pt 2): 1179-81. PubMed | Full Text Wolters Kluwer
  25. Calvo-Garcia MA, Kline-Fath BM, Rubio EI, et al. Fetal MRI of cloacal exstrophy. Pediatr Radiol. 2013 Mar; 43 (5): 593-604. PubMed | SpringerLink
  26. Daltro P, Fricke BL, Kline-Fath BM, et al. Prenatal MRI of congenital abdominal and chest wall defects. AJR Am J Roentgenol. 2005 Mar; 184 (3): 1010-6. PubMed | Full Text AJR
  27. Hughes MD, Nyberg DA, Mack LA, et al. Fetal omphalocele: prenatal US detection of concurrent anomalies and other predictors of outcome. Radiology. 1989 Nov; 173 (2): 371-6. PubMed | Full Text Radiology
  28. Blazer S, Zimmer EZ, Gover A, et al. Fetal omphalocele detected early in pregnancy: associated anomalies and outcomes. Radiology. 2004 Jul; 232 (1): 191-5. PubMed | Full Text Radiology
  29. Kamata S, Ishikawa S, Usui N, et al. Prenatal diagnosis of abdominal wall defects and their prognosis. J Pediatr Surg. 1996 Feb; 31 (2): 267-71. PubMed | Full Text Pediatric Surgery
  30. Brantberg A, Blaas HG, Haugen SE, et al. Characteristics and outcome of 90 cases of fetal omphalocele. Ultrasound Obstet Gynecol. 2005 Oct; 26 (5): 527-37. PubMed | Wiley Online Library | PDF
  31. Lakasing L, Cicero S, Davenport M, et al. Current outcome of antenatally diagnosed exomphalos: an 11 year review. J Pediatr Surg. 2006 Aug; 41 (8): 1403-6. PubMed | Full Text Pediatric Surgery
  32. Biard JM, Wilson RD, Johnson MP, et al. Prenatally diagnosed giant omphaloceles: short- and long-term outcomes. Prenat Diagn2004 Jun; 24 (6): 434-9. PubMed | Wiley Online Library

Ποιοι είμαστε

Η ιστοσελίδα emvriomitriki.gr σχεδιάστηκε αρχικά για να καλύψει τις απορίες και τις ανάγκες των εγκύων γυναικών. Όμως, λόγω του υψηλού επιστημονικού υλικού που περιέχει (άρθρα, βίντεο, φωτογραφίες, βιβλιογραφία) καθίσταται χρήσιμο επαγγελματικό εργαλείο σε φοιτητές, μαιευτήρες και άλλους επαγγελματίες υγείας που επιθυμούν να ανανεώσουν τις γνώσεις τους. Το έργο επιμελήθηκε ο ιατρός Αναστάσιος Κοκοβίδης.

Στοιχεία επικοινωνίας

Διαδρομή

Λεωφόρος Κηφισίας 26
Αθήνα, 115 26


info@emvriomitriki.gr
210 7771300










Κλείστε το ραντεβού σας Online!




Πριν ξεκινήσετε, Cookies
Πρόκειται για μικρά αρχεία/εργαλεία που μας βοηθάνε να οργανώσουμε καλύτερα την περιήγηση στην σελίδα μας καθώς και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδας μας.